Πρωτοπρεσβύτερος
Θεόδωρος Ζήσης
Ὁμότιμος
Καθηγητὴς
Θεολογικῆς
Σχολῆς Α.Π.Θ.
18ο
χλμ. Θεσσαλονίκης-Περαίας
570
19 Ν. Ἐπιβάται
ΤΗΛ.:
23920.24865 FAX:
23920.27402
Θεσσαλονίκη 14.03.2017
Παναγιώτατον
Μητροπολίτην Θεσσαλονίκης
κ. Ἄνθιμον
Ἐνταῦθα
Θέμα: Ἀπάντηση
στὰ διωκτικὰ δικαστικὰ ἔγγραφα τῆς Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης.
Παναγιώτατε,
Μετὰ τὴν δι᾽ ἐπιστολῆς γνωστοποίηση ὅτι προέβην σὲ
διακοπὴ τῆς μνημόνευσης τοῦ ὀνόματός σας ὡς ἐπισκόπου κατὰ τὴν τέλεση τῶν ἱερῶν
ἀκολουθιῶν τῆς Κυριακῆς τῆς Ὀρθοδοξίας (5-3-2017), τὴν ὁποία ἐπιστολὴ ἐλάβατε
μέσῳ γραφείου ταχυμεταφορῶν τὸ μεσημέρι τῆς ἑπομένης (6-3-2017), μοῦ
ἀποστείλατε κατὰ τὸν αὐτὸν τρόπον δύο ἔγγραφα τὸ πρωΐ τῆς ἑπομένης ἡμέρας (9.30
π.μ. 7-3-2017).
Μὲ τὸ ἕνα ἔγγραφό σας (ἀριθμ. πρωτ. 163, 6-3-2017) μοῦ
ἀνακοινώσατε ὅτι ἀπὸ τὴ στιγμὴ τῆς λήψεως τοῦ ἐγγράφου δὲν ἔχω τὴν πνευματικὴ
καὶ κανονική σας ἄδεια νὰ ἱερουργῶ καὶ νὰ ὁμιλῶ στὸν Ἱερὸ Ναὸ τοῦ Ἁγίου
Ἀντωνίου, ὅπως ἐπίσης καὶ σὲ οἱονδήποτε ἄλλο ναὸ τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως
Θεσσαλονίκης. Μὲ τὸ δεύτερο ἔγγραφο (ἀριθμ. πρωτ. 164, 6-3-2017), διογκωμένο μὲ
ἄσχετα γραφικά, συνοδικὰ καὶ πατερικὰ χωρία, ὡς καὶ μὲ σχόλια Χριστιανῶν
Ὀρθοδόξων σὲ διάφορους ἱστοτόπους, μοῦ ἀνακοινώνετε ὅτι, μὲ βάση τοὺς Θείους
καὶ Ἱεροὺς Κανόνες καὶ τὶς διατάξεις τοῦ Νόμου 5383/1932 «Περὶ τῶν
Ἐκκλησιαστικῶν Δικαστηρίων καὶ τῆς πρὸ αὐτῶν διαδικασίας», ἀσκεῖτε κανονικὴ
δίωξη ἐναντίον μου γιὰ κατονομαζόμενα πέντε κανονικὰ καὶ ἐκκλησιαστικὰ
παραπτώματα, ἤτοι: α) σχίσμα, β) ἀπείθεια καὶ καταφρόνηση τῆς προϊσταμένης
ἐκκλησιαστικῆς ἀρχῆς, γ) σκανδαλισμὸ τῶν πιστῶν, δ) ἐξύβριση καὶ συκοφαντία καὶ
ε) φατρία (σελ. 13 ἐγγράφου). Συμπερασματικὰ στὸ τέλος προσθέτετε καὶ ἄλλα
ἐπιτίμια, ὅπως τὸ ἐπιτίμιο τῆς ἀκοινωνησίας καὶ τῆς ἀφαιρέσεως τοῦ ὀφφικίου τοῦ
πρωτοπρεσβυτέρου καὶ ἐντέλλεσθε «ὅπως ἀνυπερθέτως ἐντὸς πέντε (5) ἡμερῶν ἀπὸ
τῆς λήψεως τοῦ ἐγγράφου» ἀπαντήσω ἐγγράφως στὶς κατηγορίες ποὺ μοῦ ἀποδίδονται.
Ἐπ᾽ αὐτῶν σᾶς γνωρίζω τὰ κατωτέρω, τὰ ὁποῖα δὲν ἀποτελοῦν
ἀποδοχὴ τῆς ἀντικανονικῆς δικαστικῆς δίωξης ποὺ ἀσκεῖτε, ἀλλὰ ἐνημέρωση ὑμῶν
καὶ τῶν συνεργατῶν σας, ὡς καὶ τοῦ χριστεπωνύμου πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας,
ἰδιαιτέρως αὐτοῦ τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης, γιὰ τὴν ἄδικη,
ἀντικανονική, ἀντορθόδοξη, οἰκουμενιστική, ἄκριτη, βιαστική, σκόπιμη καὶ
στοχευμένη δίωξή μου.
1. Ἐσπευσμένη καὶ ἐκδικητικὴ ἡ δίωξη. Ἐπωμίζονται μεγάλο
βάρος. Ὑπῆρχαν καὶ ἄλλες λύσεις
Προκαλεῖ ἐν πρώτοις ἐντύπωση ἡ ἄμεση καὶ ταχύτατη σύνταξη
τῶν ἐγγράφων τῆς δίωξης. Οἱ συνεργάτες σας ἦσαν κυριολεκτικὰ μὲ τὸ δάκτυλο στὴν
σκανδάλη· εἶχαν ἕτοιμα τὰ ἔγγραφα καὶ οὔτε ἐδιάβασαν καθόλου τὸ ἰδικό μου
ἔγγραφο, ὅπου ἐξηγοῦσα τοὺς θεολογικοὺς καὶ κανονικοὺς λόγους τῆς διακοπῆς τοῦ
μνημοσύνου. Μὲ αὐτὰ θὰ ἀσχολούμαστε τώρα; Σημασία ἔχει νὰ ἐπιτευχθεῖ ὁ στόχος·
ἡ φίμωση τοῦ π. Θεοδώρου, ἡ ἐκδίωξή του ἀπὸ τὸν Ἱερὸ Ναὸ τοῦ Ἁγίου Ἀντωνίου,
ὥστε νὰ μὴν ἔχει ἐκκλησιαστικὸ ἀκροατήριο, νὰ ἀπομονωθεῖ καὶ νὰ μὴν ἀκούγονται
ὅσα ἐναντίον τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καὶ τῆς ψευδοσυνόδου τῆς Κρήτης λέγει καὶ
διδάσκει. Καὶ μόλις ὁ στόχος πρόβαλε, πάτησαν τὴν σκανδάλη, ἐφαρμόζοντας τὴν
λαϊκὴ παροιμία «λαγὸς τὴν φτέρη κούναγε,
κακὸ τῆς κεφαλῆς του».
Σὲ ποιῶν κεφάλια βέβαια θὰ στραφεῖ τὸ κακὸ ὁ Θεὸς
γνωρίζει, καὶ ἐμεῖς τὸ ἀπευχόμαστε· ἀντίθετα εὐχόμαστε γιὰ μετάνοια καὶ
ἐπίγνωση τῆς κακῆς, ἀντορθόδοξης, ἀντιπατερικῆς, μεταπατερικῆς, αἱρετικῆς
πορείας. Οὔτε κάποιες στιγμές, κάποιες ὧρες, κάποιες ἡμέρες, κάποιες ἑβδομάδες,
περίσκεψης καὶ περισυλλογῆς μεσολάβησαν. Ἀλλὰ ὅπως μοῦ τηλεφώνησε εὐλαβὴς
Ὀρθόδοξος πιστὸς αὐτὸ ἐθύμιζε τό «ἆρον,
ἆρον, σταύρωσον αὐτόν». Μακάρι νὰ ἀξιωθοῦμε νὰ γίνουμε μέτοχοι τῶν
παθημάτων τοῦ ἀδίκως ὑπὸ ἀρχιερέων καὶ πρεσβυτέρων διωχθέντος καὶ παθόντος
Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ. Τί θὰ ἐγίνετο, ἂν ἀνεβάλλετο ἐπ᾽ ὀλίγον ἡ ἔναρξη τῆς
δίωξης, καὶ ἐδίδετο χρόνος γιὰ περίσκεψη, συμβουλευτικὲς διασκέψεις, ἐκτίμηση
τῶν συνεπειῶν; Ἂν ἐξακολουθοῦσε ὁ π. Θεόδωρος νὰ λειτουργεῖ καὶ νὰ ὁμιλεῖ
μερικὲς ἀκόμη ἑβδομάδες, κοντὰ στὶς ὑπερχίλιες ἑβδομάδες ποὺ διακονεῖ ἐπὶ
εἴκοσι τέσσερα ἔτη (24) στὸν Ἅγιο Ἀντώνιο, ἀπὸ τὸ 1993. Ὁ θυμός, ἡ ὀργή, ἡ
ἐμπάθεια, ὁ φθόνος εἶναι κακοὶ σύμβουλοι. «Φθόνος
γὰρ οὐκ οἶδε προτιμᾶν τὸ συμφέρον», κατὰ τὸν ὕμνο τῆς Μ. Ἑβδομάδος[1].
Σᾶς εἶχα ὑποδείξει, Παναγιώτατε, τὴν ἐνδεδειγμένη λύση
γιὰ τὴν ἀντιμετώπιση τῆς διακοπῆς τοῦ μνημοσύνου μὲ βάση τοὺς Ἱεροὺς Κανόνες,
τοὺς ὁποίους τολμᾶτε καὶ ἐπικαλεῖσθε, ἐνῶ τοὺς κουρελιάσατε καὶ τοὺς
κουρελιάζετε διαχρονικά, σεῖς καὶ οἱ ὁμόφρονές σας Οἰκουμενιστές. Ἐπειδὴ δὲν
περίμενα νὰ μὲ ἐπαινέσετε, ὅπως ἐπιτάσσει ὁ 15ος κανὼν τῆς Πρωτοδευτέρας
Συνόδου τοῦ Μ. Φωτίου, σᾶς παρεκάλεσα νὰ μὴν ἀσκήσετε δίωξη ἀντικανονική, ἀλλὰ
νὰ μὲ ἀφήσετε νὰ λειτουργῶ καὶ νὰ ὁμιλῶ στὸν Ἅγιο Ἀντώνιο, χωρὶς νὰ μνημονεύω
τὸ ὄνομά σας. Τὸ ἔπραξαν πολλοὶ συνεπίσκοποί σας στὸ παρελθόν, ὁ ἴδιος ὁ
πατριάρχης Ἀθηναγόρας, ὅταν τοῦ ἔκοψαν ἐπὶ τρία ἔτη οἱ Ἁγιορεῖτες τὸ μνημόσυνο
(1969-1972), ἀλλὰ καὶ σήμερα στὴν Ἑλλάδα καὶ στὴν ἀνὰ τὴν Οἰκουμένη Ὀρθόδοξη
Ἐκκλησία. Ὁ Μητροπολίτης Κεφαλληνίας, τοῦ ὁποίου τὸ μνημόσυνο διέκοψε ἡγούμενος
μοναστηρίου τῆς ἐπαρχίας του ἀπὸ τὸν περασμένο Αὔγουστο (2016), δὲν ἄσκησε
δικαστικὴ δίωξη. Λέγεται μάλιστα καὶ αὐτὸ δείχνει σύνεση καὶ φόβο Θεοῦ, ὅτι
ἀπαντώντας σὲ ὑποδείξεις ἄλλων ἐπισκόπων νὰ λάβει μέτρα ἐναντίον του ἀπήντησε
θεοδιδάκτως: «Καὶ ἂν ἔχει δίκαιο, πῶς ἐγὼ
θὰ γίνω θεομάχος;» Μὲ αὐτὸ θυμόμαστε τὸ ἐπεισόδιο καὶ ὅσα εἶπε στὸ παράνομο
συνέδριο τῶν Ἰουδαίων ὁ Φαρισαῖος Γαμαλιήλ, «νομοδιδάσκαλος
τίμιος παντὶ τῷ λαῷ», γιὰ νὰ συγκρατήσει τὸ φονικὸ μῖσος τῶν ὑπολοίπων
μελῶν τοῦ δικαστηρίου ἐναντίον τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, στοὺς ὁποίους εἶχαν δώσει
ἐντολὴ νὰ μὴ κηρύσσουν καὶ νὰ μὴ διδάσκουν τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ, ὅπως τώρα
παραγγέλλετε καὶ σὲ μᾶς νὰ μὴ διδάσκουμε γιὰ τὴν Ἁγία Ὀρθοδοξία μας καὶ
ἐναντίον τῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ποὺ καταλύει τὴν μοναδικότητα τῆς
σωτηρίας ἐν τῷ ὀνόματι Ἰησοῦ Χριστοῦ· «Οὐ
παραγγελίᾳ παρηγγείλαμεν ὑμῖν μὴ διδάσκειν ἐπὶ τῷ ὀνόματι τούτω;». Μᾶς
κατηγορεῖτε γιὰ ἀνυπακοὴ καὶ ἀπειθαρχία, γιατὶ δὲν ἀκούσαμε τὶς παράνομες ἐντολές
σας, ἀλλὰ ἀκολουθήσαμε αὐτὸ ποὺ ἀπήντησαν ὁ Ἀπόστολος Πέτρος καὶ οἱ Ἅγιοι
Ἀπόστολοι, τό «πειθαρχεῖν δεῖ Θεῷ μᾶλλον
ἢ ἀνθρώποις». Τότε βρέθηκε ὁ τίμιος νομοδιδάσκαλος Γαμαλιήλ, ποὺ τοὺς εἶπε
καὶ τοὺς ἔπεισε νὰ ἀφήσουν τοὺς Ἀποστόλους ἀνενόχλητους, διότι, ἂν ὅσα κάνουν
εἶναι ἀνθρώπινες κακὲς ἐνέργειες, θὰ καταστραφοῦν μόνες τους· ἂν ὅμως εἶναι ἐκ
Θεοῦ ὑπάρχει κίνδυνος νὰ γίνουν θεομάχοι: «Ἀπόστητε
ἀπὸ τῶν ἀνθρώπων τούτων καὶ ἐάσατε αὐτούς· ὅτι ἐὰν ᾖ ἐξ ἀνθρώπων ἡ βουλὴ αὕτη ἢ
τὸ ἔργον τοῦτο καταλυθήσεται· εἰ δὲ ἐκ Θεοῦ ἐστιν, οὐ δύνασθε καταλῦσαι αὐτό,
μὴ ποτε καὶ θεομάχοι εὑρεθῆτε»[2]. Τώρα δὲν βρέθηκε στὸ περιβάλλον σας
ἕνας ἄνθρωπος, δίκαιος καὶ τίμιος, νὰ σᾶς προφυλάξει ἀπὸ αὐτὴν τὴν ἐσπευσμένη
καὶ ἄδικη δίωξη.
Στὴν Φλώρινα ἐπίσης, ὁ μητροπολίτης δὲν ἄσκησε δικαστικὴ
δίωξη ἐναντίον ἡγουμένου-ἀρχιμανδρίτου, ὁ ὁποῖος ἔχει διακόψει τὸ μνημόσυνό του
ἐδῶ καὶ πολλοὺς μῆνες, καί, ἐνῶ ἔχει πάρει ἐπιστολὴ ἀπὸ ἄλλον ἡγούμενο γνωστῆς
ἀνδρικῆς μονῆς ἀπὸ τὶς ἀρχὲς Φεβρουαρίου, μὲ τὴν ὁποία, ὅπως ἔπραξα καὶ ἐγώ,
τοῦ γνωστοποιεῖ τὴν διακοπὴ τοῦ μνημοσύνου, ἐπέρασαν τώρα σαρανταπέντε ἡμέρες,
ἕνας μήνας καὶ μισός, καὶ ἀκόμη δὲν ἐκδηλώθηκε ἡ ἐπισκοπικὴ δικαστικὴ
εὐαισθησία. Στὴν μεγαλόνησο Κρήτη, ὅπου θεαρέστως καὶ θεοσεβῶς τέσσερις Κρῆτες ἱερεῖς
ἀπαλείφουν ἢ μετριάζουν ἐπαινετῶς μὲ τὴν διακοπὴ μνημοσύνου τὸ ὄνειδος τῆς
οἰκουμενιστικῆς ψευδοσυνόδου, μὲ πειθήνιους κατὰ πάντα ἐπισκόπους στὰ
κελεύσματα τοῦ Φαναρίου, δὲν ἐκδηλώθηκε τέτοια ταχύτατη καὶ ἀστραπιαία
ἀντίδραση, ὅπως ἡ δική σας στὴ Θεσσαλονίκη. Στὴ Ρωσία, στὴν Οὐκρανία, στὴν
Μολδαβία ἐπίσκοποι, μοναστήρια καὶ πλῆθος ἱερέων ἔχουν διακόψει τὸ μνημόσυνο
τοῦ πατριάρχου καὶ πολλῶν μητροπολιτῶν καὶ ἐπισκόπων, καὶ ὄχι μόνον δὲν
τιμωροῦνται, ἀλλὰ ἐπαινοῦνται ἀπὸ τοὺς ἐπισκόπους, ποὺ ταλανίζουν ἑαυτούς,
γιατὶ καὶ αὐτοὶ δὲν ἔχουν τὸ θάρρος νὰ πράξουν τὸ ἴδιο.
Καὶ μόνο σεῖς, Παναγιώτατε, στὴν πόλη τοῦ μεγαλομάρτυρος
Ἁγίου Δημητρίου καὶ τοῦ ὁμολογητοῦ ἀντιπαπικοῦ καὶ ἀντιοικουμενιστοῦ Ἁγίου
Γρηγορίου Παλαμᾶ, διεκδικεῖτε τὴν ἀσεβῆ πρωτιὰ νὰ διώκετε ἱερεῖς ποὺ
ἀγωνίζονται γιὰ τὴν φίλη Ὀρθοδοξία, γιὰ τὴν Πίστη τὴν Ἁγία, ὑπὲρ τῆς ὁποίας ὁ
μεγαλομάρτυς πολιοῦχος ἔχυσε τὸ αἷμα του καὶ ὁ δεύτερος πολιοῦχος καὶ προκάτοχός
σας στὸν θρόνο, διώχθηκε, φυλακίσθηκε, συκοφαντήθηκε. Εὐχόμαστε νὰ ἀλλάξετε,
ἔστω καὶ τώρα, πορεία. Μπορούσατε καὶ μπορεῖτε ἀκόμη, ἂν δὲν ἀντέχατε σεῖς καὶ
οἱ συνεργάτες σας τὴν παρουσία μου καὶ τὶς διδαχές μου στὸν Ἅγιο Ἀντώνιο, νὰ
μοῦ δώσετε ἀπολυτήριο ἀπὸ τὴν Μητρόπολή σας, καὶ ὄχι νὰ στήνετε παράνομα
ἱεροδικεῖα, καταδικαστήρια καὶ ὄχι δικαστήρια. Ἔτσι ἔπραξε ὁ πρώην πρωτοσύγκελλός
σας καὶ νῦν μητροπολίτης Λαγκαδᾶ, ὁ ὁποῖος σὲ ἔγγαμο ἱερέα, σοβαρὸ καὶ νηφάλιο
ἐκπαιδευτικό, ὁ ὁποῖος διέκοψε μαζί μου τὴν Κυριακὴ τῆς Ὀρθοδοξίας τὸ μνημόσυνό
του, δὲ τοῦ ἄσκησε δικαστικὴ δίωξη, ἀλλὰ τοῦ ὑπέγραψε τὸ ἀπολυτήριό του καὶ
βρίσκεται τώρα σὲ ἀναζήτηση μητροπολίτου ποὺ θὰ τὸν δεχθεῖ. Λησμονήσατε ὅτι καὶ
τὸ Φανάρι πρὶν ἀπὸ μιὰ δεκαετία περίπου, ἐνοχλημένο ἀπὸ τὴν ἀντιπαπικὴ καὶ
ἀντιοικουμενιστική μου στάση, δὲν μὲ εἰσήγαγε σὲ δίκη, οὔτε μοῦ ἐπέβαλε ἐπιτίμια,
ἀλλὰ μοῦ ἔδωσε ἀπολυτήριο, προφανῶς γιὰ νὰ μὴ πάρει τὸ βάρος μιᾶς τέτοιας
ἄδικης συμπεριφορᾶς ἢ ἐκτιμώντας τὴν πολύμοχθη καὶ πολυετῆ προσφορά μου πρὸς
τὴν ὄντως μαρτυρικὴ Μεγάλη τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία, ποὺ τώρα εἶναι αἰχμάλωτη στὴν
παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Καὶ μετὰ ἀπὸ ἐκείνη τὴν τιμητικὴ γιὰ μένα καὶ
συνετή γιὰ τὸ Φανάρι, καὶ ἐν πολλοῖς φιλάνθρωπη στάση, μὲ συμπεριλάβατε μετὰ
ἀπὸ αἴτησή μου στοὺς κληρικοὺς τῆς Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης. Ἐκεῖνοι δίστασαν
νὰ μὲ δικάσουν καὶ μὲ ἀπέλυσαν· καὶ τὼρα φορτώνεσθε σεῖς τὸ βάρος μιᾶς
κραυγαλέως ἄδικης καὶ ἀντικανονικῆς δίωξης. Ὁ Θεὸς νὰ σᾶς φωτίσει νὰ ἀποσείσετε
αὐτὸ τὸ βάρος, ὅπως τὸ ἀπέσεισε ἐπαινετῶς καὶ ὁ μακαριστὸς ἀρχιεπίσκοπος
Χριστόδουλος καὶ ἦρε σύντομα τὴν ἀργία ποὺ μοῦ εἶχε ἐπιβάλει τὸ 2005 σὲ συνεννόηση
μαζί σας.
2. Δὲν θὰ μᾶς ἐκφοβίσουν
Ἂν πάντως κάποιοι ἐκτιμοῦν ὅτι θὰ μᾶς ἐκφοβίσουν καὶ θὰ
μᾶς τρομοκρατήσουν καὶ ὅτι διώκοντας κάποιους ἐπώνυμους θὰ ἀνακόψουν τὸ ρεῦμα
τῆς ὀρθόδοξης ἀντίστασης ἐναντίον τῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, κάνουν μεγάλο
λάθος. Στηριζόμαστε ὄχι στὶς δικές μας δυνάμεις ἀλλὰ στὴν δύναμη καὶ στὴ Χάρη
τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος δὲν μᾶς ἔδωσε πνεῦμα δειλίας ἀλλὰ δυνάμεως[3]
καὶ μᾶς συνέστησε πολλὲς φορὲς νὰ μὴ φοβόμαστε καὶ δειλιοῦμε ἐνώπιον τῶν
ἰσχυρῶν τῆς γῆς· διότι ἀκόμη καὶ ἂν μᾶς θανατώσουν καὶ ἀποκτείνουν τὸ σῶμα, δὲν
μποροῦν νὰ πειράξουν τὴν ἀθάνατη ψυχή μας[4].
Οἱ δειλοὶ δὲν θὰ μετάσχουν κατὰ τὴν Ἀποκάλυψη,
τῆς νίκης τοῦ Ἀρνίου, ἀλλὰ θὰ συγκαταριθμηθοῦν μὲ τοὺς ἄλλους ἁμαρτωλοὺς
στὴν αἰώνια κόλαση[5].
Ὅσο καὶ ἂν προσπαθεῖ ὁ Σατανᾶς μὲ τοὺς διωγμοὺς καὶ τὶς αἱρέσεις νὰ νικήσει τὴν
Ἐκκλησία, ὁ Χριστὸς εἶναι ἀνίκητος, καὶ ἠχεῖ κάθε φορὰ ἐνθαρρυντικὰ ἡ
διαβεβαίωσή του ὅτι αὐτὸς εἶναι ὁ ἀκρογωνιαῖος λίθος καὶ ἡ κεφαλὴ τῆς Ἐκκλησίας[6],
καὶ «πύλαι Ἅδου οὐ κατισχύσουσιν αὐτῆς»[7]
καὶ ὅτι θὰ εἶναι μαζί μας «πάσας τὰς
ἡμέρας ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος»[8].
3. Ἀντικανονικὸς καὶ μεσαιωνικὸς ὁ νόμος 5383/1932. Δὲν
θὰ συμμορφωθούμε.
Ἡ ἐσπευσμένη, μέσα σὲ λίγες ὧρες, ἀπόφασή σας,
Παναγιώτατε, νὰ στήσετε ἱεροδικεῖο ἐναντίον μου ἢ καὶ ἄλλοι πιθανῶς λόγοι δὲν
σᾶς ἐπέτρεψαν νὰ μελετήσετε τὸ κείμενο-δήλωση διακοπῆς τοῦ μνημοσύνου ποὺ σᾶς
ἀπέστειλα. Ἐνεργήσατε σπασμωδικὰ καὶ κοσμικὰ καὶ ὄχι ψύχραιμα καὶ χριστιανικά,
μὲ συνέπεια ἡ παραπομπή μου στὸ ἐπισκοπικὸ δικαστήριο νὰ εἶναι παντελῶς μετέωρη
καὶ ἀδικαιολόγητη καὶ ἀπὸ τὸ θεῖο καὶ ἀπὸ τὸ ἀνθρώπινο δίκαιο, οἱ δὲ κατηγορίες
καὶ τὰ ἐκκλησιαστικὰ παραπτώματα τὰ ὁποῖα μοῦ προσάπτετε βρίσκονται μόνο στὴν
ἐμπαθῆ φαντασία καὶ θεολογικὴ ἀγραμματοσύνη τῶν συνεργατῶν σας, κατάλληλο
περιτύλιγμα τοῦ μοναδικοῦ τους στόχου, νὰ φιμώσουν τὸ λόγο μου καὶ νὰ διαλύσουν
τὴν παράταξη τῶν Ὀρθοδόξων. Δὲν θὰ σᾶς κάνω βέβαια τὴν χάρη μιᾶς νομικῆς
ἀντιπαραθέσεως, γιατὶ καὶ αὐτὸ θὰ νομιμοποιοῦσε τὴν παράνομη καὶ ἀδικαιολόγητη
δικαστικὴ δικαιοδοσία ποὺ ἐπιβάλλει ὁ ἀντικανονικός, ἀντισυνταγματικός, δεσποτοκρατικός,
ἐπισκοποκεντρικός, μεσαιωνικὸς νόμος 5383 τοῦ 1932 «Περὶ τῶν Ἐκκλησιαστικῶν Δικαστηρίων καὶ τῆς πρὸ αὐτῶν διαδικασίας», ὁ
ὁποῖος κατὰ τὴν γνώμη ἐγκύρων νομικῶν καὶ θεολόγων ἀντιβαίνει καὶ στὸ Σύνταγμα
καὶ στοὺς Ἱεροὺς Κανόνες τῆς Ἐκκλησίας καί, ἀντὶ νὰ βελτιώσει τὴν ἐκκλησιαστικὴ
δικαιοδοσία, κατέστησε τὴν ἀπονομή της ἐπισφαλῆ καὶ ἄδικη. Μελετᾶται ἤδη ἀπὸ
καιρὸ ἡ ἀναθεώρησή του, ἡ ὁποία πρέπει νὰ γίνει μὲ βάση τὸ φιλάνθρωπο πνεῦμα
τῶν Ἱερῶν Κανόνων καὶ πρὸς τὴν κατεύθυνση νὰ μειωθεῖ ἡ δεσποτοκρατία, τὸ δικονομικὸ
χάσμα μεταξὺ ἐπισκόπων ἀφ᾽ ἑνός, παντοδυνάμων καὶ πανισχύρων, καὶ πρεσβυτέρων
καὶ διακόνων ἀφ᾽ ἑτέρου, ἀδυνάμων καὶ δούλων.
Εἶναι δυνατὸν νὰ ὑπάρχει σύνθεση δικαστηρίου, στὴν ὁποία
ἕνα μόνο μέλος, ὁ ἐπίσκοπος, ἔχει ἀποφασιστικὴ ψῆφο τὰ δὲ ὑπόλοιπα, ἐπιλεγμένα
ἀπὸ τὸν ἐπίσκοπο, εἶναι ἀνίσχυρα καὶ ἀνενέργητα, συνήθως δὲ καὶ ἄλαλα γιὰ νὰ μὴ
δυσαρεστήσουν τόν «δεσπότη»; Αὐτὸ συμβαίνει μὲ τὴν σύνθεση τῶν ἐπισκοπικῶν
διαστηρίων γιὰ πρεσβυτέρους καὶ διακόνους, ποὺ προβλέπει ὁ ἐν λόγῳ νόμος,
ἄγνωστη παντελῶς καὶ ἀδιανόητη στὴν Ἱεροκανονικὴ Παράδοση. Εἶναι δυνατὸν νὰ μὴν
ἐξεγείρεται τὸ περὶ δικαίου αἴσθημα ἀκόμη καὶ στὸ πιὸ ὑπανάπτυκτο σύστημα
ἀπονομῆς δικαιοσύνης, ὅταν ὁ κατήγορος εἶναι συγχρόνως καὶ δικαστής, ὅταν στὴν
συγκεκριμένη δική μου περίπτωση σεῖς ποὺ μὲ κατηγορεῖτε γιὰ ἀνύπαρκτα ἀδικήματα
θὰ μὲ δικάσετε ὡς πρόεδρος τοῦ δικαστηρίου μαζί μὲ τοὺς ἁπλῶς παριστάμενους,
χωρὶς ψῆφο καὶ οὐσιαστικὰ χωρὶς λόγο, συνεργάτες σας; Δὲν εἶναι βέβαιο καὶ
ἀνεμενόμενο ὁ κατήγορος-δικαστὴς νὰ μεροληπτήσει ὑπὲρ τῶν ἰδικῶν του θέσεων καὶ
νὰ ἀδικήσει τὸν κατηγορούμενο;
4. Παραδείγματα ἀδίκων ἀποφάσεων ἀπὸ παράνομα δικαστήρια
Πόσες φορὲς δὲν συνέβη στὴν ἱστορία νὰ ληφθοῦν τέτοιες
ἀποφάσεις ἀπὸ παρανόμους κριτὲς καὶ δικαστές; Αὐτὸ δὲν μᾶς θυμίζει ὁ ὑπέροχος
ὕμνος τῆς Μεγάλης Πέμπτης γιὰ τὴν ἄδικη ἀπόφαση ποὺ πῆρε τὸ προεδρευόμενο ἀπὸ
τὸν ἀρχιερέα Καϊάφα Ἰουδαϊκὸ συνέδριο ἐναντίον τοῦ ἀθωοτέρου στὴν ἱστορία
κατηγορουμένου, τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ; «Ἤδη βάπτεται κάλαμος ἀποφάσεως παρὰ κριτῶν ἀδίκων, καὶ Ἰησοῦς
δικάζεται καὶ κατακρίνεται σταυρῷ». Ἤθελε καὶ ὁ Καϊάφας νὰ ἐμπλέξει τὸν
Κύριο στὴν ἄδικη δικαστικὴ διαδικασία ὡς κατήγορος καὶ δικαστὴς συγχρόνως καὶ
νὰ τὸν παρασύρει σὲ διάλογο καὶ ἀπολογία, ἀλλὰ ὁ Ἰησοῦς ἐσιώπα[9].
Μήπως θὰ ἄλλαζε ἡ προειλημμένη ἀπόφαση καταδίκης Του, ἂν ἀπελογεῖτο; Ποιός
ἐμπαθὴς καὶ σκοτισμένος νοῦς θὰ πρόσεχε τὰ ἐπιχειρήματα τοῦ θείου ὑποδίκου, τοῦ
κατ᾽ ἄνθρωπον ἀπείθαρχου καὶ ἀνυπάκουου; «Ἐσιώπας
δὲ Χριστέ, φέρων αὐτῶν τὴν προπέτειαν», σημειώνει ἄλλος ὕμνος τῆς ἡμέρας
τῶν Ἁγίων Παθῶν.
Αὐτὴν τὴν στάση ἐκράτησαν καὶ ὅλοι οἱ Ἅγιοι σὲ δίκες ποὺ
τοὺς ἔστηναν αἱρετικῶν συνέδρια καὶ ἀδίκων. Ὑπενθυμίζουμε ἁπλῶς τὴν παρόμοια
στάση ποὺ κράτησε ὁ Ἅγιος Ἰωάννης Χρυσόστομος στὴν δίκη ποὺ ἔστησε ἐναντίον του
στὴν διαβόητη «Ἐπὶ δρῦν» σύνοδο τοῦ 403, ὁ ἐμπαθὴς πατριάρχης Ἀλεξανδρείας
Θεόφιλος. Καὶ σημειώνουμε ὅτι ὁ μεγαλειώδης Ἅγιος Πατὴρ ἦταν ἄριστος νομομαθὴς
καὶ δικηγόρος, μελλοντικὸς διάδοχος τοῦ περιφήμου ρήτορος Λιβανίου, ἂν δὲν
προσχωροῦσε στὸ θεῖο κήρυγμα καὶ Εὐαγγέλιο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Μᾶς διηγεῖται
λοιπὸν ὁ πιστὸς μαθητής του ἐπίσκοπος Ἑλενουπόλεως Παλλάδιος, ὅτι ἔστειλε ἡ
παράνομη σύνοδος ἐκπροσώπους της στὸ πατριαρχεῖο καὶ δι᾽ αὐτῶν ἐκάλεσε τὸν Ἅγιο
Ἰωάννη Χρυσόστομο νὰ μεταβεῖ ἀπέναντι στὴν Χαλκηδόνα, στὴν τοποθεσία «Ἐπὶ δρῦν»,
ὅπου συνεδρίαζε τὸ παράνομο συνέδριο τῶν ἐχθρῶν τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου. Καὶ τί ἔπραξε,
τί ἀπήντησε ὁ μέγας Ἅγιος καὶ Πατὴρ καὶ σπουδαῖος νομομαθής; Γνωρίζοντας ὅτι
ὅσα ἔπραττε ὁ Θεόφιλος ἦσαν παράνομα καὶ ἀντικανονικά, «ὃ μάλιστα καὶ παρὰ κανόνας καὶ παρὰ πάντας νόμους ἦν», ἀρνήθηκε νὰ
παρουσιασθεῖ ὡς ὑπόδικος, διότι δὲν θὰ πήγαινε σὲ ἀμερόληπτο δικαστήριο ἀλλὰ σὲ
ἐχθρικό· «συνειδότες ὅτι οὐ πρὸς δικαστὴν
ἀφικνούμεθα (ἢ γὰρ μυριάκις ἂν παρεγενόμεθα), ἀλλὰ πρὸς ἐχθρὸν καὶ πολέμιον,
καθάπερ τὰ ἔμπροσθεν καὶ τὰ μετὰ ταῦτα ἐδήλωσεν». Δὲν ἦταν ἐναντίον μιᾶς
δίκαιης καὶ ἀμερόληπτης δίκης, ἀλλὰ ἐναντίον τῆς ἐμπαθοῦς καὶ μεροληπτικῆς
κρίσεως τοῦ Θεοφίλου καὶ τῶν σὺν αὐτῶ· δὲν ἀπέφευγε τὴν ἀνάκριση, ἀλλὰ τὴν
φανερὴ ἀπέχθεια καὶ ἐχθρότητα· «καὶ
ἀκρόασιν οὐ φευγόντων, ἀλλ᾽ ἀπέχθειαν φανεράν»[10].
5. Βιάζονται τόσο πολὺ νὰ μὲ καταδικάσουν, ὥστε
παραβαίνουν καὶ τὸν νόμο ποὺ ἐπικαλοῦνται. Αὐταρχισμὸς καὶ δεσποτοκρατία.
Μὴν περιμένετε, λοιπόν, νὰ ἐμφανισθῶ ὡς κατηγορούμενος
μπροστὰ στὸ ἐπισκοπικό σας δικαστήριο, διότι δὲν θὰ εἶναι δίκαιο καὶ ἀμερόληπτο
δικαστήριο, ἀλλὰ ἐχθρικὸ καταδικαστήριο. Προχωρῆστε σὲ ἐρημοδικία (=δίκη
ἐρήμην, χωρὶς τὴν παρουσία μου) καὶ ἀνακοινῶστε γρήγορα τὴν καταδικαστική σας
ἀπόφαση, τὴν ὁποία μόνον σεῖς καὶ οἱ «σὺν ὑμῖν» θὰ ἀποδεχθοῦν καὶ θὰ ἐπικυρώσουν.
Βιάζεσθε τόσο πολὺ νὰ μὲ καταδικάσετε, ὥστε δὲν τηρήσατε οὔτε τὶς δικονομικὲς
διατάξεις τοῦ ἀντικανονικοῦ νόμου 5383 τοῦ 1932, ὁ ὁποῖος προβλέπει ὅτι ὁ
κατηγορούμενος καλεῖται σὲ ἀπολογία καὶ ἀνάκριση ἀπὸ τὸν ὁρισθέντα ἀνακριτὴ μὲ
ἔγγραφο ποὺ φέρει τὴν ὑπογραφὴ τοῦ ἀνακριτοῦ[11].
Σεῖς, πρὶν νὰ ὁρίσετε ἀνακριτὴ καὶ πρὶν ὁ ἀνακριτὴς μοῦ στείλει ἔγγραφο μὲ τὴν
ὑπογραφή του, ἐνέργειες ποὺ ἀπαιτοῦν κάποιο χρόνο, νοσφίζεσθε, κλέβετε
ἁρμοδιότητα ἄλλου ὀργάνου, προβαίνετε σὲ ἀντιποίηση ἀρχῆς καὶ μοῦ στέλνετε
βιαστικὰ ἔγγραφο, μὲ τὴν δική σας ὑπογραφὴ καλώντας με ἀναρμοδίως σὲ ἀπολογία.
Πρόεδρος τοῦ ἐπισκοπικοῦ δικαστηρίου εἶσθε, δεσπότης καὶ κύριος, καὶ ἀπέναντι
σὲ δούλους καὶ σκλάβους κάνετε ὅ,τι θέλετε.
Καὶ δὲν εἶναι μόνον αὐτὴ ἡ παρανομία σας· πρὶν νὰ συνέλθει
καὶ νὰ ἀποφασίσει τὸ δικαστήριό σας μοῦ ἐπιβάλλετε ποινὲς ἀδικαιολόγητες, πολὺ
πέραν ἐκείνων ποὺ θὰ ἐδικαιολογοῦντο ἀπὸ μία προδικαστικὴ πειθαρχική σας
παρέμβαση. Μοῦ ἀπαγορεύετε νὰ λειτουργῶ καὶ νὰ κηρύττω στὸν Ἱερὸ Ναὸ τοῦ Ἁγίου
Ἀντωνίου καὶ εἰς ὅλους τοὺς ναοὺς τῆς Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης, προδικάζοντας
δὲ καὶ τὴν καθαίρεσή μου ἐπικαλεῖσθε τὸ ἄρθρο 102 τοῦ ἐν λόγῳ νόμου καὶ μοῦ
ἀπαγορεύετε προσωρινὰ τὴν τέλεση πάσης ἱεροπραξίας, καὶ ἐπὶ πλέον ἐπιβάλλετε τὸ
ἐπιτίμιο τῆς ἀκοινωνησίας καὶ μοῦ ἀφαιρεῖτε τὸ ὀφφίκιο τοῦ πρωτοπρεσβυτέρου, τὰ
ὁποῖα δὲν προβλέπει τὸ ἄρθρο 102 τοῦ Ν. 5383/1932 ποὺ ἐπικαλεῖσθε. Λέγει τὸ ἐν
λόγῳ ἄρθρο: «Ἐπὶ παραπτωμάτων προβλεπομένων
καὶ ὑπὸ τοῦ κοινοῦ ποινικοῦ δικαίου, δι᾽ ἃ διετάχθη ὑπὸ τῆς κοινῆς δικαστικῆς
ἀρχῆς ἡ προφυλάκισις τοῦ κληρικοῦ ἢ ἱερωμένου μοναχοῦ, ὁ ἁρμόδιος μητροπολίτης
δύναται νὰ ἀπαγορεύσῃ προσωρινῶς μέχρι τῆς ἐκδόσεως τῆς ἀποφάσεως τοῦ
Ἐκκλησιαστικοῦ Δικαστηρίου πᾶσαν ἱεροπραξίαν, ἄνευ στερήσεως τοῦ μισθοῦ. Τὸ
αὐτὸ δικαίωμα ἔχει ὁ Μητροπολίτης καὶ ἐπὶ παντὸς ἑτέρου παραπτώματος
κολαζομένου διὰ τῆς ποινῆς τῆς καθαιρέσεως, ἐφ᾽ ὅσον τοῦτο προεκάλεσε δημόσιον
σκάνδαλον».
Ἀπὸ τὸ πρῶτο μισὸ τοῦ ἄρθρου προκύπτει ὅτι ἡ ἀπαγόρευση
πάσης ἱεροπραξίας ἐπιβάλλεται σὲ κληρικοὺς καὶ ἱερομονάχους ποὺ ἔχουν διαπράξει
ποινικὰ ἀδικήματα τοῦ κοινοῦ ποινικοῦ δικαίου καὶ ἔχει διαταχθῆ γι᾽ αὐτοὺς ἀπὸ
τὴν κοινὴ δικαστικὴ ἀρχὴ ἡ προφυλάκιση. Προφανῶς δὲν ὑπάγομαι σ᾽ αὐτὴν τὴν
ρύθμιση. Ἀξιοσημείωτο πάντως εἶναι ὅτι καὶ σ᾽ αὐτὴν τὴν περίπτωση ἡ ἐπιβολὴ τῆς
ποινῆς δὲν εἶναι ὑποχρεωτική, ἀλλὰ προαιρετική, δυνητική: «Ὁ μητροπολίτης δύναται
νὰ ἀπαγορεύσῃ προσωρινῶς». Τὸ δεύτερο μισὸ τοῦ ἄρθρου ἐξέλαβαν οἱ
νομομαθεῖς τῆς Μητροπόλεως ὅτι ἰσχύει γιὰ μένα, γιατὶ ἔκριναν μόνοι τους, ὡς
ἀλάθητοι δικαστὲς πρὶν ἀπὸ δικαστικὴ ἀπόφαση, ὅτι τὰ παραπτώματά μου κολάζονται
μὲ τὴν ποινὴ τῆς καθαιρέσεως καὶ ὅτι προκάλεσαν δημόσιο σκάνδαλο, γι᾽ αὐτὸ καὶ
μοῦ ἐπιβάλλουν τὴν προσωρινὴ ἀπαγόρευση πάσης ἱεροπραξίας, ἡ ὁποία καὶ στὴν
περίπτωση αὐτὴ εἶναι δυνητικὴ καὶ ὄχι ὑποχρεωτική. Θαυμᾶστε λοιπὸν πῶς ἡ
Μητρόπολη ἐφαρμόζει αὐτὸ τὸ ἄρθρο καὶ πῶς δὲν ἀρκεῖται μόνον στὴν ποινὴ ποὺ
προβλέπεται, ἀλλὰ μοῦ ἐπιβάλλει πρὶν ἀπὸ τὴν δίκη τρεῖς ἄλλες ποινές·
ἀπαγόρευση θείου κηρύγματος, ἐπιτίμιο ἀκοινωνησίας καὶ ἀφαίρεση τοῦ ὀφφικίου
τοῦ πρωτοπρεσβυτέρου. Καὶ αὐτὰ βάσει τοῦ ἄρθρου 102 τοῦ Ν. 5383/1932. Εὖγε
στοὺς νομικοὺς συμβούλους τῆς Μητροπόλεως. Γράφει συμπερασματικὰ τὸ ὑπ᾽ ἀριθμ.
πρωτ. 164/6-3-2017 ἔγγραφο τοῦ μητροπολίτου, μὲ τὸ ὁποῖο ἀσκεῖται ἐναντίον μας
ἡ κανονικὴ δίωξη: «Βάσει τῶν ἀνωτέρω
καλεῖσθε ἐν ὄψει τῆς ἐφαρμογῆς τοῦ ἄρθρου 102 τοῦ Ν. 5383/1932 “περὶ τῶν
Ἐκκλησιαστικῶν Δικαστηρίων καὶ τῆς πρὸ αὐτῶν διαδικασίας” (ΦΕΚ Α´
110/11-4-1932) (ἀπαγορεύσεως τελέσεως Ἱεροπραξιῶν, πάσης Ἱερᾶς Ἀκολουθίας,
Θείας Λειτουργίας καὶ θείου κηρύγματος ὡς καὶ τῆς ἐπιβολῆς τοῦ ἐπιτιμίου τῆς
ἀκοινωνησίας καὶ τῆς ἀφαιρέσεως τοῦ ὀφφικίου τοῦ πρωτοπρεσβυτέρου) ὅπως,
ἀνυπερθέτως ἐντὸς πέντε (5) ἡμερῶν ἀπὸ τῆς λήψεως, τοῦ παρόντος ἡμετέρου
ἐγγράφου, νὰ ἀπαντήσητε ἐγγράφως ἐπὶ τῶν κατηγοριῶν αἱ ὁποῖαι σᾶς ἀποδίδονται».
Δὲν πρόκειται βέβαια, ὅπως προεῖπα, νὰ ἀσχοληθῶ μὲ τὶς
προφανέστατες παρανομίες τῶν διωκτικῶν ἐγγράφων οὔτε νὰ ἀναθέσω σὲ
δικηγόρο-συνήγορο νὰ ἐπισημάνει τὶς παρανομίες καὶ νὰ ζητήσει ἀκύρωση τῆς
διωκτικῆς διαδικασίας ἢ διόρθωση ἢ ἐπέμβαση τοῦ εἰσαγγελέως. Ἁπλῶς θὰ
δημοσιοποιήσω αὐτήν μου τὴν Ἀπάντηση, ὥστε
νὰ πληροφορηθοῦν καὶ οἱ εἰσαγγελικὲς ἀρχὲς καὶ τὸ πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας ὅτι
στὸν χῶρο ἀπονομῆς τῆς ἐκκλησιαστικῆς δικαιοσύνης ὑπάρχει αὐταρχισμὸς καὶ
δεσποτοκρατία, τυραννικὴ ἐξουσία τοῦ ἐπισκόπου ἐπὶ τῶν ἄλλων κληρικῶν, θεωρουμένων
ἀκόμη ὡς σκλάβων καὶ δούλων, καὶ μὴ τολμώντων νὰ ἐκφρασθοῦν ἐλεύθερα, διότι
εἶναι νομικῶς ἀνυπεράσπιστοι.
6. Ἀπὸ τὸ νομικὸ στὸ θεολογικὸ ἐπίπεδο.
Γιὰ τὸν λόγο αὐτό, Παναγιώτατε, θὰ μεταφέρω τὸν λόγο μου
ἀπὸ τὸ νομικὸ ἐπίπεδο μὲ τὴν προβληματικὴ διαδικασία στὸ ἐκκλησιατικὸ καὶ
θεολογικὸ ἐπίπεδο, γιὰ νὰ δοῦμε ἂν ἡ δικαστικὴ δίωξη ποὺ ἀσκήσατε ἐναντίον μου
εὐσταθεῖ. Σᾶς ὑπενθυμίζω, ὅτι στὰ δύο ἔγγραφα ποὺ σᾶς ἀπέστειλα δὲν
ἀμφισβητοῦσα οὔτε τὴν νομιμότητα οὔτε τὴν κανονικότητα τῆς ἐκλογῆς σας ὡς ἐπισκόπου
τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης, μολονότι ἄλλοι τὴν ἀμφισβήτησαν, λόγῳ τῆς
ἀντικανονικῆς μεταθέσεώς σας ἀπὸ τὴν Ἀλεξανδρούπολη. Οὔτε ἐπίσης διάφορες
οἰκουμενιστικές σας ἐνέργειες καὶ πράξεις ἢ παραλείψεις ὡς πρὸς τὴν καταδίκη
τῶν αἱρέσεων τοῦ Μονοφυσιτισμοῦ, τοῦ Παπισμοῦ, τοῦ Προτεσταντισμοῦ καὶ τῆς
Παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ μὲ ὁδήγησαν στὴν σκέψη νὰ διακόψω τὴ μνημόνευση
τοῦ ὀνόματός σας στὶς ἱερὲς ἀκολουθίες. Ἐκτιμοῦσα ὅτι δὲν πληροῦνται οἱ
προϋποθέσεις ποὺ θέτει ὁ 15ος Κανὼν τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου τοῦ Μεγάλου
Φωτίου (861), δηλαδὴ ὁ ἴδιος ὁ ἐπίσκοπος νὰ κηρύσσει “γυμνῇ τῇ κεφαλῇ” αἵρεση,
ὑπὸ συνόδων ἢ Πατέρων κατεγνωσμένην. Σεῖς, μολονότι εἶσθε κρυπτοοικουμενιστής,
φανερὰ καὶ ἀπροκάλυπτα δὲν κηρύξατε κάποια αἵρεση. Ὑπῆρχε βέβαια τὸ θέμα τῆς ἐκ
μέρους σας μνημονεύσεως τοῦ ὀνόματος τοῦ πατριάρχου Βαρθολομαίου, ὁ ὁποῖος
δικαιολογημένα θεωρεῖται ὡς λατινόφρων καὶ πρωτεργάτης τῆς παναιρέσεως τοῦ
Οἰκουμενισμοῦ, σύμφωνα δὲ μὲ τὴν στάση ποὺ κράτησαν πολλοὶ Ἅγιοι ἔναντι τῶν
λατινοφρόνων μετὰ τὶς προδοτικὲς συνόδους τῆς Λυὼν (1273) καὶ
Φερράρας-Φλωρεντίας (1438-39) καὶ γενικῶς ἐναντίον τῶν αἱρετικῶν, ὁ πατριάρχης
Βαρθολομαῖος εἶναι ἀκοινώνητος, δὲν πρέπει νὰ ἔχει κάποιος καμμία σχέση μαζί
του, πολὺ περισσότερο δὲν πρέπει νὰ τὸν μνημονεύει ψευδῶς ἐνώπιον τῆς
Αὐτοαληθείας, τοῦ θυομένου ἐν τῇ Ἁγίᾳ Τραπέζη Κυρίου Ἰησοῦ, ὡς ὀρθοτομοῦντα τὸν
λόγον τῆς ἀληθείας. Ἀκόμη καὶ ἂν δὲν τὸν θεωρήσουμε ὡς λατινόφρονα ἀλλὰ ὡς
κήρυκα «γυμνῇ τῇ κεφαλῇ» τῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, καὶ μόνο γι᾽ αὐτὸ
κατὰ τὴν πατερικὴ καὶ κανονικὴ παράδοση καθίσταται ἀκοινώνητος καὶ πρὸ
συνοδικῆς διαγνώσεως, ὅπως κατέστησαν ἀκοινώνητο τὸν αἱρετικὸ πατριάρχη
Νεστόριο οἱ κληρικοὶ τῆς Κωνσταντινουπόλεως, πρὶν νὰ καταδικασθεῖ ἀπὸ τὴν Γ´
Οἰκουμενικὴ Σύνοδο.
7. Ἡ ψευδοσύνοδος τῆς Κρήτης θεσμοθετεῖ τὸν Οἰκουμενισμὸ
καὶ κηρύσσει «γυμνῇ τῇ κεφαλῇ» τὴν αἵρεση
Πάντως ἐγώ, οἰκονομώντας τὰ πράγματα, δὲν διέκοψα τὸ
μνημόσυνό σας, ἐπειδὴ ὁ ἴδιος δὲν κηρύσσατε αἵρεση, ἔστω καὶ ἂν μνημονεύατε καὶ
συμφωνούσατε κρυφὰ μὲ τὸν πατριάρχη Βαρθολομαῖο. Αὐτὸ ὅμως ἄλλαξε τελείως μὲ
τὴν ψευδοσύνοδο τῆς Κρήτης, ἡ ὁποία κυριολεκτικὰ «γυμνῇ τῇ κεφαλῇ» καὶ «ἐπ᾽
ἐκκλησίας», στὸ ὑψηλότερο ἐπίπεδο ἐκκλησιαστικῆς αὐθεντίας, ὑπὸ τὰ ὄμματα καὶ
εἰς τὰ ὦτα ὅλης τῆς οἰκουμένης, ὀνόμασε τὶς αἱρέσεις ἐκκλησίες, ἀποδέχθηκε ὅλα
τὰ αἱρετικὰ κείμενα τῶν Θεολογικῶν Διαλόγων μὲ τοὺς ἑτεροδόξους, νομιμοποίησε
τὴν συμμετοχή μας στὸ λεγόμενο «Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν» καὶ εἰσήγαγε τὴν
παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καὶ δι᾽ αὐτῆς τὸν Ἀντίχριστο μέσα στὸν περίβολο τῆς
Ἐκκλησίας, γιὰ νὰ ἀρχίσει νὰ ἐνεργεῖται τό «μυστήριο τῆς ἀνομίας», συνέπεια τοῦ
ὁποίου θὰ εἶναι νὰ πλανηθοῦν πολλοί· «Καὶ
διὰ τοῦτο πέμψει αὐτοῖς ὁ Θεὸς ἐνέργειαν πλάνης εἰς τὸ πιστεῦσαι αὐτοὺς τῷ
ψεύδει, ἵνα κριθῶσι πάντες οἱ μὴ πιστεύσαντες τῇ ἀληθείᾳ, ἀλλ᾽ εὐδοκήσαντες ἐν
τῇ ἀδικίᾳ»[12].
Τὰ αἱρετικὰ κείμενα τῆς ψευδοσυνόδου οὔτε ἀποσύρθηκαν
οὔτε καταδικάσθηκαν, ὅπως πρέπει, ἀλλὰ παραμένουν ἐσαεὶ (scripta manent)
κηρύσσοντα σταθερῶς καὶ συνεχῶς τὴν παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἐγκωμιαζόμενα
καὶ προβαλλόμενα ἀπὸ στρατευμένους ἀποστόλους τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, κληρικοὺς καὶ
λαϊκούς. Τῆς αἱρετικῆς αὐτῆς ψευδοσυνόδου κήρυκας καὶ ἐγκωμιαστής, φανερὸς πιὰ
οἰκουμενιστής, καὶ ὄχι πλέον κρυπτοοικουμενιστής, εἶσθε καὶ σεῖς μητροπολίτα
Θεσσαλονίκης κ. Ἄνθιμε. Ἐπαινέσατε τὴν ψευδοσύνοδο κατὰ τὴν σύνοδο τῆς
Ἱεραρχίας, τὸν Νοέμβριο τοῦ 2016, συνιστώντας στὸν ἀρχιεπίσκοπο νὰ γίνει δεκτὴ χωρὶς
συζήτηση ἡ ἐπαινετικὴ τῆς ψευδοσυνόδου εἰσήγηση τοῦ μητροπολίτου Σερρῶν κ.
Θεολόγου, καὶ διανείματε στοὺς ναοὺς τῆς Μητροπόλεως τὸ παραπλανητικὸ καὶ ψευδόμενο
ὑπὲρ τῆς ψευδοσυνόδου κείμενο τῆς Διαρκοῦς Ἱερᾶς Συνόδου «Πρὸς τὸν Λαό», μὲ
ἐντολὴ νὰ τὸ ἀναγνώσουν οἱ ἱερεῖς στοὺς ναοὺς κατὰ τὴν διάρκεια τῆς Θείας
Λειτουργίας, ἐνῶ πολλοὶ ἐπίσκοποι δὲν τὸ διένειμαν καὶ πολλοὶ ἱερεῖς δὲν τὸ
ἀνέγνωσαν.
Πῶς λοιπὸν θὰ ἐξακολουθοῦσα νὰ σᾶς μνημονεύω
παραβαίνοντας καὶ τὸν 15ο Κανόνα τῆς Πρωτοδευτέρας καὶ τὸν 31ο Ἀποστολικό, ὁ
ὁποῖος τιμωρεῖ βέβαια τὸν καταφρονοῦντα τὸν ἐπίσκοπο κληρικό, ἐκτὸς ἐὰν ὁ
ἐπίσκοπος ἔχει σφάλει σὲ θέματα δικαιοσύνης καὶ πίστεως· «μηδὲν κατεγνωκὼς τοῦ ἐπισκόπου ἐν εὐσεβείᾳ καὶ δικαιοσύνῃ»[13].
Ἂν σᾶς ἐμνημόνευα, θὰ ἐδήλωνα ὅτι εἶμαι καὶ ἐγὼ οἰκουμενιστής-αἱρετικός, διότι
ἡ μνημόνευση τοῦ ὀνόματος τοῦ ἐπισκόπου, ὅπως σᾶς ἐξήγησα σὲ προηγούμενο
κείμενό μου, σημαίνει ταυτότητα πίστεως μεταξὺ μνημονεύοντος καὶ
μνημονευομένου. Δὲν σᾶς θεωρῶ λοιπὸν πλέον ὡς ὀρθόδοξο ἐπίσκοπο καὶ γι᾽ αὐτὸ
διέκοψα τὴν μνημόνευση τοῦ ὀνόματός σας, μέχρι νὰ δηλώσετε δημοσίως ὅτι
καταδικάζετε τὶς αἱρέσεις τοῦ Μονοφυσιτισμοῦ, τοῦ Παπισμοῦ, τοῦ Προτεσταντισμοῦ
καὶ τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καὶ ἀπορρίπτετε τὴν ψευδοσύνοδο τῆς Κρήτης. Ἁπλᾶ πράγματα
μὲ μαθηματικὴ ἀκρίβεια διατυπωμένα· ἕνα καὶ ἕνα κάνουν δύο· «ἁπλοῦς ὁ μῦθος τῆς ἀληθείας ἔφυ».
8. Ἡ διακοπὴ μνημοσύνου δὲν εἶνα κανονικὸ παράπτωμα, ἀλλὰ
κανονικὴ σύσταση καὶ ἐπαινετή. Τοῦ ἐπισκόπου αὐτοῦ δὲν ἀναγνωρίζεται ἡ
δικαστικὴ ἁρμοδιότητα.
Ἡ διακοπὴ τοῦ μνημοσύνου γιὰ θέματα πίστεως, γιὰ τὴν
ἀποδοχὴ δηλαδὴ καὶ μὴ ἀπόρριψη τῶν αἱρέσεων ποὺ ἐμνημόνευσα καὶ τῆς
ψευδοσυνόδους τῆς Κρήτης, εἶναι ὁ λόγος ποὺ ἀσκήσατε ἐναντίον μου τὴν κανονικὴ
δίωξη. Αὐτὸ εἶναι ὁλοφάνερο ἀπὸ τὸ ὅτι προηγουμένως δὲν εἴχατε λόγους νὰ μὲ
διώξετε καὶ ὀρθῶς τὸ ἀποφύγατε. Ἀλλά, ὅταν διακόπτει κανεὶς τὸ μνημόσυνο τοῦ
ἐπισκόπου γιὰ θέματα πίστεως, δὲν διαπράττει κανονικὸ παράπτωμα, ἀλλὰ εἶναι
ἄξιος ἐπαίνου κατὰ τὸν 15ο Κανόνα τῆς Πρωτοδευτέρας καὶ κατὰ σύνολη τὴν
πατερικὴ καὶ συνοδικὴ παράδοση. Θὰ σᾶς ἐπαναλάβω πάλιν καὶ πολλάκις τὶ λέγει ὁ
κανόνας, ὁ ὁποῖος μάλιστα ὁμιλεῖ πλέον μὲ βαρύτατους χαρακτηρισμοὺς ὄχι περὶ ἐπισκόπων
ἀλλὰ περὶ ψευδεπισκόπων: «Οἱ γὰρ δι᾽
αἵρεσίν τινα παρὰ τῶν ἁγίων Συνόδων ἤ Πατέρων κατεγνωσμένην, τῆς πρὸς τὸν
πρόεδρον κοινωνίας ἑαυτοὺς διαστέλλοντες, ἐκείνου δηλονότι τὴν αἵρεσιν δημοσίᾳ
κηρύττοντος, καὶ γυμνῇ τῇ κεφαλῇ ἐπ᾽ Ἐκκλησίας διδάσκοντος, οἱ τοιοῦτοι οὐ
μόνον τῇ κανονικῇ ἐπιτιμήσει οὐχ ὑπόκεινται πρὸ συνοδικῆς διαγνώσεως ἑαυτοὺς
τῆς πρὸς τὸν καλούμενον ἐπίσκοπον κοινωνίας ἀποτειχίζοντες, ἀλλὰ τῆς πρεπούσης
τιμῆς τοῖς ὀρθοδόξοις ἀξιωθήσονται. Οὐ γὰρ ἐπισκόπων, ἀλλὰ ψευδεπισκόπων καὶ
ψευδοδιδασκάλων κατέγνωσαν, καὶ οὐ σχίσματι τὴν ἕνωσιν τῆς Ἐκκλησίας κατέτεμον, ἀλλὰ σχισμάτων καὶ μερισμῶν τὴν
Ἐκκλησίαν ἐσπούδασαν ρύσασθαι».
Μὲ βάση λοιπὸν τὸν ἐν λόγῳ κανόνα καὶ τὸν 31ο Ἀποστολικὸ
ποὺ σᾶς ἀνέφερα, ποὺ ἐκφράζουν σύνολη τὴν πατερικὴ καὶ συνοδικὴ παράδοση, ἡ
δίωξη ποὺ ἀσκεῖτε ἐναντίον μου ἐξ αἰτίας τῆς διακοπῆς μνημοσύνου δὲν εἶναι
κανονική, ὅπως ἰσχυρίζεσθε στὴ σελ. 13 τοῦ διωκτικοῦ σας ἐγγράφου[14]
ἀλλὰ ἀντικανονική. Ὡς συνέπεια δὲ τῆς ἰδικῆς μου κανονικῆς ἐνεργείας νὰ διακόψω
τὸ μνημόσυνο ἑνὸς μὴ ὀρθοδόξου ἐπισκόπου, ἀλλὰ ἑνὸς ψευδεπισκόπου, κατὰ τὸν
κανόνα, καὶ μάλιστα πρὸ συνοδικῆς διαγνώσεως, ἀκολουθεῖ ἡ μὴ συμμόρφωση καὶ
ὑπακοὴ σὲ δικαστήριο ποὺ στήνει ἐναντίον μου ὁ ἐν λόγῳ ἐπίσκοπος, ὡς πρόεδρος
μάλιστα τοῦ δικαστηρίου καὶ κατήγορος, διότι ἡ ἀπόφαση εἶναι προειλημμένη καὶ
προαποφασισμένη εἴτε λάβω μέρος στὴν διαδικασία εἴτε δὲν λάβω. Ἀλίμονο ἂν οἱ
Ἅγιοι ὁμολογητὲς ὑπήκουαν σὲ αἱρετικὰ δικαστήρια καὶ στὶς ἀποφάσεις τους. Πόσες
αἱρετικὲς ἀρειανικὲς σύνοδοι κατεδίκασαν τὸν Μ. Ἀθανάσιο καὶ τὸν καθήρεσαν,
ἀλλὰ σὲ καμμία δὲν ὑπήκουσε. Ἔπρεπε ὁ Μ. Βασίλειος νὰ ὑποκύψει στὶς ἀπειλὲς τοῦ
ἐπάρχου Μοδέστου, ἀπεσταλμένου τοῦ Ἀρειανοῦ αὐτοκράτορος Οὐάλεντος, καὶ νὰ
δεχθεῖ τὴν αἵρεση τοῦ Ἀρειανισμοῦ ἢ νὰ μὴ κηρύσσει ἐναντίον τοῦ Ἀρειανσμοῦ,
ἐπειδὴ οἱ ἄλλοι ἐπίσκοποι ἐδειλίασαν καὶ ὑπέκυψαν; Εἶναι γνωστὴ ἡ θαραλλέα
ὁμολογητική του ἀπάντηση καὶ ἡ ἔκπληξη τοῦ Μοδέστου, γιατὶ τόλμησε ἕνας
ἐπίσκοπος νὰ σταθεῖ ὄρθιος: Κανένας μέχρι τώρα δὲν μοῦ μίλησε ἔτσι καὶ μὲ
τέτοια παρρησία, εἶπε πρὸς τὸ Βασίλειο ὁ Μόδεστος. Καὶ ὁ Βασίλειος τοῦ ἀπήντησε,
ὅτι αὐτὸ ἔγινε γιατὶ ἴσως δὲν συνάντησες ἀληθινὸ ἐπίσκοπο· οἱ Χριστιανοὶ
εἴμαστε ταπεινοὶ καὶ ἐπιεικεῖς στὰ ἄλλα. Ὅπου ὅμως κινδυνεύει ἡ πίστη, ἀφήνουμε
ὅλα τὰ ἄλλα καὶ σ᾽ αὐτὸ μόνο στρέφομε τὴν προσοχή μας. Γι᾽ αὐτὸ κάνε ὅ,τι θέλεις,
ἀπειλές, βασανιστήρια, ὕβρεις, συκοφαντίες, ἀπόλαυσε τὴν ἐξουσία σου. Δὲν θὰ
συμφωνήσουμε οὔτε θὰ συνθηκολογήσουμε μὲ τὴν αἵρεση, καὶ μὲ τὶς πιὸ φοβερὲς
ἀπειλές[15].
9. Τὰ παραπτώματα εἶναι κατασκευασμένα, ἀνυπόστατα καὶ
ἀναληθῆ.
Αὐτὸς λοιπὸν εἶναι ὁ λόγος ποὺ διώκομαι καὶ ἐγὼ μὲ
ὑπόδειξη τοῦ ἀρχιοικουμενιστοῦ καὶ ἀρχιαιρεσιάρχου πατριάρχου Βαρθολομαίου. Τὸ
ὅτι δηλαδὴ δὲν ἀποδέχομαι τὴν παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καὶ τὶς ἄλλες
αἱρέσεις καὶ ἐπὶ ἔτη τώρα κηρύσσω ἐναντίον τους. Ὅλα τὰ ἄλλα ἐκκλησιαστικὰ παραπτώματα
ποὺ μοῦ ἀποδίδετε εἶναι προφάσεις ἐν ἁμαρτίαις, χαλκευμένες, κατασκευασμένες
κατηγορίες, καὶ ἀνυπόστατες, ποὺ δὲν ἔχουν ἴχνος ἀληθείας. Ἐπιχειρεῖτε ἀπὸ
κατηγορούμενοι γιὰ συνεχεῖς παραβάσεις θείων καὶ ἱερῶν κανόνων νὰ ἐμφανισθῆτε
ὡς κατήγοροι καὶ στήνετε ἱεροδικεῖα, καταχρώμενοι τὴν φιλάνθρωπη ἱερατικὴ
ἐξουσία ποὺ σᾶς ἔδωσε ὁ Θεὸς γιὰ νὰ ὁδηγεῖτε τὸν λαό Του στὴν σωτηρία
διδάσκοντας τὰ ὀρθόδοξα δόγματα καὶ καταπολεμώντας τὶς αἱρέσεις καὶ τὶς πλάνες.
Ἀντὶ νὰ πολεμεῖτε τὶς αἱρέσεις στὴν ἐπαρχία σας, πολεμεῖτε ἐμᾶς ποὺ
ἀγωνιζόμαστε ἐναντίον τῶν αἱρέσεων πλάθοντας ἀνυπόστατες κατηγορίες ἐναντίον
μας. Καθίστασθε ἔτσι ὑπεύθυνος γιὰ ἀπώλεια πολλῶν ψυχῶν «ὑπὲρ ὧν Χριστὸς
ἀπέθανε», διότι τοὺς μὲν Ὀρθοδόξους δὲν τοὺς προφυλάσσετε ἀπὸ τὴν μόλυνση τῶν
αἱρέσεων, τοὺς δὲ αἱρετικοὺς τοὺς ἀφήνετε νὰ ἐπαναπαύονται στὴν αἵρεση καὶ νὰ
χάνονται.
Πόσο ἀνυπόστατες εἶναι οἱ κατηγορίες καὶ πόσο πλασματικὰ
καὶ κατασκευασμένα τὰ ἐκκλησιαστικὰ παραπτώματα ποὺ μοῦ προσάπτετε θὰ
προσπαθήσω σύντομα νὰ σᾶς δείξω, μὲ τὴ σύσταση καὶ συμβουλὴ νὰ διαβάζουν καὶ νὰ
μελετοῦν οἱ συνεργάτες σας στοιχειώδεις θεολογικὲς καὶ ἱεροκανονικὲς ἔννοιες,
πρὶν τολμήσουν ἐλαφρᾷ τῇ καρδίᾳ καὶ τεταραγμένῳ νοῒ νὰ κατηγορήσουν καὶ
ἐνοχοποιήσουν ἀδελφοὺς καὶ συλλειτουργούς των. Οἱ ἄδικες κατηγορίες καὶ συκοφαντίες
προσμετρῶνται ἀπὸ τὸν Θεὸ σ᾽ αὐτοὺς ποὺ τὶς κατασκευάζουν. Γράφετε λοιπὸν στὸ
διωκτικὸ δικαστικό σας ἔγγραφο ὅτι «ἡ
δίωξις ἀσκεῖται διὰ τὰ κάτωθι κατ᾽ ἐξακολούθησιν τελούμενα ὑφ᾽ ὑμῶν κανονικὰ
καὶ ἐκκλησιαστικὰ παραπτώματα, τὰ ὁποῖα θὰ ἐξετάσῃ ἡ ἐν λόγῳ ἀνακριτικὴ
διαδικασία, ἤτοι: α) σχίσμα, β) ἀπείθειαν καὶ καταφρόνησιν τῆς προϊσταμένης σας
ἐκκλησιαστικῆς ἀρχῆς, γ) σκανδαλισμὸν τῶν πιστῶν, δ) ἐξύβρισιν καὶ συκοφαντίαν
καὶ ε) φατρίαν»[16].
Ἡ ἀλήθεια ὅμως εἶναι ὅτι ἡ δίωξη ἀσκεῖται γιὰ τὴν διακοπὴ μνημονεύσεως τοῦ
ὀνόματός σας στὶς ἱερὲς ἀκολουθίες, γι᾽ αὐτὸ καὶ ἐκδηλώθηκε ἀμέσως μετὰ τὴν
διακοπὴ καὶ ὄχι προηγουμένως. Ὅλα λοιπὸν αὐτὰ τὰ παραπτώματα καὶ μάλιστα «κατ᾽
ἐξακολούθησιν» τὰ διέπραξα μέσα σὲ εἰκοσιτέσσερις ὧρες (24) ἀπὸ τὸ πρωΐ τῆς
Κυριακῆς τῆς Ὀρθοδοξίας (5-3-2017) μέχρι τὸ μεσημέρι τῆς ἑπομένης ποὺ συνετάγη
τὸ ἔγγραφο (6-3-2017); Ἂν «κατ ᾽ ἐξακολούθησιν»
διέπραττα τόσο βαριὰ ἐκκλησιαστικὰ παραπτώματα, γιατί δὲν μοῦ ἀσκήσατε δίωξη πρὶν
ἀπὸ τὴν διακοπὴ μνημοσύνου;
10. Ἀναίρεση τῶν συκοφαντικῶν κατηγοριῶν
Ἂς πάρουμε ὅμως τὰ παραπτώματα μὲ τὴ σειρά: α) Σχίσμα. Καὶ οἱ πρωτοετεῖς φοιτηταὶ τῆς
Θεολογίας μαθαίνουν τί εἶναι σχίσμα σὲ διάκριση μάλιστα ἀπὸ τὴν αἵρεση, κατὰ
τὴν κλασικὴ καὶ σὲ ὅλους γνωστὴ ἐξήγηση τοῦ Μ. Βασιλείου σὲ ἐπιστολή του πρὸς τὸν
Ἀμφιλόχιο Ἰκονίου, ἡ ὁποία περιλαμβάνεται ὡς πρῶτος κανὼν στὴν συλλογὴ τῶν
ἐνενήντα δύο κανόνων τοῦ Μ. Βασιλείου. Σύμφωνα μὲ τὴν ἐξήγηση αὐτὴ ἡ αἵρεση
ἀποτελεῖ παρέκκλιση καὶ διαφορὰ στὴν πίστη, ἐνῶ τὸ σχίσμα προκύπτει ἀπὸ κάποιες
διαφορὲς γιὰ διοικητικὰ ἐκκλησιαστικὰ θέματα ποὺ εἶναι μάλιστα ἰάσιμα: «Αἱρέσεις μὲν τοὺς παντελῶς ἀπερρηγμένους
καὶ κατ[17].
Πότε λοιπὸν ἐγώ, Παναγιώτατε, δημιούργησα προστριβὲς καὶ ἀναστατώσεις στὴν
Μητρόπολη γιὰ θέματα διοικητικά, οἰκονομικὰ καὶ ἄλλα; Λειτουργῶ σὲ ἕνα μικρὸ
ναό, τὸν ναὸ τοῦ Ἁγίου Ἀντωνίου, τοῦ ὁποίου δὲν ἔχω οὔτε τὴν οἰκονομικὴ
διαχείριση, οὔτε τὴν μισθοδοσία τοῦ προσωπικοῦ (νεωκόρου, ἱεροψαλτῶν) οὔτε
τέλεση μυστηρίων, οὔτε εἴσπραξη τυχερῶν. Ὅλη ἡ διοίκηση καὶ ἡ διαχείριση
γίνεται ἀπὸ τὴν Ἱερὰ Μονὴ τῆς Ἁγίας Θεοδώρας. Ξεσηκώθηκα μήπως καὶ ζήτησα
ἀπεξάρτηση διοικητικὴ τοῦ ναοῦ ἀπὸ τὴν Ἱερὰ Μονὴ καὶ ἀπὸ τὴν Ἱερὰ Μητρόπολη ἤ
ἔπηξα δικό μου θυσιαστήριο ἤ οἰκοδόμησα δικό μου ναό στὰ ὅρια τῆς Μητροπόλεως,
χωρὶς νὰ ἀναγνωρίζω τὴν δική σας δικαιοδοσία; Ὑπάρχει στὰ ἀρχεῖα τῆς
Μητροπόλεως κανένα ἔγγραφο, καμμία καταγγελία γιὰ δική μου διοικητικὴ ἢ
οἰκονομικὴ ἀτασθαλία; Μόνο στὰ κεφάλια τῶν συντακτῶν τοῦ διωκτικοῦ ἐγγράφου, τὰ
τόσο εὐφάνταστα, σφηνώθηκε, δὲν ξέρω ἀπὸ ποιόν, ἡ κατηγορία τοῦ σχίσματος. Θὰ
ἤμουν ὁ τελευταῖος ποὺ θὰ διενοεῖτο νὰ διαπράξει σχισματικὴ κίνηση, διότι
γνωρίζω ἄριστα ὡς μελετητής, σπουδαστὴς καὶ διδάσκαλος τῶν Ἁγίων Πατέρων,
ἰδιαίτερα τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου, ὅτι τὸ «σχίσαι Ἐκκλησίαν χεῖρον τοῦ εἰς αἵρεσιν ἐμπεσεῖν». Ἀκόμη καὶ εἰς
τὰ γνωστὰ «Δίπτυχα» τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος τοῦ 2017 στὴν μερίδα τῆς
Μητροπόλεώς σας καταγράφονται οἱ μεγαλοεφημέριοι ὅλων τῶν μεγάλων ναῶν, καὶ στὰ
παρεκκλήσια τῶν Ἱερῶν Μονῶν φέρομαι ὡς ὑπεύθυνος στὸ παρεκκλήσιο τοῦ Ἁγίου
Ἀντωνίου. Ἐξέφρασα ποτὲ κανένα παράπονο ἢ ἐζήτησα νὰ μὲ τοποθετήσετε ἀλλοῦ καί,
ἐπειδὴ δὲν τὸ ἐπράξατε, προχώρησα σὲ σχίσμα; Πῶς κακοποιοῦνται ἔτσι οἱ ἔννοιες
καὶ ἡ ἀλήθεια; Ἐπειδὴ δὲν μπορεῖτε νὰ κατανοήσετε τοὺς λόγους γιὰ τοὺς ὁποίους
προέβην σὲ διακοπὴ μνημοσύνου, καὶ οἱ λόγοι αὐτοὶ εἶναι λόγοι πίστεως καὶ
δόγματος, προβαίνετε στὴν διατύπωση τῆς ἀνυπόστατης καὶ συκοφαντικῆς κατηγορίας
γιὰ σχίσμα. Ἀλλὰ σᾶς ἀποστομώνει ὁ ἴδιος ὁ 15ος κανὼν τῆς Πρωτοδευτέρας, ὁ
ὁποῖος λέγει ὅτι οἱ διακόπτοντες τὸ μνημόσυνον τοῦ αἱρετίζοντος ἐπισκόπου
κληρικοὶ δὲ προκαλοῦν σχίσμα, ἀλλὰ προφυλάσσουν τὴν Ἐκκλησία ἀπὸ τὰ σχίσματα,
διότι οἱ αἱρέσεις καὶ οἱ αἱρετικοὶ προκαλοῦν τὰ μεγαλύτερα σχίσματα: «Καὶ οὐ σχίσματι τὴν ἕνωσιν τῆς Ἐκκλησίας
κατέτεμον, ἀλλὰ σχισμάτων καὶ μερισμῶν τὴν Ἐκκλησίαν ἐσπούδασαν ρύσασθαι». Ὁ
Οἰκουμενισμὸς καὶ οἱ οἰκουμενισταὶ σχίζουν τὴν Ἐκκλησία τὴν τελευταία
ἑκατονταετία καὶ μὴν προσπαθεῖτε ἀπὸ κατηγορούμενοι νὰ μεταμορφωθῆτε σὲ
κατηγόρους, ἀπὸ σχίστες σὲ εἰρηνοποιούς. Στὴν πρὸς ἐσᾶς ἐπιστολή μου γιὰ τὴν
διακοπὴ μνημοσύνου, ἀκριβῶς ἐπειδὴ διέβλεπα ὅτι θὰ συκοφαντούσατε τὴν κίνησή
μου ὡς σχισματική, σᾶς ἔγραφα ὅτι «ἐγὼ
δὲν θὰ προκαλέσω σχίσμα, διότι δὲν θὰ προσχωρήσω σὲ σχισματικὴ ὁμάδα, οὔτε θὰ
μνημονεύω ἄλλον ἐπίσκοπο. Θὰ ἀναμένω μετὰ καλῶν ἐλπιδων νὰ ἐπαναλάβω τὸ
μνημόσυνό σας, ὅταν δημο-σίως καὶ ᾽ αὐτὴν τὴν
πίστιν ἀπηλλοτριωμένους, σχίσματα δὲ τοὺς δι᾽ αἰτίας τινὰς ἐκκλησιαστικὰς καὶ
ζητήματα ἰάσιμα πρὸς ἀλλήλους διενεχθέντας»“ἐπ᾽ ἐκκλησίας” καταδικάσετε τὶς αἱρέσεις τοῦ Μονοφυσιτισμοῦ, τοῦ
Παπισμοῦ, τοῦ Προτεσταντισμοῦ, τὴν παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καὶ ἀ-πορρίψετε
τὴν σύνοδο τῆς Κρήτης». Εἶναι ὁλοφάνερο ποιός προκαλεῖ σχίσμα.
β) Ἀπείθεια καὶ
καταφρόνηση τῆς οἰκείας ἐκκλησιαστικῆς ἀρχῆς. Εἶναι προφανὲς ὅτι μὲ τὴν
διατύπωση αὐτῆς τῆς κατηγορίας ἐννοεῖτε ὅτι δὲν ὑπήκουσα στὴν σύσταση καὶ
συμβουλή σας τὴν ὁποία γραπτῶς μοῦ ἐστείλατε, κατ᾽ ἀπαίτησιν τοῦ πατριάρχου
Βαρθολομαίου, νὰ παύσω νὰ ὁμιλῶ ἐναντίον τῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καὶ
τῆς ψευδοσυνόδου τῆς Κρήτης. Καὶ ἐγὼ βεβαίως, ὀρθῶς καὶ ὀρθοδόξως ποιῶν, δὲν
ὑπήκουσα, πρᾶγμα ποὺ ἐσεῖς τὸ ἑρμηνεύετε ὡς καταφρόνηση τῆς οἰκείας
ἐκκλησιαστικῆς ἀρχῆς. Ὁ Οἰκουμενισμός, Παναγιώτατε, εἶναι νόθευση, παραποίηση
καὶ ἄρνηση τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Χριστοῦ, ἑπομένως ἡ ἀπαγόρευσή σας νὰ ὁμιλῶ γιὰ
τὸ γνήσιο Εὐαγγέλιο, γιὰ τὴν Ὀρθόδοξη Πίστη, ὁμοιάζει μὲ τὴν ἀπαγόρευση τῶν
ἀρχιερέων καὶ Φαρισαίων πρὸς τοὺς Ἀποστόλους νὰ μὴ κηρύσσουν τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ
Χριστοῦ. Δὲν ἀγνοεῖτε ἀσφαλῶς ὅτι πίσω ἀπὸ τὸν Οἰκουμενισμὸ βρίσκεται πάλιν
ἰουδαϊκὸς δάκτυλος, ὁ Σιωνισμὸς καὶ ἡ Μασονία. Ἐπιθυμεῖτε λοιπὸν νὰ μὴ ὑπακούσω
στὸ Θεὸ καὶ στὸ Εὐαγγέλιο, καὶ νὰ δείξω, μέσῳ ὑμῶν, εὐπείθεια στοὺς Ἑβραίους
καὶ στοὺς Μασόνους; Ἤδη σᾶς παρέθεσα τί εἶπαν οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι στοὺς Ἑβραίους
ἀρχιερεῖς, δηλαδὴ τό «πειθαρχεῖν δεῖ Θεῷ
μᾶλλον ἢ ἀνθρώποις»[18].
Ἡ εὐπείθεια πρὸς τὸν Θεὸ προτιμᾶται, ὅταν ἔρχεται σὲ σύγκρουση πρὸς τὴν ὑπακοὴ
στοὺς ἀνθρώπους ποὺ ἀπειθοῦν πρὸς τὸν Θεὸ καὶ δὲν σέβονται τὶς ἐντολές του.
Μπροστὰ στὴν ἴδια κατηγορία ποὺ διατυπώνετε πρὸς ἐμένα γιὰ ἀπείθεια καὶ
περιφρόνηση τῆς ἀρχῆς βρέθηκε καὶ ὁ Μ. Βασίλειος, ὡς μὴ συμμεριζόμενος τὶς
αἱρετικὲς θέσεις τοῦ αὐτοκράτορος Οὐάλεντος καὶ ἑπομένως ὡς περιφρονῶν τὸν
αὐτοκράτορα. Τὸν κατηγόρησαν μάλιστα καὶ γιὰ ὑπερηφάνεια, γιὰ ἐγωϊσμὸ καὶ
θρασύτητα, ἀφοῦ ὅλοι οἱ ἄλλοι ὑπέκυψαν καὶ μόνον αὐτὸς ἀποθρασύνεται, ὅπως
κατηγοροῦν καὶ ἐμᾶς πολλοὶ σήμερα, γιατὶ δὲν ἀκολουθοῦμε τοὺς πολλοὺς στὴν
ὑποταγὴ καὶ στὴν εὐπείθεια. Ἀπήντησε λοιπὸν ὅτι δὲν ἀκολουθεῖ τὸν αἱρετικὸ
βασιλέα, γιατὶ αὐτὸ δὲν τὸ θέλει ὁ δικός του βασιλεύς, ὁ Θεός. Σέβεται καὶ τὸν
βασιλέα καὶ τὸν ἔπαρχο, ἀλλὰ δὲν εἶναι τιμιώτεροι τοῦ Θεοῦ. Τοὺς σέβεται ὅπως
ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, γιατὶ ὅλοι εἶναι πλάσματα τοῦ Θεοῦ. Ὁ Χριστιανισμὸς δὲν
λαμβάνει ὑπ᾽ ὄψιν πρόσωπα καὶ ἀξιώματα, ἀλλὰ τὴν πίστη: «Οὐ γὰρ προσώποις τὸν Χριστιανισμόν, ἀλλὰ πίστει χαρακτηρίζεσθαι»[19].
Καὶ ἐπειδὴ τὸ θέμα τῆς ὑπακοῆς πρὸς τὸν ἐπίσκοπο καὶ πρὸς
τοὺς πνευματικοὺς ἔχει δημιουργήσει τοῦ κόσμου τὶς πνευματικὲς ἀγκυλώσεις καὶ
ἔχει γίνει φόβητρο γιὰ πολλοὺς ἁπλοϊκοὺς πιστούς, ποὺ τοὺς θέλουν πολλοὶ
πειθήνια καὶ ἄβουλα ὄργανα, ἄλογα προβατάκια, πρέπει μὲ σαφήνεια νὰ
ξεκαθαρίσουμε κάτι πολὺ ἁπλό. Ὄντως ἡ ὑπακοὴ στὸν ἐπίσκοπο, στὸν πνευματικό,
στὸν Γέροντα εἶναι μεγάλη ἀρετὴ γιὰ ὅλους, καὶ ἐξαίρεται ἰδιαίτερα στὸν
Μοναχισμό. Εἶναι ἑπομένως ὀρθά, δεκτὰ καὶ αὐτονόητα ὅσα σχετικὰ διδάσκουν ἡ
Ἁγία Γραφὴ καὶ οἱ Ἅγιοι Πατέρες, καὶ κανένας δὲν μπορεῖ νὰ τὰ ἀρνηθεῖ καὶ νὰ τὰ
ἀμφισβητήσει. Ἀλλὰ ὅλα αὐτὰ ἰσχύουν ὑπὸ μία ἀπαραίτητη προϋπόθεση· ἀπὸ τὸ ἐὰν ὁ
ἐπίσκοπος εἶναι ὀρθόδοξος, ἂν ὀρθοτομεῖ τὸν λόγο τῆς ἀληθείας. Ἂν ὁ ἐπίσκοπος
εἶναι αἱρετικός, ἂν δικαιολογεῖ τὶς αἱρέσεις καὶ τὶς πλάνες, τότε ὄχι μόνο
παύει ἡ ὑποχρέωση τῆς ὑπακοῆς, ἀλλὰ πρέπει ἀμέσως νὰ διακόψουμε κάθε
ἐπικοινωνία καὶ σχέση μὲ τὸν αἱρετικὸ ἐπίσκοπο, πνευματικό, γέροντα, γιὰ νὰ μὴ
μεταδοθεῖ καὶ σὲ μᾶς τὸ δηλητήριο καὶ ἡ μόλυνση τῆς πλάνης. Δυστυχῶς, αὐτὴν τὴν
ἀπαραίτητη προϋπόθεση τὴν ἀποκρύπτουν ἀπὸ τοὺς πιστοὺς καὶ ἀπὸ τὰ πνευματικά
τους παιδιὰ οἱ ἐπίσκοποι καὶ κάποιοι εὐσεβοφανεῖς Γεροντάδες καὶ τοὺς κρατοῦν
αἰχμάλωτους μέσα στὴν αἵρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Ἂν αὐτὸ ἴσχυε στὴ ζωὴ τῆς
Ἐκκλησίας, καὶ ἦσαν ὅλοι ὑπάκουοι σὲ ὅλα στοὺς πατριάρχες καὶ στοὺς ἐπισκόπους
καὶ δὲν ἀντιδροῦσαν, ὅταν ἐκήρυτταν αἱρέσεις, τότε ἡ Ἐκκλησία θὰ εἶχε καταληφθῆ
ἀπὸ τοὺς αἱρετικούς, διότι σχεδὸν ὅλοι οἱ αἱρετικοὶ ἦσαν πατριάρχες καὶ λοιποὶ
κληρικοί.
Θὰ μποροῦσα νὰ παραθέσω πλῆθος σχετικῶν μαρτυριῶν,
βιβλικῶν καὶ πατερικῶν, ἀπέναντι τῶν γνωστῶν καὶ αὐτονοήτων περὶ ὑπακοῆς καὶ
σεβασμοῦ πρὸς τὸν ἐπίσκοπο, ποὺ παρατίθενται γιὰ ἐντυπωσιασμὸ στὸ διωκτικό σας
ἔγγραφο. Ἀντ᾽ αὐτοῦ σᾶς ἀποστέλλω, ὡς συνημμένο, τὸ βιβλίο μου «Κακὴ ὑπακοὴ καὶ ἁγία ἀνυπακοή», ὅπου
παρατίθεται ἡ ὀρθὴ βιβλικὴ καὶ πατερικὴ θέση.[20]
γ)
Σκανδαλισμὸς τῶν πιστῶν. Δὲν ἀποκλείω τὸ ἐνδεχόμενο κάποιοι ἐλάχιστοι πιστοὶ τῆς
Μητροπόλεως, ἐπηρεασμένοι ἀπὸ τὴν δική σας οἰκουμενιστικὴ στάση καὶ τῶν
περισσοτέρων ἱερέων ποὺ σᾶς ἀκολουθοῦν, ἐπειδὴ εἶναι ἀκατήχητοι καὶ
ἀνενημέρωτοι, μὲ ἰδική σας εὐθύνη, γιὰ τὴν παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, νὰ
ἐνοχλοῦνται, ὅταν ἀκούουν τὰ ἰδικά μου ἀντιοικουμενιστικὰ καὶ ἀντιαιρετικὰ
κηρύγματα. Ὅταν ὅμως κάποιος σκανδαλίζεται ἀπὸ τὴν ἀλήθεια, αὐτὸ δὲν εἶναι
σκανδαλισμός, ἀλλὰ ἄγνοια, ἀμάθεια, ἔλλειψη διδαχῆς καὶ ποιμαντικῆς φροντίδος.
Ὅταν μάθουν τὴν ἀλήθεια, καὶ εἶναι καλοπροαίρετοι ὄχι μόνο δὲν σκανδαλίζονται,
ἀλλὰ τιμοῦν καὶ σέβονται αὐτὸν ποὺ τοὺς ἔβγαλε ἀπὸ τὴν πλάνη, ὅπως συνέβη
πολλάκις στὴν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτὸ συνέβη καὶ μὲ τὸ πολυπληθὲς γιὰ τὴν
χωρητικότητα τοῦ ναοῦ ἐκκλησίασμα τοῦ Ἁγίου Ἀντωνίου, τὸ ὁποῖο, ἂν
σκανδαλιζόταν, θὰ εἶχε ἀδιάσει τὸν ναὸ καὶ τὴν παρακείμενη ὑπόγεια αἴθουσα
διδασκαλίας. Παραμένει ὅμως σταθερὸ καὶ ὄχι μόνο δὲν μειώνεται σκανδαλιζόμενο,
ἀλλὰ αὐξάνει ἀναπαυόμενο καὶ ἀνυψούμενο. Τῶν κακοπροαιρέτων καὶ αἱρετιζόντων ἡ
κακὴ μαρτυρία δὲν λαμβάνεται ὑπ[21]. ὄψιν. Σᾶς ἀποστέλλω συνημμένως καὶ ἄλλο πρόσφατο βιβλίο γιὰ
τὴν διακονία μου στὸν Ἱερὸ Ναὸ τοῦ Ἁγίου Ἀντωνίου, ὅπου θὰ διαβάσετε
ἐνδεικτικῶς ἀληθεῖς μαρτυρίες περὶ τοῦ ἀντιθέτου, ἀπὸ μὴ σκανδαλιζομένους
δ)
Ἐξύβρισις καὶ συκοφαντία. Ὅταν ἔλαβα τὸ ἐκτενὲς δικαστικό σας ἔγγραφο,
Παναγιώτατε, ἐξεπλάγην ἀπὸ τὴν ἔκτασή του καὶ σκέφθηκα κατ᾽ ἀρχὴν ὅτι θὰ μοῦ
ἔχουν μαζέψει πολλὰ παραπτώματα καὶ θὰ κουρασθῶ νὰ τὰ ἀνατρέψω. Μὲ ἔκπληξη εἶδα
ὅτι σχεδὸν ὁλόκληρο τὸ ἔγγραφο καταλαμβάνουν οἱ αὐτονόητες μαρτυρίες ἀπὸ τὴν
Ἁγία Γραφὴ καὶ τοὺς Ἁγίους Πατέρες γιὰ τὴν ὑπακοὴ καὶ εὐπείθεια στοὺς
ἐπισκόπους, στὶς ὁποῖες ἀναφέρθηκα, καὶ πλῆθος σχολίων ἀνωνύμων καὶ ἐπωνύμων
πιστῶν, σὲ διάφορες ἱστοσελίδες, ἀπαξιωτικῶν γιὰ τὸ πρόσωπό σας καὶ τὶς
ἐνέργειές σας ἐναντίον τῶν δύο ἀγωνιζομένων κληρικῶν τῆς Μητροπόλεώς σας, τῶν
πρωτοπρεσβυτέρων Θεοδώρου Ζήση καὶ Νικολάου Μανώλη, τὰ ὁποῖα σχόλια σεῖς
θεωρεῖτε ὑβριστικὰ καὶ συκοφαντικά. Ἀλλὰ ἀκόμη καὶ ἂν εἶναι, ποιά σχέση ἔχω ἐγὼ
μὲ τοὺς σχολιαστὲς καὶ τὶς ἱστοσελίδες, ὥστε νὰ φορτώνετε σὲ μένα τὶς κατὰ τὴν
γνώμη σας ὕβρεις καὶ συκοφαντίες. Ὅσοι ἐδιάβασαν τὰ σχόλια ἀγνώστων ἀνωνύμων
εἰς βάρος σας μὲ ἀπόδοση εὐθυνῶν σὲ μένα γέλασαν μὲ τὴν καρδιά τους γιὰ τὴν
νομικὴ ἐμβρίθεια καὶ ἐλαφρότητα τῶν συνεργατῶν σας. Δὲν εἶδα νὰ ἐντοπίζετε ὕβρη
καὶ συκοφαντία σὲ κάποιο δικό μου κείμενο, καὶ ἂν εἶχα κακία καὶ
ἐκδικητικότητα, θὰ μποροῦσα ἐγὼ νὰ στραφῶ ἐναντίον σας δικαστικά, διότι μὲ συκοφαντεῖτε
ὡς ὑβριστὴ καὶ συκοφάντη, συκοφαντία ποὺ ἐπεκτείνεται καὶ στὰ ἄλλα ἀνύπαρκτα
καὶ ἀνυπόστατα παραπτώματα ποὺ μοῦ προσάπτετε.
ε) Φατρία. Καὶ
ἔρχομαι στὸ τελευταῖο κανονικό μου παράπτωμα τοῦ φατριαστῆ, τοῦ συμπήξαντος
φατρίαν. Ἔχω εὐτυχῶς στὰ χέρια μου μελέτη ἐπιφανοῦς δικαστικοῦ, καλοῦ γνώστη
καὶ ἐρευνητῆ τοῦ Κανονικοῦ καὶ Ἐκκλησιαστικοῦ Δικαίου, μὲ εἰδικὲς σπουδὲς στὴν
Ἑλλάδα καὶ στὸ ἐξωτερικό, ἡ ὁποία συμβάλλει στὴν κατανόηση τοῦ περιεχομένου
αὐτοῦ τοῦ ἀδικήματος. Μᾶς λέγει λοιπὸν ὅτι «Φατρία,
κατὰ τὸ κανονικὸ δίκαιο, εἶναι ἡ ἄνευ ὅρκου συνυπόσχεσις πλειόνων προσώπων, νὰ
ἐκτελέσουν σχέδιο ποὺ ἀνατρέπει ἐκ βάθρων κάποια ἀπὸ ὅσα ἐπιτάσσει ὁ Θεός ἢ τὸ
κανονικὸ δίκαιο». Ἂν σ᾽ αὐτὴν τὴν συνυπόσχεση ὑπάρχει καὶ ὅρκος, τότε
πρόκειται γιὰ συνωμοσία. Μὲ βάση λοιπὸν αὐτὸν τὸν ὁρισμὸ τῆς φατρίας, σύμφωνα
μὲ τὸν ὁποῖο κάποιοι συμφωνοῦν καὶ ὑπόσχονται νὰ ἀνατρέψουν ὅσα ἐπιτάσσει ὁ
Θεὸς καὶ τὸ Κανονικὸ Δίκαιο, νὰ ψάξετε, Παναγιώτατε, νὰ βρῆτε φατρίες ἐκεῖ ποὺ
ὑπάρχουν πραγματικὰ καὶ ἀποδεδειγμένα: Σὲ ὁμάδες οἰκουμενιστῶν ἀρχιερέων ποὺ μὲ
τὸν Οἰκουμενισμὸ ἀνατρέπουν τὸ σωτηριῶδες σχέδιο τοῦ Θεοῦ καὶ ἀθετοῦν τοὺς
Ἱεροὺς Κανόνες, μεταξὺ τῶν ὁποίων καὶ δικά σας φυντάνια· στὴν μεταπατερικὴ καὶ
μετακανονικὴ Ἀκαδημία Θεολογικῶν Σπουδῶν τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Δημητριάδος· στοὺς
ἀγαπητούς σας θεολόγους τῆς παρασυναγωγῆς τοῦ «Καιροῦ» ποὺ χρησιμοποιεῖτε ὡς
συμβούλους καὶ συνεργάτες καὶ στὸ κοντινὸ ἱερατικὸ περιβάλλον σας, ποὺ
δικαιολογεῖ τὶς αἱρέσεις τοῦ Παπισμοῦ καὶ τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, δικαιολογεῖ τὶς
προγαμιαῖες σχέσεις καὶ ἐξυμνεῖ τὴ χαρὰ τοῦ ἔρωτα, «ἀνατρέποντας ἐκ βάθρων ὅσα ἐπιτάσσει ὁ Θεὸς καὶ τὸ Κανονικὸ Δίκαιο» κατὰ
τὸν ὁρισμὸ τῆς φατρίας. Ἐμεῖς ἀγωνιζόμαστε καὶ ἀποκαλύπτουμε καὶ ἐπικρίνουμε τὰ
σχέδια ὅλων αὐτῶν τῶν φατριῶν καὶ δὲν ἀποτελοῦμε κανενὸς εἴδους φατρία. Καὶ γιὰ
νὰ μὴ σᾶς παραξενέψει αὐτὴ ἡ δική μας ἐκτίμηση παραθέτουμε ἐπὶ λέξει ὅσα λέγει
ὁ ἐμβριθὴς δικαστικός: «Ὑπάρχει φατρία ἢ
καὶ συνωμοσία, ἰδίως ὅταν κάποιοι, ὁσονδήποτε ὑψηλὰ εὑρισκόμενοι ἐντὸς τῆς
Ἐκκλησίας, προδίδουν ἀπὸ κοινοῦ καὶ κατόπιν σχεδίου πρὸς τοῦτο τὴν ἅπαξ τοῖς
ἁγίοις παραδοθεῖσαν ὀρθόδοξον ἡμῶν πίστιν». Σ᾽ αὐτοῦ τοῦ εἴδους τὶς φατρίες
κατὰ τὸν ἴδιο ἀνήκουν οἱ ἐπίσκοποι ποὺ διδάσκουν «γυμνῇ τῇ κεφαλῇ» αἱρετικὲς
ἀπόψεις ἐπαναλαμβανόμενες καὶ καταδικαζόμενες ἀπὸ τὴν ὀρθόδοξη συνείδηση τῶν
πιστῶν[22].
Συμπεράσματα
Ἀπὸ τὰ ἀναπτυχθέντα προκύπτουν τὰ ἑξῆς συμπεράσματα:
1. Ἦταν ἐσπευσμένη καὶ ἐκδικητική, ὄχι ψύχραιμη καὶ ἀπαθής,
ἡ σύνταξη τῶν διωκτικῶν ἐγγράφων.
2. Στηρίζονται στὸν ἀπηρχαιωμένο, ἀντισυνταγματικὸ καὶ
ἀντικανονικὸ νόμο 5383/1932, ποὺ εὐνοεῖ τὴν δεσποτοκρατία εἰς βάρος τῶν ἄλλων
κληρικῶν καὶ στήνει ἐπισκοπικὰ δικαστήρια, ὅπου κατὰ παγκόσμια δικαστικὴ
πρωτοτυπία ὁ πρόεδρος τοῦ δικαστηρίου, ὁ ἐπίσκοπος, εἶναι συγχρόνως καὶ
κατήγορος, τὰ δὲ λοιπὰ μέλη στεροῦνται ψήφου.
3. Καὶ αὐτοῦ τοῦ ἀπηρχαιωμένου καὶ δεσποτοκρατικοῦ νόμου
ἀπὸ σπουδὴ καὶ βιασύνη δὲν τηρήθηκαν οἱ διατάξεις· ἐκλήθη ὁ κατηγορούμενος σὲ
ἀπολογία ὄχι ἀπὸ τὸν ἀνακριτή, ποὺ δὲν ἔχει ὁρισθῆ ἀκόμη, ὅπως προβλέπει ὁ
νόμος, ἀλλὰ ἀπὸ τὸν ἐπίσκοπο πρόεδρο, καὶ ἐπιβλήθηκαν ἐπιτίμια καὶ ποινὲς πρὶν
ἀπὸ τὴν ἐκδίκαση τῆς ὑπόθεσης.
4. Ἡ ἐκδικαζόμενη ὑπόθεση ἀφορᾶ στὴν διακοπὴ μνημονεύσεως
τοῦ ἐπισκόπου ἀπὸ τὸν κατηγορούμενο γιὰ θέματα πίστεως. Ἑπομένως καὶ ὁ
ἐπίσκοπος πρόεδρος καὶ τὰ μέλη τοῦ δικαστηρίου ποὺ ὁρίζονται ἀπὸ αὐτὸν
διάκεινται εὐνοϊκὰ καὶ μεροληπτικὰ ὑπὲρ τοῦ προέδρου – κατηγόρου καὶ ἐχθρικὰ
ὑπὲρ τοῦ κατηγορουμένου. Εἴτε παραστεῖ ὁ κατηγορούμενος εἴτε ὄχι ἡ καταδίκη του
εἶναι σίγουρη. Δὲν πηγαίνει σὲ δικαστήριο, ἀλλὰ σὲ καταδικαστήριο.
5. Προτιμᾶ γι᾽
αὐτὸ νὰ μὴν
παραστεῖ, ἀλλὰ νὰ δικασθεῖ ἐρήμην, γιὰ νὰ μὴ νομιμοποιήση μιὰ ἄδικη διαδικασία
καὶ μία προειλημμένη ἀπόφαση.
6. Σὲ θεολογικὸ καὶ ἱεροκανονικὸ ἐπίπεδο οἱ κατηγορίες
γιὰ α) σχίσμα, β) ἀπείθεια καὶ ἀνυπακοή, γ) σκανδαλισμὸ τῶν πιστῶν, δ) ἐξύβριση
καὶ συκοφαντία καὶ ε) φατρία, εἶναι κατασκευασμένες καὶ ἀνυπόστατες. Βαρύνουν
ὄχι τὸν κατηγορούμενο ἀλλὰ τοὺς κατηγόρους.
7. Ὁ πραγματικὸς λόγος τῆς διώξεως εἶναι ἡ διακοπὴ
μνημοσύνου τοῦ ἐπισκόπου, ἐπειδὴ ὑποστηρίζει καὶ προβάλλει παλαιὲς καὶ νέες
αἱρέσεις. Αὐτὸ ὅμως δὲν εἶναι κανονικὸ παράπτωμα, ἀλλὰ τήρηση τῆς βιβλικῆς,
πατερικῆς καὶ ἱεροκανονικῆς διδασκαλίας τῆς Ἐκκλησίας, γιὰ τὴν ὁποία ἔπρεπε
κατὰ τὸν 15ο Κανόνα τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου (861) νὰ ἐπαινεθεῖ καὶ ὄχι νὰ
τιμωρηθεῖ.
Ἐπίλογος
Ἐλπίζω καὶ εὔχομαι, Παναγιώτατε, νὰ ἀντιληφθῆτε τὸ ἄδικο
καὶ ἀντικανονικὸ τῆς διώξεως ποὺ ἀσκεῖτε ἐναντίον μου, νὰ σταματήσετε τὴν δίωξη
καὶ νὰ μοῦ ἐπιτρέψετε νὰ ἐπανέλθω στὰ ἱερατικά μου καθήκοντα στὸν Ἱερὸ Ναὸ τοῦ
Ἁγίου Ἀντωνίου, ὅπου διακονῶ ἐπὶ ἕνα τέταρτο αἰῶνος (24 ἔτη, ἀπὸ τὸ 1993),
χωρὶς νὰ μνημονεύω τὸ ὄνομά σας, ὅπως πράττουν καὶ ἄλλοι συνεπίσκοποί σας καὶ
στ
ὴν Ἑλλάδα καὶ σὲ ἄλλες ὀρθόδοξες χῶρες, καὶ ἐπίσης ὅπως
ἔπραξε καὶ ὁ μακαριστὸς ἀρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος ποὺ ἐσταμάτησε τὴν δικαστική
μου δίωξη τὸ 2005. Ἀφῆστε καὶ κάποιους νὰ ἀγρυπνοῦν καὶ νὰ φωνάζουν. Θὰ
χαροποιήσετε πολλοὺς ἐν ὄψει καὶ τῆς ἑορτῆς τοῦ Πάσχα καὶ θὰ ξεφορτωθῆτε ἕνα
βάρος ποὺ θὰ κουβαλᾶτε καὶ στὴν παροῦσα ζωὴ καὶ στὴν μέλλουσα.
Μὲ σεβασμὸ στὴν ἀρχιερωσύνη σας
Πρωτοπρεσβύτερος Θεόδωρος Ζήσης
Συνημμένα:
Τὰ δύο βιβλία μου ποὺ
ἀναγράφονται στὶς ὑποσημειώσεις 20 καὶ 21.
[5]. Ἀποκ. 21, 8:
«Τοῖς δὲ δειλοῖς καὶ ἀπίστοις καὶ ἐβδελυγμένοις καὶ φονεῦσι καὶ πόρνοις καὶ
φαρμακοῖς καὶ εἰδωλολάτραις καὶ πᾶσι τοῖς ψευδέσι, τὸ μέρος αὐτῶν ἐν τῇ λίμνῃ
τῇ καιομένῃ ἐν πυρὶ καὶ θείῳ, ὅ ἐστιν ὁ θάνατος ὁ δεύτερος».
[9]. Ματθ. 26, 62: «Καὶ ἀναστὰς ὁ ἀρχιερεὺς εἶπεν αὐτῷ· οὐδὲν
ἀποκρίνη; Τί οὗτοί σου καταμαρτυροῦσιν; Ὁ δὲ Ἰησοῦς ἐσιώπα».
[10]. Παλλαδιου
Ελενουπολεως, Διάλογος ἱστορικός.
Περὶ βίου καὶ πολιτείας τοῦ μακαρίου Ἰωάννου, ἐπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως τοῦ
Χρυσοστόμου 2, PG 47, 9.
[11].
Νόμος 5383/1932, ἄρθρο 10: «Ὁ κατηγορούμενος προσκαλεῖται πρὸς ἐξέτασιν δι᾽
ἐγγράφου κλήσεως, ἐκδιδομένης ὑπὸ τοῦ ἀνακρίνοντος καὶ φερούσης τὴν ὑπογραφὴν
αὐτοῦ».
[13]. 31ος Ἀποστολικὸς
Κανών: «Εἴ τις Πρεσβύτερος, καταφρονήσας τοῦ ἰδίου ἐπισκόπου, χωρὶς
συναγάγει καὶ θυσιαστήριον ἕτερον πήξει, μηδὲν κατεγνωκὼς τοῦ Ἐπισκόπου ἐν
εὐσεβείᾳ καὶ δικαιοσύνῃ καθαιρείσθω ὡς φίλαρχος. Τύραννος γάρ ἐστιν· ὡσαύτως δὲ
καὶ οἱ λοιποὶ κληρικοὶ καὶ ὅσοι ἂν αὐτῷ προσθῶνται, οἱ δὲ λαϊκοὶ ἀφοριζέσθωσαν.
Ταῦτα δὲ μετὰ μίαν καὶ δευτέραν καὶ τρίτην παράκλησιν τοῦ Ἐπισκόπου γινέσθω».
Ἑρμηνεύοντας τὸν κανόνα ὁ Ἅγιος Νικόδημος γράφει: «Ὅσοι δὲ χωρίζονται ἀπὸ τὸν
Ἐπίσκοπόν τους πρὸ συνοδικῆς ἐξετάσεως, διατὶ αὐτὸς κηρύττει δημοσίᾳ καμμίαν
κακοδοξίαν καὶ αἵρεσιν, οἱ τοιοῦτοι, ὄχι μόνον εἰς τὰ ἀνωτέρω ἐπιτίμια δὲν
ὑπόκεινται, ἀλλὰ καὶ τὴν πρέπουσαν εἰς τοὺς ὀρθοδόξους τιμὴν ἀξιώνονται κατὰ
τὸν ιε´ τῆς α´ καὶ β´». (Βλ. Πηδάλιον, Ἐκδοτ.
Οἶκος «Ἀστήρ», Ἀθῆναι 1990, σελ. 33-34). Εἶναι τόση ἡ παραπληροφόρηση ποὺ
ἐπιχειροῦν κάποιοι ἐπίσκοποι καὶ θεολόγοι νὰ περάσουν στὸν ἀκατήχητο λαό, ὥστε
κυκλοφοροῦν ἔντυπα, ὅπου ἀποκρύπτεται τὸ δεύτερο μισὸ τοῦ 15ου κανόνος τῆς
Πρωτοδευτέρας καὶ ἡ ἐξαίρεση τοῦ 31ου Ἀποστολικοῦ, ποὺ ἐπιτρέπουν τὴν διακοπὴ
μνημοσύνου, καὶ ἐξαίρεται ὁ ιγ᾽ κανὼν τῆς Πρωτοδευτέρας ὡς ὁ βασικὸς κανόνας
γιὰ τὸ θέμα, ὁ ὁποῖος ὅμως ἀναφέρεται σὲ διακοπὴ μνημοσύνου ὄχι γιὰ θέματα
πίστεως, ἀλλὰ γιὰ ἄλλα, διοικητικά, οἰκονομικὰ κ.τ.λ. Αὐτὴν τὴν παρανόηση
θεραπεύει τὸ δεύτερο μισὸ τοῦ 15ου κανόνος τῆς Πρωτοδευτέρας, τὸ ὁποῖο δὲν τοὺς
συμφέρει καὶ τὸ ἀποκρύπτουν.
[14]. Λέγει
τὸ ἔγγραφο: «Κατόπιν τούτων… σᾶς γνωρίζομεν ὅτι ἀσκοῦμεν κανονικὴν δίωξιν διὰ
τὰ κατωτέρω ἀδικήματα…».
[15]. Αγιου Γρηγοριου Θεολογου, Ἐπιτάφιος
εἰς τὸν Μ. Βασίλειον 50, ΕΠΕ
6, 212: «Τούτοις καταπλαγέντα τὸν ὕπαρχον, -Οὐδείς, φάναι, μέχρι τοῦ νῦν οὕτως
ἐμοὶ διείλεκται, καὶ μετὰ τοσαύτης τῆς παρρησίας, τὸ ἑαυτοῦ προσθεὶς ὄνομα.
–Οὐδὲ γὰρ ἐπισκόπῳ ἴσως, φησίν, ἐνέτυχες· ἤ πάντως ἂν τοῦτον διειλέχθη τὸν
τρόπον, ὑπὲρ τοιούτων ἀγωνιζόμενος. Τἄλλα μὲν γὰρ ἐπιεικεῖς ἡμεῖς, ὕπαρχε, καὶ
παντὸς ἄλλου ταπεινότεροι, τοῦτο τῆς ἐντολῆς κελευούσης· καὶ μὴ ὅτι τοσούτῳ
κράτει, ἀλλὰ μηδὲ τῶν τυχόντων ἑνὶ τὴν ὀφρὺν αἴροντες. Οὗ δὲ Θεὸς τὸ
κινδυνευόμενον καὶ προκείμενον, τἄλλα περιφρονοῦντες, πρὸς αὐτὸν μόνον βλέπομεν.
Πῦρ δέ, καὶ ξίφος, καὶ θῆρες, καὶ οἱ τὰς σάρκας τέμνοντες ὄνυχες, τρυφὴ μᾶλλον
ἡμῖν εἰσιν, ἤ κατάπληξις. Πρὸς ταῦτα ὕβριζε, ἀπείλει, ποίει πᾶν ὅ,τι οὖν ἂν ᾖ
βουλομένῳ σοι, τῆς ἐξουσίας ἀπόλαυε. Ἀκουέτω ταῦτα καὶ βασιλεύς· ὡς ἡμᾶς γε οὐχ
αἱρήσεις, οὐδὲ πείσεις, συνθέσθαι τῇ ἀσεβείᾳ, κἂν ἀπειλῇς χαλεπώτερα».
[19]. Αγιου Γρηγοριου Θεολογου, Αὐτόθι 48, ΕΠΕ
6, 210: «Τί σοι, φησίν, ὦ οὗτος, βούλεται, τοὔνομα προσειπών (οὔπω γὰρ
ἐπίσκοπον ἠξίου καλεῖν), τὸ κατὰ τοσούτου κράτους τολμᾶν, καὶ μόνον τῶν ἄλλων
ἀπαυθαδιάζεσθαι; - Τοῦ χάριν, ὁ γεννάδας φησί, καὶ τίς ἡ ἀπόνοια; Οὔπω γὰρ ἔχω
γινώσκειν. -Ὅτι μὴ τὰ βασιλέως θρησκεύεις, φησί, τῶν ἄλλων ἁπάντων ὑποκλιθέντων
καὶ ἡττημένων. –Οὐ γὰρ ταῦτα, ἔφη, βασιλεὺς ὁ ἐμὸς βούλεται· οὐδὲ κτίσμα τι
προσκυνεῖν ἀνέχομαι, Θεοῦ τε κτίσμα τυγχάνων, καὶ Θεὸς εἶναι κεκελευσμένος.
Ἡμεῖς δέ τί σοι δοκοῦμεν; Ἤ οὐδέν, ἔφη, ταῦτα προστάττοντες; Τί δαί; οὐ μέγα
σοι τὸ μεθ᾽ ἡμῶν τετάχθαι, καὶ κοινωνοὺς ἔχειν ἡμᾶς; -Ὕπαρχοι μέν, φησίν,
ὑμεῖς, καὶ τῶν ἐπιφανῶν, οὐκ ἀρνήσομαι· οὔπω δὲ Θεοῦ τιμιώτεροι. Καὶ τὸ
κοινωνοὺς ἔχειν, μέγα μέν (πῶς γὰρ οὔ; πλάσμα Θεοῦ καὶ ὑμεῖς), ἀλλ᾽ ὡσεί τινας
ἄλλους τῶν ὑφ᾽ ἡμῖν τεταγμένων. Οὐ γὰρ προσώποις τὸν Χριστιανισμόν, ἀλλὰ πίστει
χαρακτηρίζεσθαι».
[20].
Πρωτοπρεσβυτέρου Θεοδωρου Ζηση, Κακὴ ὑπακοὴ καὶ ἁγία ἀνυπακοή, (Ἡ πνευματικὴ
καὶ διοικητικὴ κρίση στὴν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος), Θεσσαλονίκη 2006.
[21].
Πρωτοπρεσβυτέρου Θεοδωρου Ζηση, Ἡ διακονία μου στὸν Ἱερὸ Ναὸ
Ἁγίου Ἀντωνίου Θεσσαλονίκης. Ἀπάντηση στὸν μητροπολίτη Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 2017.
[22]. Νικολαοσ Σταυριανιδησ, Πρόεδρος Πρωτοδικῶν
(τότε), «Ἡ φατρία ὡς κανονικὸ παράπτωμα ἀκόμη καὶ ἐπισκόπων», Θεοδρομία 8 (2006) 210-216.