επιμέλεια: Νικόλαος Δ. Γεωργαντώνης
Πολύ ενδιαφέρουσα και σημαντική είναι η ανοιχτή επιστολή που συνέγραψε το 1970 ο Ηγούμενος της Ι. Μ. Διονυσίου Αγ. Όρους, Γέρων Γαβριήλ, διαμαρτυρόμενος για το τρομερό ολίσθημα της Ρωσικής Διοικούσας Εκκλησίας, της υποκινούμενης εκείνη την εποχή από το άθεο καθεστώς, να μεταδώσει τα Άχραντα Μυστήρια στους ρωμαιοκαθολικούς της Ρωσίας.
Η απογοήτευση του γέροντα ήταν πολύ μεγάλη και αποτυπώνεται στην επιστολή αυτή που αποτελεί ιστορικό ντοκουμέντο (κατά τον χαρακτηρισμό του π. Θεοκλήτου) για την κατοχύρωσή της ιεροκανονικώς.
Με αφορμή μια πρόσφατη εκδήλωση που έγινε από κάποια Ιερά Μητρόπολη της Βορείου Ελλάδος, στην οποία δεν αναφέρθηκε καθόλου ο αρχηγικός ρόλος του Γέροντα Γαβριήλ στον αγώνα κατά του Οικουμενισμού, παρά μόνο οι αγαθές σχέσεις που είχε με τον μακαριστό Αθηναγόρα, πριν μάλιστα ο τελευταίος αρχίσει να πραγματοποιεί τους αντικανονικούς και αντορθόδοξους οικουμενιστικούς ακροβατισμούς, παραθέτουμε αυτολεξεί από το βιβλίο του πνευματικού τέκνου του γέροντα, π. Θεόκλητου Διονυσιάτη «Ο ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΜΟΥ, Γαβριήλ Διονυσιάτης», (εκδ. Παπαδημητρίου 1987) :
«Μετά κατωδύνου ψυχής επληροφορήθημεν και ημείς την απόφασιν της Ρωσικής Εκκλησίας «περί μυστηριακής κοινωνίας προς Ρωμαιοκαθολικούς».
Η απόφασις αυτή, πρωτοφανής και πρωτάκουστος εις την ζωή της Εκκλησίας μας, κατετάραξε και κατελύπησε τους Αγιορείτας Πατέρας, όλως ιδιαιτέρως δε την Ι. Κοινότητα, ήτις δι’ επείγοντος τηλεγραφήματος διεβίβασε προς την Μητέρα Μεγάλην του Χριστού Εκκλησίαν την λύπην και κατάπληξιν αυτής επί τη ανεπιτρέπτω, μονομερεί και αντικανονική ταύτη αποφάσει της Ρωσικής Εκκλησίας.
Δεν ανέμενε ποτέ κανείς τοιάυτην απόφασιν εκ μέρους της μαρτυρικής, όσον και συντηρητικής Ρωσικής Εκκλησίας, διακριθείσης πάντοτε δια την προσήλωσιν εις το δόγμα, την τάξιν και τας κανονικάς παραδόσεις της αμωμήτου Ορθοδοξίας μας.
Γνωρίζομεν πάντες υπό ποιάς συνθήκας ζη σήμερον η πολυπαθής αύτη Εκκλησία εις το κρατούν εκείσε άθεον πολιτικόν καθεστώς, όπου τα πάντα είναι διευθυνόμενα υπ’ αυτού, αλλά δεν εφανταζόμεθα κάν τοιάυτην παραχώρησιν προς την Καθολικήν Εκκλησίαν , την οποίαν, ως γνωστόν, αντιπαθεί σφοδρώς ο Κομμουνισμός.
Απορούμεν δε, που βασιζόμενη, έστω και τυπικώς, η ως είρηται Εκκλησία αύτη εξέδωκε τοιαύτην απόφασιν.
Ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός αποτρέπων ημάς από παρομοίας ενεργείας λέγει παραβολικώς: «Μή δότε τα άγια τοῖς κυσί, μηδέ βάλλητε τους μαργαρίτας έμπροσθεν τῶν χοίρων» (Ματθ. 7, 6)· διότι ο αναξίος κοινωνών των Θείων Μυστηρίων «κρῖμα εαυτῶ εσθίει και πίνει» κατά τον Απόστολον (Α’ Κορ. 11, 29), και το Άγιον Ευαγγέλιον αναφέρει διά τον προδότην Ιούδαν, ότι άμα τη λήψει του άρτου καί του οίνου εκ χειρός Κυρίου, τότε εισήλθεν εις αυτόν ο Σατανάς (Ιωαν. 13, 27). Οι δε Κανόνες των Αγίων Αποστόλων 10ος και 11ος λέγουσι ρητώς: «Εί τις ακοινωνήτω καν εν οίκω συνεύξηται, ούτως αφοριζέσθω». Και εν 45ω : «Επίσκοπος ή Πρεσβύτερος ή Διάκονος αιρετικοίς συνευξάμενος μόνον, αφοριζέσθω, ει δε επέτρεψεν αυτοίς ως κληρικοίς ενεργήσαί τι, καθαιρείσθω». Οι δέ Ιεροί Κανόνες απαγορεύουσι και την είσοδον εισέτι των αιρετικών και σχισματικών εις Ορθοδόξους Εκκλησίας: «Μη συγχωρεῖν τοῖς αιρετικοῖς εισιέναι εις τον Οίκον του Θεοῦ επιμένοντας τη αιρέσει» (τῆς εν Λαοδ. ΣΤ’) και «Οῦ δεῖ αιρετικοῖς ή σχισματικοῖς συνεύχεσθαι» (αυτόθι λγ’), και «Ου δεῖ αιρετικών ευλογίας λαμβάνειν, αίτινες εισίν αλογίαι μᾶλλον ή ευλογίαι» (αυτ. λβ΄). Αι τοιάυται αποφάσεις, ως η της Ρωσικής Εκκλησίας, θα έχουν ανταπόκρισιν∙ ο Πάπας Ιωάννης από ετών ήδη είχε δώσει εντολήν εις την Εκκλησίαν του όπως δέχωνται εις μυστηριακήν κοινωνίαν τους προσερχομένους Ορθοδόξους.
Και αι επιπτώσεις τοιάυτης αμοιβαιότητος θα είναι πολύ οδυνηραί δια την Ορθόδοξον Εκκλησίαν μας, ενώ δια τους Καθολικούς ανεπαίσθητοι∙ ολίγοι εξ αυτών είναι κατεσπαρμένοι εις Ορθοδόξους χώρας άνευ ιερέων και Εκκλησιών, ενώ απόδημοι Ορθόδοξοι είναι εκατομμύρια εις χώρας αλλοδόξους, και αν ισχύση η μετ’ αλλοδόξων κοινωνία, συντόμως θα χάσουν την Ορθοδοξίαν των.
Εφ’ όσον λοιπόν η εντολή του Κυρίου και αι αποφάσεις των Αποστολικών και Συνοδικών Κανόνων απαγορεύουν ρητώς τήν προσευχητικήν κοινωνίαν και αυτήν εισέτι τήν λήψιν ευλογίας από αιρετικούς, πόσω μάλλον την μυστηριακήν τοιαύτην, ιδία των Αχράντων Μυστηρίων τοῦ Σώματος καί του Αίματος του Κυρίου, δι’ ά ο λειτουργός ιερεύς εκφωνεί από του Ιερού Βήματος εν εκάστη λειτουργία «Πρόσχωμεν, τα Άγια τοῖς αγίοις». Και μη είπη τις ότι οι Ρωμαιοκαθολικοί, υπέρ ων η ρωσική απόφασις, ίσως δεν είναι αιρετικοί· είναι δι’ ημάς τούς Ορθοδόξους αιρετικοί· έχομεν αποφάνσεις και αποφάσεις της Εκκλησίας μας επ’ αυτού, συγκεκριμέναι αποφάσεις απαγορεύουσαι τήν μετ’ αυτών κοινωνίαν. Εῖναι κανών της Εκκλησίας μας ότι ο «κοινωνῶν ακοινωνήτω ακοινώνητος έστω». Ο δε αείμνηστος Ανδρούτσος λέγει· «όπου δεν υπάρχει ενότης εν τη διδασκαλία, δεν δύναται να υπάρξη εκκλησιαστική κοινωνία εν προσευχή και Μεταλήψει». (Συμβολική, σελ. 307).
Είναι συνεπώς αναντίλεκτος και ανεπίτρεπτος η μετά αιρετικών και σχισματικών μυστηριακή κοινωνία, εφ’ ω και αύθις διερωτώμεθα, που στηριχθείσα η Σύνοδος της Ρωσικής Εκκλησίας, απεφάσισε την μετά της Ρωμαιοκαθολικής Μυστηριακήν κοινωνίαν, προδήλως ούσης αιρετικής και σχισματικής;
Ελήφθη δε η απόφασις αύτη όλως μονομερώς και παρά την ανέκαθεν κρατούσαν τάξιν, όπως τα τοιάυτα ζητήματα εξετάζωνται εμπεριστατωμένως και υπό των επιμέρους ομοδόξων Εκκλησιών. Δυστυχώς ο απ’ αρχής εν τη δισχιλιετή ήδη ζωή της Εκκλησίας μας χρυσούς αυτός κανών της ενότητος και συλλογικής αποφάνσεως παρεμερίσθη επ’ εσχάτων και αντ’ αυτού εφηρμόσθη η μονομερής και ανεπίτρεπτος απόφασις, ως εγένετο το 1923 δια την εορτολογικήν μεταβολήν και το 1964 δια της πρωτοφανούς αποφάσεως της Γ΄ Πανορθοδόξου Διασκέψεως της Ρόδου, ήτις καθώρισεν ότι «δικαιούται εκάστη των επί μέρους Εκκλησιών να ενεργή και αποφασίζη ελευθέρως επί διαλόγου μετά ετεροδόξων και επί διορθοδόξων ζητημάτων», απόφασις όντως διαβρωτική της ενότητος των Αγίων του Θεού Εκκλησιών.
Αυτά δυστυχώς, και η από τινος επιδεικνυομένη σπουδή προς το «κοινόν Ποτήριον», συνετέλεσαν ουκ ολίγον εις το ολίσθημα της Ρωσικής Εκκλησίας.
Δεν λέγομεν ταύτα, ίνα δικαιολογήσωμεν την πράξιν της Εκκλησίας ταύτης, αλλά τα αναφέραμεν προς μελλοντικήν προσοχήν εν προκειμένω και ίνα καταδειχθή ότι «ενός κακού δοθέντος μύρια έπονται».
Διά ταύτα πάντα μετά κατωδύνου ψυχής, ως εν αρχή είπομεν, εν αγωνία περί απροβλέπτων επιπτώσεων εις την ενότητα της Εκκλησίας μας, τρέμοντες επί τη απλή σκέψει ότι, η απόφασις της Ρωσικής Εκκλησίας θέλει επιφέρει ρήγμα εις την παράταξιν της Ορθοδοξίας μας, καθ’ ήν εποχήν τόσον σφοδρώς και πανταχόθεν βάλλεται, προήλθομεν εις την απόφασιν όπως η ασθενής φωνή μας ακουσθή εις άπαν το Χριστεπώνυμον Ορθόδοξον πλήρωμα, ίνα, το καί κυριώτερον, ακουσθή φωνή εκ της Ερήμου, φωνή εκ της Ακροπόλεως της Ορθοδοξίας, του Αγίου Ορους.
Η φωνή ημών αύτη είναι πιστή απήχησις του εν αρχή αναφερθέντος τηλεγραφήματος της Ιεράς ημών Κοινότητος προς το σεπτόν Οικουμενικόν Πατριαρχείον, ήτινι στοιχούντες και ημείς μετά των περί ημάς αδελφοτήτων και, ως πιστεύομεν, σύμπαντος του Αγιορείτικου κόσμου.
Θεωρούμεν αντικανονική και αντορθόδοξον την, ως είρηται, απόφασιν της Ρωσικής Εκκλησίας από απόψεως δογματικής τοιάυτης, ως ληφθείσαν μονομερώς και εν αγνοία της Μητρός Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας και των λοιπών ομοδόξων Εκκλησιών.
Ευχόμεθα ολοψύχως εις τον Πανάγαθον Θεόν να φωτίση τους ιθύνοντας την αγιωτάτην Ρωσικήν Εκκλησίαν και ανακαλέσωσι την απόφασίν των ταύτην περί μυστηριακής κοινωνίας μετά Ρωμαιοκαθολικών. Ποιούμεθα θερμήν έκκλησιν προς πάσας τας Ορθοδόξους Εκκλησίας όπως συνηγορήσωσι παρά τη ρωσική τοιάυτη προς υπαναχώρησιν. Πιστεύομεν ότι βιαστικώς εξεμαιεύθη η απόφασις και είμεθα βέβαιοι ότι ο ευλαβέστατος ρωσικός Κλήρος ανώτερος και κατώτερος, πειθαρχών Θεώ μάλλον ή ανθρώποις, κατά την αποστολικήν φωνήν, ή θ’ ανακαλέση ή θα αφήση νεκράν εν γράμματι την αντορθόδοξον απόφασιν. Ωσαύτως πατρικώς προτρεπόμεθα τα αγαπητά τέκνα της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας, όπως μένωσι πιστά εν οις έμαθον και εδιδάχθησαν εκ προγόνων, ενστερνιζόμενοι πάντοτε το του μακαρίου Ιωσήφ Βρυεννίου:
«Οὐκ ἀρνησόμεθά σε, φίλη Ὀρθοδοξία·
οὐ ψευσόμεθά σου πατροπαράδοτον σέβας·
ἐν σοὶ ἐγεννήθημεν, καὶ σοὶ ζῶμεν, καὶ ἐν σοὶ κοιμηθησόμεθα·
εἰ δὲ καλέσει καιρός, καὶ μυριάκις ὑπὲρ σοῦ τεθνηξόμεθα.»
Με αφορμή μια πρόσφατη εκδήλωση που έγινε από κάποια Ιερά Μητρόπολη της Βορείου Ελλάδος, στην οποία δεν αναφέρθηκε καθόλου ο αρχηγικός ρόλος του Γέροντα Γαβριήλ στον αγώνα κατά του Οικουμενισμού, παρά μόνο οι αγαθές σχέσεις που είχε με τον μακαριστό Αθηναγόρα, πριν μάλιστα ο τελευταίος αρχίσει να πραγματοποιεί τους αντικανονικούς και αντορθόδοξους οικουμενιστικούς ακροβατισμούς, παραθέτουμε αυτολεξεί από το βιβλίο του πνευματικού τέκνου του γέροντα, π. Θεόκλητου Διονυσιάτη «Ο ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΜΟΥ, Γαβριήλ Διονυσιάτης», (εκδ. Παπαδημητρίου 1987) :
«Μετά κατωδύνου ψυχής επληροφορήθημεν και ημείς την απόφασιν της Ρωσικής Εκκλησίας «περί μυστηριακής κοινωνίας προς Ρωμαιοκαθολικούς».
Η απόφασις αυτή, πρωτοφανής και πρωτάκουστος εις την ζωή της Εκκλησίας μας, κατετάραξε και κατελύπησε τους Αγιορείτας Πατέρας, όλως ιδιαιτέρως δε την Ι. Κοινότητα, ήτις δι’ επείγοντος τηλεγραφήματος διεβίβασε προς την Μητέρα Μεγάλην του Χριστού Εκκλησίαν την λύπην και κατάπληξιν αυτής επί τη ανεπιτρέπτω, μονομερεί και αντικανονική ταύτη αποφάσει της Ρωσικής Εκκλησίας.
Δεν ανέμενε ποτέ κανείς τοιάυτην απόφασιν εκ μέρους της μαρτυρικής, όσον και συντηρητικής Ρωσικής Εκκλησίας, διακριθείσης πάντοτε δια την προσήλωσιν εις το δόγμα, την τάξιν και τας κανονικάς παραδόσεις της αμωμήτου Ορθοδοξίας μας.
Γνωρίζομεν πάντες υπό ποιάς συνθήκας ζη σήμερον η πολυπαθής αύτη Εκκλησία εις το κρατούν εκείσε άθεον πολιτικόν καθεστώς, όπου τα πάντα είναι διευθυνόμενα υπ’ αυτού, αλλά δεν εφανταζόμεθα κάν τοιάυτην παραχώρησιν προς την Καθολικήν Εκκλησίαν , την οποίαν, ως γνωστόν, αντιπαθεί σφοδρώς ο Κομμουνισμός.
Απορούμεν δε, που βασιζόμενη, έστω και τυπικώς, η ως είρηται Εκκλησία αύτη εξέδωκε τοιαύτην απόφασιν.
Ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός αποτρέπων ημάς από παρομοίας ενεργείας λέγει παραβολικώς: «Μή δότε τα άγια τοῖς κυσί, μηδέ βάλλητε τους μαργαρίτας έμπροσθεν τῶν χοίρων» (Ματθ. 7, 6)· διότι ο αναξίος κοινωνών των Θείων Μυστηρίων «κρῖμα εαυτῶ εσθίει και πίνει» κατά τον Απόστολον (Α’ Κορ. 11, 29), και το Άγιον Ευαγγέλιον αναφέρει διά τον προδότην Ιούδαν, ότι άμα τη λήψει του άρτου καί του οίνου εκ χειρός Κυρίου, τότε εισήλθεν εις αυτόν ο Σατανάς (Ιωαν. 13, 27). Οι δε Κανόνες των Αγίων Αποστόλων 10ος και 11ος λέγουσι ρητώς: «Εί τις ακοινωνήτω καν εν οίκω συνεύξηται, ούτως αφοριζέσθω». Και εν 45ω : «Επίσκοπος ή Πρεσβύτερος ή Διάκονος αιρετικοίς συνευξάμενος μόνον, αφοριζέσθω, ει δε επέτρεψεν αυτοίς ως κληρικοίς ενεργήσαί τι, καθαιρείσθω». Οι δέ Ιεροί Κανόνες απαγορεύουσι και την είσοδον εισέτι των αιρετικών και σχισματικών εις Ορθοδόξους Εκκλησίας: «Μη συγχωρεῖν τοῖς αιρετικοῖς εισιέναι εις τον Οίκον του Θεοῦ επιμένοντας τη αιρέσει» (τῆς εν Λαοδ. ΣΤ’) και «Οῦ δεῖ αιρετικοῖς ή σχισματικοῖς συνεύχεσθαι» (αυτόθι λγ’), και «Ου δεῖ αιρετικών ευλογίας λαμβάνειν, αίτινες εισίν αλογίαι μᾶλλον ή ευλογίαι» (αυτ. λβ΄). Αι τοιάυται αποφάσεις, ως η της Ρωσικής Εκκλησίας, θα έχουν ανταπόκρισιν∙ ο Πάπας Ιωάννης από ετών ήδη είχε δώσει εντολήν εις την Εκκλησίαν του όπως δέχωνται εις μυστηριακήν κοινωνίαν τους προσερχομένους Ορθοδόξους.
Και αι επιπτώσεις τοιάυτης αμοιβαιότητος θα είναι πολύ οδυνηραί δια την Ορθόδοξον Εκκλησίαν μας, ενώ δια τους Καθολικούς ανεπαίσθητοι∙ ολίγοι εξ αυτών είναι κατεσπαρμένοι εις Ορθοδόξους χώρας άνευ ιερέων και Εκκλησιών, ενώ απόδημοι Ορθόδοξοι είναι εκατομμύρια εις χώρας αλλοδόξους, και αν ισχύση η μετ’ αλλοδόξων κοινωνία, συντόμως θα χάσουν την Ορθοδοξίαν των.
Εφ’ όσον λοιπόν η εντολή του Κυρίου και αι αποφάσεις των Αποστολικών και Συνοδικών Κανόνων απαγορεύουν ρητώς τήν προσευχητικήν κοινωνίαν και αυτήν εισέτι τήν λήψιν ευλογίας από αιρετικούς, πόσω μάλλον την μυστηριακήν τοιαύτην, ιδία των Αχράντων Μυστηρίων τοῦ Σώματος καί του Αίματος του Κυρίου, δι’ ά ο λειτουργός ιερεύς εκφωνεί από του Ιερού Βήματος εν εκάστη λειτουργία «Πρόσχωμεν, τα Άγια τοῖς αγίοις». Και μη είπη τις ότι οι Ρωμαιοκαθολικοί, υπέρ ων η ρωσική απόφασις, ίσως δεν είναι αιρετικοί· είναι δι’ ημάς τούς Ορθοδόξους αιρετικοί· έχομεν αποφάνσεις και αποφάσεις της Εκκλησίας μας επ’ αυτού, συγκεκριμέναι αποφάσεις απαγορεύουσαι τήν μετ’ αυτών κοινωνίαν. Εῖναι κανών της Εκκλησίας μας ότι ο «κοινωνῶν ακοινωνήτω ακοινώνητος έστω». Ο δε αείμνηστος Ανδρούτσος λέγει· «όπου δεν υπάρχει ενότης εν τη διδασκαλία, δεν δύναται να υπάρξη εκκλησιαστική κοινωνία εν προσευχή και Μεταλήψει». (Συμβολική, σελ. 307).
Είναι συνεπώς αναντίλεκτος και ανεπίτρεπτος η μετά αιρετικών και σχισματικών μυστηριακή κοινωνία, εφ’ ω και αύθις διερωτώμεθα, που στηριχθείσα η Σύνοδος της Ρωσικής Εκκλησίας, απεφάσισε την μετά της Ρωμαιοκαθολικής Μυστηριακήν κοινωνίαν, προδήλως ούσης αιρετικής και σχισματικής;
Ελήφθη δε η απόφασις αύτη όλως μονομερώς και παρά την ανέκαθεν κρατούσαν τάξιν, όπως τα τοιάυτα ζητήματα εξετάζωνται εμπεριστατωμένως και υπό των επιμέρους ομοδόξων Εκκλησιών. Δυστυχώς ο απ’ αρχής εν τη δισχιλιετή ήδη ζωή της Εκκλησίας μας χρυσούς αυτός κανών της ενότητος και συλλογικής αποφάνσεως παρεμερίσθη επ’ εσχάτων και αντ’ αυτού εφηρμόσθη η μονομερής και ανεπίτρεπτος απόφασις, ως εγένετο το 1923 δια την εορτολογικήν μεταβολήν και το 1964 δια της πρωτοφανούς αποφάσεως της Γ΄ Πανορθοδόξου Διασκέψεως της Ρόδου, ήτις καθώρισεν ότι «δικαιούται εκάστη των επί μέρους Εκκλησιών να ενεργή και αποφασίζη ελευθέρως επί διαλόγου μετά ετεροδόξων και επί διορθοδόξων ζητημάτων», απόφασις όντως διαβρωτική της ενότητος των Αγίων του Θεού Εκκλησιών.
Αυτά δυστυχώς, και η από τινος επιδεικνυομένη σπουδή προς το «κοινόν Ποτήριον», συνετέλεσαν ουκ ολίγον εις το ολίσθημα της Ρωσικής Εκκλησίας.
Δεν λέγομεν ταύτα, ίνα δικαιολογήσωμεν την πράξιν της Εκκλησίας ταύτης, αλλά τα αναφέραμεν προς μελλοντικήν προσοχήν εν προκειμένω και ίνα καταδειχθή ότι «ενός κακού δοθέντος μύρια έπονται».
Διά ταύτα πάντα μετά κατωδύνου ψυχής, ως εν αρχή είπομεν, εν αγωνία περί απροβλέπτων επιπτώσεων εις την ενότητα της Εκκλησίας μας, τρέμοντες επί τη απλή σκέψει ότι, η απόφασις της Ρωσικής Εκκλησίας θέλει επιφέρει ρήγμα εις την παράταξιν της Ορθοδοξίας μας, καθ’ ήν εποχήν τόσον σφοδρώς και πανταχόθεν βάλλεται, προήλθομεν εις την απόφασιν όπως η ασθενής φωνή μας ακουσθή εις άπαν το Χριστεπώνυμον Ορθόδοξον πλήρωμα, ίνα, το καί κυριώτερον, ακουσθή φωνή εκ της Ερήμου, φωνή εκ της Ακροπόλεως της Ορθοδοξίας, του Αγίου Ορους.
Η φωνή ημών αύτη είναι πιστή απήχησις του εν αρχή αναφερθέντος τηλεγραφήματος της Ιεράς ημών Κοινότητος προς το σεπτόν Οικουμενικόν Πατριαρχείον, ήτινι στοιχούντες και ημείς μετά των περί ημάς αδελφοτήτων και, ως πιστεύομεν, σύμπαντος του Αγιορείτικου κόσμου.
Θεωρούμεν αντικανονική και αντορθόδοξον την, ως είρηται, απόφασιν της Ρωσικής Εκκλησίας από απόψεως δογματικής τοιάυτης, ως ληφθείσαν μονομερώς και εν αγνοία της Μητρός Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας και των λοιπών ομοδόξων Εκκλησιών.
Ευχόμεθα ολοψύχως εις τον Πανάγαθον Θεόν να φωτίση τους ιθύνοντας την αγιωτάτην Ρωσικήν Εκκλησίαν και ανακαλέσωσι την απόφασίν των ταύτην περί μυστηριακής κοινωνίας μετά Ρωμαιοκαθολικών. Ποιούμεθα θερμήν έκκλησιν προς πάσας τας Ορθοδόξους Εκκλησίας όπως συνηγορήσωσι παρά τη ρωσική τοιάυτη προς υπαναχώρησιν. Πιστεύομεν ότι βιαστικώς εξεμαιεύθη η απόφασις και είμεθα βέβαιοι ότι ο ευλαβέστατος ρωσικός Κλήρος ανώτερος και κατώτερος, πειθαρχών Θεώ μάλλον ή ανθρώποις, κατά την αποστολικήν φωνήν, ή θ’ ανακαλέση ή θα αφήση νεκράν εν γράμματι την αντορθόδοξον απόφασιν. Ωσαύτως πατρικώς προτρεπόμεθα τα αγαπητά τέκνα της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας, όπως μένωσι πιστά εν οις έμαθον και εδιδάχθησαν εκ προγόνων, ενστερνιζόμενοι πάντοτε το του μακαρίου Ιωσήφ Βρυεννίου:
«Οὐκ ἀρνησόμεθά σε, φίλη Ὀρθοδοξία·
οὐ ψευσόμεθά σου πατροπαράδοτον σέβας·
ἐν σοὶ ἐγεννήθημεν, καὶ σοὶ ζῶμεν, καὶ ἐν σοὶ κοιμηθησόμεθα·
εἰ δὲ καλέσει καιρός, καὶ μυριάκις ὑπὲρ σοῦ τεθνηξόμεθα.»