Δύο ἱστορικῆς σημασίας ἐπιστολές, κατὰ τὴν ἐκτίμηση πολλῶν, ἔγραψε καὶ ἀπέστειλε ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Πειραιώς κ. Σεραφεὶμ στὸ πρόσφατο παρελθόν.
Ἐπιστολὲς, ποὺ προκάλεσαν πανελλήνια αἴσθηση καὶ εὐρύτατο σχολιασμὸ ἀπὸ πολλούς, κληρικοὺς καὶ λαϊκούς.
Ἡ πρώτη ἐγράφη τὸν παρελθόντα Μάϊο πρὸς τὸν ἀρχιεπίσκοπο Ἀθηνῶν καὶ πάσης Ἑλλάδος κ. Ἱερώνυμο Β΄ καὶ τὴν Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος μὲ θέμα τὴν παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ,
στὴν ὁποία ὁ Σεβασμιώτατος ἐπισημαίνει τὴν ἐπείγουσα ἀναγκαιότητα συγκλήσεως τοπικῆς Συνόδου γιὰ τὴν ἄμεση καταδίκη της καθὼς καὶ ὅσων τὴν προωθοῦν: «Διὰ τὸν λόγον αὐτόν, ἐκφράζοντες τὴν ἀγωνία μας, ἀπευθυνόμεθα πρός Σας,…ἰκετευτικῶς καὶ ταπεινῶς παροτρύνοντας καὶ προτείνοντας, ὅπως ἐμεῖς,…ἀναλάβωμεν τὰς εὐθύνας μας ἔναντι Αὐτοῦ καὶ τοῦ πιστοῦ λαοῦ Του καὶ ἀρθῶμεν στὸ ὕψος τῶν περιστάσεων καὶ συγκαλέσωμε Τοπικὴ Σύνοδο, ἡ ὁποία καθηκόντως ὀφείλει νὰ προχωρήσει στὴν ἐπίσημο συνοδικὴ καταδίκη της εἰρημένης κακοδοξίας καὶ δεινῆς αἱρέσεως».
Ἕνα θέμα καυτὸ, ἐπίκαιρο, φλέγον, πρώτης προτεραιότητος, τοῦ ὁποίου ἡ ἐπίλυση καὶ ἡ συνοδικὴ ἀντιμετώπιση, χρονίζει δυστυχῶς ἐδῶ καὶ ἑκατὸ χρόνια.
Ἕνα θέμα μεγίστης ἐπισκοπικῆς εὐθύνης, τὸ ὁποῖο θὰ ἔπρεπε νὰ εἶχε ἀπασχολήσει πρὸ πολλοῦ τούς ἱεράρχες μας, ἀφοῦ ἡ παναίρεση αὐτὴ ὁλοένα καὶ περισσότερο ἑξαπλοῦται ἐν εἴδει ἐπιδημικῆς νόσου, προξενοῦσα μεγίστη διάβρωση καὶ φθορὰ στὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας.
Ἕνα θέμα γιὰ τὸ ὁποῖο Πανορθόδοξα Συνέδρια καὶ Ἡμερίδες ἔχουν διοργανωθῆ, βιβλία καὶ φυλλάδια ἔχουν γραφῆ, ὅπως τὸ ἱστορικὸ κείμενο τῆς Συνάξεως Κληρικῶν καὶ Μοναχῶν «Ὁμολογία πίστεως κατὰ τοῦ Οἰκουμενισμοῦ», ἀποτειχίσεις μέρους τοῦ πιστοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ ἔχουν σημειωθῆ.
Ἕνα θέμα τὸ ὁποῖο, χάρις στὴν ἐπιστολὴ τοῦ Σεβασμιωτάτου, τίθεται πλέον ἐπισήμως σὲ ἐπίπεδο Ἱεραρχίας.
Ὡστόσο ἡ Ἱεραρχία μας, ὅπως ἦταν δυστυχῶς ἀναμενόμενο, σὲ πεῖσμα ὅλων των ἀνωτέρω, ἐξακολουθεῖ τὴν ἐκκωφαντικὴ σιωπή Της.
Οὔτε καὶ αὐτὴ ἀκόμη ἡ συγκλονιστικὴ στὸ περιεχόμενό της ἐπιστολὴ τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Πειραιώς ἴσχυσε δυστυχῶς νὰ ἐπιδράση στὸ νοῦ καὶ τὶς καρδιὲς τῆς πλειονότητος τῶν ἱεραρχῶν μας, προκειμένου νὰ πράξουν τὸ αὐτονόητο καθῆκον των.
Ἔχουν ἤδη παρέλθει ἕξι μῆνες ἀπὸ τῆς ἐκδόσεως τῆς ἐπιστολῆς καὶ ὁ ἅγιος Πειραιῶς οὐδεμία ἐπίσημη συνοδικὴ ἀπάντηση ἔλαβε μέχρι σήμερα.
Τὸ δὲ τραγικότερο εἶναι, ὅτι ἐλάχιστοι ἱεράρχες μέχρι σήμερα ἔσπευσαν νὰ ἐπιδοκιμάσουν δημοσίως καὶ νὰ ἐκφράσουν ἐπισήμως τὴν σύμφωνη γνώμη τους γιὰ τὴν ἀναγκαιότητα συγκλήσεως συνόδου.
Μὲ θλίψη καὶ ἀπογοήτευση πληροφορηθήκαμε, ὅτι τὸ θέμα αὐτὸ δὲν πρόκειται νὰ ἀπασχολήσει τὴν Ἱεραρχία κατὰ τὴν ἐτήσια τακτική της συνεδρία τοῦὈκτωβρίου.
Παραμερίζεται λοιπὸν τὸ καυτὸ καὶ φλέγον, τὸ κολοσσιαίων διαστάσεων, «τὸ ἐκρηκτικό, τὸ διαιρετικὸ τοῦ ποιμνίου, τὸ διαβρωτικό της Ὀρθοδόξου πίστεως καὶ ζωῆς» θέμα τῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, Διαχριστιανικοῦ καὶ Διαθρησκειακοῦ, τὴν ὁποία αἵρεση σύγχρονοι Πατέρες καὶ ἅγιοι Γέροντες, ὅπως ὁἅγιος Ἰουστίνος ὁ Πόποβιτς χαρακτήρισαν ὡς τὴν χειρότερη ἐκκλησιολογικὴ αἵρεση ὅλων των αἰώνων.
Ἄφατη θλίψη καὶ ὀδύνη, ἀλλὰ καὶ δικαία ὀργὴ καὶ ἀγανάκτηση συνέχουν τὶς καρδιὲς τοῦ πιστοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ.
Τί ἀπολογία θὰ δώσωμε στὸν Θεὸ ἐν ἡμέρα κρίσεως ἐνώπιον τοῦ φοβεροῦ βήματός Του γιὰ τὴν ἀδιαφορία, τὴν ἐγκληματική μας ἀμέλεια; Γιὰ τὸν βαρύτατο σκανδαλισμὸ τῶν πιστῶν;
Γιὰ τὴν καταπάτηση τῶν Ἱερῶν Κανόνων, ὅπως τοῦ 37ου Ἀποστολικοῦ, ὁ ὁποῖος ὁρίζει: «Δεύτερον τοῦ ἔτους Σύνοδος γινέσθω τῶν ἐπισκόπων καὶ ἀνακρινέτωσαν ἀλλήλως τὰ δόγματα τῆς εὐσεβείας καὶ τὰς ἐμπιπτούσας ἐκκλησιαστικάς ἀντιλογίας διαλυέτωσαν…» .
Τί ἀπολογία θὰ δώσωμε γιὰ τὴν ἔνοχη σιωπή μας, τὴν ὁποία μάλιστα ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς χαρακτηρίζει ὡς τρίτο εἶδος ἀθεΐας; «τρίτον δὲ ἐστὶν εἶδος οὗ πόρρω τῆς ἀνωτέρω πονηρᾶς ξυνωρίδος, τὸ παραιτεῖσθαι τί λέγειν τῶν δεδογμένων περὶ Θεοῦ».
***
Καὶ ἐρχόμεθα στὴν δεύτερη ἐπιστολὴ τοῦ Σεβασμιωτάτου πρὸς τὸν Παναγιώτατον Οἰκουμενικὸ Πατριάρχη κ. Βαρθολομαῖο.
Μιὰ βαρυσήμαντη ἐκτενέστατη ἐπιστολὴἀντι-οἰκουμενιστικοὺ χαρακτῆρος, στὴν ὁποία τὰ θιγόμενα θέματα, βαθείαν ἐσωτερικὴν σχέσιν ἔχοντα μεταξύ των, παραπέμπουν ὅλα σὲ ἕνα κοινὸ παρονομαστή, τὴν παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ.
Στὴν ἐπιστολὴ αὐτὴ ὁ Σεβασμιώτατος, σὲ καιροὺς πνευματικῆς ἀφασίας καὶ ἐπισκοπικῆς ἀδρανείας, πρώτον μὲν ἐπισημαίνει «ἀδήριτη τὴν ἀνάγκη συγκλήσεως Πανορθοδόξου Συνόδου μὲ τὴν συμμετοχὴἁπάντων των Ὀρθοδόξων Πατριαρχῶν, Ἀρχιεπισκόπων, Μητροπολιτῶν καὶ Ἐπισκόπων καὶ λαϊκῶν θεολόγων, ἡὁποία θὰ ἔχει μέγα χρέος καὶ πρώτιστο καθῆκον νὰ καταδικάσει τὴν παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ὑπὸ τὸ φῶς τῆς Ἁγιογραφικῆς, Ἁγιοπατερικῆς καὶ Ἱεροκανονικὴς διδαχῆς καὶ παραδόσεως…».
Στὴ συνέχεια, σχολιάζων τὰ πραχθέντα καὶ λεχθέντα τοῦ Παναγιωτάτου στὸ Μιλάνο καὶ στὴν Κωνσταντινούπολη μὲ ἀφορμὴ τὸν ἑορτασμὸ τῶν 1700 ἐτῶν ἀπὸ τὴν ὑπογραφὴ τοῦ«Διατάγματος τῶν Μεδιολάνων», καθὼς καὶ τὴν ἐπακολουθήσασα ἐπίσκεψή του στὴν Τσεχία καὶ Σλοβακία, ἀφ’ ἑνὸς μὲν θέτει ὁρισμένα καυτὰ ἐρωτήματα πρὸς Αὐτόν, καὶ ἀφ’ ἑτέρου καταλογίζει σ’ Αὐτὸν εὐθύνες γιὰ λόγους καὶ πράξεις του.
Παραθέτουμε ὁρισμένα χαρακτηριστικὰ ἀποσπάσματα τῆς ἐπιστολῆς: «Εἶναι πασιφανές, ὅπως προκύπτει ἀπὸ τὶς ὁμιλίες, ποῦἐκφώνησε ἡ Ὑμετέρα Παναγιότης στὸ Μιλάνο, ὅτι διδάσκετε καινοφανῆ, πρωτοφανῆ καὶ οἰκουμενιστικὴ ἐκκλησιολογία, ἡὁποία, βεβαίως, τυγχάνει ἀλλοτρία καὶ ξένη πρὸς τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησιολογία.
Ἀποδέχεσθε τὶς κακόδοξες οἰκουμενιστικὲς θεωρίες περὶ “ἀδελφῶν Ἐκκλησιῶν” καὶ “δύο πνευμόνων”. Ἀναγνωρίζετε τὶς αἱρετικὲς παρασυναγωγὲς τοῦ Παπισμοῦ καὶ τοῦ Προτεσταντισμοῦ (Λουθηρανοί, Μεταρρυθμισμένοι) ὡς “Ἐκκλησίες” ἰσότιμες καὶ ἰσάξιες της Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.
Ἀναγνωρίζετε τὸν αἱρεσιάρχη Πάπα, τοὺς Καρδιναλίους, τοὺς Πάστορες σὰν νὰ ἔχουν ἔγκυρη ἱερωσύνη, μυστήρια καὶἀποστολικὴ διαδοχή. Χρησιμοποιεῖτε ὁμοειδῆ θεολογία καὶ γιὰ τοὺς ἀλλοθρήσκους (Μουσουλμάνους, Ραββίνους).
Γιά Σάς, Παναγιώτατε, ὅλες οἱ παραπάνω αἱρέσεις μαζὶ μὲ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἀποτελοῦν ἤδη τὴ “Μία Ἐκκλησία”, ἡ ὁποία ὅμως, στὸν παρόντα καιρὸ εἶναι διηρημένη καὶ προχωρᾶ πρὸς τὴν ἑνότητά της».
«…Ἐπὶ τῶν ἀνωτέρω ἀπαραδέκτων ἐξ ἐπόψεως θεολογικῆς, δογματικῆς καὶ ἐκκλησιολογικὴς δηλώσεων Ὑμῶν, Παναγιώτατε Δέσποτα, ἐπισημαίνομεν ὅτι σφάλλετε».
«…Μετὰ ταῦτα, ἐρωτοῦμεν Ὑμᾶς, Παναγιώτατε Δέσποτα: Πῶς χρησιμοποιεῖτε τὸν ὄρο “ἀδελφὲς ἐκκλησίες”, ὅταν αὐτὸς εἶναι ἁγιοπατερικῶς ἀμάρτυρος καὶ μάλιστα πανορθοδόξως ἔχει ἀπορριφθεῖ καὶ ἀκυρωθεῖ; Διατὶ κάνετε ἐπιλεκτικὴ χρήση τῶν πανορθοδόξων ἀποφάσεων;».
«Ἀναγνωρίζετε, Παναγιώτατε Δέσποτα, τὸν Παπισμὸὡς “Ἐκκλησία;” Εἶναι, ὅμως, “ἐκκλησία” ἢ αἵρεσις; Πλῆθος Ὀρθοδόξων Συνόδων ἔχουν καταδικάσει τὸν Παπισμὸ ὡς αἵρεση…».
«Ἀναγνωρίζετε, Παναγιώτατε Δέσποτα καὶ τὸν Προτεσταντισμὸ ὡς “Ἐκκλησία”. «Ὡς φυσικὸς ἀπότοκος τῆς ἀναγνωρίσεως τῶν αἱρέσεων ὡς “Ἐκκλησιῶν” ἐκ μέρους Ὑμῶν, Παναγιώτατε Δέσποτα, ἀκολουθεῖ ἡ ἀναγνώριση ἐγκυρότητος τοῦ βαπτίσματος, τῆς ἱερωσύνης καὶ τῶν μυστηρίων τους».
«Εἶναι φανερὸ πλέον, Παναγιώτατε Δέσποτα, ὅτι διαχέετε τὸ πνεῦμα τοῦ συγχρόνου διαχριστιανικοῦ Οἰκουμενισμοῦ, γι’αὐτὸ καὶ δέχεσθε, ὀνομάζετε καὶ ἀναγνωρίζετε τὶς αἱρέσεις ὡς “Ἐκκλησίες”, ἐρχόμενος σὲ πλήρη ἀντίθεση καὶἀντίφαση μὲ τὴν διαχρονικὴ παράδοση τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας».
«Ταπεινῶς ἐρωτῶμεν, Παναγιώτατε Δέσποτα: Διατί, ἐνῶ ἀποδίδετε τίτλους ἐκκλησιαστικότητος στοὺς πρόδηλα κακοδόξους αἱρετικούς, δὲν προβαίνετε στὴν μαζί τους διαμυστηριακὴ κοινωνία;» «…προσπαθεῖτε νὰ στηρίξετε τὴν παναίρεση τοῦ συγκρητιστικοῦ διαχριστιανικοῦ καὶ διαθρησκειακοὺ Οἰκουμενισμοῦ,βασιζόμενος στὴν ἀνεξιθρησκεία τοῦ Διατάγματος, τὸ ὁποῖο, ὅμως, δὲν ἔχει καμμία σχέση μὲ ὅσα σήμερα τεκταίνονται στὸ χῶρο τοῦ διαθρησκειακοῦ καὶ διαχριστιανικοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ὁ ὁποῖος δὲν προβάλλει τὴν μοναδικότητα τοῦ Εὐαγγελίου, δὲν εὐνοεῖ τὸ Χριστιανισμό, ὅπως τὸν εὐνόησε τὸ “Διάταγμα τῶν Μεδιολάνων” καὶ ἡ μετέπειτα ἰσαπόστολη δράση τοῦ Μ. Κωνσταντίνου».
«Εἶναι ἡλίου φαεινότερον, Παναγιώτατε Δέσποτα, ὅτι Ὑμεῖς, ἐκφράζετε καὶ υἱοθετεῖτε τὴ θεωρία περὶ “διηρημένης Ἐκκλησίας”, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία, ἡ Ἐκκλησία εἶναι διηρημένη σὲ ἐπὶ μέρους “ἐκκλησίες” (ὄχι τοπικές, ἀλλ’ ὁμολογιακὲς- δογματικές, βλ. τὸ κείμενο τοῦ Porto Alegre) καὶ χρήζει ἑνώσεως. Ἡ τοιαύτη θεώρησις τοῦ θεσμοῦ τῆς Ἐκκλησίας εἶναι πέραν πάσης σοβαρῆς, ἔστω βασικῆς, κατανοήσεως τῆς ὀρθοδόξου ἐκκλησιολογίας».
Παρῆλθον ἤδη 4 μῆνες ἀπὸ τῆς δημοσιεύσεως τῆς ἐπιστολῆς καὶ ὁ Σεβασμιώτατος, ὅπως ἦταν ἀναμενόμενον, οὐδεμία ἀπάντηση ἔλαβε ἀπὸ τὸν Παναγιώτατον.
Πῶς ὅμως ἐξηγεῖται νὰ μὴν δέχεται διάλογο ὁ Παναγιώτατος μὲ τοὺς ἐντός της Ἐκκλησίας ὁμοδόξους, καθ’ ὃν χρόνον ἐμφανίζεται ὁ κατ’ ἐξοχὴν θιασώτης καὶ ὑπέρμαχος τῶν διαλόγων μὲ τοὺς ἑτεροδόξους, παρὰ τὸ γεγονὸς μάλιστα ὅτι οἱ τελευταῖοι ἔχουν ἀποτελματωθῆ καὶ χρεοκοπήσει;
Ἀντὶ ἄλλης ἀπαντήσεως περιορίστηκε νὰ κάνη μιὰ σύντομη ἀναφορὰ στὸ θέμα τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καὶ τῶν διαλόγων, στὸν χαιρετισμό, τὸν ὁποῖον ἀπηύθυνε πρὸς τὸν Μακαριώτατον Πατριάρχη Βουλγαρίας κ. Νεόφυτον, κατὰ τὴν εἰρηνικὴ ἐπίσκεψή του στὸ Φανάρι στίς 20-9-2013.
Στὶς δηλώσεις του προσπαθεῖ νὰ ἀπορρίψει, ἀνεπιτυχῶς βέβαια, τὴν κατηγορία, ὅτι κατέχεται ἀπὸ οἰκουμενιστικὲς ἀντιλήψεις.
Λέγει ἐπὶ λέξει: «…Διὰ τῆς τακτικῆς ταύτης δὲν προδίδομεν τὴν Ὀρθοδοξίαν, ὡς κατηγορούμεθα, οὔτε ὑποστηρίζομεν οἰκουμενιστικάς ἀντιλήψεις, ἀλλὰ κηρύσσομεν πρὸς τοὺς ἑτεροδόξους καὶ πρὸς πάντας τὴν Ὀρθόδοξον ἀλήθειαν».
Ὡστόσο ἡ διπλωματικοῦ χαρακτῆρος αὐτὴ ἀόριστη δήλωση κανέναν δὲν πείθει πλέον. Ἀκριβῶς τὸ ἀντίθετο συμβαίνει.
Ὑπάρχει ἕνα μπαρὰζ λόγων καὶ πράξεων στὴν ἐπὶ 22 χρόνια πατριαρχική Του πρωθιεραρχία, ποὺ ἐπιβεβαιώνει τὴν ἀλήθεια αὐτή.
Εἰλικρινὰ θὰ θέλαμε πολύ, νὰ πιστεύσωμε στὴ διακήρυξή Του αὐτή.
Ἀναγνωρίζοντας ἐκκλησιαστικὴ ὑπόσταση καὶ ἀποστολικὴ διαδοχὴ στὶς αἱρετικὲς προτεσταντικὲς καὶ παπικὲς κοινότητες, ἀποκαλώντας αὐτὲς «ἀδελφὲς ἐκκλησίες», κηρύσσει «πρὸς πάντας τὴν Ὀρθόδοξον ἀλήθειαν;».
Ὅταν συμπροσεύχεται μὲ αἱρετικούς, ἀλλοθρήσκους, μάγους καὶ εἰδωλολάτρες μπροστά σε ὁμοίωμά της ... «θεᾶς» Γαίας στὴ Γροιλανδία, κηρύσσει «πρὸς πάντας τὴν Ὀρθόδοξον ἀλήθειαν;».
Ὅταν προσφέρει τὸ Κοράνιο, τὸ ὁποῖο μάλιστα χαρακτηρίζει ὡς «ἅγιο», ὡς δῶρο στὸν πρόεδρο τῆς Κόκα Κόλα κ. Μουχτάρ, ἀντὶἉγίας Γραφῆς, κηρύσσει «πρὸς πάντας τὴν Ὀρθόδοξον ἀλήθειαν;».
Ὅταν χαρακτηρίζει τοὺς ἁγίους Πατέρες ὡς «κληροδοτήσαντες εἰς ἠμᾶς τὴν διάσπασιν» καὶ ὡς «θύματα τοῦ ἀρχεκάκου ὄφεως» κηρύσσει «πρὸς πάντας τὴν Ὀρθόδοξον ἀλήθειαν;».
Ὅταν ὑποδέχεται τὸν αἱρεσιάρχη τῆς Ρώμης Πάπα Βενέδικτο τὸν 16ο στὸ Φανάρι τὸ 2006 μὲ κωδωνοκρουσίες, θυμιατίσματα, ἀσπασμούς, λειτουργικὲς δεήσεις καὶ αἰτήσεις ὑπὲρ αὐτοῦ, «εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος», πολυχρόνια, κοινὴ εὐλογία, δῶρα, ἀπαγγελία τοῦ «Πιστεύω» καὶ τοῦ «Πάτερ ἠμῶν», κηρύσσει «πρὸς πάντας τὴν Ὀρθόδοξον ἀλήθειαν;».
Ὅταν ἰσχυρίζεται, ὅτι «ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία δὲν ἐπιδιώκει νὰ πείση τοὺς ἄλλους περὶ συγκεκριμένης τινὸς ἀντιλήψεως τῆς ἀληθείας ἢ τῆς ἀποκαλύψεως, οὔτε ἐπιδιώκει νὰ τοὺς μεταστρέψει εἰς συγκεκριμένον τινὰ τρόπον σκέψεως», κηρύσσει «πρὸς πάντας τὴν Ὀρθόδοξον ἀλήθειαν;».
Ὅταν διακηρύσσει, ὅτι «…Ρωμαιοκαθολικοὶ καὶ Ὀρθόδοξοι, Προτεστάντες καὶ Ἑβραῖοι, Μουσουλμάνοι καὶἸ νδοί, Βουδιστὲς καὶ Κομφουκιανοί, ἦλθε ὁ καιρὸς ὄχι ἁπλῶς γιὰ προσέγγιση, ἀλλὰ γιὰ μιὰ συμμαχία καὶ συλλογικὴ προσπάθεια πρὸς τὸν σκοπὸν τῆς καθοδηγήσεως τοῦ κόσμου, μακράν των ψευδοπροφητῶν τοῦ ἐξτρεμισμοῦ καὶ τῆς μισαλλοδοξίας», κηρύσσει «πρὸς πάντας τὴν Ὀρθόδοξον ἀλήθειαν;».
Δὲν εἶναι δυνατὸν βέβαια νὰ ἀπαριθμηθοῦν ὅλα αὐτὰ (λόγοι καὶ ἔργα) ἕνα πρὸς ἕνα, στὰ πλαίσια ἑνὸς ἄρθρου, τὰὁποῖα ὡστόσο κατὰ καιροὺς ἔχουν ἐπισημανθῆ καὶ δημοσιευθῆ μὲ ἄρθρα καὶ μελέτες στὸν ἔντυπο καὶ ἠλεκτρονικὸ τύπο.
Τέτοιου εἴδους διπλωματικοὶ ἑλιγμοὶ δὲν ὀφελοῦν, διότι ὁ πιστὸς λαὸς τοῦ Θεοῦ ἔχει πρὸ πολλοῦ ἀφυπνιστῆ καὶ εὐαισθητοποιηθῆ ἀπέναντι στὴν φοβερὴ αὐτὴ αἵρεση.
Ματαίως ἐπίσης προσπαθεῖ νὰ πείσει τὸν πιστὸ λαὸ τοῦ Θεοῦ, ὅτι οἱ Διαχριστιανικοὶ Διάλογοι δῆθεν «δὲν ἀποσκοποῦν, ὡς ἐγράφη καὶ ἐν Βουλγαρία καὶ ἀλλαχοῦ, εἰς τὴν δημιουργίαν ἑνὸς κοινῶς ἀποδεκτοῦ “συνονθυλεύματος” δοξασιῶν.
Δηλαδή, δὲν ἐπιδιώκεται διὰ τῆς λεγομένης οἰκουμενικῆς κινήσεως ἡ ἀποδοχὴ μιᾶς “χριστιανικῆς συγκρητιστικῆς ὁμολογίας”, ἀλλὰ ἡ ἐμβάθυνσις εἰς τὴν Χριστιανικὴν Ὀρθόδοξον πίστιν καὶ εἰς τὴν κοινωνικὴν συνεργασίαν τῶν ἐπικαλουμένων τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ».
Τὰ συμφωνηθέντα στὸ Balamand τοῦ Λιβάνου τὸ 1993 καὶ στὸ Πόρτο Ἀλέγκρε της Βραζιλίας τὸ 2006, γιὰ νὰ περιοριστούμε μόνον σ’ αὐτά, ἐπιβεβαιώνουν τὸν ἰσχυρισμὸ Του αὐτὸν ἢ μαρτυροῦν τὸ ἀντίθετο;
Στὴν προσπάθειά Του νὰ δικαιώσει τοὺς Διαλόγους ὁ Παναγιώτατος ἐπιχειρεῖ νὰ τοὺς θεμελιώσει πατερικῶς, ἐπικαλούμενος τοὺς ἁγίους Ἰωάννην τῆς Κλίμακος καὶ Ἰωάννην τὸν Χρυσόστομον.
Λέγει ὁ πρῶτος ἐξ’ αὐτῶν: «Ἐν τοῖς μὲν κακοθελῶς ἠμὶν μαχομένοις ἀπίστοις, ἢ κακοπίστοις, μετὰ πρώτην καὶ δευτέραν νουθεσίαν παυσώμεθα.
Ἐν δὲ τοῖς τὴν ἀλήθειαν μαθεῖν βουλομένοις, τὸ καλὸν ποιοῦντες, ἕως αἰῶνος μὴ ἐκκακῶμεν. Πλήν, καὶ πρὸς στηριγμὸν ἠμῶν τῆς καρδίας ἐν ἀμφοτέροις χρησώμεθα» (Κλίμαξ, Λόγος ΚΣΤ΄, περὶ διακρίσεως, 2,11).
Ἐδῶ ὁ ἅγιος οὐδόλως δογματίζει ἀτέρμονες διαλόγους μὲ τοὺς αἱρετικούς. Ἀπεναντίας σαφέστατα διευκρινίζει τοὺς ὅρους καὶ τὶς προϋποθέσεις τοῦ διαλόγου, ἐρχόμενος σὲ πλήρη συμφωνία μὲ τὴν παραγγελία τοῦ Ἀποστόλου Παύλου στὴν πρὸς Τίτον ἐπιστολὴ του (Τίτ.3,10).
Ὅταν εὐρισκόμεθα πρὸ αἱρετικῶν καὶ ἀθέων («ἀπίστοις ἢ κακοπίστοις»), οἱὁποῖοι δὲν ἔχουν τὴν καλὴ διάθεση καὶ θέληση («κακοθελῶς»), νὰ γνωρίσουν τὴν ἀλήθεια τῆς Ὀρθοδοξίας, ἀλλὰ ἀντίθετα μάλιστα ἐναντιώνονται μὲ πεῖσμα («μαχομένοις ἠμὶν») καὶ ἐπιμένουν στὴν πλάνη τους, τότε ὀφείλομε μετὰἀπὸ μία πρώτην καὶ δευτέραν νουθεσίαν, νὰ σταματήσωμε τὸν διάλογο («μετὰ πρώτην καὶ δευτέραν νουθεσίαν παυσώμεθα»).
Μόνον ὅταν διαπιστώνουμε διάθεση μαθητείας («τοῖς τὴν ἀλήθειαν μαθεῖν βουλομένοις»), ἃς εἴμαστε ἀκούραστοι στὸ νὰ κάνουμε τὸ καλὸ ἀκατάπαυστα («το καλὸν ποιοῦντες, ἕως αἰῶνος μὴἐκκακῶμεν»).
Τί συμβαίνει λοιπὸν μὲ τοὺς «κακοπίστους» καὶ αἱρετικοὺς Παπικοὺς καὶ Προτεστάντες;
Ἔδειξαν μέχρι τώρα κάποια διάθεση μαθητείας καὶ ἀποδοχῆς τῆς ἀλήθειας τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως, στοὺς μέχρι τώρα γενομένους διαλόγους;
Καμμία ἀπολύτως. Ὄχι μόνο σημάδια ἐπιστροφῆς καὶ προσεγγίσεως πρὸς τὴν Ὀρθοδοξία δὲν διαπιστώθηκαν, ἀλλὰ τὸ ἀκριβῶς ἀντίθετο.
Μὲ κάθε τρόπο καὶ μέσον, θεμιτὸ καὶ ἀθέμιτο, μὲ τὴν διπλωματία, μὲ τὸν προσηλυτισμὸ καὶ τὴν Οὐνία, μὲ τὸ πρόσχημα τῆς ἀγάπης (διάλογος τῆς ἀγάπης), μὲ τὴν βία (σταυροφορίες, φραγκοκρατία, γενοκτονία τῶν Σέρβων τὸ 1941, βομβαρδισμοὶ στὴ Σερβία τὸ 1999 κ.λ.π.), καὶ μὲ τοὺς ἐπὶ αἰῶνες μέχρι τώρα γενομένους θεολογικοὺς διαλόγους, προσπάθησαν νὰ προσελκύσουν στὶς πλάνες τους τοὺς Ὀρθοδόξους μὲ σκοπὸ νὰἐξαφανίσουν, ἢ δυνατόν, τὴν Ὀρθοδοξία.
Παραθέτει ἐπίσης ὁ Παναγιώτατος μία φράση τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου: «Ὁ Θεὸς ἀεὶ μεθ’ ἠμῶν διαλέγεται». Δὲν διευκρινίζει ὅμως, ποῦ ὁ ἅγιος εἶπε αὐτὴ τὴν φράση, ὥστε ἀπὸ τὰ συμφραζόμενα νὰ προσδιορίσουμε τὸ πραγματικὸ νόημά της.
Περαίνοντες, υἱϊκῶς παρακαλοῦμεν τὸν Παναγιώτατον γιὰ ἀλλαγὴ πορείας πλεύσεως μὲ ἀμετάκλητη στροφὴ πρὸς τὴν ἁγιοπατερικὴ μας παράδοση, ἡ ὁποία θὰ ἐπισφραγισθῆ μὲ τὴν σύγκληση Πανορθοδόξου Συνόδου, ἡ ὁποία θὰ καταδικάσει τὴν αἵρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ.
Πράγμα τὸ ὁποῖον εὐχόμεθα ἀπὸ καρδίας!
Δύο ἱστορικῆς σημασίας ἐπιστολές, κατὰ τὴν ἐκτίμηση πολλῶν, ἔγραψε καὶ ἀπέστειλε ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Πειραιώς κ. Σεραφεὶμ στὸ πρόσφατο παρελθόν.
Ἐπιστολὲς, ποὺ προκάλεσαν πανελλήνια αἴσθηση καὶ εὐρύτατο σχολιασμὸ ἀπὸ πολλούς, κληρικοὺς καὶ λαϊκούς.
Ἡ πρώτη ἐγράφη τὸν παρελθόντα Μάϊο πρὸς τὸν ἀρχιεπίσκοπο Ἀθηνῶν καὶ πάσης Ἑλλάδος κ. Ἱερώνυμο Β΄ καὶ τὴν Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος μὲ θέμα τὴν παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, στὴν ὁποία ὁ Σεβασμιώτατος ἐπισημαίνει τὴν ἐπείγουσα ἀναγκαιότητα συγκλήσεως τοπικῆς Συνόδου γιὰ τὴν ἄμεση καταδίκη της καθὼς καὶ ὅσων τὴν προωθοῦν: «Διὰ τὸν λόγον αὐτόν, ἐκφράζοντες τὴν ἀγωνία μας, ἀπευθυνόμεθα πρός Σας,…ἰκετευτικῶς καὶ ταπεινῶς παροτρύνοντας καὶ προτείνοντας, ὅπως ἐμεῖς,…ἀναλάβωμεν τὰς εὐθύνας μας ἔναντι Αὐτοῦ καὶ τοῦ πιστοῦ λαοῦ Του καὶ ἀρθῶμεν στὸ ὕψος τῶν περιστάσεων καὶ συγκαλέσωμε Τοπικὴ Σύνοδο, ἡ ὁποία καθηκόντως ὀφείλει νὰ προχωρήσει στὴν ἐπίσημο συνοδικὴ καταδίκη της εἰρημένης κακοδοξίας καὶ δεινῆς αἱρέσεως».
Ἕνα θέμα καυτὸ, ἐπίκαιρο, φλέγον, πρώτης προτεραιότητος, τοῦ ὁποίου ἡ ἐπίλυση καὶ ἡ συνοδικὴ ἀντιμετώπιση, χρονίζει δυστυχῶς ἐδῶ καὶ ἑκατὸ χρόνια.
Ἕνα θέμα μεγίστης ἐπισκοπικῆς εὐθύνης, τὸ ὁποῖο θὰ ἔπρεπε νὰ εἶχε ἀπασχολήσει πρὸ πολλοῦ τούς ἱεράρχες μας, ἀφοῦ ἡ παναίρεση αὐτὴ ὁλοένα καὶ περισσότερο ἑξαπλοῦται ἐν εἴδει ἐπιδημικῆς νόσου, προξενοῦσα μεγίστη διάβρωση καὶ φθορὰ στὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας.
Ἕνα θέμα γιὰ τὸ ὁποῖο Πανορθόδοξα Συνέδρια καὶ Ἡμερίδες ἔχουν διοργανωθῆ, βιβλία καὶ φυλλάδια ἔχουν γραφῆ, ὅπως τὸ ἱστορικὸ κείμενο τῆς Συνάξεως Κληρικῶν καὶ Μοναχῶν «Ὁμολογία πίστεως κατὰ τοῦ Οἰκουμενισμοῦ», ἀποτειχίσεις μέρους τοῦ πιστοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ ἔχουν σημειωθῆ.
Ἕνα θέμα τὸ ὁποῖο, χάρις στὴν ἐπιστολὴ τοῦ Σεβασμιωτάτου, τίθεται πλέον ἐπισήμως σὲ ἐπίπεδο Ἱεραρχίας.
Ὡστόσο ἡ Ἱεραρχία μας, ὅπως ἦταν δυστυχῶς ἀναμενόμενο, σὲ πεῖσμα ὅλων των ἀνωτέρω, ἐξακολουθεῖ τὴν ἐκκωφαντικὴ σιωπή Της.
Οὔτε καὶ αὐτὴ ἀκόμη ἡ συγκλονιστικὴ στὸ περιεχόμενό της ἐπιστολὴ τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Πειραιώς ἴσχυσε δυστυχῶς νὰ ἐπιδράση στὸ νοῦ καὶ τὶς καρδιὲς τῆς πλειονότητος τῶν ἱεραρχῶν μας, προκειμένου νὰ πράξουν τὸ αὐτονόητο καθῆκον των.
Ἔχουν ἤδη παρέλθει ἕξι μῆνες ἀπὸ τῆς ἐκδόσεως τῆς ἐπιστολῆς καὶ ὁ ἅγιος Πειραιῶς οὐδεμία ἐπίσημη συνοδικὴ ἀπάντηση ἔλαβε μέχρι σήμερα.
Τὸ δὲ τραγικότερο εἶναι, ὅτι ἐλάχιστοι ἱεράρχες μέχρι σήμερα ἔσπευσαν νὰ ἐπιδοκιμάσουν δημοσίως καὶ νὰ ἐκφράσουν ἐπισήμως τὴν σύμφωνη γνώμη τους γιὰ τὴν ἀναγκαιότητα συγκλήσεως συνόδου.
Μὲ θλίψη καὶ ἀπογοήτευση πληροφορηθήκαμε, ὅτι τὸ θέμα αὐτὸ δὲν πρόκειται νὰ ἀπασχολήσει τὴν Ἱεραρχία κατὰ τὴν ἐτήσια τακτική της συνεδρία τοῦὈκτωβρίου.
Παραμερίζεται λοιπὸν τὸ καυτὸ καὶ φλέγον, τὸ κολοσσιαίων διαστάσεων, «τὸ ἐκρηκτικό, τὸ διαιρετικὸ τοῦ ποιμνίου, τὸ διαβρωτικό της Ὀρθοδόξου πίστεως καὶ ζωῆς» θέμα τῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, Διαχριστιανικοῦ καὶ Διαθρησκειακοῦ, τὴν ὁποία αἵρεση σύγχρονοι Πατέρες καὶ ἅγιοι Γέροντες, ὅπως ὁἅγιος Ἰουστίνος ὁ Πόποβιτς χαρακτήρισαν ὡς τὴν χειρότερη ἐκκλησιολογικὴ αἵρεση ὅλων των αἰώνων.
Ἄφατη θλίψη καὶ ὀδύνη, ἀλλὰ καὶ δικαία ὀργὴ καὶ ἀγανάκτηση συνέχουν τὶς καρδιὲς τοῦ πιστοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ.
Τί ἀπολογία θὰ δώσωμε στὸν Θεὸ ἐν ἡμέρα κρίσεως ἐνώπιον τοῦ φοβεροῦ βήματός Του γιὰ τὴν ἀδιαφορία, τὴν ἐγκληματική μας ἀμέλεια; Γιὰ τὸν βαρύτατο σκανδαλισμὸ τῶν πιστῶν;
Γιὰ τὴν καταπάτηση τῶν Ἱερῶν Κανόνων, ὅπως τοῦ 37ου Ἀποστολικοῦ, ὁ ὁποῖος ὁρίζει: «Δεύτερον τοῦ ἔτους Σύνοδος γινέσθω τῶν ἐπισκόπων καὶ ἀνακρινέτωσαν ἀλλήλως τὰ δόγματα τῆς εὐσεβείας καὶ τὰς ἐμπιπτούσας ἐκκλησιαστικάς ἀντιλογίας διαλυέτωσαν…» .
Τί ἀπολογία θὰ δώσωμε γιὰ τὴν ἔνοχη σιωπή μας, τὴν ὁποία μάλιστα ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς χαρακτηρίζει ὡς τρίτο εἶδος ἀθεΐας; «τρίτον δὲ ἐστὶν εἶδος οὗ πόρρω τῆς ἀνωτέρω πονηρᾶς ξυνωρίδος, τὸ παραιτεῖσθαι τί λέγειν τῶν δεδογμένων περὶ Θεοῦ».
***
Καὶ ἐρχόμεθα στὴν δεύτερη ἐπιστολὴ τοῦ Σεβασμιωτάτου πρὸς τὸν Παναγιώτατον Οἰκουμενικὸ Πατριάρχη κ. Βαρθολομαῖο.
Μιὰ βαρυσήμαντη ἐκτενέστατη ἐπιστολὴἀντι-οἰκουμενιστικοὺ χαρακτῆρος, στὴν ὁποία τὰ θιγόμενα θέματα, βαθείαν ἐσωτερικὴν σχέσιν ἔχοντα μεταξύ των, παραπέμπουν ὅλα σὲ ἕνα κοινὸ παρονομαστή, τὴν παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ.
Στὴν ἐπιστολὴ αὐτὴ ὁ Σεβασμιώτατος, σὲ καιροὺς πνευματικῆς ἀφασίας καὶ ἐπισκοπικῆς ἀδρανείας, πρώτον μὲν ἐπισημαίνει «ἀδήριτη τὴν ἀνάγκη συγκλήσεως Πανορθοδόξου Συνόδου μὲ τὴν συμμετοχὴἁπάντων των Ὀρθοδόξων Πατριαρχῶν, Ἀρχιεπισκόπων, Μητροπολιτῶν καὶ Ἐπισκόπων καὶ λαϊκῶν θεολόγων, ἡὁποία θὰ ἔχει μέγα χρέος καὶ πρώτιστο καθῆκον νὰ καταδικάσει τὴν παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ὑπὸ τὸ φῶς τῆς Ἁγιογραφικῆς, Ἁγιοπατερικῆς καὶ Ἱεροκανονικὴς διδαχῆς καὶ παραδόσεως…».
Στὴ συνέχεια, σχολιάζων τὰ πραχθέντα καὶ λεχθέντα τοῦ Παναγιωτάτου στὸ Μιλάνο καὶ στὴν Κωνσταντινούπολη μὲ ἀφορμὴ τὸν ἑορτασμὸ τῶν 1700 ἐτῶν ἀπὸ τὴν ὑπογραφὴ τοῦ«Διατάγματος τῶν Μεδιολάνων», καθὼς καὶ τὴν ἐπακολουθήσασα ἐπίσκεψή του στὴν Τσεχία καὶ Σλοβακία, ἀφ’ ἑνὸς μὲν θέτει ὁρισμένα καυτὰ ἐρωτήματα πρὸς Αὐτόν, καὶ ἀφ’ ἑτέρου καταλογίζει σ’ Αὐτὸν εὐθύνες γιὰ λόγους καὶ πράξεις του.
Παραθέτουμε ὁρισμένα χαρακτηριστικὰ ἀποσπάσματα τῆς ἐπιστολῆς: «Εἶναι πασιφανές, ὅπως προκύπτει ἀπὸ τὶς ὁμιλίες, ποῦἐκφώνησε ἡ Ὑμετέρα Παναγιότης στὸ Μιλάνο, ὅτι διδάσκετε καινοφανῆ, πρωτοφανῆ καὶ οἰκουμενιστικὴ ἐκκλησιολογία, ἡὁποία, βεβαίως, τυγχάνει ἀλλοτρία καὶ ξένη πρὸς τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησιολογία.
Ἀποδέχεσθε τὶς κακόδοξες οἰκουμενιστικὲς θεωρίες περὶ “ἀδελφῶν Ἐκκλησιῶν” καὶ “δύο πνευμόνων”. Ἀναγνωρίζετε τὶς αἱρετικὲς παρασυναγωγὲς τοῦ Παπισμοῦ καὶ τοῦ Προτεσταντισμοῦ (Λουθηρανοί, Μεταρρυθμισμένοι) ὡς “Ἐκκλησίες” ἰσότιμες καὶ ἰσάξιες της Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.
Ἀναγνωρίζετε τὸν αἱρεσιάρχη Πάπα, τοὺς Καρδιναλίους, τοὺς Πάστορες σὰν νὰ ἔχουν ἔγκυρη ἱερωσύνη, μυστήρια καὶἀποστολικὴ διαδοχή. Χρησιμοποιεῖτε ὁμοειδῆ θεολογία καὶ γιὰ τοὺς ἀλλοθρήσκους (Μουσουλμάνους, Ραββίνους).
Γιά Σάς, Παναγιώτατε, ὅλες οἱ παραπάνω αἱρέσεις μαζὶ μὲ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἀποτελοῦν ἤδη τὴ “Μία Ἐκκλησία”, ἡ ὁποία ὅμως, στὸν παρόντα καιρὸ εἶναι διηρημένη καὶ προχωρᾶ πρὸς τὴν ἑνότητά της».
«…Ἐπὶ τῶν ἀνωτέρω ἀπαραδέκτων ἐξ ἐπόψεως θεολογικῆς, δογματικῆς καὶ ἐκκλησιολογικὴς δηλώσεων Ὑμῶν, Παναγιώτατε Δέσποτα, ἐπισημαίνομεν ὅτι σφάλλετε».
«…Μετὰ ταῦτα, ἐρωτοῦμεν Ὑμᾶς, Παναγιώτατε Δέσποτα: Πῶς χρησιμοποιεῖτε τὸν ὄρο “ἀδελφὲς ἐκκλησίες”, ὅταν αὐτὸς εἶναι ἁγιοπατερικῶς ἀμάρτυρος καὶ μάλιστα πανορθοδόξως ἔχει ἀπορριφθεῖ καὶ ἀκυρωθεῖ; Διατὶ κάνετε ἐπιλεκτικὴ χρήση τῶν πανορθοδόξων ἀποφάσεων;».
«Ἀναγνωρίζετε, Παναγιώτατε Δέσποτα, τὸν Παπισμὸὡς “Ἐκκλησία;” Εἶναι, ὅμως, “ἐκκλησία” ἢ αἵρεσις; Πλῆθος Ὀρθοδόξων Συνόδων ἔχουν καταδικάσει τὸν Παπισμὸ ὡς αἵρεση…».
«Ἀναγνωρίζετε, Παναγιώτατε Δέσποτα καὶ τὸν Προτεσταντισμὸ ὡς “Ἐκκλησία”. «Ὡς φυσικὸς ἀπότοκος τῆς ἀναγνωρίσεως τῶν αἱρέσεων ὡς “Ἐκκλησιῶν” ἐκ μέρους Ὑμῶν, Παναγιώτατε Δέσποτα, ἀκολουθεῖ ἡ ἀναγνώριση ἐγκυρότητος τοῦ βαπτίσματος, τῆς ἱερωσύνης καὶ τῶν μυστηρίων τους».
«Εἶναι φανερὸ πλέον, Παναγιώτατε Δέσποτα, ὅτι διαχέετε τὸ πνεῦμα τοῦ συγχρόνου διαχριστιανικοῦ Οἰκουμενισμοῦ, γι’αὐτὸ καὶ δέχεσθε, ὀνομάζετε καὶ ἀναγνωρίζετε τὶς αἱρέσεις ὡς “Ἐκκλησίες”, ἐρχόμενος σὲ πλήρη ἀντίθεση καὶἀντίφαση μὲ τὴν διαχρονικὴ παράδοση τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας».
«Ταπεινῶς ἐρωτῶμεν, Παναγιώτατε Δέσποτα: Διατί, ἐνῶ ἀποδίδετε τίτλους ἐκκλησιαστικότητος στοὺς πρόδηλα κακοδόξους αἱρετικούς, δὲν προβαίνετε στὴν μαζί τους διαμυστηριακὴ κοινωνία;» «…προσπαθεῖτε νὰ στηρίξετε τὴν παναίρεση τοῦ συγκρητιστικοῦ διαχριστιανικοῦ καὶ διαθρησκειακοὺ Οἰκουμενισμοῦ,βασιζόμενος στὴν ἀνεξιθρησκεία τοῦ Διατάγματος, τὸ ὁποῖο, ὅμως, δὲν ἔχει καμμία σχέση μὲ ὅσα σήμερα τεκταίνονται στὸ χῶρο τοῦ διαθρησκειακοῦ καὶ διαχριστιανικοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ὁ ὁποῖος δὲν προβάλλει τὴν μοναδικότητα τοῦ Εὐαγγελίου, δὲν εὐνοεῖ τὸ Χριστιανισμό, ὅπως τὸν εὐνόησε τὸ “Διάταγμα τῶν Μεδιολάνων” καὶ ἡ μετέπειτα ἰσαπόστολη δράση τοῦ Μ. Κωνσταντίνου».
«Εἶναι ἡλίου φαεινότερον, Παναγιώτατε Δέσποτα, ὅτι Ὑμεῖς, ἐκφράζετε καὶ υἱοθετεῖτε τὴ θεωρία περὶ “διηρημένης Ἐκκλησίας”, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία, ἡ Ἐκκλησία εἶναι διηρημένη σὲ ἐπὶ μέρους “ἐκκλησίες” (ὄχι τοπικές, ἀλλ’ ὁμολογιακὲς- δογματικές, βλ. τὸ κείμενο τοῦ Porto Alegre) καὶ χρήζει ἑνώσεως. Ἡ τοιαύτη θεώρησις τοῦ θεσμοῦ τῆς Ἐκκλησίας εἶναι πέραν πάσης σοβαρῆς, ἔστω βασικῆς, κατανοήσεως τῆς ὀρθοδόξου ἐκκλησιολογίας».
Παρῆλθον ἤδη 4 μῆνες ἀπὸ τῆς δημοσιεύσεως τῆς ἐπιστολῆς καὶ ὁ Σεβασμιώτατος, ὅπως ἦταν ἀναμενόμενον, οὐδεμία ἀπάντηση ἔλαβε ἀπὸ τὸν Παναγιώτατον.
Πῶς ὅμως ἐξηγεῖται νὰ μὴν δέχεται διάλογο ὁ Παναγιώτατος μὲ τοὺς ἐντός της Ἐκκλησίας ὁμοδόξους, καθ’ ὃν χρόνον ἐμφανίζεται ὁ κατ’ ἐξοχὴν θιασώτης καὶ ὑπέρμαχος τῶν διαλόγων μὲ τοὺς ἑτεροδόξους, παρὰ τὸ γεγονὸς μάλιστα ὅτι οἱ τελευταῖοι ἔχουν ἀποτελματωθῆ καὶ χρεοκοπήσει;
Ἀντὶ ἄλλης ἀπαντήσεως περιορίστηκε νὰ κάνη μιὰ σύντομη ἀναφορὰ στὸ θέμα τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καὶ τῶν διαλόγων, στὸν χαιρετισμό, τὸν ὁποῖον ἀπηύθυνε πρὸς τὸν Μακαριώτατον Πατριάρχη Βουλγαρίας κ. Νεόφυτον, κατὰ τὴν εἰρηνικὴ ἐπίσκεψή του στὸ Φανάρι στίς 20-9-2013.
Στὶς δηλώσεις του προσπαθεῖ νὰ ἀπορρίψει, ἀνεπιτυχῶς βέβαια, τὴν κατηγορία, ὅτι κατέχεται ἀπὸ οἰκουμενιστικὲς ἀντιλήψεις.
Λέγει ἐπὶ λέξει: «…Διὰ τῆς τακτικῆς ταύτης δὲν προδίδομεν τὴν Ὀρθοδοξίαν, ὡς κατηγορούμεθα, οὔτε ὑποστηρίζομεν οἰκουμενιστικάς ἀντιλήψεις, ἀλλὰ κηρύσσομεν πρὸς τοὺς ἑτεροδόξους καὶ πρὸς πάντας τὴν Ὀρθόδοξον ἀλήθειαν».
Ὡστόσο ἡ διπλωματικοῦ χαρακτῆρος αὐτὴ ἀόριστη δήλωση κανέναν δὲν πείθει πλέον. Ἀκριβῶς τὸ ἀντίθετο συμβαίνει.
Ὑπάρχει ἕνα μπαρὰζ λόγων καὶ πράξεων στὴν ἐπὶ 22 χρόνια πατριαρχική Του πρωθιεραρχία, ποὺ ἐπιβεβαιώνει τὴν ἀλήθεια αὐτή.
Εἰλικρινὰ θὰ θέλαμε πολύ, νὰ πιστεύσωμε στὴ διακήρυξή Του αὐτή.
Ἀναγνωρίζοντας ἐκκλησιαστικὴ ὑπόσταση καὶ ἀποστολικὴ διαδοχὴ στὶς αἱρετικὲς προτεσταντικὲς καὶ παπικὲς κοινότητες, ἀποκαλώντας αὐτὲς «ἀδελφὲς ἐκκλησίες», κηρύσσει «πρὸς πάντας τὴν Ὀρθόδοξον ἀλήθειαν;».
Ὅταν συμπροσεύχεται μὲ αἱρετικούς, ἀλλοθρήσκους, μάγους καὶ εἰδωλολάτρες μπροστά σε ὁμοίωμά της ... «θεᾶς» Γαίας στὴ Γροιλανδία, κηρύσσει «πρὸς πάντας τὴν Ὀρθόδοξον ἀλήθειαν;».
Ὅταν προσφέρει τὸ Κοράνιο, τὸ ὁποῖο μάλιστα χαρακτηρίζει ὡς «ἅγιο», ὡς δῶρο στὸν πρόεδρο τῆς Κόκα Κόλα κ. Μουχτάρ, ἀντὶἉγίας Γραφῆς, κηρύσσει «πρὸς πάντας τὴν Ὀρθόδοξον ἀλήθειαν;».
Ὅταν χαρακτηρίζει τοὺς ἁγίους Πατέρες ὡς «κληροδοτήσαντες εἰς ἠμᾶς τὴν διάσπασιν» καὶ ὡς «θύματα τοῦ ἀρχεκάκου ὄφεως» κηρύσσει «πρὸς πάντας τὴν Ὀρθόδοξον ἀλήθειαν;».
Ὅταν ὑποδέχεται τὸν αἱρεσιάρχη τῆς Ρώμης Πάπα Βενέδικτο τὸν 16ο στὸ Φανάρι τὸ 2006 μὲ κωδωνοκρουσίες, θυμιατίσματα, ἀσπασμούς, λειτουργικὲς δεήσεις καὶ αἰτήσεις ὑπὲρ αὐτοῦ, «εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος», πολυχρόνια, κοινὴ εὐλογία, δῶρα, ἀπαγγελία τοῦ «Πιστεύω» καὶ τοῦ «Πάτερ ἠμῶν», κηρύσσει «πρὸς πάντας τὴν Ὀρθόδοξον ἀλήθειαν;».
Ὅταν ἰσχυρίζεται, ὅτι «ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία δὲν ἐπιδιώκει νὰ πείση τοὺς ἄλλους περὶ συγκεκριμένης τινὸς ἀντιλήψεως τῆς ἀληθείας ἢ τῆς ἀποκαλύψεως, οὔτε ἐπιδιώκει νὰ τοὺς μεταστρέψει εἰς συγκεκριμένον τινὰ τρόπον σκέψεως», κηρύσσει «πρὸς πάντας τὴν Ὀρθόδοξον ἀλήθειαν;».
Ὅταν διακηρύσσει, ὅτι «…Ρωμαιοκαθολικοὶ καὶ Ὀρθόδοξοι, Προτεστάντες καὶ Ἑβραῖοι, Μουσουλμάνοι καὶἸ νδοί, Βουδιστὲς καὶ Κομφουκιανοί, ἦλθε ὁ καιρὸς ὄχι ἁπλῶς γιὰ προσέγγιση, ἀλλὰ γιὰ μιὰ συμμαχία καὶ συλλογικὴ προσπάθεια πρὸς τὸν σκοπὸν τῆς καθοδηγήσεως τοῦ κόσμου, μακράν των ψευδοπροφητῶν τοῦ ἐξτρεμισμοῦ καὶ τῆς μισαλλοδοξίας», κηρύσσει «πρὸς πάντας τὴν Ὀρθόδοξον ἀλήθειαν;».
Δὲν εἶναι δυνατὸν βέβαια νὰ ἀπαριθμηθοῦν ὅλα αὐτὰ (λόγοι καὶ ἔργα) ἕνα πρὸς ἕνα, στὰ πλαίσια ἑνὸς ἄρθρου, τὰὁποῖα ὡστόσο κατὰ καιροὺς ἔχουν ἐπισημανθῆ καὶ δημοσιευθῆ μὲ ἄρθρα καὶ μελέτες στὸν ἔντυπο καὶ ἠλεκτρονικὸ τύπο.
Τέτοιου εἴδους διπλωματικοὶ ἑλιγμοὶ δὲν ὀφελοῦν, διότι ὁ πιστὸς λαὸς τοῦ Θεοῦ ἔχει πρὸ πολλοῦ ἀφυπνιστῆ καὶ εὐαισθητοποιηθῆ ἀπέναντι στὴν φοβερὴ αὐτὴ αἵρεση.
Ματαίως ἐπίσης προσπαθεῖ νὰ πείσει τὸν πιστὸ λαὸ τοῦ Θεοῦ, ὅτι οἱ Διαχριστιανικοὶ Διάλογοι δῆθεν «δὲν ἀποσκοποῦν, ὡς ἐγράφη καὶ ἐν Βουλγαρία καὶ ἀλλαχοῦ, εἰς τὴν δημιουργίαν ἑνὸς κοινῶς ἀποδεκτοῦ “συνονθυλεύματος” δοξασιῶν.
Δηλαδή, δὲν ἐπιδιώκεται διὰ τῆς λεγομένης οἰκουμενικῆς κινήσεως ἡ ἀποδοχὴ μιᾶς “χριστιανικῆς συγκρητιστικῆς ὁμολογίας”, ἀλλὰ ἡ ἐμβάθυνσις εἰς τὴν Χριστιανικὴν Ὀρθόδοξον πίστιν καὶ εἰς τὴν κοινωνικὴν συνεργασίαν τῶν ἐπικαλουμένων τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ».
Τὰ συμφωνηθέντα στὸ Balamand τοῦ Λιβάνου τὸ 1993 καὶ στὸ Πόρτο Ἀλέγκρε της Βραζιλίας τὸ 2006, γιὰ νὰ περιοριστούμε μόνον σ’ αὐτά, ἐπιβεβαιώνουν τὸν ἰσχυρισμὸ Του αὐτὸν ἢ μαρτυροῦν τὸ ἀντίθετο;
Στὴν προσπάθειά Του νὰ δικαιώσει τοὺς Διαλόγους ὁ Παναγιώτατος ἐπιχειρεῖ νὰ τοὺς θεμελιώσει πατερικῶς, ἐπικαλούμενος τοὺς ἁγίους Ἰωάννην τῆς Κλίμακος καὶ Ἰωάννην τὸν Χρυσόστομον.
Λέγει ὁ πρῶτος ἐξ’ αὐτῶν: «Ἐν τοῖς μὲν κακοθελῶς ἠμὶν μαχομένοις ἀπίστοις, ἢ κακοπίστοις, μετὰ πρώτην καὶ δευτέραν νουθεσίαν παυσώμεθα.
Ἐν δὲ τοῖς τὴν ἀλήθειαν μαθεῖν βουλομένοις, τὸ καλὸν ποιοῦντες, ἕως αἰῶνος μὴ ἐκκακῶμεν. Πλήν, καὶ πρὸς στηριγμὸν ἠμῶν τῆς καρδίας ἐν ἀμφοτέροις χρησώμεθα» (Κλίμαξ, Λόγος ΚΣΤ΄, περὶ διακρίσεως, 2,11).
Ἐδῶ ὁ ἅγιος οὐδόλως δογματίζει ἀτέρμονες διαλόγους μὲ τοὺς αἱρετικούς. Ἀπεναντίας σαφέστατα διευκρινίζει τοὺς ὅρους καὶ τὶς προϋποθέσεις τοῦ διαλόγου, ἐρχόμενος σὲ πλήρη συμφωνία μὲ τὴν παραγγελία τοῦ Ἀποστόλου Παύλου στὴν πρὸς Τίτον ἐπιστολὴ του (Τίτ.3,10).
Ὅταν εὐρισκόμεθα πρὸ αἱρετικῶν καὶ ἀθέων («ἀπίστοις ἢ κακοπίστοις»), οἱὁποῖοι δὲν ἔχουν τὴν καλὴ διάθεση καὶ θέληση («κακοθελῶς»), νὰ γνωρίσουν τὴν ἀλήθεια τῆς Ὀρθοδοξίας, ἀλλὰ ἀντίθετα μάλιστα ἐναντιώνονται μὲ πεῖσμα («μαχομένοις ἠμὶν») καὶ ἐπιμένουν στὴν πλάνη τους, τότε ὀφείλομε μετὰἀπὸ μία πρώτην καὶ δευτέραν νουθεσίαν, νὰ σταματήσωμε τὸν διάλογο («μετὰ πρώτην καὶ δευτέραν νουθεσίαν παυσώμεθα»).
Μόνον ὅταν διαπιστώνουμε διάθεση μαθητείας («τοῖς τὴν ἀλήθειαν μαθεῖν βουλομένοις»), ἃς εἴμαστε ἀκούραστοι στὸ νὰ κάνουμε τὸ καλὸ ἀκατάπαυστα («το καλὸν ποιοῦντες, ἕως αἰῶνος μὴἐκκακῶμεν»).
Τί συμβαίνει λοιπὸν μὲ τοὺς «κακοπίστους» καὶ αἱρετικοὺς Παπικοὺς καὶ Προτεστάντες;
Ἔδειξαν μέχρι τώρα κάποια διάθεση μαθητείας καὶ ἀποδοχῆς τῆς ἀλήθειας τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως, στοὺς μέχρι τώρα γενομένους διαλόγους;
Καμμία ἀπολύτως. Ὄχι μόνο σημάδια ἐπιστροφῆς καὶ προσεγγίσεως πρὸς τὴν Ὀρθοδοξία δὲν διαπιστώθηκαν, ἀλλὰ τὸ ἀκριβῶς ἀντίθετο.
Μὲ κάθε τρόπο καὶ μέσον, θεμιτὸ καὶ ἀθέμιτο, μὲ τὴν διπλωματία, μὲ τὸν προσηλυτισμὸ καὶ τὴν Οὐνία, μὲ τὸ πρόσχημα τῆς ἀγάπης (διάλογος τῆς ἀγάπης), μὲ τὴν βία (σταυροφορίες, φραγκοκρατία, γενοκτονία τῶν Σέρβων τὸ 1941, βομβαρδισμοὶ στὴ Σερβία τὸ 1999 κ.λ.π.), καὶ μὲ τοὺς ἐπὶ αἰῶνες μέχρι τώρα γενομένους θεολογικοὺς διαλόγους, προσπάθησαν νὰ προσελκύσουν στὶς πλάνες τους τοὺς Ὀρθοδόξους μὲ σκοπὸ νὰἐξαφανίσουν, ἢ δυνατόν, τὴν Ὀρθοδοξία.
Παραθέτει ἐπίσης ὁ Παναγιώτατος μία φράση τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου: «Ὁ Θεὸς ἀεὶ μεθ’ ἠμῶν διαλέγεται». Δὲν διευκρινίζει ὅμως, ποῦ ὁ ἅγιος εἶπε αὐτὴ τὴν φράση, ὥστε ἀπὸ τὰ συμφραζόμενα νὰ προσδιορίσουμε τὸ πραγματικὸ νόημά της.
Περαίνοντες, υἱϊκῶς παρακαλοῦμεν τὸν Παναγιώτατον γιὰ ἀλλαγὴ πορείας πλεύσεως μὲ ἀμετάκλητη στροφὴ πρὸς τὴν ἁγιοπατερικὴ μας παράδοση, ἡ ὁποία θὰ ἐπισφραγισθῆ μὲ τὴν σύγκληση Πανορθοδόξου Συνόδου, ἡ ὁποία θὰ καταδικάσει τὴν αἵρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ.
Πράγμα τὸ ὁποῖον εὐχόμεθα ἀπὸ καρδίας!