Κάθε χρόνο, ο `Αγιος Βασίλης, τις παραμονές της Πρωτοχρονιάς, γυρίζει από χώρα σέ χώρα κι από χωριό σε χωριό και χτυπά τις πόρτες, γιά νά δεί ποιός θα τον δεχτεί με καθαρή καρδιά. Μιά χρονιά, λοιπόν, πήρε τό ραβδί του καί τράβηξε σάν καλόγερος ασκητής, ντυμένος μέ κάτι μπαλωμένα παλιόρασα, μέ χοντροπάπουτσα στα ποδάρια του και μ' ένα ταγάρι περασμένο στόν ώμο του. Γι' αυτό τον παίρνανε γιά διακονιάρη και δεν του ανοίγανε τήν πόρτα.
Ο `Αγιος Βασίλης έφευγε λυπημένος γιατί έβλεπε τήν απονιά τών ανθρώπων καί συλλογιzότανε τους φτωχούς που διακονεύουνε, έπειδή έχουνε ανάγκη, μ' όλο που αυτός ο ίδιος δέν είχε ανάγκη από κανέναν κι ουτε πεινούσε, ούτε κρύωνε.
Αφού βολόδειρε από δώ κι από κεί, κι αφού πέρασε χώρες πολλές κι από χιλιάδες χωριά καί πολιτείες, έφτασε και στα έλληνικά τά μέρη, πού 'ναι φτωχός κόσμος. Απ' όλα τα χωριά πρόκρινε τά πιό φτωχά, καί τράβηξε κατά κεί, ανάμεσα στα ξερά βουνά πού βρισκότανε κάτι καλύβια, πεινασμένη λεμπεσουριά.
Περπατούσε νύχτα κι ό χιονιάς βογκούσε, ηπλάση ήτανε πολύ άγρια. Ψυχή ζωντανή δέν ακουγότανε, έξόν από κανένα τσακάλι πού γάβγιζε.
Αφού περπάτησε κάμποσο, βρέθηκε σ' ένα απάγκιο που έκοβε ό αγέρας από 'να μικρό βουνό κι είδε ένα μαντρί κολλημένο στα βράχια. `Ανοιξε τήν αυλόπορτα, πού ήτανε καμωμένη από άγρια ρουπάκια, καί μπήκε στή μάντρα. Τά σκυλιά ξυπνήσανε καί πιάσανε καί γαβγίzανε. Πέσανε απάνω του νά τον σκίσουνε μά, σάν πήγανε κοντά του, σκύψανε τά κεφάλια τους και σερόντανε στά ποδάρια του, γλείφανε τά χοντροπάπουτσά του, γρούζανε φοβισμένα καί κουνούσανε παρακαλεστικά τίς ουρές τους.
Ο `Αγιος σίμωσε στό καλύβι του τσομπάνου καί χτύπησε τήν πόρτα μέ τό ραβδί του καί φώναξε:
- Ελεήστε με, χριστιανοί, γιά τίς ψυχές τών αποθαμένων σας! Και ο Χριστός μας διακόνεψε, σάν ήρθε σέ τούτον τον κόσμο!
Η πόρτα άνοιξε καί βγήκε ένας τσομπάνης, παλικάρι ώς εικοσιπέντε χρονών, μέ μαύρα γένια καί δίχως νά δεί καλά καλά ποιός κτυπούσε τήν πόρτα, είπε στό γέροντα:
- Πέρασε μέσα στ' αρχοντικό μας νά ζεσταθείς! Καλή μέρα καί καλή χρονιά!
Αυτός ό τσομπάνης ήτανε ό Γιάννης ό Μπάικας, πού τον λέγανε Γιάννη βλογημένο, άνθρωπος αθώος σάν τά πρόβατα, πού βόσκαγε, αγράμματος όλότελα.
Μέσα στήν καλύβα έφεγγε μέ λιγοστό φώς ένα λυχνάρι. Ο Γιάννης σάν είδε στό φώς πώς ο μουσαφίρης ήτανε γέροντας καλόγερος, πήρε τό χέρι του καί τ' άνασπάστηκε καί τό 'βαλε πάνω στό κεφάλι του. `Υστερα φώναξε τή γυναίκα του, ώς είκοσι χρονών κοπελούδα, πού κουνούσε τό μωρό τους μέσα στήν κούνια. Κι έκείνη πήγε ταπεινά καί φίλησε τό χέρι του γέροντα καί είπε:
- Κόπιασε, παππού, νά ξεκουραστείς.
Ο `Αγιος Βασίλης στάθηκε στήν πόρτα καί βλόγησε τό καλύβι καί είπε:
- Βλογημένοι νά 'σαστε, τέκνα μου, κι όλο τό σπιτικό σας! Τα πρόβατά σας να πληθαίνουν ως του Ιωβ μετά την πληγή και ως του Αβραάμ και ως του Λάβαν! Η ειρήνη του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού να είναι μαζί σας!
Ο Γιάννης έβαλε ξύλα στο τζάκι και ξελόγιασε τη φωτιά. Ο `Αγιος απίθωσε σε μια γωνιά το ταγάρι του, ύστερα έβγαλε το μπαλωμένο το ράσο του κι απόμεινε με το ζωστικό του. Τον βάλανε κι έκατσε κοντά στη φωτιά κι η γυναίκα του 'βαλε και ιμα μαξιλάρα να ακουμπήσει. Ο Αγιος Βασίλης γύρισε και είδε γύρω του και ξανάπε μέσα στο στόμα του :
- Βλογημένο να ναι τούτο το καλύβι!
Ο Γιάννης μπαινόβγαινε γιά να φέρει τό 'να καί τ' άλλο. Η γυναίκα του μαγείρευε. Ο Γιάννης ξανάριξε ξύλα στή φωτιά. Μονομιάς φεγγοβόλησε τό καλύβι μέ μίάν αλλιώτικη λάμψη καί έφάνηκε σάν παλάτι. Τά δοκάρια σάν νά 'τανε μαλαμοκαπνισμένα, κι οί πυτιές, πού ήτανε κρεμασμένες, σάν νά γινήκανε χρυσά καντήλια, καί τά τυροβόλια καί οί καρδάρες καί τ' άλλα σύνεργα, πού τυροκομούσε ό Γιάννης λές κι ήτανε διαμαντοκολλημένα. Καί τά ξύλα πού καιγότανε στή φωτιά ευωδιάζανε σαν μοσκολίβανο καί δέν τρίzανε, όπως τρίzανε τά ξύλα τής φωτιάς παρά ψέλνανε σάν τούς αγγέλους πού 'ναι στόν Παράδεισο.
Ο Γιάννης ήτανε καλός άνθρωπος, όπως τόν έφτιαξε ο Θεός. Φτωχός ήτανε, είχε λιγοστά πρόβατα, μά πλούσια καρδιά : "Τή πτωχεία τά πλούσια!" 'Ητανε αυτός καλός, μά είχε καί καλή γυναίκα. Κι όποιος τύχαινε νά χτυπήσει τήν πόρτα τους, έτρωγε κι έπινε καί κοιμότανε. Κι άν ήτανε καί πικραμένος, έβρισκε παρηγοριά. Γι' αυτό καί ο `Αγιος Βασίλης κόνεψε στό καλύβι τους, ξημερώνοντας Πρωτοχρονιά, παραμονή τής χάρης του κι έδωσε τήν ευλογία του.
Κείνη τή νύχτα τόν περιμένανε όλες οι πολιτείες καί χωριά τής οικουμένης αρχόντοι, Δεσποτάδες κι έπίσημοι άνθρωποι, πλήν έκείνος δέν πήγε σέ κανέναν τέτοιο άνθρωπο, παρά πήγε στό μαντρί του Γιάννη του Βλογημένου. Σάν βολέψανε τά πρόβατα, μπήκε ο Γιάννης καί λέγει στό Γέροντα:
- Γέροντα, μεγάλη χαρά έχω απόψε πού ήρθες, ν' ακούσουμε κι εμείς κανένα γράμμα, γιατί δέν έχουμε εκκλησία κοντά μας, μήτε κάν ρημοκλήσι. 'Εγώ αγαπώ πολύ τά γράμματα τής Θρησκείας μας, κι ας μήν τά καταλαβαίνω, γιατί είμαι ξύλο απελέκητο. Μιά φορά μάς ήρθε ένας γέροντας Αγιονορείτης καί μάς άφησε τούτη τήν αγιωτική φυλλάδα κι άν λάχει νά περάσει κανένας γραμματιζούμενος καμιά φορά, τόν βάzω καί τή διαβάζει . Εγώ όλα τά γράμματα πού ξέρω είναι τρία λόγια πού τά 'λεγε ένας γραμματιzούμενος, πού έβγαzε λόγο στό χωριό, δύο ώρες από δώ κι' από τίς πολλές φορές πού τά 'λεγε τυπωθήκανε στη θύμησή μον. Αυτός ό γραμματικός έλεγε καί ξανάλεγε: "Σκώνιτι ου μήτηρ κι τούν άνισπάzιτι κι τού λέγ: Τέκνου μου! Τέκνου μου!". Αύτά τά γράμματα ξέρω..."
`Ήτανε μεσάνυχτα. Ο αγέρας βογκούσε. Ο `Αγιος Βασίλης σηκώθηκε απάνου καί στάθηκε γυρισμένος κατά τήν ανατολή κι έκανε τό σταυρό του τρείς φορές. `Υστερα έσκυψε καί πήρε από τό ταγάρι του μιά φυλλάδα κι είπε:
- Ευλογητός ο Θεός ήμών πάντοτε, νύν καί αεί καί εις τούς αιώνας τών αιώνων!
Ο Γιάννης πήγε καί στάθηκε από πίσω του καί σταύρωσε τά χέρια του. Η γυναίκα βύzαξε τό μωρό καί πήγε κι εκείνη καί στάθηκε κοντά στόν άντρα της.
Κι ο γέροντας είπε τό "Θεός Κύριος" καί τ' άπολυτίκιο τής Περιτομής, "Μορφήν αναλλοιώτως ανθρωπίνην προσέλαβες", χωρίς νά πεί καί τό δικό του τ' άπολυτίκιο, πού λέγει: "Εις πάσαν τήν γήν έξήλθεν ό φθόγγος σου". "Εψελνε γλυκά καί ταπεινά κι ό Γιάννης κι η Γιάνναινα τόν ακούγανε μέ κατάνυξη καί κάνανε τό σταυρό τους. Κι είπε ο `Αγιος Βασίλης τόν όρθρο καί τόν κανόνα τής έορτής "Δεύτε λαοί, άσωμεν", χωρίς νά πεί τό δικό του κανόνα "Σου τήν φωνήν έδει παρείναι, Βασίλειε". Κι ύστερα είπε όλη τή λειτουργία κι έκανε άπόλυση. Καθίσανε στό τραπέzι καί φάγανε, ο `Αγιος Βασίλειος ο Μέγας, ο Γιάννης ο Βλογημένος, η γυναίκα του κι ο μπαρμπα-Μάρκος ό Βουβός, πού τόν είχε συμμαzέψει ό Γιάννης καί τόν βοηθούσε. Καί, σάν αποφάγανε, έφερε η γυναίκα τή βασιλόπιτα καί τήν έβαλε απάνω στό σοφρά. Κι ό `Αγιος Βασίλης πήρε τό μαχαίρι καί σταύρωσε τή βασιλόπιτα κι είπε:
- Εις τό όνομα τού Πατρός καί του Υιού καί τού Αγίου Πνεύματος!
Κι έκοψε τό πρώτο τό κομμάτι κι είπε: "τού Χριστού", έκοψε τό δεύτερο κι είπε: "τής Παναγίας" κι ύστερα έκοψε τό τρίτο καί δέν είπε: "τού Άγίου Βασιλείου", αλλά είπε: "τού νοικοκύρη τού Γιάννη τού Βλογημένου!"
Πετάγεται ο Γιάννης καί τού λέγει:
- Γέροντα, ξέχασες τόν Αι-Βασίλη!
Τού λέγει ο `Αγιος:
- Αλήθεια, τόν ξέχασα!
Κι έκοψε ένα κομμάτι κι είπε:
- Τού δούλου τού Θεού Βασιλείου!
`Υστερα έκοψε πολλά κομμάτια καί σέ κάθε ένα πού έκοβε έλεγε: "τής νοικοκυράς", "τού μωρού", "τού δούλου τού Θεού Μάρκου τού μογιλάλου", "τού σπιτιού", "τών ζωντανών" "τών φτωχών". Λέει πάλι ό Γιάννης στόν `Αγιο:
- Γέροντα, γιατί δέν έκοψες γιά τήν αγιοσύνη σου; Τού λέει ο `Αγιος.
- `Έκοψα, ευλογημένε!
Μά ο Γιάννης δέν κατάλαβε τίποτα, ο καλότυχος!
`Εστρωσε η γυναίκα, γιά νά κοιμηθούνε. Σηκωθήκανε νά κάνουνε τήν προσευχή τους. Ο `Αγιος Βασίλης άνοιξε τίς παλάμες του κι είπε τή δική του τήν ευχή, πού τή λέγει ό παπάς στή λειτουργία:
- Κύριος ο Θεός μου, οίδα ότι ούκ ειμι άξιος, ουδέ ικανός, ίνα υπό τήν στέγην εισέλθης τού οίκου τής ψυχής μου...
Σάν τελείωσε τήν ευχή κι έτοιμαzόντανε νά πλαγιάσουνε, τού λέγει ό Γιάννης:
- Εσύ, γέροντα, που ξέρεις τά γράμματα, πές μας σέ ποιά παλάτια άραγες πήγε απόψε ο Αι-Βασίλης; Οι άρχόντοι κι οι βασιλιάδες τί αμαρτίες μπορεί νά 'χουνε; Εμείς οι φτωχοί είμαστε αμαρτωλοί καί κακορίzικοι, επειδή η φτώχεια μάς κάνει νά κολαzόμαστε!
Ο `Αγιος Βασίλης δάκρυσε. Σηκώθηκε πάλι απάνω, άπλωσε τίς παλάμες του καί ξαναείπε τήν ευχή του αλλιώτικα:
- Κύριε ο Θεός μου, οίδας ότι ο δούλος σου Ιωάννης ο απλούς εστίν άξιος καί ικανός, ίνα υπό την στέγην αυτού εισέλθεις, ότι νήπιος υπάρχει, καί τών τοιούτων εστίν η βασιλεία τών ουρανών...
Καί πάλι δέν κατάλαβε τίποτα ο Γιάννης ο καλότυχος, ο Γιάννης ο Βλογημένος....
Έτη πολλά και Ευλογημένα
π. Φώτιος Βεζύνιας
Ο `Αγιος Βασίλης έφευγε λυπημένος γιατί έβλεπε τήν απονιά τών ανθρώπων καί συλλογιzότανε τους φτωχούς που διακονεύουνε, έπειδή έχουνε ανάγκη, μ' όλο που αυτός ο ίδιος δέν είχε ανάγκη από κανέναν κι ουτε πεινούσε, ούτε κρύωνε.
Αφού βολόδειρε από δώ κι από κεί, κι αφού πέρασε χώρες πολλές κι από χιλιάδες χωριά καί πολιτείες, έφτασε και στα έλληνικά τά μέρη, πού 'ναι φτωχός κόσμος. Απ' όλα τα χωριά πρόκρινε τά πιό φτωχά, καί τράβηξε κατά κεί, ανάμεσα στα ξερά βουνά πού βρισκότανε κάτι καλύβια, πεινασμένη λεμπεσουριά.
Περπατούσε νύχτα κι ό χιονιάς βογκούσε, ηπλάση ήτανε πολύ άγρια. Ψυχή ζωντανή δέν ακουγότανε, έξόν από κανένα τσακάλι πού γάβγιζε.
Αφού περπάτησε κάμποσο, βρέθηκε σ' ένα απάγκιο που έκοβε ό αγέρας από 'να μικρό βουνό κι είδε ένα μαντρί κολλημένο στα βράχια. `Ανοιξε τήν αυλόπορτα, πού ήτανε καμωμένη από άγρια ρουπάκια, καί μπήκε στή μάντρα. Τά σκυλιά ξυπνήσανε καί πιάσανε καί γαβγίzανε. Πέσανε απάνω του νά τον σκίσουνε μά, σάν πήγανε κοντά του, σκύψανε τά κεφάλια τους και σερόντανε στά ποδάρια του, γλείφανε τά χοντροπάπουτσά του, γρούζανε φοβισμένα καί κουνούσανε παρακαλεστικά τίς ουρές τους.
Ο `Αγιος σίμωσε στό καλύβι του τσομπάνου καί χτύπησε τήν πόρτα μέ τό ραβδί του καί φώναξε:
- Ελεήστε με, χριστιανοί, γιά τίς ψυχές τών αποθαμένων σας! Και ο Χριστός μας διακόνεψε, σάν ήρθε σέ τούτον τον κόσμο!
Η πόρτα άνοιξε καί βγήκε ένας τσομπάνης, παλικάρι ώς εικοσιπέντε χρονών, μέ μαύρα γένια καί δίχως νά δεί καλά καλά ποιός κτυπούσε τήν πόρτα, είπε στό γέροντα:
- Πέρασε μέσα στ' αρχοντικό μας νά ζεσταθείς! Καλή μέρα καί καλή χρονιά!
Αυτός ό τσομπάνης ήτανε ό Γιάννης ό Μπάικας, πού τον λέγανε Γιάννη βλογημένο, άνθρωπος αθώος σάν τά πρόβατα, πού βόσκαγε, αγράμματος όλότελα.
Μέσα στήν καλύβα έφεγγε μέ λιγοστό φώς ένα λυχνάρι. Ο Γιάννης σάν είδε στό φώς πώς ο μουσαφίρης ήτανε γέροντας καλόγερος, πήρε τό χέρι του καί τ' άνασπάστηκε καί τό 'βαλε πάνω στό κεφάλι του. `Υστερα φώναξε τή γυναίκα του, ώς είκοσι χρονών κοπελούδα, πού κουνούσε τό μωρό τους μέσα στήν κούνια. Κι έκείνη πήγε ταπεινά καί φίλησε τό χέρι του γέροντα καί είπε:
- Κόπιασε, παππού, νά ξεκουραστείς.
Ο `Αγιος Βασίλης στάθηκε στήν πόρτα καί βλόγησε τό καλύβι καί είπε:
- Βλογημένοι νά 'σαστε, τέκνα μου, κι όλο τό σπιτικό σας! Τα πρόβατά σας να πληθαίνουν ως του Ιωβ μετά την πληγή και ως του Αβραάμ και ως του Λάβαν! Η ειρήνη του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού να είναι μαζί σας!
Ο Γιάννης έβαλε ξύλα στο τζάκι και ξελόγιασε τη φωτιά. Ο `Αγιος απίθωσε σε μια γωνιά το ταγάρι του, ύστερα έβγαλε το μπαλωμένο το ράσο του κι απόμεινε με το ζωστικό του. Τον βάλανε κι έκατσε κοντά στη φωτιά κι η γυναίκα του 'βαλε και ιμα μαξιλάρα να ακουμπήσει. Ο Αγιος Βασίλης γύρισε και είδε γύρω του και ξανάπε μέσα στο στόμα του :
- Βλογημένο να ναι τούτο το καλύβι!
Ο Γιάννης μπαινόβγαινε γιά να φέρει τό 'να καί τ' άλλο. Η γυναίκα του μαγείρευε. Ο Γιάννης ξανάριξε ξύλα στή φωτιά. Μονομιάς φεγγοβόλησε τό καλύβι μέ μίάν αλλιώτικη λάμψη καί έφάνηκε σάν παλάτι. Τά δοκάρια σάν νά 'τανε μαλαμοκαπνισμένα, κι οί πυτιές, πού ήτανε κρεμασμένες, σάν νά γινήκανε χρυσά καντήλια, καί τά τυροβόλια καί οί καρδάρες καί τ' άλλα σύνεργα, πού τυροκομούσε ό Γιάννης λές κι ήτανε διαμαντοκολλημένα. Καί τά ξύλα πού καιγότανε στή φωτιά ευωδιάζανε σαν μοσκολίβανο καί δέν τρίzανε, όπως τρίzανε τά ξύλα τής φωτιάς παρά ψέλνανε σάν τούς αγγέλους πού 'ναι στόν Παράδεισο.
Ο Γιάννης ήτανε καλός άνθρωπος, όπως τόν έφτιαξε ο Θεός. Φτωχός ήτανε, είχε λιγοστά πρόβατα, μά πλούσια καρδιά : "Τή πτωχεία τά πλούσια!" 'Ητανε αυτός καλός, μά είχε καί καλή γυναίκα. Κι όποιος τύχαινε νά χτυπήσει τήν πόρτα τους, έτρωγε κι έπινε καί κοιμότανε. Κι άν ήτανε καί πικραμένος, έβρισκε παρηγοριά. Γι' αυτό καί ο `Αγιος Βασίλης κόνεψε στό καλύβι τους, ξημερώνοντας Πρωτοχρονιά, παραμονή τής χάρης του κι έδωσε τήν ευλογία του.
Κείνη τή νύχτα τόν περιμένανε όλες οι πολιτείες καί χωριά τής οικουμένης αρχόντοι, Δεσποτάδες κι έπίσημοι άνθρωποι, πλήν έκείνος δέν πήγε σέ κανέναν τέτοιο άνθρωπο, παρά πήγε στό μαντρί του Γιάννη του Βλογημένου. Σάν βολέψανε τά πρόβατα, μπήκε ο Γιάννης καί λέγει στό Γέροντα:
- Γέροντα, μεγάλη χαρά έχω απόψε πού ήρθες, ν' ακούσουμε κι εμείς κανένα γράμμα, γιατί δέν έχουμε εκκλησία κοντά μας, μήτε κάν ρημοκλήσι. 'Εγώ αγαπώ πολύ τά γράμματα τής Θρησκείας μας, κι ας μήν τά καταλαβαίνω, γιατί είμαι ξύλο απελέκητο. Μιά φορά μάς ήρθε ένας γέροντας Αγιονορείτης καί μάς άφησε τούτη τήν αγιωτική φυλλάδα κι άν λάχει νά περάσει κανένας γραμματιζούμενος καμιά φορά, τόν βάzω καί τή διαβάζει . Εγώ όλα τά γράμματα πού ξέρω είναι τρία λόγια πού τά 'λεγε ένας γραμματιzούμενος, πού έβγαzε λόγο στό χωριό, δύο ώρες από δώ κι' από τίς πολλές φορές πού τά 'λεγε τυπωθήκανε στη θύμησή μον. Αυτός ό γραμματικός έλεγε καί ξανάλεγε: "Σκώνιτι ου μήτηρ κι τούν άνισπάzιτι κι τού λέγ: Τέκνου μου! Τέκνου μου!". Αύτά τά γράμματα ξέρω..."
`Ήτανε μεσάνυχτα. Ο αγέρας βογκούσε. Ο `Αγιος Βασίλης σηκώθηκε απάνου καί στάθηκε γυρισμένος κατά τήν ανατολή κι έκανε τό σταυρό του τρείς φορές. `Υστερα έσκυψε καί πήρε από τό ταγάρι του μιά φυλλάδα κι είπε:
- Ευλογητός ο Θεός ήμών πάντοτε, νύν καί αεί καί εις τούς αιώνας τών αιώνων!
Ο Γιάννης πήγε καί στάθηκε από πίσω του καί σταύρωσε τά χέρια του. Η γυναίκα βύzαξε τό μωρό καί πήγε κι εκείνη καί στάθηκε κοντά στόν άντρα της.
Κι ο γέροντας είπε τό "Θεός Κύριος" καί τ' άπολυτίκιο τής Περιτομής, "Μορφήν αναλλοιώτως ανθρωπίνην προσέλαβες", χωρίς νά πεί καί τό δικό του τ' άπολυτίκιο, πού λέγει: "Εις πάσαν τήν γήν έξήλθεν ό φθόγγος σου". "Εψελνε γλυκά καί ταπεινά κι ό Γιάννης κι η Γιάνναινα τόν ακούγανε μέ κατάνυξη καί κάνανε τό σταυρό τους. Κι είπε ο `Αγιος Βασίλης τόν όρθρο καί τόν κανόνα τής έορτής "Δεύτε λαοί, άσωμεν", χωρίς νά πεί τό δικό του κανόνα "Σου τήν φωνήν έδει παρείναι, Βασίλειε". Κι ύστερα είπε όλη τή λειτουργία κι έκανε άπόλυση. Καθίσανε στό τραπέzι καί φάγανε, ο `Αγιος Βασίλειος ο Μέγας, ο Γιάννης ο Βλογημένος, η γυναίκα του κι ο μπαρμπα-Μάρκος ό Βουβός, πού τόν είχε συμμαzέψει ό Γιάννης καί τόν βοηθούσε. Καί, σάν αποφάγανε, έφερε η γυναίκα τή βασιλόπιτα καί τήν έβαλε απάνω στό σοφρά. Κι ό `Αγιος Βασίλης πήρε τό μαχαίρι καί σταύρωσε τή βασιλόπιτα κι είπε:
- Εις τό όνομα τού Πατρός καί του Υιού καί τού Αγίου Πνεύματος!
Κι έκοψε τό πρώτο τό κομμάτι κι είπε: "τού Χριστού", έκοψε τό δεύτερο κι είπε: "τής Παναγίας" κι ύστερα έκοψε τό τρίτο καί δέν είπε: "τού Άγίου Βασιλείου", αλλά είπε: "τού νοικοκύρη τού Γιάννη τού Βλογημένου!"
Πετάγεται ο Γιάννης καί τού λέγει:
- Γέροντα, ξέχασες τόν Αι-Βασίλη!
Τού λέγει ο `Αγιος:
- Αλήθεια, τόν ξέχασα!
Κι έκοψε ένα κομμάτι κι είπε:
- Τού δούλου τού Θεού Βασιλείου!
`Υστερα έκοψε πολλά κομμάτια καί σέ κάθε ένα πού έκοβε έλεγε: "τής νοικοκυράς", "τού μωρού", "τού δούλου τού Θεού Μάρκου τού μογιλάλου", "τού σπιτιού", "τών ζωντανών" "τών φτωχών". Λέει πάλι ό Γιάννης στόν `Αγιο:
- Γέροντα, γιατί δέν έκοψες γιά τήν αγιοσύνη σου; Τού λέει ο `Αγιος.
- `Έκοψα, ευλογημένε!
Μά ο Γιάννης δέν κατάλαβε τίποτα, ο καλότυχος!
`Εστρωσε η γυναίκα, γιά νά κοιμηθούνε. Σηκωθήκανε νά κάνουνε τήν προσευχή τους. Ο `Αγιος Βασίλης άνοιξε τίς παλάμες του κι είπε τή δική του τήν ευχή, πού τή λέγει ό παπάς στή λειτουργία:
- Κύριος ο Θεός μου, οίδα ότι ούκ ειμι άξιος, ουδέ ικανός, ίνα υπό τήν στέγην εισέλθης τού οίκου τής ψυχής μου...
Σάν τελείωσε τήν ευχή κι έτοιμαzόντανε νά πλαγιάσουνε, τού λέγει ό Γιάννης:
- Εσύ, γέροντα, που ξέρεις τά γράμματα, πές μας σέ ποιά παλάτια άραγες πήγε απόψε ο Αι-Βασίλης; Οι άρχόντοι κι οι βασιλιάδες τί αμαρτίες μπορεί νά 'χουνε; Εμείς οι φτωχοί είμαστε αμαρτωλοί καί κακορίzικοι, επειδή η φτώχεια μάς κάνει νά κολαzόμαστε!
Ο `Αγιος Βασίλης δάκρυσε. Σηκώθηκε πάλι απάνω, άπλωσε τίς παλάμες του καί ξαναείπε τήν ευχή του αλλιώτικα:
- Κύριε ο Θεός μου, οίδας ότι ο δούλος σου Ιωάννης ο απλούς εστίν άξιος καί ικανός, ίνα υπό την στέγην αυτού εισέλθεις, ότι νήπιος υπάρχει, καί τών τοιούτων εστίν η βασιλεία τών ουρανών...
Καί πάλι δέν κατάλαβε τίποτα ο Γιάννης ο καλότυχος, ο Γιάννης ο Βλογημένος....
Έτη πολλά και Ευλογημένα
π. Φώτιος Βεζύνιας