μήνυμα

μήνυμα

Κυριακή 17 Δεκεμβρίου 2017

Ὁ π. Ἀλέξανδρος Σμέμαν ἀπαντάει στίς κακοδοξίες τῶν Βρυξελλῶν

cec 1
 
Η ΕΙΔΗΣΗ ΑΠΟ ΤΙΣ ΒΡΥΞΕΛΛΕΣ
(Τετάρτη 13 Δεκεμβρίου 2017):
Συνάντηση μεταξύ εκπροσώπων
Ευρωπαϊκών Εκκλησιών στις Βρυξέλλες
 
Ο Πρωτοπρεσβύτερος Δρ. Γεώργιος Λέκκας,
 εκπροσωπώντας το Γραφείο της Αντιπροσωπείας της Εκκλησίας της Ελλάδος, στην εισήγησή του, μεταξύ των άλλων δήλωσε:
...η θρησκεία, ως έκφραση συλλογικής εμπειρίας, υπήρξε μέσω των αιώνων η κύρια πηγή αξιών.
...η θρησκεία δεν είναι απλώς η κύρια πηγή αξιών αλλά κυρίως η απόλυτη προϋπόθεση για την καλύτερη πνευματική υγεία των ευρωπαίων πολιτών.
...Αν πραγματικά είμαστε χριστιανοί και όντως επιδιώκουμε την “ενότητα μέσα στη διαφορετικότητά” μας, οφείλουμε να εργασθούμε από κοινού για την απάλειψη οποιουδήποτε στοιχείου μάς χωρίζει από το Πνεύμα της Μίας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας, επιτρέποντας ταυτοχρόνως στις Εκκλησίες μας να διατηρήσουν όλες τις διαφορές που δεν απάδουν προς αυτό το Πνεύμα.
 
  Ἐπιμέλεια παρουσίασης τοῦ κειμένου:
 
  Φώτης Μιχαήλ, ἰατρός.
Ἀπαντῶντας στίς κακοδοξίες τῶν Βρυξελλῶν ὁ π. Ἀλέξανδρος Σμέμαν γράφει:
Αὐτό πού κυριαρχεῖ -ἄν δέν ἐξουσιάζει μάλιστα ὁλοκληρωτικά- στήν σημερινή Ὀρθόδοξη εὐσέβεια, εἶναι τό θρησκευτικό αἴσθημα, καί ὅχι ἡ Πίστη, μέ τήν γνήσια χριστιανική σημασία τῆς λέξης.
Ἡ ἀληθινή Πίστη ἐπιδιώκει τόν ὁλοκληρωμένο φωτισμό ὅλου τοῦ ἀνθρώπου, μέ τήν ὑποταγή τῆς λογικῆς, τοῦ θελήματος καί ὁλόκληρης τῆς ζωῆς. Τό θρησκευτικό αἴσθημα, ἀντιθέτως, ἀποδέχεται εὔκολα τήν ρήξη ἀνάμεσα σέ Πίστη καί ζωή, καί αἰσθάνεται εὐτυχισμένο μέ τίς ἰδέες, τίς πεποιθήσεις καί μερικές φορές μέ ὁλόκληρα τά κοσμοείδωλα, πού δέν εἶναι μόνον ξένα πρός τόν Χριστιανισμό, ἀλλά συχνά καί ἀπροκάλυπτα ἐχθρικά πρός αὐτόν.
Αὐτό πού διαφεύγει ἀπό τό θεολογικό πεδίον ὅρασης (σημ.: τῶν Βρυξελλῶν) εἶναι ἀκριβῶς αὐτό πού ἑνωποιεῖ αὐτές τίς τρεῖς πραγματικότητες, πού τίς ἀναδεικνύει σέ τριαδική πραγματικότητα: Ἡ Ἑνότητα, πού στή συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας συνιστᾶ τό γνήσιο περιεχόμενο τῆς νέας ζωῆς πού λαμβάνουμε μέ τήν Πίστη, τήν ζοῦμε στήν Ἐκκλησία, καί μᾶς χαρίζεται, ὡς ‘’κοινωνία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος’’, στήν Εὐχαριστία.
Εἶναι ἁπλῶς ἀπληροφόρητη (σημ. : ἡ θεολογία τῶν Βρυξελλῶν) γιά τό ὅτι ἡ Εὐχαριστία εἶναι πάνω ἀπ’ ὅλα τό Μυστήριο τῆς ἐκκλησίας, τό χάρισμα καί ἡ ἐκπλήρωση αὐτῆς τῆς ἑνότητας ‘’ἐν πίστει καί ἀγάπῃ’’, ‘’εἰς Πνεύματος Ἀγίου κοινωνίαν’’, στό ὁποῖο ἀποκαλύπτεται ἡ οὐσία τῆς ἐκκλησίας.
Τό θρησκευτικό αἴσθημα δέν εἶναι προσανατολισμένο πρός τήν Ἀλήθεια, καί δέν τρέφεται οὔτε ζεῖ μέ τήν Πίστη, πού εἶναι γνώση καί κατοχή τῆς Ἀλήθειας, πού εἶναι ζωή τῆς ζωῆς, ἀλλά ἀπό τόν ἑαυτό του, ἀπό τήν δική του αὐτοϊκανοποίηση καί αὐτάρκεια. Ἡ καλύτερη ἀπόδειξη αὐτοῦ εἶναι ἡ ἐντυπωσιακή ἀδιαφορία πού δείχνει ὁ σύγχρονος θρησκευόμενος γιά τό περιεχόμενο τῆς Πίστης.
Καί αὐτό δέν ὀφείλεται σέ κάποια ἁμαρτωλή νωθρότητα ἤ ἀδυναμία. Ἁπλούστατα δέν τόν ἐνδιαφέρει τό περιεχόμενο τῆς Πίστης, ἡ Ἀλήθεια πρός τήν ὁποία αὐτή κατευθύνεται, ἐπειδή εἶναι περιττό γιά τήν θρησκευτικότητά του, καί γι’ αὐτό, τό θρησκευτικό αἴσθημα πού σταδιακά πῆρε τήν θέση τῆς Πίστης, διέλυσε τήν Πίστη μέσα του.
Γίνεται, πραγματικά, πολλή συζήτηση σήμερα –πιθανῶς πολύ μεγαλύτερη ἀπό ἐκείνη πού γινόταν στό παρελθόν- γιά τήν χριστιανική ἐνότητα, γιά τήν ἑνότητα τῆς ἐκκλησίας. Δέν φοβᾶμαι, ὅμως, νά πῶ, πώς ἐδῶ τό κύριο ζήτημα τοῦ προβλήματος ἐντοπίζεται στόν αἱρετικό πειρασμό τῆς ἐποχῆς μας, ὅτι δηλαδή αὐτή ἡ ἑνότητα εἶναι διαφορετική ἀπό τήν Ἑνότητα, πού συνιστοῦσε τόν παλμό, τήν χαρά καί τό περιεχὀμενο τῆς Χριστιανικῆς Πίστης καί ζωῆς, ἀπό τήν πρώτη ἤδη μέρα ὕπαρξης τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτή ἡ ὑποκατάσταση συνέβη σχεδόν ἀνεπαίσθητα γιά τή ἐκκλησιολογική συνείδηση , καί στίς μέρες μας ἐμφανίζεται ὅλο καί καθαρότερα ὡς προδοσία.
Ἡ ἐκκλησία ὡς ἄνωθεν Ἑνότητα, ἔχει ἀντικατασταθεῖ ἀπό τήν Ἐκκλησία ὡς κάτωθεν ἑνότητα. Ἡ ὑποκατάσταση αὐτή ἀποτελεῖ προδοσία.
Εἶμαι πεπεισμένος, πώς κυρίως στίς ἡμέρες μας, καί ἀκριβῶς ἐπειδή ἡ ἐποχή μας, ὅπως καμμιά ἄλλη, κυριολεκτικά ἔχει καταληφθεῖ ἀπό τήν λατρεία καί τό πάθος τῆς ἑνότητας, αὐτή ἡ ὑποκατάσταση εἶναι ἰδιαίτερα ἐπικίνδυνη καί ἀπειλεῖ νά γίνει προδοσία καί αἵρεση, μέ ὅλη τήν σημασία τῶν λέξεων, ἄν καί ἀλλοίμονο, αὐτό εἶναι κάτι, πού δέν ἐνδιαφέρει τήν πλειονότητα τῶν πιστῶν καί τῶν ἀνθρώπων τῆς Ἐκκλησίας. Δέν τούς ἐνδιαφέρει, διότι ποτἐ δέν γνώρισαν κάποια ἐμπειρία ἑνότητας καί συνεπῶς δέν τήν θέλουν. 
Καί δέν μποροῦν νά καταλάβουν, πώς ἔξω ἀπό τήν ἄνωθεν Ἑνότητα, πού μᾶς δόθηκε ἀπό τόν Χριστό, κάθε κάτωθεν ἑνότητα ὅχι μόνον γίνεται παράλογη καί περιττή, ἀλλά ἀποβαίνει ἀναπόφευκτα ἕνα εἴδωλο καί, ὅσοπαράξενο καί νά φαίνεται, σπρώχνει τόν ἵδιο τόν Χριστιανισμό πίσω στήν εἰδωλολατρεία.
Γιά τήν Χριστιανική Πίστη, ἡ ἑνότητα δέν εἶναι κάτι τό συμπληρωματικό, δέν εἶναι διακεκριμένη ἀπό τήν Πίστη, σάν νά μποροῦσε νά ὑπάρξει Πίστη δίχως ἑνότητα καί ὡς ἐάν ἡ Ἑνοτητα νά μή περιέχεται, νά μή φανερώνεται καί νά μή ζεῖ μέ τήν Πίστη.
Πουθενά δέν γίνεται πιό ἐμφανής ἡ ὄντως διαβολική οὐσία αὐτῆς τῆς ὑποκατάστασης, ἀπ’ ὅτι σέ αὐτές τίς οὐτοπίες ἑνότητας, πού συνιστοῦν τό περιεχόμενο καί τό ἐσωτερικό κίνητρο κάθε σύγχρονης ἰδεολογίας, ὅπου τό διαβολικό ψεῦδος πλασσάρεται ὡς ἡ προσφορά τοῦ ἀνθρώπου στή θυσία πρός τήν ἑνότητα, πού ἔχει γίνει πιά ὁλοκληρωτικά εἴδωλο.
Αὐτός εἶναι καί ὁ λόγος, πού θεωροῦμε τόσο τρομερή (προδοσία καί αἵρεση) τήν ἐμφανή πλέον διείσδυση στήν Ἐκκλησία τοῦ πειρασμοῦ τῆς κάτωθεν ἑνότητας, καί τήν συνακόλουθη σταδιακή δηλητηρίαση τῆς Ἐκκλησιολογικῆς συνείδησης.

Ἀπό τό βιβλίο τοῦ π. Ἀλεξάνδρου Σμέμαν
‘’ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΑ, τό Μυστήριον τῆς Βασιλείας’’. Ἐκδόσεις ΑΚΡΙΤΑΣ, 2000.
(Ἐπιμέλεια παρουσίασης τοῦ κειμένου: Φώτης Μιχαήλ, ἰατρός)