ΣΧΟΛΙΟ ΔΙΚΟ ΜΑΣ: «Πολλοί γάρ εισί κλητοί, ολίγοι δε εκλεκτοί»!..
«Αχ αδελφοί Χριστιανοί, και εις τούτο εκαταντήσαμεν, ώστε να μην είναι πλέον διάκρισις του σίτου από τα ζιζάνια; Των προβάτων από τους λύκους; του φωτός από το σκότος; του Χριστού από τον Βελίαρ· τις κοινωνία φωτί πρός σκότος; τις συμφώνησις ευσεβών μετά αιρετικών; τις σχέσις; τι καλή υπόληψις είναι τούτη, οπού έχομεν εις τους εχθρούς της αληθείας και των Αγίων μας; Πού είναι εκείνο το πυρ, οπού ήλθε να βάλη ο Χριστός εις την γήν; Εσβέσθη, εψυχράνθη από μιας· πού είναι εκείνη η μάχαιρα του Χριστού, οπού χωρίζει και το ίδιον αίμα, και συγγενής τον συγγενή αποστρέφεται, και αδελφός από αδελφόν χωρίζεται δια την ευσέβειαν· έλειψεν, απώλετο τελείως από λόγου μας· δια τούτο λοιπόν και εις την Ρώμην οι Ανατολικοί· δια τούτο και συνοικέσια με τους παπιστάς· δια τούτο και οι Φράγκοι των Ρωμαίων γίνονται ανάδοχοι· δια τούτο ιερείς Ανατολικοί και στεφανώνουσι και θάπτουσιν, όχι μονάχα Λατίνους, αλλά και τους λουθηροκαλβινιστάς· δια τούτο τόσα και τόσα άλλα κατεγνωσμένα και αξιοκατάκριτα, δια τούτο λέγω, διατί δεν έχομεν ζήλον δια την ευσέβειαν· και καταρώνται εκείνοι, και ημείς ευλογούμεν· εκείνοι ακαταπαύστως τρέχοντες επάνω και κάτω, πλανούσι, διαστρέφουσι, σύρνουσι τους αδελφούς μας εις την απώλειαν· και εις ημάς δεν είναι άδεια να δώσωμεν καν είδησιν εις τα λογικά πρόβατα, να φυλάγωνται από τους ψυχοφθόρους τούτους λύκους, αλλά κατηγορούμεθα ως ταραχοποιοί· εκείνοι, δια να μη λέγω τα πολλά, μας ονομάζουσι ψυχάς απωλεσμένας, άνιμαι πέρσαι (animae persae), και με όλον οπού ημείς, με την χάριν του Θεού, απαρασάλευτοι στεκόμεθα εις το θεμέλιον, της Αποστολικής και θεοπαραδότου ομολογίας· και ημείς ως αναίσθητοι, τους έχομεν ως αδελφούς· αμφιβάλλει τάχα τινάς, πως έτζι μας φρονούσι, και έτζι μας ονομάζουσιν; άς διηγηθή, όποιος ηξεύρει, δια τον αδελφόν μας χριστιανόν οπού εσπούδαζεν ιατρικήν εις μίαν πόλιν της Ιταλίας Βονωνίαν ονομαζομένην· τον οποίον, διατί δεν ηθέλησεν εις τον θάνατόν του να εξομολογηθή και να κοινωνήση φράγκικα, τον έρριψαν έξω από τα τοιχόκαστρα, εις τον τόπον, οπού ρίπτουσι τα ψοφιμαία ζώα, και τον έφαγαν οι σκύλοι».
ΤΟ ΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΤΟΥ ΠΑΡΙΟΥ
«Αχ αδελφοί Χριστιανοί, και εις τούτο εκαταντήσαμεν, ώστε να μην είναι πλέον διάκρισις του σίτου από τα ζιζάνια; Των προβάτων από τους λύκους; του φωτός από το σκότος; του Χριστού από τον Βελίαρ· τις κοινωνία φωτί πρός σκότος; τις συμφώνησις ευσεβών μετά αιρετικών; τις σχέσις; τι καλή υπόληψις είναι τούτη, οπού έχομεν εις τους εχθρούς της αληθείας και των Αγίων μας; Πού είναι εκείνο το πυρ, οπού ήλθε να βάλη ο Χριστός εις την γήν; Εσβέσθη, εψυχράνθη από μιας· πού είναι εκείνη η μάχαιρα του Χριστού, οπού χωρίζει και το ίδιον αίμα, και συγγενής τον συγγενή αποστρέφεται, και αδελφός από αδελφόν χωρίζεται δια την ευσέβειαν· έλειψεν, απώλετο τελείως από λόγου μας· δια τούτο λοιπόν και εις την Ρώμην οι Ανατολικοί· δια τούτο και συνοικέσια με τους παπιστάς· δια τούτο και οι Φράγκοι των Ρωμαίων γίνονται ανάδοχοι· δια τούτο ιερείς Ανατολικοί και στεφανώνουσι και θάπτουσιν, όχι μονάχα Λατίνους, αλλά και τους λουθηροκαλβινιστάς· δια τούτο τόσα και τόσα άλλα κατεγνωσμένα και αξιοκατάκριτα, δια τούτο λέγω, διατί δεν έχομεν ζήλον δια την ευσέβειαν· και καταρώνται εκείνοι, και ημείς ευλογούμεν· εκείνοι ακαταπαύστως τρέχοντες επάνω και κάτω, πλανούσι, διαστρέφουσι, σύρνουσι τους αδελφούς μας εις την απώλειαν· και εις ημάς δεν είναι άδεια να δώσωμεν καν είδησιν εις τα λογικά πρόβατα, να φυλάγωνται από τους ψυχοφθόρους τούτους λύκους, αλλά κατηγορούμεθα ως ταραχοποιοί· εκείνοι, δια να μη λέγω τα πολλά, μας ονομάζουσι ψυχάς απωλεσμένας, άνιμαι πέρσαι (animae persae), και με όλον οπού ημείς, με την χάριν του Θεού, απαρασάλευτοι στεκόμεθα εις το θεμέλιον, της Αποστολικής και θεοπαραδότου ομολογίας· και ημείς ως αναίσθητοι, τους έχομεν ως αδελφούς· αμφιβάλλει τάχα τινάς, πως έτζι μας φρονούσι, και έτζι μας ονομάζουσιν; άς διηγηθή, όποιος ηξεύρει, δια τον αδελφόν μας χριστιανόν οπού εσπούδαζεν ιατρικήν εις μίαν πόλιν της Ιταλίας Βονωνίαν ονομαζομένην· τον οποίον, διατί δεν ηθέλησεν εις τον θάνατόν του να εξομολογηθή και να κοινωνήση φράγκικα, τον έρριψαν έξω από τα τοιχόκαστρα, εις τον τόπον, οπού ρίπτουσι τα ψοφιμαία ζώα, και τον έφαγαν οι σκύλοι».