Πρωτοπρεσβύτερος Θεόδωρος Ζήσης,
Ὁμότιμος Καθηγητὴς Θεολογικῆς Σχολῆς Α.Π.Θ.
1. Ἁγιομαχικὰ πυρά. Μετὰ τὸν προφήτη Ἠλία ἡ σειρὰ τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου.
Δὲν ἔχει περάσει πολὺς καιρὸς ποὺ ἐκυκλοφορήθη στὸ Διαδίκτυο ἄρθρο μας μὲ τίτλο «Αγιομάχος οικουμενιστής προσβάλλει την μνήμη του Προφήτη Ηλία». Εἰς αὐτὸ ἐπικρίναμε ἄρθρο ποὺ συνέγραψε ὁ καθηγητὴς Μιλτ. Κωνσταντίνου στὸ περιοδικὸ τῆς Ἐκκλησίας «Ἐφημέριος» μὲ τίτλο: «20 Ἰουλίου: Μνήμη προφήτη Ἠλία. Σχόλιο στὸ Β´ Ἀνάγνωσμα τοῦ Ἑσπερινοῦ: Γ´ Βα ιη´ 1- ιθ´ 16. Ἡ εἰδωλολατρία στὸν βιβλικὸ Ἰσραήλ.» Διαπιστώναμε ὅτι στὸ ἀρχιεπισκοπικὸ καὶ συνοδικὸ περιβάλλον ἔχει δημιουργηθῆ οἰκουμενιστικό – συγκρητιστικὸ κλῖμα, τὸ ὁποῖο εὐνοεῖ τὶς ἁγιομαχικὲς καὶ μεταπατερικὲς θέσεις, οἱ ὁποῖες περνοῦν πλέον καὶ στὰ ἐπίσημα μέσα ἐπικοινωνίας τῆς Ἐκκλησίας, στὰ περιοδικά της καὶ στὸν Ραδιοφωνικό της Σταθμό. Στὸ ἄρθρο αὐτὸ τοῦ καθηγητῆ Κωνσταντίνου γιὰ πρώτη φορὰ στὴν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας, ὁ ζηλωτὴς προφήτης Ἠλίας, ἀγωνιζόμενος κατ᾽ ἐντολὴν τοῦ Θεοῦ ἐναντίον τῆς εἰδωλολατρίας καὶ ἐγκωμιαζόμενος ἀπὸ τὴν Ἁγία Γραφή, τὴν Πατερικὴ Παράδοση καὶ τὴν Ὑμνογραφία τῆς Ἐκκλησίας, ἐπικρίνεται ἀπό τόν ἀρθρογράφο, διότι μὲ τὴν σφαγὴ τῶν ἱερέων τῆς αἰσχύνης διέπραξε ἀποτροπιαστικὴ πράξη, ἡ ὁποία δῆθεν ἀποδοκιμάσθηκε ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Θεό. Δὲν θὰ ἐπαναλάβουμε ἐδῶ ὅσα ἀναιρετικὰ αὐτῶν τῶν ἀθεμελίωτων ἰσχυρισμῶν γράψαμε στὸ δικό μας ἄρθρο.
Ἡ εἰσαγωγικὴ αὐτὴ ἀναφορά μας ἁπλῶς ἐπιδιώκει νὰ συνδέσει τὴν ἁγιομαχικὴ αὐτὴ στάση τοῦ ἐν λόγῳ καθηγητῆ μὲ νέα συνέχισή της πολὺ χειρότερη, ἡ ὁποία πλήττει τὴν πρώτη μεταξὺ τῶν Ἁγίων, τὴν ὑπερτέρα καὶ μείζονα σὲ Ἁγιότητα καὶ τῶν Ἁγίων Ἀγγέλων, τὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο. Συγκεκριμένα φυλλομετρώντας τὸ τεῦχος τοῦ «Ἐφημερίου», τῶν μηνῶν Σεπτεμβρίου-Ὀκτωβρίου τοῦ 2019 καὶ ἔχοντας κατὰ νοῦν τὸ κακὸ προηγούμενο τοῦ προηγουμένου τεύχους, ὅπου ὑπῆρχε ἡ ἀπαξιωτικὴ γιὰ τὸν προφήτη Ἠλία ἐκτίμηση, ἐπρόσεξα ὅτι ὁ ἴδιος συγγραφεὺς ἐδημοσίευε καὶ πάλι σχόλιο σὲ ἀνάγνωσμα τοῦ Ἑσπερινοῦ τῆς ἑορτῆς τοῦ Γενεθλίου τῆς Θεοτόκου, μὲ τίτλο: «8 Σεπτεμβρίου: Τὸ γενέθλιον τῆς Ὑπεραγίας ἡμῶν Θεοτόκου καὶ ἀειπαρθένου Μαρίας. Σχόλιο στὸ Α´ Ἀνάγνωσμα τοῦ Ἑσπερινοῦ: Γεν. 28:10-17. Ἡ κλῖμαξ δι᾽ ἧς κατέβη ὁ Θεός». Ἴσως εἶναι καὶ πάλι ἡ πρώτη φορὰ ποὺ σὲ ὀρθόδοξο περιοδικό, καὶ μάλιστα ἐπίσημο ὄργανο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ποὺ προορίζεται γιὰ τοὺς ἱερεῖς της, δημοσιεύονται ἀπαξιωτικὲς κρίσεις γιὰ τὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο, τὴν ἀσυγκρίτως ἁγιωτέραν ὅλων τῶν Ἁγίων, τιμιωτέραν καὶ ἐνδοξοτέραν τῶν Χερουβεὶμ καὶ τῶν Σεραφείμ. Αὐτὸ μάλιστα γίνεται μὲ ἕνα ἐπιστημονικοφανῆ τρόπο, γιὰ νὰ ἐντυπωσιάσει τοὺς μὴ εἰδότας, καὶ μὲ ἕνα ὁλοφάνερο ἅλμα ἀπὸ τὴν κλίμακα τοῦ Ἰακώβ, ποὺ συμβολίζει τὴν Θεοτόκο, στὸ ἄσχετο μὲ τὸ βιβλικὸ ἀνάγνωσμα θέμα τῶν κριτηρίων μὲ τὰ ὁποῖα ἐπιλέγει ὁ Θεὸς τὰ πρόσωπα ποὺ διακονοῦν στὸ σχέδιο τῆς Θείας Οἰκονομίας. Τολμᾶ ὁ μικρὸς καὶ μηδαμινὸς «καθηγητής» νὰ βρεῖ καὶ νὰ καθορίσει τὸ πῶς κινεῖται ὁ θεῖος νοῦς στὶς ἐπιλογές του, λησμονώντας ὅτι ἀκόμη καὶ ὁ οὐρανοβάμων Ἀπόστολος Παῦλος ἐκφράζει τὴν ἀδυναμία του νὰ κατανοήσει καὶ νὰ ἑρμηνεύσει τὶς ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴν σωτηρία τῶν ἀνθρώπων: «Ὤ βάθος πλούτου καὶ σοφίας καὶ γνώσεως Θεοῦ! Ὡς ἀνεξερεύνητα τὰ κρίματα αὐτοῦ καὶ ἀνεξιχνίαστοι αἱ ὁδοὶ αὐτοῦ! Τίς γὰρ ἔγνω νοῦν Κυρίου; Ἤ τίς σύμβουλος αὐτοῦ ἐγένετο»[1];
Στὴ συνάφεια λοιπὸν αὐτὴ ποὺ ἐρευνῶνται τὰ κριτήρια μὲ τὰ ὁποῖα ἐπιλέγει ὁ Θεὸς τοὺς συνεργούς του στὸ ἔργο τῆς σωτηρίας γίνεται λόγος καὶ γιὰ τὸ τί ἐκίνησε τὸν Θεὸ νὰ ἐπιλέξει τὴν Παναγία, ὥστε νὰ γίνει Μητέρα Του, νὰ γίνει Θεομήτωρ καὶ Θεοτόκος. Καὶ ἐνῶ ἡ ἀπάντηση εἶναι προφανής, μὲ βάση ὅσα διδάσκουν ἡ Ἁγία Γραφή, οἱ Ἅγιοι Πατέρες καὶ ἡ Ὑμνογραφία τῆς Ἐκκλησίας, στὰ ὁποῖα σύντομα θὰ ἀναφερθοῦμε, ὁ καθηγητὴς Κωνσταντίνου προτεσταντίζων προτιμᾶ νὰ ἀκολουθήσει τὸν δικό του ἐπισφαλῆ καὶ σκολιὸ δρόμο. Ἂς παρακολουθήσουμε ὅμως τὸν εἱρμὸ τοῦ Σχολίου του στὸ Α´ Ανάγνωσμα τοῦ Ἑσπερινοῦ τῆς ἑορτῆς τοῦ Γενεθλίου τῆς Θεοτόκου.
2. Προτεσταντικὲς καὶ οἰκουμενιστικὲς προσεγγίσεις
Ξεκινάει μὲ τὴν ὀρθὴ διαπίστωση ὅτι ἡ ἀρχὴ καὶ τὸ τέλος τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἔτους σηματοδοτοῦνται ἀπὸ δύο ἑορτὲς τῆς Παναγίας· ἀπὸ τὴν ἑορτὴ τοῦ Γενεθλίου Της (8 Σεπτεμβρίου) καὶ ἀπὸ τὴν ἑορτὴ τῆς Κοιμήσεως (15 Αὐγούστου). Λανθασμένη ὅμως εἶναι ἡ «διαπίστωση ὅτι ἡ Καινὴ Διαθήκη ἐλάχιστους μόνο στίχους ἀφιερώνει γιὰ τὴν περιγραφὴ τοῦ προσώπου καὶ τοῦ ἔργου τῆς Παναγίας». Ἂν συγκεντρωθοῦν ὅλα ὅσα λέγει ἡ Καινὴ Διαθήκη γιὰ τὴν Παναγία μας, εἶναι πολὺ περισσότερα ἀπὸ ἐλάχιστους στίχους, καὶ τόσο μάλιστα ἐπαινετικὰ καὶ μεγαλυντικά, ὥστε νὰ ἀποστομώνουν τοὺς Προτεστάντες ποὺ δὲν τιμοῦν, ἀλλὰ ὑποτιμοῦν τὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο. Δὲν χρειάζεται νὰ ἐνισχύουμε τὴν προτεσταντικὴ αἵρεση, προβάλλοντας καὶ ἐμεῖς τὸ ἐπιχείρημα ὅτι ἡ Καινὴ Διαθήκη λέγει ὀλίγα γιὰ τὴν Θεοτόκο. Καὶ μόνον ὁ χαιρετισμὸς τοῦ ἀρχαγγέλου Γαβριήλ, ὁ ὁποῖος μεταφέρει τὴν γνώμη καὶ τὴν ἐκτίμηση τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ, «Χαῖρε κεχαριτωμένη ὁ Κύριος μετὰ σοῦ, εὐλογημένη σὺ ἐν γυναιξί»[2], μαζὶ μὲ ὅσα ἡ ἴδια ἡ Θεοτόκος εἶπε στὴν γνωστή Της ὠδὴ κατὰ τὴν ἐπίσκεψή Της στὴν Ἐλισάβετ, «ὅτι ἐποίησέ μοι μεγαλεῖα ὁ δυνατός» καί «ἰδοὺ γὰρ ἀπὸ τοῦ νῦν μακαριοῦσι με πᾶσαι αἱ γενεαί»[3], εἶναι ἀρκετὰ γιὰ νὰ θεμελιώσουν τὸ μεγαλεῖο τῆς Παναγίας καὶ τὴν διὰ τῶν αἰώνων τιμὴ πρὸς τὸ πάντιμον πρόσωπόν Της, τὰ ὁποῖα μόνον οἱ δῆθεν «εὐαγγελικοί» Προτεστάντες παραγνωρίζουν καὶ οἱ ἐξ ἡμῶν προτεσταντίζοντες.
Στὰ ὅσα ὑπεραρκετὰ γιὰ τὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο λέγει ἡ Καινὴ Διαθήκη ἔχει προσθέσει περισσότερα ἡ Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἔχει διασώσει πληροφορίες γιὰ γεγονότα τῆς ζωῆς της ποὺ δὲν ἀναφέρονται στὴν Καινὴ Διαθήκη, ὅπως π.χ. γιὰ τὴν Γέννηση τῆς Θεοτόκου, γιὰ τὰ Εἰσόδιά Της στὸ Ναὸ καὶ γιὰ τὴν Κοίμησή Της. Οἱ Προτεστάντες ἀπορρίπτουν τὴν Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, στηριζόμενοι μόνο στὴν Ἁγία Γραφή (Sola Scriptura) γι᾽ αὐτὸ καὶ ἀποξενώθηκαν ἀπὸ ὅσα ἡ Ἐκκλησία πιστεύει συνολικὰ γιὰ τὸ πρόσωπο καὶ τὸ ἔργο τῆς Θεοτόκου. Εἶναι πάντως ἐνδεικτικὸ τὸ ὅτι ὁ ἀρθρογράφος καθηγητής, ἐνῶ γράφει σχόλιο γιὰ τὴν ἑορτὴ τῆς Γεννήσεως τῆς Θεοτόκου, δὲν ἀναφέρεται καθόλου στὸ γεγονὸς αὐτὸ καὶ στὸ θαῦμα τῆς Γεννήσεώς Της ἀπὸ τοὺς ἡλικιωμένους γονεῖς Της, τὸν Γέροντα Ἰωακεὶμ καὶ τὴν στείρα γυναίκα του Ἄννα, προφανῶς γιατὶ στὰ ἐλάχιστα δῆθεν ποὺ γράφει ἡ Καινὴ Διαθήκη γιὰ τὴν Παναγία δὲν περιλαμβάνεται καὶ ἡ Γέννησή Της, ὅπως θὰ ἔπραττε κάθε γνήσιος Προτεστάντης.
Ἐσφαλμένη εἶναι καὶ ἡ γνώμη ὅτι, ἐπειδὴ ἡ Καινὴ Διαθήκη ἐλάχιστους μόνον στίχους ἀφιερώνει γιὰ τὴν περιγραφὴ τοῦ προσώπου καὶ τοῦ ἔργου τῆς Παναγίας, αὐτὸ ἔχει σὰν ἀποτέλεσμα «σὲ κάθε σχεδὸν γιορτὴ πρὸς τιμήν της νὰ διαβάζονται τὰ ἴδια ἀποσπάσματα ἀπὸ τὸ Κατὰ Λουκᾶν Εὐαγγέλιον (10:38-42· 11:27-28), ποὺ φαινομενικὰ τουλάχιστον, ἐλάχιστη σχέση ἔχουν μὲ τὸ ἑορταζόμενο γεγονός». Θὰ πρέπει ὁ ἀρθρογράφος νὰ ἀνανεώσει ἤ νὰ συμπληρώσει τὶς λειτουργικές του γνώσεις. Τὸ ἀληθὲς ἐν προκειμένῳ εἶναι ὅτι ὅσες θεομητορικὲς ἑορτὲς ἀναφέρονται σὲ γεγονότα γιὰ τὰ ὁποῖα ἔχομε διήγηση στὴν Καινὴ Διαθήκη, ὅπως ὁ Εὐαγγελισμὸς τῆς Θεοτόκου, διαβάζεται ἡ σχετικὴ περικοπὴ ἀπὸ τὴν Καινὴ Διαθήκη (Λουκᾶ 1, 24-38), ὅπως καὶ κατὰ τὴν ἑορτὴ τῆς Συνάξεως τῆς Θεοτόκου (26 Δεκεμβρίου) κατὰ τὴν ὁποία διαβάζεται ἡ περικοπὴ τῆς σφαγῆς τῶν νηπίων, καὶ τῆς φυγῆς στὴν Αἴγυπτο (Ματθ. 2, 13-23). Τὰ ἴδια ἰσχύουν καὶ γιὰ τὶς ἑορτὲς τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ (25 Δεκεμβρίου), τῆς Περιτομῆς (1η Ἰανουαρίου) καὶ τῆς Ὑπαπαντῆς (2 Φεβρουαρίου), ποὺ εἶναι Δεσποτικὲς Ἑορτές, ἔχουν ὅμως καὶ Θεομητορικὸ χαρακτήρα, διότι εἶναι ἔντονη ἡ παρουσία τῆς Θεοτόκου. Καὶ εἰς αὐτὲς λοιπὸν διαβάζονται οἱ σχετικὲς περικοπὲς ἀπὸ τὴν Καινὴ Διαθήκη ποὺ ἀναφέρονται στὰ γεγονότα. Σὲ ὅποιες ὅμως ἑορτὲς δὲν ἔχουμε διήγηση ἀπὸ τὴν Καινὴ Διαθήκη, ὅπως οἱ ἑορτὲς τοῦ Γενεθλίου, τῶν Εἰσοδίων καὶ τῆς Κοιμήσεως, ἄριστα σκεπτόμενοι οἱ Ἅγιοι Πατέρες ἐπέλεξαν νὰ διαβάζονται δύο περικοπὲς ποὺ δὲν ἔχουν σχέση μὲ τὸ ἑορταζόμενο γεγονός, ἀλλὰ ἀναφέρονται γενικὰ στὸ μεγαλεῖο τῆς Θεοτόκου καὶ στὴν ἐπάξια τιμή της, καὶ ἑπομένως καὶ φαινομενικὰ καὶ οὐσιαστικὰ ἔχουν σχέση μὲ τὸ ἑορταζόμενο γεγονός. Εἶναι ὡς νὰ λέγουν οἱ δύο αὐτὲς περικοπὲς ὅτι καλὰ κάνετε καὶ τιμᾶτε καὶ αὐτὸ τὸ γεγονὸς ἀπὸ τὴν ζωὴ τῆς Παναγίας. Τῆς ἀξίζει· Ἄξιόν ἐστι. Σημειώνουμε ὅτι οἱ δύο αὐτὲς «περικοπές», ὅπως τὶς χαρακτηρίζει ἡ λειτουργικὴ γλώσσα, καὶ ὄχι «ἀποσπάσματα», ὅπως τὶς ὀνομάζει ὁ ἐλλιπῆ λειτουργικὴ παιδεία διαθέτων ἀρθρογράφος, διαβάζονται ἡ μὲν μία στὸν Ὄρθρο τῶν Θεομητορικῶν Ἑορτῶν, «Ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις ἀναστᾶσα Μαριάμ…» (Λουκᾶ 1, 39-49.56), ἡ δὲ ἄλλη κατὰ τὴν Θεία Λειτουργία, «Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ εἰσῆλθεν ὁ Ἰησοῦς εἰς κώμην τινά» (Λουκᾶ 10, 38-42· 11,27-28). Οἱ ἐπαναλαμβανόμενες περικοπὲς εἶναι δύο, μία στὸν Ὄρθρο, καὶ μία στὴν Θ. Λειτουργία καὶ ὄχι μία, ὅπως νομίζει ὁ ἀρθρογράφος.
Μετὰ τὴν ἐκτίμηση ὅτι ἡ Καινὴ Διαθήκη ἐλάχιστους μόνον στίχους ἀφιερώνει στὴν Θεοτόκο ἐνθυμεῖται ὁ ἀρθρογράφος ὅτι ἡ χριστιανικὴ ἑρμηνευτικὴ παράδοση ποὺ παρέλαβε τὰ κείμενα τῆς Π. Διαθήκης ἀπὸ τὴν Συναγωγή, ἀκολούθησε διαφορετικὴ ἑρμηνευτικὴ προσέγγιση, καὶ τὰ εἶδε ὅπως τὰ βλέπουν οἱ συγγραφεῖς τῆς Κ. Διαθήκης, ὅτι δηλαδὴ καὶ στὰ γεγονότα τῆς Π. Διαθήκης ἐνεργεῖ ὁ ἴδιος Λόγος τοῦ Θεοῦ στὸν ὁποῖο ἀναφέρεται καὶ ἡ Κ. Διαθήκη. Ἀπέναντι στὴν Συναγωγὴ καὶ στὴν Ἐκκλησία μένει οὐδέτερος ὁ ἀρθρογράφος· δὲν παίρνει τὸ μέρος τῆς Κ. Διαθήκης καὶ τῆς Ἐκκλησίας καὶ νὰ πεῖ ὅτι ἡ Π. Διαθήκη ἀποκτᾶ νόημα, μόνον ὅταν ὁδηγεῖ στὴν Κ. Διαθήκη, μὲ τὴν ὁποία ὁλοκληρώνεται τὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴν σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου, καὶ ἡ μόνη ἀληθινὴ ἑρμηνευτικὴ προσέγγιση τῆς Π. Διαθήκης εἶναι ἡ χριστιανική. Χωρισμένη ἀπὸ τὴν Κ. Διαθήκη ἡ Π. Διαθήκη παραμένει ἕνα ἑβραϊκὸ μόνο βιβλίο, ποὺ ἔχει σχέση μὲ τὴν ἱστορία τοῦ Ἰσραήλ, χάνει τὸν οἰκουμενικὸ σωτηριολογικό της χαρακτήρα, ἕνα βιβλίο τῆς Συναγωγῆς. Φαίνεται ὅτι ἔτσι τὴν βλέπει περισσότερο ὁ ἀρθρογράφος, ὁ ὁποῖος ὡς γνήσιος Οἰκουμενιστὴς ἐξισώνει τὶς θρησκεῖες καὶ τὶς ὁμολογίες ὡς διαφορετικοὺς ἀλλὰ νόμιμους δρόμους προσέγγισης τοῦ Θεοῦ καὶ σωτηρίας. Καὶ στὴν Συναγωγὴ καὶ στὴν Ἐκκλησία σώζονται οἱ ἄνθρωποι.
3. Σύμβουλος τοῦ Θεοῦ ὁ Μιλτ. Κωνσταντίνου. Ὁ Θεὸς ἐπιλέγει βλάκες καὶ ἀνήθικους;
Στὰ πλαίσια λοιπὸν αὐτῆς τῆς νέας χριστιανικῆς ἀντιμετώπισης τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ποὺ δὲν τὴν βλέπει πάντως ὡς τὴν μόνη ἀληθινή, συνδέει ὁ ἀρθρογράφος τὴν κλίμακα ποὺ εἶδε ὁ πατριάρχης Ἰακὼβ στὸ ὄνειρό του, ὅπως περιγράφεται στὸ Α´ Ἀνάγνωσμα τοῦ Ἑσπερινοῦ τῆς ἑορτῆς τοῦ Γενεθλίου τῆς Θεοτόκου (Γεν. 28, 10-17), μὲ τὴν Θεοτόκο ποὺ ἔγινε ἡ κλίμακα γιὰ νὰ κατέβει ὁ Θεός στὴν γῆ. Αὐτὸς εἶναι ἄλλωστε καὶ ὁ λόγος γιὰ τὸν ὁποῖο οἱ Πατέρες ὅρισαν νὰ διαβάζεται αὐτὸ τὸ ἀνάγνωσμα, διότι ἡ κλίμακα τοῦ Ἰακὼβ εἶναι μία προτύπωση τῆς Θεοτόκου ὡς κλίμακας ποὺ ἕνωσε τὸν οὐρανὸ μὲ τὴν γῆ, μέσῳ τῆς ὁποίας κατέβηκε ὁ Θεὸς στὴν γῆ, ὅπως ψάλλει ἡ Ἐκκλησία στὸν πρῶτο οἶκο τῶν Χαιρετισμῶν τῆς Παναγίας: «Χαῖρε κλῖμαξ ἐπουράνιε δι᾽ ἧς κατέβη ὁ Θεός», καὶ σὲ πολλὰ ἄλλα πατερικὰ καὶ ὑμνογραφικὰ κείμενα. Δὲν τὸν ἀναπαύει ὅμως πολὺ αὐτὴ ἡ ἀξιολογικῶς ἐπάξια θεώρηση τῆς Θεοτόκου ὡς κλίμακας, ἡ ὁποία καὶ ἀποτελεῖ τὸν αἰτιώδη λόγο τῆς τοποθετήσεως τοῦ παλαιοδιαθηκικοῦ ἀναγνώσματος στὴν ἀκολουθία τοῦ Ἑσπερινοῦ, καὶ γι᾽ αὐτὸ εἰς αὐτὴν τὴν σωτηριώδη λειτουργία Της ἔπρεπε νὰ ἐπικεντρώσει τὸν σχολιασμό του. Ἀφήνει λοιπὸν τὴν κλίμακα τοῦ Ἰακὼβ καὶ τὴν Θεοτόκο ὡς κλίμακα καὶ μὲ ἕνα ἀπροσδόκητο καὶ ἐκτὸς συναφείας ἐννοιολογικὸ ἅλμα ἀφιερώνει τὸ μεγαλύτερο μέρος τοῦ ἄρθρου το στὸ νὰ ἀπαντήσει ὑπερήφανα καὶ αὐθαδέστατα ὅτι αὐτὸς γνωρίζει «ποιά εἶναι τὰ κριτήρια ἐπιλογῶν τοῦ Θεοῦ», ὅταν ἐκλέγει πρόσωπα γιὰ νὰ διακονήσουν τὸ ἔργο τῆς σωτηρίας, καὶ ἂς λέγει ὁ οὐρανοβάμων Ἀπόστολος Παῦλος καὶ ὅλη ἡ Ἁγιογραφικὴ καὶ Πατερικὴ Παράδοση ὅτι εἶναι ἀνεξερεύνητες οἱ βουλὲς καὶ τὰ κριτήρια τοῦ Θεοῦ, ὅπως προείπαμε.
Μὲ κάποια παραδείγματα λοιπὸν ἀπὸ τὴν Π. Διαθήκη, ὅπως τοῦ Ἀβραάμ, τοῦ Ἰακώβ, τοῦ Ἰσαάκ, τοῦ Μωϋσῆ, τοῦ Ἰωσήφ, τοῦ Δαβὶδ καὶ ἄλλα καταλήγει στὴν ἀπροσδόκητη ἐκτίμηση ὅτι «ὁ Θεὸς ἐπεμβαίνει πάντοτε τὴν κατάλληλη στιγμὴ γιὰ νὰ δώσει λύσεις στὰ ἀδιέξοδα, ἐκλέγοντας γιὰ τὸν σκοπὸ αὐτὸν τὰ πρόσωπα ἐκεῖνα ποὺ αὐτὸς θεωρεῖ κάθε φορὰ κατάλληλα. Αὐτὸ ποὺ καθιστᾶ ἕνα πρόσωπο ἄξιο τῆς θείας ἐκλογῆς δὲν εἶναι κάποιες ἰδιαίτερες σωματκὲς ἤ διανοητικὲς ἱκανότητές του, οὔτε κἂν ἡ ἠθική του, ἀλλὰ ἡ ἑτοιμότητά του γιὰ ὑπακοὴ στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ». Ἦσαν λοιπὸν διανοητικὰ καθυστερημένοι καὶ ἀνόητοι ὅσοι ἐπιλέχθηκαν ἀπὸ τὸν Θεὸ ὡς ἡγέτες τοῦ Ἰσραήλ, ἀλλὰ καὶ σωματικὰ ἀνάπηροι καὶ ἀσθενεῖς; Μὰ ὁ Θεὸς δὲν εἶναι ποὺ δίνει σοφία καὶ σύνεση στοὺς ἀνθρώπους, γιὰ νὰ ἀντιλαμβάνονται τὴν πανσοφία Του, τὴν δύναμη καὶ τὴν πρόνοιά Του καὶ νὰ τηροῦν τὸ θέλημά Του; Δὲν ὑπάρχουν τόσοι ὕμνοι τῆς σοφίας στὴν Π. Διαθήκη, δὲν ἐγκωμιάζεται ὁ σοφὸς Σολομών, καὶ δὲν ἐξυμνεῖται ἡ σοφία στὸ βιβλίο «Σοφία Σολομῶντος» ὅπως καὶ στὸ βιβλίο τῶν «Παροιμιῶν»; Δὲν ἐδιάβασε ἤ δὲν ἐπρόσεξε ὁ ἄσοφος καθηγητὴς ὅτι σὲ πολλοὺς Ἑσπερινοὺς Ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας διαβάζονται ἀναγνώσματα ἀπὸ τὸ βιβλίο τῶν «Παροιμιῶν» καὶ τὸ βιβλίο τῆς «Σοφίας Σολομῶντος», στὰ ὁποῖα ἐξυμνεῖται καὶ ἐγκωμιάζεται ἡ σοφία[4]; Θὰ βασανίσθηκε πολὺ ὁ ἀρθρογράφος, γιὰ νὰ γράψει ὅτι ἀκόμη καὶ ἀνηθίκους ἐπιλέγει ὁ Θεὸς ὡς ὄργανα τοῦ θείου σχεδίου. Γνωρίζει κανέναν Σοδομίτη ὁμοφυλόφιλο, κανένα μοιχὸ ἤ πόρνο, ποὺ νὰ ἐξέλεξε ὁ Θεὸς ὡς ἡγέτη τοῦ λαοῦ του; Ὁ Δαβίδ, ὅταν ἐπελέγη, δὲν ἦταν μοιχός· ἁμάρτησε μετὰ τὴν ἐπιλογή του, καὶ ἔκλαυσε γι᾽ αὐτὸ καὶ μετενόησε πικρά, δὲν ἐκαυχᾶτο γιὰ τὴν μοιχεία του, ὅπως πράττουν σήμερα μὲ τὶς «παρελάσεις ὑπερηφανείας» (Gay Pride). Ὁ Ἰακὼβ ἐπελέγη ἀπὸ τὸν Θεὸ γιὰ νὰ συνεχίσει καὶ νὰ ἀνανεώσει μὲ αὐτὸν τὴν Διαθήκη ποὺ εἶχε συνάψει μὲ τὸν Ἀβραάμ, διότι ἀσφαλῶς ἔκρινε ὁ Θεὸς ὅτι ἦταν καταλληλότερος καὶ ἠθικώτερος τοῦ ἀδελφοῦ του Ἠσαῦ, ἀπὸ τὸν ὁποῖο ἔκλεψε τὰ πρωτοτόκια μὲ ἀπάτη. Ὁ Θεὸς γνωρίζει καλύτερα νὰ μᾶς κρίνει καὶ νὰ μᾶς ζυγίζει συνολικὰ καὶ ὡς πρὸς τὴν νοημοσύνη μας καὶ ὡς πρὸς τὴν ἠθική μας, γιατὶ αὐτὸς μόνον «ἐτάζει καρδίας καὶ νεφρούς»[5]. Αὐτὸ δὲν σημαίνει ὅτι, ἐπειδὴ ὁ Ἰακὼβ «ἐξηπάτησε τὸν ἀδελφό του καὶ τὸν πατέρα του», ὅπως γράφει ὁ ἀρθρογράφος, ἦταν συνολικὰ ἀνήθικος, ὥστε νὰ συμπεραίνει ὅτι ὁ Θεὸς δὲν λαμβάνει ὑπ᾽ ὄψιν του οὔτε κἄν τὴν ἠθικὴ κατάσταση αὐτῶν ποὺ ἐπιλέγει ὡς ἡγέτες.
4. «Τίποτε τὸ ξεχωριστὸ δὲν εἶχε ἡ Μαρία». Ποιά Μαρία;
Τὸ πιὸ φοβερὸ ὅμως, ἀπαράδεκτο, βλάσφημο καὶ καθαρὰ αἱρετικὸ καὶ προτεσταντικὸ εἶναι ὅτι μετὰ ἀπὸ αὐτὲς τὶς γενικὲς ἐκτιμήσεις γιὰ τὰ κριτήρια τῶν ἐπιλογῶν τοῦ Θεοῦ, τολμᾶ, ἤ καλύτερα ἀποθρασύνεται, ὁ ἀρθρογράφος νὰ τὶς ἐπεκτείνει καὶ στὴν ἐπιλογὴ τῆς Θεοτόκου ἀπὸ τὸν Θεὸ γιὰ τὴν πραγματοποίηση τοῦ ἔργου τῆς σωτηρίας.
Φαίνεται ὅτι ἡ μακροχρόνια «ἐπιστημονική» του ἐνασχόληση μὲ τὴν Π. Διαθήκη καὶ μὲ τὴν ραββινικὴ ἑρμηνευτική της παράδοση, ποὺ φθάνει μέχρις ἐξευτελισμοῦ τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, θίγοντας ἀκόμη καὶ τὴν ἠθική Της, ὅπως καὶ μὲ τὴν προτεσταντικὴ ὑποτιμητικὴ ἐπίσης θεώρηση καὶ βιβλιογραφία ἀφάνισε τὰ ὅποια ὀρθόδοξα κριτήρια διέθετε. Βρῆκε τὰ κριτήρια τοῦ Θεοῦ καὶ ἔχασε τὰ δικά του. Γι᾽ αὐτὸ γράφει γιὰ τὴν Παναγία ὡς Ἑβραῖος Ραββῖνος ἤ ὡς Προτεστάντης θεολόγος. Σκεφθῆτε πόσα ἀντορθόδοξα μαργαριτάρια θὰ βρεῖ κανείς, ἂν ἐρευνήσει τὰ πανεπιστημιακά του συγγράμματα ποὺ ἐδίδασκε καὶ ἐμοίραζε στοὺς φοιτητὲς τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς, πολλοὶ ἀπὸ τοὺς ὁποίους ἔρχονταν στὸ γραφεῖο μου καὶ παρεπονοῦντο, διότι δὲν ἄκουγαν στὸ μάθημα τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ἕναν ὀρθόδοξο καθηγητή, ἀλλὰ ἕναν Ἑβραῖο Ραββῖνο ἤ ἕναν φιλελεύθερο Προτεστάντη θεολόγο.
Θὰ προσφέρει θεοφιλῆ ὑπηρεσία καὶ θὰ εὐλογηθεῖ ἰδιαίτερα ἀπὸ τὴ Θεοτόκο ὅποιος θεολόγος, ἱκανὸς ἐπιστήμων καὶ ἐρευνητής, ἀσχοληθεῖ μὲ τὸν ἐντοπισμὸ τῶν ἀντορθοδόξων καὶ ἀντιπατερικῶν παρεκκλίσεων τοῦ ἐν λόγῳ καθηγητοῦ, κορυφαίου στελέχους τῆς σχισματικῆς παρασυναγωγῆς τῶν «θεολόγων» τοῦ «Καιροῦ», ποὺ ἔδιωξαν τὸ ὀρθόδοξο μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν ἀπὸ τὰ σχολεῖα, πρωτεργάτη τῆς ἵδρυσης τοῦ Τμήματος Ἰσλαμικῶν Σπουδῶν, καὶ στενοῦ συνεργάτη τῆς μεταπατερικῆς καὶ ἀντιπατερικῆς «Ἀκαδημίας Θεολογικῶν Σπουδῶν» τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Δημητριάδος τοῦ Βόλου. Εἶναι ἐπίσης, ὅπως ὁ ἴδιος προβάλλει καὶ καυχᾶται μετὰ τὴν παράθεση τοῦ ὀνόματος καὶ τῆς καθηγητικῆς του ἰδιότητος, ὀφφικιάλος, ἀξιωματοῦχος, τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, «Ἄρχων διδάσκαλος τοῦ Εὐαγγελίου τῆς ΜτΧ (Μεγάλης τοῦ Χριστοῦ) Ἐκκλησίας».
Πῶς νὰ κρατηθεῖ στὸν Ὀρθόδοξο δρόμο ἡ Ἐκκλησία Κωνσταντινουπόλεως, ὅταν ἐνθαρρύνει καὶ ἐπιβραβεύει καὶ προβάλλει καὶ τιμᾶ ὡς ἄρχοντες, «διδασκάλους τοῦ Εὐαγγελίου» μάλιστα, πρόσωπα ποὺ ἔχουν χάσει τὰ ὀρθόδοξα κριτήρια καὶ δὲν εὑρίσκονται πλέον μέσα στὴν αὐλὴ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ὅπως ἔπραξε πρόσφατα καὶ μὲ τὴν ἀνακήρυξη τοῦ Νεονικολαΐτη καὶ Νεορθόδοξου καθηγητῆ Χρήστου Γιανναρᾶ σέ «Ἄρχοντα ρήτορα τῆς Μεγάλης τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας;» Πῶς νὰ μὴν ἀμφιταλαντεύεται καὶ ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος ἀρχικά, καὶ τελικὰ νὰ ἀκολουθεῖ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο, ὅταν στελεχώνει τὶς συνοδικὲς ὑπηρεσίες καὶ τὶς συνοδικὲς ἐπιτροπὲς κατὰ πλειοψηφία μὲ οἰκουμενιστὲς ἀρχιερεῖς καὶ καθηγητές, ὅταν ἀκόμη σὲ μία ἀπὸ τὶς δύο συνοδικὲς ἐπιτροπές, αὐτήν «Ἐπὶ τῶν Διορθοδόξων καὶ Διαχριστιανικῶν Σχέσεων», οἱ ὁποῖες εἰσηγοῦνται κάκιστα τὴν ἀναγνώριση τῆς σχισματικῆς ψευδοαυτοκέφαλης «ἐκκλησίας» τῆς Οὐκρανίας, ὅπως θέλει τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο, τακτικὸ μέλος εἶναι καὶ ὁ ἁγιομάχος, τώρα δὲ καὶ θεοτοκομάχος, καθηγητὴς Μιλτ. Κωνσταντίνου;
Ἐπεκτείνοντας λοιπὸν τὶς ἐκτιμήσεις του γιὰ τὰ κριτήρια μὲ τὰ ὁποῖα ὁ Θεὸς ἐπιλέγει κάποια πρόσωπα ὡς συνεργούς του στὸ ἔργο τῆς σωτηρίας, καὶ ἀφοῦ προηγουμένως δέχθηκε ὅτι «αὐτὸ ποὺ καθιστᾶ ἕνα πρόσωπο ἄξιο τῆς θείας ἐκλογῆς δὲν εἶναι κάποιες ἰδιαίτερες σωματικὲς ἢ διανοητικὲς ἱκανότητές του, οὔτε κἂν ἡ ἠθική του, ἀλλὰ ἡ ἑτοιμότητά του γιὰ ὑπακοὴ στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ», δὲν βρίσκει στὴν Θεοτόκο τίποτε ἰδιαίτερο καὶ ξεχωριστὸ σὲ σχέση μὲ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους, ποὺ ἐκίνησε τὸν Θεὸ νὰ τὴν ἐπιλέξει, ἀλλὰ ὅπως καὶ σὲ ἄλλες περιπτώσεις τῆς Π. Διαθήκης ποὺ ἐμνημόνευσε ἐβάρυνε ἡ «ἑτοιμότητα γιὰ ὑπακοὴ στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ». Δηλαδὴ ἂν ἕνας πόρνος ἢ μοιχὸς ἢ ὁμοφυλόφυλος, ἂν ἕνας κίναιδος ἢ μία λεσβία, ἦσαν πρόθυμοι νὰ συνεργασθοῦν μὲ τὸν Θεό, θὰ δεχόταν ὁ Θεὸς νὰ τοὺς χρησιμοποιήσει γιὰ νὰ σώσει τὸν κόσμο; Θὰ μποροῦσε ὁ Χριστὸς νὰ ἐνανθρωπήσει, νὰ ἐνσαρκωθεῖ, ἐπιλέγοντας ὡς μητέρα μία πόρνη ἢ μία λεσβία; Γράφει ἐπὶ λέξει ὁ καλός μας ἀρθρογράφος, τακτικὸς συνεργάτης τοῦ «Ἐφημερίου», γιὰ νὰ «διαφωτίσει» τοὺς ἱερεῖς μας: «Ὅταν λοιπὸν ἦρθε ὁ κατάλληλος καιρός, ὁ Θεὸς ἀναζήτησε ἄλλον ἕναν ἄνθρωπο, ποὺ καὶ πάλι ἐλεύθερα καὶ χωρὶς καταναγκασμό, θὰ δεχόταν νὰ συνεργαστεῖ μαζί του. Ὅταν ὁ ἄγγελος μετέφερε στὴν Μαρία τὴν ἀπόφαση τοῦ Θεοῦ, ἐκείνη χωρὶς δεύτερη σκέψη, χωρὶς ἀντίρρηση, δέχτηκε νὰ γίνει ὄργανό του. Εὔκολα ἀντιλαμβάνεται κανεὶς ὅτι χωρὶς αὐτὴν τὴν ἀπροϋπόθετη συνεργασία τῆς Μαρίας, ἡ πραγματοποίηση τοῦ σχεδίου τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ κόσμου θὰ ἦταν ἀδύνατη. Ἡ Μαρία δὲν εἶχε τίποτε τὸ ξεχωριστό, δὲν εἶχε τίποτε ποὺ δὲν θὰ μποροῦσε νὰ ἔχει ὁ κάθε ἄνθρωπος. Καταγόταν ἀπὸ ἕνα χωριὸ τῆς Παλαιστίνης, ἦταν φτωχὴ καὶ ἄσημη καὶ οὔτε φαίνεται νὰ εἶχε κάποια μόρφωση. Ἀλλὰ εἶχε κάτι ποὺ καὶ πάλι θὰ μποροῦσε κάθε ἄνθρωπος νὰ ἀποκτήσει, χρειάζεται ὅμως γι᾽ αὐτὸ ἰδιαίτερη προσπάθεια καὶ συνεχὴς ἀγώνας. Εἶχε ἀκλόνητη ἐμπιστοσύνη στὸ Θεὸ καὶ ἦταν πάντοτε ἕτοιμη νὰ ὑποταχθεῖ στὸ θέλημά του. Ἔτσι, ἀξιώθηκε νὰ γίνει αὐτὴ ἡ «κλίμακα» ποὺ κατέστησε δυνατὴ τὴν κάθοδο τοῦ Θεοῦ στῆ γῆ καὶ ἔγινε τὸ σύμβολο τῆς ἀνθώπινης συμμετοχῆς στὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ κόσμου».
Ἐντυπωσιάζει ἐν πρώτοις τὸ ὅτι στὸ παρατιθέμενο αὐτὸ ἀπόσπασμα τρεῖς φορὲς ἀναφέρεται στὸ πρόσωπο τῆς Θεοτόκου· καὶ τὶς τρεῖς φορὲς τὴν ὀνομάζει μὲ τὸ κοσμικό της ὄνομα Μαρία, ὡσὰν νὰ ἦταν μία συγγενής, γνωστή του ἢ φίλη του, ὡσὰν νὰ μὴν εἶχε ξεχωρίσει ἡ ἴδια μὲ τὰ ἐξαίρετα χαρίσματά της, κυρίως μὲ τὴν μοναδική της ἁγιότητα, ποὺ τὴν ἀνύψωσε ὑπεράνω πάσης τῆς κτίσεως, τὴν κατέστησε Παναγία (=σὲ ὅλα, στὰ πάντα ἁγία) καὶ Ὑπεραγία (=ὑπεράνω ὅλων τῶν Ἁγίων). Ἐπιβεβαιώνει ἔτσι μὲ αὐτὸ ὁ ἀρθρογράφος τὴν διαπίστωσή του ὅτι «ἡ Μαρία δὲν εἶχε τίποτε τὸ ξεχωριστό, δὲν εἶχε τίποτε ποὺ δὲν θὰ μποροῦσε νὰ ἔχει ὁ κάθε ἄνθρωπος». Ἂν στὸ σημεῖο αὐτὸ ἀντὶ τοῦ Μαρία ἔλεγε ἡ Παναγία ἢ ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος, θὰ ἀντέφασκε πρὸς τὴν διαπίστωσή του· θὰ ἐγειρόταν ἀμέσως ἡ ἔνσταση, μὰ ἀφοῦ ἐσὺ τὴν λὲς Παναγία ἢ Ὑπεραγία, πῶς δὲν ἔχει τίποτε ξεχωριστό; Ὑπάρχουν ἄλλοι ἄνθρωποι, ἄλλοι Ἅγιοι, ποὺ τὸ Πανάγιος -Παναγία τοὺς ἔχει γίνει τὸ ὄνομά τους ἢ ἔχει προστεθῆ στὸ ὄνομά τους ὡς σταθερὸ ἐπίθετο, ὅπως στὸν στίχο ποὺ προτάσσεται στὰ τροπάρια τῶν κανόνων της «Ὑπεραγία Θεοτόκε σῶσον ἡμᾶς», καὶ σὲ ἄλλες προσευχητικὲς ἐπικλήσεις;
Στὴ συνάφεια αὐτὴ τῶν ὑποτιμητικῶν ἐκτιμήσεων καὶ ἐκφράσεων γιὰ τὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο ἐνθυμοῦμαι, πάντοτε ὅσα μᾶς ἐγνωστοποίησε ὁ ἀείμνηστος Γέροντας Θεόκλητος Διονυσιάτης γιὰ τὸν ἀείμνηστο ἐπίσης ἐπιφανῆ Γέροντά του Ἀθανάσιο Ἰβηρίτη στὴν σχετικὴ μονογραφία ποὺ συνέγραψε γι᾽ αὐτόν. Ἀφιερώνει ἰδιαίτερο κεφάλαιο γιὰ νὰ παρουσιάσει τὴν μεγάλη ἀγάπη καὶ τιμὴ ποὺ ἔτρεφε ὁ Ἀθανάσιος πρὸς τὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο, ὅπως ἄλλωστε καὶ ὅλοι οἱ Ἅγιοι, ἀλλὰ καὶ τὴν λύπη καὶ τὴν ὀργή του γιὰ ὅσους ἐκ τῶν ξένων καὶ ἡμετέρων τὴν ὑποτιμοῦν, χρησιμοποιώντας μάλιστα βαρύτατους χαρακτηρισμούς. Γράφει ὁ π. Θεόκλητος μεταφέροντας καὶ τὰ ὅσα σὲ ἐπιστολή τοῦ ἔγραφε ὁ Γέροντας Ἀθανάσιος Ἰβηρίτης:
«Ζώντας πάντοτε μὲ τὴν διαρκῆ αἴσθηση τῆς παρουσίας τῆς Παναγίας καὶ αἰσθανόμενος τόν “ἀπαθῆ πόθον” ἀενάως στὴν καρδιά του γιὰ τὴ δόξα Της, κάθε τόσο μαζὶ μὲ ἄλλα θέματα, μοῦ ἔγραφε ὁ γέροντας Ἀθανάσιος ἀναλόγως μὲ τὶς περιστάσεις. Λοιπὸν καταχωρίζω κατ᾽ ἐπιλογὴν μερικὲς περιστατικὲς σκέψεις του, ποὺ ἀπεικονίζουν τὴν ψυχὴ τοῦ μακαρίτου φίλου μου καὶ πατέρα μου.
“Ὁ προτεσταντικὸς Βορρᾶς μέσῳ τῶν καθηγητῶν μας εἰς τὰ δύο Πανεπιστήμια ἐπάγωσε καὶ τὸν ἐκ θερμοῦ κλίματός μας υἱϊκὸν συναισθηματισμὸν πρὸς τὴν γλυκυτάτην μητέρα μας Παναγίαν καὶ οὕτως τὴν ἀπεμάκρυνεν ἀπὸ τὰς προσευχάς μας ὡς ἄμεσον μεσίτριαν καὶ συνήγορον ἡμῶν πρὸς τὸν Υἱόν της. Ὁμιλοῦντες καὶ κληρικοὶ ἀκόμη περὶ προσευχῆς ἀγνοοῦν τὴν Θεοτόκον καὶ κοπανοῦν ἀκαταπαύστως· “ὁ πρῶτος μετὰ τὸν ἕνα”. Ἐνῶ ἡ ὑμνολογία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας εἶναι διηρθρωμένη μὲ τὸ χαροποιὸν ὄνομά της. Φοβερὸν νὰ ἔχῃ διαποτισθῆ μόνον ἡ Ἑλλαδικὴ Ἐκκλησία μὲ τόσον πνεῦμα Ὀρθολογικόν, Γερμανικόν, προτεσταντικὸν ἀκόμη, ὥστε νὰ μοῦ λέγουν ὅτι οἱ ὕμνοι μας πρὸς τὴν Θεομήτορα εἶναι ποίησις. Αὐτὰ ἐδιδάχθησαν ἀπὸ τὸ Μόναχον· “ἡ Μαρία εἶναι (ἦτο) μιὰ καλὴ μητέρα” (οἱ σκύλοι!!!)”.
Αὐτὸς ὁ βαρὺς χαρακτηρισμός, γιὰ ὅσους γνώρισαν τὸν ταπεινότατο, πραότατο καὶ ἀγαθὸν Ἀθανάσιον, εἶναι σχεδὸν ἀπίστευτος καὶ ὀφείλεται στὴν ἱερὴ ἀγανάκτησή του, καὶ ὑψώνεται στὰ ἐπίπεδα τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ χρησιμοποιοῦσαν γιὰ τοὺς αἱρετικοὺς βαρύτατες ἐκφράσεις. Παραθέτω καὶ ἄλλα συγγενῆ κείμενά του γιὰ νὰ καταδειχθεῖ ἡ ἀνησυχία του ἀπὸ τὴν ὑποτίμηση τῆς Θεοτόκου ἢ ἀπὸ τὴν ἄγνοια τῆς Θεολογικῆς καὶ Πνευματικῆς παραδόσεως τῆς Ὀρθοδοξίας, ἀναφορικῶς μὲ τὴ θέση τῆς Θεομήτορος ἐντὸς τῆς Ἐκκλησίας»[6].
Δὲν ἀγνοοῦμε βέβαια ὅτι καὶ ἡ Κ. Διαθήκη ἀναφέρεται στὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο χρησιμοποιώντας τὸ ὄνομα Μαριάμ, ὅπως χρησιμοποιεῖ καὶ γιὰ τὸν Σωτήρα Χριστὸ τὸ ὄνομα Ἰησοῦς, κατὰ τὴν τότε ἀνθρώπινη συνήθεια. Ὅταν ὅμως ἐτελειώθη τὸ ἔργο τῆς σωτηρίας μὲ τὴν ἔνδοξη Ἀνάσταση καὶ ἀνάληψη τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ, ἡ Ἐκκλησία προσάρμοσε καὶ τὰ ὀνόματα ὡς πρὸς τὸν Θεάνθρωπο Χριστό, Σωτῆρα καὶ Λυτρωτή καὶ ὡς πρὸς τὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο, ἰδιαίτερα μάλιστα μετὰ τὶς συνοδικὲς ἀποφάσεις σὲ οἰκουμενικὸ ἐπίπεδο ποὺ κατοχύρωσαν τὴν θεότητα τοῦ Χριστοῦ (Α´ Οἰκουμενικὴ τῆς Νικαίας τὸ 325) καὶ τὴν ἀξία τῆς Παναγίας ὡς Θεοτόκου (Γ´ καὶ Δ´ Οἰκουμενικὲς Σύνοδοι στὴν Ἔφεσο τὸ 431 καὶ στὴν Χαλκηδόνα τὸ 451).
Ἐπανερχόμενοι στὰ ὅσα ὑποτιμητικὰ γράφει ὁ Μιλτ. Κωνσταντίνου στὸ ἄρθρο του, γιὰ τὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἀπαράδεκτη καὶ βλάσφημη θέση του ὅτι «ἡ Μαρία δὲν εἶχε τίποτε τὸ ξεχωριστό», τὴν ὁποία σύντομα θὰ σχολιάσουμε στὴν ἑπόμενη δική μας ἑνότητα μὲ τίτλο «Ὅλα εἶναι μοναδικὰ καὶ ξεχωριστὰ στὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο», ἐπισημαίνουμε καὶ ἄλλες ὑποτιμητικὲς καὶ ἀνακριβεῖς ἐκτιμήσεις.
Ἡ Θεοτόκος δὲν ἦταν «ἕνας ἄλλος ἄνθρωπος ποὺ ἀναζήτησε ὁ Θεός, ὅταν ἦλθε ὁ κατάλληλος καιρός», ὡσὰν τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους ποὺ ἐπέλεξε ὁ Θεὸς στὴν Π. Διαθήκη. Ἦταν ὁ μοναδικὸς ἄνθρωπος μέσῳ τοῦ ὁποίου θὰ ἐγεννᾶτο ὁ Θεός, ἡ μοναδικὴ γυναίκα ποὺ θὰ ἀξιωνόταν νὰ γίνει Μητέρα τοῦ Θεοῦ, νὰ γίνει Θεομήτωρ, Θεογεννήτρια. Ὑπάρχουν ἄλλοι ἄνθρωποι, ἄλλες γυναῖκες στὴν ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητος μὲ τὸ ἐξαιρετικὸ αὐτὸ γνώρισμα; Μόνο τὰ ἀναγνώσματα τῆς Π. Διαθήκης ἐπρόσεξε ἀπὸ τὴν ἀκολουθία τῆς ἑορτῆς τοῦ Γενεθλίου ὁ ἀρθρογράφος μας; Δὲν ἐδιάβασε τὸ δίστιχο ποὺ προτάσσεται τοῦ Συναξαρίου, τὸ ὁποῖο ἀπευθυνόμενο πρὸς τὴν Ἄννα, τὴν μητέρα τῆς Θεοτόκου τῆς λέγει ὅτι «Ἐσὺ Ἄννα νικᾶς ὅλες τὶς μητέρες, γιατὶ γέννησες τὴν Μητέρα τοῦ Θεοῦ. Αὐτὴ ἡ νίκη σου ὅμως ξεπεράστηκε ἀπὸ τὴν θυγατέρα σου, τὴν Θεοτόκο, ἡ ὁποία ἔγινε μητέρα τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ».
Πάσας ἀληθῶς Ἄννα, νικᾷ μητέρας,
Μήτηρ ἕως ἂν σὴ γένηται θυγάτηρ.
(Ὅλες τὶς μητέρες τὶς νικᾶς Ἄννα στ᾽ ἀλήθεια, μέχρις ὅτου γίνει μητέρα ἡ θυγατέρα σου)·
Ἐσφαλμένη ἐπίσης, εἶναι ἡ ἐκτίμηση ὅτι «ὅταν ὁ ἄγγελος μετέφερε στὴ Μαρία τὴν ἀπόφαση τοῦ Θεοῦ, ἐκείνη χωρὶς δεύτερη σκέψη, χωρὶς ἀντίρρηση, δέχτηκε νὰ γίνει ὄργανό του». Ἀπὸ τὴν ἴδια τὴν εὐαγγελικὴ διήγηση προκύπτει ὅτι ἡ Θεοτόκος ἔκανε καὶ δεύτερη σκέψη καὶ διετύπωσε καὶ τὶς ἀντιρρήσεις της· δὲν βιάστηκε νὰ ἀπαντήσει, γιὰ νὰ μὴ πάθει ὅ,τι ἔπαθε ἡ Εὔα στὸν Παράδεισο ποὺ δέχθηκε ἀμέσως τὴν συμβουλὴ τοῦ Ὄφεως. Αὐτὸ μάλιστα, ὅπως ἐξηγοῦν οἱ Πατέρες, δείχνει τὴν σύνεση, τὴν φρονιμάδα, τὴν ἐξυπνάδα της. Διηγεῖται ὁ εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς ὅτι μετὰ τὸν κολακευτικὸ χαιρετισμὸ τοῦ Ἀρχαγγέλου Γαβριήλ «Χαῖρε κεχαριτωμένη ὁ Κύριος μετὰ σοῦ, εὐλογημένη σὺ ἐν γυναιξίν» δὲν παρασύρθηκε ἀπὸ τοὺς ἐπαίνους σὲ αὐτοθαυμασμὸ καὶ αὐταρέσκεια, ἀλλὰ ἔβαλε σὲ λειτουργία τὸ μυαλό της γιὰ τὸ τί ἆραγε σημαίνει αὐτὸς ὁ χαρακτηρισμός· «διελογίζετο ποταπὸς εἴη ὁ ἀσπασμὸς οὗτος»[7]. Ὅπως ἐξηγεῖ ὁ Ἅγιος Ἰωάννης Χρυσόστομος, ἀναιρώντας πλήρως τὴν ἐκτίμηση τοῦ ἀρθρογράφου, «Θαυμαστὴ ἦν ἡ Παρθένος καὶ δείκνυσιν αὐτῆς τὴν ἀρετὴν ὁ Λουκᾶς λέγων ὅτι, ἐπειδὴ τὸν ἀσπασμὸν ἤκουσεν, οὐκ εὐθέως ἑαυτὴν ἐξέχεεν, οὐδὲ ἐδέξατο τὸ λεχθέν, ἀλλ᾽ ἐταράχθη ζητοῦσα τὸ ποταπὸς εἴη ὁ ἀσπασμός»[8]. Ἀκόμη καὶ ὅταν ὁ Ἀρχάγγελος τὴν καθησυχάζει καὶ τῆς ἐξηγεῖ ὅτι θὰ συλλάβει καὶ θὰ γεννήσει τὸν Λυτρωτὴ καὶ Σωτήρα, καὶ πάλι προβάλλει τὶς ἀντιρρήσεις της ἐπικαλούμενη τὴν ἁγνότητα καὶ παρθενία της, λέγοντας «πῶς ἔσται μοι τοῦτο, ἐπεὶ ἄνδρα οὐ γινώσκω»[9]. Καὶ μόνον ὅταν ὁ Ἀρχάγγελος τῆς ἐξηγεῖ ὅτι αὐτὸ δὲν θὰ γίνει κατὰ τὸν φυσικὸ τρόπο, μὲ τὴν συνδρομὴ κάποιου ἄνδρα, ἀλλὰ κατὰ ὑπερφυσικό, μὲ τὴν ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τῆς ὑπενθυμίζει δὲ καὶ τὸ θαυμαστὸ τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο συνέλαβε ἡ Ἐλισάβετ ἡ συγγενής της στὰ γηρατειά της, γιὰ νὰ τὴν πείσει ὅτι γιὰ τὸν Θεὸ ὅλα εἶναι δυνατά, «οὐκ ἀδυνατήσει παρὰ τῷ Θεῷ πᾶν ρῆμα», τότε μόνο, μετὰ ἀπὸ αὐτὲς τὶς συνετὲς καὶ καλόπιστες ἀντιρρήσεις καὶ τὶς ἀρχαγγελικὲς ἀπαντήσεις, δέχτηκε νὰ ὑπακούσει στὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ[10]. Ἐξηγεῖ πειστικώτατα καὶ τιμητικὰ γιὰ τὴν Θεοτόκο ὁ Θεοφύλακτος: «Οὐχ ὡς ἀπιστήσασα ἡ Παρθένος εἶπε τό “Πῶς ἔσται μοι τοῦτο”; Ἀλλ᾽ ὡς σοφὴ καὶ συνετή, ἐπιζητοῦσα μαθεῖν τὸν τρόπον τοῦ πράγματος. Οὐδὲ γὰρ γέγονέ τι τοιοῦτον πρότερον, οὐδὲ μετὰ ταῦτα γενήσεται»[11].
Ἀλλὰ ἀκόμη καὶ ἂν δὲν πρόσεξε τὸ κείμενο τοῦ εὐαγγελιστῆ Λουκᾶ, ἀκόμη καὶ ἂν δὲν συμβουλεύθηκε τοὺς Ἁγίους Πατέρες ὁ μεταπατερικὸς καὶ ἀντιπατερικὸς θεολόγος, δὲν ἄκουσε τόσες φορὲς ἀπὸ τὰ παιδικά του χρόνια τόν «Ἀκάθιστο Ὕμνον», τούς «Χαιρετισμούς τῆς Παναγίας», τοὺς οἴκους ποὺ ἀρχίζουν ἀπὸ τὰ γράμματα τῆς ἀλφαβήτου Β´ καὶ Γ´, οἱ ὁποῖοι οὐσιαστικῶς ὑπομνηματίζουν τὸν διάλογο μεταξὺ τοῦ Ἀρχαγγέλου Γαβριὴλ καὶ τῆς Θεοτόκου:
Βλέπουσα ἡ Ἁγία ἑαυτὴν ἐν ἁγνείᾳ φησὶ τῷ Γαβριὴλ θαρσαλέως· Τὸ παράδοξόν σου τῆς φωνῆς δυσπαράδεκτόν μου τῇ ψυχῇ φαίνεται· ἀσπόρου γὰρ συλλήψεως τὴν κύησιν πῶς λέγεις;
Γνῶσιν ἄγνωστον γνῶναι ἡ Παρθένος ζητοῦσα ἐβόησε πρὸς τὸν λειτουργοῦντα· ἐκ λαγόνων ἁγνῶν υἱὸν πῶς ἐστι τεχθῆναι δυνατόν; λέξον μοι.
Ἀπὸ τὶς ἀντιρρήσεις λοιπὸν τῆς Θεοτόκου, τὶς ὁποῖες ἀποκρύπτει καὶ προσπερνᾶ ὁ Μιλτ. Κωνσταντίνου, προκύπτει ὅτι ἡ Παναγία εἵλκυσε τὴν προσοχὴ τοῦ Θεοῦ, διότι ἦταν ἁγνὴ καὶ παρθένος, δὲν εἶχε γνωρίσει ἄνδρα, καὶ αὐτὸ τὸ βασικὸ κριτήριο γιὰ τὴν ἐπιλογή της, ἀντιβαίνει στὶς σημερινὲς ἀντιευαγγελικὲς γνῶμες ποὺ ἀποενοχοποιοῦν καὶ δικαιολογοῦν τοὺς πόρνους, τοὺς μοιχούς, τοὺς ἀρσενοκοῖτες, τοὺς κάθε εἴδους ὁμοφυλοφίλους, τὶς ἐκτροπὲς τῶν ὁποίων καταδικάζει μὲ βαρύτατους χαρακτηρισμοὺς ἡ Ἁγία Γραφὴ καὶ ἡ Πατερικὴ Παράδοση. Γι᾽ αὐτὸ καὶ ὁ καλός μας ἀρθρογράφος δὲν μνημονεύει καθόλου τὸ τῆς Παναγίας «πῶς ἔσται μοι τοῦτο, ἐπεὶ ἄνδρα οὐ γινώσκω», καὶ τονίζει μόνον τὴν ὑπακοὴ τῆς Παναγίας στὴν ἐπιλογὴ τοῦ Θεοῦ. Τσιμουδιὰ γιὰ τὴν ἁγνότητα καὶ παρθενία τῆς Θεοτόκου.
Ἐσφαλμένες εἶναι ἐπίσης καὶ οἱ βιογραφικὲς πληροφορίες περὶ τῆς Θεοτόκου, «ὅτι καταγόταν ἀπὸ ἕνα χωριὸ τῆς Παλαιστίνης, ἦταν φτωχὴ καὶ ἄσημη καὶ οὔτε φαίνεται νὰ εἶχε κάποια μόρφωση». Ἀπὸ ποιές πηγὲς ἀντλεῖ αὐτὲς τὶς πληροφορίες ὁ ἀρθρογράφος; Γιατί δὲν τὶς κατονομάζει, ὥστε συνολικὰ καὶ ἡ Ἐκκλησία νὰ βελτιώσει, νὰ διορθώσει, νὰ μάθει ἀκριβέστερα γιὰ τὴν καταγωγὴ καὶ τὴν οἰκογενειακὴ κατάσταση τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου; Ἐπὶ αἰῶνες πάντως ἡ Ἐκκλησία πιστεύει καὶ γράφει στὰ συναξάρια, καὶ εἰς αὐτὸ τῆς 8ης Σεπτεμβρίου, ποὺ γιορτάζουμε τὸ Γενέθλιό της, ὅτι ὁ πατέρας τῆς Θεοτόκου Ἰωακείμ «ἐκ βασιλικῆς φυλῆς εἷλκε τὸ γένος», καὶ μολονότι προσέφερε στὸν Ναὸ διπλᾶ δῶρα «ὡς φιλόθεος καὶ πλούσιος», παρὰ ταῦτα «διὰ τὴν ἀπαιδίαν ὠνειδίζετο». Καὶ ἡ μητέρα Της Ἐλισάβετ ἐπίσης καταγόταν ἀπὸ βασιλικὸ γένος καὶ ἦταν καὶ αὐτὴ πλούσια. Μορφώθηκε δὲ ἡ Θεοτόκος κατὰ τὴν δωδεκαετῆ παραμονή Της μέσα στὸν Ναό, ἀπὸ τὴν ἡλικία τῶν τριῶν ἐτῶν, ποὺ ἔγινε ἡ εἴσοδός Της εἰς αὐτὸν μέχρι τῆς ἡλικίας τῶν δεκαπέντε ἐτῶν ποὺ ἔγινε ὁ Εὐαγγελισμός. Ἐκεῖ ἄκουε τὰ ἀναγνώσματα ποὺ ἐδιάβαζαν οἱ ἱερεῖς συνεχῶς, μελετοῦσε προφανῶς καὶ ἡ ἴδια τὸν Νόμο καὶ τοὺς Προφῆτες, ἀλλὰ καὶ ἐλάμβανε ὑπερφυῆ μηνύματα οὐρανόθεν. Ὅπως λέγει τὸ Συναξάρι τῶν Εἰσοδίων «ἐνταῦθα οὖν ἐνηυλίζετο καὶ ἐνδιῃτᾶτο, θείας ἐπιφανείας ἀξιουμένη καὶ τροφὴν οὐράνιον ἀδιαλείπτως δεχομένη, Ἀγγέλου ἐπὶ τῇ ταύτης, ὡς ἔφην, ἀποστολῆς καθυπηρετοῦντος εἰς δόξαν Θεοῦ, ᾧ ἡ δόξα εἰς τοὺς αἰῶνας. Ἀμήν». Αὐτὴν τὴν γνώση ἔχει ἡ Ἐκκλησία διὰ τῶν αἰώνων μέσῳ πανσόφων καὶ Ἁγίων Πατέρων καὶ δὲν θὰ τὴν ἀλλάξει μὲ τοὺς Νεογνωστικοὺς ὀφφικιάλους τῆς Μεγάλης τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία ἦταν ὄντως Μεγάλη, ἀλλὰ ἐδῶ καὶ ἕνα αἰώνα διαψεύδει τὴν ὀνομασία της.
5. Ὅλα εἶναι μοναδικὰ καὶ ξεχωριστὰ στὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο
Ἐρχόμαστε τώρα στὸν πιὸ ἐσφαλμένο, ἀνακριβῆ καὶ βλάσφημο ἰσχυρισμὸ τοῦ τακτικοῦ ἀρθρογράφου τοῦ «Ἐφημερίου», περὶ τοῦ ὅτι «ἡ Μαρία δὲν εἶχε τίποτε τὸ ξεχωριστό, δὲν εἶχε τίποτε ποὺ δὲν θὰ μποροῦσε νὰ ἔχει ὁ κάθε ἄνθρωπος». Τὸ μόνο ὅμως κοινὸ μὲ ὅλους ἐμᾶς τοὺς συνανθρώπους Της ποὺ εἶχε ἡ Θεοτόκος ἦταν ἡ κοινὴ ἀνθρώπινη φύση. Γεννήθηκε καὶ Ἐκείνη ὅπως ὅλοι μας μὲ φυσικὴ γέννηση, μὲ τὴν σαρκικὴ συνεύρεση τῶν γονέων της, κατὰ θαυμαστὸ βέβαια τρόπο, γιατὶ ἦσαν ἡλικιωμένοι, καὶ ἡ μητέρα Της Ἄννα ἦταν στείρα, κουβαλοῦσε ὅμως καὶ Αὐτή, ὅπως ὅλοι οἱ ἄνθρωποι τὸν προπατορικὸ ρύπο, ποὺ συνοδεύει κάθε φυσικὴ γέννηση. Ὁ μόνος ἀπηλλαγμένος τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος ἦταν ὁ Υἱός της, ὁ Κύριος Ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, τοῦ ὁποίου ἡ γέννηση δὲν προῆλθε ἀπὸ σαρκικὴ φυσικὴ ἕνωση, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν ὑπερφυσικὴ ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐπὶ τοῦ ἁγνοῦ σώματος τῆς Παρθένου Μαρίας, ὅπως συνοπτικὰ λέγει τὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως· «κατελθόντα ἐκ τῶν οὐρανῶν, καὶ σαρκωθέντα ἐκ Πνεύματος Ἁγίου καὶ Μαρίας τῆς Παρθένου καὶ ἐνανθρωπήσαντα». Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ εἶναι πλάνη καὶ αἵρεση ἡ διδασκαλία τοῦ Παπισμοῦ γιὰ τὴν «ἄσπιλη σύλληψη» τῆς Θεοτόκου, τὴν σύλληψή Της δηλαδὴ χωρὶς τὸ προπατορικὸ ἁμάρτημα, γιατὶ προσβάλλει τὴν μοναδικότητα τῆς ἄσπιλης σύλληψης τοῦ Υἱοῦ Της, τοῦ Κυρίου Ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ δὲν μαρτυρεῖται οὔτε ἀπὸ τὴν Ἀγία Γραφή, οὔτε ἀπὸ τὴν Πατερικὴ Παράδοση. Παρὰ ταῦτα ὁ πάπας Πίος ὁ Θ´ ἀνύψωσε τὸ 1854 σὲ δόγμα τοῦ Παπισμοῦ τὴν ἀμάρτυρη αὐτὴ καὶ πλανεμένη διδασκαλία γιὰ τὴν «ἄσπιλη σύλληψη» τῆς Θεοτόκου.
Κατὰ τὰ ἄλλα, ὅλα στὴν Παναγία ἦσαν ὑψηλά, μεγαλειώδη καὶ ἐξηλλαγμένα (ἀλλιώτικα, διαφορετικά) σὲ σχέση μὲ ἐμᾶς τοὺς ἄλλους, ἀκόμη καὶ σὲ σχέση μὲ τοὺς Ἁγίους. Σὲ ὅλα ἡ Θεοτόκος ἀποτελεῖ ἐξαίρεση, ὅπως συνοπτικὰ ὁμολογοῦμε στὴν Θεία Λειτουργία, ὅπου ἀφοῦ ὁ ἱερεὺς μνημονεύσει ὅλες τὶς ὁμάδες Ἁγίων, Προπάτορες, Πατέρες, Πατριάρχες, Προφῆτες, Ἀποστόλους, Κήρυκες, Εὐαγγελιστές, Μάρτυρες, Ὁμολογητές, Ἐγκρατευτὲς καὶ κάθε ἄλλο Δίκαιο, ξεχωρίζει τὴν Θεοτόκο λέγοντας: «Ἐξαιρέτως τῆς Παναγίας, ἀχράντου, ὑπερευλογημένης, ἐνδόξου Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου καὶ ἀειπαρθένου Μαρίας».
Δὲν προτιθέμεθα βέβαια ἐδῶ νὰ παρουσιάσουμε ἐν πλάτει τὴν μοναδικότητα καὶ τὰ ἐξαίρετα χαρίσματα τῆς Θεοτόκου, τὸ ξεχωριστὸ μεγαλεῖο της. Τὰ ἔχουν αὐτὰ παρουσιάσει φωτισμένοι καὶ οὐρανοβάμονες Πατέρες καὶ Ἅγιοι, μεγάλοι διδάσκαλοι καὶ ὑμνογράφοι, σὲ ἀμέτρητο πλῆθος πεζῶν κειμένων καὶ ὕμνων, ποὺ μποροῦν νὰ γεμίσουν τόμους ὁλοκλήρους. Ἐνδεικτικὰ μόνο θὰ παραθέσουμε μερικὲς μαρτυρίες, γιὰ νὰ φανεῖ τὸ μέγεθος τῆς πλάνης κάποιων συγχρόνων «θεολόγων», ποὺ ἐπιχειροῦν νὰ ξεπεράσουν τοὺς Γίγαντες, αὐτοὶ οἱ νάνοι, καὶ νὰ φανοῦν τῶν ἀληθινῶν Διδασκάλων σοφώτεροι.
Ἀρχίζοντας ἀπὸ τὴν Θεία Λατρεία σημειώνουμε ὅτι στὸ δοξαστικὸ τοῦ Μικροῦ Ἑσπερινοῦ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου ποὺ ἐπαναλαμβάνεται καὶ ὡς τροπάριο τῆς Λιτῆς τοῦ Μεγάλου Ἑσπερινοῦ, γραμμένο ἀπὸ τὸν πατριάρχη Ἀνατόλιο, καὶ ποὺ ἀρχίζει μὲ τὴν φράση «Ἡ τῶν οὐρανῶν ὑψηλοτέρα», ὁ ὑμνογράφος μᾶς λέγει ὅτι ἡ Παναγία ἐπιλέχθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ γίνει δοχεῖο τῆς Θεότητος, λόγῳ τῆς ὑπερβολικῆς της καθαρότητος, καὶ ὄχι μόνο λόγῳ τῆς ὑπακοῆς της, ὅπως θέλει ὁ σύγχρονος «διδάσκαλος». Λέγει ὁ ὕμνος· «Ἡ δι᾽ ὑπερβάλλουσαν καθαρότητα τῆς ἀϊδίου οὐσίας δοχεῖον γεγενημένη». Αὐτὴ ἡ ὑπερβάλλουσα καθαρότης δὲν εἶναι ξεχωριστὸ γνώρισμα τῆς Θεοτόκου; Στὸ ὀκτάηχο δοξαστικὸ τοῦ Μεγάλου Ἑσπερινοῦ τῆς ἴδιας ἑορτῆς ὁ ὑμνογράφος γράφει ὅτι τὸ ὑπερβολικὸ μεγαλεῖο της ξεπερνάει κάθε σύγκριση· «Ταύτης γὰρ τὸ ὑπερβάλλον ὑπερέχει πᾶσαν ἔννοιαν». Ἡ Θεοτόκος εἶναι ὑψηλότερη τῶν οὐρανῶν καὶ καθαρώτερη ἀπὸ τὶς λάμψεις τοῦ ἡλίου, ψάλλουμε στὰ Μεγαλυνάρια τῶν Παρακλήσεων τὸν Δεκαπενταύγουστο: «Τὴν ὑψηλοτέραν τῶν οὐρανῶν καὶ καθαρωτέραν λαμπηδόνων ἡλιακῶν».
Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης Δαμασκηνός, ὁ μεγάλος αὐτὸς δογματικὸς θεολόγος τοῦ 8ου αἰῶνος, σὲ Ὁμιλία του στὴν Γέννηση τῆς Θεοτόκου, ἀπευθυνόμενος πρὸς τοὺς γονεῖς της, τὸν Ἰωακεὶμ καὶ τὴν Ἄννα, τοὺς μακαρίζει, διότι ἐγέννησαν τό «κειμήλιον τῆς παρθενίας, τὴν πρὸ τόκου παρθένον καὶ ἐν τῷ τίκτειν παρθένον καὶ μετὰ τόκον παρθένον, τὴν μόνην παρθένον καὶ ἀειπάρθενον, τὴν μόνην καὶ νῷ καὶ ψυχῇ καὶ σώματι ἀειπαρθενεύουσαν»[12]. Στὴν ἴδια ὁμιλία τὴν ὀνομάζει ἔμψυχο ἄγαλμα, γιὰ τὴν δημιουργία τοῦ ὁποίου εὐφράνθηκε ὁ Θεός, διότι εἶχε θεοκυβέρνητο νοῦ ποὺ πρόσεχε μόνο τὸ Θεό, ὅλη της ἡ ἐπιθυμία, ἦταν στραμμένη πρὸς τό «μόνον ἐφετὸν καὶ ἀξιέραστον», ὁ θυμὸς καὶ ἡ ὀργὴ στρέφονταν ἐναντίον τῆς ἁμαρτίας καὶ αὐτοῦ ποὺ τὴν ἐγέννησε καὶ γενικῶς ζοῦσε ζωὴ ὑπεράνω τῆς φύσεως· δὲν ζοῦσε γιὰ τὸν ἑαυτό της ἀλλὰ γιὰ τὸν Θεό, γιὰ τὸν ὁποῖο γεννήθηκε, ὥστε νὰ ἐξυπηρετήσει τὴν παγκόσμια σωτηρία[13].
Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς στὸν θαυμάσιο λόγο του στὰ Εἰσόδια τῆς Θεοτόκου λέγει ὅτι ὁ Θεός, προκειμένου νὰ ἐνανθρωπήσει, δὲν βρῆκε κανένα ἄνθρωπο δεκτικὸ τῆς θεότητος, γι᾽ αὐτὸ ἐδημιούργησε τὴν ἀειπάρθενο Μαρία, ὥστε λόγῳ τῆς ἄκρας καθαρότητός της νὰ γίνει δεκτικὴ τοῦ πληρώματος τῆς θεότητος σωματικῶς. Ὁ Θεὸς στὸ πρόσωπο τῆς Θεοτόκου θέλησε νὰ κατασκευάσει μία εἰκόνα κάθε καλοῦ, μία συγκεφαλαίωση ὅλων τῶν χαρισμάτων ποὺ μοιράζει στὰ πλάσματά τους. Μάζεψε, λοιπόν, εἰς Αὐτὴν ὅλα τὰ χαρίσματα ποὺ μοιράζει εἰς ὅλα τὰ δημιουργήματά Του καὶ ἔτσι μᾶς ἔδειξε μία ξεχωριστὴ δημιουργία ποὺ ταιριάζει μόνο στὴν Μητέρα Του. Συμπεραίνει ὁ Ἅγιος Γρηγόριος καὶ λέγει ὅτι ὅσα χαρίσματα μοιράσθηκαν εἰς τοὺς Ἁγίους ὅλων τῶν ἐποχῶν καὶ ὅσα ἀξιώματα ἔλαβαν ὅλοι μαζὶ οἱ φίλοι τοῦ Θεοῦ, τόσο οἱ ἄγγελοι ὅσο καὶ οἱ ἄνθρωποι, ὅλα αὐτὰ τὰ συγκέντρωσε στὸν ἑαυτό Της ἡ Παρθένος καὶ μόνη αὐτὴ ἔχει τὰ χαρίσματα ὅλων[14]. Ἀπευθυνόμενος πρὸς τὴν Παναγία ὁ θεοφώτιστος ἀρχιερεὺς τῆς Θεσσαλονίκης Τῆς λέγει ὅτι κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ περιγράψει τὸ θεαυγὲς κάλλος Της, τὸ ὁποῖο ὑπερβαίνει πάντα νοῦν καὶ λόγον. Μόνον νὰ τὴν ὑμνοῦμε μποροῦμε: «Σὺ γὰρ καὶ χαρίτων ἁπασῶν χωρίον καὶ πλήρωμα καλοκαγαθίας παντοίας καὶ πίναξ ἔμψυχος ἀρετῆς καὶ χρηστότητος πάσης, ὡς μόνη πάντων ἠξιωμένη συλλήβδην τῶν τοῦ Πνεύματος χαρισμάτων»[15].
Ἄλλος σπουδαῖος θεολόγος τῆς ἐποχῆς τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ, ὁ Ἅγιος Νικόλαος Καβάσιλας, παρουσιάζει ἐπίσης ἐναργέστατα τὴν μοναδικότητα καὶ ἰδιαιτερότητα τῆς Θεοτόκου σὲ Ὁμιλία του «Εἰς τὴν ὑπερένδοξον τῆς Ὑπεραγίας Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου Γέννησιν». Σύμφωνα μὲ ὅσα λέγει ἡ Θεοτόκος μετὰ τὴν πτώση τῶν πρωτοπλάστων «μόνη τῶν ἐξ αἰῶνος ἀνθρώπων ἐξ ἀρχῆς εἰς τέλος κατὰ πάσης ἔστη κακίας καὶ τῷ Θεῷ τὸ παρ᾽ αὐτοῦ δοθὲν ἡμῖν ἀκήρατον ἀπέδωκε κάλλος καὶ τῇ δυνάμει πάσῃ καὶ τοῖς ἀποτεθεῖσι ὅπλοις ἐχρήσατο»[16]. Μὲ τὸν ἔρωτα ποὺ εἶχε γιὰ τὸ Θεό, μὲ τὴν ρωμαλέα σκέψη της, τὴν εὐθύτητα τῆς θελήσεως καὶ τὴν μεγαλειώδη σωφροσύνη της ἔτρεψε σὲ φυγὴ κάθε ἁμαρτία καὶ ἔστησε τέτοιο τρόπαιο νίκης ποὺ δὲν μπορεῖ μὲ τίποτε νὰ συγκριθεῖ: «Πᾶσαν τρεψαμένη τὴν ἁμαρτίαν καὶ τρόπαιον στήσασα πρὸς οὐδὲν παράδειγμα βλέπον». Εἶναι ἡ μόνη ποὺ διέσωσε τὴν εἰκόνα τοῦ πρώτου ἀνθρώπου ὅπως τὸν ἔπλασε ἐξ ἀρχῆς ὁ Θεός[17].
Ἔχουν ὅλα αὐτὰ κάποια σχέση μὲ ὅσα μᾶς ἐκθέτει στὸν «Ἐφημέριο» ὁ μεταπατερικὸς θεοτοκομάχος θεολόγος; Κατὰ τὸν Ἅγιο Καβάσιλα κατὰ τὴν ἑορτὴν τοῦ Γενεθλίου τῆς Θεοτόκου δὲν ἑορτάζομε μόνον τὴν δική Της γέννηση, ἀλλὰ τὴν γέννηση ὅλης τῆς οἰκουμένης, ἡ ὁποία εἶδε στὸ πρόσωπό Της τὸν ἀληθινὸ ἄνθρωπο, ἀπὸ τὸν ὁποῖο ἐπήγασε ἡ δυνατότης γιὰ ὅλους νὰ γίνουν ἀληθινοὶ ἄνθρωποι[18]. Σὲ ἄλλο του Λόγο «Εἰς τὴν πανένδοξον Κοίμησιν τῆς Ὑπεραγίας Δεσποίνης ἡμῶν καὶ Παναχράνου Θεοτόκου» μεταξὺ πολλῶν ἄλλων λέγει ὅτι ἡ Παναγία μὲ τὸ νὰ εἶναι ἄνθρωπος τιμᾶ καὶ μεγαλύνει τοὺς ἀνθρώπους, μὲ τὸ κάλλος της ὅμως ἐκίνησε καὶ τὸν ἔρωτα τοῦ Θεοῦ πρὸς τοὺς ἀνθρώπους: «Τῷ μὲν ἄνθρωπος εἶναι τοὺς ἀνθρώπους σεμνύνει, Θεὸν δὲ πρὸς ἔρωτα κινεῖ τῶν ἀνθρώπων τῷ ἑαυτῆς ἑλκύσασα κάλλει»[19]. Παρόμοια σκέψη ἐκφράζει καὶ στὸν Λόγο του «Εἰς τὸν Εὐαγγελισμὸν τῆς Θεοτόκου», ὅπου ἐπίσης, ἀφοῦ ἀναφέρει ὅλα ἐκεῖνα ποὺ ἔπραξε ἡ Παρθένος, ὥστε νὰ προσελκύσει τὸν Τεχνίτη τοῦ σύμπαντος στὴν γῆ καὶ νὰ κινήσει τὸ δημιουργικό του χέρι, δηλαδὴ τὴν πανάμωμη ζωή της καὶ πάναγνη, τὴν ἄρνηση κάθε κακίας, τὴν ἄσκηση ὅλων τῶν ἀρετῶν, τὴν καθαρώτερη καὶ ἀπὸ τὸ φῶς ζωή Της, τὸ ἐντελῶς πνευματικό Της σῶμα, λαμπρότερο καὶ ἀπὸ τὸν ἥλιο, καθαρώτερο ἀπὸ τὸν οὐρανὸ καὶ ἱερώτερο ἀπὸ τοὺς χερουβικοὺς θρόνους καὶ πολλὰ ἄλλα, λέγει ὅτι τελικὰ ἐκόσμησε καὶ τὸ σῶμα καὶ τὴν ψυχή της μὲ τέτοιο κάλλος, ὥστε κατόρθωσε νὰ ἑλκύσει ἐπάνω της τὸ βλέμμα τοῦ Θεοῦ. Μὲ τὴν δική της ὀμορφιὰ ἔδειξε ὡραία τὴν κοινὴ ἀνθρώπινη φύση. Καὶ κατέκτησε τὸν ἀπαθῆ Θεό, ὁ ὁποῖος ἔγινε ἄνθρωπος ἐξ αἰτίας τῆς Παρθένου, ὁ μισητὸς στοὺς ἀνθρώπους λόγῳ τῆς ἁμαρτίας: «Πρὸς τοιοῦτον ἀσκήσασα κάλλος καὶ σῶμα καὶ ψυχὴν τοῦ Θεοῦ πρὸς ἑαυτὴν ἐπιστρέφει τὸν ὀφθαλμόν· καὶ τῇ παρ᾽ ἑαυτῆς ὥρᾳ καλὴν τὴν κοινὴν ἀπέδειξε φύσιν· καὶ εἷλε τὸν ἀπαθῆ καὶ ἦν ἄνθρωπος διὰ τὴν Παρθένον ὁ διὰ τὴν ἁμαρτίαν ἀνθρώποις ἀπηχθημένος»[20].
Θὰ τελειώσουμε μὲ τὴν γνώμη ἑνὸς ἀκόμη Ἁγίου, μεγάλου Θεοτοκόφιλον συγγραφέα, τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου, ἐναντίον τοῦ ὁποίου δυστυχῶς ἔστρεψε τὰ ἁγιομαχικά του βέλη ὁ προσφάτως τιμηθεὶς ἀπὸ τὸν πατριάρχη Βαρθολομαῖο μὲ τὸ ὀφφίκιο τοῦ «Μεγάλου Ρήτορος» καθηγητὴς Χρῆστος Γιανναρᾶς. Ὁ Ἅγιος Νικόδημος ἔγραψε πολλὰ τιμητικὰ καὶ ἐγκωμιαστικὰ γιὰ τὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο. Θὰ μνημονεύσουμε μόνον αὐτὸ ποὺ μεταξὺ πολλῶν ἄλλων μνημονεύει καὶ ὁ ἐπίσης Θεοτοκόφιλος ἀείμνηστος Γέροντας Θεόκλητος Διονυσιάτης. Γράφει ὁ Ἅγιος Νικόδημος: «Ἂν τὰ ἐννέα τάγματα τῶν ἀγγέλων ἤθελαν κρημνισθῆ ἀπὸ τοὺς οὐρανούς, καὶ νὰ γίνουν δαίμονες. Ἂν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ἐγένοντο κακοί. Ἂν ὅλα τὰ κτίσματα, οὐρανός, φωστῆρες, ἱερεῖς, ζῶα, ἤθελον ἀποστατήσει κατὰ τοῦ Θεοῦ. Ὅλαι αὐταὶ αἱ κακίαι τῶν κτισμάτων συγκρινόμεναι μὲ τὸ πλήρωμα τῆς Ἁγιότητος τῆς Θεοτόκου δὲν ἐδύναντο νὰ λυπήσουν τὸν Θεόν. Διότι μόνη ἡ Κυρία Θεοτόκος ἦτο ἱκανὴ νὰ τὸν εὐχαριστήσει κατὰ πάντα»[21].
Ἐπίλογος
Δὲν παραθέσαμε παρὰ ἐλάχιστα μόνον ἀπὸ ὅσα ὑψηλὰ καὶ μεγαλειώδη ἔχουν γράψει οἱ θεοφώτιστοι Πατέρες γιὰ τὸ πάνσεπτο πρόσωπο τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου. Αὐτὰ ἔπρεπε νὰ παρουσιάζονται στὶς στῆλες τοῦ «Ἐφημερίου» καὶ ὄχι ὅσα ἀνακριβῆ καὶ ὑποτιμητικὰ συλλαμβάνει ὁ ἀφώτιστος νοῦς συγχρόνων καθηγητῶν καί «θεολόγων». Αἰσθανθήκαμε ὡς ἐπιβαλλόμενο χρέος νὰ διαφωτίσουμε τοὺς ἱερεῖς καὶ τὸ πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας περὶ τοῦ ὅτι οἱ ἐχθροὶ τῆς Ἐκκλησίας, οἱ ἐχθροὶ τῆς Παναγίας καὶ τῶν Ἁγίων, εἶναι πλέον ἐντὸς τῶν τειχῶν, γιὰ νὰ ἀναλάβουν τὶς εὐθύνες τους ὅσοι, ἀντὶ νὰ τοὺς πολεμοῦν, τοὺς τιμοῦν καὶ τοὺς ὑψώνουν σὲ ἐκκλησιαστικὲς θέσεις καὶ ἀξιώματα. Μακάρι ὅσα ἐγράψαμε νὰ ἀγγίξουν καὶ τοὺς ἴδιους, ἂν εἶναι καλοπροαίρετοι, καὶ νὰ ἀκολουθήσουν ἐν μετανοίᾳ τοὺς φίλους τῆς Ἀειπαρθένου καὶ Θεοτόκου Μαρίας ποὺ εἶναι καὶ φίλοι τοῦ Υἱοῦ της, τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ.
………………………………………………….
[1]. Ρωμ. 11, 33-34.
[2]. Λουκᾶ 1, 23.
[3]. Αὐτόθι, 1, 48-49.
[4]. Βλ. π.χ. τὸν Ἑσπερινὸ τῆς 27ης Ἰανουαρίου, ἑορτῆς τῆς ἀνακομιδῆς τῶν λειψάνων τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου, ὅπου διαβάζονται περικοπὲς ἀπὸ τὸ βιβλίο τῶν Παροιμιῶν καὶ τῆς Σοφίας Σολομῶντος, ὅπου λέγονται τὰ ἑξῆς γιὰ τὴν σοφία: «Μακάριος ἄνθρωπος ὃς εὗρε σοφίαν καὶ θνητὸς ὃς εἶδε φρόνησιν. Κρεῖττον γὰρ αὐτὴν ἐμπορεύεσθαι ἤ χρυσίου καὶ ἀργυρίου θησαυρούς… Ὅτι ἐγὼ ἡ σοφία κατεσκεύασα βουλὴν καὶ γνῶσιν καὶ ἔννοιαν ἐγὼ ἐπεκαλεσάμην (Παροιμίες, κεφ. 10, 6-7. 3, 13-16)». «Ἐπιθυμήσατε τοιγαροῦν, ὦ ἄνδρες, σοφίαν καὶ ποθήσατε καὶ παιδευθήσεσθε. Ἀρχὴ γὰρ αὐτῆς ἀγάπη καὶ τήρησις νόμων. Τιμήσατε σοφίαν, ἵνα εἰς τὸν αἰῶνα βασιλεύσητε (Σοφία Σολομῶντος, ἐκλογή)»
[5]. Ψαλμ. 7, 10.
[6]. Θεοκλητου Μοναχου Διονυσιατου, Ἱερομόναχος Ἀθανάσιος Ἰβηρίτης (1885-1973), Ἐκδόσεις Τὸ Περιβόλι τῆς Παναγίας, Θεσσαλονίκη 1986, σελ. 39-40. Ὅσα λέγει ὁ Ἁγιορείτης Γέροντας γιὰ τὸ «πρῶτος μετὰ τὸν ἕνα» ἀναφέρονται σὲ βιβλίο τοῦ προτεστάντη J. Holzner, Παῦλος. Ὁ πρῶτος μετὰ τὸν ἕνα, ποὺ μετέφρασε στὰ ἑλληνικὰ ὁ ἀρχιεπίσκοπος καὶ καθηγητὴς Ἱερώνυμος Κοτσώνης, τὸ ὁποῖο συνετέλεσε ὥστε πολλοὶ νὰ θεωροῦν τὸν Ἀπόστολο Παῦλο ὡς πρῶτο μετὰ τὸν Ἕνα, μετὰ τὸν Χριστὸ δηλαδή, ἐνῶ πρώτη μετὰ τὸν Ἕνα εἶναι ἡ Θεοτόκος.
[7]. Λουκᾶ 1, 28-29.
[8]. Εἰς Ματθαῖον Ὁμιλία 4, 5, PG 57, 45.
[9]. Λουκᾶ 1, 34.
[10]. Αὐτόθι 1, 35-38.
[11]. Θεοφυλακτου Βουλγαριασ, Ἑρμηνεία εἰς τὸ κατὰ Λουκᾶν Εὐαγγέλιον, στίχ. 34, PG 128, 704-705.
[12]. Λόγος εἰς τὸ Γενέσιον τῆς Θεοτόκου 5, PG 96, 668.
[13]. Αὐτόθι 9, PG 96, 676.
[14]. Ὁμιλία ΝΓ´, Εἰς τὴν πρὸς τὰ Ἅγια τῶν Ἁγίων εἴσοδον καὶ τὸν ἐν αὐτοῖς θεοειδῆ βίον τῆς πανυπεράγνου Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου καὶ ἀειπαρθένου Μαρίας, 10-11, εἰς Γρηγοριου του Παλαμα, Συγγράμματα, τόμος 6ος, Ἐπιμελείᾳ Π. Χρηστου, ἐκδίδει Βασ. Ψευτογκασ, Θεσσαλονίκη 2015, Ἐκδοτ. Οἶκος Κυρομάνος, σελ. 556-557: «Ὥσπερ γὰρ βουληθεὶς ὁ Θεὸς εἰκόνα στήσασθαι παντὸς καλοῦ καὶ τὴν ἑαυτοῦ περὶ ταῦτα δύναμιν καθαρῶς ἐνδείξασθαι καὶ ἀγγέλοις καὶ ἀνθρώποις, ὁρατῶν καὶ ἀοράτων κοινὸν ὑποστήσας κόσμον, μᾶλλον δὲ θείων τε καὶ ἀνθρωπίνων ἁπασῶν χαρίτων κοινὸν ὑποδείξας κρᾶμα καὶ καλλονὴν ὑπερτέραν ἀμφοτέρους ἐπικοσμοῦσαν τοὺς κόσμους, οὕτω ταύτην οὕτω παγκάλην ὄντως ἐξειργάσατο πάντα συνελών, οἷς πάντα διελὼν ἐκόσμησε, τρόπον τῆς αὐτῷ διαφερύσης μόνῳ δημιουργικῆς δυνάμεως ἡμῖν ἐπιδεικνὺς ἐξαίσιον καὶ ὄντως προσήκοντα τῇ τοῦ φωτὸς μητρί...Καὶ τοίνυν ἃ πᾶσι τοῖς ἐκ τοῦ παντὸς αἰῶνος ἀρίστοις ἤρκεσε νειμαμένοις ἀρίστοις εἶναι, καὶ ὅσα πάντες οἱ Θεῷ κεχαρισμένοι κατὰ μέρος εἰσίν, ἄγγελοί τε καὶ ἄνθρωποι, ταῦθ᾽ ἅπαντα συνειληφυῖα καὶ μόνη πάντα διατελοῦσα καὶ περιτεύουσα...».
[15]. Αὐτόθι 13, σελ. 557.
[16]. Νικολαου Καβασιλα, Ἡ Θεομήτωρ. Τρεῖς Θεομητορικὲς Ὁμιλίες, Κείμενο-Μετάφραση-Εἰσαγωγή-Σχόλια Παναγιωτη Νελλα, Ε´ Ἔκδοση ἀπὸ Ἀποστολικὴ Διακονία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος: Εἰς τὴν ὑπερένδοξον τῆς Ὑπεραγίας Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου Γέννησιν 6, σελ. 66.
[17]. Αὐτόθι.
[18]. Αὐτόθι 18, σελ. 106.
[19]. Αὐτόθι 6, σελ. 178.
[20]. Αὐτόθι 2, σελ. 116-118.
[21]. Μοναχου Θεοκλητου Διονυσιατου, Μαρία ἡ Μητέρα τοῦ Θεοῦ (Μέσα ἀπὸ τὴν Θεολογία καὶ τὴν Ὑμνολογία τῶν Ἁγίων Πατέρων), Θεσσαλονίκη 1988, σελ. 21.