..της Λέλας Καραγιάννη και του Ρήγα Φεραίου κατηγορούν την Ελλάδα για... βασανιστήρια!
ΣΧΟΛΙΟ ΔΙΚΟ ΜΑΣ: Έτσι για να μην ξεχνάμε ποιοι είμαστε... και ποιοι είναι..
Οι σφαγείς του Ελληνισμού, από τον Αλάριχο, οι βασανιστές του Ρήγα Φεραίου, οι συνεργοί του Κεμάλ, οι συμπατριώτες του Χίτλερ, οι σύγχρονοι κατακτητές και αρχιερείς της διαφθοράς, τολμούν να μιλούν για βασανιστήρια.
Ρήγας Φεραίος, ο ηγέτης των Ελευθέρων, Λέλα Καραγιάννη, η Μπουμπουλίνα της Αντίστασης. Δείτε πως βασανίστηκαν και μαρτύρησαν για την Ελευθερία την ώρα που οι διαχρονικοί φασίστες τολμούν να παριστάνουν τους κριτές.
Ο Ρήγας άφησε εντολή τα τρία κιβώτια με τα αντίτυπα του έργου του να σταλούν μέσω του φίλου του και εμπόρου Ευστράτιου Αργέντη στο κατάστημα του Αντωνίου Νιώτη. Ταυτόχρονα έγραψε στο φίλο του Κορωνιό να πάει ο ίδιος να τα παραλάβει και να τα φυλάξει μέχρι να φτάσει και ο ίδιος εκεί. Ο Κορωνιός όμως έτυχε να απουσιάζει για εμπορικές δουλειές στη Δαλματία και το γράμμα του Ρήγα βρέθηκε στα χέρια του συνεταίρου του Κορωνιού Δημήτριου Οικονόμου από την Κοζάνη.
Αυτός, ορμώμενος άγνωστο από ποιες σκοπιμότητες, έσπευσε να καταδώσει τους συμπατριώτες του στην αυστριακή αστυνομία. Αυτή ενέργησε με αστραπιαία ταχύτητα. Αυστριακοί στρατιώτες συνέλαβαν τον Κορωνιό στη Δαλματία, τον μετέφεραν στην Τεργέστη και προχώρησαν σε εκτεταμένες συλλήψεις οπαδών του Ρήγα στη Βιέννη και την Τεργέστη. Έτσι, όταν ο Ρήγας έφτασε στην Τεργέστη στις 8/19 Δεκεμβρίου 1797, τα κιβώτια βρίσκονταν ήδη στα χέρια της αυστριακής αστυνομίας και ο ίδιος συνελήφθη και άρχισαν αμέσως οι ανακρίσεις.
Μαζί του συνελήφθη και ο συνοδός του Χριστόφορος Περραιβός. Αυτός όμως προέβαλε τη γαλλική του υπηκοότητα και κατόρθωσε να αφεθεί ελεύθερος. Στις αρχές του 1798 κατέφυγε στην Κέρκυρα που ήταν υπό γαλλική κατοχή. Εκεί τύπωσε τα επαναστατικά τραγούδια του Ρήγα κι ένα δικό του ύμνο προς τιμή του Ναπολέοντα. Πιστός στις αρχές του Ρήγα και στη φιλία που τον συνέδεε μαζί του δημοσίευσε σε μεγάλη κλίμακα το 1860 μια βιογραφία του εθνικού ήρωα.
Τα τελευταία χρόνια ήρθε στο φως μια ανεξακρίβωτη ως σήμερα είδηση, ότι είχε σταλεί στην Τεργέστη ένα ταχύτατο ελληνικό καράβι, για να παραλάβει τον Ρήγα και να τον μεταφέρει στην Ελλάδα. Δυστυχώς όμως ποτέ δεν μπόρεσε να γίνει κάτι τέτοιο.
Ο υπουργός της αστυνομίας στη Βιέννη το βράδυ της 13/24 Δεκεμβρίου προχώρησε στις πρώτες συλλήψεις των συνενόχων του Ρήγα. Την επομένη ενημέρωσε τον αυτοκράτορα για τη συνωμοσία των Ελλήνων.
Ο Ρήγας το βράδυ της 30ής Δεκεμβρίου, μια μέρα προτού μεταβεί στη Βιέννη αλυσοδεμένος, επιχείρησε να αυτοκτονήσει με ένα μικρό μαχαίρι που είχε κρύψει στη φυλακή. Δεν το κατόρθωσε. Τραυματίστηκε όμως σοβαρά και η μεταγωγή του αναβλήθηκε για δυόμισι μήνες, μέχρις ότου αποθεραπευτεί. Τελικά ξεκίνησε για τη Βιέννη στις 5 Φεβρουαρίου του 1798, όπου και έφτασε στις 14 του ίδιου μήνα.
Με βάση τα στοιχεία της αλληλογραφίας που έπεσε στα χέρια των Αυστριακών ενοχοποιήθηκαν ως σύντροφοι και ομόφρονοί του και συνελήφθησαν στις 13 Δεκεμβρίου 1797 άλλοι πέντε Έλληνες: Ο έμπορος Ευστράτιος Αργέντης, ο γιατρός Δημήτριος Νικολαΐδης, ο Παναγιώτης Εμμανουήλ, ο Φίλιππος Πέτροβιτς και ο Γεώργιος Πούλιος.
Ο Ρήγας θεωρήθηκε υποκινητής της όλης κίνησης και εχθρός της Αυστρίας.
Πρώτον, γιατί σκόπευε να κηρύξει την επανάσταση εναντίον της Τουρκικής αυτοκρατορίας, της οποίας η Αυστρία ήθελε την ακεραιότητα, μέχρις ότου μπορέσει η ίδια να καταλάβει τα τμήματα των τουρκικών εδαφών που την ενδιέφεραν,
και δεύτερον, γιατί ο Ρήγας ήθελε να δημιουργήσει μια δημοκρατία. Στην ανακριτική έκθεση δηλώνεται χαρακτηριστικά:
“Είχε την απόφασιν να μεταβή εις την χερσόνησον της Πελοποννήσου, κειμένην κατά την Μεσόγειον Θάλασσαν, προς τους εκεί κατοικούντας Έλληνας στασιαστάς, τους Μανιάτας, απογόνους όντας των αρχαίων Σπαρτιατών, να προσελκύση εις εαυτόν την εμπιστοσύνην των, να κηρύξη παντού την ελευθερίαν και έπειτα, βοηθούμενος από αυτούς, να ελευθερώσει όλην την χερσόνησον της Πελοποννήσου δια της βίας από του τουρκικού ζυγού. Μετά την απελευθέρωσιν δε της Πελοποννήσου ήθελε να εισβάλη εις την Ήπειρον, να ελευθερώση και τούτην την χώραν, να συνενώση τους Μανιάτας μετά των άλλων Ελλήνων στασιαστών, των καλουμένων Κακοσουλιωτών, που κατοικούν παρά τα παράλια της Αδριατικής Θαλάσσης, και μετά των συνηνωμένων τούτων δυνάμεων να προχωρήση προς Ανατολάς και έπειτα ν` απελευθερώση τας τουρκικάς επαρχίας Μακεδονίαν, Αλβανίαν, την κυρίως Ελλάδα, κατόπιν δε τας λοιπάς δια γενικής αποστασίας, και, καθώς καταθέτει ιδίως ο Πέτροβιτς, να εισαγάγη παντού το γαλλικόν πολίτευμα. Ήλπιζε δε ο Ρήγας να κατορθώση την απελευθέρωσιν ταύτην, τοσούτο μάλλον καθ` όσον όλοι οι Έλληνες είναι οπωσδήποτε ωπλισμένοι και έχουν προμηθείας τροφών, υπάρχουν δε πρόχειρα χρήματα εκ πλουσίων μονών”.
Όλοι όσοι συνελήφθησαν ομολόγησαν τους επαναστατικούς τους σκοπούς. Η αυστριακή αστυνομία στη συνέχεια συνέλαβε και άλλους. Η Αυστρία είδε την όλη κατάσταση ως μια πολύ καλή ευκαιρία, για να δείξει στην Οθωμανική Αυτοκρατορία τους αγαθούς σκοπούς της, επιζητώντας στο μέλλον ανταλλάγματα. Έτσι οκτώ από τους Οθωμανούς υπηκόους που συνέλαβε, τους περισσότερους ενόχους, αποφάσισε να τους παραδώσει στους Τούρκους. Επίσης έξι από τους ενόχους που είχαν αποκτήσει την αυστριακή υπηκοότητα αποφάσισε να τους απελάσει από την επικράτεια της Αυστρίας (ανάμεσά τους ήταν και ο Μαρκίδης Πούλιος, στο τυπογραφείο του οποίου είχαν εκδοθεί τα επαναστατικά έντυπα του Ρήγα).
Ο θάνατος του Ρήγα Φεραίου
Μαζί με επτά συντρόφους του παραδόθηκε στην Τουρκική κυβέρνηση, με συνοδεία ισχυρή αστυνομική φρουρά στις 27 Απριλίου 1798 από τις φυλακές της Βιέννης ως το Σεμλίνο, τον τελευταίο μεθοριακό σταθμό, και τελικά στις 10 Μαΐου του 1798 στον πασά του Βελιγραδίου, όπου κλείστηκαν στη σκοτεινή φυλακή του πύργου της Neboisa και για 40 ημέρες υπέμειναν τα μαρτύρια που τους υπέβαλαν οι βασανιστές τους.
Στις 13/24 Ιουνίου 1798 τους στραγγάλισαν και πέταξαν τα άψυχα κορμιά τους στο Δούναβη, ενώ διέδωσαν προς τα έξω ότι είχαν δραπετεύσει. Πρόσφατες πληροφορίες που προέρχονται από ένα χειρόγραφο του Λασσάνη μας πληροφορούν ότι πεθαίνοντας φώναξε στο στραγγαλιστή του “Λύσσαξε Τούρκε δεν εξαλείφεις μ` ημάς και τον σπόρον της ελευθερίας, οι εκδικηταί μας γλήγορα θ` αναβλαστήσωσι!”.
Κοντά του βρήκαν το θάνατο
- ο Ευστράτιος Αργέντης 31 ετών, Χιώτης μεγαλέμπορος της Βιέννης,
- ο Αντώνιος Κορωνιός 27 χρόνων, από τα Ιωάννινα,
- ο Ιωάννης Εμμανουήλ 24 χρόνων, από Καστοριά,
- ο Παναγιώτης Εμμανουήλ 22 χρόνων, από την Καστοριά, αδελφός του του Ιωάννη,
- ο Θεοχάρης Τουρούντζιας 29 χρόνων, από τη Σιάτιστα και
- ο Ιωάννης Καρατζάς 31 χρόνων, από την Κύπρο.
Η είδηση του θανάτου του γέμισε θλίψη και φόβο τους Έλληνες. Ο σουλτάνος Σελίμ ανέθεσε στον πατριάρχη Ιεροσολύμων Άνθιμο να εκδώσει μια εγκύκλιο που να παροτρύνει τους Έλληνες να μείνουν πιστοί σ` αυτόν, το νόμιμο ηγεμόνα τους.
Γρήγορα ως απάντηση στην παραπάνω εγκύκλιο κυκλοφόρησε μια μυστική επαναστατική διακήρυξη, στην οποία αναφερόταν
“Διακηρύσσομεν δια ν` ανασκευάσωμεν το άφρον έγγραφον, ότι το μίσος κατά των θηριωδών μουσουλμάνων έχει βαθείας ρίζας εις τας καρδίας μας. Και ότι, αν δεν έχωμεν ακόμη αποτινάξει τον ζυγόν που βαρύνει επί των κεφαλών μας, δεν πρέπει δια τούτο να μας κατηγορούν δι` ευτέλειαν. Εκείνο που μας επιβραδύνει την ώραν της ελευθερίας είναι μόνον η αντιζηλία μερικών δυνάμεων της Ευρώπης”.Ο μαρτυρικός θάνατος του, και των συντρόφων του, άφησε πίσω του το γόνιμο επαναστατικό σπόρο, ο Θούριος ύμνος έγινε το τραγούδι ενός ολόκληρου λαού και ο σπόρος της λευτεριάς που έριξε γρήγορα βλάστησε και έφτασε στην κορύφωσή του με τον αγώνα του `21.
Η νεότερη έρευνα μόλις κατά τα τελευταία χρόνια έφερε στο φως πτυχές της ζωής και του έργου του που μέχρι σήμερα μας ήταν άγνωστα. Οι πληροφορίες αυτές προέρχονται κατά βάση από τα έγγραφα των ανακρίσεων, όταν ο Ρήγας βρέθηκε στα χέρια των αυστριακών αρχών.
Το 1998 με αφορμή τη συμπλήρωση των 200 χρόνων από το θάνατό του οργανώθηκαν εορταστικές εκδηλώσεις και αφιερώματα σε σχολεία και άλλους φορείς, έγιναν επανεκδόσεις βιβλίων του, όπως της Μεγάλης Χάρτας, και προσκηνυματική “Ρήγεια” πορεία από τη γενέτειρά του, μέχρι τον υγρό του τάφο και αποφασίστηκαν ετήσιες εορταστικές εκδηλώσεις στη γενέτειρά του, με την επωνυμία “Ρήγεια” το δεύτερο δεκαπενθήμερο του Ιουνίου.
Η Λέλα Καραγιάννη - μια λυγερόκορμη επιβλητική γυναικεία μορφή, με μάτια μελιά, μεγάλα και αστραποβόλα, φωνή ζεστή, βελούδινη και καρδιά λέαινας - γεννήθηκε στα 1899 στη Λίμνη της Βόρειας Εύβοιας. Ήταν γόνος της ιστορικής Σπετσιώτικης οικογένειας των Μπούμπουλη, κόρη της Σοφίας Ιωάννου Μπούμπουλη.
Όταν ήλθε σε ηλικία γάμου, παντρεύτηκε Σμυρνιό έμπορο αρωματικών - φαρμακευτικών υλών και σκευασμάτων Νικόλαο Καραγιάννη, ο οποίος δραστηριοποιούνταν επιχειρηματικά – μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή - στο κέντρο της Αθήνας.
Η Λέλα Καραγιάννη δημιούργησε τότε μια πολυπληθή οικογένεια αποτελούμενη από επτά παιδιά: το Γιώργο, το Βύρωνα, το Νέλσονα, την Ιωάννα, την Ηλέκτρα, τη Νεφέλη και την Ελένη.
Δυναμική και ακούραστη γυναίκα η Λέλα Καραγιάννη διαμοιράζει το χρόνο της καθημερινώς μεταξύ σπιτιού - με τις ιδιαιτέρως απαιτητικές οικογενειακές υποχρεώσεις της φροντίδας των επτά παιδιών της - και του καταστήματος της οικογενειακής επιχείρησης στην οδό Λήμνου 1, μα και της άοκνης προσφοράς στην κοινωνία και τον άνθρωπο που πάσχει, υποφέρει.
Αυτόν τον άνθρωπο θα δεί αιμόφυρτο και ψυχορραγούντα στο μέσο του δρόμου χτυπημένο ανελέητα από τη βάρβαρη μανία του Γερμανού δήμιου (που λίγες μέρες πριν έχει υποδουλώσει την Αθήνα, την Ελλάδα και συνάμα έχει αναρτήσει στο Ιερότερο Σύμβολο του Ανθρωπίνου Πνεύματος – την Ακρόπολη - το μιαρό σύμβολο του χιτλερισμού, τον αγκυλωτό σταυρό) και θα σπεύσει αυθόρμητα να του απλώσει το χέρι, να τον πάρει κοντά της, να τον περιθάλψει, να τον φροντίσει.
Η ευαίσθητη ψυχή της συγκλονίζεται. Ο Άνθρωπος, ο Αγκυλωτός Σταυρός, το ανατριχιαστικό ηχοβολητό της ερπύστριας του τάνκς και της βαριάς γερμανικής αρβύλας, τη σπρώχνουν, την ωθούν, τη βγάζουν στους δρόμους του Αγώνα, του Χρέους, της Θυσίας.
«Παιδιά μου, τους λέγει, όλοι στον Αγώνα, στη θυσία, στο χρέος για τον Άνθρωπο και την Πατρίδα». Παιδιά της είναι: τα παιδιά της τα έξι μεγαλύτερα - νιόβγαλτα βλαστάρια στη ζωή των δέκα, δώδεκα, δεκαεπτά χρόνων, πλήν της μικρότερης (της Ελένης) που είναι νήπιο ακόμη - ο άνδρας της ο Νίκος και η στενή της φίλη Μάρτζωρη Δημοπούλου. «Γρήγορα, τους λέγει, να οργανωθούμε, να βοηθήσουμε, όπως μπορούμε. Η Πατρίδα, ο Άνθρωπος, ο Αγώνας ….».
Την ακούν με προσοχή, κάνουν ό,τι τους προστάζει. Τρέχουν στους δρόμους, μαζεύουν τους χαμένους Εγγλέζους και Νεοζηλανδούς συμμάχους που βρίσκονται αποπροσανατόλιστοι - μετά την κατάρρευση του Μετώπου - κάπου στην Ελλάδα, τους κρύβουν, τους αλλάζουν χρώμα μαλλιών και προσώπου, αμφίεση και ταυτότητα, τους περιθάλπτουν, όσο χρειάζεται, και στη συνέχεια τους φυγαδεύουν με ψαροκάικα στα παράλια της Μικρασίας, για να βρεθούν στη συνέχεια στα συμμαχικά στρατόπεδα της Μέσης Ανατολής.
Η ομάδας της Λέλας - που αρχικά είναι μια καθαρά οικογενειακή υπόθεση - σιγά σιγά επεκτείνεται και οργανώνεται αποκτώντας όλο και νέα μέλη, μα και όνομα, που δεν είναι άλλο από αυτό της προγονής της ηρωίδας του ’21 Λασκαρίνας Μπούμπουλη.
«Μπουμπουλίνα», λοιπόν το όνομα αυτής και η δράση της πολυσχιδής παράτολμη, μεθοδική και ουσιαστική. Έτσι, πλέκει ένα οργανωμένο δίκτυο κατασκοπείας, διάχυσης πομπών σ’ όλο τον ελλαδικό χώρο, μετάδοσης πληροφοριών στις αντάρτικες ομάδες των αδούλωτων ελληνικών βουνών και στο συμμαχικό στρατηγείο της Μέσης Ανατολής, οργανώνει και εκτελεί σαμποτάζ και αφαίρεση πολεμικού και άλλου χρήσιμου υλικού μέσα από τις εχθρικές αγκάλες, τροφοδοτεί αντάρτικες ομάδες με έμψυχο και άψυχο υλικό, σιτίζει και περιθάλπτει αναξιοπαθούντες Έλληνες, συμμάχους, μα και Ιταλούς καταδιωκόμενους από τη γερμανική θηριωδία μετά τη συνθηκολόγηση της χώρας τους, το Σεπτέμβρη του ’43.
Αρωγούς σ’ όλη της την προσπάθεια έχει σημαντικές προσωπικότητες των Αθηνών (ανάμεσά τους: τον Αρχηγό της Αστυνομίας Άγγελο Έβερτ - ο οποίος έπαιξε και θετικό ρόλο - τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών Δαμασκηνό, και άλλους) μα και πολίτες απλούς, άσημους.
Η αντιστασιακή της δράση γρήγορα γίνεται αντιληπτή από τις κατοχικές δυνάμεις, συλλαμβάνεται το Σεπτέμβρη του ’41, βασανίζεται σκληρά, μα απελευθερώνεται επτά μήνες αργότερα λόγω αμφιβολιών.
Έκτοτε, παρακολουθείται στενά, μα με προσεκτικούς και επιδέξιους χειρισμούς καταφέρνει πάντα να δρα, κάτω από τη μύτη του κατακτητή, έχοντας στενούς συνεργάτες – πληροφοριοδότες μέσα στα ιταλικά και γερμανικά κατοχικά επιτελεία των Αθηνών και της επαρχίας. Ανάμεσά τους και οι Ιταλοί υπολοχαγοί Τζίμης Καλάρας και Πάολο Καστανίνο, μα και Γερμανοί αντιφασίστες στρατιωτικοί.
Οι σύμμαχοι την ευγνωμονούν για τη δράση και τον Αγώνα της. Το συνθηματικό ήχημα «Τζάκσον εντ Τζάκσον. Άρωμα, ελήφθη» που στέλεται από τους Εγγλέζικους πομπούς προς τη Λέλα και την οργάνωση «Μπουμπουλίνα», η οποία συνεργάζεται και με πολλές άλλες αντιστασιακές οργανώσεις της Κατοχής, είναι η καλύτερη είδηση, πως: το μήνυμα της αποστολής έφθασε στον προορισμό του ή η συμφωνημένη αντιναζιστική επιχείρηση πραγματοποιήθηκε επιτυχώς.
Κι ενώ όλα βαίνουν κατ’ ευχήν, στις 11 Ιουλίου του ’44 - αυτή η Αθάνατη Ελληνίδα των Αιώνων - συλλαμβάνεται μαζί με πέντε από τα παιδιά της ως αρχηγός της αντιστασιακής οργανώσεως «Μπουμπουλίνα», κατηγορουμένη για κατασκοπεία και μετάδοση σημαντικών πληροφοριών στον εχθρό, δηλ. τους Εγγλέζους και τους Συμμάχους τους. Μαζί τους συλλαμβάνονται, βασανίζοντα και φυλακίζονται στα κολαστήρια της οδού Μέρλιν και άλλοι Πατριώτες.
Δυστυχώς ένας εξ’ αυτών, ο στενός συνεργάτης της Ρήγγος Ριζόπουλος -; που ανήκει στην ομάδα φωτογράφισης και δημιουργίας πλαστικών ταυτοτήτων των φυγαδευόμενων προς τη Μ. Ανατολή - σπάει και ομολογεί τα της δράσεως της ομάδας «Μπουμπουλίνα».
Η Λέλα υποβάλλεται σε φοβερά βασανιστήρια: ξυλοδαρμοί, αλλεπάλληλες γρονθοκοπήσεις στο πρόσωπο και σε άλλα μέλη του σώματός της, πύρωση των άκρων της με ηλεκτρική μηχανή, σπάσιμο των πλευρών της με μια χειρολαβή θύρας, πολυήμερη στέρηση νερού και τροφής, εξάρθρωση των άκρων της, και όλων των αρμών του σώματος με ανάρτησή της στο ικρίωμα, έχοντας δεμένα πόδια και χέρια όπισθεν της μέσης, απειλές εκτέλεσης των τέκνων της μπροστά στα μάτια της, κ.α, κ.α ….
Ακλόνητη και ατάραχη αυτή η άτρομη Ελληνίδα με αυταπάρνηση και περιφρόνηση προς τους δημίους της αποκρίνεται:
«Ζητάτε από μια Ελληνίδα μάνα να προδώσει τους συνεργάτες της για την Πατρίδα της με την απειλή του τουφεκισμού των παιδιών της. Έ, λοιπόν, όχι. Μάθετε ότι τα παιδιά μου ανήκουν στην Ελλάδα και το αίμα τους θα πνίξει τους Ούνους και όλη τη Γερμανία σας!….»
Αυτοί μπλοφάρουν πως θα την απελευθερώσουν. Αυτό της ανακοινώνει ο Γερμανός διοικητής των φυλακών Αβέρωφ δέκα, δώδεκα ώρες πριν. Της ενεχειρίζει -όπως και σε κάποιους συντρόφους της- το αποφυλακιστήριο…
Τέσσερις πρωινή της 8ης Σεπτεμβρίου 1944. Ημέρα Παρασκευή. Η πόρτα του κελιού ανοίγει.
Ένας Ιερέας εισέρχεται. Για τη Θεία Κοινωνία …
Των Μελλοθανάτων …
Που πήραν αποφυλακιστήριο ψες αργά…
Που λίγο πριν, εκείνη, είχε πει στο συγκρατούμενό της Νίκο Μπάρδη, ο οποίος έτυχε τελικά χάριτος:
«Πρέπει να είμαστε υπερήφανοι που πεθαίνουμε για την πατρίδα μας και πρέπει να πεθάνουμε σαν Έλληνες… Να δείξουμε στους Γερμανούς πως ο Έλλην δεν φοβάται το θάνατο, όταν πρόκειται για την πατρίδα».
5.30 π.μ. Επιβίβαση στα καμόνια του θανάτου. Φρούρηση ισχυρή, πολυπληθής.
Τόπος προορισμού: Χαϊδάρι, αλσύλλιο Δαφνιού.
Σκοπός: «αναγκαστική» αφαίρεση ζωής, εκτέλεση, θάνατος …
Στον τοίχο 70 ορθά Ελλήνων κορμιά και σιμά τους ένα γυρτό, αυτό του συναγωνιστή Ρήγγου που λύγισε και μίλησε, πρόδωσε…
Οι ριπές κροταλλίζουν ρυθμικές , επαναληπτικές, ζεστές, ψυχρές, άσπλαχνες….
«Ψηλά το κεφάλι, παιδιά. Ζήτω η Ελλάδα …»
Η φωνή της Λέλας σκεπάζει το θάνατο, τις ριπές, τα φαράγγια!
«Τον Εθνικό Ύμνο, παιδιά. Και το χορό, του Ζαλόγγου».
«Σε γνωρίζω απ’ την κόψη…»
Εκεί, πάνω στην κόψη του σπαθιού την τρομερή πέφτει η Λέλα και οι άλλοι εβδομήντα. Ανάμεσά τους και η αγαπημένη της Μάρτζωρη Δημοπούλου και άλλες πέντε Ελληνίδες του Αγώνα, του Χρέους, της Θυσίας!
Λίγο μετά στους δρόμους της Αθήνας με θλίψη τους οι ανυπόταχτοι σκλάβοι θα συλλέξουν δύο χαρτάκια που πήρε ο άνεμος από τα χέρια των μελλοθανάτων Μανόλη Λίτινα και Γιάννη Χούπη σαν οδηγούνταν προς τα Μαρμαρένια Αλώνια, καρφιτσώνοντάς τα στο πέτο της Αιωνιότητας:
«Σήμερα το πρωί τουφεκιζόμεθα. Πέφτουμε για την Πατρίδα με γέλιο στα χείλη για τη Λευτεριά. Μανόλης Λίτινας»
«Θέλω να ζήσετε για να εκδικηθείτε και να προσεύχεστε για την ανάπαυση της ψυχής μας. Θάρρος. Συγγνώμη. Σας φιλώ. Γιάννης Χούπης».
Και άλλοι εκδικήθηκαν. Και συγχώρεσαν. Έπραξαν το καθήκον τους.
Συνέχισαν να χτυπούν ανελέητα τον κατακτητή, να τραγουδούν τη μια νίκη σιμά στην άλλη και μέρες μετά (30) να φέρνουν ξανά στην Ελλάδα τον Ήλιο της Λευτεριάς και της Δικαιοσύνης (και να υψώνουν στον Ιερό Βράχο της Ακρόπολης τη Γαλανόλευκη της Ειρήνης, της Χαράς, της Ευτυχίας, δώρο αιώνιο και ακριβό της θυσίας της Λέλας Καραγιάννη- Μπούμπουλη και όλων των συνελλήνων Πατριωτών».*