Πρωτοπρεσβύτερος
Θεόδωρος Ζήσης
Ὁμότιμος
Καθηγητὴς Θεολογικῆς Σχολῆς Α.Π.Θ.
1.
Ὁ ὁμιλητικὸς πλοῦτος τῶν Ἁγίων Πατέρων
Ἀναζητήσαμε πατερικὲς ὁμιλίες γιά νά πλουτίσουμε τὸ λειτουργικὸ κήρυγμα κατὰ τὴν ἐφετινὴ ἑορτὴ τῆς Ὑψώσεως τοῦ Τιμίου Σταυροῦ. Κατὰ τὴν ὑπερεικοσιπενταετῆ ἱερατική μας διακονία ἀναπτύξαμε ποικιλία θεμάτων, φροντίζοντας νὰ μὴν ἐπαναλαμβάνουμε κάθε χρόνο τὰ ἴδια. Στὴν Ἁγιογραφικὴ καὶ Πατερικὴ γραμματεία, ὅπως καὶ στὴν Ὑμνογραφία μας, μπορεῖ κανεὶς νὰ ἐντοπίσει πλοῦτο θεμάτων, ἱστορικούς, λειτουρ-γικούς, δογματικούς, ἠθικούς, νηπτικούς καὶ ἄλλους θησαυρούς γιὰ νὰ ὠφελήσει τοὺς πιστούς, ποὺ διψοῦν νὰ ἀκούσουν πατερικὸ κήρυγμα καὶ ὄχι πολιτικοκοινωνικές, φιλοσοφικές, ψυχολογικὲς ἀναλύσεις καὶ προσωπικὲς ἀναφορὲς καὶ ἱστορίες. Θέλει δουλειά, ἔρευνα καὶ κόπο ἕνα καλὸ κήρυγμα.
Γιὰ
τὸν Τίμιο Σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ καὶ γιὰ τὴν ἑορτὴ τῆς Ὑψώσεως ἔχουν γραφῆ πολλὰ καὶ
ἐξαιρετικὰ πατερικὰ κείμενα. Στὸν Ἅγιο Ἰωάννη τὸν Χρυσόστομο ἀποδίδονται πολλές,
πάνω ἀπὸ δέκα, ὁμιλίες, οἱ περισσότερες τῶν ὁποίων ὅμως, σύμφωνα μὲ τὴν
πατρολογικὴ ἔρευνα, εἶναι νόθες ἤ ἀμφιβαλλόμενες. Χρειάζεται γι᾽ αὐτὸ προσοχὴ
καὶ γνώση κατὰ τὴν ἐπιλογὴ τῶν κειμένων, ὥστε ὅσα παρουσιάζει ὁ ὁμιλητὴς νὰ προέρχονται
ἀπὸ γνήσια ἔργα τοῦ Χρυσοστόμου, νὰ εἶναι ἀναμφισβήτητη ἡ πατρότητά τους. Στὴν ἑορτὴ
τῆς Ὑψώσεως τοῦ Τιμίου Σταυροῦ δὲν ἔχει ἀφιερώσει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης Χρυσόστομος κάποια
ὁμιλία, οἱ παρατιθέμενες δὲ ὁμιλίες σὲ κάποιες συλλογὲς καὶ συναξάρια δὲν εἶναι
γνήσιες. Ὑπάρχουν ὅμως σὲ ἄλλες του ὁμιλίες, γνήσιες, ἀξιοθαύμαστες καὶ μοναδικὲς
ἀναφορὲς στὸν Τίμιο Σταυρό, ἀληθινὰ ὁμιλητικὰ καὶ πνευματικὰ διαμάντια, ποὺ θὰ
παρουσιάσουμε σὲ ἄλλη εὐκαιρία.
Δύο σταθμοὶ πάντως τῆς πολυτάραχης σταυρικῆς καὶ μαρτυρικῆς του ζωῆς συνδέονται μὲ τὴν ἑορτὴ τῆς Ὑψώσεως τοῦ Τιμίου Σταυροῦ καὶ σ᾽ αὐτοὺς θὰ ἀναφερθοῦμε σύντομα. Ὁ ἕνας μάλιστα ἐξ αὐτῶν ἔχει σχέση μὲ τὴν θαρραλέα σύγκρουσή του μὲ τὴν αὐτοκράτειρα Εὐδοξία, ἡ ὁποία μαζὶ μὲ τὸν ραδιοῦργο πατριάρχη Ἀλεξανδρείας Θεόφιλο ἦσαν οἱ κύριοι παράγοντες τῶν ἐξοντωτικῶν διωγμῶν ἐναντίον του, μὲ τὴν σύμφωνη γνώμη τῆς πλειονότητας δειλῶν καὶ ἀναξίων ἐπισκόπων, ὅπως συνέβη καὶ συμβαίνει συχνὰ στὴν ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία καὶ στοὺς καιρούς μας. Ὁ ἄλλος σταθμὸς εἶναι ὁ μαρτυρικός του θάνατος, ποὺ ἐπισυνέβη τὴν ἡμέρα τῆς Ὑψώσεως τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, στὶς 14 Σεπτεμβρίου τοῦ 407, μετὰ ἀπὸ τριετῆ ἐξορία στὶς ἀπόμακρες καὶ ἀπρόσιτες κωμοπόλεις Κουκουσὸ καὶ Ἀραβισσὸ τῆς ὀροσειρᾶς τοῦ Ταύρου καὶ Ἀντίταυρου καὶ μετὰ ἀπὸ τρίμηνη ἐξαντλητικὴ πεζοπορία μέσα στὴν κάψα τοῦ καλοκαιριοῦ γιὰ νὰ φθάσουν ἀπὸ τὴν Ἀραβισσὸ στὴν μακρινὴ Πιτυοῦντα τοῦ Καυκάσου, ἀπὸ τὸν Ἰούνιο μέχρι τὸν Σεπτέμβριο τοῦ 407. Ἡ ἐξάντληση ὅμως καὶ ἡ ἐξασθένησή του, ποὺ καθιστοῦσαν πλέον ἀδύνατη τὴν πορεία, διέκοψαν τὴν συνέχισή της περίπου στὸ ἕνα τρίτο τῆς ἀπόστασης, καὶ τὸν ὁδήγησαν στὴν ἔνδοξη κοίμησή του στὰ Κόμανα τοῦ Πόντου, τὴν ἡμέρα τῆς Ὑψώσεως τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, ταιριαστὴ ἡμέρα στὴν δική του σταυρικὴ πορεία.
2.
Κλείνει τὶς πόρτες τοῦ ναοῦ καὶ ἀπαγορεύει στὴν βασίλισσα Εὐδοξία νὰ εἰσέλθει
Οἱ
σχέσεις τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου μὲ τὸν αὐτοκράτορα Ἀρκάδιο, γιὸ τοῦ Μεγάλου Θεοδοσίου
καὶ τὴν σύζυγό του Εὐδοξία, ἦσαν ἀρχικὰ ἄριστες. Στὴν ἐκτίμηση καὶ στὸν θαυμασμὸ
ἀμφοτέρων γιὰ τὸν φημισμένο κληρικὸ τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἀντιοχείας, τοῦ ὁποίου ἡ
ρητορικὴ δεινότητα, ἡ λογιοσύνη καὶ ἡ ἀρετὴ εἶχαν οἰκουμενικὴ ἀπήχηση καὶ ἀποδοχή,
ὀφείλεται ἡ ἐκλογὴ καὶ ἄνοδός του στὸν πατριαρχικὸ θρόνο τῆς Κωνσταντινούπολης,
μετὰ τὸν θάνατο τοῦ πατριάρχου Νεκταρίου τὸ 397. Ὁ ἴδιος ἀντέδρασε καὶ ἀρνήθηκε
αὐτὴν τὴν τιμητικὴ καὶ πολυεύθυνη ἐκλογή, δίνοντας καλὸ παράδειγμα στὴν πλειονότητα
τῶν κληρικῶν ποὺ ἐπιδιώκουν μὲ ποικίλους τρόπους, πολλάκις ἀθέμιτους καὶ ἀνέντιμους,
νὰ καταλάβουν ἐπισκοπικοὺς θρόνους. Ἀποφασιστικὰ ἀντέδρασε καὶ ὁ λαὸς τῆς Ἀντιοχείας
δηλώνοντας ὅτι δὲν θὰ ἄφηναν μὲ κάθε θυσία νὰ φύγει ὁ πολύτιμος πνευματικὸς
θησαυρὸς ποὺ ἐχάρισε ὁ Θεὸς στὴν πόλη τους. Φαίνεται ὅμως πὼς ἦταν θέλημα Θεοῦ
νὰ λάμψει ἡ ἀρετὴ τοῦ Χρυσοστόμου στὸν πιὸ περίβλεπτο τότε θρόνο τῆς νέας πρωτεύουσας
τῆς αὐτοκρατορίας, ὁ ὁποῖος ἤδη ἐξ αἰτίας καὶ τοῦ Χρυσοστόμου διεκδικοῦσε τὰ ἴσα
πρωτεῖα, τὴν ἴδια τιμή, μὲ τὸν πρῶτο θρόνο τῆς παλαιᾶς Ρώμης καὶ ἐκτόπιζε στὴν τρίτη
θέση τῶν πρεσβείων τιμῆς τὸν ἀρχαῖο ἐπίσης θρόνο τῆς Ἀλεξάνδρειας. Γι᾽ αὐτὸ καὶ
ὁ αὐτοκράτορας Ἀρκάδιος σὲ συνεννόηση μὲ τὸν ἔπαρχο τῆς Ἀντιοχείας ὀργάνωσαν
μυστικὰ τὴν ἀπαγωγὴ τοῦ Χρυσοστόμου, τὸν ὁποῖο ὁδήγησαν ἄκοντα στὴν Κωνσταντινούπολη,
ὅπου μὲ ἐνθουσιασμὸ ἔγινε δεκτὸς ἀπὸ τὸν κλῆρο καὶ τὸ λαὸ τῆς νέας πρωτεύουσας.
Χειροτονήθηκε ἐπίσκοπος στὶς 15 Δεκεμβρίου τοῦ 397 ἀπὸ τὸν μετέπειτα ἄσπονδο ἐχθρό
του πατριάρχη Ἀλεξανδρείας Θεόφιλο, καὶ ἡ ἐνθρόνισή του ἔγινε τὸν Φεβρουάριο τοῦ
398.
Κέρδισε
ἀμέσως τὴν ἀγάπη καὶ τὴν ἐκτίμηση τοῦ λαοῦ μὲ τὴν παρρησία, τὴν εὐθύτητα, τὸ
μοναδικὸ καὶ ἀξεπέραστο χάρισμα τοῦ λόγου, τὴν ἐλευθεροστομία καὶ ἀφοβία του στὸ
νὰ ἐλέγχει τοὺς ἰσχυροὺς καὶ νὰ ὑποστηρίζει τοὺς ἀδυνάτους, πρὸ παντὸς ὅμως μὲ
τὴν ἁγία βιοτή του καὶ τὴν συνέπεια λόγων καὶ ἔργων. Συγχρόνως ὅμως ἐκίνησε καὶ
τὴν ὀργὴ καὶ τὸν φθόνο αὐτῶν ποὺ ἐλέγχονταν, πολιτικῶν καὶ ἐκκλησιαστικῶν ἀρχόντων,
κυρίως διότι ἤλεγχε τὴν τρυφηλή, πολυτελῆ καὶ σπάταλη ζωή τους, τὴν ἀσπλαγχνία τους
ἔναντι τῶν πτωχῶν καὶ ἀδυνάτων. Στὸ ἀντιχρυσοστομικὸ αὐτὸ κίνημα πρωτοστατοῦσε
δυστυχῶς τώρα ἡ αὐτοκράτειρα Εὐδοξία. Θὰ παραλείψουμε τὶς σχετικὲς λεπτομέρειες
καὶ θὰ ἔλθουμε ἀμέσως στὸ ἐπεισόδιο ποὺ ἔχει σχέση μὲ τὴν ἑορτὴ τῆς Ὑψώσεως τοῦ
Τιμίου Σταυροῦ, κατὰ τὸ ὁποῖο ὁ Χρυσόστομος ὕψωσε τὸ ἐπισκοπικὸ ἀξίωμα καὶ κῦρος
μπροστὰ στὴν πανίσχυρη Εὐδοξία καὶ ἔδειξε τὴν δύναμη ποὺ ἔχουν ὅσοι ἀποφάσισαν
νὰ ἀπαρνηθοῦν τὸν ἑαυτό τους, τὰ κοσμικὰ καὶ τὰ γήϊνα, νὰ σηκώσουν τὸν Σταυρὸ καὶ νὰ ἀκολουθήσουν τὸν
Χριστὸ κατὰ τὴν προτροπή του: «Ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἀκολουθεῖν, ἀπαρνησάσθω
ἑαυτὸν καὶ ἀράτω τὸν σταυρὸν αὐτοῦ καὶ ἀκολουθείτω μοι»[1].
Σύμφωνα
λοιπὸν μὲ τὴν διήγηση τοῦ Ἁγίου Συμεὼν τοῦ Μεταφραστοῦ[2],
κατὰ τὴν ἐποχὴ τοῦ τρυγητοῦ ἡ βασίλισσα Εὐδοξία ἐπισκέφθηκε βασιλικὸ ἀμπελώνα μὲ
τὸν ὁποῖο συνόρευε τὸ ἀμπέλι χήρας γυναίκας. Στὸ ξένο ἀμπέλι μπῆκε ἡ βασίλισσα
καὶ ἔκοψε ἕνα σταφύλι. Ὅταν κάποιος τῆς εἶπε ὅτι τὸ ἀμπέλι ἀνήκει σὲ ἄλλον, ἐκείνη
ἀπήντησε ὅτι ἀπὸ τώρα τὸ ἀμπέλι ἀνήκει στὰ βασιλικὰ κτήματα. Εἶχε ἐπικρατήσει
δυστυχῶς ἕνα πονηρότατο ἔθιμο πλεονεξίας καὶ κολακείας, σύμφωνα μὲ τὸ ὁποῖο σὲ ὅποιο
ἀγρὸ μπεῖ ὁ βασιλιὰς καὶ δοκιμάσει τοὺς καρπούς του, αὐτὸς ἀμέσως ὑπολογίζεται ὡς
βασιλικὸ κτῆμα, ἐνῶ ὁ ἰδιοκτήτης ἀποζημιώνεται μὲ ἄλλο ἀγρὸ ἤ μὲ τὴν χρηματικὴ ἀξία
τοῦ κτήματος. Κατὰ τὴν γνώμη τοῦ ἁγίου Συμεὼν ἡ Εὐδοξία προέβη σὲ αὐτὴν τὴν
διαρπαγὴ ξένης ἰδιοκτησίας, γιατὶ θέλησε ἀφ᾽ ἑνὸς νὰ λυπήσει τὴν χήρα ποὺ εἶχε
προστεθῆ στοὺς φίλους τοῦ Χρυσοστόμου καὶ ἀφ᾽ ἑτέρου ὑπολογίζουσα στὴν ὑποστήριξη
τῆς χήρας ἐκ μέρους του νὰ βρεῖ πρόφαση νὰ τὸν ἐκθρονίσει, ὡς μὴ ἀναγνωρίζοντα
τὰ βασιλικά δίκαια. Πράγματι, ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ἔγραψε ἐπιστολὴ εὐγενικὴ συνιστώντας
νὰ ἐπιστρέψει τὸν διαρπαγέντα ἀγρὸ καὶ νὰ ἀποκαταστήσει τὴν ἀδικία, χωρὶς ὅμως
τὸ ἀναμενόμενο ἀποτέλεσμα. Σχολιάζοντας αὐτὴν τὴν ἐμμονὴ στὸ κακὸ ὁ Ἅγιος Συμεὼν
μᾶς παραθέτει τὸ παροιμιακῶς λεγόμενο ὅτι «οὔτε τὸ στραβὸ ξύλο μπορεῖς νὰ τὸ
ἰσιάσεις, οὔτε τὸν ἀχινὸ νὰ τὸν κάνεις λεῖο, οὔτε τὸν κάβουρα νὰ τὸν μάθεις νὰ
βαδίζει σωστά»[3]. Δὲν ἀρκέσθηκε στὴν
ἐπιστολὴ ὁ δίκαιος πατριάρχης, ἀλλὰ ἐπισκέφθηκε προσωπικὰ τὴν Εὐδοξία, τὴν ὁποία,
ὅταν ἀντελήφθη ὅτι ἐπιμένει ἀνυποχώρητη στὴν κατοχὴ τοῦ ἀγροῦ, ἤλεγξε αὐστηρότερα,
λέγοντάς της ὅτι πρέπει νὰ ἐπιστρέψει στὴν χήρα τὴν ἰδιοκτησία της, γιατὶ
διαφορετικὰ ὁμοιάζει μὲ τὴν Ἰεζάβελ τὴν γυναίκα τοῦ βασιλιᾶ Ἀχαάβ: «Ἀπόδος οὖν
ἔφη τῇ γυναικί τὸ ἴδιον. Τί γὰρ καὶ τῇ Ἀχαὰβ γυναικὶ ὁμοιοῦν σεαυτὴν ἐσπούδακας;»[4].
Ἡ
Εὐδοξία ὀργίσθηκε πολὺ μὲ τὸν ἔλεγχο αὐτὸ καὶ εἶπε ὅτι δὲν ἀνέχεται νὰ τὴν ὑβρίζουν,
γι᾽ αὐτὸ καὶ θὰ ἀντιδράσει ἀνάλογα. Στὴν χήρα ὄχι μόνο δὲν θὰ ἐπιστρέψει τὸν ἀμπελώνα,
ἀλλὰ οὔτε κάποιο ἀντίτιμο θὰ τῆς καταβάλει. Ὁ Χρυσόστομος δὲν πτοήθηκε βέβαια ἀπὸ
τὴν ὀργὴ τῆς βασίλισσας, ἀλλὰ μόλις ἐπέστρεψε ἀπὸ τὰ ἀνάκτορα, ἔδωσε ἐντολὴ στοὺς
θυρωροὺς τοῦ ναοῦ τῆς Ἁγίας Σοφίας, ὅταν ἔλθει ἡ βασίλισσα, νὰ κλείσουν τὶς πόρτες
καὶ νὰ μὴ τῆς ἐπιτρέψουν τὴν εἴσοδο: «Οὕτω τῶν βασιλείων ὁ μέγας ἐπανελθών,
τοῖς τοῦ ἱεροῦ θυρωροῖς ἐπιτάττει παραγενομένῃ τῇ Εὐδοξίᾳ ἐπιζυγῶσαι τὰς θύρας καὶ
μὴ ἐφεῖναι τὸ παράπαν αὐτῇ τὴν εἴσοδον»[5].
Ἤδη ὁ βιογράφος μπροστά στὴν γενναία αὐτὴ ἀπόφαση, ἀντάξια ἑνὸς ἀληθινοῦ ἐπισκόπου,
προλαβαίνει καὶ τὸν ὀνομάζει μεγάλο· «τῶν βασιλείων ὁ μέγας ἐπανελθών». Ὅλη
ἡ ζωὴ καὶ ἡ δράση τοῦ Χρυσοστόμου εἶναι γεμᾶτες ἀπὸ πράξεις μεγαλείου[6].
Ἦταν παραμονὲς τῆς ἑορτῆς τῆς Ὑψώσεως τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, καὶ ὅσα στὴν συνέχεια
συνέβησαν ὑπῆρξαν ἡ αἰτία νὰ ἀναφερθοῦμε καὶ ἐμεῖς σ᾽ αὐτὸ τὸ γεγονὸς λόγῳ τῆς ἑορτολογικῆς
συγκυρίας: «Βραχὺ τὸ ἐν μέσῳ καὶ ἑορτὴ παρῆν, καθ᾽ ἣν τὸ τοῦ θείου Σταυροῦ ξύλον
ὑψοῦται». Κατάμεστος ἀσφυκτικὰ ὁ ναός, ὄχι μόνο γιὰ τὴν τιμὴ τῆς ἑορτῆς, ἀλλὰ
καὶ γιατὶ εἶχαν γοητευθῆ ὅλοι ἀπὸ τὴν χρυσῆ γλώσσα τοῦ Ἰωάννη, ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ
ὁποίου νόμιζαν πὼς δὲν ἔβγαιναν λέξεις, ἀλλὰ ἔρρεε κάτι πόσιμο νεκταρῶδες καὶ
πεντακάθαρο. Ὑπῆρχαν μάλιστα καὶ ταχυγράφοι, ὥστε νὰ μὴ χαθεῖ τίποτε, ἀλλὰ οἱ λόγοι
του νὰ διατηρηθοῦν ὡς πολύτιμος θησαυρός. Σὲ λίγο ἔφθασε καὶ ἡ Εὐδοξία μὲ τὴν
πολυπληθῆ συνοδεία της καὶ ὅλη τὴν βασιλικὴ μεγαλοπρέπεια. Ποιός θὰ τολμοῦσε νὰ
παρεποδίσει τὴν εἴσοδό της στὸν ναό; Ἦταν ὅμως τόσο τὸ κῦρος τοῦ Χρυσοστόμου καὶ
ἡ ἐπίδρασή του στοὺς πιστούς, ὥστε οἱ θυρωροί, οἱ νεωκόροι, ἔφθασαν στὶς πόρτες
καὶ τὶς ἔκλεισαν, ὅπως τοὺς εἶχε δώσει ἐντολή νὰ πράξουν: «Οἱ θυρωροὶ θυρῶν
εἴχοντο, καὶ ὅπερ ἦν αὐτοῖς ἐπιτεταγμένον ἐποίουν». Ἔγινε πῦρ καὶ μανία ἡ
βασίλισσα ἀπὸ τὸν θυμό της καὶ προσκαλοῦσε τὸν λαὸ νὰ γίνει μάρτυρας γιὰ τὴν ὑβριστικὴ
αὐτὴ συμπεριφορὰ τοῦ πατριάρχη. Ἐνῶ δὲ προσπαθοῦσαν οἱ συνοδοί της νὰ ἀνοίξουν
μὲ βία τὶς πόρτες, ἕνας ἀπὸ αὐτοὺς ἔσυρε τὸ ξίφος του ἐναντίον τῆς ἱερῆς πόρτας.
Μόλις ὅμως σήκωσε τὸ ὑβριστικό του χέρι, αὐτὸ ἔμεινε ξερὸ καὶ παράλυτο, μὲ συνέπεια
νὰ φοβηθοῦν καὶ ἡ Εὐδοξία καὶ οἱ συνοδοί της. Γιατὶ ἡ ἐντολὴ ποὺ ἔδωσε ὁ μέγας Χρυσόστομος
νὰ ἀπαγορευθεῖ ἡ εἴσοδος στὴν βασίλισσα δὲν εἶχε κάτι ἀπὸ τὰ ἀνθρώπινα κίνητρα·
ὀφειλόταν σὲ θεῖο ζῆλο καὶ ἀπέβλεπε στὴν δόξα τοῦ Θεοῦ, εἶχε ὡς αἰτία τὸ νὰ μὴ
καταφρονοῦνται τὰ ἱερά: «Τὸ γὰρ ὑπὸ τοῦ μεγάλου διαταγὲν οὐχ ἁπλῶς ἦν, οὐδέ
τι εἶχε τῶν ἀνθρωπίνων, ἀλλὰ κατὰ θεῖον ὑπῆρχε ζῆλον, εἰς δόξαν Θεοῦ γινόμενον·
ἡ δὲ αἰτία, τοῦ μὴ καταφρονεῖσθαι τὰ ἱερά»[7].
Ἡ
πανίσχυρη καὶ ὀργισμένη βασίλισσα, ἀφοῦ ἐμποδίσθηκε νὰ περάσει τὰ ἱερὰ πρόθυρα,
ἐπέστρεψε στὰ ἀνάκτορα. Αὐτὸς ὅμως ποὺ τιμωρήθηκε μὲ τὴν παράλυση τοῦ χεριοῦ
του, ἐπειδὴ ἡ πνευματική του ἀσθένεια δὲν ἦταν ἀνίατη, ὅπως τῆς βασίλισσας, συνῆλθε
ἀπὸ τὸ κτύπημα, ἔδειξε εὐγένεια ψυχῆς, καὶ παρουσίᾳ πολλῶν προσῆλθε στὸν πατριάρχη
καὶ ὁμολόγησε ἐνώπιον ὅλων ὅτι ἁμάρτησε καὶ ὅτι μετανοεῖ καὶ παρακαλεῖ νὰ θεραπευθεῖ
τὸ χέρι του. Ὁ Χρυσόστομος μὲ πολλὴ ἀγάπη τοῦ συνέστησε νὰ πλύνει τὸ χέρι του
στὸ νιπτῆρα τοῦ ἱεροῦ, καί, ἀφοῦ αὐτὸ ἔγινε,
θεραπεύθηκε τὸ χέρι καὶ ὑψώθηκε πρὸ τὸν Θεὸ ὁμολογώντας τὴν Χάρη τοῦ θαύματος[8].
3.
Δὲν λιποτάκτησε μπροστά στοὺς ἰσχυρούς
Καὶ
ἀπέναντι στὸν αὐτοκράτορα Ἀρκάδιο ἐκράτησε τὴν ἴδια στάση παρρησίας, ἀποστολικοῦ
καὶ ἱερατικοῦ θάρρους, ὅπως καὶ ἀπέναντι πολλῶν ἄλλων ἰσχυρῶν, πολιτικῶν,
στρατιωτικῶν καὶ ἐκκλησιαστικῶν ἀξιωματούχων, ὅπως ἦσαν ὁ πανίσχυρος στρατηγὸς
τῶν Γότθων Γαϊνᾶς, ὁ ἰσχυρὸς ἐπίσης πρωθυπουργὸς καὶ ἐπίτροπος τοῦ Ἀρκαδίου Εὐτρόπιος,
καὶ ὁ ραδιοῦργος καὶ παντοδύναμος πατριάρχης Ἀλεξανδρείας Θεόφιλος καὶ ἡ περὶ αὐτὸν
μιαρὴ ὁμάδα τῶν ἐπισκόπων ποὺ κατεδίκασαν στὴν διαβόητη καὶ ληστρικὴ Ἐπὶ Δρῦν σύνοδο τοῦ 403 σὲ καθαίρεση καὶ
ἐξορία τὸν ἀδαμάντινο καὶ ἀσυμβίβαστο ἱεράρχη. Πρέπει νὰ ἐντρέπονται σημερινοὶ
δειλοὶ καὶ παραπαίοντες σὰν τὰ καλάμια στὸν ἄνεμο ἀρχιερεῖς, κολλημένοι σὰν
στρείδια στὶς ἐπισκοπικὲς ἀνέσεις καὶ ἐξουσίες, οἱ ὁποῖοι, ὅταν ἐλέγχονται γιὰ
τὶς παλίμβουλες, ἀλλοπρόσαλλες, ἐξευτελιστικὲς ἀποφάσεις καὶ γνῶμες τους, τολμοῦν
καὶ ἐπικαλοῦνται ἄσχετες θέσεις καὶ γνῶμες τοῦ Χρυσοστόμου, γιὰ νὰ καλύψουν τὴν
δειλία καὶ τὴν δουλοπρέπειά τους ἀπέναντι τῶν ἰσχυρῶν τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῆς
πολιτείας.
Γιὰ
νὰ μὴ μεγεθύνουμε πολὺ τὸ κείμενο μνημονεύουμε μόνο τὴν ἀπάντηση ποὺ ἔδωσε στὸν
αὐτοκράτορα Ἀρκάδιο, ὁ ὁποῖος τιμώντας καὶ σεβόμενος τὸ μεγαλεῖο τοῦ Μεγάλου Ἀρχιεπισκόπου
δίσταζε νὰ τὸν ἐκδιώξει διὰ τῆς βίας ἀπὸ τὸν θρόνο του καὶ νὰ τὸν ἐξορίσει. Ξεπέρασε
τοὺς δισταγμοὺς κάτω ἀπὸ τὶς πιέσεις τῆς Εὐδοξίας καὶ προπαντὸς τῶν κακῶν ἐπισκόπων
καὶ ἔδωσε τελικὰ ἐντολὴ διὰ τῆς βίας νὰ ἐξορισθεῖ ὁ Ἰωάννης. Ὁ Παλλάδιος Ἑλενουπόλεως, ὁ καλύτερος
καὶ πιὸ ἀξιόπιστος βιογράφος τοῦ Χρυσοστόμου, ἐκτιμᾶ ὅτι ὁ βασιλεὺς ἦταν ἀμέτοχος
καὶ ἀναίτιος στὶς ἐχθρικὲς ἐνέργειες ἐναντίον
του καὶ ὅτι τελικῶς νομίζοντας ὅτι οἱ ἐπίσκοποι ἔπρατταν πάντοτε τὸ σωστό, ὅπως
ἀφελῶς πιστεύουν καὶ πολλοὶ σήμερα, δέχθηκε τὴν γνώμη καὶ τὶς ἀποφάσεις τους: «Ἦν
δ᾽ ἐπὶ πάντων τῶν γεγενημένων ἀναίτιος ὁ βασιλεύς… ὁ δὲ βασιλεὺς ἐξ ἀνάγκης ὀχλούμενος
ὑπ᾽ αὐτῶν, ὡς ἐπισκόποις ἐπίστευσεν. Ὁ γὰρ ἀληθῶς πρεσβύτερος ἤ ἐπίσκοπος ψεῦδος
οὐκ οἶδε». Σὲ μία τελευταία του προσπάθεια νὰ τοὺς μεταπείσει τοὺς εἶπε νὰ
σκεφθοῦν μήπως κάνουν λάθος. Ἐκεῖνοι τοῦ ἀπήντησαν: «Βασιλεῦ, ἐπὶ τὴν κεφαλὴν
ἡμῶν ἡ Ἰωάννου καθαίρεσις», ἐπαναλαμβάνοντας ὅσα διαδραματίσθηκαν μεταξὺ τοῦ
Πιλάτου καὶ τῶν Ἰουδαίων ἀρχόντων. Καὶ ὅταν τελικὰ ὁ αὐτοκράτωρ διεμήνυσε στὸν Ἰωάννη
νὰ φύγει μόνος του ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, γιὰ νὰ ἀποφευχθοῦν οἱ ἀντιδράσεις τοῦ λαοῦ
καὶ οἱ συγκρούσεις, ὁ καλὸς ποιμήν, ὁ ἐπιστήμων τῆς ἱερωσύνης, ὅπως ἀποκαλεῖται,
γνωρίζοντας ὅτι τὴν ἱερωσύνη τὴν ὀφείλουν οἱ ἐπίσκοποι καὶ οἱ ἱερεῖς στὸν Θεό,
καὶ ὄχι σὲ ἀνθρώπους, εἴτε σ᾽αὐτοὺς ποὺ τοὺς ἐχειροτόνησαν εἴτε σ᾽ αὐτοὺς ποὺ μεσολάβησαν,
ἀπάντησε ἱεροπρεπέστατα πὼς δὲν μπορεῖ νὰ λιποτακτήσει ἑκουσίως ἀφήνοντας τὸ ποίμνιο
ἀπροστάτευτο, ὅπως δυστυχῶς ἔπραξε αὐτὲς τὶς ἡμέρες λιποτάκτης ἀρχιμανδρίτης, ἐπαινούμενος
ἀπὸ ἀμαθεῖς καὶ ἀμυήτους. Μόνο ἀκουσίως
καὶ μὲ ἄσκηση βίας θὰ ἐγκατέλειπε τὸν θρόνο: «Ἐγὼ παρὰ τοῦ Σωτῆρος Θεοῦ ὑποδέδεγμαι
τὴν Ἐκκλησίαν ταύτην εἰς ἐπιμέλειαν τῆς τοῦ λαοῦ σωτηρίας, καὶ οὐ δύναμαι αὐτὴν
καταλεῖψαι· εἰ δὲ τοῦτο βούλει (ἡ γὰρ πόλις σοι διαφέρει), βίᾳ με ἐξέωσον, ἵνα ἔχω
ἀπολογίαν τῆς λειποταξίας τὴν σὴν αὐθεντίαν»[9].
4.
Ἔτσι διαμορφώθηκε ἡ συναλληλία Ἐκκλησίας καὶ Πολιτείας. Τώρα οἱ τῆς Ἐκκλησίας ἔγιναν
ὑπάλληλοι τοῦ καίσαρα – πρωθυπουργοῦ.
Τέτοια
παραδείγματα ἀρχιερέων, ἀληθινῶν ἐπισκόπων καὶ ὄχι ψευδεπισκόπων, διαμόρφωσαν τὶς
σχέσεις Ἐκκλησίας καὶ Πολιτείας στὸ χιλιετὲς μοναδικὸ ὀρθόδοξο κράτος τῆς
Ρωμιοσύνης τοῦ Βυζαντίου. Ὁ Χρυσόστομος συνέβαλε ἀποφασιστικὰ καὶ καθοριστικὰ εἰς
αὐτό. Θεωρεῖ ὅτι ὁ κάθε ἕνας ἀπὸ τοὺς δύο θεσμοὺς πρέπει νὰ κινεῖται μέσα στὰ ὅρια
τῆς ἀποστολῆς του καὶ νὰ μὴ ἐπεμβαίνει στὶς ἁρμοδιότητες τοῦ ἄλλου. Διαγράφει μὲ
σαφήνεια αὐτὰ τὰ ὅρια, τοὺς διακριτοὺς ρόλους, ὅπως λέγεται σήμερα στὴ σχετικὴ
συζήτηση τοῦ θέματος: «Ἄλλοι ὅροι βασιλείας καὶ ἄλλοι ὅροι ἱερωσύνης… Οὗτος
μὲν γὰρ τὰ ἐπὶ γῆς ἔλαχεν οἰκονομεῖν· ὁ δὲ τῆς ἱερωσύνης θεσμὸς ἄνω κάθηται… Ὁ
βασιλεὺς σώματα ἐμπιστεύεται, ὁ δὲ ἱερεὺς ψυχάς»[10].
Ἡ πολιτικὴ ἐξουσία εἶναι ὑπεύθυνη γιὰ τὰ σωματικὰ καὶ τὰ ὑλικά, γιὰ ὅ,τι ἔχει
σχέση μὲ τὸ σῶμα τοῦ ἀνθρώπου· ἡ ἐκκλησιαστικὴ ἐξουσία φροντίζει γιὰ τὰ
πνευματικά, γιὰ ὅ,τι ἔχει σχέση μὲ τὴν ψυχή του. Τὸ κύριο ἐνδιαφέρον τῆς Ἐκκλησίας
δὲν εἶναι ἡ διευθέτηση τῶν βιωτικῶν πραγμάτων, ἀλλὰ ἡ προετοιμασία τῶν ἀνθρώπων
γιὰ τὸν οὐρανό. Τὸ πολίτεμα τῶν Χριστιανῶν, ὅπως διδάσκει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος,
βρίσκεται στὸν οὐρανό. Ἡ πολιτεία ἐξ ἄλλου δὲν ἔχει ὡς μέλημα τὴν φιλοσοφία τῆς
ζωῆς, νὰ διδάξει τί εἶναι ψυχή, τί κόσμος, ποιά εἶναι ἡ μετὰ θάνατον τύχη τοῦ ἀνθρώπου,
καὶ πῶς θὰ κατορθώσουμε τὴν ἀρετή. Αὐτὰ εἶναι ἔργο τῶν ἱερέων, ἐνῶ τῶν πολιτικῶν
ἀρχόντων ἔργο εἶναι τὰ συμβόλαια, οἱ συναλλαγές, τὰ χρήματα. Ὅλη ἡ φροντίδα τῆς
Ἐκκλησίας πρέπει νὰ καταναλίσκεται στὴν πνευματικὴ οἰκοδομὴ τοῦ ἀνθρώπου καὶ στὴν
προετοιμασία του γιὰ τὸν οὐρανό[11].
Αὐτὸ
βέβαια δὲν σημαίνει ὅτι ἀπαγορεύεται καὶ ὁ ἐκ μέρους τῶν ἱερέων ἔλεγχος, ὅταν οἱ
πολιτικοὶ ἄρχοντες λαμβάνουν ἄδικες ἀποφάσεις ἐναντίον τῶν ὀρθῶν τῆς πίστεως
δογμάτων, ἐναντίον τῶν πτωχῶν καὶ ἀδυνάτων. Ἀποτελοῦν καὶ αὐτὰ καταστρατήγηση ἐντολῶν
τοῦ Θεοῦ, ὁπότε ἐπιβάλλεται ὁ ἔλεγχος· δὲν ἀποτελεῖ αὐτὸ ἀνάμειξη, ἀλλὰ ὑπόδειξη
τῶν ὁρίων τῆς πολιτικῆς ἐξουσίας, ἐφαρμογὴ τοῦ «πειθαρχεῖν δεῖ Θεῷ μᾶλλον ἤ ἀνθρώποις».
Δὲν θὰ πάρει ὁ ἱερεὺς τὰ ὅπλα γιὰ νὰ ἀνατρέψει τοὺς ἄρχοντες, ἀλλὰ θὰ ἐλέγξει
μὲ παρρησία καὶ θάρρος: «Ἱερέως ἐλέγχειν ἐστὶ μόνον καὶ παρρησίαν ἐπιδείκνυσθαι,
οὐχ ὅπλα κινεῖν, ἀλλὰ μόνον ἐλέγχειν καὶ παρρησίαν ἐπιδείκνυσθαι»[12].
Ὁ ἴδιος ὁ Χρυσόστομος ἔμεινε αἰώνιον παράδειγμα παρρησίας, ὅταν, ὡς πατριάρχης
Κωνσταντινουπόλεως, ἤλεγξε τὴν βασίλισσα Εὐδοξία γιὰ διαρπαγὴ τοῦ ἀμπελώνα φτωχῆς
χήρας, καὶ γιὰ τὴν διοργάνωση χορῶν καὶ πανηγύρεων μπροστὰ στὴν προτομή της καὶ
πρὸς τιμήν της στὸ προαύλιο τοῦ ναοῦ, ποὺ παρενοχλοῦσαν τὶς ἱερὲς ἀκολουθίες. Τὴν
εἰς βάρος του ἔκρηξη ὀργῆς τῆς βασίλισσας καὶ τὴν ἀπόφαση γιὰ τὴν ἐξορία του τὰ
ἀντιμετώπισε μὲ τὰ παγκοίνως γνωστὰ καὶ εὐφημούμενα: «Πάλιν Ἡρωδιὰς μαίνεται,
πάλιν ταράσσεται, πάλιν ζητεῖ τὴν κεφαλὴν Ἰωάννου ἐπὶ πίνακι»[13].
Σὲ
πνευματικὰ θέματα ὀφείλουν οἱ πολιτικοὶ ἄρχοντες νὰ ὑπακούουν εἰς τοὺς ἱερεῖς, ὅπως
ἀντίστοιχα στὰ πολιτικὰ ὀφείλουν οἱ ἱερεῖς νὰ ὑπακούουν εἰς τοὺς πολιτικούς, ἀκόμη
καὶ οἱ ἀπόστολοι, οἱ εὐαγγελισταί, οἱ προφῆται, «οὐ γὰρ ἀνατρέπει τὴν εὐσέβειαν
αὕτη ἡ ὑποταγή»[14]. Μὲ θαυμασμὸ ἀναφέρεται
ὁ Χρυσόστομος στὸν ἱερομάρτυρα Βαβύλα καὶ ἐπαινεῖ τὴν στάση του ἀπέναντι σὲ πανίσχυρο
αὐτοκράτορα, ὁ ὁποῖος ἐπέδειξε τέτοια ὠμότητα, ὥστε κατέσφαξε τὸ γιὸ τοῦ βασιλέως
τῶν Περσῶν ποὺ τὸν εἶχε παραδώσει ὁ ἴδιος ὁ πατέρας του ὡς ὅμηρο γιὰ τὴν τήρηση
κάποιας συμφωνίας. Δὲν ἐδίστασε ὁ ταπεινὸς ἐπίσκοπος νὰ ἐκδιώξει ἀπὸ τὸν ναὸ τὸν
ἁμαρτήσαντα βασιλέα, ὅπως διαχωρίζει ὁ ποιμὴν ἐκ τῆς ποίμνης τὸ ψωραλέο πρόβατο,
γιὰ νὰ ἐμποδίσει τὴν μετάδοση τῆς νόσου. Εἶναι συγκλονιστικὴ ἡ ὁμιλία τοῦ
Χρυσοστόμου Εἰς τὸν μακάριον Βαβύλαν[15].
Σὲ
σχέση πάντως μὲ τοὺς πολιτικοὺς ἄρχοντες ὑπερέχουν οἱ ἐκκλησιαστικοί, ὄχι ὡς πρὸς
τὴν ἄσκηση τῆς ἐξουσίας, ἀλλὰ λόγῳ τοῦ ὅτι ὑπερέχει, εἶναι ὑψηλότερη ἡ ἀποστολή
τους. Ἡ διαφορὰ τῶν ἀντικειμένων, τῶν χώρων τῆς ἀποστολῆς τους, προσδίδει ὑπεροχὴ
στοὺς ἱερεῖς ἔναντι τῶν βασιλέων καὶ τῶν λοιπῶν πολιτικῶν ἀρχόντων. Αὐτὴ ἡ
διαφορὰ παραλληλίζεται μὲ τὴν διαφορὰ οὐρανοῦ καὶ γῆς ἤ ψυχῆς καὶ σώματος: «Αὕτη
γὰρ ἡ ἀρχὴ τοσοῦτον τῆς πολιτικῆς ἀμείνων, ὅσον γῆς ὁ οὐρανός… ὅσον οὖν ψυχῆς
καὶ σώματος τὸ μέσον, τοσοῦτον πάλιν αὕτη διέστηκεν ἐκείνης ἡ ἀρχή»[16].
Αὐτὴ ἡ πνευματικὴ ὑπεροχὴ δικαιολογεῖ καὶ τὴν πράξη τῆς χρίσεως τῶν βασιλέων
ἀπὸ τοὺς ἐπισκόπους, ὅταν ἐστέφοντο βασιλεῖς καὶ ἀνελάμβαναν τὰ καθήκοντά τους:
«Καὶ γὰρ αὐτὴν τὴν βασιλικὴν κεφαλὴν οἱ ἱεροὶ νόμοι ταῖς τούτου φέροντες χερσὶν
ὑπέταξαν· καὶ ὅταν τι δέοι γενέσθαι χρηστὸν ἄνωθεν, ὁ βασιλεὺς πρὸς τὸν ἱερέα,
οὐχ ὁ ἱερεὺς πρὸς τὸν βασιλέα καταφεύγειν εἴωθε»[17].
5.
Πρότυπο τοῦ Χρυσοστόμου ὁ ἱερομάρτυς ἐπίσκοπος Ἀντιοχείας Βαβύλας (238-250)
Ἀπαγορεύοντας
ὁ Χρυσόστομος στήν αὐτοκράτειρα Εὐδοξία νὰ εἰσέλθει στὸ ναὸ τῆς Ἁγίας Σοφίας σίγουρα
εἶχε στὸν νοῦ του ὡς πρότυπο τὸν ἅγιο Ἱερομάρτυρα Βαβύλα, ἐπίσκοπο Ἀντιοχείας,
τῆς πόλεως στὴν ὁποία γεννήθηκε καὶ ἀνατράφηκε καὶ τὴν ὁποία διακόνησε ἐπὶ 5-6 ἔτη
ὡς διάκονος (381-386) καὶ ἐπὶ 12 ἔτη ὡς πρεσβύτερος (386-397), μέχρις ὅτου ἀνῆλθε
στὸν πατριαρχικὸ θρόνο τῆς Κωνσταντινούπολης. Σήμερα, ὅταν συνήθως θέλουμε νὰ
παρουσιάσουμε γενναίους ἐπισκόπους ποὺ ἐτόλμησαν νὰ ἀπαγορεύσουν τὴν εἴσοδο
βασιλέων σὲ ναοὺς καὶ νὰ τονίσουμε τὴν ἀνεξαρτησία τῆς Ἐκκλησίας ἀπὸ τὴν Πολιτεία,
ἀναφερόμαστε δικαίως στὴν ἱεροπρεπῆ καὶ θεάρεστη πράξη τοῦ ἁγίου Ἀμβροσίου ἐπισκόπου
Μεδιολάνων (374-397), τοῦ σημερινοῦ Μιλάνου τῆς Ἰταλίας, ὁ ὁποῖος ἀπαγόρευσε τὴν
εἴσοδο τοῦ εὐσεβοῦς καὶ ἁγίου αὐτοκράτορος Θεοδοσίου τοῦ Μεγάλου (379-395) στὸν
καθεδρικὸ ναὸ τοῦ Μιλάνου τὸ 390, ἐπειδὴ διέταξε καὶ σφαγιάσθηκαν ἑπτὰ χιλιάδες
Θεσσαλονικεῖς στὸν ἱππόδρομο τῆς πόλης, ὡς ἀντίποινα γιὰ τὸν φόνο λίγων ἀξιωματικῶν
κατὰ τὴν διάρκεια λαϊκῆς ἐξέγερσης. Ἐπέβαλε ὀκτάμηνη μετάνοια ἀκοινωνησίας, τὴν
ὁποία ἐτήρησε ὁ αὐτοκράτωρ καὶ κατὰ τὸ διάστημα αὐτὸ δὲν φοροῦσε τὴν αὐτοκρατορικὴ
στολή· «βασιλικῷ κόσμῳ οὐκ ἐχρήσατο»[18].
Γενικῶς ἀπαγόρευσε στὸν αὐτοκράτορα νὰ παραμένει μέσα στὸ Ἱερὸ Βῆμα μαζὶ μὲ τοὺς
κληρικοὺς κατὰ τὴν διάρκεια τῆς Θείας Λατρείας, διότι ἐδίδασκε ὅτι ἡ βασιλικὴ ἁλουργίδα,
τὸ βασιλικὸ ἀξίωμα δηλαδή, ἀναδεικνύει βασιλεῖς, ὄχι ὅμως καὶ ἱερεῖς· «ἁλουργὶς
βασιλέας, οὐχ ἱερέας ποιεῖ»[19].
Στὴν ἐπιστολή του 20 (παράγρ. 19) γράφει ὅτι «στὸν αὐτοκράτορα ἀνήκουν τὰ
παλάτια, στὸν ἐπίσκοπο οἱ οἶκοι τοῦ Θεοῦ (οἱ ναοί)». Στὴν Ἀκολουθία τῆς ἑορτῆς
τοῦ Ἁγίου Ἀμβροσίου (7 Δεκεμβρίου) ὑπάρχουν ἐπαινετικὲς ἀναφορὲς γιὰ τὴν θαρραλέα
αὐτὴ ἐνέργειά του. Τὸ συναξάρι γράφει: «Καὶ τὸν βασιλέα Θεοδόσιον, ἀπὸ τῆς ἐν
Θεσσαλονίκῃ μιαιφονίας καταλαβόντα τὴν Μεδιόλανον πόλιν, τῶν θείων εἰσόδων τῆς Ἐκκλησίας
κωλύσας, καὶ εἰς ὑπόμνησιν ἀγαγὼν ὧν ἐτετολμήκει, καὶ ὁπόση τις διαφορὰ καθέστηκεν
ἀναμεταξὺ ἱερωμένου τε καὶ λαϊκοῦ βασιλέως αὐτὸν διδάξας καὶ παραινέσας μὴ
προπετῶς οὕτω καὶ ἀναιδῶς τῶν θείων κατατολμᾶν, ἐν γήρᾳ καλῷ καταλύει τὸν βίον».
Σὲ στιχηρὸ τοῦ Ἑσπερινοῦ γράφει ὁ ὑμνογράφος: «Τὸν εὐσεβῆ βασιλέα, ἡμαρτηκότα
ποτέ, ὡς τὸν Δαβὶδ ὁ Νάθαν, παρρησίᾳ ἐλέγξας, Ἀμβρόσιε παμμάκαρ, τοῦτον σαφῶς ἀφορισμῷ
καθυπέβαλες, καὶ μετανοίᾳ παιδεύσας θεοπρεπῶς, συνηρίθμησας τῇ ποίμνῃ σου».
Σὲ τροπάριο τῆς στ´ ᾠδῆς προσθέτει: «Ὁ ζῆλός σου Ἠλιοὺ ζῆλον μιμεῖται Μακάριε·
βασιλέα γὰρ πιστόν, χρανθέντα τοῖς αἵμασιν, ἐλέγξας ἀπήλασας θείων περιβόλων, τὸ
αἰδέσιμον φυλάττων Θεοῦ».
Τὸ
390 ὁ Ἀμβρόσιος προέβαινε στὴν θεοπρεπῆ αὐτὴ πράξη νὰ ἀφορίσει καὶ νὰ ἐκδιώξει ἀπὸ
τὸν ναὸ τὸν κατὰ τὰ ἄλλα πιστὸ καὶ εὐσεβῆ βασιλέα Μέγα Θεοδόσιο, στὸν ὁποῖο ἡ Ἐκκλησία
ὀφείλει πολλά, ἀφοῦ ἀναδείχθηκε προστάτης τῆς Ὀρθοδοξίας μὲ πολλὰ νομοθετικὰ μέτρα,
ἰδιαίτερα μὲ τὴν σύγκληση τῆς Β´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου (381). Γι᾽ αὐτὸ ἄλλωστε ἔχει
συναριθμηθῆ καὶ μεταξὺ τῶν Ἁγίων ἑορταζομένης τῆς μνήμης του στὶς 17 Ἰανουαρίου,
ὁπότε ὁ συναξαριστὴς γράφει: «Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τοῦ εὐσεβοῦς βασιλέως
Θεοδοσίου τοῦ Μεγάλου» καὶ ἀκολουθεῖ τὸ δίστιχο:
Ἡ
βασιλεία ἐμποδὼν οὐχ ὡράθη,
Σοί,
ὦ Θεοδόσιε, πρὸς σωτηρίαν.
Τὴν
ἴδια ἐποχὴ ὁ Χρυσόστομος δροῦσε στὴν Ἀντιόχεια ὡς πρεσβύτερος, καὶ παρ᾽ ὀλίγον ὅ,τι
συνέβη στὴν Θεσσαλονίκη μὲ τὶς σφαγὲς τοῦ λαοῦ τὸ 390 νὰ συνέβαινε καὶ στὴν Ἀντιόχεια,
διότι οἱ Ἀντιοχεῖς ἀντιδρώντας σὲ νέους βαρεῖς φόρους ἐπαναστάτησαν ἐπίσης τρία
χρόνια ἐνωρίτερα τὸ 387, κατέστρεψαν τοὺς ἀνδριάντας τῶν μελῶν τῆς αὐτοκρατορικῆς
οἰκογένειας, πυρπόλησαν δημόσια κτήρια καὶ τὸ βασιλικὸ ἀνάκτορο. Ὁ Μ. Θεοδόσιος
ἀποφάσισε νὰ τιμωρήσει σκληρὰ ὅλους τοὺς Ἀντιοχεῖς. Ἡ τιμωρία ἐδῶ ἀποφεύχθηκε μὲ μετάβαση τοῦ ἐπισκόπου
Φλαβιανοῦ στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ ἱκετευτικὴ παρέμβαση, ἐνῶ ὁ Χρυσόστομος στὴν
Ἀντιόχεια μὲ τοὺς περίφημους Λόγους Εἰς τοὺς Ἀνδριάντας (Ὁμιλίες
1-21) παρηγοροῦσε τὸν τρομοκρατημένο ἐν ὄψει τῆς τιμωρίας λαό, ἀλλὰ συγχρόνως τὸν
ἔψεγε γιὰ τὶς ὀχλοκρατικὲς ἐνέργειες καὶ τὶς ἄσκοπες καταστροφές. Οἱ Λόγοι αὐτοὶ
Εἰς τοὺς Ἀνδριάντας κατὰ τὴν γνώμη εἰδικῶν «ἀποτελοῦν τὸ πλέον ἀριστουργηματικὸ
ὁμιλητικὸ ἐπίτευγμα τοῦ Χρυσοστόμου»[20].
Ὅταν
λοιπὸν ὁ Χρυσόστομος ἔκλεινε τὶς πόρτες τῆς Ἁγίας Σοφίας στὴν βασίλισσα Εὐδοξία
στὴν Κωνσταντινούπολη τὸ 403, ἀσφαλῶς θὰ εἶχε μάθει αὐτὸ ποὺ ἔκανε ὁ Ἀμβρόσιος
στὰ Μεδιόλανα τὸ 390, μπροστὰ μάλιστα σὲ ἕνα αὐτοκράτορα ποὺ στὸ ὄνομά του
προστέθηκε τὸ ἐπίθετο Μέγας, στὸν Μ. Θεοδόσιο, τοῦ ὁποίου τώρα ὁ γιός, ὁ Ἀρκάδιος,
μὲ τὴν σύζυγό του βασίλισσα Εὐδοξία, βρέθηκαν ἀντιμέτωποι μὲ μία ἰσχυρὴ ἐκκλησιαστικὴ
προσωπικότητα, ἰσχυρότερη καὶ αὐτῆς τοῦ Ἀμβροσίου. Δυστυχῶς, δὲν ἀκολούθησαν τὸ
παράδειγμα τοῦ πατέρα καὶ πεθεροῦ, ποὺ τὸν ἐμεγάλυναν περισσότερο ἡ μετάνοια καὶ
ἡ εὐπείθεια πρὸς τὸν ἐπίσκοπο, ὁ σεβασμὸς πρὸς τὸ ὕψιστο ἀξίωμα τῆς ἱερωσύνης, ἀλλὰ
ἐπὶ τρία ἔτη ἐταλαιπώρησαν στὴν ἐξορία τὸν Χρυσόστομο καὶ τὸν ὁδήγησαν τελικῶς
στὸν θάνατο.
Ὀκτὼ
χρόνια ἐνωρίτερα ἀπὸ τὴν παραδειγματικὴ στάση τοῦ ἁγίου Ἀμβροσίου ἀπέναντι στὸν
πανίσχυρο Μ. Θεοδόσιο τὸ 382 στὴν Ἀντιόχεια, ὁ Χρυσόστομος ὡς διάκονος, προσφάτως
χειροτονηθεὶς ἀπὸ τὸν πατριάρχη Ἀντιοχείας Μελέτιος (361-381), ἐξεφώνησε δύο λόγους,
ἕναν σύντομο Εἰς τὸν Ἅγιον ἱερομάρτυρα Βαβύλαν[21]
καὶ ἕναν ἐκτενῆ Λόγον εἰς τὸν μακάριον Βαβύλαν, καὶ κατὰ Ἰουλιανοῦ καὶ
πρὸς Ἕλληνας[22]. Ὁ ἐκτενὴς εἶναι
σπουδαία ἀπολογητικὴ πραγματεία ἐναντίον τῆς εἰδωλολατρίας, μέσα στὴν ὁποία περίτεχνα
πλέκει τὸ μαρτύριο τοῦ ἐπισκόπου Ἀντιοχείας Βαβύλα (238-250) καὶ τὴν μεταγενέστερη
προσπάθεια τοῦ Ἰουλιανοῦ τοῦ Παραβάτη νὰ ἐπαναφέρει καὶ νὰ ζωντανέψει τὴν εἰδωλολατρία
στὴν Ἀντιόχεια τὸ 362. Ἐμποδίσθηκε ὅμως σ᾽ αὐτὸ ἀπὸ τὰ λείψανα τοῦ ἱερομάρτυρος,
ὁ ὁποῖος ἑκατὸ καὶ πλέον χρόνια μετὰ τὸν μαρτυρικό του θάνατο θαυματουργικὰ ἀποδείκνυε
τὸ ψεῦδος καὶ τὴν ἀπάτη τῶν εἰδώλων.
Αὐτὸ
ποὺ ἐνδιαφέρει ὅμως ἐδῶ νὰ δείξουμε σύντομα εἶναι ὅτι πολὺ πρὶν ἀπὸ τὴν γενναία
καὶ παραδειγματικὴ στάση τοῦ Ἁγίου Ἀμβροσίου Μεδιολάνων ἀπέναντι στὸν Μ. Θεοδόσιο
(390), ὁ νεαρὸς διάκονος Χρυσόστομος στὴν Ἀντιόχεια στὴν ἀπολογητική του
πραγματεία διαζωγραφεῖ τὴν γενναία στάση τοῦ ἱερομάρτυρα Βαβύλα ἀπέναντι ὄχι σὲ
ἕνα εὐσεβῆ Χριστιανὸ αὐτοκράτορα, πρόθυμο νὰ μετανοήσει καὶ νὰ συμμορφωθεῖ, ἀλλὰ
ἀπέναντι σὲ ἕνα σκληρὸ διώκτη τῶν Χριστιανῶν, τὸν ὁποῖο ὁ Βαβύλας ἔδιωξε ἀπὸ τὸν
ναό, ὅταν ἐπεχείρησε μετὰ ἀπὸ ἕνα ἀπαίσιο καὶ ἀποκρουστικὸ φόνο νὰ εἰσέλθει στὸν
ναὸ καὶ νὰ τὸν μιάνει, καὶ ὡς φονεὺς καὶ ὡς ἀλλόθρησκος.
Μᾶς
λέγει λοιπὸν ὅτι στὸ πρόσφατο παρελθὸν ὑπῆρξε κάποιος Ρωμαῖος αὐτοκράτωρ, ὁ ὁποῖος
διέπραξε ἕναν βδελυρὸ καὶ ἀπαίσιο φόνο ἑνὸς νεαροῦ βασιλόπουλου ἄλλης χώρας, τὸ
ὁποῖο εἶχε μὲ ἐμπιστοσύνη παραδώσει ὁ πατέρας του ὡς ὅμηρο μὲ τὴν συμφωνία νὰ
σταματήσουν οἱ ἐχθροπραξίες μεταξύ τους. Τὸ νεαρὸ βασιλόπουλο χρησιμοποιήθηκε ὡς
ἐνέχυρο, ὡς ἐγγύηση, γιὰ τὴν τήρηση τῶν συμφωνηθέντων. Ὁ Χρυσόστομος δὲν μᾶς ὀνομάζει
τὸν βασιλέα. Ὁ Συμεὼν Μεταφραστὴς καὶ τὰ συναξάρια θεωροῦν ὅτι ὁ διαπράξας τὸν
μιαρὸ καὶ ἀναίτιο φόνο αὐτοκράτωρ ἦταν ὁ Νουμεριανός, ὁ ὁποῖος ἐβασίλευσε κατὰ
τὰ ἔτη 283-284, διαδεχθεὶς τὸν πατέρα του Κάρο (282-283). Ἐπειδὴ ὅμως ἀπὸ τὴν ἱστορικὴ
ἔρευνα καὶ τοὺς ἐπισκοπικοὺς καταλόγους προκύπτει ὅτι ὁ ἱερομάρτυς Βαβύλας, ποὺ
ἤλεγξε τὸν φονέα αὐτοκράτορα, διετέλεσε ἐπίσκοπος Ἀντιοχείας τὰ ἔτη 238 ἢ 240 μέχρι
τὸ 250, ποὺ ἐμαρτύρησε, πολλοὶ θεωροῦν ὅτι ὁ φονεὺς αὐτοκράτωρ ἦταν ὁ Δέκιος (249-251),
γνωστὸς γιὰ τοὺς σκληροὺς διωγμοὺς ἐναντίον τῶν Χριστιανῶν.
Ὁ
θηριώδης λοιπὸν καὶ ἀπάνθρωπος αὐτὸς αὐτοκράτωρ, χωρὶς νὰ ἔχει γίνει παραβίαση
τῆς συμφωνίας ἀπὸ τὸν βασιλέα τῶν Περσῶν, τοῦ ὁποίου ὁ υἱὸς ἐκρατεῖτο ὡς ὅμηρος,
κατέσφαξε τὸ νεαρὸ βασιλόπουλο ὡς ἐπίδειξη δύναμης. Καὶ ἐνῶ τὰ χέρια του ἔσταζαν
ἀκόμη αἷμα, θέλησε νὰ ἐπισκεφθεῖ τὸν ναὸ τῶν Χριστιανῶν, γιὰ νὰ τὸν μολύνει μετὰ
ἀπὸ τὸν ἀποτρόπαιο φόνο, ἀλλὰ καὶ γιὰ νὰ ἀναγκάσει τοὺς Χριστιανοὺς νὰ τοῦ ἀποδώσουν
τιμὲς μέσα στὸν ναό τους. Συνέβη ὅμως τὸν καιρὸ ἐκεῖνο ποὺ συντελέσθηκε αὐτὴ ἡ ἄγρια
καὶ ἐλεεινὴ πράξη νὰ ποιμαίνει τὴν ἐκκλησία τῆς Ἀντιόχειας μέγας καὶ θαυμαστὸς ἐπίσκοπος,
ὁ Βαβύλας, ὁ ὁποῖος ἴσως νὰ μὴ ξεπέρασε σὲ παρρησία καὶ τόλμη τὸν προφήτη Ἠλία
καὶ τὸν Βαπτιστὴ Ἰωάννη, ἀλλὰ δὲν τοῦ ἔλειψε τίποτε ἀπὸ τὴν ἐλευθερία τῶν γενναίων
ἐκείνων ἀνδρῶν· «ἔφθασε δὲ οὕτως ὡς μηδὲ
τὸ τυχὸν ἀπολειφθῆναι τῆς ἐλευθερίας τῶν γενναίων ἐκείνων ἀνδρῶν». Ἀντιμετώπισε
ὄχι ἕνα ἄρχοντα μερικῶν πόλεων, ἕνα τετράρχη, οὔτε τὸν βασιλέα ἑνὸς ἔθνους, ἀλλὰ
αὐτὸν ποὺ κατεῖχε τὸ μεγαλύτερο μέρος τῆς οἰκουμένης, ἕναν πλανητάρχη θὰ λέγαμε
σήμερα, φοβερὸ καὶ τρομερὸ ἀπὸ ὅλες τὶς πλευρές, καὶ ἀπὸ τὸ μέγεθος τοῦ ἀξιώματος
καὶ ἀπὸ τὴν στρατιωτικὴ δύναμη, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὴν θρασύτητα καὶ τὸ κακότροπο τοῦ
χαρακτῆρος του. Αὐτὸν λοιπὸν τὸν πανίσχυρο αὐτοκράτορα, τὸν κυρίαρχο τοῦ κόσμου,
τὸν ἐξεδίωξε ἀπὸ τὴν ἐκκλησία ὁ Βαβύλας «ὡς
ἀνδράποδον εὐτελὲς καὶ οὐδενὸς ἄξιον λόγου, οὕτω τῆς ἐκκλησίας ἐξέβαλε, μετὰ
τοσαύτης ἀταραξίας καὶ ἀφοβίας, μεθ᾽ ὅσης ἂν ποιμὴν πρόβατον ψώρας ἐμπεπλησμένον
καὶ νενοσηκὸς τῆς ποίμνης ἀπείρξειε, κυλύων εἰς τὰ λοιπὰ διαβῆναι τὴν νόσον τοῦ
κάμνοντος»[23].
Ἐξηγεῖ
ὁ Χρυσόστομος ὅτι ἐπρόκειτο γιὰ ἕνα θαῦμα τόλμης καὶ παρρησίας, ἂν σκεφθεῖ κανεὶς
τὴν βασιλικὴ συνοδεία, τοὺς ὑπασπιστές, τοὺς στρατηγούς, τοὺς ἄρχοντες, τοὺς αὐλικούς,
τὸ πλῆθος τοῦ κόσμου, καὶ ὅλη τὴν ἄλλη θορυβώδη πορεία. Καὶ ἐν μέσῳ ὅλων αὐτῶν ἔφιππος
καὶ ὑπερήφανος ὁ βασιλεὺς μὲ πολυτελῆ βασιλικὰ ἱμάτια καὶ τοὺς πολυτίμους λίθους
διάσπαρτους νὰ ἀστράπτουν καὶ ἐπάνω στὸ βασιλικὸ στέμμα. Καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρά,
τὴν ἐκκλησιαστική, διαφορετικὴ εἰκόνα· ὁ ταπεινὸς ἐπίσκοπος μὲ ἁπλῆ στολὴ καὶ
συντετριμμένη ψυχή, ἀπαλλαγμένος ἀπὸ τὸ θράσος, ἀλλὰ γεμᾶτος θάρρος. Δὲν μπορεῖ
κανεὶς μὲ λόγια νὰ περιγράψει τὸ θαῦμα ἐκείνης τῆς παρρησίας, τὸ παράστημα τῆς
ψυχῆς τοῦ Βαβύλα, ποὺ μπόρεσε νὰ φθάσει στὴν κορυφὴ τῆς παρρησίας. Πῶς τόλμησε ὁ
γέροντας καὶ ἀδύναμος ἐπίσκοπος νὰ παραμερίσει τὴν βασιλικὴ φρουρὰ καὶ συνοδεία;
Πῶς ἄνοιξε τὸ στόμα του γιὰ νὰ τὸν ἐλέγξει; Πῶς ἔβαλε τὸ δεξί του χέρι στὸ στῆθος
τοῦ βασιλέως, ποὺ φλεγόταν ἀκόμη ἀπὸ τὸν θυμὸ καὶ ἦταν ζεστὸ ἀπὸ τὸν φόνο; Πῶς ἀπώθησε
τὸν ἀνδροφόνο; Εἶναι χεμαρρώδης καὶ ἀνεπανάληπτος ὁ χρυσοστομικὸς λόγος: «Πῶς γὰρ προσῆλθεν ὁ γέρων; Πῶς τοὺς δορυφόρους
διέκοψε; Πῶς τὸ στόμα διῆρε; Πῶς ἐφθέγξατο; Πῶς ἐπετίμησε; Πῶς τὴν δεξιὰν εἰς τὸ
στῆθος ἀπήρεισε τὸ φλεγμαῖνον ἔτι τῷ θυμῷ καὶ ζέον τῷ φόνῳ; Πῶς ἀπώσατο τὸν ἀνδροφόνον;
Οὐδὲν αὐτὸν τῶν ὁρωμένων κατέπληξεν καὶ τῆς προθέσεως ἐξέκρουσεν. Ὤ ψυχῆς ἀκαταπλήκτου
καὶ διανοίας ὑψηλῆς! Ὤ φρενῶν οὐρανίων καὶ παραστήματος ἀγγελικοῦ![24]»
6. Τέτοιους ἐπισκόπους χρειαζόμαστε
Ἀποτιμώντας
τὶς ἀγαθὲς συνέπειες τῆς γενναίας στάσεως τοῦ ἱερομάρ-τυρος Βαβύλα ὁ Ἅγιος Ἰωάννης
ὁ Χρυσόστομος συμπεραίνει ὅτι προέκυψαν συγχρόνως τρία καλὰ καὶ μεγάλος θησαυρὸς
ὠφελείας. Ἐν πρώτοις ὅλοι
οἱ μὴ Χριστιανοί, οἱ εἰδωλολάτρες τῆς αὐτοκρατορίας, θαύμασαν, ὅταν ἔμαθαν με πόση
παρρησία, μὲ πόσο θάρρος ὁπλίζει ὁ Χριστὸς τοὺς δούλους του, καὶ καταγέλασαν τὴν
δουλοπρέπεια τῶν ἱερέων τῶν εἰδώλων, ποὺ εἶναι πρόθυμοι νὰ ὑποκύψουν στοὺς ἄρχοντες,
γιὰ νὰ μὴ χάσουν τὰ προνόμια καὶ τὴν καλοπέραση ἀπὸ τὴν λατρεία τῶν εἰδώλων. «Ὅσοι περ ἂν ἦσαν ἄπιστοι κατεπλάγησαν καὶ ἐθαύμασαν
μαθόντες ὅσης τοῖς ἑαυτοῦ δούλοις ὁ Χριστὸς τῆς παρρησίας μετέδωκε, κατεγέλασαν
τῆς παρ᾽ αὐτοῖς δουλοπρεπείας καὶ ἀνελευθερίας καὶ ταπεινότητος»[25].
Ὡς πρὸς τοὺς πιστοὺς κατὰ δεύτερο λόγο,
ὄχι μόνο τοὺς ἰδιῶτες ἀλλὰ καὶ τοὺς ἄρχοντες, ἔδειξε ὅτι μεταξὺ τοῦ βασιλέως καὶ
τοῦ πιὸ ἁπλοῦ πιστοῦ δὲν ὑπάρχει καμμία διαφορὰ ἀπέναντι στὸν Θεό, ὅταν πρόκειται
νὰ τιμωρήσει καὶ νὰ ἐπιτιμή-σει: «Καὶ τῶν
ἐλαχίστων ὁ τὸ διάδημα ἔχων οὐδὲν ἔσται σεμνότερος, ὅταν κολάζεσθαι καὶ ἐπιτιμᾶσθαι
δέῃ»[26].
Ὑπάρχει ὅμως καὶ τρίτο κατόρθωμα
πολὺ σημαντικό. Ἔδειξε σὲ ὅσους μελλοντικὰ ἐπρόκειτο νὰ βασιλεύσουν ἢ νὰ ἱερωθοῦν,
ὅτι οἱ μὲν βασιλεῖς πρέπει νὰ μὴ μεγαλοφρονοῦν, οἱ δὲ ἱερεῖς νὰ ἔχουν ὑψηλὸ φρόνημα,
διότι γιὰ ὄσα συμβαίνουν στὴν γῆ κυριώτερος ἐπίτροπος τοῦ Θεοῦ εἶναι ὁ κάτοχος
τῆς ἱερωσύνης σὲ σχέση μὲ τὸν κάτοχο τοῦ βασιλικοῦ ἀξιώματος, καὶ θὰ πρέπει τὸ
μέγεθος τῆς ἱερατικῆς ἐξουσίας νὰ μὴ μειώνει κανείς, ἀλλὰ καλύτερα νὰ ἀποθνήσκει
παρὰ νὰ ἐγκαταλεί-πει τὴν αὐθεντία μὲ τὴν ὁποία κόσμησε ὁ Θεὸς τὴν ἱερωσύνη: «Ἔστι τι καὶ τρίτον κατόρθωμα οὐ τὸ τυχόν· τῶν
γὰρ μετὰ ταῦτα ἱερᾶσθαι καὶ βασιλεύειν μελλόντων τὰ φρονήματα, τῶν μὲν κατέστειλε
τῶν δὲ ἐπῆρεν ἀποφήνας, ὅτι τῆς γῆς καὶ τῶν ἐν τῇ γῇ πραττομένων κυριώτερος ἐπίτροπος
ὁ τὴν ἱερωσύνη λαχών, τοῦ τὴν ἁλουργίδα ἔχοντός ἐστι καὶ χρὴ τῆς ἐξουσίας ταύτης
τὸ μέγεθος μὴ ἐλαττοῦν, ἀλλὰ τῆς ψυχῆς ἐξίστασθαι πρότερον ἢ τῆς αὐθεντίας, ἣν ὁ
Θεὸς ἄνωθεν ταύτῃ συνεκλήρωσε τῇ ἀρχῆ».[27]
Συμπερασματικὰ
ὁ Χρυσόστομος, τελειώνοντας τὸν θαυμάσιο αὐτὸ ἀπολογητικὸ λόγο, λέγει ὅτι εἶναι
μεγάλη ἡ δύναμη τῶν μαρτύρων καὶ ὅταν ζοῦν καὶ ὅταν ἀποθάνουν, ὅπως ἔδειξε ὁ ἅγιος
Βαβύλας μὲ τὰ συνεχῆ του κατορθώματα. Ὑπερασπίσθηκε τοὺς νόμους τοῦ Θεοῦ ποὺ ὑβρίζονταν,
ἀπέδωσε δίκαιο γιὰ τὸν φονευθέντα· ἔδειξε πόση διαφορὰ ὑπάρχει μεταξὺ ἱερωσύνης
καὶ βασιλείας, κατέλυσε ὅλη τὴν κοσμικὴ φαντασία· δίδαξε στοὺς βασιλεῖς νὰ μὴ
προχωροῦν τὴν ἐξουσία τους πέρα ἀπὸ τὰ ὅρια ποὺ τοὺς ἔθεσε ὁ Θεὸς καὶ στοὺς ἱερωμένους
πῶς πρέπει νὰ χρησιμοποιοῦν τὴν δύναμη τῆς ἱερωσύνης.[28]
Μὲ
αὐτὸν τὸν πνευματικὸ ἐξοπλισμὸ καὶ τὴν θεϊκὴ δύναμη τῶν πνευματικῶν χαρισμάτων,
ποὺ τὰ ἐξεδήλωσε ὡς διάκονος ἀκόμη στὴν Ἀντιόχεια, καὶ πολὺ περισσότερο ὡς
πρεσβύτερος (ἀπὸ τὸ 381-397) ἀνῆλθε ὁ Χρυσόστομος στὸν πατριαρχικὸ θρόνο τῆς
Κωνσταντινούπολης (397-407). Τὸ ὑψηλὸ ἀξίωμα δὲν τοῦ ἄλλαξε τὴν πίστη καὶ τὸ ἦθος
του καὶ δὲν τὸν ὁδήγησε σὲ συμβιβασμοὺς καὶ δουλοπρέπειες μπροστὰ στοὺς κοσμικοὺς
ἄρχοντες. Ὅπως ἀντιμετώπισε ὁ ἱερομάρτυς Βαβύλας τὸν κοσμοκράτορα αὐτοκράτορα τῆς
Ρώμης, ἔτσι, ἀντιμετώπισε καὶ αὐτὸς τὴν κοσμοκράτειρα τῆς Νέας Ρώμης βασίλισσα
Εὐδοξία. Τέτοιους ἐπισκόπους χρειαζόμαστε στὴν ἄπιστη καὶ διεστραμμένη ἐποχὴ ποὺ
ζοῦμε.
7. Ἡ σταυρική του πορεία στὴν ἐξορία καὶ ὁ θάνατός
του στὶς 14 Σεπτεμβρίου τοῦ 407, ἡμέρα τῆς Ὑψώσεως τοῦ Τιμίου Σταυροῦ
Ὁ
μαρτυρικός του μάλιστα θάνατος καὶ τὰ βασανιστήριά του δὲν κράτησαν μερικὲς ὧρες
ἢ ἡμέρες, ὅπως συνήθως τῶν Ἁγίων Μαρτύρων, ἀλλὰ ἐπὶ τρία ὁλόκληρα χρόνια στὴν
μακρινὴ Κουκουσὸ καὶ τὴν γειτονική της Ἀραβισσό, μὲ συνοδεία σκληρῶν καὶ βάρβαρων
στρατιωτῶν περὶ τὸ τέλος τῆς τριετίας, οἱ ὁποῖοι εἶχαν πάρει ἐντολὴ ἀπὸ τοὺς
πολιτικοὺς καὶ ἐκκλησιαστικοὺς ἄρχοντες τῆς Κωνσταντινούπολης νὰ τοῦ προκαλέσουν
δύσκολο καὶ σκληρὸ θάνατο, μὲ ὑποσχέσεις ἀμοιβῶν καὶ ἀξιωμάτων. Εἶχαν ἐνοχληθῆ
στὴν Κωνσταντινούπολη, ἐπειδὴ παρὰ τὴν ἀπομόνωσή του στὶς μακρινὲς αὐτὲς κωμοπόλεις,
πολλοὶ κατέφθαναν ἐκεῖ, γιὰ νὰ τὸν συμβουλευθοῦν καὶ νὰ τοῦ δείξουν τὴν ἀγάπη τους.
Ἐξακολούθησε καὶ ἐδῶ νὰ ἐνεργεῖ ὡς ἐπίσκοπος, παρὰ τὴν καθαίρεσή του, καὶ νὰ ὀργανώνει
ἀκόμη καὶ ἱεραποστολές. Θέλησαν λοιπὸν νὰ μεγιστοποιήσουν τὴν ἀπομό-νωσή του, ὁρίζοντας
ὡς νέο τόπο ἐξορίας τὴν Πιτυοῦντα, στοὺς πρόποδες τοῦ Καυκάσου, στὸ βόρειο ἄκρο
τοῦ Εὐξείνου Πόντου, στὸ πιὸ ἀπόμακρο σημεῖο τῆς αὐτοκρατορίας, ὅπου δὲν ὑπῆρχε
χριστιανικὸς πληθυσμός, καὶ οἱ κάτοικοι ἦσαν ὅλοι εἰδωλολάτρες. Ἐκεῖ, λοιπόν, ὅπως
γράφει νεώτερος βιογράφος, «οἱ ἐπίσκοποι
μποροῦσαν νὰ εἶναι βέβαιοι ὅτι ὁ Ἰωάννης ἐπιτέλους θὰ καταδικαζόταν στὴ σιγὴ τοῦ
τάφου».[29].
Ἀνατράπηκαν πάντως τὰ σχέδιά τους, διότι πολὺ πρὶν φθάσει στὴν Πιτυοῦντα ὁ Χρυσόστομος,
καὶ ἐνῶ εἶχαν βαδίσει μόλις τὸ ἕνα τρίτο τῆς ἀπόστασης, ἐπρόλαβε ὁ Θεὸς καὶ τὸν
ἐπῆρε στὴν δόξα καὶ στὸν θρίαμβο τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν.
Μὲ
συντομία ἀλλὰ μὲ πολλὴ δύναμη περιγράφει ὁ Παλλάδιος Ἑλενουπόλεως τὴν τρίμηνη αὐτὴ
σταυρικὴ πορεία τοῦ μεγάλους ἐξορίστου ἀπὸ τὸν Ἰούνιο μέχρι τὸν Σεπτέμβριο τοῦ 407. Ἡ περιοχὴ τῆς Πιτυούντας ἦταν πανέρημος
τόπος στὴν ὄχθη τῆς Ποντικῆς θάλασσας. Οἱ δύο στρατιῶτες ποὺ τὸν συνόδευαν εἶχαν
πάρει ἐντολὴ νὰ καταστήσουν δύσκολη καὶ βασανιστικὴ τὴν πορεία, διότι τοὺς εἶχαν
ὑποσχεθῆ ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη ὅτι, «εἰ
ἀποθάνοι κατὰ τὴν ὁδόν, μειζόνων ἀξιωθήσονται τῶν βαθμῶν». Ὁ ἕνας ἀπὸ τοὺς
δύο φερόταν πιὸ φιλάνθρωπα, ἐνῶ ὁ ἄλλος, σκληρὸς καὶ δύσκολος, ἀπέκρουε ὅσους
καθ᾽ ὁδὸν τοὺς παρακαλοῦσαν νὰ λυπηθοῦν τὸν ἐξόριστο καὶ γιὰ ἕνα μόνο φρόντιζε·
νὰ ἔχει βασανιστικὸ θάνατο ὁ Ἰωάννης· «τούτου
μόνον φροντίζων τὸν Ἰωάννην δυσθανατῆσαι». Ὅταν ἔβρεχε καταιγιστικὰ συνέχιζαν
τὴν πορεία μέσα στὴν βροχὴ ποὺ διαπερνοῦσε τὴ ράχη καὶ τὸ στῆθος. Καὶ ὅταν ὑπῆρχε
καύσωνας, ἐξέθετε τὸν Ἰωάννη στὸν ἥλιο, γιατὶ ἤξερε πὼς ἦταν φαλακρὸς σὰν τὸν προφήτη
Ἐλισσαῖο καὶ ὑπέφερε ὁ μακάριος. Προσπερνοῦσαν ὅποια πόλη ἢ χωριὸ διέθετε λουτρό,
ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ ἀνακουφίσει λίγο τὴν σκληρὴ ὁδοιπορία. Ἐπὶ τρεῖς μῆνες ἄντεξε
ὁ ἅγιος τὴν ἀφόρητη αὐτὴ πορεία· ἔδειχνε σὰν λαμπερὸ ἀστέρι, καὶ τὸ σῶμα του ἔμοιαζε
σὰν ὥριμο μῆλο στὴν ἄκρη τοῦ κλαδιοῦ ὥριμο, κοκκινισμένο ἀπὸ τὸν ἥλιο, ἕτοιμο νὰ
πέσει. Πλησίασαν στὰ Κόμανα, τὰ προσπέρασαν ὅμως καὶ ἔξω ἀπὸ τὰ τείχη, σὲ ἀπόσταση
ὀλίγων χιλιομέτρων, πέρασαν τὴν νύχτα. Ἐκεῖ ὑπῆρχε μικρὸς ναΐσκος πρὸς τιμὴν τοῦ
μάρτυρος Βασιλίσκου, ἐπισκόπου Κομάνων, ὁ ὁποῖος μαρτύρησε στὴν Νικομήδεια ἐπὶ
Μαξιμιανοῦ. Κατὰ τὴ διάρκεια τῆς νύκτας τοῦ παρουσιάσθηκε ὁ μάρτυς Βασιλίσκος
καὶ τοῦ εἶπε: «Θάρσει ἀδελφὲ Ἰωάννη· αὔριον
γὰρ ἅμα ἐσόμεθα». Αὔριο θὰ εἴμαστε μαζί. Λέγεται ἐπίσης ὅτι ἐμφανίσθηκε καὶ
στὸν ἱερέα τοῦ ναοῦ καὶ τοῦ εἶπε νὰ ἑτοιμάσει τὸν τάφο καὶ ὅλα τὰ σχετικά, διότι
αὔριο θὰ ἔλθει κοντά μας ὁ Ἰωάννης. Ἔχοντας αὐτὴν τὴν προειδοποίηση ὁ Χρυσόστομος
παρακάλεσε τὴν ἄλλη μέρα τοὺς συνοδοὺς στρατιῶτες νὰ μὴ συνεχίσουν τὴν πορεία, ἀλλὰ
νὰ περιμένουν μέχρι τὸ μεσημέρι. Αὐτοὶ ὅμως δὲν πείσθηκαν καὶ ἀναχώρησαν. Δὲν
προχώρησαν ὅμως οὔτε πέντε χιλιόμετρα, καὶ ἡ ὑγεία τοῦ ἐξορίστου ἐπιδεινώθηκε,
καθιστώντας ἀδύνατη τὴν συνέχιση τῆς ὁδοιπορίας. Ἐπέστρεψαν στὸν ναὸ τοῦ μάρτυρος
Βασιλίσκου. Ἐκεῖ ὁ Χρυσόσομος μὲ ὅσες δυνάμεις τοῦ ἀπέμειναν ζήτησε νὰ τοῦ φορέσουν
ὁλόλευκα ἄμφια καὶ ὑποδήματα. Καὶ ἀφοῦ κοινώνησε τὰ Ἄχραντα Μυστήρια, εἶπε
παρουσίᾳ ὅλων τὴν τελευταία του προσευχή· αὐτὸ ποὺ συνήθιζε νὰ λέγει: «Δόξα τῷ Θεῷ πάντων ἕνεκεν». Καὶ ἀφοῦ πρόσθεσε
τό «Ἀμήν» λύγισε τὰ πόδια του καὶ ξάπλωσε· τὰ ὡραῖα πόδια ποὺ ἔτρεχαν γιὰ
τὴν σωτηρία ὅσων μετανοοῦσαν καὶ γιὰ ἔλεγχο ὅσων πλούσια καλλιέργησαν τὴν ἁμαρτία·
«Ἐξῆρε τοὺς πόδας τοὺ ὡραίως δραμόντας ἐπὶ
σωτηρίᾳ τῶν τὴν μετάνοιαν ἑλομένων καὶ ἐλέγχῳ τῶν τὴν ἁμαρτίαν πλουσίως γεωργησάντων».[30]
Ἦταν ἀνήμερα τῆς Ὕψωσης τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, 14 Σεπτεμβρίου τοῦ 407.
Ἐπίλογος
Δύσκολα
εὑρίσκει κανεὶς ἐπιλογικὲς λέξεις γιὰ νὰ κατακλείσει ὅσα προηγουμένως ἐγράφησαν,
ἂν μάλιστα θελήσει νὰ τὰ ἐπικαιροποιήσει, ἀποτιμώντας τὴν κατάπτωση τῆς ἱερωσύνης,
ἰδιαίτερα τοῦ ἐπισκοπικοῦ ἀξιώματος. Καταφρονοῦνται τὰ ἱερὰ καὶ τὰ ὅσια, ἀθετοῦνται
οἱ νόμοι τοῦ Θεοῦ, καὶ οἱ ἐντολὲς τοῦ Εὐαγγελίου, γαυριᾶ καὶ ἐπαίρεται ἡ παναίρεση
τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἀχειροτόνητοι σχισματικοὶ διασποῦν τὴν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας.
Καὶ ἀντὶ νὰ κλείσουν οἱ ἐπίσκοποι τὶς πόρτες στοὺς λύκους καὶ νὰ προφυλάξουν τὸ
ποίμνιο, συνεργάζονται μὲ τοὺς λύκους, γίνονται αὐτοὶ προβατόσχημοι λύκοι, καὶ
κλείνουν αὐτοὶ τὶς πόρτες τῶν ναῶν καὶ δυσφημοῦν τὰ ἱερὰ μυστήρια καὶ τὰ δόγματα
τῆς Ἐκκλησίας, ὥστε νὰ μὴν εὑρίσκουν τόπους καταφυγῆς οἱ πιστοί, γιὰ νὰ γλυτώσουν
ἀπὸ τὶς ἄγριες διαθέσεις τῶν ἐχθρῶν τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ δὲν εἶναι πλέον ἔξω ἀπὸ
τὰ τείχη καὶ τὰ ὅριά της, ἀλλὰ μέσα ἀγαπολογοῦντες καὶ κατασπαράσσοντες.
Ὁ
Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ἔγραψε τὸ κλασσικὸ καὶ ἀπαράμιλλο ἔργο, τοὺς ἕξη λόγους
Περὶ Ἱερωσύνης, τὸ ὁποῖο ὑποτίθεται ὅτι
μελετοῦν καὶ διδάσκονται ὅσοι πρόκειται νὰ ἱερωθοῦν. Ὁ ἴδιος μὲ τὴν ζωὴ καὶ τὴν
διακονία του ἔδειξε ὅτι εἶναι ἐφικτὰ καὶ κατορθωτὰ ὅσα ὑψηλὰ καὶ μεγαλειώδη ἐκεῖ
διαζωγράφισε, ὅπως ἔδειξαν χιλιάδες ἁγίων κληρικῶν ἀνὰ τοὺς αἰῶνες, μολονότι
πολλοὶ ἄλλοι ἀνάξιοι δὲν μποροῦν νὰ ξεκολλήσουν ἀπὸ τὰ τερπνὰ τοῦ βίου, ἀπὸ τὴν
δουλοπρέπεια καὶ ὑποχωρητικότητα ἔναντι τῶν ἰσχυρῶν τῆς κοσμικῆς ἐξουσίας. Ἔπαθε
κατάθλιψη ἡ διακόνισσα Ὀλυμπιάδα, ἡ ἁγία Ὀλυμπιάδα, παρακολουθώντας τοὺ κακοὺς ἐπισκόπους,
νὰ ταλαιπωροῦν καὶ νὰ διώκουν τὸν ἀκέραιο, ἀσυμβίβαστο, ἐνάρετο ἱεράρχη, ἀπὸ φθόνο
γιὰ τὴν ἀρετή του καὶ ἀπὸ ὀργὴ γιὰ τοὺς ἐλέγχους του. Καὶ μολονότι ἐκτιμᾶ ὁ Χρυσόστομος
ὅτι ὄντως ἡ πλειονότητα τῶν ἐπισκόπων εἶναι ἀνάξιοι, καὶ πρέπει νὰ τοὺς φοβᾶται
κανείς, γράφοντας πρὸς τὴν Ὀλυμπιάδα τὸ περίφημο ἐκεῖνο καὶ ἀληθινό «Οὐδένα δέδοικα ὡς τοὺς ἐπισκόπους, πλὴν ὀλίγων»,[31]
αὐτὸ δὲν σημαίνει ὅτι πρέπει νὰ χάσουμε τὴν αἰσιοδοξία, τὴν ἐμπιστοσύνη μας πρὸς
τὸν Θεὸ καὶ νὰ ὁδηγηθοῦμε πνευματικὰ σὲ κατάθλιψη, ἀμέλεια καὶ ἀκηδία. Τίποτε ἀπὸ
τὰ ἀνθρώπινα δεινὰ δὲν πρέπει νὰ μᾶς ἀποθαρρύνει, οὔτε ἡ φτώχεια, οὔτε ἡ ἀρρώστια,
οὔτε οἱ ὕβρεις καὶ οἱ συκοφαντίες, οὔτε ἡ περιφρόνηση, οὔτε καὶ αὐτὸ ποὺ θεωρεῖται
τὸ χειρότερο ἀπὸ ὅλα, ὁ θάνατος, διότι «οὐδὲν
δεινὸν τῶν ἀνθρωπίνων δεινῶν, ἀλλ᾽ ἢ ἁμαρτία μόνον».[32]
Τίποτε καὶ κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ μᾶς βλάψει· ἐμεῖς μόνοι βλάπτουμε τοὺς ἑαυτούς μας,
ὅταν ἁμαρτάνουμε. Αὐτὰ ἀναπτύσσει ἐκτενῶς στὴν ἐξαιρετικὴ ἠθικὴ πραγματεία ποὺ ἔγραψε
ἐξόριστος στὴν Κουκουσὸ καὶ τὴν ἀπηύθηνε στὴν κατασκανδαλισμένη ἀπὸ τὴν ζοφερὴ
κατάσταση τῆς Ἐκκλησίας Ὀλυμπιάδα. Τὴν ἀπευθύνει καὶ σὲ ὅσους ἀπαισιοδοξοῦν καὶ
σήμερα καὶ καταθλίβονται, λέγοντας ὅτι αὐτὸν ποὺ δὲν ἀδικεῖ μόνος του τὸν ἑαυτό
του, κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ τὸν βλάψει: «Ὅτι
τὸν ἑαυτόν μὴ ἀδικοῦντα οὐδεὶς παραβλάψαι δύναται».[33]
Τελειώνοντας
τόν «Βίο καὶ πολιτεία» τοῦ Χρυσοστόμου ὁ Συμεὼν Μεταφραστὴς καὶ ἀναφερόμενος
στὸ ὅτι ἐκοιμήθη τὴν ἡμέρα τῆς Ὕψωσης τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, στὶς 14 Σεπτεμβρίου, ἐπιλέγει
τὰ ἑξῆς ταιριαστὰ καὶ κατάλληλα: Ἔπρεπε αὐτὸς ποὺ δὲν συνδέθηκε μὲ τίποτε ἀπὸ τὰ
παρόντα, ἀλλὰ ἐσταύρωσε ἀπόλυτα τὸν ἑαυτό του ὡς πρὸς τὸν κόσμο, καὶ δὲν καυχήθηκε
γιὰ τίποτε ἄλλο παρὰ γιὰ τὸν Σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ, νὰ ἀποθέσει καὶ αὐτὸ τὸ χῶμα
ποὺ εἶχε ἀπὸ τὸν κάτω κόσμο (δηλαδὴ τὸ σῶμα του) κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς ἑορτῆς τοῦ
Σταυροῦ. Δὲν κουβαλοῦσε κανένα κοσμικὸ παράσημο καὶ μετάλλιο· παρουσιάσθηκε
καθαρὸς στὴν οὐράνια πολιτεία[34].
[1]. Μάρκ. 8, 34.
[2]. Βίος καὶ πολιτεία τοῦ ἐν ἁγίοις
πατρὸς ἡμῶν Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, ἀρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως, PG 114,
1045-1210.
[3]. Aὐτόθι 41, PG 114,
1156: «Ἀλλὰ σκαμβὸν ξύλον οὐδέποτ᾽ ὀρθόν, οὐδὲ λεῖον ἂν θείης τὸν τραχὺν ἐχῖνον,
οὐδὲ βαδίζειν ὀρθὰ τὸν καρκῖνον παρασκευάσαις».
[4]. Αὐτόθι 1157. Ἡ Ἰεζάβελ ἦταν σύζυγος
τοῦ βασιλιᾶ τοῦ Ἰσραὴλ Ἀχαάβ (875-853), ἐπὶ τοῦ ὁποίου ἀσκοῦσε ὀλέθρια ἐπίδραση
ὄχι μόνο μὲ τὴν εὔνοιά της πρὸς τὴν εἰδωλολατρία καὶ τὸν διωγμὸ ἐναντίον τοῦ
προφήτη Ἠλία, ἀλλὰ καὶ μὲ ἄδικες πράξεις ἐναντίον τῶν ὑπηκόων του. Εἶναι γνωστὸ
τὸ ἐπεισόδιο μὲ τὸ ἀμπέλι τοῦ Ναβουθαί, ὁ ὁποῖος ἀρνήθηκε νὰ τὸ δώσει στὸν Ἀχαάβ,
ὅταν τοῦ τὸ ἐζήτησε. Τότε ἡ ἀδίστακτη Ἰεζάβελ συνεβούλευσε τὸν βασιλιᾶ νὰ τὸν
φονεύσει. Ὁ προφήτης Ἠλίας ἤλεγξε αὐστηρὰ τὸ βασιλικὸ ζεῦγος (Βασιλ. Γ´,
κεφ. 20)
[5]. Αὐτόθι.
[6]. Βλ. περισσότερα εἰς Πρωτοπρεσβυτέρου
Θεοδωρου Ζηση, «Ἅγιος Ἰωάννης Χρυσόστομος.
Τὸ μεγαλεῖο καὶ ἡ προσφορά του», Θεοδρομία 15 (2013) 327-343.
[7]. Αὐτόθι 42, PG 114,
1157.
[8]. Aὐτόθι 1160.
[9]. Παλλαδιου Επισκοπου Ελενουπολεωσ, Διάλογος ἱστορικός, Περὶ
βίου καὶ πολιτείας τοῦ μακαρίου Ἰωάννου ἐπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως τοῦ Χρυσοστόμου
9, PG
47, 32.
[10]. Εἰς τὸ «Εἶδον τὸν Κύριον…»
4, 4, PG 56, 125.
[11]. Eἰς Β´ Κορ. Ὁμ. 15, 3, PG 61, 507.
[12]. Εἰς τὸ «Εἶδον τὸν Κύριον…»
4, 5, PG
56, 127.
[13]. Σωκρατουσ, Ἐκκλησιαστικὴ
Ἱστορία 6, 18, PG 59, 485-490. Παλλαδιου,
Διάλογος…,
PG 47, 30.
[14]. Εἰς Ρωμ. Ὁμ. 23, 1, PG 60, 615.
[15]. Εἰς τὸν μακάριον Βαβύλαν 6
καὶ 22, PG
50, 541· 571.
[16]. Εἰς Β´ Κορ. Ὁμ. 15, 3, PG 61, 57.
Βλ. καὶ Περὶ Ἱερωσύνης 3, 1, PG 48, 641: «Ἱερωσύνη τοσοοῦτον ἀνωτέρα
βασιλείας ἕστηκεν ὅσον πνεύματος καὶ σαρκὸς τὸ μέσον».
[17]. Εἰς Ἀνδριάντας 3, 1, PG 49, 50. Περισσότερα
βλ. εἰς τὴν μελέτη μας «Ἐκκλησία καὶ πολιτεία κατὰ τὸν Ἅγιο Ἰωάννη Χρυσόστομο»,
ποὺ ἔχει ἐκδοθῆ στὸ βιβλίο μας: Ἐκκλησία καὶ Πολιτεία. Χωρισμὸς ἢ συναλληλία;,
Θεσσαλονίκη 2006, σελ. 33-62.
[18]. Σωζομενου, Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία 7, 25.
[19]. Θεοδωρητου, Ἐκκλησιαστικὴ
Ἱστορία 5, 18. Περισσότερα βλ. εἰς
Πρωτοπρεσβυτέρου Κωνσταντινου Φουσκα, Θεηγόροι
Ὁπλῖται. Οἱ Πατέρες καὶ Ἐκκλησιαστικοὶ Συγγραφεῖς ἀπὸ τοῦς 325-750 μ.Χ., Ἀθῆναι
1975, σελ. 166. Στυλιανου Παπαδοπουλου, Πατρολογία
Β´, Ἀθήνα 1990, σελ. 652.
[20]. Στυλιανου Παπαδοπουλου, Ἅγιος
Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος. Τόμος Α´. Ἡ ζωή του. Ἡ δράση του. Οἱ συγγραφές του. Ἔκδ. Ἀποστολικῆς Διακονίας, Ἀθήνα 1999, σελ.
139.
[21]. PG
50, 527-534.
[22]. PG 50, 533-572.
[23]. Λόγος εἰς τὸν μακάριον Βαβύλαν
καὶ κατὰ Ἰουλιανοῦ καὶ πρὸς Ἕλληνας, 6, PG 50, 541.
[24]. Αὐτόθι 6 , PG 50, 542.
[25]. Αὐτόθι 7, PG 50, 544.
[26]. Αὐτόθι 8, PG 50, 546.
[27]. Αὐτόθι 9, PG 50, 547.
[28]. Αὐτόθι 23, PG 50,
570-571: «Ἤμυνε τοῖς τοῦ Θεοῦ νόμοις ὑβριζομένοις, ἔλαβεν ὑπὲρ τοῦ τελευτηκότος
δίκην, ἣν ἔδει· ἔδειξεν ὅσον ἱερωσύνης καὶ βασιλείας τὸ μέσον· κατέλυσε πάντα τὸν
τοῦ κόσμου τῦφον καὶ κατεπάτησε τοῦ βίου τὴν φαντασίαν· ἐπαίδευσε τοὺς βασιλεῖς
μὴ πέρα τοῦ δοθέντος αὐτοῖς παρὰ τοῦ Θεοῦ μέτρου τὴν ἐξουσίαν προάγειν· ἔδειξε
τοῖς ἱερωμένοις πῶς ταύτης προΐστασθαι τῆς ἀρχῆς δεῖ».
[29]. S. D. AmÉdÉe
Thíerry,
Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος. Μεγαλομάρτυρας μετά τοὺς διωγμούς, ἐκδόσεις
«Χριστιανικὴ Ἐλπίς», Θεσσαλονίκη 2007, σελ. 416.
[30]. Παλλαδιου, ῎Ενθ᾽ἀνωτ. 11, PG 47, 38. Παρόμοια εἶναι καὶ ἡ
περιγραφὴ τοῦ Συμεων Μεταφραστου, ἔνθ᾽ἀνωτ.
59-60, PG
114, 1205-1209.
[31]. Εἰς τὴν Ὀλυμπιάδα, Ἐπιστολὴ
14,4, ΡG
52, 617.
[32]. Εἰς τοὺς Ἀνδριάντας 5,
2, PG
49, 70. Εἰς τὴν Ὀλυμπιάδα. Αὐτόθι: «Οὔτε γοῦν ἐπαυσάμην λέγων, οὔτε παύσομαι,
ὅτι ἕν λυπηρόν, ἁμαρτία μόνον. Τὰ δὲ ἄλλα πάντα κόνις καὶ καπνός».
[33]. PG 52,
459-480.
[34]. Συμεων Μεταφραστου, Ἔνθ᾽ἀνωτ. 60, PG 114, 1209: «Ἔδει γὰρ τὸν μηδενὶ
προσθέμενον τῶν παρόντων, ἀλλ᾽ ἑαυτὸν ὅλως τῷ κόσμῳ σταυρώσαντα, ἐν ἄλλῳ τε οὐδενὶ
τὸ καύχημα θέμενον, ἀλλ᾽ ἢ ἐν τῷ σταυρῷ τοῦ Χριστοῦ, κατ᾽ αὐτήν γε ἡμέραν τῆς ἑορτῆς
τοῦ σταυροῦ καὶ αὐτὸν, ὃν εἶχεν ἐκ τοῦ κάτω κόσμου χοῦν, ἀποθέσθαι, καὶ μηδὲν ἐκ
τούτου παράσημον ἐπαγόμενον καθαρῶς γενέσθαι τοῦ ἐν οὐρανοῖς πολιτεύματος».