ΚΑΙ ΤΟ ΠΑΡΑΚΑΤΩ ΚΕΙΜΕΝΟ ΕΙΝΑΙ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟ ΑΛΙΕΥΜΑ.
“Κατάκριση είναι να πεις, ότι π.χ. ο τάδε είναι ψεύτης ή θυμώδης ή πόρνος. Στην περίπτωση αυτή κατέκρινες αυτή την ίδια τη διάθεση της ψυχής του και έτσι έβγαλες απόφαση για όλη τη συμπεριφορά του και τη ζωή του. Λέγοντας λοιπόν, ότι αυτός είναι τέτοιος, τον καταδίκασες ως τέτοιον.”1
Η κατάκριση έχει άμεση σχέση με την καταλαλιά.
Κάποιος ρώτησε τον μεγάλο γέροντα Βαρσανούφιο:
“Πες μου πάτερ, βλέπω κάποιον να κάνει κάτι και εγώ το διηγούμαι σε έναν τρίτο. Λέγω από μέσα μου ότι δεν τον κατακρίνω, αλλά ότι μόνο το κουβεντιάζω. Μήπως όμως η πράξη αυτή μέσα στο μυαλό μου είναι καταλαλιά;”
Και η απάντηση:
“Αν το κίνητρο της κουβέντας σου είναι εμπαθές, τότε είναι καταλαλιά. Αν το κάνεις χωρίς πάθος, δεν είναι καταλαλιά, αλλά γίνεται για να μη μεγαλώσει το κακό”.
- Ο Άγιος Ισαάκ ο Σύρος ζητά, όχι μόνο να μην κατακρίνουμε τους άλλους αλλά και να σκεπάζουμε τα αμαρτήματα αυτών.
“Γίνε κοινωνός στα παθήματα όλων, αλλά στάσου με το σώμα σου μακριά από όλους. Κανένα να μη ελέγχεις και κανένα να μη κατηγορείς για τη συμπεριφορά του, ούτε και τον πιο κακό. Άπλωσε τον χιτώνα σου πάνω σ[ αυτόν που έφταιξε, και σκέπασέ τον. Κι αν δεν μπορείς να φορτωθείς επάνω σου το φταίξιμό του και να δεχτείς για λόγου του την τιμωρία και την ντροπή, τουλάχιστον δείξε υπομονή και μη τον περιφρονήσεις.” “Σκέπασε αυτόν που φταίει, όταν βέβαια δεν πρόκειται να σε ζημιώσει. Με τον τρόπο αυτό του δίνεις θάρρος, αλλά και συ κρατάς το έλεος του Θεού.”
- Πολλές φορές βλέπουμε ένα αμάρτημα και εύκολα το κατακρίνουμε αλλά η θέση διαφόρων ασκητών είναι διαφορετική και φερόντουσαν με αγάπη.
“Κάποιοι από τους πατέρες ρώτησαν τον αββά Ποιμένα: αν δούμε ένα αδελφό να αμαρτάνει, θέλεις να του κάνουμε παρατηρήσεις; και ο γέροντας απάντησε: Εγώ μέχρι τώρα, αν κάποιος λόγος με αναγκάζει να περάσω από κείνο το μέρος και δω τον αδελφό να αμαρτάνει, τον προσπερνώ και δεν τον ελέγχω.”
Το γεροντικό αναφέρει ότι: “Ένας από τους πατέρες, βλέποντας κάποιον να αμαρτάνει, έκλαψε πικρά και είπε: Αυτός σήμερα, εγώ αύριο.”
- Για τον αββά Μωσή αναφέρουν το παρακάτω γεγονός: “Κάποιος έπεσε σε ένα αμάρτημα με τη σκέψη του. Αργότερα, όταν έγινε η σύναξη των μοναχών για το θέμα αυτό, έστειλαν να φωνάξουν τον αββά Μωσή, αλλά αυτός δεν ήθελε να πάει. Τότε ο πρεσβύτερος έστειλε κάποιον να του πει: Έλα, γιατί ο λαός σε περιμένει. Τότε ο γέροντας επήρε ένα παλιό καλάθι, το γέμισε με άμμο και τράβηξε για τη σύναξη. Καθώς βγήκαν όλοι να τον προϋπαντήσουν, τον ρώτησαν: Γιατί, πάτερ, κουβαλάς αυτό το καλάθι; Κι ο γέροντας απάντησε: οι αμαρτίες μου πέφτουν, όπως και η άμμος από πίσω μου και δεν τις βλέπω. Τι γυρεύω, λοιπόν, εδώ για να κρίνω αμαρτήματα άλλου; Οι αδελφοί που άκουσαν τα λόγια του όχι μόνο δεν είπαν τίποτα στον αδελφό που αμάρτησε αλλά και τον συγχώρησαν.”
Έλεγε στους επισκέπτες του ο απλούστατος Διονύσιος μοναχός γέρων Δαβίδ περί του κακού της κατακρίσεως. Πρόσεχε, να μην λες ο τάδε κάνει τούτο και ο άλλος εκείνο. Γιατί έτσι θα χάσης την Χάρη του Χριστού. Και γάιδαρο να τον δεις κάποιον, να μην τον κοροϊδέψεις. Αγάπα τον πλησίον όπως τον εαυτό σου, έτσι λέει ο Χριστός.
. Ο θεοφόρος πνευματικός παπα- Σάββας ουδέποτε κατηγόρησε άνθρωπο. Όταν τον ρωτούσαν «Τι άνθρωπος είναι εκείνος Πνευματικέ;» απαντούσε. Άγιος άνθρωπος είναι αυτός ο άνθρωπος.
. Είπε γέρων μοναχός. Πάντα στις κρίσεις να βάζετε ένα ερωτηματικό. Δεν ξέρουμε τι μπορεί να συμβαίνει.
. Διηγείτο ο πολυσέβαστος ιερομόναχος Ε, ερημίτης των Κατουνακίων.
Κάποιος αδελφός μου είπε για την κατάκριση. «κατακρίνω πολύ, πώς να αποφύγω την κατάκριση;» Και του είπα.
Όταν πρόκειται να μιλήσεις για ένα πρόσωπο, λέγε. Τώρα είναι παρών.
Πάρε παράδειγμα εσένα π.χ. όταν είσαι παρών, δεν σε κατακρίνει ο άλλος, όταν είσαι απών, σε κοπανάει στο κεφάλι σε κατακρίνει.
Θυμάμαι ότι όταν ζούσε ο Γέροντας, τον κατέκρινε σε κάτι. Πήγα το βράδυ να κάνω προσευχή.
Βλέπω ντουβάρι, δεν μπορώ να προχωρήσω την ευχή.
Κύριε Ιησού…..Κύριε Ιησού …….δεν προχωρά κάπου έχω σφάλει σκέπτομαι, κάπου έχω αμαρτήσει. Λοιπόν; Την προηγούμενη μέρα που πήγα, τι έκανα, τι μίλησα, τι έπραξα; Το βρήκα είχα κατακρίνει τον Γέροντα μου.
Η άλλη μέρα ήταν Κυριακή και έπρεπε να λειτουργήσω.
Ο παπάς εδώ τάχη δογματικά. Πρέπει να λειτουργήσει.
Εκτός αν έχει κώλυμα. Τώρα τι να κάνω; Προσευχή.
Θεέ μου, συγχώρεσε με. Θεέ μου έσφαλα. Συγχώρεσε με ζητώ συγγνώμη.
Τίποτα.
Καλά για μένα δεν έχει συγχωρέσει, δεν υπάρχει «ευλόγησαν»;
Εφ` όσον σε λύπησα, «ευλόγησαν».
Οφείλω να έχω το «Θεός σχωρές`»
Τίποτα.
Μα ο Πέτρος Σε αρνήθηκε τρεις φορές και τον συγχώρεσες. Εγώ δεν σε αρνήθηκα. Κατέκρινα τον Γεροντά μου. Ε` τώρα, βάζω κι εγώ μετάνοια.
Μετανόησα και ζητώ συγχώρηση.
Τίποτα.
Λέγοντας αυτά έπιασα πάλι το κομποσχοίνι.
Τίποτα. Δεν προχωρά η προσευχή.
Άρχισα τα κλάματα.
Έβγαιναν τα δάκρια ποτάμι.
Δεν είναι τόσο να κατακρίνεις ένα ξένο, όσο να κρίνεις τον Γεροντά σου.
Αλίμονο σου.
Κατακρίνεις τον ίδιον τον θεό.
Άρχισα τα κλάματα. Τρεις ώρες έφαγα. Μια ακολουθία της Κυριακής είναι τρεις ώρες.
Άρχισα τα κλάματα.
Θεέ μου, θεέ μου δεν υπάρχει για μένα «ευλόγησον» ο Θεός του ελέους και της ευσπλαχνίας είσαι. και εμένα δεν με συγχωράς.
Εγώ σου λέω ‘ευλόγησον’
Και η όσια Μαρία η Αιγύπτια όταν μετανόησε την συγχώρησες, και πολλή άγιοι ήσαν αμαρτωλοί, αλλά τους συγχώρεσες.
Και Νεομάρτυρες που είχαν γίνει Τούρκοι τους συγχώρεσες και τους ελέησες. Για μένα δεν υπάρχει έλεος δεν υπάρχει συγχώρηση;
Τρεις ώρες έφαγα.
Έκανα την ακολουθία της Κυριακής με δάκρυα.
Στο τέλος βλέπω μια ειρήνη, μια χαρά μέσα μου.
Άρχισα τότε.
ΚΥΡΙΕ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΕ ΕΛΕΗΣΟΝ ΜΕ.
Α. ηρέμησα. Και έτσι προχώρησα στην λειτουργία.
Αλλιώς δεν μπορείς να προχωρήσεις στη λειτουργία.
Η κατάκριση είναι μεγάλο αμάρτημα.
Φεύγει η χάρις δίχως να το καταλάβεις. Φοβερό αμάρτημα. Του Χριστού την κρίση την παίρνεις εσύ, και έπειτα γίνεσαι αντίχριστος.
Ο Άγιος Δωρόθεος Γάζης λέγει: “Είδες πόσο βαρύ αμάρτημα είναι το να κρίνει κανείς τον διπλανό του; Υπάρχει βαρύτερο απ΄ αυτό; Υπάρχει άλλο που μισεί και απεχθάνεται ο Θεός περισσότερο; σύμφωνα με αυτά που είπαν οι πατέρες, ότι δεν υπάρχει χειρότερο αμάρτημα από το να κρίνει κανείς;”
Και παρακάτω: “Τίποτα άλλο δεν οργίζει τον Θεό περισσότερο· όσο το να καταλαλεί κανείς ή να κατακρίνει ή να εξευτελίζει τον πλησίον.”
Ο όσιος Αντίοχος της μονής του Αγίου Σάββα γράφει: “Η κατάκριση είναι το χειρότερο από όλα.”
Ο ίδιος εισδύοντας στη βλάβη που δημιουργεί στη ψυχή του ανθρώπου γράφει: “Αυτός που καταλαλεί ζημιώνει και τον εαυτό του και αυτούς που τον ακούνε. Με την καταλαλιά θέλει να δημιουργήσει σύγχυση και σε άλλους, έτσι που τους κάνει να μετάσχουν στη δική του ανοησία. Με τον τρόπο αυτό σωριάζει πάνω του διπλό χρέος αμαρτίας και γίνεται υπεύθυνος τόσο για τον εαυτό του, όσο και γι΄ αυτούς που πιστεύουν στα λεγόμενά του.”
Η καταλαλιά αποξενώνει τον άνθρωπο από τον Θεό και “τίποτα άλλο δεν γυμνώνει τον άνθρωπο και δεν τον οδηγεί στην εγκατάλειψη όσο η καταλαλιά ή η κατάκριση ή ο εξευτελισμός του αδελφού.”
Η κατάκριση αφανίζεται μόνο με την ταπείνωση, όπως τονίζει ο Ησαΐας ο Θηβαίος χαρακτηριστικά:
“Είπε για την ταπεινοφροσύνη, ότι δεν έχει γλώσσα να κατηγορήσει κανένα για αμέλεια ή να μιλήσει σε άλλον περιφρονητικά. Ο ταπεινός δεν έχει μάτια να προσέξει τα ελαττώματα ενός τρίτου, ούτε αυτιά για να ακούσει όσα δεν ωφελούν την ψυχή, ούτε τέλος έχει παραμικρή διαφορά με κανένα. Τίποτα άλλο δεν φροντίζει από το να σκέπτεται τις αμαρτίες του. Προς όλους τους ανθρώπους είναι ειρηνικός, σύμφωνα με την εντολή του Θεού και όχι από λόγους ανθρώπινης φιλίας. Αν κάποιος νηστεύει, τρώγοντας μόνο μια φορά την εβδομάδα, και δίνεται σε μεγάλους ασκητικούς αγώνες, έξω όμως από τον παραπάνω τρόπο ζωής, όλοι του οι κόποι πάνε χαμένοι.”
Πολλές φορές να θεωρούμε το αμάρτημα του πλησίον μας δικό μας, για να ταπεινωνόμαστε ειλικρινά, όπως συμπεριφέρθηκε ο αββάς Βησσαρίων.”Κάποτε ο πρεσβύτερος ενός κοινοβίου έδιωχνε από την εκκλησία έναν αδελφό, που έπεσε σε κάποιο αμάρτημα. Τότε ο αββάς Βησσαρίων σηκώθηκε και βγήκε μαζί με τον τιμωρημένο αδελφό, λέγοντας: κι εγώ είμαι αμαρτωλός.”
Η κατάκριση έχει άμεση σχέση με την καταλαλιά.
Κάποιος ρώτησε τον μεγάλο γέροντα Βαρσανούφιο:
“Πες μου πάτερ, βλέπω κάποιον να κάνει κάτι και εγώ το διηγούμαι σε έναν τρίτο. Λέγω από μέσα μου ότι δεν τον κατακρίνω, αλλά ότι μόνο το κουβεντιάζω. Μήπως όμως η πράξη αυτή μέσα στο μυαλό μου είναι καταλαλιά;”
Και η απάντηση:
“Αν το κίνητρο της κουβέντας σου είναι εμπαθές, τότε είναι καταλαλιά. Αν το κάνεις χωρίς πάθος, δεν είναι καταλαλιά, αλλά γίνεται για να μη μεγαλώσει το κακό”.
- Ο Άγιος Ισαάκ ο Σύρος ζητά, όχι μόνο να μην κατακρίνουμε τους άλλους αλλά και να σκεπάζουμε τα αμαρτήματα αυτών.
“Γίνε κοινωνός στα παθήματα όλων, αλλά στάσου με το σώμα σου μακριά από όλους. Κανένα να μη ελέγχεις και κανένα να μη κατηγορείς για τη συμπεριφορά του, ούτε και τον πιο κακό. Άπλωσε τον χιτώνα σου πάνω σ[ αυτόν που έφταιξε, και σκέπασέ τον. Κι αν δεν μπορείς να φορτωθείς επάνω σου το φταίξιμό του και να δεχτείς για λόγου του την τιμωρία και την ντροπή, τουλάχιστον δείξε υπομονή και μη τον περιφρονήσεις.” “Σκέπασε αυτόν που φταίει, όταν βέβαια δεν πρόκειται να σε ζημιώσει. Με τον τρόπο αυτό του δίνεις θάρρος, αλλά και συ κρατάς το έλεος του Θεού.”
- Πολλές φορές βλέπουμε ένα αμάρτημα και εύκολα το κατακρίνουμε αλλά η θέση διαφόρων ασκητών είναι διαφορετική και φερόντουσαν με αγάπη.
“Κάποιοι από τους πατέρες ρώτησαν τον αββά Ποιμένα: αν δούμε ένα αδελφό να αμαρτάνει, θέλεις να του κάνουμε παρατηρήσεις; και ο γέροντας απάντησε: Εγώ μέχρι τώρα, αν κάποιος λόγος με αναγκάζει να περάσω από κείνο το μέρος και δω τον αδελφό να αμαρτάνει, τον προσπερνώ και δεν τον ελέγχω.”
Το γεροντικό αναφέρει ότι: “Ένας από τους πατέρες, βλέποντας κάποιον να αμαρτάνει, έκλαψε πικρά και είπε: Αυτός σήμερα, εγώ αύριο.”
- Για τον αββά Μωσή αναφέρουν το παρακάτω γεγονός: “Κάποιος έπεσε σε ένα αμάρτημα με τη σκέψη του. Αργότερα, όταν έγινε η σύναξη των μοναχών για το θέμα αυτό, έστειλαν να φωνάξουν τον αββά Μωσή, αλλά αυτός δεν ήθελε να πάει. Τότε ο πρεσβύτερος έστειλε κάποιον να του πει: Έλα, γιατί ο λαός σε περιμένει. Τότε ο γέροντας επήρε ένα παλιό καλάθι, το γέμισε με άμμο και τράβηξε για τη σύναξη. Καθώς βγήκαν όλοι να τον προϋπαντήσουν, τον ρώτησαν: Γιατί, πάτερ, κουβαλάς αυτό το καλάθι; Κι ο γέροντας απάντησε: οι αμαρτίες μου πέφτουν, όπως και η άμμος από πίσω μου και δεν τις βλέπω. Τι γυρεύω, λοιπόν, εδώ για να κρίνω αμαρτήματα άλλου; Οι αδελφοί που άκουσαν τα λόγια του όχι μόνο δεν είπαν τίποτα στον αδελφό που αμάρτησε αλλά και τον συγχώρησαν.”
Έλεγε στους επισκέπτες του ο απλούστατος Διονύσιος μοναχός γέρων Δαβίδ περί του κακού της κατακρίσεως. Πρόσεχε, να μην λες ο τάδε κάνει τούτο και ο άλλος εκείνο. Γιατί έτσι θα χάσης την Χάρη του Χριστού. Και γάιδαρο να τον δεις κάποιον, να μην τον κοροϊδέψεις. Αγάπα τον πλησίον όπως τον εαυτό σου, έτσι λέει ο Χριστός.
. Ο θεοφόρος πνευματικός παπα- Σάββας ουδέποτε κατηγόρησε άνθρωπο. Όταν τον ρωτούσαν «Τι άνθρωπος είναι εκείνος Πνευματικέ;» απαντούσε. Άγιος άνθρωπος είναι αυτός ο άνθρωπος.
. Είπε γέρων μοναχός. Πάντα στις κρίσεις να βάζετε ένα ερωτηματικό. Δεν ξέρουμε τι μπορεί να συμβαίνει.
. Διηγείτο ο πολυσέβαστος ιερομόναχος Ε, ερημίτης των Κατουνακίων.
Κάποιος αδελφός μου είπε για την κατάκριση. «κατακρίνω πολύ, πώς να αποφύγω την κατάκριση;» Και του είπα.
Όταν πρόκειται να μιλήσεις για ένα πρόσωπο, λέγε. Τώρα είναι παρών.
Πάρε παράδειγμα εσένα π.χ. όταν είσαι παρών, δεν σε κατακρίνει ο άλλος, όταν είσαι απών, σε κοπανάει στο κεφάλι σε κατακρίνει.
Θυμάμαι ότι όταν ζούσε ο Γέροντας, τον κατέκρινε σε κάτι. Πήγα το βράδυ να κάνω προσευχή.
Βλέπω ντουβάρι, δεν μπορώ να προχωρήσω την ευχή.
Κύριε Ιησού…..Κύριε Ιησού …….δεν προχωρά κάπου έχω σφάλει σκέπτομαι, κάπου έχω αμαρτήσει. Λοιπόν; Την προηγούμενη μέρα που πήγα, τι έκανα, τι μίλησα, τι έπραξα; Το βρήκα είχα κατακρίνει τον Γέροντα μου.
Η άλλη μέρα ήταν Κυριακή και έπρεπε να λειτουργήσω.
Ο παπάς εδώ τάχη δογματικά. Πρέπει να λειτουργήσει.
Εκτός αν έχει κώλυμα. Τώρα τι να κάνω; Προσευχή.
Θεέ μου, συγχώρεσε με. Θεέ μου έσφαλα. Συγχώρεσε με ζητώ συγγνώμη.
Τίποτα.
Καλά για μένα δεν έχει συγχωρέσει, δεν υπάρχει «ευλόγησαν»;
Εφ` όσον σε λύπησα, «ευλόγησαν».
Οφείλω να έχω το «Θεός σχωρές`»
Τίποτα.
Μα ο Πέτρος Σε αρνήθηκε τρεις φορές και τον συγχώρεσες. Εγώ δεν σε αρνήθηκα. Κατέκρινα τον Γεροντά μου. Ε` τώρα, βάζω κι εγώ μετάνοια.
Μετανόησα και ζητώ συγχώρηση.
Τίποτα.
Λέγοντας αυτά έπιασα πάλι το κομποσχοίνι.
Τίποτα. Δεν προχωρά η προσευχή.
Άρχισα τα κλάματα.
Έβγαιναν τα δάκρια ποτάμι.
Δεν είναι τόσο να κατακρίνεις ένα ξένο, όσο να κρίνεις τον Γεροντά σου.
Αλίμονο σου.
Κατακρίνεις τον ίδιον τον θεό.
Άρχισα τα κλάματα. Τρεις ώρες έφαγα. Μια ακολουθία της Κυριακής είναι τρεις ώρες.
Άρχισα τα κλάματα.
Θεέ μου, θεέ μου δεν υπάρχει για μένα «ευλόγησον» ο Θεός του ελέους και της ευσπλαχνίας είσαι. και εμένα δεν με συγχωράς.
Εγώ σου λέω ‘ευλόγησον’
Και η όσια Μαρία η Αιγύπτια όταν μετανόησε την συγχώρησες, και πολλή άγιοι ήσαν αμαρτωλοί, αλλά τους συγχώρεσες.
Και Νεομάρτυρες που είχαν γίνει Τούρκοι τους συγχώρεσες και τους ελέησες. Για μένα δεν υπάρχει έλεος δεν υπάρχει συγχώρηση;
Τρεις ώρες έφαγα.
Έκανα την ακολουθία της Κυριακής με δάκρυα.
Στο τέλος βλέπω μια ειρήνη, μια χαρά μέσα μου.
Άρχισα τότε.
ΚΥΡΙΕ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΕ ΕΛΕΗΣΟΝ ΜΕ.
Α. ηρέμησα. Και έτσι προχώρησα στην λειτουργία.
Αλλιώς δεν μπορείς να προχωρήσεις στη λειτουργία.
Η κατάκριση είναι μεγάλο αμάρτημα.
Φεύγει η χάρις δίχως να το καταλάβεις. Φοβερό αμάρτημα. Του Χριστού την κρίση την παίρνεις εσύ, και έπειτα γίνεσαι αντίχριστος.
Ο Άγιος Δωρόθεος Γάζης λέγει: “Είδες πόσο βαρύ αμάρτημα είναι το να κρίνει κανείς τον διπλανό του; Υπάρχει βαρύτερο απ΄ αυτό; Υπάρχει άλλο που μισεί και απεχθάνεται ο Θεός περισσότερο; σύμφωνα με αυτά που είπαν οι πατέρες, ότι δεν υπάρχει χειρότερο αμάρτημα από το να κρίνει κανείς;”
Και παρακάτω: “Τίποτα άλλο δεν οργίζει τον Θεό περισσότερο· όσο το να καταλαλεί κανείς ή να κατακρίνει ή να εξευτελίζει τον πλησίον.”
Ο όσιος Αντίοχος της μονής του Αγίου Σάββα γράφει: “Η κατάκριση είναι το χειρότερο από όλα.”
Ο ίδιος εισδύοντας στη βλάβη που δημιουργεί στη ψυχή του ανθρώπου γράφει: “Αυτός που καταλαλεί ζημιώνει και τον εαυτό του και αυτούς που τον ακούνε. Με την καταλαλιά θέλει να δημιουργήσει σύγχυση και σε άλλους, έτσι που τους κάνει να μετάσχουν στη δική του ανοησία. Με τον τρόπο αυτό σωριάζει πάνω του διπλό χρέος αμαρτίας και γίνεται υπεύθυνος τόσο για τον εαυτό του, όσο και γι΄ αυτούς που πιστεύουν στα λεγόμενά του.”
Η καταλαλιά αποξενώνει τον άνθρωπο από τον Θεό και “τίποτα άλλο δεν γυμνώνει τον άνθρωπο και δεν τον οδηγεί στην εγκατάλειψη όσο η καταλαλιά ή η κατάκριση ή ο εξευτελισμός του αδελφού.”
Η κατάκριση αφανίζεται μόνο με την ταπείνωση, όπως τονίζει ο Ησαΐας ο Θηβαίος χαρακτηριστικά:
“Είπε για την ταπεινοφροσύνη, ότι δεν έχει γλώσσα να κατηγορήσει κανένα για αμέλεια ή να μιλήσει σε άλλον περιφρονητικά. Ο ταπεινός δεν έχει μάτια να προσέξει τα ελαττώματα ενός τρίτου, ούτε αυτιά για να ακούσει όσα δεν ωφελούν την ψυχή, ούτε τέλος έχει παραμικρή διαφορά με κανένα. Τίποτα άλλο δεν φροντίζει από το να σκέπτεται τις αμαρτίες του. Προς όλους τους ανθρώπους είναι ειρηνικός, σύμφωνα με την εντολή του Θεού και όχι από λόγους ανθρώπινης φιλίας. Αν κάποιος νηστεύει, τρώγοντας μόνο μια φορά την εβδομάδα, και δίνεται σε μεγάλους ασκητικούς αγώνες, έξω όμως από τον παραπάνω τρόπο ζωής, όλοι του οι κόποι πάνε χαμένοι.”
Πολλές φορές να θεωρούμε το αμάρτημα του πλησίον μας δικό μας, για να ταπεινωνόμαστε ειλικρινά, όπως συμπεριφέρθηκε ο αββάς Βησσαρίων.”Κάποτε ο πρεσβύτερος ενός κοινοβίου έδιωχνε από την εκκλησία έναν αδελφό, που έπεσε σε κάποιο αμάρτημα. Τότε ο αββάς Βησσαρίων σηκώθηκε και βγήκε μαζί με τον τιμωρημένο αδελφό, λέγοντας: κι εγώ είμαι αμαρτωλός.”
ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ
Η κρίση μας για τους άλλους είναι εύκολη χωρίς ενδοιασμούς, χωρίς να σκεφτόμαστε σε τι κινδύνους πνευματικούς πέφτει η ψυχή μας.
Ο Άγιος Ιωάννης ο Ελεήμονας τονίζει: “Μην έχετε τόσο εύκολη τη γλώσσα σας για να πείτε κάτι εναντίον άλλου, γιατί κινδυνεύετε να πέσετε σε δύο κακά. Το πρώτο είναι να κρίνετε πριν από την ώρα που ορίστηκε για την κρίση, και να γίνετε έτσι παραβάτες της εντολής. Το δεύτερο είναι ότι, ενώ δεν ξέρετε τι έχει στο μεταξύ μεσολαβήσει, γίνεστε με πολλή ευκολία κριτές άλλου.”
Συνήθως κρίνουμε τους άλλους χωρίς να γνωρίζουμε τον εσωτερικό τους αγώνα, και τι προηγήθηκε πριν το αμάρτημά τους.
Ο Άγιος Κασσιανός γράφει: “Το να κρίνουμε τους άλλους, είναι επικίνδυνο και για έναν πρόσθετο λόγο. Επειδή δεν ξέρουμε την ανάγκη ή την αιτία που τους σπρώχνει να κάνουν αυτό που μας ενοχλεί και που στα μάτια του Θεού μπορεί να είναι καλό ή και να συγχωρείται, γινόμαστε αυστηροί κριτές. Έτσι όμως πέφτουμε σε βαρύ αμάρτημα γιατί νιώθουμε γι΄ αυτούς συναισθήματα, που δεν ταιριάζουν.”
Όταν ο άνθρωπος συνηθίζει να κατακρίνει τον πλησίον του, πέφτει και σε άλλα αμαρτήματα και γίνεται πρόξενος άσχημων καταστάσεων.
Ο Άγιος Ιωάννης της Κλίμακος γράφει: “Οι διάφορες πτώσεις στους αρχαρίους έχουν συνήθως σαν αφορμή την απόλαυσή τους, χωρίς απ΄ αυτό να εξαιρέσουμε και τους αρχαρίους, αφορμή είναι η υπερηφάνεια. Σε αυτούς όμως που πλησιάζουν την τελειότητα, η αφορμή για τη πτώση δημιουργείται μόνο και μόνο από την κατάκριση του πλησίον.”
Για το πόσο άσχημο είναι να κοροϊδεύεις ή να εξευτελίζεις κάποιον από κάποιο παράπτωμά του,
ο αββάς Ησαΐας γράφει: “Είπε πάλι, αν δεις κανένα να πέφτει σε κάποιο παράπτωμα, μην τον κοροϊδεψεις, ούτε πάλι να τον εξευτελίσεις με το να ειρωνεύεσαι ή να λες απερίσκεπτα, αυτά που δεν πρέπει. Αν εσύ, που έχεις γνώση και είσαι μορφωμένος, καταγελάς και κατακρίνεις τον απλό άνθρωπο, θα έρθει και για σένα η σειρά που θα γίνεις αντικείμενο καταλαλιάς και κατάκρισης, όχι μόνο από σοφούς και γραμματισμένους, αλλά και από απλούς ανθρώπους και γυναίκες και παιδιά.
Ο Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής, θεωρεί εκείνον που κατακρίνει ότι δεν είναι άνθρωπος της μετανοίας, γιατί δεν ερευνά ώστε να ανακαλύψει τις δικές του αμαρτίες και του αρέσει να περιεργάζεται των άλλων τις αμαρτίες.
“Εκείνος που περιεργάζεται τις αμαρτίες των άλλων ή κρίνει τον αδελφό του από υποψίες του, αυτός δεν έλαβε ακόμη αρχή μετανοίας, αλλά ούτε ερευνά να ανακλύψει τις αμαρτίες του, που είναι βαρύτερες στην πραγματικότητα από το βάρος του μολύβδινου όγκου, αλλά και δεν έμαθε από τι γίνεται ο άνθρωπος “βαρυκάρδιος, [αγαπ~ων ματαιότητα καί ζητ~ων ψε~υδος” (Ψαλμός 81, 5). Διά τούτο διαπορεύεται σαν άφρων στο σκοτάδι, αφήσας τις αμαρτίες του, φαντάζεται τις αμαρτίες των άλλων ή πραγματικές ή νομιζόμενες εξ υπονοίας” (εκατοντάς τρίτη περί αγάπης, παρ. 55). Επίσης αναφέρει τον τρόπο πως να αποφεύγουμε αυτό το πάθος. “Μη προσφέρεσαι ν΄ ακούς τους λόγους του κατάλαλου, ούτε να ομιλείς προς εκείνο που από εμπάθεια κατηγορεί τους πάντες. Ούτε να ομιλείς, ούτε να ακούς με πάθος κατά του πλησίον, για να μην εκπέσεις από τη θεία αγάπη και έτσι αλλοτριωθείς από την αιώνια ζωή” (εκατοντάς Α΄, παρ. 58). Παρακάτω, τονίζει ότι ο τοιούτος άνθρωπος απομακρύνεται από την οδό της ειρήνης και χάνει τη χάρη του Θεού. “Μην ανέχεσαι τις υπόνοιές σου ή καταγγελίες από ανθρώπους για σκάνδαλα ορισμένων αδελφών. Γιατί εκείνοι που δέχονται ευχαρίστως να ακούν τα διάφορα σκάνδαλα αδελφών, που γίνονται με την προαίρεσή τους ή παρά την προαίρεσή τους, δεν γνωρίζουν την οδόν της ειρήνης, η οποία δια της αγάπης φέρνει στη γνώση του Θεού τους εραστές της θείας γνώσης” (εκατοντάς Α΄, παρ. 69).
Σε άλλο του λόγου αναφέρει άλλες δύο περιπτώσεις για το πότε να διατυπώνουμε την κρίση μας.
Η πρώτη, όταν γνωρίζει το αμάρτημα του αδελφού του, να το συζητεί με ανθρώπους που έχουν διάκριση, για να τον βοηθήσει να διορθωθεί απ΄ το παράπτωμά του. Σε αυτή την περίπτωση χρειάζεται να γνωρίζουμε τον άνθρωπο που έχει δικαίαν κρίση και η γνώμη του είναι σεβαστή από πολλούς.
Η δεύτερη, όταν πρόκειται να βοηθήσουμε κάποιον αδελφό που έχει παρασυρθεί στο κακό από κακή συναναστροφή, είναι ανάγκη να τον προφυλάξουμε από αυτή, κρίνοντας τις σχέσεις του με τέτοιους ανθρώπους που τον καταστρέφουν ηθικά. Είναι δική μας αμαρτία, το να αδιαφορήσουμε για τον κίνδυνο που διατρέχει ηθικά.
ατά την γνώμη των ασκητών, η διόρθωση από το πάθος της κατάκρισης και καταλαλιάς γίνεται με την απομάκρυνση από τους κατάλαλους γιατί προφυλασσώμεθα να μην παρασυρθούμε σε αυτό το πάθος.
Ο Άγιος Ισαάκ ο Σύρος γράφει: “Αν αγαπάς την καθαρότητα, με τη βοήθεια της οποίας βλέπει κανείς τον Δεσπότη του σύμπαντος, να μην καταλαλείς, αλλά ούτε να ακούσεις κανένα, που να καταλαλεί τον αδελφό. Κι αν κάποιοι τσακώνονται μπροστά σου, κλείσε τα αυτιά σου και φεύγα από κει, για να μην ακούσεις λόγια οργής και πεθάνει η ψυχή σου.”
Ο Άγιος Ιωάννης της Κλίμακος είναι πιο αυστηρός: “Ποτέ να μη ντραπείς αυτόν που σου καταλαλεί τον πλησίον του. Αντίθετα μάλιστα να του λες, πάψε αδελφέ. Τα παραπτώματα που κάνω καθημερινά είναι χειρότερα από αυτά. Πώς λοιπόν μπορώ εγώ να τον κατακρίνω;”
Άλλος τρόπος είναι να προσέχουμε τον εαυτό μας σε κάθε τι, να μην πέφτουμε σε αμαρτίες.
Ο Άγιος Δωρόθεος λέγει: “Όσοι θέλουν να σωθούν δεν προσέχουν ούτε ένα ελάττωμα του διπλανού τους αλλά κοιτούν τα δικά τους και έτσι προοδεύουν.” Ο ίδιος τονίζει, ότι το χειρότερο είναι να κατακρίνουμε τον πλησίον μας γιατί ο άνθρωπος ξεχνά τις δικές του αμαρτίες και ασχολείται με τον πλησίον του, που τον ωθεί στην κατάκριση, στην καταλαλιά και στον εξευτελισμό του άλλου.
Όπως έχουμε τονίσει το βασικό αίτιο αυτού του πάθους είναι η υπερηφάνεια αλλά και όλων των παθών. Η καταπολέμηση αυτών είναι η αγία αρετή της ταπείνωσης. Η ταπείνωση είναι το φάρμακο που θεραπεύει όλα τα πάθη και ιδίως την κατάκριση, που τόσο ύπουλα εισδύει στο λογισμό του ανθρώπου μέχρι να φθάσει στο έργο. Ο Ευάγριος του Πόντου, γράφει: “Αν ο άνθρωπος από όλα δεν ταπεινώνεται, δεν μπορεί να επιτύχει στην άσκηση, γιατί περιφρονεί τη χάρη και ότι πετυχαίνει το θεωρεί σαν δικό του κατόρθωμα.”
ΚΑΠΟΙΟΣ Γεροντας, που ερωτήθηκε από τούς αδελφούς τι είναι καταλαλιά και τι κατάκρισις, έδωσε την ακόλουθη εξήγηση :
Με την καταλαλιά φανερώνει κανείς τα κρυφά ελαττώματα του αδελφού του. Με την κατάκρισι καταδικάζει τα φανερά. Αν ειπή κανείς λόγου χάρι, πως ο τάδε αδελφός είναι μεν καλοπροαίρετος και αγαθός, αλλά του λείπει η διάκρισι, αυτό είναι καταλαλιά. Αν όμως ειπή ότι ο δείνα είναι πλεονέκτης και φιλάργυρος, τούτο είναι κατάκρισις, γιατί με το λόγο αυτό καταδικάζει τις πράξεις του πλησίον του. Η κατάκρισις είναι χειρότερη από την καταλαλιά.
ΠΗΓΑΝ κάποτε αιρετικοί στον Όσιο Ποιμένα κι’ άρχισαν να λέγουν κατηγορίες εναντίον του Αρχιεπισκόπου Αλεξανδρείας. Ο Όσιος τότε σηκώθηκε επάνω, έδωσε εντολή στον υποτακτικό του να τούς ετοιμάση φαγητό και βγήκε έξω από το κελλί, για να μη μολύνη τ’ αυτιά του.
ΕΝΑΣ Γεροντας πνευματικός συμβουλεύει:
Αν συμβή ποτέ να κατακρίνης τον αδελφό σου και σε τύψη γι’ αυτό η συνείδησί σου, πήγαινε ευθύς να τον βρης, εξομολογήσου ότι τον κατέκρινες και ζήτησέ του συγγνώμη. Πρόσεχε στο εξής να μη σε παρασύρη ο διάβολος σ’αυτό το αμάρτημα, γιατί η καταλαλιά είναι θάνατος της ψυχής.
Αν έλθη κάποιος άλλος σε σένα κι’ αρχίση να κατηγορή και να κατακρίνη ένα τρίτον, πρόσεξε καλά μήπως παρασυρθής και του ειπής: "δίκαιο έχεις, έτσι είναι". Καλλίτερα να σωπάσης η να του ειπής: "Εγώ, αδελφέ μου, είμαι καταδικασμένος για τις αμαρτίες μου· δεν έχω δικαίωμα να καταδικάζω άλλον". Μ’ αυτόν τον τρόπο και τον εαυτό σου σώζεις και τον αδελφόν σου.
Ο ΑΒΒΑΣ Υπερέχιος δίνει την ακόλουθη συμβουλή στούς εγκρατείς και νηστευτάς:
- Φαγε κρέας και πιές κρασί και μη κατατρώγης με την καταλαλιά τις σάρκες του αδελφού σου.
Και πάλι:
- Καταλαλώντας ο όφις τον Θεο, επέτυχε να βγάλη τούς πρωτοπλάστους από τον Παράδεισο. Το ίδιο κάνει κι’ εκείνος που καταλαλεί τον πλησίον του· βαραίνει την ψυχή του και παρασύρει στο κακό εκείνον που τον ακούει.
ΕΝΑΣ ΑΓΙΟΣ Γέροντας είδε μια μέρα με τα μάτια του κάποιον αδελφό να πέφτη σε βαρύ αμάρτημα, κι’ όχι μόνο δεν τον κατέκρινε, αλλά έκλαψε και είπε: "Αυτός έπεσε σήμερα κι’ εγώ εξάπαντος αύριο. Κι’ αυτός μεν χωρίς άλλο θα μετανοήση, ενώ εγώ δεν είμαι βέβαιος γι’ αυτό".
ΕΝΑΣ μοναχός σ’ ένα Κοινόβιο, αμελής στα πνευματικά, έπεσε βαρειά άρρωστος κι’ ήλθε η ώρα του να πεθάνη. Ο Ηγούμενος κι’ όλοι οι αδελφοί τον περικυκλώσανε για να του δώσουν θάρρος στις τελευταίες του στιγμές. Παρατήρησαν όμως έκπληκτοι, πως ο αδελφός αντίκρυζε τον θάνατο με μεγάλη αταραξία και ψυχική γαλήνη.
- Παιδί μου, του είπε τότε ο Ηγούμενος, όλοι εδώ ξεύρομε πως δεν ήσουν και τόσο επιμελής στα καθήκοντά σου. Πως πηγαίνεις με τόσο θάρρος στην άλλη ζωη;
- Είναι αλήθεια, Αββά, ψιθύρισε ο ετοιμοθάνατος, πως δεν ήμουν καλός μοναχός. Ένα πράγμα όμως ετήρησα με ακρίβεια στη ζωη μου: Δεν κατέκρινα ποτέ μου άνθρωπο. Γι’ αυτό σκοπεύω να ειπώ στο Δεσπότη Χριστό, όταν παρουσιαστώ ενώπιόν Του: "Συ, Κυριε, είπες, μη κρίνετε, ίνα μη κριθήτε", κι’ ελπίζω ότι δε θα με κρίνη αυστηρά.
- Πηγαινε ειρηνικά στο αιώνιο ταξίδι σου, παιδί μου, του είπε με θαυμασμό ο Ηγούμενος. Εσύ κατώρθωσες, χωρίς κόπο να σωθής.
ΠΗΓΕ κάποτε ένας αδελφός από τη σκήτη σε κάποιο Γεροντα αναχωρητή και του είπε για κάποιον άλλον αδελφό πως είχε πέσει σε μεγάλο σφάλμα.
-Ω, πολύ άσχημα έκανε, είπε στενοχωρημένος ο Γεροντας.
Ύστερα από λίγες ημέρες συνέβη να πεθάνη ο μοναχός που έσφαλε. Άγγελος Κυρίου τότε πήγε στον αναχωρητή, κρατώντας την ψυχή του.
-Αυτός που κατέκρινες, του είπε, πέθανε. Που ορίζεις να τον κατατάξω;
- Ήμαρτον, εφώναξε με δάκρυα ο Γεροντας. Κι’ από τότε παρακαλούσε κάθε μέρα τον Θεο να του συγχωρήση εκείνη την αμαρτία και δεν τόλμησε μέχρι τέλους της ζωής του να κατακρίνη άνθρωπο.
Αδελφός ηρώτησε τον Αββάν Ιωσήφ· τι να κάνω, διότι ούτε να κακοπαθήσω δια την αγάπη του Χριστού ημπορώ, αλλ’ ούτε και να εργασθώ και να δώσω ελεημοσύνην. Εις απάντησιν ο Γερων του λέγει· "Εαν δεν ημπορής να κάνης τίποτε από αυτά τουλάχιστον διατήρησον την συνείδησίν σου καθαράν από λογισμούς κατακρίσεως εναντίον του αδελφού σου και απόφευγε να τον ταπεινώνης. Τοιουτοτρόπως ασφαλώς θα σωθής ".
Ένας από τούς Γεροντας διηγήθη, ότι έζη κάποτε ένας καλόγηρος μέθυσος· όλην την ημέραν έπλεκε την ψάθαν εις το κελλί του και το βράδυ επώλει το εργόχειρόν του εις το χωρίον και όσα εισέπραττε τα έπινε κρασί. Μετά καιρόν ήλθε κοντά του, ως υποτακτικός, ένας αδελφός και παρέμεινε μαζί του· έπλεκε δε και αυτός όλην την ημέραν ψάθαν και την επώλει και αυτήν ο καλόγηρος και όσα εισέπραττε και από τα δύο εργόχειρα τα έπινε κρασί· εις τον υποτακτικό του έφερε μόνον ολίγον άρτον αργά το βράδυ. Επί τρία έτη συνέβαινε αυτό, χωρίς ο υποτακτικός να του αντιμιλήση καθόλου η να διαμαρτυρηθή.
Μιαν ημέραν λέγει μέσα του ο υποτακτικός· είμαι γυμνός και τρώγω το ψωμί μου με μεγάλην στέρησιν· θα σηκωθώ λοιπόν να φύγω απ’ εδώ· αλλά και πάλιν εσκέφθη· που ημπορώ να υπάγω; ας μείνω εδώ, διότι εγώ χάριν του Θεού κοινοβιάζω. Μολις εσκέφθη αυτά εμφανίζεται ενώπιόν του Άγγελος Κυρίου και του λέγει:
- Πουθενά να μη αναχωρήσης, διότι αύριον θα σε επισκεφθώ. Την επομένην λοιπόν, είπεν ο υποτακτικός εις τον Γεροντα·
- Πατερ, σε παρακαλώ, να μη φύγης πουθενά σήμερα, διότι έρχονται τώρα οι ιδικοί μου να με πάρουν.
Όταν όμως ήλθεν η ώρα, που εσυνήθιζεν ο καλόγηρος να φεύγη δια το χωρίον, λέγει εις τον υποτακτικόν·
- Τεκνον, όπως φαίνεται, δεν θα έλθουν σήμερον, διότι άργησαν,
- Ναι, Γεροντα μου, οπωσδήποτε έρχονται· ενώ δε συνωμίλει με τον Αββάν, εκοιμήθει εν Κυρίω.
Μολις είδεν αυτό το πράγμα ο γέρων ήρχισε να κλαίη και να λέγη:
- Αλλοίμονον, τέκνον μου, ότι πολλά χρόνια είναι που ζω εις την αμέλειαν· ενώ συ μέσα εις ολίγον διάστημα έσωσες την ψυχήν σου, δια της υπομονής. Και από τότε εσωφρονίσθη και αυτός και έγινε δόκιμος.
Ο Άγιος Ιωάννης ο Ελεήμονας τονίζει: “Μην έχετε τόσο εύκολη τη γλώσσα σας για να πείτε κάτι εναντίον άλλου, γιατί κινδυνεύετε να πέσετε σε δύο κακά. Το πρώτο είναι να κρίνετε πριν από την ώρα που ορίστηκε για την κρίση, και να γίνετε έτσι παραβάτες της εντολής. Το δεύτερο είναι ότι, ενώ δεν ξέρετε τι έχει στο μεταξύ μεσολαβήσει, γίνεστε με πολλή ευκολία κριτές άλλου.”
Συνήθως κρίνουμε τους άλλους χωρίς να γνωρίζουμε τον εσωτερικό τους αγώνα, και τι προηγήθηκε πριν το αμάρτημά τους.
Ο Άγιος Κασσιανός γράφει: “Το να κρίνουμε τους άλλους, είναι επικίνδυνο και για έναν πρόσθετο λόγο. Επειδή δεν ξέρουμε την ανάγκη ή την αιτία που τους σπρώχνει να κάνουν αυτό που μας ενοχλεί και που στα μάτια του Θεού μπορεί να είναι καλό ή και να συγχωρείται, γινόμαστε αυστηροί κριτές. Έτσι όμως πέφτουμε σε βαρύ αμάρτημα γιατί νιώθουμε γι΄ αυτούς συναισθήματα, που δεν ταιριάζουν.”
Όταν ο άνθρωπος συνηθίζει να κατακρίνει τον πλησίον του, πέφτει και σε άλλα αμαρτήματα και γίνεται πρόξενος άσχημων καταστάσεων.
Ο Άγιος Ιωάννης της Κλίμακος γράφει: “Οι διάφορες πτώσεις στους αρχαρίους έχουν συνήθως σαν αφορμή την απόλαυσή τους, χωρίς απ΄ αυτό να εξαιρέσουμε και τους αρχαρίους, αφορμή είναι η υπερηφάνεια. Σε αυτούς όμως που πλησιάζουν την τελειότητα, η αφορμή για τη πτώση δημιουργείται μόνο και μόνο από την κατάκριση του πλησίον.”
Για το πόσο άσχημο είναι να κοροϊδεύεις ή να εξευτελίζεις κάποιον από κάποιο παράπτωμά του,
ο αββάς Ησαΐας γράφει: “Είπε πάλι, αν δεις κανένα να πέφτει σε κάποιο παράπτωμα, μην τον κοροϊδεψεις, ούτε πάλι να τον εξευτελίσεις με το να ειρωνεύεσαι ή να λες απερίσκεπτα, αυτά που δεν πρέπει. Αν εσύ, που έχεις γνώση και είσαι μορφωμένος, καταγελάς και κατακρίνεις τον απλό άνθρωπο, θα έρθει και για σένα η σειρά που θα γίνεις αντικείμενο καταλαλιάς και κατάκρισης, όχι μόνο από σοφούς και γραμματισμένους, αλλά και από απλούς ανθρώπους και γυναίκες και παιδιά.
Ο Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής, θεωρεί εκείνον που κατακρίνει ότι δεν είναι άνθρωπος της μετανοίας, γιατί δεν ερευνά ώστε να ανακαλύψει τις δικές του αμαρτίες και του αρέσει να περιεργάζεται των άλλων τις αμαρτίες.
“Εκείνος που περιεργάζεται τις αμαρτίες των άλλων ή κρίνει τον αδελφό του από υποψίες του, αυτός δεν έλαβε ακόμη αρχή μετανοίας, αλλά ούτε ερευνά να ανακλύψει τις αμαρτίες του, που είναι βαρύτερες στην πραγματικότητα από το βάρος του μολύβδινου όγκου, αλλά και δεν έμαθε από τι γίνεται ο άνθρωπος “βαρυκάρδιος, [αγαπ~ων ματαιότητα καί ζητ~ων ψε~υδος” (Ψαλμός 81, 5). Διά τούτο διαπορεύεται σαν άφρων στο σκοτάδι, αφήσας τις αμαρτίες του, φαντάζεται τις αμαρτίες των άλλων ή πραγματικές ή νομιζόμενες εξ υπονοίας” (εκατοντάς τρίτη περί αγάπης, παρ. 55). Επίσης αναφέρει τον τρόπο πως να αποφεύγουμε αυτό το πάθος. “Μη προσφέρεσαι ν΄ ακούς τους λόγους του κατάλαλου, ούτε να ομιλείς προς εκείνο που από εμπάθεια κατηγορεί τους πάντες. Ούτε να ομιλείς, ούτε να ακούς με πάθος κατά του πλησίον, για να μην εκπέσεις από τη θεία αγάπη και έτσι αλλοτριωθείς από την αιώνια ζωή” (εκατοντάς Α΄, παρ. 58). Παρακάτω, τονίζει ότι ο τοιούτος άνθρωπος απομακρύνεται από την οδό της ειρήνης και χάνει τη χάρη του Θεού. “Μην ανέχεσαι τις υπόνοιές σου ή καταγγελίες από ανθρώπους για σκάνδαλα ορισμένων αδελφών. Γιατί εκείνοι που δέχονται ευχαρίστως να ακούν τα διάφορα σκάνδαλα αδελφών, που γίνονται με την προαίρεσή τους ή παρά την προαίρεσή τους, δεν γνωρίζουν την οδόν της ειρήνης, η οποία δια της αγάπης φέρνει στη γνώση του Θεού τους εραστές της θείας γνώσης” (εκατοντάς Α΄, παρ. 69).
Σε άλλο του λόγου αναφέρει άλλες δύο περιπτώσεις για το πότε να διατυπώνουμε την κρίση μας.
Η πρώτη, όταν γνωρίζει το αμάρτημα του αδελφού του, να το συζητεί με ανθρώπους που έχουν διάκριση, για να τον βοηθήσει να διορθωθεί απ΄ το παράπτωμά του. Σε αυτή την περίπτωση χρειάζεται να γνωρίζουμε τον άνθρωπο που έχει δικαίαν κρίση και η γνώμη του είναι σεβαστή από πολλούς.
Η δεύτερη, όταν πρόκειται να βοηθήσουμε κάποιον αδελφό που έχει παρασυρθεί στο κακό από κακή συναναστροφή, είναι ανάγκη να τον προφυλάξουμε από αυτή, κρίνοντας τις σχέσεις του με τέτοιους ανθρώπους που τον καταστρέφουν ηθικά. Είναι δική μας αμαρτία, το να αδιαφορήσουμε για τον κίνδυνο που διατρέχει ηθικά.
ατά την γνώμη των ασκητών, η διόρθωση από το πάθος της κατάκρισης και καταλαλιάς γίνεται με την απομάκρυνση από τους κατάλαλους γιατί προφυλασσώμεθα να μην παρασυρθούμε σε αυτό το πάθος.
Ο Άγιος Ισαάκ ο Σύρος γράφει: “Αν αγαπάς την καθαρότητα, με τη βοήθεια της οποίας βλέπει κανείς τον Δεσπότη του σύμπαντος, να μην καταλαλείς, αλλά ούτε να ακούσεις κανένα, που να καταλαλεί τον αδελφό. Κι αν κάποιοι τσακώνονται μπροστά σου, κλείσε τα αυτιά σου και φεύγα από κει, για να μην ακούσεις λόγια οργής και πεθάνει η ψυχή σου.”
Ο Άγιος Ιωάννης της Κλίμακος είναι πιο αυστηρός: “Ποτέ να μη ντραπείς αυτόν που σου καταλαλεί τον πλησίον του. Αντίθετα μάλιστα να του λες, πάψε αδελφέ. Τα παραπτώματα που κάνω καθημερινά είναι χειρότερα από αυτά. Πώς λοιπόν μπορώ εγώ να τον κατακρίνω;”
Άλλος τρόπος είναι να προσέχουμε τον εαυτό μας σε κάθε τι, να μην πέφτουμε σε αμαρτίες.
Ο Άγιος Δωρόθεος λέγει: “Όσοι θέλουν να σωθούν δεν προσέχουν ούτε ένα ελάττωμα του διπλανού τους αλλά κοιτούν τα δικά τους και έτσι προοδεύουν.” Ο ίδιος τονίζει, ότι το χειρότερο είναι να κατακρίνουμε τον πλησίον μας γιατί ο άνθρωπος ξεχνά τις δικές του αμαρτίες και ασχολείται με τον πλησίον του, που τον ωθεί στην κατάκριση, στην καταλαλιά και στον εξευτελισμό του άλλου.
Όπως έχουμε τονίσει το βασικό αίτιο αυτού του πάθους είναι η υπερηφάνεια αλλά και όλων των παθών. Η καταπολέμηση αυτών είναι η αγία αρετή της ταπείνωσης. Η ταπείνωση είναι το φάρμακο που θεραπεύει όλα τα πάθη και ιδίως την κατάκριση, που τόσο ύπουλα εισδύει στο λογισμό του ανθρώπου μέχρι να φθάσει στο έργο. Ο Ευάγριος του Πόντου, γράφει: “Αν ο άνθρωπος από όλα δεν ταπεινώνεται, δεν μπορεί να επιτύχει στην άσκηση, γιατί περιφρονεί τη χάρη και ότι πετυχαίνει το θεωρεί σαν δικό του κατόρθωμα.”
ΚΑΠΟΙΟΣ Γεροντας, που ερωτήθηκε από τούς αδελφούς τι είναι καταλαλιά και τι κατάκρισις, έδωσε την ακόλουθη εξήγηση :
Με την καταλαλιά φανερώνει κανείς τα κρυφά ελαττώματα του αδελφού του. Με την κατάκρισι καταδικάζει τα φανερά. Αν ειπή κανείς λόγου χάρι, πως ο τάδε αδελφός είναι μεν καλοπροαίρετος και αγαθός, αλλά του λείπει η διάκρισι, αυτό είναι καταλαλιά. Αν όμως ειπή ότι ο δείνα είναι πλεονέκτης και φιλάργυρος, τούτο είναι κατάκρισις, γιατί με το λόγο αυτό καταδικάζει τις πράξεις του πλησίον του. Η κατάκρισις είναι χειρότερη από την καταλαλιά.
ΠΗΓΑΝ κάποτε αιρετικοί στον Όσιο Ποιμένα κι’ άρχισαν να λέγουν κατηγορίες εναντίον του Αρχιεπισκόπου Αλεξανδρείας. Ο Όσιος τότε σηκώθηκε επάνω, έδωσε εντολή στον υποτακτικό του να τούς ετοιμάση φαγητό και βγήκε έξω από το κελλί, για να μη μολύνη τ’ αυτιά του.
ΕΝΑΣ Γεροντας πνευματικός συμβουλεύει:
Αν συμβή ποτέ να κατακρίνης τον αδελφό σου και σε τύψη γι’ αυτό η συνείδησί σου, πήγαινε ευθύς να τον βρης, εξομολογήσου ότι τον κατέκρινες και ζήτησέ του συγγνώμη. Πρόσεχε στο εξής να μη σε παρασύρη ο διάβολος σ’αυτό το αμάρτημα, γιατί η καταλαλιά είναι θάνατος της ψυχής.
Αν έλθη κάποιος άλλος σε σένα κι’ αρχίση να κατηγορή και να κατακρίνη ένα τρίτον, πρόσεξε καλά μήπως παρασυρθής και του ειπής: "δίκαιο έχεις, έτσι είναι". Καλλίτερα να σωπάσης η να του ειπής: "Εγώ, αδελφέ μου, είμαι καταδικασμένος για τις αμαρτίες μου· δεν έχω δικαίωμα να καταδικάζω άλλον". Μ’ αυτόν τον τρόπο και τον εαυτό σου σώζεις και τον αδελφόν σου.
Ο ΑΒΒΑΣ Υπερέχιος δίνει την ακόλουθη συμβουλή στούς εγκρατείς και νηστευτάς:
- Φαγε κρέας και πιές κρασί και μη κατατρώγης με την καταλαλιά τις σάρκες του αδελφού σου.
Και πάλι:
- Καταλαλώντας ο όφις τον Θεο, επέτυχε να βγάλη τούς πρωτοπλάστους από τον Παράδεισο. Το ίδιο κάνει κι’ εκείνος που καταλαλεί τον πλησίον του· βαραίνει την ψυχή του και παρασύρει στο κακό εκείνον που τον ακούει.
ΕΝΑΣ ΑΓΙΟΣ Γέροντας είδε μια μέρα με τα μάτια του κάποιον αδελφό να πέφτη σε βαρύ αμάρτημα, κι’ όχι μόνο δεν τον κατέκρινε, αλλά έκλαψε και είπε: "Αυτός έπεσε σήμερα κι’ εγώ εξάπαντος αύριο. Κι’ αυτός μεν χωρίς άλλο θα μετανοήση, ενώ εγώ δεν είμαι βέβαιος γι’ αυτό".
ΕΝΑΣ μοναχός σ’ ένα Κοινόβιο, αμελής στα πνευματικά, έπεσε βαρειά άρρωστος κι’ ήλθε η ώρα του να πεθάνη. Ο Ηγούμενος κι’ όλοι οι αδελφοί τον περικυκλώσανε για να του δώσουν θάρρος στις τελευταίες του στιγμές. Παρατήρησαν όμως έκπληκτοι, πως ο αδελφός αντίκρυζε τον θάνατο με μεγάλη αταραξία και ψυχική γαλήνη.
- Παιδί μου, του είπε τότε ο Ηγούμενος, όλοι εδώ ξεύρομε πως δεν ήσουν και τόσο επιμελής στα καθήκοντά σου. Πως πηγαίνεις με τόσο θάρρος στην άλλη ζωη;
- Είναι αλήθεια, Αββά, ψιθύρισε ο ετοιμοθάνατος, πως δεν ήμουν καλός μοναχός. Ένα πράγμα όμως ετήρησα με ακρίβεια στη ζωη μου: Δεν κατέκρινα ποτέ μου άνθρωπο. Γι’ αυτό σκοπεύω να ειπώ στο Δεσπότη Χριστό, όταν παρουσιαστώ ενώπιόν Του: "Συ, Κυριε, είπες, μη κρίνετε, ίνα μη κριθήτε", κι’ ελπίζω ότι δε θα με κρίνη αυστηρά.
- Πηγαινε ειρηνικά στο αιώνιο ταξίδι σου, παιδί μου, του είπε με θαυμασμό ο Ηγούμενος. Εσύ κατώρθωσες, χωρίς κόπο να σωθής.
ΠΗΓΕ κάποτε ένας αδελφός από τη σκήτη σε κάποιο Γεροντα αναχωρητή και του είπε για κάποιον άλλον αδελφό πως είχε πέσει σε μεγάλο σφάλμα.
-Ω, πολύ άσχημα έκανε, είπε στενοχωρημένος ο Γεροντας.
Ύστερα από λίγες ημέρες συνέβη να πεθάνη ο μοναχός που έσφαλε. Άγγελος Κυρίου τότε πήγε στον αναχωρητή, κρατώντας την ψυχή του.
-Αυτός που κατέκρινες, του είπε, πέθανε. Που ορίζεις να τον κατατάξω;
- Ήμαρτον, εφώναξε με δάκρυα ο Γεροντας. Κι’ από τότε παρακαλούσε κάθε μέρα τον Θεο να του συγχωρήση εκείνη την αμαρτία και δεν τόλμησε μέχρι τέλους της ζωής του να κατακρίνη άνθρωπο.
Αδελφός ηρώτησε τον Αββάν Ιωσήφ· τι να κάνω, διότι ούτε να κακοπαθήσω δια την αγάπη του Χριστού ημπορώ, αλλ’ ούτε και να εργασθώ και να δώσω ελεημοσύνην. Εις απάντησιν ο Γερων του λέγει· "Εαν δεν ημπορής να κάνης τίποτε από αυτά τουλάχιστον διατήρησον την συνείδησίν σου καθαράν από λογισμούς κατακρίσεως εναντίον του αδελφού σου και απόφευγε να τον ταπεινώνης. Τοιουτοτρόπως ασφαλώς θα σωθής ".
Ένας από τούς Γεροντας διηγήθη, ότι έζη κάποτε ένας καλόγηρος μέθυσος· όλην την ημέραν έπλεκε την ψάθαν εις το κελλί του και το βράδυ επώλει το εργόχειρόν του εις το χωρίον και όσα εισέπραττε τα έπινε κρασί. Μετά καιρόν ήλθε κοντά του, ως υποτακτικός, ένας αδελφός και παρέμεινε μαζί του· έπλεκε δε και αυτός όλην την ημέραν ψάθαν και την επώλει και αυτήν ο καλόγηρος και όσα εισέπραττε και από τα δύο εργόχειρα τα έπινε κρασί· εις τον υποτακτικό του έφερε μόνον ολίγον άρτον αργά το βράδυ. Επί τρία έτη συνέβαινε αυτό, χωρίς ο υποτακτικός να του αντιμιλήση καθόλου η να διαμαρτυρηθή.
Μιαν ημέραν λέγει μέσα του ο υποτακτικός· είμαι γυμνός και τρώγω το ψωμί μου με μεγάλην στέρησιν· θα σηκωθώ λοιπόν να φύγω απ’ εδώ· αλλά και πάλιν εσκέφθη· που ημπορώ να υπάγω; ας μείνω εδώ, διότι εγώ χάριν του Θεού κοινοβιάζω. Μολις εσκέφθη αυτά εμφανίζεται ενώπιόν του Άγγελος Κυρίου και του λέγει:
- Πουθενά να μη αναχωρήσης, διότι αύριον θα σε επισκεφθώ. Την επομένην λοιπόν, είπεν ο υποτακτικός εις τον Γεροντα·
- Πατερ, σε παρακαλώ, να μη φύγης πουθενά σήμερα, διότι έρχονται τώρα οι ιδικοί μου να με πάρουν.
Όταν όμως ήλθεν η ώρα, που εσυνήθιζεν ο καλόγηρος να φεύγη δια το χωρίον, λέγει εις τον υποτακτικόν·
- Τεκνον, όπως φαίνεται, δεν θα έλθουν σήμερον, διότι άργησαν,
- Ναι, Γεροντα μου, οπωσδήποτε έρχονται· ενώ δε συνωμίλει με τον Αββάν, εκοιμήθει εν Κυρίω.
Μολις είδεν αυτό το πράγμα ο γέρων ήρχισε να κλαίη και να λέγη:
- Αλλοίμονον, τέκνον μου, ότι πολλά χρόνια είναι που ζω εις την αμέλειαν· ενώ συ μέσα εις ολίγον διάστημα έσωσες την ψυχήν σου, δια της υπομονής. Και από τότε εσωφρονίσθη και αυτός και έγινε δόκιμος.
Ας ετοιμασθούμε
έρχονται Χριστούγεννα
π, Φώτιος Βεζύνιας