Απ’ όλες τις διηγήσεις των παλαιών γερόντων, που κατά
καιρούς έχω ακούσει, την πιο όμορφη και την πιο συγκινητική θεωρώ πως την άκουσα από τον μπάρμπα-Θανάση Παπαντώνη, τον, για πολλά χρόνια, ψάλτη της εκκλησίας μας.
Την άκουσα το Μεγάλο Σαββατο του έτους 1970, μέσα στο σπιτοκάλυβό του, που βρισκόταν στον κάτω μαχαλά του χωριού μας.
Είχε τελειώσει, θυμάμαι, η θεία λειτουργία με την πρώτη Ανάσταση. Εγώ, φεύγοντας από την εκκλησία, ακολούθησα τον μπάρμπα-Θανάση στο σπίτι του. Με αγαπούσε ο γέροντας και η αγάπη του με τραβούσε κοντά του και, όπως μου ‘λεγε, με προετοίμαζε για διάδοχό του στο αναλόγιο.
Όταν φθάσαμε στο σπίτι, καθίσαμε κοντά στο αναμμένο τζάκι. Η θεια Θανάσαινα, αφού με καλωσόρισε, έσπευσε να γεμίσει τη χούφτα μου με ξερά σύκα, καρύδια και σταφίδες.
«Σήμερα παιδί μου», μου είπε, «έχουμε αυστηρή νηστεία, γι’ αυτό σου δίνω, να φας, ξηρούς καρπούς. Αύριο, που θα είναι Λαμπρή, έλα να σε κεράσω κόκκινο αυγό και γλυκιά καρυδόπαστα που έφτιαξα για τη γιορτή».
Την ώρα που η θεια Θανάσαινα μου έλεγε αυτά, είδα τον μπάρμπα-Θανάση να κουνάει δακρυσμένος το κεφάλι του και αυθόρμητα τον ερώτησα: «Τι συμβαίνει μπάρμπα, γιατί κλαις;»
«Αχ, Δημήτρη μου, (αυτό ήταν το κοσμικό μου όνομα) μου είπε, μέρα που είναι σήμερα, ο νους μου πήγε στους παλιότερους χωριανούς μας που έζησαν εδώ στον τόπο μας και που τώρα αναπαύονται κάτω στο κοιμητήριο του χωριού. Ήταν άλλοι άνθρωποι αυτοί, παιδί μου, δεν τούς φτάνουμε εμείς στην πίστη και στην αγιότητα. Αυτοί, χωρίς αμφιβολία, μιλούσαν με τον Θεό και τούς αγίους Του.
Θυμάμαι, σαν απόψε, Μεγάλο Σάββατο, κάτι θαυμαστό που συνέβη εδώ στον διπλανό συνοικισμό. Όταν χτύπησε η καμπάνα της εκκλησιάς, για την Ανάσταση, όλο το χωριό, κατά οικογένειες, ξεκίνησε για την εκκλησιά.
Μαζί τους ανέβαιναν και ο γερο-Γεωργακός, ο τσέλιγκας, με τη φαμελιά του. Μολις πέρασαν τη μεγάλη ανηφόρα, άκουσαν, μέσα στην ησυχία της νύχτας, πέρα στα μαντριά του Γεωργακού, μεγάλο θόρυβο.