ΟΙ ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΑΣΩΤΟΙ
« Καὶ ἐκεῖ δεισκόρπισε τὴν οὐσίαν αὑτοῦ ζῶν ἀσώτως» (Λουκ. ιε΄, 13)
Ἡ σημερινή, ἀγαπητοί μας ἀκροαταί, ἡ σημερινὴ Κυριακή, ἡ Β΄ Κυριακὴ τοῦ Τριῳδίου, εἰς τὴν ἐκκλησιαστικὴν γλῶσσαν ὀνομάζεται Κυριακὴ τοῦ Ἀσώτου, ἔλαβε δὲ ὡς γνωστόν, τὸ ὄνομα αὐτὸ ἀπὸ τὴν περίφημον παραβολὴν τοῦ Κυρίου, τοῦ σημερινοῦ Εὐαγγελικοῦ ἀναγνώσματος, τὴν παραβολὴν τοῦ Ἀσώτου, ἡ ὁποία ἐχαρακτηρίσθη ὡς ὁ ἀδάμας καὶ ἡ κορωνὶς ὅλων τῶν ἐν ταῖς Ἁγίαις Γραφαῖς ἀναφερομένων παραβολῶν.
Περὶ τῆς παραβολῆς αὐτῆς σοφὸς συγγραφεὺς εἶπεν, ὅτι καὶ ἐὰν ἀκόμη οὐδεμίαν ἄλλην διδασκαλίαν ἔκαμνεν ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ἔφθανεν ἡ παραβολὴ αὕτη ν’ ἀποδείξῃ, ὅτι Ἐκεῖνος, Ὅστις τὴν εἶπε, δὲν ἦτο ἁπλῶς ἕνας μέγας φιλόσοφος, ἀλλὰ Ἐκεῖνος, εἰς τὸν ὁποῖον τὸ πλήρωμα τῆς Θεότητος κατεσκήνωσε σωματικῶς. Διότι μόνον ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος ἔπλασε τὴν καρδίαν τοῦ ἀνθρώπου καὶ γνωρίζει λεπτομερῶς τὰς μυστηριώδεις αὐτῆς κινήσεις, τὰ σκοτεινὰ σπήλαια καὶ τὰς ἀβύσσους, εἰς τὰς ὁποίας δύναται νὰ καταπέσῃ αὕτη, ἀλλὰ καὶ τὰ φωτεινὰ ὕψη, εἰς τὰ ὁποῖα δύναται νὰ ἀνέλθῃ, μόνος ὁ Θεὸς ὁ καρδιογνώστης θὰ ἠδύνατο νὰ μᾶς δώσῃ τὴν πιστὴν εἰκόνα, τὴν ἀκτινογραφίαν οὕτως εἰπεῖν, τῆς καρδίας τοῦ ἀποστάτου καὶ τοῦ ἐπιστρέφοντος ἀνθρώπου, τὴν παραβολὴν τοῦ ἀσώτου, ὁμοίαν τῆς ὁποίας ματαίως θ’ ἀναζητήσωμεν εἰς τὴν παγκόσμιον φιλολογίαν. Μέσα εἰς τὰς πλήρεις οὐσίας λέξεις τῆς παραβολῆς συμπτύσεται ὅλον τὸ δρᾶμα τῆς ἀνθρωπότητος, ἀλλὰ καὶ ὑποδεικνύεται ἡ λύσις τῆς τραγῳδίας μας. Θὰ ἤξιζε δὲ διὰ τοῦτο ἡ ἀμίμητος αὐτὴ παραβολὴ καὶ μὲ εἰκόνας καὶ μὲ ποιήματα καὶ μὲ καθημερινὴν μελέτην καὶ ἀποστήθισιν νὰ γίνῃ πνευματικὸν κτῆμα τῶν σημερινῶν ἀνθρώπων, καὶ αἱ ἀθάνατοι ἰδέαι αὐτῆς νὰ ριζώσουν εἰς τὴν καρδίαν παντὸς τέκνου τῆς γῆς. Ὤ! Ὁποῖον θησαυρὸν ἔχομεν ἡμεῖς οἱ Χριστιανοὶ εἰς τὰς χεῖράς μας καὶ δυστυχῶς δὲν θέλομεν νὰ τὸν ἐκμεταλλευθῶμεν. Δι’ αὐτὸν καὶ μόνον τὸν λόγον θὰ ἔπρεπε νὰ ὀνομασθῶμεν ἄσωτοι, ὡς μὴ χρησιμοποιοῦντες τὸ θαυμάσιον μέσον τῆς σωτηρίας, τὸ ὁποῖον προσφέρει ἡ παραβολή.
Εἰς τὰ ὀλίγα λεπτὰ τὰ ὁποῖα διαθέτει ἡ ραδιοφωνικὴ αὐτὴ ἐκπομπὴ εἶνε φύσει ἀδύνατον ν’ ἀναπτύξωμεν ὅλον τὸ περιεχόμενον τῆς θαυμασίας αὐτῆς παραβολῆς. Ἀλλ’ ἄς προσπαθήσωμεν νὰ δώσωμεν ἔστω μίαν ἀμυδρὰν εἰκόνα τοῦ ἀσώτου, τοῦ συγχρόνου ἀσώτου, ὅπως παρουσιάζεται σήμερον μὲ τὰς μυρίας παραλλαγάς του εἰς τὴν γενεάν μας.
Οἱ ἄσωτοι, ἀγαπητοί μας, σήμερον δὲν εἶνε ἕνας καὶ δύο, ἀλλὰ εἶνε πολλοί, ἀναρίθμητοι. Ποῖον πρῶτον καὶ ποῖον δεύτερον τῶν συγχρόνων ἀσώτων ν’ ἀναφέρωμεν; Ὁ αἰών μας ἐπλημμύρισεν ἀπὸ ἀσώτους. Ἄσωτοι ἐν πρώτοις ὑπάρχουν ἐντὸς τῆς οἰκογενείας. Εἶνε τὰ παιδιὰ τῶν εὐπόρων ἐκείνων γονέων, τὰ ὁποῖα ἀκολουθοῦν τὰ ίχνη, μιμοῦνται κατὰ γράμμα τὸν ἄσωτον υἱὸν τῆς παραβολῆς καὶ μέ διεφθαρμένους συντρόφους σπαταλοῦν ἑκατομμύρια, περιουσίας ὁλοκλήρους. Ἄσωτοι υἱοί! Πόσοι τοιοῦτοι υἱοὶ ὑπάρχουν εἰς τὰς Ἀθήνας, οἱ ὁποῖοι ὑπὸ τὸ πρόσχημα ὅτι σπουδάζουν ἐπιστήμην οἱ αἰώνιοι αὐτοὶ φοιτηταὶ διημερεύουν καὶ διανυκτερεύουν εἰς τὰ πολυώνυμα κέντρα τῆς ἀκολασίας καὶ ὡς βδέλλαι ἀφαιμάσουν τὰ πατρικά βαλάντια καὶ δημιουργοῦν οἰκογενειακά δράματα. Ἐξ αἰτίας τοιούτων ἀσώτων υἱῶν ἐξηνεμίσθησαν περιουσίαι, διελύθησαν οἰκογένειαι καὶ καατέβησαν προώρως εἰς τὸν τάφον πικραμένοι οἱ πατέρες καὶ αἱ μητέρες καὶ ἀπέθανον εἰς τὸ φθισιατρεῖον νεάνιδες, αἱ ὁποῖαι ἠπατήθησαν οἰκτρῶς ὑπὸ τῶν συγχρόνων τούτων Δὸν Ζουὰν καὶ ἐμαράνθησαν ὡς τὰ κρίνα τοῦ ἀγροῦ. Ἄσωτοι υἱοί! Ἀλλὰ ἄσωτοι εἶνε καὶ αἱ ἄφρονες ἐκεῖναι θυγατέρες, αἱ ὁποῖαι περιφρονοῦν τὰς αὐστηρὰς καὶ τιμίας παραδόσεις τῆς ἑλληνικῆς οἰκογενείας, ἀποτινάσσουν προώρως τὸν πατρικὸν ζυγὸν καὶ ὡς κοῦκλαι, ὡς πλαγγόνες, ὡς θυγατέρες λόρδων ἄνεργοι περιφέρονται εἰς τὰς ὁδοὺς καὶ τὰς πλατείας καὶ δίδουν παρὸν εἰς ὅλας τὰ κοσμικὰ κέντρα καὶ γελοῦν καὶ καγχάζουν μὲ τὸν πρῶτον τυχόντα καὶ χαρτοπαίζουν καὶ καπνίζουν καὶ σπαταλοῦν πολύτιμον χρόνον, τὸν ὁποῖον αἱ ἀρχαῖαι πρόγονοι αὐτῶν Ναυσικαῖ καὶ Πηνελόπαι διέθετον εἰς καθημερινὰς ἐργασίας διὰ τὴν εὐπρέπειαν τοῦ ἑλληνικοῦ οικου, ὅστις ἔλαμπε ἀπὸ τὴν καθαρότητα καὶ τὴν ἀπέριττον τάξιν. Ἄσωτοι υἱοὶ καί θυγατέρες. Ἀλλὰ καὶ τὸ ― θλιβερώτερον ― ἄσωτοι μητέρες καὶ πατέρες! Καὶ ἄσωτοι πατέρες εἶνε ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι ἐμπλέκονται εἰς παρανόμους σχέσεις καὶ λησμονοῦν τὰς ἱερὰς ὑποχρεώσεις τοῦ οἰκογενειάρχου καὶ ἀφήνουν κλαίουσαν τὴν σύζυγόν των, τὸ ίνδαλμα τῶν νεανικῶν των χρόνων, καὶ τὰ τέκνα των νηστικά, γυμνά, ἔκθετα εἰς ὅλους τοὺς ἀνέμους τῆς κοινωνικῆς δυστυχίας μὲ τὸ στῖγμα τῆς πατρικῆς ἐγκαταλείψεως. Ἄσωτοι καὶ αἱ μητέρες καὶ αἱ σύζυγοι ἐκεῖναι, αἱ ὁποῖαι μὲ τὴν ἐλαφροτέραν συνείδησιν θραύουν τὸν ἱερὸν δεσμὸν τοῦ γάμου καὶ ρίπτουν εἰς τὸν βούρκον τῆς ἀτιμίας τὰ ἱερὰ στέφανα καὶ χωρὶς ἐντροπὴν συνοικοῦν μὲ νέους ἄνδρας. Εἰς χιλιάδας ἀνέρχονται αἱ παράνομοι συμβιώσεις τῶν ἀσώτων τούτων ἀνδρῶν καὶ γυναικῶν, αἱ ὁποῖαι θέτουν ἐν κινδύνῳ τὸν θεσμὸν τῆς οἰκογενείας καὶ κλονίζουν τὰ θεμέλια τῆς Πατρίδος. Ἑλλάς! Θρήνησε διὰ τοὺς ἀσώτους τούτους υἱοὺς καὶ θυγατέρας σου!
Ἄσωτοι ἐντὸς τῆς οἰκογενείας! Ἀλλὰ καὶ πόσοι ἄσωτοι ὑπάρχουν εἰς τὴν εὐρυτέραν ἐκείνην οἰκογένειαν, ἡ ὁποία ὀνομάζεται Ἑλληνικὴ κοινωνία! Ἴδετε! Παρελαύνει νέα φάλαγξ ἀσώτων. Ἄσωτοι εἶνε ἀκόμη, ὅσοι διὰ μίαν ματαίαν ἐπίδειξιν, διὰ μίαν ἑορτὴν τοῦ ὀνόματός των, διὰ μίαν διασκέδασιν, διὰ μίαν νύκτα κραιπάλης καὶ ὀργίων οἱ νέοι αὐτοὶ Λούκουλοι σπαταλοῦν ἐν μέσῳ πεινῶντος καὶ πάσχοντος λαοῦ τόσα, ὅσα θὰ ἠδύναντο νὰ τραφοῦν διὰ ἕνα μῆνα ἑκατοντάδες οἰκογένειαι προσφύγων ἀδελφῶν μας, θυμάτων τῆς τελευταίας ἐθνικῆς μας τραγωδίας. Ἄσωτοι οἱ εὐκόλως πλουτοῦντες καὶ αἰσχρῶς σπαταλῶντες, περὶ τῶν ὁποίων ὁ ἀρχαῖος πρόγονός μας Διογένης ἔλεγεν ὅτι οἱ ἄσωτοι αὐτοὶ ὁμοιάζουν μὲ τὰς συκᾶς ποὺ φυτρώνουν εἰς κρημνοὺς καὶ δυσβάτους τόπους καὶ τῶν ὁποίων τοὺς καρποὺς δὲν γεύονται ἄνθρωποι, ἀλλὰ τὰ ὄρνεα κατατρώγουν. Καὶ τας περιουσίας τῶν ἀσώτων αὐτῶν ὄχι ὀρφανὰ καὶ χῆραι ἀλλὰ γύναια ἁμαρτωλὰ καὶ σύντροφοι ἔκφυλοι καὶ κόλακες ἐλεεινοὶ καταβροχθίζουν, ὧν σύνθημα εἶνε τὸ: ζεῖ χύτρα, ζῇ φιλία». Δηλαδὴ βράζει ἡ χύτρα τοῦ συμφέροντος; διατηρεῖται καὶ ἡ φιλία. Ἀναρίθμητοι οἱ φίλοι τοῦ ἀσώτου! ἔπαυσεν ἡ χύτρα τοῦ συμφέροντος νὰ βράζῃ; Ἐν τῳ ἅμα οἱ σύντροφοι τοῦ ἀσώτου κάμνουν πτερὰ καὶ ἐξαφανίζονται. ― Ἄσωτοι ἀκόμη οἱ ὀκνηροί, οἱ μηδὲν ἔργον ωφέλιμον πράττοντες ὑπὲρ τῆς κοινωνίας καὶ τῆς Πατρίδος, ἀλλὰ οἱ ὁποῖοι ἀπὸ πρωΐας πλημμυροῦν τά καφενεῖα καὶ πολιτικολογοῦν καὶ λησμονοῦν τὸ προγονικὸν «χρόνου φείδου» καὶ σπαταλοῦν τὸν πολύτιμον τοῦτον θησαυρὸν, τὸν χρόνον τῆς ζωῆς των, τὸν ὁποῖον ἐὰν ἤθελαν νὰ ἐκμεταλλευθοῦν πρεπόντως θὰ ἠδύναντο νὰ γίνουν σωτῆρες καὶ εὐεργέται τῆς Ἑλλάδος. Ἀλλὰ ἄσωτοι καὶ οἱ τιμίως μὲν ἐργαζόμενοι, ἀλλὰ οἱ ὁποῖοι τὴν νύκτα τοῦ Σαββάτου καὶ τὴν ἡμέραν τῆς Κυριακῆς τρέχουν εἰς τὰ καπηλεῖα, τὰς πολυαρίθμους ταβέρνας ― καὶ δυστυχῶς κάθε συνοικία τῶν μεγαλοπόλεων ἔχει σήμερον τὸν ναὸν τοῦτον τοῦ Βάκχου― καὶ ἐκεῖ ἐξοδεύονται ἀσώτως ἀμύθητα ποσά, ποσὰ ποὺ ἀντιπροσωπεύουν χιλιάδες ἡμερομίσθια ἐργατικά, ποσὰ μὲ τὰ ὁποῖα θὰ ἔκτιζον ἐτησίως 1000 πολυκατοικίας οἱ τίμιοι ἐργάται μας. Ἀλλὰ ποὺ ἀφήνει ἡ μέθη καὶ ὁ ἀλκοολισμός; Ποῦ ἀφήνει ἡ ἀσωτεία; Ἄσωτοι ἀκόμη οἱ τακτικοί θαμῶνες τῶν θεάτρων καὶ κινηματογράφων, οἱ πελάται τῶν χαρτοπαικτικῶν λεσχῶν, περὶ τῶν ὁποίων μὲ ἀνακούφισιν ἤκουσεν ὁ Ἐλληνικὸς λαος ὅτι τὸ ὑπουργεῖον τῶν Ἐσωτερικῶν ἀπεφάσισε τὴν ὁριστικήν των σφράγισιν.
Ἀλλὰ μήπως τελειώνει ἡ φάλαγξ τῶν ἀσώτων; Κάθε ἄλλο. Ἄσωτοι εἶνε ὄχι μόνον ὅσοι ἀσωτεύουν τὴν ὕλην, ἀλλὰ καὶ ὅσοι ἀσωτεύουν τὸ πνεῦμα. Καὶ αὐτοὶ εἶνε οἱ μεεγάληςς ὁλκῆς ἄσωτοι. Παράδειγμα ἔστω, οἱ δημοσιογράφοι ἐκεῖνοι καὶ συγγραφεῖς οἱ ὁποῖοι θὰ ἠδύναντο νὰ χρησιμοποιήσουν τὴν ἐκλεκτὴν πένναν των διὰ νὰ περιγράψουν τὸ καλὸν καὶ νά ἀναπτύξουν τὰ εὐγενῆ αἰσθήματα τοῦ ἀνθρώπου, νὰ στιγματίσουν δὲ τὸ κακὸν μὲ τὰς ἀπαισίας συνεπείας του, ἀλλὰ οἱ ὁποῖοι ἀντιθέτως βυθίζουν τὴν πένναν των μέσα εἰς τὴν κοινωνικὴν κοπρίαν καὶ γεμίζουν τὰ περιοδικὰ καὶ τὰς ἐφημερίδας καὶ τὰ μυθιστορήματα μὲ αἰσχρὰς πεεριγραφὰς διὰ νὰ τὰ μελετοῦν οἱ νέοι, νὰ πληθύνωνται συνεχῶς οἱ ἄσωτοι καὶ νὰ μή μείνῃ νέος ἀμόλυντος εἰς τὴν γῆν αὐτὴν ἡ ὁποία κάποτε ὕμνησε καὶ ἐστεφάνωσε τὴν Αἰδῶ καὶ τὴν Παρθενίαν. Ἄσωτοι τέλος, μεγάλοι ἄσωτοι οἱ ἐπιστήμονες ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι χωρὶς Θεὸν ἐρευνοῦν καὶ καταναλίσκουν τὰ ἐγκεφαλικά των κύτταρα διὰ νὰ εὕρουν τὰ καταστρεπτικώτερα μηχανήματα, μὲ τὰ ὁποῖα θὰ ἐξοντώσουν τὴν ἀνθρωπότητα.
Ἀλλ’ ἄς τελειώνωμεν δίδοντες ἕνα γενικὸν ὁρισμὸν τοῦ ἀσώτου. Ἄσωτος λέγεται καὶ εἶνε πᾶς, ὅστις σπαταλᾷ τοὺς ὑλικοὺς καὶ πνευματικοὺς θησαυροὺς καὶ δὲν κάμνει καλὴν χρῆσιν τῶν μικρῶν, ἤ τῶν μεγάλων ταλάντων, τῶν δωρεῶν, τῶν προσόντων, τῶν δυνάμεων ἐν γένει, τῶν μυρίων εὐκαιριῶν ἀκόμη, ποὺ τοῦ δίδει καθημερινῶς ἡ ἀγαθότης τοῦ Θεοῦ. Καὶ γενικώτεερα. Ἄσωτος εἶνε πᾶς, ὅστις δὲν θέτει τὸν ἑαυτόν του εἰς τὴν ὑπηρεσίαν τῆς ἀληθείας, τῆς ἀρετῆς, τῆς πίστεως, τοῦ φωτός, τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ ζεύγνυται εὐχαρίστως εἰς το ἅρμα τῆς ἀπωλείας.
Καὶ τώρα τίς, ἔχων ὑπ’ ὄψιν τὸν ὁρισμὸν αὐτὸν τοῦ ἀσώτου, τίς λέγω, δύναται νὰ καυχηθῇ, ὅτι ἔθεσε τὸν ἑαυτόν του ἀπολύτως εἰς τὴν διάθεσιν τοῦ καλοῦ; Καὶ ὁ πλέον νομιζόμενος δίκαιος δὲν ἔχει ἆράγε τὰς στιγμὰς καὶ τὰς ὥρας καὶ τὰς ἡμέρας κατὰ τὰς ὁποίας ἀφήνει τὸν ἑαυτόν του εἰς μίαν κατάστασιν χλιαρότητος, ἀδρανείαςς καὶ ἀδιαφορίας διὰ τὸ καλόν; Καὶ μόνον αὐτό; Καὶ εἰς πόσας ἄλλας στιγμὰς τῆς ζωῆς μας ὁ νοῦς μας δὲν ἐσκέφθη τὸ κακόν, ἡ καρδία μας δὲν ἐπόθησε τὸ πονηρόν, ἡ γλῶσσά μας δὲν ἐξέφερε λόγους πικρίας, οἱ ὀφθαλμοί μας δὲν εἶδον εὐχαρίστως ἁμαρτωλὰ θεάματα, τ’ αὐτιά μας δὲν ἤκουσαν αἰσχρὰς καὶ ἀπρεπεῖς λέξεις, τὰ χέρια καὶ τὰ πόδια μας δὲν ἐκινήθησαν πρὸς κατευθύνσεις ἀπηγορευομένας ἀπολύτως ὑπὸ τῆς συνειδήσεώς μας καὶ τοῦ θείου Νόμου; Ἀδελφοί! Ἄς μὴ ἀπατώμεθα!! Οὐδεὶς εἶνε δίκαιος. Ὅλοι κατὰ τὸ μᾶλλον καὶ ἦττον εὑρισκόμεθα συγκεκλεισμένοι εἰς τὸν κύκλον τῆς ἀσωτείας, ὅλοι ἐφθείραμεν τὰ ὑλικὰ καὶ πνευματικὰ κεφάλαια ποὺ ἔδωκεν ὁ Πλάστης. Καὶ ἐὰν ἄνευ προκαταλήψεως ρίψωμεν ἕνα βλέμμα εἰς τὸν κρυστάλλινον καθρέπτην, ὁποῖος εἶνε ἡ παραβολὴ τοῦ ἀσώτου, θὰ ίδωμεν ἄσωτον ὄχι μόνον τὸν γείτονά μας, ἀλλὰ κυρίως τὸν ἑαυτόν μας, θὰ τὸν ίδωμεν μὲ τὰ ράκη ὅπως κατήντησεν ὅλους μας ὑπὸ τὰς μυρίας της μορφὰς ἡ ἁμαρτία, ἡ ἀποστασία τοῦ αἰῶνος μας ἀπὸ τὸν Θεόν, τὸν Οὐράνιον Πατέρα μας, θὰ ίδωμεν τὴν κατάστασίν μας καὶ θὰ φρίξωμεν καὶ ἐὰν ἔχωμεν ἕνα ἠλεκτρόνιον μετανοίας θὰ γονυπετήσωμεν πρὸ τῆς θεότητος και θὰ είπωμεν καὶ ἡμεῖς γεμᾶτοι συντριβὴν καὶ πόνον: Κύριε! Μέχρι τώρα ἄλλους μόνον ἐθεώρουν καὶ ἐκαυτηρίαζον ὡς ἀσώτους. Ἀλλὰ τώρα βλέπω ὅτι πρῶτος ἄσωτος εἶμαι ἐγὼ καὶ πρῶτος ἐγὼ αἰσθάνομαι τὴν ἀναγκην νὰ κραυγάσω: «ΠΑΤΕΡ, ΗΜΑΡΤΟΝ ΕΙΣ ΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟΝ ΚΑΙ ΕΝΩΠΙΟΝ ΣΟΥ· ΠΟΙΗΣΟΝ ΜΕ ΩΣ ΕΝΑ ΤΩΝ ΜΙΣΘΙΩΝ ΣΟΥ».
― Κάπου εἰς ὁμιλίαν ξένου ἐκλεκτοῦ ἱεροκήρυκος εἶχον ἀναγνώσει τὸ ἑξῆς ὡραῖον ἀνέκδοτον σχετικῶς μὲ τὴν παραβολὴν τοῦ ἀσώτου.
― Εἰς μίαν πόλιν τῆς Ἀγγλίας εἰσῆλθεν ἕνας ἐλαφρὸς θίασος ἠθοποιῶν διὰ νὰ παίξῃ ὡρισμένα ἔργα. Εἰς ἕνα τῶν ἠθοποιῶν ― τὸν παίζοντα ρόλον γελωτοποιοῦ―― ἕνας ἔδωκε μίαν Ἁγίαν Γραφὴν καὶ τῷ ἐπρότεινεν ἐπὶ πληρωμῇ, ὅπως μὲ τὴν ὡραίαν του φωνὴν ἀπαγγείλῃ μεγαλοφώνως τὴν παραβολὴν τοῦ Ἀσώτου. Ὁ γελωτοποιὸς ἐδέχθη· ἐνέβη εἰς ὑψηλὸν κάθισμα καὶ ἤρχισε τὴν ἀπαγγελίαν ἐν μέσῳ εἰρωνείας καὶ καγχασμοῦ τῶν συντρόφων του. Ἀλλ’ ὅταν ἐπροχώρησεν εἰς τὴν παραβολὴν καὶ καθ’ ἥν στιγμὴν εὑρίσκετο εἰς τὴν φράσιν: «καὶ ἐκεῖ διεσκόρπισε τὴν οὐσίαν αὐτοῦ ζῶν ἀσώτως», ἕνας τῷ φωνάζει: «Σὰν καὶ σένα Γιάννη». Προχωρεῖ ἡ ἀνάγνωσις, ἀλλὰ καὶ εἰς κάθε νέαν φράσιν τῆς παραβολῆς οἱ σύντροφοί του τῶ ἐφώναζον συνεχῶς: «Σὰν καὶ σένα Γιάννη». Ὁ νέος ἤρχισε νὰ ταράσσεται, ὅταν δὲ ἔφθασεν εἰς τὰς λέξεις: «Πάτερ, ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν σου· οὐκέτι εἰμὶ ἄξιος κληθῆναι υἱός σου» συνεκλονίσθη ὁλόκληρος, ἤρχισε νὰ κλαίῃ, κατέβηκεν ἀπὸ τὸ κάθισμα καὶ ἔσπευσε νὰ γράψῃ ἐπιστολήν. Πρὸς ποῖον; Πρὸς τὸν πατέρα του! Τὶ ἆρα νὰ συνέβαινε; Ἦτο καὶ αὐτὸς ἕνας ἄσωτος υἱός, υἱὸς πλουσίου πατρὸς τὸν ὁποῖον ἐγκατέλειψε καὶ ἔζη ἀσώτως προσκολληθεὶς ὡς γελωτοποιὸς εἰς τὸ συγκρότημα τοῦ ἐπαρχιακοῦ θιάσου. Ἡ ἱστορία του ἦτο γνωστὴ εἰς τὸν κύκλον τῶν συντρόφων. Δι’ αὐτὸ καὶ ὅταν ἤρχισε τὴν ἀνάγνωσιν τῆς παραβολῆς τῷ ὑπενθύμισαν ἔστω καὶ εἰρωνικῶς τὴν κατάστασίν του, ἡ ὁποία ὡμοίαζε καταπληκτικῶς μὲ τὴν κατάστασιν τοῦ ἀσώτου υἱοῦ. Καὶ ὑπὸ τὴν ἐντύπωσιν τῆς παραβολῆς ἀνελύθη εἰς δάκρυα μετανοίας, ἀνεῦρε τὴν ὁδὸν τῆς σωτηρίας καὶ ἐσώθη.
Ἀγαπητοί μας ἀκροαταί. Ἡ παραβολὴ τοῦ Ἀσώτου, ἀθάνατον κειμήλιον τοῦ Εὐαγγελίου, εἶνε καὶ ἰδική μας ἱστορία, ἱστορία τῶν περιπετειῶν καὶ περιπλανήσεών μας μακρὰν τοῦ Θεοῦ.
Καὶ δι’ αὐτὸ ἡ παραβολὴ ἀπευθύνεται πρὸς ὅλους καὶ φωνάζει: Ἄσωτοι ὅλων τῶν κατηγοριῶν καὶ τῶν τύπων. Ἕως πότε θὰ ζῆτε μακρὰν τοῦ Οὐρανίου Πατρός; Ἕως πότε γυμνοὶ καὶ πεινασμένοι καὶ τρέμοντες ὡς ὁ Κάϊν θὰ περιφέρεσθε εἰς τὴν πεπυρακτωμένην ἔρημον τῆς συνειδήσεως καὶ θ’ ἀκούετε τὰς φωνὰς τῶν ἀγρίων θηρίων καὶ θὰ ρυπαίνεσθε μὲ τὰς ἀκαθαρσίας τῶν χοίρων καὶ θὰ διατελῆτε ὑπὸ τὰς διαταγὰς τῶν διαφόρων ἀγελαρχῶν τοῦ Ἐωσφόρου; Ἕως πότε θὰ τρώγετε τὰ ξυλοκέρατα ποὺ προσφέρει ὁ ψευδής, ὁ μηχανικὸς καὶ ἄθεος πολιτισμὸς τοῦ 20οῦ αἰῶνος; Κὶ σύ, ὦ ἀνθρωπότης, ἡ ἐν τῷ συνόλῳ μεγάλη ἄσωτος, ἡ ὁποία ἀπεστάτησες ἀπὸ τὸν Θεὸν καὶ αἱματοκυλίσθης ἀγρίως και ἐσπατάλησες πλούτη ἀμύθηταα, μὲ τὰ ὁποῖα καὶ αἱ Σαχάραι θὰ μεταποιοῦντο εἰς παραδείσους καὶ αἱ καλύβαι εἰς ἀνάκτορα, τώρα, ἀνθρωπότης, τὶ σκέπτεσαι; Τί σκέπτονται οἱ κυβεερνῆται σου; Τί οἱ σοφοί σου ἐπιστήμονες; Τὶ οἱ δυναμικοί σου ἄνδρες; Δυστυχὴς ἀνθρωπότης! Ἀπὸ σὲ ἐξαρτᾶται νὰ ἐλαττώσῃς τὸν χρόνον τῆς δοκιμασίας. Ὅπως ἐμιμήθης τοῦ ἀσώτου τὴν ἀποστασίαν μιμήθητι τώρα καὶ τὴν ἐπιστροφήν. Ἀναγνωρίζεις τὰ τεράστια σφάλματά σου; Τύπτεις τὰ ἁμαρτωλά σου στήθη; Κραυγάζει, κραυγάζουν ὅλα τὰ τέκνα σου εἰς οἱονδήποτε σημεῖον τῆς ὑφηλίου καὶ ἐὰν εὑρίσκωνται τὸ «ἥμαρτον» τοῦ Ἀσώτου; ― Τότε ριζικῶς θ’ ἀλλάξῃ ἡ κατάστασις. Τότε θ’ ἀναρτηθῇ ἡ σημαία τῆς Εἰρήνης. Τότε Οὐρανὸς καὶ Γῆ θὰ συμφιλιωθοῦν. Τὸτε ὅλα τὰ τέκνα τῆς γῆς θὰ παρακαθήσουν εἰς τὴν κοινὴν Τράπεζαν τοῦ Οὐρανίου Πατρός, τοῦ Πατρὸς πάντων τῶν ἀνθρώπων. Τότε χοροί, συναυλίαι ἀγγέλων καὶ ἀρχαγγέλων θὰ ψάλλουν τὸν παιᾶνα τῆς εἰρήνης, καὶ αὐτὴ ἀκόμη ἡ φύσις θὰ χαμογελᾷ, διότι ἡ ἀνθρωπότης ὕστερα ἀπὸ μυρίας περιπλανήσεις εἰς τὰς ἀγόνους χώρας τοῦ ὑλισμοῦ θὰ εἰσέρχεται λελυτρωμένη εἰς νέαν περίοδον ζωῆς, ζωῆς εἰρηνικῆς καὶ ὄντως μακαρίας, τῆς ὁποίας ρίζα καὶ βάσις καὶ θεμέλιον ἀκλόνητον θὰ εἶνε ὁ Θεός.
« Καὶ ἐκεῖ δεισκόρπισε τὴν οὐσίαν αὑτοῦ ζῶν ἀσώτως» (Λουκ. ιε΄, 13)
Ἡ σημερινή, ἀγαπητοί μας ἀκροαταί, ἡ σημερινὴ Κυριακή, ἡ Β΄ Κυριακὴ τοῦ Τριῳδίου, εἰς τὴν ἐκκλησιαστικὴν γλῶσσαν ὀνομάζεται Κυριακὴ τοῦ Ἀσώτου, ἔλαβε δὲ ὡς γνωστόν, τὸ ὄνομα αὐτὸ ἀπὸ τὴν περίφημον παραβολὴν τοῦ Κυρίου, τοῦ σημερινοῦ Εὐαγγελικοῦ ἀναγνώσματος, τὴν παραβολὴν τοῦ Ἀσώτου, ἡ ὁποία ἐχαρακτηρίσθη ὡς ὁ ἀδάμας καὶ ἡ κορωνὶς ὅλων τῶν ἐν ταῖς Ἁγίαις Γραφαῖς ἀναφερομένων παραβολῶν.
Περὶ τῆς παραβολῆς αὐτῆς σοφὸς συγγραφεὺς εἶπεν, ὅτι καὶ ἐὰν ἀκόμη οὐδεμίαν ἄλλην διδασκαλίαν ἔκαμνεν ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ἔφθανεν ἡ παραβολὴ αὕτη ν’ ἀποδείξῃ, ὅτι Ἐκεῖνος, Ὅστις τὴν εἶπε, δὲν ἦτο ἁπλῶς ἕνας μέγας φιλόσοφος, ἀλλὰ Ἐκεῖνος, εἰς τὸν ὁποῖον τὸ πλήρωμα τῆς Θεότητος κατεσκήνωσε σωματικῶς. Διότι μόνον ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος ἔπλασε τὴν καρδίαν τοῦ ἀνθρώπου καὶ γνωρίζει λεπτομερῶς τὰς μυστηριώδεις αὐτῆς κινήσεις, τὰ σκοτεινὰ σπήλαια καὶ τὰς ἀβύσσους, εἰς τὰς ὁποίας δύναται νὰ καταπέσῃ αὕτη, ἀλλὰ καὶ τὰ φωτεινὰ ὕψη, εἰς τὰ ὁποῖα δύναται νὰ ἀνέλθῃ, μόνος ὁ Θεὸς ὁ καρδιογνώστης θὰ ἠδύνατο νὰ μᾶς δώσῃ τὴν πιστὴν εἰκόνα, τὴν ἀκτινογραφίαν οὕτως εἰπεῖν, τῆς καρδίας τοῦ ἀποστάτου καὶ τοῦ ἐπιστρέφοντος ἀνθρώπου, τὴν παραβολὴν τοῦ ἀσώτου, ὁμοίαν τῆς ὁποίας ματαίως θ’ ἀναζητήσωμεν εἰς τὴν παγκόσμιον φιλολογίαν. Μέσα εἰς τὰς πλήρεις οὐσίας λέξεις τῆς παραβολῆς συμπτύσεται ὅλον τὸ δρᾶμα τῆς ἀνθρωπότητος, ἀλλὰ καὶ ὑποδεικνύεται ἡ λύσις τῆς τραγῳδίας μας. Θὰ ἤξιζε δὲ διὰ τοῦτο ἡ ἀμίμητος αὐτὴ παραβολὴ καὶ μὲ εἰκόνας καὶ μὲ ποιήματα καὶ μὲ καθημερινὴν μελέτην καὶ ἀποστήθισιν νὰ γίνῃ πνευματικὸν κτῆμα τῶν σημερινῶν ἀνθρώπων, καὶ αἱ ἀθάνατοι ἰδέαι αὐτῆς νὰ ριζώσουν εἰς τὴν καρδίαν παντὸς τέκνου τῆς γῆς. Ὤ! Ὁποῖον θησαυρὸν ἔχομεν ἡμεῖς οἱ Χριστιανοὶ εἰς τὰς χεῖράς μας καὶ δυστυχῶς δὲν θέλομεν νὰ τὸν ἐκμεταλλευθῶμεν. Δι’ αὐτὸν καὶ μόνον τὸν λόγον θὰ ἔπρεπε νὰ ὀνομασθῶμεν ἄσωτοι, ὡς μὴ χρησιμοποιοῦντες τὸ θαυμάσιον μέσον τῆς σωτηρίας, τὸ ὁποῖον προσφέρει ἡ παραβολή.
Εἰς τὰ ὀλίγα λεπτὰ τὰ ὁποῖα διαθέτει ἡ ραδιοφωνικὴ αὐτὴ ἐκπομπὴ εἶνε φύσει ἀδύνατον ν’ ἀναπτύξωμεν ὅλον τὸ περιεχόμενον τῆς θαυμασίας αὐτῆς παραβολῆς. Ἀλλ’ ἄς προσπαθήσωμεν νὰ δώσωμεν ἔστω μίαν ἀμυδρὰν εἰκόνα τοῦ ἀσώτου, τοῦ συγχρόνου ἀσώτου, ὅπως παρουσιάζεται σήμερον μὲ τὰς μυρίας παραλλαγάς του εἰς τὴν γενεάν μας.
Οἱ ἄσωτοι, ἀγαπητοί μας, σήμερον δὲν εἶνε ἕνας καὶ δύο, ἀλλὰ εἶνε πολλοί, ἀναρίθμητοι. Ποῖον πρῶτον καὶ ποῖον δεύτερον τῶν συγχρόνων ἀσώτων ν’ ἀναφέρωμεν; Ὁ αἰών μας ἐπλημμύρισεν ἀπὸ ἀσώτους. Ἄσωτοι ἐν πρώτοις ὑπάρχουν ἐντὸς τῆς οἰκογενείας. Εἶνε τὰ παιδιὰ τῶν εὐπόρων ἐκείνων γονέων, τὰ ὁποῖα ἀκολουθοῦν τὰ ίχνη, μιμοῦνται κατὰ γράμμα τὸν ἄσωτον υἱὸν τῆς παραβολῆς καὶ μέ διεφθαρμένους συντρόφους σπαταλοῦν ἑκατομμύρια, περιουσίας ὁλοκλήρους. Ἄσωτοι υἱοί! Πόσοι τοιοῦτοι υἱοὶ ὑπάρχουν εἰς τὰς Ἀθήνας, οἱ ὁποῖοι ὑπὸ τὸ πρόσχημα ὅτι σπουδάζουν ἐπιστήμην οἱ αἰώνιοι αὐτοὶ φοιτηταὶ διημερεύουν καὶ διανυκτερεύουν εἰς τὰ πολυώνυμα κέντρα τῆς ἀκολασίας καὶ ὡς βδέλλαι ἀφαιμάσουν τὰ πατρικά βαλάντια καὶ δημιουργοῦν οἰκογενειακά δράματα. Ἐξ αἰτίας τοιούτων ἀσώτων υἱῶν ἐξηνεμίσθησαν περιουσίαι, διελύθησαν οἰκογένειαι καὶ καατέβησαν προώρως εἰς τὸν τάφον πικραμένοι οἱ πατέρες καὶ αἱ μητέρες καὶ ἀπέθανον εἰς τὸ φθισιατρεῖον νεάνιδες, αἱ ὁποῖαι ἠπατήθησαν οἰκτρῶς ὑπὸ τῶν συγχρόνων τούτων Δὸν Ζουὰν καὶ ἐμαράνθησαν ὡς τὰ κρίνα τοῦ ἀγροῦ. Ἄσωτοι υἱοί! Ἀλλὰ ἄσωτοι εἶνε καὶ αἱ ἄφρονες ἐκεῖναι θυγατέρες, αἱ ὁποῖαι περιφρονοῦν τὰς αὐστηρὰς καὶ τιμίας παραδόσεις τῆς ἑλληνικῆς οἰκογενείας, ἀποτινάσσουν προώρως τὸν πατρικὸν ζυγὸν καὶ ὡς κοῦκλαι, ὡς πλαγγόνες, ὡς θυγατέρες λόρδων ἄνεργοι περιφέρονται εἰς τὰς ὁδοὺς καὶ τὰς πλατείας καὶ δίδουν παρὸν εἰς ὅλας τὰ κοσμικὰ κέντρα καὶ γελοῦν καὶ καγχάζουν μὲ τὸν πρῶτον τυχόντα καὶ χαρτοπαίζουν καὶ καπνίζουν καὶ σπαταλοῦν πολύτιμον χρόνον, τὸν ὁποῖον αἱ ἀρχαῖαι πρόγονοι αὐτῶν Ναυσικαῖ καὶ Πηνελόπαι διέθετον εἰς καθημερινὰς ἐργασίας διὰ τὴν εὐπρέπειαν τοῦ ἑλληνικοῦ οικου, ὅστις ἔλαμπε ἀπὸ τὴν καθαρότητα καὶ τὴν ἀπέριττον τάξιν. Ἄσωτοι υἱοὶ καί θυγατέρες. Ἀλλὰ καὶ τὸ ― θλιβερώτερον ― ἄσωτοι μητέρες καὶ πατέρες! Καὶ ἄσωτοι πατέρες εἶνε ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι ἐμπλέκονται εἰς παρανόμους σχέσεις καὶ λησμονοῦν τὰς ἱερὰς ὑποχρεώσεις τοῦ οἰκογενειάρχου καὶ ἀφήνουν κλαίουσαν τὴν σύζυγόν των, τὸ ίνδαλμα τῶν νεανικῶν των χρόνων, καὶ τὰ τέκνα των νηστικά, γυμνά, ἔκθετα εἰς ὅλους τοὺς ἀνέμους τῆς κοινωνικῆς δυστυχίας μὲ τὸ στῖγμα τῆς πατρικῆς ἐγκαταλείψεως. Ἄσωτοι καὶ αἱ μητέρες καὶ αἱ σύζυγοι ἐκεῖναι, αἱ ὁποῖαι μὲ τὴν ἐλαφροτέραν συνείδησιν θραύουν τὸν ἱερὸν δεσμὸν τοῦ γάμου καὶ ρίπτουν εἰς τὸν βούρκον τῆς ἀτιμίας τὰ ἱερὰ στέφανα καὶ χωρὶς ἐντροπὴν συνοικοῦν μὲ νέους ἄνδρας. Εἰς χιλιάδας ἀνέρχονται αἱ παράνομοι συμβιώσεις τῶν ἀσώτων τούτων ἀνδρῶν καὶ γυναικῶν, αἱ ὁποῖαι θέτουν ἐν κινδύνῳ τὸν θεσμὸν τῆς οἰκογενείας καὶ κλονίζουν τὰ θεμέλια τῆς Πατρίδος. Ἑλλάς! Θρήνησε διὰ τοὺς ἀσώτους τούτους υἱοὺς καὶ θυγατέρας σου!
Ἄσωτοι ἐντὸς τῆς οἰκογενείας! Ἀλλὰ καὶ πόσοι ἄσωτοι ὑπάρχουν εἰς τὴν εὐρυτέραν ἐκείνην οἰκογένειαν, ἡ ὁποία ὀνομάζεται Ἑλληνικὴ κοινωνία! Ἴδετε! Παρελαύνει νέα φάλαγξ ἀσώτων. Ἄσωτοι εἶνε ἀκόμη, ὅσοι διὰ μίαν ματαίαν ἐπίδειξιν, διὰ μίαν ἑορτὴν τοῦ ὀνόματός των, διὰ μίαν διασκέδασιν, διὰ μίαν νύκτα κραιπάλης καὶ ὀργίων οἱ νέοι αὐτοὶ Λούκουλοι σπαταλοῦν ἐν μέσῳ πεινῶντος καὶ πάσχοντος λαοῦ τόσα, ὅσα θὰ ἠδύναντο νὰ τραφοῦν διὰ ἕνα μῆνα ἑκατοντάδες οἰκογένειαι προσφύγων ἀδελφῶν μας, θυμάτων τῆς τελευταίας ἐθνικῆς μας τραγωδίας. Ἄσωτοι οἱ εὐκόλως πλουτοῦντες καὶ αἰσχρῶς σπαταλῶντες, περὶ τῶν ὁποίων ὁ ἀρχαῖος πρόγονός μας Διογένης ἔλεγεν ὅτι οἱ ἄσωτοι αὐτοὶ ὁμοιάζουν μὲ τὰς συκᾶς ποὺ φυτρώνουν εἰς κρημνοὺς καὶ δυσβάτους τόπους καὶ τῶν ὁποίων τοὺς καρποὺς δὲν γεύονται ἄνθρωποι, ἀλλὰ τὰ ὄρνεα κατατρώγουν. Καὶ τας περιουσίας τῶν ἀσώτων αὐτῶν ὄχι ὀρφανὰ καὶ χῆραι ἀλλὰ γύναια ἁμαρτωλὰ καὶ σύντροφοι ἔκφυλοι καὶ κόλακες ἐλεεινοὶ καταβροχθίζουν, ὧν σύνθημα εἶνε τὸ: ζεῖ χύτρα, ζῇ φιλία». Δηλαδὴ βράζει ἡ χύτρα τοῦ συμφέροντος; διατηρεῖται καὶ ἡ φιλία. Ἀναρίθμητοι οἱ φίλοι τοῦ ἀσώτου! ἔπαυσεν ἡ χύτρα τοῦ συμφέροντος νὰ βράζῃ; Ἐν τῳ ἅμα οἱ σύντροφοι τοῦ ἀσώτου κάμνουν πτερὰ καὶ ἐξαφανίζονται. ― Ἄσωτοι ἀκόμη οἱ ὀκνηροί, οἱ μηδὲν ἔργον ωφέλιμον πράττοντες ὑπὲρ τῆς κοινωνίας καὶ τῆς Πατρίδος, ἀλλὰ οἱ ὁποῖοι ἀπὸ πρωΐας πλημμυροῦν τά καφενεῖα καὶ πολιτικολογοῦν καὶ λησμονοῦν τὸ προγονικὸν «χρόνου φείδου» καὶ σπαταλοῦν τὸν πολύτιμον τοῦτον θησαυρὸν, τὸν χρόνον τῆς ζωῆς των, τὸν ὁποῖον ἐὰν ἤθελαν νὰ ἐκμεταλλευθοῦν πρεπόντως θὰ ἠδύναντο νὰ γίνουν σωτῆρες καὶ εὐεργέται τῆς Ἑλλάδος. Ἀλλὰ ἄσωτοι καὶ οἱ τιμίως μὲν ἐργαζόμενοι, ἀλλὰ οἱ ὁποῖοι τὴν νύκτα τοῦ Σαββάτου καὶ τὴν ἡμέραν τῆς Κυριακῆς τρέχουν εἰς τὰ καπηλεῖα, τὰς πολυαρίθμους ταβέρνας ― καὶ δυστυχῶς κάθε συνοικία τῶν μεγαλοπόλεων ἔχει σήμερον τὸν ναὸν τοῦτον τοῦ Βάκχου― καὶ ἐκεῖ ἐξοδεύονται ἀσώτως ἀμύθητα ποσά, ποσὰ ποὺ ἀντιπροσωπεύουν χιλιάδες ἡμερομίσθια ἐργατικά, ποσὰ μὲ τὰ ὁποῖα θὰ ἔκτιζον ἐτησίως 1000 πολυκατοικίας οἱ τίμιοι ἐργάται μας. Ἀλλὰ ποὺ ἀφήνει ἡ μέθη καὶ ὁ ἀλκοολισμός; Ποῦ ἀφήνει ἡ ἀσωτεία; Ἄσωτοι ἀκόμη οἱ τακτικοί θαμῶνες τῶν θεάτρων καὶ κινηματογράφων, οἱ πελάται τῶν χαρτοπαικτικῶν λεσχῶν, περὶ τῶν ὁποίων μὲ ἀνακούφισιν ἤκουσεν ὁ Ἐλληνικὸς λαος ὅτι τὸ ὑπουργεῖον τῶν Ἐσωτερικῶν ἀπεφάσισε τὴν ὁριστικήν των σφράγισιν.
Ἀλλὰ μήπως τελειώνει ἡ φάλαγξ τῶν ἀσώτων; Κάθε ἄλλο. Ἄσωτοι εἶνε ὄχι μόνον ὅσοι ἀσωτεύουν τὴν ὕλην, ἀλλὰ καὶ ὅσοι ἀσωτεύουν τὸ πνεῦμα. Καὶ αὐτοὶ εἶνε οἱ μεεγάληςς ὁλκῆς ἄσωτοι. Παράδειγμα ἔστω, οἱ δημοσιογράφοι ἐκεῖνοι καὶ συγγραφεῖς οἱ ὁποῖοι θὰ ἠδύναντο νὰ χρησιμοποιήσουν τὴν ἐκλεκτὴν πένναν των διὰ νὰ περιγράψουν τὸ καλὸν καὶ νά ἀναπτύξουν τὰ εὐγενῆ αἰσθήματα τοῦ ἀνθρώπου, νὰ στιγματίσουν δὲ τὸ κακὸν μὲ τὰς ἀπαισίας συνεπείας του, ἀλλὰ οἱ ὁποῖοι ἀντιθέτως βυθίζουν τὴν πένναν των μέσα εἰς τὴν κοινωνικὴν κοπρίαν καὶ γεμίζουν τὰ περιοδικὰ καὶ τὰς ἐφημερίδας καὶ τὰ μυθιστορήματα μὲ αἰσχρὰς πεεριγραφὰς διὰ νὰ τὰ μελετοῦν οἱ νέοι, νὰ πληθύνωνται συνεχῶς οἱ ἄσωτοι καὶ νὰ μή μείνῃ νέος ἀμόλυντος εἰς τὴν γῆν αὐτὴν ἡ ὁποία κάποτε ὕμνησε καὶ ἐστεφάνωσε τὴν Αἰδῶ καὶ τὴν Παρθενίαν. Ἄσωτοι τέλος, μεγάλοι ἄσωτοι οἱ ἐπιστήμονες ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι χωρὶς Θεὸν ἐρευνοῦν καὶ καταναλίσκουν τὰ ἐγκεφαλικά των κύτταρα διὰ νὰ εὕρουν τὰ καταστρεπτικώτερα μηχανήματα, μὲ τὰ ὁποῖα θὰ ἐξοντώσουν τὴν ἀνθρωπότητα.
Ἀλλ’ ἄς τελειώνωμεν δίδοντες ἕνα γενικὸν ὁρισμὸν τοῦ ἀσώτου. Ἄσωτος λέγεται καὶ εἶνε πᾶς, ὅστις σπαταλᾷ τοὺς ὑλικοὺς καὶ πνευματικοὺς θησαυροὺς καὶ δὲν κάμνει καλὴν χρῆσιν τῶν μικρῶν, ἤ τῶν μεγάλων ταλάντων, τῶν δωρεῶν, τῶν προσόντων, τῶν δυνάμεων ἐν γένει, τῶν μυρίων εὐκαιριῶν ἀκόμη, ποὺ τοῦ δίδει καθημερινῶς ἡ ἀγαθότης τοῦ Θεοῦ. Καὶ γενικώτεερα. Ἄσωτος εἶνε πᾶς, ὅστις δὲν θέτει τὸν ἑαυτόν του εἰς τὴν ὑπηρεσίαν τῆς ἀληθείας, τῆς ἀρετῆς, τῆς πίστεως, τοῦ φωτός, τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ ζεύγνυται εὐχαρίστως εἰς το ἅρμα τῆς ἀπωλείας.
Καὶ τώρα τίς, ἔχων ὑπ’ ὄψιν τὸν ὁρισμὸν αὐτὸν τοῦ ἀσώτου, τίς λέγω, δύναται νὰ καυχηθῇ, ὅτι ἔθεσε τὸν ἑαυτόν του ἀπολύτως εἰς τὴν διάθεσιν τοῦ καλοῦ; Καὶ ὁ πλέον νομιζόμενος δίκαιος δὲν ἔχει ἆράγε τὰς στιγμὰς καὶ τὰς ὥρας καὶ τὰς ἡμέρας κατὰ τὰς ὁποίας ἀφήνει τὸν ἑαυτόν του εἰς μίαν κατάστασιν χλιαρότητος, ἀδρανείαςς καὶ ἀδιαφορίας διὰ τὸ καλόν; Καὶ μόνον αὐτό; Καὶ εἰς πόσας ἄλλας στιγμὰς τῆς ζωῆς μας ὁ νοῦς μας δὲν ἐσκέφθη τὸ κακόν, ἡ καρδία μας δὲν ἐπόθησε τὸ πονηρόν, ἡ γλῶσσά μας δὲν ἐξέφερε λόγους πικρίας, οἱ ὀφθαλμοί μας δὲν εἶδον εὐχαρίστως ἁμαρτωλὰ θεάματα, τ’ αὐτιά μας δὲν ἤκουσαν αἰσχρὰς καὶ ἀπρεπεῖς λέξεις, τὰ χέρια καὶ τὰ πόδια μας δὲν ἐκινήθησαν πρὸς κατευθύνσεις ἀπηγορευομένας ἀπολύτως ὑπὸ τῆς συνειδήσεώς μας καὶ τοῦ θείου Νόμου; Ἀδελφοί! Ἄς μὴ ἀπατώμεθα!! Οὐδεὶς εἶνε δίκαιος. Ὅλοι κατὰ τὸ μᾶλλον καὶ ἦττον εὑρισκόμεθα συγκεκλεισμένοι εἰς τὸν κύκλον τῆς ἀσωτείας, ὅλοι ἐφθείραμεν τὰ ὑλικὰ καὶ πνευματικὰ κεφάλαια ποὺ ἔδωκεν ὁ Πλάστης. Καὶ ἐὰν ἄνευ προκαταλήψεως ρίψωμεν ἕνα βλέμμα εἰς τὸν κρυστάλλινον καθρέπτην, ὁποῖος εἶνε ἡ παραβολὴ τοῦ ἀσώτου, θὰ ίδωμεν ἄσωτον ὄχι μόνον τὸν γείτονά μας, ἀλλὰ κυρίως τὸν ἑαυτόν μας, θὰ τὸν ίδωμεν μὲ τὰ ράκη ὅπως κατήντησεν ὅλους μας ὑπὸ τὰς μυρίας της μορφὰς ἡ ἁμαρτία, ἡ ἀποστασία τοῦ αἰῶνος μας ἀπὸ τὸν Θεόν, τὸν Οὐράνιον Πατέρα μας, θὰ ίδωμεν τὴν κατάστασίν μας καὶ θὰ φρίξωμεν καὶ ἐὰν ἔχωμεν ἕνα ἠλεκτρόνιον μετανοίας θὰ γονυπετήσωμεν πρὸ τῆς θεότητος και θὰ είπωμεν καὶ ἡμεῖς γεμᾶτοι συντριβὴν καὶ πόνον: Κύριε! Μέχρι τώρα ἄλλους μόνον ἐθεώρουν καὶ ἐκαυτηρίαζον ὡς ἀσώτους. Ἀλλὰ τώρα βλέπω ὅτι πρῶτος ἄσωτος εἶμαι ἐγὼ καὶ πρῶτος ἐγὼ αἰσθάνομαι τὴν ἀναγκην νὰ κραυγάσω: «ΠΑΤΕΡ, ΗΜΑΡΤΟΝ ΕΙΣ ΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟΝ ΚΑΙ ΕΝΩΠΙΟΝ ΣΟΥ· ΠΟΙΗΣΟΝ ΜΕ ΩΣ ΕΝΑ ΤΩΝ ΜΙΣΘΙΩΝ ΣΟΥ».
― Κάπου εἰς ὁμιλίαν ξένου ἐκλεκτοῦ ἱεροκήρυκος εἶχον ἀναγνώσει τὸ ἑξῆς ὡραῖον ἀνέκδοτον σχετικῶς μὲ τὴν παραβολὴν τοῦ ἀσώτου.
― Εἰς μίαν πόλιν τῆς Ἀγγλίας εἰσῆλθεν ἕνας ἐλαφρὸς θίασος ἠθοποιῶν διὰ νὰ παίξῃ ὡρισμένα ἔργα. Εἰς ἕνα τῶν ἠθοποιῶν ― τὸν παίζοντα ρόλον γελωτοποιοῦ―― ἕνας ἔδωκε μίαν Ἁγίαν Γραφὴν καὶ τῷ ἐπρότεινεν ἐπὶ πληρωμῇ, ὅπως μὲ τὴν ὡραίαν του φωνὴν ἀπαγγείλῃ μεγαλοφώνως τὴν παραβολὴν τοῦ Ἀσώτου. Ὁ γελωτοποιὸς ἐδέχθη· ἐνέβη εἰς ὑψηλὸν κάθισμα καὶ ἤρχισε τὴν ἀπαγγελίαν ἐν μέσῳ εἰρωνείας καὶ καγχασμοῦ τῶν συντρόφων του. Ἀλλ’ ὅταν ἐπροχώρησεν εἰς τὴν παραβολὴν καὶ καθ’ ἥν στιγμὴν εὑρίσκετο εἰς τὴν φράσιν: «καὶ ἐκεῖ διεσκόρπισε τὴν οὐσίαν αὐτοῦ ζῶν ἀσώτως», ἕνας τῷ φωνάζει: «Σὰν καὶ σένα Γιάννη». Προχωρεῖ ἡ ἀνάγνωσις, ἀλλὰ καὶ εἰς κάθε νέαν φράσιν τῆς παραβολῆς οἱ σύντροφοί του τῶ ἐφώναζον συνεχῶς: «Σὰν καὶ σένα Γιάννη». Ὁ νέος ἤρχισε νὰ ταράσσεται, ὅταν δὲ ἔφθασεν εἰς τὰς λέξεις: «Πάτερ, ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν σου· οὐκέτι εἰμὶ ἄξιος κληθῆναι υἱός σου» συνεκλονίσθη ὁλόκληρος, ἤρχισε νὰ κλαίῃ, κατέβηκεν ἀπὸ τὸ κάθισμα καὶ ἔσπευσε νὰ γράψῃ ἐπιστολήν. Πρὸς ποῖον; Πρὸς τὸν πατέρα του! Τὶ ἆρα νὰ συνέβαινε; Ἦτο καὶ αὐτὸς ἕνας ἄσωτος υἱός, υἱὸς πλουσίου πατρὸς τὸν ὁποῖον ἐγκατέλειψε καὶ ἔζη ἀσώτως προσκολληθεὶς ὡς γελωτοποιὸς εἰς τὸ συγκρότημα τοῦ ἐπαρχιακοῦ θιάσου. Ἡ ἱστορία του ἦτο γνωστὴ εἰς τὸν κύκλον τῶν συντρόφων. Δι’ αὐτὸ καὶ ὅταν ἤρχισε τὴν ἀνάγνωσιν τῆς παραβολῆς τῷ ὑπενθύμισαν ἔστω καὶ εἰρωνικῶς τὴν κατάστασίν του, ἡ ὁποία ὡμοίαζε καταπληκτικῶς μὲ τὴν κατάστασιν τοῦ ἀσώτου υἱοῦ. Καὶ ὑπὸ τὴν ἐντύπωσιν τῆς παραβολῆς ἀνελύθη εἰς δάκρυα μετανοίας, ἀνεῦρε τὴν ὁδὸν τῆς σωτηρίας καὶ ἐσώθη.
Ἀγαπητοί μας ἀκροαταί. Ἡ παραβολὴ τοῦ Ἀσώτου, ἀθάνατον κειμήλιον τοῦ Εὐαγγελίου, εἶνε καὶ ἰδική μας ἱστορία, ἱστορία τῶν περιπετειῶν καὶ περιπλανήσεών μας μακρὰν τοῦ Θεοῦ.
Καὶ δι’ αὐτὸ ἡ παραβολὴ ἀπευθύνεται πρὸς ὅλους καὶ φωνάζει: Ἄσωτοι ὅλων τῶν κατηγοριῶν καὶ τῶν τύπων. Ἕως πότε θὰ ζῆτε μακρὰν τοῦ Οὐρανίου Πατρός; Ἕως πότε γυμνοὶ καὶ πεινασμένοι καὶ τρέμοντες ὡς ὁ Κάϊν θὰ περιφέρεσθε εἰς τὴν πεπυρακτωμένην ἔρημον τῆς συνειδήσεως καὶ θ’ ἀκούετε τὰς φωνὰς τῶν ἀγρίων θηρίων καὶ θὰ ρυπαίνεσθε μὲ τὰς ἀκαθαρσίας τῶν χοίρων καὶ θὰ διατελῆτε ὑπὸ τὰς διαταγὰς τῶν διαφόρων ἀγελαρχῶν τοῦ Ἐωσφόρου; Ἕως πότε θὰ τρώγετε τὰ ξυλοκέρατα ποὺ προσφέρει ὁ ψευδής, ὁ μηχανικὸς καὶ ἄθεος πολιτισμὸς τοῦ 20οῦ αἰῶνος; Κὶ σύ, ὦ ἀνθρωπότης, ἡ ἐν τῷ συνόλῳ μεγάλη ἄσωτος, ἡ ὁποία ἀπεστάτησες ἀπὸ τὸν Θεὸν καὶ αἱματοκυλίσθης ἀγρίως και ἐσπατάλησες πλούτη ἀμύθηταα, μὲ τὰ ὁποῖα καὶ αἱ Σαχάραι θὰ μεταποιοῦντο εἰς παραδείσους καὶ αἱ καλύβαι εἰς ἀνάκτορα, τώρα, ἀνθρωπότης, τὶ σκέπτεσαι; Τί σκέπτονται οἱ κυβεερνῆται σου; Τί οἱ σοφοί σου ἐπιστήμονες; Τὶ οἱ δυναμικοί σου ἄνδρες; Δυστυχὴς ἀνθρωπότης! Ἀπὸ σὲ ἐξαρτᾶται νὰ ἐλαττώσῃς τὸν χρόνον τῆς δοκιμασίας. Ὅπως ἐμιμήθης τοῦ ἀσώτου τὴν ἀποστασίαν μιμήθητι τώρα καὶ τὴν ἐπιστροφήν. Ἀναγνωρίζεις τὰ τεράστια σφάλματά σου; Τύπτεις τὰ ἁμαρτωλά σου στήθη; Κραυγάζει, κραυγάζουν ὅλα τὰ τέκνα σου εἰς οἱονδήποτε σημεῖον τῆς ὑφηλίου καὶ ἐὰν εὑρίσκωνται τὸ «ἥμαρτον» τοῦ Ἀσώτου; ― Τότε ριζικῶς θ’ ἀλλάξῃ ἡ κατάστασις. Τότε θ’ ἀναρτηθῇ ἡ σημαία τῆς Εἰρήνης. Τότε Οὐρανὸς καὶ Γῆ θὰ συμφιλιωθοῦν. Τὸτε ὅλα τὰ τέκνα τῆς γῆς θὰ παρακαθήσουν εἰς τὴν κοινὴν Τράπεζαν τοῦ Οὐρανίου Πατρός, τοῦ Πατρὸς πάντων τῶν ἀνθρώπων. Τότε χοροί, συναυλίαι ἀγγέλων καὶ ἀρχαγγέλων θὰ ψάλλουν τὸν παιᾶνα τῆς εἰρήνης, καὶ αὐτὴ ἀκόμη ἡ φύσις θὰ χαμογελᾷ, διότι ἡ ἀνθρωπότης ὕστερα ἀπὸ μυρίας περιπλανήσεις εἰς τὰς ἀγόνους χώρας τοῦ ὑλισμοῦ θὰ εἰσέρχεται λελυτρωμένη εἰς νέαν περίοδον ζωῆς, ζωῆς εἰρηνικῆς καὶ ὄντως μακαρίας, τῆς ὁποίας ρίζα καὶ βάσις καὶ θεμέλιον ἀκλόνητον θὰ εἶνε ὁ Θεός.