Γράφει ο Δημήτρης Νατσιός. Δάσκαλος-Κιλκίς.
«Αν υβρίσεις την μάνα μου και τον πατέρα μου σε συγχωρώ,
αν βλαστημήσεις την Παναγία και τον Χριστό, δεν έχω μάτια να σε δω»
Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός
Αποτυχημένοι διανοούμενοι, πανεπιστημιακοί με προσόντα ακρίδας, εκκλησιομάχοι, καντιποτένιοι νεοσταλινικοί, ημιμαθείς, μετατρέπουν την πατρίδα σε «ράκος ασθμαίνον», σε ρημαδιό. Άνοιξαν τις φυλακές-ο νόμος του απίθανου αυτού τύπου Παρασκευόπουλου-και αμόλησαν στυγερούς εγκληματίες για να συνεχίσουν το έργο τους, τις ανομίες τους.
Ο Κουφοντίνας, τρισάθλιο υποκείμενο, δολοφόνος αμετανόητος, λες και υπηρετούσε την θητεία του σε στρατόπεδο νεοσυλλέκτων, έπαιρνε άδειες και προκλητικά, σεργιανούσε για ψώνια στην αγορά της Αθήνας. (Και ο γιος του, το ζαγάρ’, «να βγάζει την γλώσσα» στους διαφωνούντες ή να ελεεινολογεί και να ειρωνεύεται όσους συμμετείχαν στα εθνικά συλλαλητήρια κατά της προδοσίας της Μακεδονίας μας).
Τώρα ετοιμάζονται να καταργήσουν τα άρθρα του Ποινικού Κώδικα που αφορούν στην κακόβουλη βλασφημία, στην καθύβριση θρησκευμάτων και στην περιύβριση των νεκρών. Και ποια «θεία» βλασφημούνται στην πατρίδα μας; Το όνομα του Χριστού και της Παναγίας μας. Ούτε ο Μωάμεθ ούτε ο Βούδας βλασφημούνται. Και τι θα συμβεί; «Χαύνοι ορνεοκέφαλοι (θα) βυσσοδομούν. Σκυλοκοίτες και νεκρόσιτοι κι ερεβομανείς (θα) κοπροκρατούν το μέλλον». (Ελύτης, Το Άξιον εστί). Όλα τα κατακάθια και τα δυσώδη περιθώρια του τόπου, ελεύθεροι πλέον, θα βλασφημούν τα όσια και τα ιερά μας. Ούτε «φύλλο συκής» πλέον δεν κρατούν οι εχθροί του σταυρού «ων ο Θεός η κοιλία». Η Ελλάδα μας, αν συνεχιστεί αυτό το κακό, οδηγείται σε ιστορική ευθανασία.
Ξεκίνησε με ένα άγιο Κυβερνήτη, που την ανέστησε, που πίστευε πως «…αν η παρούσα γενεά δεν ενδυναμωθεί από ανθρώπους μορφωμένους εν καλή διδασκαλία και μάλιστα προς τον κανόνα της αγίας ημών πίστεως και των ηθών μας, θα είναι δυσοίωνο το μέλλον της και η διακυβέρνησίς της αδύνατη». (Ι. Καποδίστρια, Κείμενα, «ΟΕΔΒ», σελ. 75). Η Ελλάδα μας, η οποία, διά στόματος του στρατηγού Μακρυγιάννη, ομολογούσε ότι « τον Χριστόν φοβόμαστε και αυτείνη η θρησκεία μας λευτέρωσεν και βγήκαμε εις την κοινωνίαν του κόσμου», αυτή η Ελλάδα κατασπαράσσεται, οδηγείται στον τάφο από τα απολειφάδια του μαρξισμού, από τσιράκια του διαβόλου. Ποιοι; Εμείς οι Έλληνες, πάλε ποτέ λαός αρχοντικός, «διδάσκαλος της ανθρωπότητος, κατά θείαν πρόνοιαν» (άγιος Νεκτάριος), xλεύη της Οικουμένης και παλιόψαθα των εθνών. Κατήργησαν τον Εθνικό Ύμνο στο δημοτικό σχολείο, μετέτρεψαν την γιορτή των Τριών Ιεραρχών, σε αργία, «λέρωσαν» το μάθημα των Θρησκευτικών το οποίο κατάντησε προπαγάνδα της πανθρησκείας, πρόδωσαν την Μακεδονία, ξηλώνουν από την Ιστορία το Εικοσιένα και τον Μακεδονικό Αγώνα, τι έμεινε για να θυμίζει ότι τούτος ο τόπος είναι των Ελλήνων; Μαγαρίζουν την Παράδοσή μας και και μένουμε με τα μνημόνια και την ανικανότητά τους. Όλων…
Και όμως δεν πέρασαν πολλά χρόνια που ο λαός μας είχε σέβας. Που θεωρούσε αδιανόητη την βλασφημία. Θα αναφερθώ σε δυο επεισόδια από την πρόσφατη Ιστορία μας, που παραπέμπουν στην αδυσώπητη φράση του Σεφέρη «να νοσταλγείς τον τόπο σου, ζώντας στον τόπο σου, τίποτε δεν είναι πιο πικρό». Και τόπος είναι οι άνθρωποι, που κάποτε μοσχοβολούσαν σαν το Τίμιο Ξύλο και τώρα γεμίσαμε δίποδες αναθυμιάσεις. Το πρώτο είναι από το ιστορικό βιβλίο του Χρήστου Σαμουηλίδη, Κιλκισσιώτη συγγραφέα, «το χρονικό του Καρς», στο οποίο περιγράφει τα πάθια, τους καημούς και τις σφαγές των Ελλήνων του Καυκάσου και την μετεγκατάστασής τους στην Ελλάδα, όσων γλύτωσαν από τον αιμοσταγή Κεμάλ.
Η σκηνή είναι από τον ερχομό των πλοίων για το «νόστιμον ήμαρ». «Εκείνη την στιγμή κατέφθασαν στο λιμάνι και δυο άνδρες του κλιμακίου της Μίσιας (=η ελληνική αποστολή που θα μετέφερε τους πρόσφυγες στην πατρίδα). Ο ένας βλέποντας την κατάσταση εκνευρίστηκε τόσο πολύ ώστε άρχισε να βρίζει Χριστούς και Παναγίες. Μόλις τον άκουσαν οι πρόσφυγες που δεν ήταν συνηθισμένοι ούτε να λένε ούτε να ακούνε παρόμοιες βρισιές, έγιναν έξαλλοι και στράφηκαν εναντίον του υβριστή, παρ’ όλο που είδαν ότι ήταν υπερασπιστής τους. Τον άρπαξαν και άρχισαν να τον δέρνουν άγρια». (σελ. 249).
Οι αγαθοί εκείνοι Ρωμιοί, τι έκαναν; Εφάρμοσαν την εντολή του αγίου Χρυσοστόμου: «Καν ακούσης τινός έν αμφόδω (=σε δρόμο) ή εν αγορά βλασφημούντος τον Θεόν…ράπισον αυτού την όψιν, σύντριψον το στόμα.. αγίασον σου την χείρα» (προς Ανδριάντας, α΄ ).
Το δεύτερο:
«Στον επικό πόλεμο του 1940 ό ελληνι κός στρατός διακρινόταν για τη ν ευσέβειά του. Στο μέτωπο η βλα σφημία είχε καταργηθεί από του ς ίδιους τους στρατιώτες μας, που αγωνί ζονταν με δυνατή πίστη στον Θε ό καικάτω από τη σκέπη της Υπεραγίας Θεο τόκου. Δυστυχώς υπήρχαν και οι θλιβερές εξαιρέσεις. Το πιο κ άτω περιστατικό αποτελεί φοβερ ό δείγμαπαραδειγματικής τιμωρ ίας ενός βλάσφημου. Το διηγείτ αι ως αυτόπτηςμάρτυρας ο μακαριστός αρχιμανδρίτης Χαράλ αμπος Δ. Βασιλόπουλος, που τότ ε υπηρετούσε ως λοχίας του τά γματος των ευζώνων».
«Ήταν η 27η Δεκεμβρίου 1940, τ ότε που οι “Έλληνες αγωνίζοντα ν τονενδοξότερο αγώνα της πατρί δας. Η μάχη εμαίνετο στο Τεπελ ένι. Μεταγωγικά μετέφεραν πυρο μαχικά στους μαχόμενους. Καθ‘ όδόν συ ναντούν τραυματία με τραύμα σ την κνήμη. “Κουράγιο, συνάδελφε, του λένε. Θα γυρίσουμε και θα σε π άρουμε”. Εκείνος βλασφήμησε τ ό όνοματης Παναγίας. Στό άκουσμα της βλασφημίας έφριξαν οι στρα τιώτες, διότιεκεί η βλασφημία είχε κοπεί εντελώς. “Συνάδελφε, του λένε, μηβλασφη μείς! Πες “Παναγία βόηθα“. Aλ λά εκείνος εξακολούθησε ναβλασφημεί συνεχώς.
Όταν επέστρεψαν, τον βρήκαν πεθαμένο. Λυπήθηκαν κατάκαρδα για τηνψυχή του, διότι έφυγε μ ε αυτόν τον αμετανόητο τρόπο. Επειδή δενυπήρχε ιερέας στο σύνταγμα, έσκαψαν πρόχειρα με τις ξιφολ όγχες τουςκαι τον έθαψαν. Έκαμαν τον σταυρό τους και έφυγαν. Άλ λα μόλιςαπομακρύνθηκαν γύρω στα είκοσι μέτρα, έρχεται μια οβίδ α από τοΤεπελένι, τον ξεθάφτει και τ ον πετάει δέκα μέτρα μακριά! Έπεσαν οι άνδρες κάτω να προφυλαχθούν. Κ ατάλαβαν ότι η οβίδα ήταν στα λμένη για τον βλάσφημο. Τον έχωσαν ξ ανά στον λάκκο που άνοιξε η ο βίδα καιξεκίνησαν να φύγουν.
Μόλις έφθασαν στα είκοσι μέ τρα, έρχεται δεύτερη οβίδα και με τον ίδιοτρόπο τον ξεχώνει και τον πετά δέκα μέτρα μακριά! Τότε κ ατάλαβαν ότιτον βλάσφημο ούτε η γη δεν τον δέχεται. Τον παράτησαν άταφο καιέφυγαν…
Φόβος και τρόμος τους κατέλα βε, όχι μόνο αυτούς άλλα όλο τ ον εκείστρατό. Ο γράφων ήταν εκεί αυτόπτης μάρτυρας».
(Βιβλίο, «ΤΟ ΘΑΥΜΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΤΟΥ ‘40»).
Δημήτρης Νατσιός
δάσκαλος-Κιλκίς . Μέλος ΙΗΑ