Ἀρχ. Παύλου Δημητρακοπούλου
Πρ. Ιεροῦ Ναοῦ Τιμίου Σταυροῦ Πειραιῶς
Ἡ ἐν δόξη ἀνάληψις τοῦ Κυρίου καὶ ἡ ἐν δεξιά τοῦ Θεοῦ καὶ Πατρὸς καθέδρα εἶναι τὸ τελευταῖο γεγονὸς στὴν ἐπὶ γῆς ζωὴ καὶ δράση του, εἶναι τὸ τέρμα τῆς συγκαταβάσεώς Του καὶ τῆς ἐνσάρκου Του θείας οἰκονομίας. Ἀποτελεῖ ὅμως ταυτόχρονα καὶ τὴν ἀπαρχὴ τῆς ἀνυψώσεώς Του, τῆς ἀνυψώσεως τῆς ἀνθρωπίνης φύσεώς Του σὲ θεία ἐξουσία καὶ δόξα καὶ βασιλεία. Ἐὰν ἡ ἐξ’ οὐρανοῦ κατάβασίς Του ἦταν κένωσις καὶ πτώχευσις καὶ ἄκρα ταπείνωσις, ἡ ἀνάληψίς Του στοὺς οὐρανοὺς ἐσήμανε τὴν ἐκ δεξιῶν τοῦ Θεοῦ καὶ Πατρὸς καθέδρα καὶ σ’ αὐτὴν βρίσκουν τὴν πλήρη πραγματοποίησή τους οἱ λόγοι τοῦ Κυρίου, τοὺς ὁποίους εἶπε κατὰ τὴν ἀρχιερατική Του προσευχὴ ὀλίγον πρὸ τοῦ πάθους: «Καὶ νῦν δόξασόν με Σὺ Πάτερ παρὰ σεαυτῶ τὴ δόξη ἢ εἶχον προτοῦ τὸν κόσμον εἶναι παρὰ σοῖ» (Ἰω. 17,5).
Τὴν ἔνδοξη αὐτὴ ἄνοδο τοῦ Κυρίου προφητικῶς προανήγγειλε ὁ προφήτης Δαυὶδ στοὺς ψαλμούς του: «Ἀνέβη ὁ Θεὸς ἐν ἀλαλαγμῶ, Κύριος ἐν φωνὴ σάλπιγγος» (46,6). Ὁ Κύριος, μετὰ τὴν ἔνδοξη νίκη του κατὰ τοῦ θανάτου καὶ τοῦ διαβόλου ἀνέβη στοὺς οὐρανοὺς ἐν μέσω ἀλαλαγμῶν χαρᾶς καὶ ἀγαλλιάσεως ἐκ μέρους τῶν ἀγγελικῶν δυνάμεων, ὑμνούμενος καὶ δοξαζόμενος ὑπ’ αὐτῶν. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος σχολιάζοντας τὸν παρὰ πάνω στίχο, παρατηρεῖ, ὅτι «οὐκ εἶπεν ἀνεβιβάσθη, ἀλλ’ ἀνέβη, δεικνύς, ὅτι οὒχ ἑτέρου τινὸς χειραγωγοῦντος ἀνέβη, ἀλλ’ αὐτὸς ταύτην ὁδεύων τὴν ὁδόν». Ὁ Ἰησοῦς δὲν ἀνέβη στοὺς οὐρανοὺς χειραγωγούμενος ἀπὸ κάποιον ἄλλον, ἀλλὰ μὲ τὴν ἰδικὴ τοῦ θεϊκὴ δύναμη καὶ ἐξουσία, ἀποδεικνύοντας ἔτσι, ὅτι αὐτὸς ὁ ἴδιος ὑπῆρξε ὁ αὐτουργὸς τῆς ἀναβάσεως. Τὴν χαρὰ καὶ ἀγαλλίαση τῶν ἀγγελικῶν δυνάμεων ἐπὶ τῇ ἐνδόξω ἀναλήψει τοῦ Κυρίου ἐκφράζει ὁ Δαυΐδ σὲ ἄλλο ψαλμὸ σαφέστερα: «Ἄρατε πύλας οἱ ἄρχοντες ὑμῶν καὶ ἐπάρθητε πύλαι αἰώνιοι καὶ εἰσελεύσεται ὁ βασιλεὺς τῆς δόξης. Τὶς ἐστὶν οὗτος ὁ βασιλεὺς τῆς δοξης; Κύριος κραταιὸς καὶ δυνατὸς Κύριος δυνατὸς ἐν πολέμω» (26,7,8). Ὅπως ἑρμηνεύει ὁ ἅγιος Ἀθανάσιος, οἱ ἐπὶ γῆς ἄγγελοι, διακονοῦντες τὸν Κύριον, προτρέπουν τὶς ἀνώτερες ἀγγελικὲς δυνάμεις, ποὺ βρίσκονται στοὺς οὐρανούς, καθὼς Αὐτὸς ἀναλαμβάνεται, νὰ ἀνοίξουν τὶς ἐπουράνιες πύλες γιὰ νὰ εἰσέλθη ὁ βασιλεὺς τῆς δόξης. Στὴ συνέχεια ἐρωτοῦν αἱ ἄνω δυνάμεις, «τὸ παράδοξόν της οἰκονομίας ἐκπληττόμεναι», ποιὸς εἶναι αὐτὸς ὁ βασιλεὺς τῆς δόξης; Καὶ ἀπαντοῦν οἱ ἐπὶ γῆς ἄγγελοι: Δὲν εἶναι κάποιος συνηθισμένος ἄρχων, ἀλλὰ ὁ παντοδύναμος καὶ πανίσχυρος Θεός, ὁποῖος ἐπέτυχε ἔνδοξη νίκη στὸν πόλεμόν του πρὸς τοὺς ἐχθρούς του, δηλαδὴ πρὸς τὸν διάβολο καὶ τὸν θάνατο. Περὶ αὐτῆς τῆς ἀνόδου ὁμιλῶν καὶ ὁ ἀπόστολος Παῦλος, καθὼς ἑρμηνεύει τὸν ψαλμικὸ στίχο «ἀνέβης εἰς ὕψος ἠχμαλώτευσας αἰχμαλωσίαν» (67,19), στὴν πρὸς Ἐφεσίους ἐπιστολήν του, λέγει: «ἀναβὰς εἰς ὕψος ἠχμαλώτευσεν αἰχμαλωσίαν καὶ ἔδωκε δόματα τοῖς ἀνθρώποις» (4,8). Ὅταν ὁ Ἰησοῦς ἀνέβη μὲ τὴν ἀνάληψίν του στοὺς οὐρανούς, ἔδεσε αἰχμαλώτους τους ἐχθρούς του, δηλαδὴ τὸν σατανᾶ καὶ τὸν θάνατο καὶ ἔδωσε χαρίσματα στοὺς ἀνθρώπους, δηλαδὴ τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς.
Ὡς Θεὸς ὁ Κύριός μας, ὡς ἄναρχος Λόγος καὶ Υἱὸς Μονογενὴς καὶ ὁμοούσιος πρὸς τὸν Πατέρα, ἦταν πάντοτε συνθρόνος καὶ ὁμότιμος πρὸς αὐτὸν καὶ προτοῦ νὰ σαρκωθῆ. Ἀλλὰ καὶ ὅταν ἐσαρκώθη καὶ ἔγινε ἄνθρωπος, οὐδέποτε ἐχωρίσθη ἀπὸ τὸν Πατέρα. Ὅπως λέγει ὁ ὑμνογράφος, «ὅλος ἣν ἐν τοῖς κάτω καὶ τῶν ἄνω οὐδόλως ἀπὴν ὁ ἀπερίγραπτος Λόγος». Καὶ τοῦτο διότι «συγκατάβασις γέγονε θεϊκὴ καὶ οὐ μετάβασις τοπική». Ἀνελήφθη καὶ ἐκάθισε στὰ δεξιά του Θεοῦ καὶ Πατρὸς ὡς αἰώνιος ἀρχιερεὺς καὶ μεσίτης πάντων ἠμῶν, σύμφωνα μὲ τὸν λόγον τοῦ Παύλου στὴν πρὸς Ἑβραίους ἐπιστολὴ του «τοιοῦτον ἔχομεν ἀρχιερέα, ὃς ἐκάθισεν ἐν δεξιά του θρόνου τῆς μεγαλωσύνης ἐν τοῖς οὐρανοῖς» (8,1). Καὶ ὅπως οἱ ἀρχιερεῖς τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης εἰσήρχοντο στὰ ἅγια των ἁγίων τοῦ ναοῦ κατὰ τὴν ἡμέρα τοῦ ἐξιλασμοῦ μὲ αἷμα τράγων καὶ μόσχων, ἔτσι καὶ ὁ ἀληθινὸς καὶ μέγας ἀρχιερεὺς μας ὁ Ἰησοῦς Χριστός, «ὁ ἀρχιερεὺς τῶν μελλόντων ἀγαθῶν», ὅπως τὸν ὀνομάζει ὁ Παῦλος, εἰσῆλθε στὰ ἀληθινὰ ἅγια των ἁγίων, δηλαδὴ στὸν οὐρανό, μιὰ φορὰ γιὰ πάντα, ὄχι πλέον μὲ αἷμα τράγων καὶ μόσχων, ποὺ δὲν μποροῦν νὰ ἐξαλείψουν ἁμαρτίες, ἀλλὰ μὲ τὸ ἰδικὸ Του πολύτιμο καὶ πανάγιο αἷμα, τὸ ὁποῖον ἔχυσε πάνω στὸ σταυρό. Διότι ὅπως λέγει ὁ Παῦλος στὴν ἴδια ἐπιστολὴ του «οὐ γὰρ εἰς χειροποίητα ἅγια εἰσῆλθεν ὁ Χριστὸς ἀντίτυπα τῶν ἀληθινῶν, ἀλλ’ εἰς αὐτὸν τὸν οὐρανὸν νῦν ἐμφανισθῆναι τῷ προσώπω τοῦ Θεοῦ ὑπὲρ ἠμῶν» (9,24). Ὁ Χριστὸς δὲν εἰσῆλθε σὲ χειροποίητα ἅγια ἁγίων, ποὺ εἶναι ἀπομίμηση καὶ εἰκόνα τῶν ἀληθινῶν ἁγίων, ἀλλὰ σ’ αὐτὸν τὸν οὐρανόν, γιὰ νὰ παρουσιασθῆ τώρα εἰς τὸ πρόσωπο τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ πρεσβεύει ὑπὲρ ἠμῶν.
Ἡ εἰς τοὺς οὐρανοὺς ὅμως ἄνοδος τοῦ Κυρίου δὲν ἦταν μόνον δόξα τῆς ἰδικῆς Του ἀνθρωπίνης φύσεως, ἀλλὰ καὶ τῆς ἰδικῆς μας. Διότι ὅπως λέγει ὁ ἀπόστολος στὴν πρὸς Ἐφεσίους ἐπιστολὴν του, «συνήγειρε καὶ συνεκάθισε ἐν τοῖς ἐπουρανίοις ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ» (2,6), δηλαδὴ ὅλους ἐμάς, ποὺ πιστεύομε σ’ αὐτὸν καὶ διὰ τοῦ ἁγίου βαπτίσματος γίναμε μέλη τοῦ σώματός Του, συνανέστησε ἀπὸ τὰ μνήματα τῆς ἁμαρτίας μὲ τὴν ἀνάστασή Του καὶ μᾶς ἔβαλε, νὰ καθίσουμε μαζί του στὰ ἐπουράνια μὲ τὴν ἀνάληψή Του. Καὶ τοῦτο εἶναι πολὺ φυσικό, διότι ἐφ’ ὅσον ἀνυψώθη αὐτός, ποὺ εἶναι ἡ κεφαλὴ τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας, ἑπόμενο εἶναι, νὰ ἀνυψωθῆ καὶ τὸ σῶμα. Ἐφ’ ὅσον ἐδοξάσθη ἡ κεφαλή, θὰ δοξασθῆ καὶ τὸ σῶμα. Τοῦτο δὲ θὰ πραγματοποιηθῆ κατὰ τὴν Δευτέρα Παρουσία Του, ὁπότε σύμφωνα μὲ τὸν λόγο τοῦ Παύλου, ὅλοι ἐμεῖς «ἁρπαγησόμεθα ἐν νεφέλαις εἰς ἀπάντησιν τοῦ Κυρίου εἰς ἀέρα καὶ οὕτω πάντοτε σὺν Κυρίω ἐσόμεθα» (Α΄Θεσ.4,17). Τὴν ἀλήθεια αὐτὴ ἐπισημαίνει καὶ ὁ ἱερὸς ὑμνογράφος σ’ ἕνα τροπάριο: «Ἀνέβη ὁ Θεὸς ἐν ἀλαλαγμῶ, Κύριος ἐν φωνὴ σάλπιγγος, τοῦ ἀνυψῶσαι τὴν πεσοῦσαν εἰκόνα τοῦ Ἀδάμ». Ἀλλοῦ δὲ πάλιν λέγει, «κατελθῶν οὐρανόθεν εἰς τὰ ἐπίγεια καὶ τὴν κάτω κειμένην ἐν τῇ τοῦ ἅδου φρουρὰ συναναστήσας ὡς Θεὸς ἀδαμιαίαν μορφὴν τῆ ἀναλήψει σου Χριστὲ εἰς οὐρανοὺς ἀναγαγὼν τῷ θρόνω τῷ πατρικῶ σου συγκάθεδρον ἀπειργάσω ὡς ἐλεήμων καὶ φιλάνθρωπος».
Ἡ ἀνάληψις τοῦ Κυρίου ἦταν καὶ μία ἀναγκαιότης. Ἦταν ἡ ἀναγκαία προϋπόθεσις, γιὰ νὰ ἔρθη ὁ Παράκλητος στὴν Ἐκκλησία. Τὸ ἐτόνισε ὁ Κύριος ὀλίγον πρὸ τοῦ Πάθους Του πρὸς τοὺς μαθητές του: «Συμφέρει ὑμὶν ἴνα ἐγὼ ἀπέλθω, ἐὰν γὰρ ἐγὼ μὴ ἀπέλθω ὁ Παράκλητος οὐκ ἐλεύσεται πρὸς ὑμᾶς. Ἐὰν δὲ πορευθῶ, πέμψω αὐτὸν πρὸς ὑμᾶς» (Ἰω.16,7). Ἔπρεπε δηλαδὴ νὰ προηγηθῆ ἡ ἄνοδός Του πρὸς τὸν Πατέρα, προκειμένου νὰ μεσιτεύση ὑπὲρ ἠμῶν, ὥστε νὰ στείλη τὸ ἅγιον Πνεῦμα. Ἐπειδὴ δηλαδὴ οἱ μαθητὲς ἐλυποῦντο, διότι θὰ ἐστεροῦντο τὸν ἀγαπημένο τοὺς διδάσκαλο, μόλις ἔμαθαν, ὅτι θὰ ἀποχωρισθῆ ἀπὸ αὐτούς, ἔρχεται τώρα ὁ Κύριος, νὰ τοὺς παρηγορήσει μὲ τὴν ὑπόσχεση τῆς ἐλεύσεως τοῦ Παρακλήτου, στὴν παρουσία τοῦ ὁποίου θὰ αἰσθάνονται μέσα τους τὸν ἴδιο τὸν Χριστό.
Κατανοοῦντες λοιπὸν καὶ ἐμεῖς τὸ μέγεθος τῆς συγκαταβάσεως καὶ τὸν πλοῦτον τῆς φιλανθρωπίας τοῦ ὑπὲρ ἠμῶν παθόντος καὶ ταφέντος καὶ ἀναστάντος καὶ εἰς οὐρανοὺς ἀναληφθέντος Κυρίου μας, ἃς ἀνυψώσωμεν τὸν νοῦν καὶ τὴν καρδίαν μας πρὸς τὰ ἄνω, ἐκεῖ ὅπου τώρα βρίσκεται ὁ Χριστός, καθήμενος στὰ δεξιά του Πατρός. «Τὰ τῆς γῆς ἐπὶ τῆς γῆς καταλιπόντες, τὰ τῆς τέφρας τῷ χοΐ παραχωροῦντες δεῦτε ἀνανήψωμεν καὶ εἰς ὕψος ἐπάρωμεν ὄμματα καὶ νοήματα», ἔτσι ὥστε ἡ ἑορτὴ αὐτὴ νὰ γίνει ἀφορμὴ πνευματικῆς ἀνανεώσεως καὶ ἀνανήψεως, ἀφορμὴ ἀπαγγιστρώσεώς μας ἀπὸ τὴν ἐμπαθῆ προσκόλληση στὰ μάταια καὶ πρόσκαιρα καὶ φθαρτὰ πράγματα τοῦ κόσμου τούτου καὶ ἀδιάληπτης εὐχαριστίας καὶ δοξολογίας πρὸς τὸν Κύριον. Ἀμήν.