ΧΑΪΛ ΧΙΤΛΕΡ!
- Εγώ είμαι ο Θεός σας!
Και τον προσκύνησαν εκείνοι:
- Χάϊλ Χίτλερ!
Οι Γερμανοί είναι θηρία κουτά αλλά πειθαρχικά. Και από τότε όλοι τους έκαναν θεό τους τον μανιακό και τ' όνομα του δεν λείπει απ' το στόμα τους ούτε μέρα ούτε νύχτα.
Σηκώνουν το χέρι τους ψηλά και λέει ο ένας στον άλλο "Χάϊλ Χίτλερ!".
Καλημερίζονται στους δρόμους κι αντί για καλημέρα φωνάζουν "Χάϊλ Χίτλερ". Μπαίνουν στο εστιατόριο να φάνε και λένε στο γκαρσόνι "Χάϊλ Χίτλερ". Πηγαίνουν σ' ένα γάμο και λένε στη νύφη "Χάϊλ Χίτλερ".
Και στην κηδεία που θα πάνε να συλλυπηθούν σφίγγουν το χέρι του απαρηγόρητου και τον παρηγορούν με "Χάϊλ Χίτλερ".
Είναι τρελοί; Eίναι λυσσασμένοι; Ίσως. Γιατί κι επάνω στα ερωτικά του αγκαλιάσματα ξελιγωμένος μουρμουρίζει ο Γερμανός:
- Χάϊλ Χίτλερ! Κι η Γερμανίδα λιώνει : - Χάϊλ Χίτλερ !
Θεός είναι ο Χίτλερ. Ένας θείος με μουστακάκι Και το μαλλί πού πέφτει μέσ' το κούτελο. Είναι φανατικός. Δυναμικός. Υστερικός. Μανιακός. Σφίγγει τις γροθιές του όταν μιλά και τα γαβγίσματά του συνεπαίρνουν την φοβερή μάζα των Ναζί. Τινάζει το χέρι του ο Χίτλερ, το τινάζουν κι οι Ναζί. Ανοίγει το στόμα του ο Χίτλερ Και σεληνιάζονται οι Ναζί. Τους ρίχνει μιά ματιά ο Χίτλερ. Και πετρώνουν οι Ναζί. Τούς λέει ο Χίτλερ να πέσουν στον γκρεμό. Και πέφτουν αστραπιαία οι Ναζί.
Άοπλος κι ανύποπτος ήταν ο κόσμος. Κι ο Χίτλερ τους όπλισε σαν αστακούς. Τούς είπε ότι είναι ράτσα - Αρία Φυλή τουτέστιν διαλεχτή κι ότι ο κόσμος είναι απέραντο λιβάδι που το προόρισε ο Ύψιστος να βόσκουν, να κλωτσούν και να κοπρίζουν, μόνο οι Γερμανοί.
Και βούιξαν εκείνοι: Χάϊλ Χίτλερ!
Τους είπε ότι δεν χρειάζονται βούτυρο αλλά κανόνια. Και βρυχήθηκαν εκείνοι: Χάϊλ Χίτλερ!
Τους είπε ότι δεν χρειάζονται ψωμί αλλά αεροπλάνα. Κι απάντησαν εκείνοι: Χάϊλ Χίτλερ!
Και όταν έφτασε το πλήρωμα τού χρόνου χυμήξαν επάνω στους λαούς και καίνε πόλεις και χωριά: Χάϊλ Χίτλερ!
Βάζουν φωτιά ολούθε και φωνάζουν: Χάϊλ Χίτλερ!
Ρίχνουν τις μπόμπες τους μέσα σε πλήθη άοπλα κι ουρλιάζουν: Χάϊλ Χίτλερ!
Καίνε, ρημάζουν, χαλούν, γκρεμίζουν, κλέβουν κι αλαλάζουν : Χάϊλ Χίτλερ !
Χαίρε Χίτλερ!
Ήταν λοιπόν ο κόσμος τρομαγμένος - Και στέναζε ή Ευρώπη κάτω απ' την μπότα του χιτλερισμού. Έβλεπε και ο βραχνοκόκορας του φασισμού από τη Ρώμη τούτα τα μεγαλεία κι έβραζε. Χοντρή κεφάλα ξυρισμένη είχε αυτός. Βλέμμα οξύ. Και φρύδι βαρύ που έπεφτε σαν σύννεφο στο μάτι το θανάσιμο. Άλλος τρελός; Έλεγε πως τραβούσε η γενιά του από τούς Καίσαρες. Και πως δεν είχε παρά να κουνήσει τα φρύδια του τα φοβερά για να χιμήξουν σαν βολίδα οι Ιταλοί του, να σαρώσουνε τον κόσμο. Ρουθούνιζε την ατμόσφαιρα. Και πετούσε καπνούς από τη μύτη. Άνοιγε το στόμα κι έβγαζε φλόγες κι αστραπές. Έλεγε πως αν σηκωθούν τ' αεροπλάνα του θα κρύψουν τον ήλιο, κι αν γελάσουν μόνο οι στρατιώτες του θα σπάσουν τα τζάμια της Ευρώπης. Κι επάνω από οκτώ εκατομμύρια λογχών έλεγε πως υψώνει κλωνάρια ελιάς και όποιος τολμήσει και τον στραβοκοιτάξει, κατεβάζει τα κλωνάρια και κάνει στη στιγμή να πλέει το μοσχάρι μέσα στο αίμα.
- Βίβα Ντούτσε! - Βίβα !
- Βίβα γκουέρρρρα!
Και δεν κρατήθηκε ο Ντούτσε. "Τράβα εμπρός" του φώναζαν οι φασίστες κι ερχόμαστε από πίσω", κι ο μέγας βραχνοκόκορας που ήταν κουτός το πίστεψε και χίμηξε στην Πίνδο. Αλλά εκεί του ήλθαν ανάποδα τα πράματα. Τον άρπαξε η Ελλάδα του μάδησε ένα-ένα τα φτερά τον ξεπουπούλιασε καλά-καλά κι ύστερα δαρμένο, μαδημένο, τού έδωσε μία κλωτσιά να πάει πίσω και κάγχασε η οικουμένη. Γιατί η Ελλάδα είχε άχτι τους φασισμούς. Τέσσερα χρόνια με την εγχώρια δικτατορία μάζεψε μέσα της μίσος βουβό που ξέσπασε και σάρωσε τον κόκορα της Ρώμης. Γελούσε και θαύμαζε ο κόσμος. Κι έξη μήνες που έβλεπε ο Χίτλερ τούτο το ρεζίλι λύσσαγε. Και είπε στους Ναζί :
- Μας τάκανε μούσκεμα ο Ντούτσε. Τραβάτε στην Ελλάδα!
- Χάϊλ Χίτλερ!
- Κάψτε, ρημάξτε και αρπάξτε!
- Χάϊλ Χίτλερ !
Κι αλίμονο.
Είδαμε ένα πρωί να κυματίζει στην Ακρόπολη η σημαία με τον αγκυλωτό. Όπως σκοτεινιάζει μέρα ανοιξιάτικη από τα μαύρα σύννεφα που κρύψανε τον ήλιο, έτσι σκοτείνιασε ο τόπος. Ήταν άγελαστa τα πρόσωπα. Αμίλητα τα στόματα. Κι ήταν τα μάτια μας γεμάτα απόγνωση. Ακρίδα φοβερή που είχε πλημμυρίσει την Ευρώπη, κατέβηκε και στην Ελλάδα. Γεμάτη δέος ήταν κάθε ψυχή ελληνική. Τι μάς περίμενε; Τι θάτaνε το μέλλον; Από την υψηλή έξαρση και την δόξα του Αλβανικού έπεφτε ο τόπος στο μαύρο χάος της σκλαβιάς. Γύρισε το φύλλο η ιστορία κι άρχισε να γράφει σελίδες σκοτεινές.
Η Πείνα.
Στον πρόλογο της τραγωδίας είναι ο χειμώνας του 41 . Κι ήλθαν μαζί μ' αυτήν πολλά. Ανάμεσα στα τόσα κι η φιλοσοφία που αναπήδησε από την πτώση:
- Πότε πεθαίνει ο κουτός;
- Στον πόλεμο.
- Πότε πλουτίζει ο έξυπνος;
- Στον πόλεμο.
- Χάϊλ Χίτλερ!
Xαίρε λοιπόν, Χίτλερ που έδωκες την ευκαιρία σ' όλους τους ανθρώπους και στους Έλληνες να δείξουν την πραγματική τους φάτσα. Όποιος φυλλομετρήσει το δράμα της κατοχής πολλά θα μάθει και θα δει. Γεμάτο αίμα και δόξα απ' τη μια μεριά. Γεμάτο λάσπη και χρυσάφι από την άλλη. Απέραντο είναι το θέμα, ανaγνώστη. Κράτησα μερικές σημειώσεις μοναχά, κάνοντας ένα χρέος που είχα σαν δημοσιογράφος. Άλλες από προσωπικές παρατηρήσεις μου. Άλλες από σκηνές του δρόμου. Άλλες από το κοίταγμα των ανθρώπων γύρω μου. Άλλες σαν άλλοτε από τα δικαστήρια. Μιά συμβολή ασήμαντη, πες αναγνώστη, στην ιστορία των μαύρων χρόνων της σκλαβιάς. Κι αν το χαμόγελο δεν λείπει από τα "σκίτσα" μου, είναι γιατί δεν έλειψε ποτέ ακόμα και στις πιο πικρές ημέρες μας. Η δύναμή μας ήταν κι η ζωή μας, ο σαρκασμός και η κακία μας, το μίσος κι η ελπίδα μας, η καθημερινή αντίδραση μας στα βάσανα μας κι επάνω απ' όλα η βαθιά πεποίθησή μας πως η Ελλάδα δεν πεθαίνει.
Δημήτρης Ψαθάς. Πρόλογος στο βιβλίο του "Χειμώνας του 41".
ΞΥΠΝΉΣΤΕ ΕΛΛΗΝΕΣ ΕΧΟΥΜΕ ΠΟΛΕΜΟ... ΕΕΕ. Μ' ΑΚΟΥΤΕ;
π. Φώτιος Βεζύνιας