μήνυμα

μήνυμα

Τρίτη 13 Οκτωβρίου 2020

Η εκφοβιστική εγκύκλιος του Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου για τους “αρνητές της μάσκας



 

Κωνσταντίνου Βαθιώτη, Αναπλ. Καθηγητή Νομικής Σχολής Δ.Π.Θ.

 

Στο κείμενο που ακολουθεί αναλύονται οι θέσεις τις οποίες διετύπωσε ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου στην πρόσφατη εγκύκλιo παραγγελία του ως προς την τυχόν ποινική ευθύνη των λεγόμενων “αρνητών της μάσκας”. Ειδικότερα, αναδεικνύονται οι κρίσιμες δογματικές πτυχές αναφορικά με την στοιχειοθέτηση τόσο του εγκλήματος της παραβίασης μέτρων για την πρόληψη ασθενειών (άρθρο 285 ΠΚ) όσο και εκείνου της διέγερσης σε ανυπακοή (άρθρο 183 ΠΚ). Δυστυχώς, οι πτυχές αυτές έμειναν αφώτιστες στην επίμαχη εγκύκλιο, στο κείμενο της οποίας τονίσθηκαν μονόπλευρα τα στοιχεία εκείνα που μπορούν να επιδράσουν εκφοβιστικά στην ψυχολογία των πολιτών. Επιπροσθέτως, επικρίνεται η εκ μέρους του Εισαγγελέως επίκληση ενός «ιδιόμορφου “Δικαίου της Ανάγκης” για προστασία από τους άμεσους κινδύνους από την πανδημία του κορωνοϊού ως αιτίας της νόσου COVID-19, με απώτερο σκοπό την διαφύλαξη των υπέρτερων εννόμων αγαθών της ανθρώπινης ζωής και της υγείας». Η εν λόγω καταχρηστική επίκληση του “Δικαίου της Ανάγκης” (με αφορμή τον μεταφορικώς νοούμενο “πόλεμο εναντίον ενός νέου αόρατου εχθρού”, δηλ. του νέου κορωνοϊού), η οποία υπό την συζητούμενη μορφή κείται εκτός της ελληνικής συνταγματικής τάξης, προκαλεί συνειρμικά αλγεινούς συσχετισμούς με την σκόπιμη διαμόρφωση μιας διαρκούς κατάστασης εκτάκτου ανάγκης, η οποία στο πλαίσιο του “πολέμου κατά του αόρατου εχθρού της τρομοκρατίας” εξελίχθηκε σε μια από τις βασικότερες πρακτικές συρρίκνωσης των ατομικών και συλλογικών ελευθεριών που ακολουθούν τα σύγχρονα κράτη. Συνακόλουθα, με την εγκύκλιό του ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου αρνείται να αφουγκρασθεί την μαρτυρική κατάσταση που βιώνουν οι Έλληνες πολίτες εξαιτίας της επιβολής μέτρων που προσβάλλουν την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και περιορίζουν υπέρμετρα τις ελευθερίες τους. Ταυτοχρόνως, δίδει την εντύπωση ότι τίθεται άκριτα στο πλευρό των τυραννικών λοιμωξιολόγων και των εν γένει διαχειριστών της υγειονομικής κρίσης που υλοποιούν μια απολυταρχικού τύπου διακυβέρνηση. Το κείμενο ολοκληρώνεται με σκέψεις που αφορούν το έσχατο καταφύγιο προστασίας του πολίτη έναντι του κινδύνου να διωχθεί ποινικά για τις αποδιδόμενες σε αυτόν εγκληματικές πράξεις, ήτοι την συνείδησή του.  

 

Στους πρώτους στίχους της Αντιγόνης του Σοφοκλέους, απευθυνόμενη η Αντιγόνη στην Ισμήνη αναρωτιέται: «Καὶ νῦν τί τοῦτ’ αὖ φασι πανδήμῳ πόλει κήρυγμα θεῖναι τὸν στρατηγὸν ἀρτίως;». Δηλαδή: «Και τώρα τι είναι πάλι αυτή η διαταγή που λένε ότι έβγαλε ο στρατηγός πριν από λίγο σε όλους τους πολίτες;». Αντίστοιχη απορία, συνοδευόμενη από αισθήματα ιδιαίτερης θλίψης και βαθύτατης για τις ατομικές μας ελευθερίες ανησυχίας, προκλήθηκε όταν διαβάσαμε την προσφάτως εκδοθεία υπ’ αριθμ. 16/21-9-2020 εγκύκλιο παραγγελία του αξιότιμου Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου, στην οποία επισημαίνεται ότι: «οσάκις συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις, όταν δηλαδή αυτοί που αντιτίθενται στα νόμιμα μέτρα και προσδίδουν στις δικές τους θεωρήσεις για τη χρήση της μάσκας τα χαρακτηριστικά αξιόποινης πράξης, είναι αυτονόητη υποχρέωση ο σχηματισμός ποινικής δικογραφίας και η τήρηση  της αυτόφωρης διαδικασίας των άρθρων 417 επ. ΚΠΔ». 

 

Ο Εισαγγελεύς του Αρείου Πάγου περιέπεσε σε αμαρτήματα, τα οποία δυστυχώς επιρρωννύουν την εντύπωση ότι στην παρούσα φάση το δημοκρατικό πολίτευμα έχει εκφυλιστεί σε ένα είδος βιτρίνας” πίσω από την οποία βρίσκονται κρυμμένα κάποια “τερατόμορφα εκθέματα δικτατορικής προελεύσεως” (για την “βιτρίνα της δημοκρατίας” σε περιπτώσεις νέου τύπου πραξικοπημάτων χωρίς χρήση ένοπλης βίας βλ. Runciman, Έτσι τελειώνει η δημοκρατία;, μτφ.: Π. Γεωργίου, εκδ. Πατάκη, Αθήνα 2019, σελ. 68).

 

Η εγκύκλιος ξεκινά με παραπομπή σε προγενέστερες εγκυκλίους του ιδίου Εισαγγελέως, όπου είχε επισημανθεί η «κυρίαρχη, για την περίπτωση, διεκδικούσα εφαρμογή στην ποινική δίωξη διάταξη του άρθρου 285 ΠΚ, εφόσον βεβαίως συντρέξουν όλα τα στοιχεία της νομοτυπικής μορφής του προβλεπόμενου εγκλήματος, οι διαβαθμίσεις του οποίου εξικνούνται μέχρι και την αναγωγή της πράξης σε κακούργημα». Ήδη με την πρόταξη αυτής της διατάξεως και την διευκρίνιση περί της κακουργηματικής ευθύνης που μπορεί να υπέχει ο δράστης, δίδεται η εντύπωση ότι σκοπός της εγκυκλίου είναι κατ’ αρχάς να εκφοβίσει τον πολίτη εκείνον ο οποίος θα διανοηθεί να μη συμμορφωθεί προς την υποχρέωση μασκοφορίας, δεδομένου ότι ενδέχεται να έρθει αντιμέτωπος με την ποινή της καθείρξεως.

 

Η εφαρμογή της ως άνω διατάξεως εγείρει δυσχερέστατα δογματικά ζητήματα, ιδίως ως προς το πότε μπορεί να θεμελιωθεί δυνητικός κίνδυνος μετάδοσης μιας ασθένειας σε αόριστο αριθμό ανθρώπων. Τούτο, διότι για την στοιχειοθέτηση του τυποποιούμενου σε αυτήν εγκλήματος δυνητικής διακινδυνεύσεως πρέπει να διαπιστώνεται in concreto ότι υπήρχε δυνατότητα μετάδοσης του κορωνοϊού.

 

Αρκεί, άραγε, να υφίσταται θεωρητικώς αυτή η δυνατότητα κατά την στιγμή που ενεργεί ο δράστης; Επί παραδείγματι, αρκεί να ενδέχεται να είναι κάποιος ασυμπτωματικός, να υπάρχει κίνδυνος να ανοίξει το στόμα του και ακολούθως να φτερνιστεί ή να βήξει και αμέσως μετά να ταξιδέψει ένα “εγκληματικό σταγονίδιο” σε κάποιον τρίτο που ενδέχεται να παρευρίσκεται εγγύς του “φοβερού και τρομερού” μη μασκοφορεμένου εγκληματία (nota bene: όποιος προ κορωνοϊού έμπαινε σε Τράπεζα φορώντας μάσκα έσπερνε τον τρόμο ως επίδοξος ληστής, σήμερα όμως η είσοδος στην Τράπεζα επιτρέπεται μόνο σε όποιον έχει πρόσωπο που παραπέμπει σε ληστή – όταν, λοιπόν, ένας πολιτισμός υφίσταται μια τόσο ριζική μεταμόρφωση, σημαίνει είτε ότι έχει χαθεί ανεπιστρεπτί είτε ότι ήταν νόθος αφού παραδόθηκε στην “νέα κανονικότητα” χωρίς αντιστάσεις), ο οποίος ενδέχεται να ανοίξει και αυτός το δικό του στόμα και να κολλήσει τον ιό; Η μακρά αυτή αλυσίδα συσσωρεύσιμων ενδεχομένων καταδεικνύει ότι η κατάφαση του δυνητικού κινδύνου μετάδοσης αποτελεί έναν “πολύ βαρύ σταυρό” για τον εφαρμοστή και ερμηνευτή της διατάξεως του άρθρου 285 ΠΚ στην σημερινή εποχή του κορωνοϊού. Tα πράγματα μπορεί να γίνουν ακόμη πιο δύσκολα, αν εκ των υστέρων αποδειχθεί ότι αυτός που αρνήθηκε να φορέσει την “προσωπική μάσκα” του (sic) εμφανιζόμενος ως “εχθρός (της υγείας) του λαού” (πρβλ. την ωραία λατινική παράφραση του Jahn, Solidarität durch Recht?, FAZ 23.4.2020, σελ. 6: homo homini virus!) α) δεν ήταν (ούτε καν ασυμπτωματικός) φορέας του ιού και β) κινήθηκε σε χώρο καθαρό από ιούς. Αλήθεια, τι θα ισχύσει στην περίπτωση εκείνη κατά την οποία ο “αρνητής της μάσκας” είτε κινείται σε χώρο όπου βρίσκονται μόνο μασκοφορεμένοι συμπολίτες του είτε τηρεί ασφαλή απόσταση από αυτούς;

 

Δεν πρέπει να διαλάθει την προσοχή μας ότι η χαρτογράφηση του γενετικού υλικού του νέου κορωνοϊού είναι ακόμη εν εξελίξει και γι’ αυτό η αλυσιδωτή αντίδραση της πολυμεράσης (PCR) δεν έχει την επιθυμητή ειδικότητα. Ως εκ τούτου, αποβαίνει “σε άλλοτε άλλο ποσοστό” ψευδώς θετική. Εν προκειμένω, είναι κρίσιμο να προκύπτει μετά από πόσους κύκλους (πόσες ελεγκτικές επαναλήψεις) ανιχνεύεται ο ιός, διότι όσο περισσότεροι οι κύκλοι, τόσο χαμηλότερο το ιικό φορτίο που έχει εντοπισθεί και άρα μικρότερος ο κίδυνος μετάδοσης του (εν πολλοίς αδρανούς) ιού. Για να μιλάμε κανονικά για “κρούσματα”, θα πρέπει να έχουμε πάσχοντες, δηλ. άτομα με συμπτώματα και όχι απλώς θετικούς στα τεστ. Κατά μείζονα λόγο, η συναρίθμηση των “ύποπτων” ή των “πιθανών” κρουσμάτων μαζί με τα “επιβεβαιωμένα” αποτελεί μια ανεπίτρεπτη διεύρυνση της επίμαχης έννοιας, με άλλα λόγια έναν εννοιολογικό ακροβατισμό. Ως εκ τούτου, καθίσταται επίκαιρο το διήγημα του Αλεξάνδρου Παπαδιαμάντη “Τα κρούσματα” (εις: Τα άπαντα, επιμ. Γ. Βαλέτα, Τόμ. Δ΄, Αθηναϊκαί εκδόσεις, σελ. 157), στο οποίο διαβάζουμε: «Τα φαντάσματα ταύτα, στοιχειά, εξωτικά, λογιών-των-λογιών κρούσματα, δεν έπαυαν να εμφανίζωνται την νύκτα, να περιφοιτώσιν εις τας κατεδαφισμένας οικίας, αίτινες εστέγασαν ποτέ ζωάς και ψυχάς, και τώρα εκάλυπταν μυστήρια άγνωστα υπό τους σωρούς των λίθων».      

 

Η επίλυση των προαναφερθέντων ζητημάτων στο πλαίσιο της εξέτασης του άρθρου 285 ΠΚ προϋποθέτει να μπορούμε να συμφωνήσουμε πώς ακριβώς θα προσεγγίσουμε την έννοια του δυνητικού κινδύνου (για την διαφωνία που υπάρχει στην ποινική θεωρία σχετικά με την διάκριση μεταξύ κινδύνου ως αποτελέσματος και επικινδυνότητας ως ιδιότητας μιας ενέργειας βλ. και Αναστασοπούλου, Εγκλήματα συσσώρευσης: πέρα από την αφηρημένη διακινδύνευση;, Ποινικά Χρονικά 2012, σελ. 561). Ειδικότερα ερωτάται αν θα κρίνουμε την ελεγχόμενη συμπεριφορά του δράστη ex ante, δηλ. την στιγμή που ενήργησε ή παρέλειψε (έτσι π.χ. ο Ανδρουλάκης, Ποινικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος, 2006, σελ. 173, ο οποίος σημείωνε ότι ο κίνδυνος, ως τέκνο της άγνοιάς μας, έχει υποκειμενικό χαρακτήρα) ή, αντιθέτως, αν θα την κρίνουμε ex post, δηλ. την στιγμή που τα πραγματικά περιστατικά εξετάζονται από τον δικαστή (έτσι π.χ. η Ψαρούδα-Μπενάκη, Ποινικά Χρονικά 1981, σελ. 502· βλ. και Καϊάφα-Γκμπάντι, Κοινώς επικίνδυνα εγκλήματα, γ΄ έκδ., 2005, σελ. 35, η οποία επισημαίνει ότι «μία εκ των υστέρων διάγνωση είναι όχι μόνο θεμιτή, αλλά και η μόνη που ανταποκρίνεται στη φύση του πράγματος, γιατί την αιτιώδη διαδρομή προς τη βλάβη δεν μπορεί να την εξετάζει κανείς παρά ως τέτοια, δηλ. σχετικά με το κατά πόσο περικλείει τη δυνατότητα να επιφέρει τη βλάβη ή όχι», οπότε «βαρύνουσα σημασία αποκτούν όλα εκείνα τα στοιχεία, που έστω και αν έγιναν γνωστά μετά την πράξη, διαφωτίζουν την ιδιότητά της ως όρου βλάβης»).

 

Αν δεχθούμε ότι τα εγκλήματα δυνητικής διακινδυνεύσεως –αυτό το ερμαφρόδιτο ποινικό κατασκεύασμα πάνω στο οποίο εδράζεται σήμερα όλη η φιλοσοφία των υγειονομικών μέτρων που μετέτρεψαν σε κόλαση την ζωή μας– εμφανίζουν μεγαλύτερη δομική εγγύτητα προς τα εγκλήματα αποτελέσματος, τότε θα πρέπει να προκριθεί η ευμενής για τον κατηγορούμενο ερμηνεία της ex post κρίσης του δυνητικού κινδύνου. Άρα, αν αποδειχθεί ότι στην συγκεκριμένη περίπτωση όλες οι επιμέρους παράμετροι εγγυώνταν την μη παραγωγή κινδύνου μετάδοσης κορωνοϊού σε τρίτους, τότε η άρνηση του πολίτη να φορέσει την “προσωπική μάσκα” του (sic) δεν μπορεί να υπαχθεί στο ρυθμιστικό πεδίο του άρθρου 285 ΠΚ. Υπέρ της άποψης αυτής τονίσθηκε προσφάτως στην Γερμανία (Saliger, Umweltstrafrechtsbuch, 2020, σελ. 26, αριθμ. περ. 58· πρβλ. Rengier, Strafrecht, Allgemeiner Teil, 11η έκδ., 2019, 10/16) ότι, σε αντίθεση με τα εγκλήματα αφηρημένης διακινδυνεύσεως, στα εγκλήματα δυνητικής διακινδυνεύσεως δεν χωρεί η αποδοχή ενός αμάχητου τεκμηρίου επικινδυνότητας της συμπεριφοράς. Αντιθέτως, πρέπει να λαμβάνονται υπ’ όψιν και οι εξατομικευμένες περιστάσεις του υπό εξέτασιν περιστατικού, οι οποίες συνιστούν αντικείμενο απόδειξης. Σημειωτέον ότι η προϊσχύσασα διάταξη περί παραβιάσεως μέτρων για την πρόληψη ασθενειών είχε τυποποιηθεί στο αντίστοιχο άρθρο 284 του παλαιού ΠΚ ως έγκλημα αφηρημένης (και όχι δυνητικής) διακινδυνεύσεως. Συνεπώς, εν αντιθέσει προς ό,τι ισχύει σήμερα επί τη βάσει του νέου ΠΚ, για την τιμώρηση του δράστη με φυλάκιση υπό το κράτος του παλαιού ΠΚ αναγκαία αλλά και επαρκής προϋπόθεση ήταν να διαπιστωθεί η παραβίαση των ληφθέντων υγειονομικών μέτρων. 

 

Αν δεχθούμε, όμως, ότι τα εγκλήματα δυνητικής διακινδυνεύσεως εμφανίζουν μεγαλύτερη δομική εγγύτητα προς τα εγκλήματα αφηρημένης διακινδυνεύσεως, για την θεμελίωση των οποίων αρκεί απλώς η επικινδυνότητα της υπό εξέτασιν συμπεριφοράς (πρβλ. Μοροζίνη, Κίνδυνος και επικινδυνότητα ως στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης, Ποινικά Χρονικά σελ. 2015, σελ. 486 επ., 495, ο οποίος τάσσεται υπέρ της άποψης ότι η δυνατότητα κινδύνου αποτελεί «ιδιότητα της αξιόποινης συμπεριφοράς που είναι, ως εκ τούτου, επικίνδυνη»), τότε είναι προκριτέα η δυσμενής για τον κατηγορούμενο ερμηνεία της ex ante κρίσης του δυνητικού κινδύνου: Άρα, ανεξάρτητα από το τι θα αποδειχθεί εκ των υστέρων, η άρνηση του πολίτη να φορέσει την “προσωπική μάσκα” του μπορεί να υπαχθεί στο ρυθμιστικό πεδίο του άρθρου 285 ΠΚ, αφού αρκεί η θεωρητική δυνατότητα να δημιουργηθεί μια (άραγε οσοδήποτε μακρά;) αλυσίδα συσσωρεύσιμων ενδεχομένων (αρχής γενομένης από την υπόθεση ότι o “αρνητής της μάσκας” δεν αποκλειόταν να είναι φορέας του ιού και να μη το γνωρίζει) με τελική απόληξη την μετάδοση του κορωνοϊού.       

 

Η ευμενής για τον κατηγορούμενο ερμηνεία ενός εγκλήματος δυνητικής διακινδυνεύσεως, άρα και του άρ. 285 ΠΚ, ευθυγραμμίζεται περισσότερο προς την φιλοσοφία του νέου Ποινικού Κώδικα, ο οποίος όχι μόνο περιόρισε το πεδίο εφαρμογής του αυξάνοντας τον αριθμό εγκλημάτων συγκεκριμένης διακινδυνεύσεως (πρβλ. την διευκρίνιση της Αιτιολογικής Εκθέσεως υπό το 13ο Κεφ. για τα κοινώς επικίνδυνα εγκλήματα: «το αξιόποινο συνδέθηκε με την πρόκληση κινδύνου, έτσι ώστε να αποδεσμευθεί από τα προβλήματα που γεννά η τυποποίηση εγκλημάτων αφηρημένης ή δυνητικής διακινδύνευσης» [βλ. σχετικά Μ. Καϊάφα-Γκμπάντι, Κοινώς επικίνδυνα εγκλήματα, γ΄ έκδ., 2005, σ. 42 επ., Δ. Σπυράκου, Αφηρημένη διακινδύνευση: Μια επικίνδυνη κατασκευή για το ποινικό δίκαιο, ΠοινΧρ 1993, σ. 360 επ., Ε. Συμεωνίδου-Καστανίδου, Η διαβάθμιση του κινδύνου στα εγκλήματα διακινδύνευσης, ΠοινΔικ 2001, σ. 645 επ.]), αλλά επιπλέον προέκρινε ένα σύστημα προσανατολισμένο στις αρχές του αντικειμενικού αδίκου (για την αντικειμενική θεώρηση του αδίκου και την επικριτική επισήμανση ότι «η ex ante εντύπωση του αντικειμενικού παρατηρητή επιτρέπει [...] τιμώρηση και για την εκδήλωση εγκληματικής βούλησης απλώς, χωρίς οποιοδήποτε υπόβαθρο πραγματικής προσβολής των εννόμων αγαθών» βλ. Καϊάφα-Γκμπάντι, ό.π., σελ. 38). Με αυτό άλλωστε το πνεύμα κατήργησε την απρόσφορη απόπειρα, το αξιόποινο της οποίας είναι στενά συνυφασμένο με την προμνημονευθείσα επιλογή της οπτικής από την οποία θα κριθεί η θεμελίωση της έννοιας του κινδύνου.

 

Αλλά και πέρα από τον συσχετισμό με την φιλοσοφία του νέου Ποινικού Κώδικα, σε μια εποχή που καθίσταται ολοένα και περισσότερο σαφές ότι οι πολίτες ζουν διαρκώς υπό την δαμόκλειο σπάθη φόβων υπερβολικά διογκωμένων (εκ μέρους της κρατικής εξουσίας και των προπαγανδιστικών ΜΜΕ), οι οποίοι συρρικνώνουν σημαντικά το πεδίο της ελευθερίας τους, είναι απαραίτητο να τεθεί χαλινός στο φαινόμενο που διάβρωσε τα τελευταία χρόνια τον “νωτιαίο μυελό” του Ποινικού Δικαίου, εγχύοντας εντός αυτού υπέρμετρες δόσεις εξασφαλιστικής των εννόμων αγαθών λογικής.

 

Έτσι, άλλωστε, φθάσαμε να μιλάμε για το περίφημο φαινόμενο της “προμετατόπισης του αξιοποίνου” (“Vorverlagerung der Strafbarkeit”), το οποίο είναι σύνηθες στο πλαίσιο των λεγόμενων “εγκλημάτων ολκής” ή “εγκλημάτων-μαμούθ” που διαπράττονται από τρομοκράτες (επ’ αυτού βλ. Βαθιώτη, Τραγικά διλήμματα στην εποχή του “πολέμου κατά της τρομοκρατίας”. Από τη σανίδα του Καρνεάδη στο “Ποινικό Δίκαιο του Εχθρού”, εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 2010, σελ. 358). Εστιάζοντας την προσοχή μας στα εγκλήματα δυνητικής διακινδυνεύσεως, η “προμετατόπιση του αξιοποίνου” μεταφράζεται ως εξής: αφού ο κίνδυνος είναι προστάδιο της βλάβης, ο δυνητικός κίνδυνος είναι προστάδιο του κινδύνου· κατά τούτο τυποποιείται το αξιόποινο “προστάδιο του προσταδίου”, εξ ου και κάποιοι μιλούν για “κίνδυνο κινδύνου” (βλ. π.χ. Joerden, Strukturen des strafrechtlichen Verantwortlichkeitsbegriffs, 1988, σελ. 121)!

 

Δεν πρέπει, λοιπόν, ο απλός πολίτης να αντιμετωπίζεται ως “εχθρός της κοινωνίας” και, συνακόλουθα, δεν πρέπει οι ήδη “ξεχειλωμένες” ποινικές έννοιες να ερμηνεύονται με τρόπο που προσιδιάζει σε διαχείριση τρομοκρατικών απειλών (για την στηλίτευση του ολοένα αυξανόμενου εμποτισμού του Ποινικού Δικαίου με την λογική της αποτροπής κινδύνων [Gefahrenabwehr] βλ. τις αναλύσεις του αείμνηστου Wilfrid Hassemer, καθηγητή Ποινικού Δικαίου και Αντιπροέδρου του Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου στο βιβλίο του “Ποινικό Δίκαιο. Η κατανόησή του, ο κόσμος του” [“Strafrecht. Sein Verständnis, seine Welt”], 2008, σελ. 260). Εξ αυτού του λόγου, το αν έχει πραγματωθεί η αντικειμενική υπόσταση του άρθρου 285 ΠΚ πρέπει να καθορίζεται (συσταλτικά) από την in concreto αξιολόγηση του δυνητικού κινδύνου μετάδοσης μιας μολυσματικής ασθένειας με βάση τα στοιχεία που τίθενται στην διάθεση του δικαστή μετά την εκδήλωση της εξεταζόμενης συμπεριφοράς. Υπό αυτό το πρίσμα, οι “αρνητές της μάσκας” που κυκλοφορούν “ανάμεσά μας” με ακάλυπτο το στόμα και την μύτη τους, ουδεμία ευθύνη φέρουν για το έγκλημα του άρθρου 285 ΠΚ, εφόσον αποδειχθεί ότι ούτε φορείς του ιού ήσαν ούτε κινήθηκαν σε μολυσμένο χώρο. Αν, βεβαίως, δεν μπορεί να αποδειχθεί τι ακριβώς συνέβαινε την κρίσιμη στιγμή, τότε εφαρμόζεται η αρχή in dubio pro reo.   

 

Οι ανωτέρω επισημάνσεις ισχύουν και για τους ιερείς που διώχθηκαν, επειδή ιερούργησαν αψηφώντας τα θλιβερά μέτρα της εποχής “lockdown περί λειτουργίας των εκκλησιών κεκλεισμένων των θυρών. Εδώ, μάλιστα, συντρέχει και ένας επιπλέον λόγος που καθιστά προδήλως παράλογη την τυχόν καταδίκη τους για το έγκλημα του άρθρου 285 ΠΚ: Η φύση του ιερατικού λειτουργήματος είναι παντελώς ασυμβίβαστη με την αποδοχή του κινδύνου μετάδοσης της ασθένειας σε αόριστο αριθμό προσώπων, αφού ένας ιερέας τρέφει αισθήματα αγάπης για το ποίμνιό του και τα μέλη της κοινωνίας εν γένει. Πρόκειται για έναν ισχυρό αντενδείκτη ενδεχόμενου δόλου που συνδέεται με την υφιστάμενη σχέση ανάμεσα στον “δράστη” του εγκλήματος και τα εν δυνάμει θύματα (για την αρεοπαγιτικώς αναγνωρισμένη ανάγκη συνεκτιμήσεως τόσο των ενδεικτών όσο και των αντενδεικτών του ενδεχόμενου δόλου βλ. Βαθιώτη, Πρεμιέρα των αντενδεικτών του ενδεχόμενου δόλου στο ποικιλόχρωμο φόντο της αεροπαγιτικής νομολογίας, ΠοινΧρ 2019, σελ. 401 επ., όπου και σχoλιασμός της υπ’ αριθμ. 217/2018 αποφάσεως του Αρείου Πάγου· βλ. και του ιδίου, Δόλος: Θεμελίωση και αποκλεισμός του στο Ποινικό Δίκαιο, 2014, αριθμ. περ. 233).

 

Σε ό,τι αφορά την μετάληψη της Θείας Κοινωνίας, εκτός της προαναφερθείσας σκέψης, η απουσία ενδεχόμενου δόλου ετεροδιακινδύνευσης αόριστου αριθμού ανθρώπων μπορεί κατ’ αρχάς να θεμελιωθεί πάνω στο ιστορικό προηγούμενο (σε καιρούς επιδημιών η εκκλησία ήταν πάντοτε αρωγός των πιστών που προσέτρεχαν σε αυτήν για να αντιμετωπίσουν τον εκάστοτε λοιμό) αλλά και στην βιωματική εμπειρία των ίδιων των κληρικών, οι οποίοι ουδέποτε έχουν αντιληφθεί ή δι’ άλλου τρόπου πληροφορηθεί ότι η μετάληψη Σώματος και Αίματος Χριστού κυοφορεί κίνδυνο μολύνσεως με κάποιον ιό. Αποφασιστικής, όμως, σημασίας για την μη στοιχειοθέτηση του προαναφερθέντος ενδεχόμενου δόλου είναι το παράδειγμα που δίνει με την στάση του ο ιερέας μετά την ολοκλήρωση της Θείας Κοινωνίας: Αν έχουν μείνει υπολείμματα επί του μάκτρου, τα λαμβάνει στο στόμα του, ενώ μετά το πέρας της Θείας Λειτουργίας καταλύει πάντοτε το Άγιο Ποτήριο. Οι δύο αυτές ενέργειες αποτελούν αδιάψευστο μάρτυρα περί του ότι είναι παντελώς αδύνατον, από το μυαλό του ιερέως που προτρέπει τους πιστούς να κοινωνήσουν, να περνά η παραμικρή σκέψη ότι κατά την μετάληψη της Θείας Κοινωνίας υπάρχει έστω ένας απειροελάχιστος κίνδυνος μετάδοσης νοσήματος: Όπως ο ιερέας έχει εσωτερικεύσει την ακράδαντη πεποίθηση ότι δεν διατρέχει κανέναν απολύτως κίνδυνο ο ίδιος (ανεξαρτήτως αν είναι προχωρημένης ηλικίας ή πάσχει από κάποιο υποκείμενο νόσημα), καταλύοντας ολόκληρο το περιεχόμενο του Αγίου Ποτηρίου, η ίδια ακράδαντη πεποίθηση ισχύει και ως προς την ανυπαρξία κινδύνου από την μετάληψη των πιστών. Συνεπώς, είναι πέρα ώς πέρα αδιανόητη η κατάφαση τόσο της αυτοδιακινδύνευσης όσο και της ετεροδιακινδύνευσης: αν κινδύνευαν οι τρίτοι, θα έπρεπε να κινδυνεύει και ο ίδιος ο ιερέας· αν αποδεχόταν την ετεροδιακινδύνευση αόριστου αριθμού ανθρώπων, θα έπρεπε να αποδέχεται κατά μείζονα λόγο και την αυτοδιακινδύνευσή του (για το επιχείρημα της μη-νοητής αυτοδιακινδυνεύσεως ως αντενδείκτη του βουλητικού στοιχείου του δόλου βλ. Βαθιώτη, Δόλος, ό.π., αριθμ. περ. 218 επ.).                       

 

Στην επίμαχη εγκύκλιο γίνεται εν συνεχεία επίκληση της «διάρκεια[ς] της πανδημίας με τις οδυνηρές της συνέπειες», οι οποίες «επέβαλαν κυριολεκτικά και στην ελληνική έννομη τάξη ένα ιδιόμορφο “Δίκαιο της Ανάγκης” για προστασία από τους άμεσους κινδύνους από την πανδημία του κορωνοϊού ως αιτίας της νόσου COVID-19, με απώτερο σκοπό την διαφύλαξη των υπέρτερων εννόμων αγαθών της ανθρώπινης ζωής και της υγείας».

 

Εν τούτοις, η επίκληση του “ιδιόμορφου Δικαίου της Ανάγκης” προκαλεί συνειρμικά αλγεινούς συσχετισμούς με την σκόπιμη διαμόρφωση μιας διαρκούς κατάστασης εκτάκτου ανάγκης, η οποία στο πλαίσιο του “πολέμου κατά του αόρατου εχθρού της τρομοκρατίας” αναδείχθηκε σε μια από τις βασικότερες πρακτικές συρρίκνωσης των ατομικών και συλλογικών ελευθεριών που υλοποιούν τα σύγχρονα κράτη. Ιδού το κρίσιμο χωρίο από το βιβλίο του Agamben (Κατάσταση εξαίρεσης. Όταν η «έκτακτη ανάγκη» μετατρέπει την εξαίρεση σε κανόνα, μτφ.: Μ. Οικονομίδου, εκδ. Πατάκη, 2007, σελ. 13):

 

«O σύγχρονος ολοκληρωτισμός μπορεί να οριστεί ως θέσμιση, μέσω της κατάστασης εξαίρεσης, ενός κατά νόμον εμφυλίου πολέμου που επιτρέπει τη φυσική εξόντωση όχι μόνο των πολιτικών αντιπάλων, αλλά και ολόκληρων κατηγοριών πολιτών που για κάποιο λόγο δίνουν την εντύπωση ότι δεν μπορούν να ενσωματωθούν στο πολιτικό σύστημα. Έκτοτε, η σκόπιμη διαμόρφωση μιας διαρκούς κατάστασης εκτάκτου ανάγκης (παρότι, ενδεχομένως, δεν κηρύσσεται με την τεχνική έννοια του όρου) αναδείχθηκε σε μια από τις βασικότερες πρακτικές των σύγχρονων κρατών, ακόμα και των λεγόμενων δημοκρατικών».

 

Είναι δε πασίγνωστη η αλήστου μνήμης φράση του υπηρετήσαντος το ναζιστικό καθεστώς Carl Schmitt (Πολιτική Θεολογία. Τέσσερα κεφάλαια γύρω από τη διδασκαλία περί κυριαρχίας, μτφ.: Π. Κονδύλης, εκδ. Λεβιάθαν, Αθήνα 1994, σελ. 17/18), η οποία κρούει τον κώδωνα του κινδύνου αποφασιοκρατικής αυθαιρεσίας εκ μέρους των εκάστοτε κυβερνώντων: «Κυρίαρχος είναι όποιος αποφασίζει για την κατάσταση έκτακτης ανάγκης» (“Souverän ist, wer über den Ausnahmezustand entscheidet”). Στο ίδιο έργο του, πάντως, ο Schmitt διευκρινίζει: «Ένας γενικός κανόνας, όπως είναι ο ισχύων κανόνας δικαίου στις κανονικές περιπτώσεις, δεν μπορεί ποτέ να συλλάβει μια απόλυτη εξαίρεση και, επομένως, δεν μπορεί να θεμελιώσει πλήρως την απόφαση ότι βρισκόμαστε μπροστά σε μια γνήσια έκτακτη περίπτωση ανάγκης».

 

Πέραν των προαναφερθέντων, λεκτέα τα ακόλουθα: Ως προς τον αριθμό των θανάτων συνεπεία της νόσου Covid-19, τα τρέχοντα επιδημιολογικά δεδομένα είναι πολύ καλύτερα σε σχέση με την έναρξη της υγειονομικής κρίσης, αφού, κατά την πρόσφατη δημόσια τοποθέτηση της κ. Αναστασίας Κοτανίδου, καθ. Ιατρικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών, «στην πρώτη φάση της επιδημίας είχαμε περίπου 3.500 κρούσματα, και θνητότητα 5,6%. Τώρα έχουμε 11.500 θετικά κρούσματα και θνητότητα 1,3%» (ήτοι υποχώρηση της θνητότητας σε ποσοστό 77%)· περαιτέρω, εν αντιθέσει προς ό,τι ίσχυε για τους πρώτους μήνες, το σύστημα Υγείας δεν είναι απροετοίμαστο (δεδομένου μάλιστα ότι, κατά τις δηλώσεις των αρμοδίων, οι κλίνες ΜΕΘ και ΜΑΦ αγγίζουν τον αριθμό των 1.200), ενώ οι γιατροί γνωρίζουν πλέον πολύ καλύτερα πώς πρέπει να αντιμετωπίσουν τα ύποπτα, τα πιθανά ή τα επιβεβαιωμένα κρούσματα (δεν πρέπει να παροράται το πολύ υψηλό ποσοστό μολυσμένων ασθενών που όχι μόνο ιάθηκαν αλλά είτε παρουσίασαν ήπια συμπτώματα είτε έμειναν ασυμπτωματικοί).

 

Ουδείς δε αναφέρεται στο γεγονός ότι, με βάση τα επίσημα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για το έτος 2018 (Δελτίο Τύπου / Πειραιάς, 31.12.2019), ο μέχρι σήμερα συνολικός αριθμός των θανάτων στην χώρα μας συνεπεία της νόσου Covid-19 (από την εμφάνιση αυτής μέχρι και σήμερα) υπερβαίνει κατά 129 τον μέσο ημερήσιο αριθμό θανάτων στην διάρκεια του 2018, όπως προκύπτει από την διαίρεση του καταγεραμμένου ετήσιου αριθμού θανάτων (119.446) με τον συνολικό αριθμό των ημερών του έτους (365). Ειδικότερα: Σε βάθος περίπου 8 μηνών ο “φονικός ϊός” έχει προκαλέσει 456 θανάτους, ενώ οι θάνατοι μίας ημέρας του 2018 ήταν κατά μέσον όρο 327.

 

Ανεξάρτητα, όμως, από τα παραπάνω, εύλογες απορίες γεννά η θέση που αποτυπώνεται στην επίμαχη εγκύκλιο ότι οι συνέπειες της πανδημίας «επέβαλαν κυριολεκτικά […] ένα ιδιόμορφο “Δίκαιο της Ανάγκης”». Εκτός του ότι ήδη σε ορολογικό επίπεδο είναι άκρως προβληματικό να γίνεται λόγος για μια “κατά κυριολεξίαν ιδιομορφία”, δεν καθίσταται κατανοητό πώς εξειδικεύεται σε συνταγματικό επίπεδο ένα τέτοιο “Δίκαιο της Ανάγκης”. Ρωτώντας ρητορικά: Υπάρχει άραγε κάποια άλλη διάταξη του Συντάγματος πλην εκείνης του άρθρου 48 που ρυθμίζει την κατάσταση πολιορκίας (για την εφαρμογή, όμως, της οποίας προβλέπονται λόγοι μη αφορώντες κινδύνους της δημόσιας υγείας· βλ. και Κοντιάδη, Πανδημία, βιοπολιτική και δικαιώματα, εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 2020, σελ. 99), η οποία θα μπορούσε να νομιμοποιήσει την αναστολή ισχύος είτε του συνόλου είτε μέρους των περιοριστικά απαριθμούμενων άρθρων;

 

Βεβαίως, υφίσταται και το άρθρο 44, σε αυτό όμως θεσπίζεται η έκτακτη αρμοδιότητα για την ρύθμιση περιπτώσεων «εξαιρετικά επείγουσας και απρόβλεπτης ανάγκης», ζήτημα που δεν αφορά το πεδίο των θεμελιωδών δικαιωμάτων αλλά εκείνο του οργανωτικού Συνταγματικού Δικαίου. Εξάλλου, η (πάντως εριζόμενη ως προς την τυπική ισχύ της) ερμηνευτική δήλωση στο άρθρο 5 παρ. 4 επιτρέπει μεν την κάμψη της απαγόρευσης περιορισμών, πλην όμως πρόκειται για περιορισμούς που αφορούν αποκλειστικά την «ελεύθερη κίνηση ή εγκατάσταση στη Χώρα, καθώς και την ελεύθερη έξοδο και είσοδο σ’ αυτήν».

 

Εκ των ανωτέρω παρέπεται ότι προσβολές της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, της ατομικής υγείας, της ζωής ή της θρησκευτικής ελευθερίας (αλλά ακόμη και η κατάλυση του πυρήνα της προσωπικής ελευθερίας) δεν συγχωρούνται στο όνομα κανενός “Δικαίου της Ανάγκης” (βλ. και Σπ. Βλαχόπουλο, Συνταγματικός μιθριδατισμός. Οι ατομικές ελευθερίες σε εποχές πανδημίας, εκδ. Ευρασία, Αθήνα 2020, σελ. 46, ο οποίος θέτει το ερώτημα αν «στο όνομα της προστασίας της δημόσιας υγείας επιτρέπεται κάθε περιορισμός των ατομικών ελευθεριών» ή, αντιθέτως, αν η έννομη τάξη «θέτει απαράβατα όρια, όπως αυτά προκύπτουν κυρίως από τις αρχές της ανθρώπινης αξίας, της ισότητας και της αναλογικότητας και τον σεβασμό του πυρήνα των ατομικών δικαιωμάτων», ερώτημα το οποίο απαντάται καταφατικά από τον ίδιο: σελ. 41).           

 

Έτσι, λοιπόν, η αναφορά στην έννοια ενός κατά κυριολεξίαν νοούμενου και εν ταυτώ ιδιόμορφου Δικαίου της Ανάγκης, η οποία περιέχεται στο κείμενο ενός κρατικού οργάνου και, ειδικότερα, σε μια εγκύκλιο του Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου (!), δεν μπορεί παρά να εγείρει την βάσιμη ανησυχία ότι βρισκόμαστε ενώπιον μιας νέας καταχρηστικής επικλήσεως του “Δικαίου της Ανάγκης”, η οποία γίνεται και πάλι με αφορμή τον πόλεμο που διεξάγεται εναντίον ενός νέου “αόρατου εχθρού”, δηλ. του νέου κορωνοϊού! Αξιοποιώντας τα λόγια του δικαστή Jackson, όπως παραπέμπονται από τον Weinreb (Αντιδρώντας στην Τρομοκρατία, μτφ.: Ανθή Γεώργα [επιμ. Δ. Κιούπης], Ποινικά Χρονικά 2007, σελ. 481 επ., 486), ό,τι επικυρώνεται σε μια στιγμή καταστάσεως ανάγκης, εν συνεχεία «παραμένει σαν ένα οπλισμένο πιστόλι, έτοιμο να το πάρει στα χέρια της μία δημόσια αρχή, που μπορεί να εγείρει μια εύσχημη αξίωση περί εκτάκτου ανάγκης».

 

Επιτέλους, ας σκεφθεί με νηφαλιότητα και αυστηρή λογική, όχι μόνο ο  Εισαγγελεύς του Αρείου Πάγου αλλά και πας τρίτος όστις επικαλέσθηκε ελαφρά τη καρδία το “Δίκαιο της Ανάγκης”, την εξής παράμετρο: για ποια πραγματική “Ανάγκη”, έστω ιδιόμορφη, δύναται να γίνει λόγος, δηλαδή για ποια «ασυνήθιστη κατάσταση μπορούμε να μιλάμε, η οποία έθεσε σε σοβαρό κίνδυνο την υπόσταση του κράτους» (επ’ αυτού βλ. την εξαιρετική μονογραφία του Matthias Jahn, Das Strafrecht des Staatsnotstandes, 2004, σελ. 104/105· από την θέση αυτή ευχαριστώ θερμά τον Γερμανό συνάδελφο που είχε την ευγενή καλοσύνη να μου προσφέρει το βιβλίο του ήδη από τον πρώτο μήνα του επιβληθέντος τραγικού “lockdown”) και δεν μπορούσε να αντιμετωπισθεί με τα συνήθη μέσα που εφαρμόζονται σε παρόμοιες περιπτώσεις επιδημιών, αφ’ ης στιγμής στον “φοβερό και τρομερό καιρό” της αρχόμενης πανδημίας (όπου “φόβος και τρόμος” ήσαν προπάντων τα χρηματοδοτημένα ΜΜΕ και η καθημερινή εμετική προπαγάνδα τους) οι απανταχού της γης υγειονομικοί διαχειριστές επέτρεπαν σε όλους αδιακρίτως τους πολίτες να επισκέπτονται χωρίς μάσκες τα σούπερ-μάρκετ ή να σχηματίζουν ουρές για το “προσκύνημα” των ΑΤΜ;

 

Έτσι αντιδρά, άραγε, μια χώρα και, αντιστοίχως, ένας ολόκληρος πλανήτης, όταν κυριαρχεί μια τόσο “φονική πανδημία”, η οποία από όλους τους συντονισμένους βραχίονες του συστήματος επιχειρείται σώνει και καλά να ταυτιστεί με την “ισπανική γρίπη” του 1918 που ξέσπασε σε τρία κύματα και στοίχισε την ζωή σε περίπου 21,5 εκατομμύρια ανθρώπους; (βλ. Kingston/Lambert, Katastrophen und Krisen, γερμ. μτφ.: Edda Janus, εκδ. Hans Kaiser, Klagefurt, 1980, σελ. 134, 135).

 

Αλλά και στην παρούσα φάση τίθεται ανάλογο ερώτημα: Πώς είναι δυνατόν να υφίσταται “φονική πανδημία” κορωνοϊού και τα καταστήματα υγειονομικού ενδιαφέροντος που προσφέρουν φαγητά, γλυκίσματα ή ποτά να δέχονται τους πελάτες χωρίς μάσκα αλλά όταν παραγγέλλουν όρθιοι για να πάρουν μαζί τους τα φαγητά ή τα γλυκίσματα να πρέπει να φορούν μάσκα; Περαιτέρω, πώς είναι δυνατόν υπό συνθήκες τέτοιας “φονικής πανδημίας” να συναθροίζονται οι πολίτες κατά χιλιάδες έξω από δικαστήρια για να βροντοφωνάξουν τα συνθήματά τους ή να απολαμβάνουν την ηλιοθεραπεία τους στις πλαζ, ξαπλωμένοι ο ένας πολύ κοντά στον άλλον, αλλ’ αντιθέτως να απαγορεύονται οι παρελάσεις και οι λιτανείες;

 

Ούτως εχόντων των πραγμάτων, όταν στο όνομα της “φονικής πανδημίας” η κρατική εξουσία, συμπεριφερόμενη ως ένας απολυταρχικός Λεβιάθαν που αυτοακυρώνεται και αυτογελοιοποιείται μέσω πλήθους αντιφάσεων, λαμβάνει κατά παραγνώριση του συνταγματικού θεσμικού πλαισίου δρακόντεια μέτρα εις βάρος των θεμελιωδών δικαιωμάτων του πολίτη, ο τελευταίος έχει δικαίωμα και χρέος να εκφράζει και να υλοποιεί εμπράκτως την ανυπακοή του, ώστε να περιφρουρήσει το Σύνταγμα και την προσωπικότητά του, αρνούμενος να μετατραπεί σε ζωώδες υποχείριο κάποιων εκτραχηλιζόμενων κυβερνητών που δίδουν την εντύπωση ότι εμφορούνται από την αρρωστημένη εμμονή στο όνειρο μιας απολύτως πειθαρχημένης και καθολικά επιτηρούμενης κοινωνίας.

 

Την υπόνοια ότι η αυταρχική επιβολή πειθαρχίας είναι το όνειρο και των Ελλήνων διαχειριστών της υγειονομικής κρίσης τροφοδοτεί έντονα η καθημερινή βιωματική διαπίστωση ότι οι πολίτες, προτού προβούν στην εκάστοτε επιβεβλημένη χρήση της “προσωπικής μάσκας” τους, την φέρουν κατά τρόπον επικίνδυνο για την υγεία τους: π.χ. την κρεμούν δίκην σκουλαρικιού από το αφτί τους, την κατεβάζουν στον λαιμό ή στο πιγούνι τους, σαν να πρόκειται για τεχνητό μούσι, ή την στερεώνουν στο ύψος του αγκώνα τους, με αποτέλεσμα από “ατομικό προστατευτικό” να μετατρέπεται σε “φονικό όπλο” που σαρώνει πάσης φύσεως μικρόβια και ιούς. Δυστυχώς, αυτό το καθημερινό φαινόμενο (χαρακτηριστική όσο και γελοία η συνήθεια των οδηγών που έχουν κρεμασμένη την μία και μοναδική μάσκα πολλαπλής χρήσεως στον εσωτερικό καθρέπτη του αυτοκινήτου τους) ουδόλως ανησυχεί τους υγειονομικούς διαχειριστές, μοναδικό μέλημα των οποίων είναι να πιστοποιείται ότι κάθε πολίτης πειθαρχεί “χωρίς δεύτερη κουβέντα” στα μέτρα που λαμβάνονται, όσο υγειοβλαπτικά ή απάνθρωπα κι αν είναι. Άλλωστε ακούσαμε ήδη από το στόμα του κ. Σύψα στις 8 Σεπτεμβρίου 2020 ότι η επιβολή της υποχρεωτικής μασκοφορίας στους μαθητές δεν επεβλήθη για επιδημιολογικούς λόγους, αλλά επειδή «στόχος μας είναι να εκπαιδευτούν σε αυτό» (πρβλ. και το σύνθημα που κυριαρχούσε στα χείλη πολιτικών καθώς και στην προπαγανδιστική καμπάνια την εποχή του “lockdwn”: “μένουμε πειθαρχημένοι”).

 

Nota bene: Αν το κράτος ενδιαφερόταν πράγματι για την δημόσια υγεία και όχι για την προώθηση ενός πειθαρχικού μοντέλου διακυβέρνησης, τότε τα όργανα που ελέγχουν την εφαρμογή του μέτρου θα έπρεπε να υποδεικνύουν στους πολίτες την ορθή χρήση της μάσκας ή να κόβουν τα επαίσχυντα πρόστιμα όχι μόνο όταν ο πολίτης συλλαμβάνεται να μη φορά την μάσκα αλλά και όταν προσποιείται ότι την φορά, σαν τον οδηγό που φροντίζει μεν να είναι δεμένη η ζώνη ασφαλείας αλλά κατά τρόπον ώστε να μην τον ακουμπά ενοχλητικά στο στήθος του.

 

Θα πρέπει να έχουμε πάντοτε κατά νουν μια σημαντική διαφορά που επισημαίνεται από τον Heribert Prantl στο βιβλίο του με τον τίτλο “Ο τρομοκράτης ως νομοθέτης” και με τον υπότιτλο “Πώς ασκούμε πολιτική μέσω του φόβου” (εκδ. Droemer, Nördlingen 2008, σελ. 213): «Ένα αστυνομικό κράτος που χρησιμοποιεί μηχανισμούς για την επιβολή της ασφάλειας επιτρέπεται να κάνει ό,τι μπορεί. Ένα κράτος Δικαίου με αντίστοιχους μηχανισμούς μπορεί να κάνει μόνο ό,τι επιτρέπεται». Σύμφωνα με την ακροτελεύτια θέση του συγγραφέως, «το αληθές περιεχόμενο του δικαιώματος στην ασφάλεια είναι τούτο: Το Δίκαιο διασφαλίζει την ελευθερία. Η ασφάλεια δεν είναι κάποια αφηρημένη αξία, ούτε στοχεύει κατά τρόπον ύποπτο στην διασφάλιση της κρατικής εξουσίας. Μιλώντας για ασφάλεια, εννοούμε την ασφάλεια των ανθρώπων εντός δικαιικών ορίων» (ό.π., σελ. 216· πρβλ. την υπέροχη ρήση του Ασημάκη Πανσέληνου, Σημειωματάριο, εκδ. Κέδρος, Αθήνα 1984, σελ. 58: «Η τιμή μιας χώρας είναι η ελευθερία, κι όταν ένα κράτος δεν μπορεί να εγγυηθεί στους πολίτες του την ελευθερία, δεν έχει λόγο να υπάρχει»).

 

Κατά την εύστοχη επισήμανση του Christoph Möllers (όπως παραπέμπεται από τον Βλαχόπουλο, ό.π., σελ. 65), «χωρίς δημόσιο έλεγχο και δημόσιο διάλογο για τα έκτακτα μέτρα και τα συνταγματικά τους όρια, οι περιορισμοί δεν έχουν ουσιαστική δημοκρατική νομιμοποίηση». Αλλά και κατά τον Konrad Hesse (βλ. Βλαχόπουλο, αυτόθι), «ένα Σύνταγμα που δεν γίνεται σεβαστό σε περιόδους κρίσεων, χάνει το νόημά του».

 

Αν, λοιπόν, οι πολίτες παραιτηθούν του προμνημονευθέντος ελεγκτικού-αντιστασιακού δικαιώματος και εν ταυτώ χρέους τους, τότε δεν αποκλείεται να έρθουν, αργά ή γρήγορα, αντιμέτωποι με ένα σύστημα επιτήρησης-συνεχούς καταγραφής, σύμφωνα με την περιγραφή του Μισέλ Φουκώ στο έργο του “Επιτήρηση και τιμωρία. Η Γέννηση της Φυλακής” (μτφ.: Τ. Μπέτζελος, εκδ. Πλέθρον, Αθήνα 2011, σελ. 224), όπου αναλύεται ένας κανονισμός στα τέλη του 17ου αιώνα για τα ενδεδειγμένα μέτρα σε περίπτωση εμφάνισης πανούκλας στην πόλη:

 

«Καθημερινά […] ο σύνδικος διασχίζει τον δρόμο που έχει υπό την ευθύνη του, σταματά μπροστά από κάθε σπίτι, ζητά από τους κατοίκους να παρουσιαστούν στα παράθυρα (όποιος μένει σε δωμάτιο που βλέπει στην αυλή έχει στη διάθεσή του ένα παράθυρο που βλέπει στον δρόμο όπου παρουσιάζεται μόνο αυτός), καλεί καθένα με το όνομά του, πληροφορείται για την κατάσταση όλων, διαδοχικά – “αν οι κάτοικοι δεν πουν την αλήθεια, τιμωρούνται με την ποινή του θανάτου”. Αν κάποιος δεν παρουσιαστεί στο παράθυρο, ο σύνδικος ζητά να μάθει τον λόγο: “Δεν θα δυσκολευτεί τότε να ανακαλύψει αν κρύβουν στο σπίτι νεκρούς ή αρρώστους”. Καθένας, κλεισμένος στο κλουβί του, στο παράθυρό του, αποκρίνεται στο άκουσμα του ονόματός του και παρουσιάζεται όποτε του ζητείται: ιδού η μεγάλη επιθεώρηση των ζωντανών και των νεκρών».  

 

Kάνοντας ο Φουκώ συγκρίσεις με το Πανοπτικό του Μπένθαμ, διατυπώνει την εξής συγκλονιστικά επίκαιρη θέση (ό.π., σελ. 233): «Η πανωλόβλητη πόλη προσέφερε ένα ιδιότυπο πειθαρχικό πρότυπο: τέλειο αλλά απολύτως βίαιο· η εξουσία αντέτασσε μια συνεχή απειλή θανάτου στη θανατηφόρο ασθένεια· η ζωή περιοριζόταν στην απλούστερη έκφρασή της· ήταν η σχολαστική άσκηση του δικαίου της ρομφαίας ενάντια στην εξουσία του θανάτου». Και συνεχίζει: «η εξουσία ορθώνεται ενάντια σε ένα υπέρμετρο κακό· καθίσταται πανταχού παρούσα και ορατή· επινοεί νέα γρανάζια· διαχωρίζει, ακινητοποιεί, διατετραγωνίζει· κατασκευάζει για ένα χρονικό διάστημα αυτό που συνιστά ταυτοχρόνως αντι-πόλη και την τέλεια κοινωνία· επιβάλλει έναν ιδεώδη τρόπο λειτουργίας, ο οποίος όμως ανάγεται τελικώς, όπως και το κακό που αντιμάχεται, στον απλό δυϊσμό ζωής και θανάτου». 

 

Επιπλέον, στην επίμαχη εγκύκλιο τα έννομα αγαθά της (δημόσιας) υγείας και της ανθρώπινης ζωής, τα οποία κινδυνεύουν από την μετάδοση του κορωνοϊού, εκλαμβάνονται a priori ως υπέρτερα, μολονότι το δρακόντειο μέτρο της παρατεταμένης μασκοφορίας (που ταυτοχρόνως προβάλλει ως εκ των πραγμάτων αλυσιτελής για την αναχαίτιση του ιού, εξ ου και επεκτείνεται διαρκώς το εφαρμοστικό της πεδίο) όχι μόνο μπορεί να θέτει σε κίνδυνο την σωματική ή ψυχική υγεία ή σε κάποιες περιπτώσεις ακόμη και την ζωή κάποιων πολιτών, αλλά πολύ περισσότερο θίγει βάναυσα την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και, ταυτοχρόνως, παρακωλύει σοβαρά την άσκηση της θρησκευτικής ελευθερίας ή ακόμη και λιγότερο προφανών δικαιωμάτων, τα οποία εκ πρώτης όψεως δεν θα μπορούσε κανείς να φανταστεί ότι υφίστανται περιορισμό, όπως είναι λ.χ.: το δικαίωμα υπεράσπισης του κατηγορουμένου όταν επιβάλλεται στον αγορεύοντα συνήγορό του η παρατεταμένη χρήση μάσκας ή το δικαίωμα εξέτασης του μάρτυρα, η κατάθεση του οποίου δεν μπορεί να ελεγχθεί ευχερώς ως προς το αληθές ή ψευδές περιεχόμενό της (η χρήση μάσκας εκ μέρους του μάρτυρα συγκαλύπτει συσπάσεις του προσώπου που θα μπορούσαν να είχαν συμβάλει στην προσήκουσα ψυχολόγηση του εξεταζομένου· πρβλ. Alan & Barbara Pease, Γλώσσα του σώματος, μτφ.: Θ. Μαστακούρης, εκδ. Έσοπτρον, Αθήνα 2006, σελ. 96 και 100, οι οποίοι σημειώνουν ότι «οι ανειλικρινείς άνθρωποι χαμογελούν μόνο με το στόμα» και ότι «μια συγγνώμη που προσφέρεται μαζί με ένα χαμόγελο επιφέρει μικρότερη ποινή από μια συγγνώμη δίχως αυτό»).

 

Όπως ήδη έχει επισημανθεί με άλλη αφορμή (βλ. Βαθιώτη, Η ποινική αξιολόγηση του κρατικού πειθαναγκασμού των πολιτών σε παρατεταμένη μασκοφορία, εις: ProNews και Ενωμένη Ρωμιοσύνη), οι κίνδυνοι για την υγεία του μασκοφορεμένου πολίτη συνδέονται μεταξύ άλλων με τα ακόλουθα δεδομένα (σημειωτέον ότι η παράγραφος 5 του άρθρου 5 Συντ., στην οποία ορίζεται ότι «[κ]αθένας έχει δικαίωμα στην προστασία της υγείας και της γενετικής του ταυτότητας» φαίνεται ότι έχει υποτιμηθεί, αν όχι λησμονηθεί, από όλους εκείνους που τον τελευταίο καιρό έχουν υποστεί ένα είδος παράκρουσης με την δημόσια υγεία):

 

Το μικροκλίμα που δημιουργείται εντός της μάσκας, λόγω της αύξησης της υγρασίας και θερμοκρασίας, επιμηκύνει την επιβίωση ιών και μικροβίων, ακόμη και τον πολλαπλασιασμό κάποιων εξ αυτών με την παρατεταμένη χρήση της μάσκας. Επί παραδείγματι, μετά από κάποια ώρα συνεχόμενης ομιλίας (όπως συμβαίνει κατά την διάρκεια της διδασκαλίας ή της αγόρευσης εντός δικαστηρίου), συνεπεία της εναιώρησης μικροσταγονιδίων παράγεται στην επιφανεία της μάσκας βιολογικό υλικό, επί του οποίου ευνοείται η ανάπτυξη στρεπτοκόκκου, σταφυλοκόκκου και άλλων παθογόνων βακτηριδίων. Επίσης, όποιος περπατά, κινείται ή εργάζεται φορώντας την μάσκα, διατρέχει κίνδυνο υποξαιμίας από τον περιορισμό της πρόσληψης του οξυγόνου και, αντιστοίχως, κίνδυνο υπερκαπνίας από την κατακράτηση του επιζήμιου διοξειδίου του άνθρακα· η κατάσταση καθίσταται ακόμη πιο επικίνδυνη για εργαζομένους υπό υψηλές θερμοκρασίες, όπως είναι οι ψήστες σε σουβλατζίδικα ή πιτσαρίες.

 

Έντονη δυσφορία από τον εξαναγκασμό του πολίτη να εισπνέει την μυρωδιά από ένα ξένο σώμα που είναι εγκατεστημένο επί πολλή ώρα στο πρόσωπό του και το οποίο δεν έχει ελεγχθεί ως προς την πραγματική υγιειονομική του κατάσταση, δερματικές λοιμώξεις από την τριβή της μάσκας σε σημεία του προσώπου ή της κεφαλής, αλλά και πρόκληση οιδήματος στον αδένα της σταφυλής με φράξιμο των αεραγωγών, ώστε να απαιτείται χρήση κορτιζόνης, είναι μερικά μόνο από τα πρόσθετα προβλήματα που προκαλεί η παρατεταμένη μασκοφορία.

 

Ιδιαίτερα ανησυχητικό είναι το φαινόμενο που παρατηρείται στα δικαστήρια, όπου οι δικηγόροι, υπό την δαμόκλειο σπάθη του εκάστοτε άκαμπτου Προεδρείου, καλούνται να αγορεύουν μασκοφορεμένοι επί μακρόν. Το προαναφερθέν οίδημα του αδένος της σταφυλής προκλήθηκε σε συνήγορο υπερασπίσεως μετά την πολύωρη αγόρευσή του στο Εφετείο Αθηνών. Είναι χαρακτηριστικό ότι σε μιαν άλλη περίπτωση, όταν συνάδελφος που αγόρευε άρχισε να λαχανιάζει και κατέβασε την μάσκα για να μπορέσει να ανασάνει, η εισαγγελέας της έδρας τον επέπληξε, αξιώνοντας από αυτόν να ξαναφορέσει αμέσως την μάσκα του, πράγμα όμως που εκείνη την στιγμή ήταν ανθρωπίνως αδύνατον! A propos: Επικρατούσης σήμερον της τρομακτικής εικόνας των μασκοφορεμένων δικαστών και εισαγγελέων σε όλα τα δικαστήρια των ευρωπαϊκών (και όχι μόνο) χωρών, μοιάζουν με τραγική ειρωνεία τα λόγια του αείμνηστου Στυλιανού Μπούτη, Προϊσταμένου της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης εν έτει 1963, ο οποίος, ασχολούμενος με την υπόθεση δολοφονίας του Γρηγορίου Λαμπράκη και απειλούμενος από τρίτους για να «αποκλίνη της κατά συνείδησιν υπηρεσιακής του ενεργητικότητος», φέρεται ειπών προς τον συντάξαντα την νεκρολογία του Χρ. Σαρτζετάκη (δημοσιευμένη εις: Αρμενόπουλο 1965, σελ. 573 επ., 575): «Χρήστο μου, ας έρθουν να με σκοτώσουν, αν θέλουν, αλλά μασκαράς εγώ δεν γίνομαι ποτέ» (επ’ αυτού βλ. και το αφιέρωμα του Π. Παναγιωτόπουλου, εις: Ποινική Δικαιοσύνη 2014, σελ. 79 επ.).

 

Τα δύο αυτά περιστατικά είναι αντιπροσωπευτικά της ασύλληπτης παράνοιας και απανθρωπιάς που επικρατεί στην κοινωνία μας, αν βεβαίως υφίσταται ακόμη αυτή η κοινωνία, αφού φαίνεται ότι αποτελείται από εγωπαθείς μονάδες που νοιάζονται ψυχωτικά να μην μολυνθούν από τον “αόρατο εχθρό”. Συνακόλουθα, η πάλαι ποτέ περίοπτος αρχή “ουδείς υποχρεούται στα αδύνατα” (“impossibilium nulla est obligatio”) έχει εξανεμισθεί.

 

Ιδιαίτερη προσοχή απαιτείται ως προς το ακόλουθο σημείο: Το λάβαρο της δημόσιας υγείας υψώνεται μονόπλευρα υπέρ εκείνων που κινδυνεύουν δυνητικά από τους μη συμμορφούμενους προς τα μέτρα, αλλά ταυτοχρόνως κρατείται στο σκιόφως ο αντίστοιχος δυνητικός κίνδυνος που παράγεται σε βάρος της ατομικής υγείας κάθε πολίτη από την παρατεταμένη μασκοφορία. Ωστόσο, το άθροισμα όλων των ατομικών εκφάνσεων της υγείας συγκροτεί ομοίως την έννοια της δημόσιας υγείας (βλ. ήδη Δ. Δασκαλάκη, Πολιτική Ανυπακοή. Αξιόποινη πράξη ή δημοκρατική και ηθική υποχρέωση;, Ενωμένη Ρωμιοσύνη, 27.9.2020).

 

Αφοπλιστική η επισήμανση της Ingeborg Puppe (Wer sich in Gefahr begibt, kommt darin um, oder soll ich meines Bruders Hüter sein?, BRJ 2010, σελ. 43 επ., σελ. 46), η οποία θέτει το ακόλουθο ρητορικό ερώτημα με αφορμή την ερμηνεία του νόμου περί ναρκωτικών: «Τι τέλος πάντων θα πρέπει να φανταστούμε ότι είναι η υγεία του λαού, αν όχι η υγεία καθενός μέλους από το οποίο αποτελείται ο λαός;» (“Aber was soll ich mir denn unter der Volksgesundheit vorstellen, wenn nicht die Gesundheit jedes einzelnen Mitglieds dieses Volkes”).

 

Σε ό,τι αφορά την προσβολή της ανθρώπινης αξιοπρέπειας που συνεπάγεται η παρατεταμένη μασκοφορία, καθοριστικής σημασίας είναι η συνειδητοποίηση ότι η στέρηση του χαμόγελου και του γέλιου ως εκφραστικών μέσων του συναισθηματικού μας κόσμου αλλά και ως διακριτικών γνωρισμάτων του ανθρώπου έναντι των ζώων (σχετικά με την θέση ότι το γέλιο αποτελεί «προσβολή της αυστηρότητας της Κολάσεως» βλ. Λιούις, Τακτική του διαβόλου, μτφ.: Α. Θηβαίος, εκδ. Π. Πουρνάρα, Θεσσαλονίκη 1974/1993, σελ. 57· πρβλ. Έκο, Το όνομα του ρόδου, μτφ.: Έ. Καλλιφατίδη, εκδ. Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 1999, σελ. 468: «το γέλιο ελευθερώνει […] από τον φόβο του διαβόλου»), περαιτέρω η αλλοίωση των βασικών χαρακτηριστικών του προσώπου (που, όπως ήδη επισημάνθηκε, κατά την προκορωνοϊκή εποχή αποτελούσε επιβαρυντική περίσταση στο πλαίσιο τέλεσης εγκλημάτων) ομού μετά της φωνής του (το ηχόχρωμα και οι αυξομοιώσεις της οποίας είναι στοιχεία σημαντικά για την ρητορική τέχνη, είτε αυτή ασκείται από έναν συνήγορο είτε από έναν δάσκαλο), αμαυρώνουν και εν τέλει ακυρώνουν την ανθρώπινη μορφή οδηγώντας σε έναν πρωτοφανή εξευτελισμό μας, που ελάχιστα απέχει από την μεταχείριση του ανθρώπου ως ζώου στο οποίο έχουν φορέσει φίμωτρο (για την αναλυτικότερη θεμελίωση της θέσης ότι η παρατεταμένη χρήση της μάσκας άγει σε αποπροσωποποίηση προσβάλλουσα την αξία του ανθρώπου βλ. Βαθιώτη, Η ποινική αξιολόγηση του κρατικού πειθαναγκασμού των πολιτών σε παρατεταμένη μασκοφορία, εις: ProNews και Ενωμένη Ρωμιοσύνη).

 

Στο σημείο αυτό πρέπει να αναδειχθεί με ιδιαίτερη έμφαση μια πολύ σημαντική παράμετρος: Η ευρωπαϊκή και διεθνής νομοθεσία για την ευζωία των ζώων (“animal welfare”· για τους ανθρώπους πρβλ. τον όρο “quality of life”: “ποιότητα ζωής”) απαγορεύει το φίμωτρο και κάθε άλλου είδους αντικείμενο που παρακωλύει την ελεύθερη αναπνοή καθαρού αέρα και την λήψη τροφής, γιατί προκαλεί δυσφορία και ψυχική διαταραχή στα ζώα. Αλλά και, σύμφωνα με τον ελληνικό νόμο περί της προστασίας των ζώων (Ν. 4039/2012), προβλέπεται ότι: «Ευζωία είναι το σύνολο των κανόνων, που πρέπει να εφαρμόζει ο άνθρωπος στα ζώα, αναφορικά με την προστασία τους και την καλή μεταχείρισή τους, έτσι ώστε να μην πονούν και υποφέρουν, την παραμονή τους σε χώρο στεγνό, καθαρό και προστατευμένο από τις καιρικές συνθήκες, χωρίς να είναι μόνιμα δεμένα και διαβιούντα εντός ακατάλληλων κατασκευών (π.χ. μεταλλικών), τη φροντίδα για ιατρική περίθαλψη και χορήγηση κατάλληλης τροφής και νερού, την καθημερινή άσκηση ή τον περίπατό τους και γενικά τη μέριμνα για σεβασμό της ύπαρξής τους» (άρ. 1 περ. β΄).

 

Σύμφωνα δε με το άρ. 5 παρ. 1 περ. γ΄ του ιδίου νόμου, ο ιδιοκτήτης του δεσποζόμενου ζώου συντροφιάς υποχρεούται: «να τηρεί τους κανόνες ευζωίας του ζώου […] και να μεριμνά για την εξασφάλιση άνετου, υγιεινού και κατάλληλου καταλύματος, προσαρμοσμένου στο φυσικό τρόπο διαβίωσης του ζώου, που να του επιτρέπει να βρίσκεται στη φυσική του όρθια στάση, χωρίς να εμποδίζονται οι φυσικές του κινήσεις και η δυνατότητά του για την πραγματοποίηση της απαραίτητης για την υγεία και την ευζωία του άσκησης». Σε ό,τι αφορά το φίμωτρο, ο νόμος προβλέπει ότι τα ζώα το «φέρουν υποχρεωτικά», μόνο όταν «εκδηλώνουν χωρίς αιτία επιθετική συμπεριφορά προς τα άλλα ζώα ή τον άνθρωπο» (άρ. παρ. 2 εδ. β΄).

 

Πώς είναι, λοιπόν, δυνατόν η ελληνική πολιτεία να μεριμνά για την ευζωία των ζώων αλλά να αδιαφορεί πλήρως για την καθημερινή “ποιότητα ζωής” των ανθρώπων θεσπίζοντας την υποχρεωτική χρήση της μάσκας, η οποία, ανάλογα με την ιδιότητα του πολίτη ή τον αναγκαίο χρόνο παραμονής του σε κλειστούς ή ανοιχτούς χώρους που καταλαμβάνονται από την οικεία διάταξη, ελάχιστα απέχει από την βάναυση κακοποίηση ενός ζώου; Προφανώς, οι ευρισκόμενοι στο ελεγκτικό απυρόβλητο υγειονομικοί διαχειριστές αυτής της χώρας στερούνται της ικανότητας στοιχειώδους ενσυναίσθησης.

 

Θα ήταν γι’ αυτό χρήσιμο να αναγνώσουν το άρ. 10 παρ. 2 εδ. β΄ του ανωτέρω νόμου (όπως τροποποιήθηκε από το άρ. 47 παρ. 7α΄ Ν. 4235/2014), στο οποίο προβλέπεται ότι: «Οι σκύλοι βοήθειας, εφόσον φέρουν λουρί χειρισμού, μπορούν να μεταφέρονται στα μέσα μεταφοράς, χωρίς κλουβί μεταφοράς και χωρίς φίμωτρο, ανεξάρτητα από το μέγεθός τους». Ας ανατρέξουν τώρα οι ανάλγητοι διαχειριστές του βίου μας στο εν αποδρομή ιδιότυπο καλοκαίρι που μας είχαν προαναγγείλει με φόντο την Σαντορίνη και ας φέρουν στο μυαλό τους την εικόνα ενός επιβάτη που επιβιβάζεται σε πυρακτωμένο από τον καύσωνα λεωφορείο μεταφέροντας μαζί του τον σκύλο βοηθείας του: Ο μεν επιβάτης θα έπρεπε να φορά μάσκα-“φίμωτρο” και να βαριανασαίνει λόγω της υψηλής θερμοκρασίας, ενώ ο σκύλος βοηθείας του επιτρεπόταν να απολαμβάνει, με το μουσούδι του ακάλυπτο, μεγαλύτερη ελευθερία από τον κύριό του! Μία εικόνα-χίλιες λέξεις, οι οποίες μπορούν να συνοψισθούν στις εξής δύο: Ελλάς-φρενοκομείο!

 

Εξ όλων των ανωτέρω παρέπεται ότι το δίλημμα “ελευθερία εναντίον ασφάλειας” δεν δύναται να επιλυθεί ελαφρά τη καρδία υπέρ της ασφάλειας υπό την ειδικότερη μορφή της δημόσιας υγείας. Τούτο, διότι στην πλάστιγγα της στάθμισης των αντικρουόμενων εννόμων αγαθών πρέπει να συνεκτιμηθούν σε βάρος της ασφάλειας όχι μόνο πλείονα προσωπικά αγαθά του πολίτη αλλά πολύ περισσότερο μία απαραβίαστη αρχή, η οποία απολαύει συνταγματικής περιωπής, κατοχυρωμένη στο άρθρο 2 παρ. 1 του ελληνικού Συντάγματος. Πρόκειται ακριβώς για την ανθρώπινη αξία, «ο σεβασμός και η προστασία της οποίας αποτελεί πρωταρχική υποχρέωση της πολιτείας». Καίτοι, μάλιστα, οι όροι “αξία” και “αξιοπρέπεια” εναλλάσσονται συνήθως ως συνώνυμοι, υποστηρίζεται βασίμως ότι η αξία είναι ευρύτερη της αξιοπρέπειας, στο μέτρο που η πρώτη είναι σύμφυτη με την ιδιότητα του ανθρώπου, ενώ η δεύτερη συγκαθορίζεται από αξιολογικές κρίσεις και ιδίως από την κοινωνική της διάσταση (για την “τυραννία της αξιοπρέπειας” βλ. την μελέτη του Ulfrid Neumann, Die Tyrannei der Würde, ARSP 84 [1998], σελ. 153 επ.).  

 

Αυτή η αρχή, η οποία έχει παρομοιαστεί με έναν αστέρα το μακρινό φως του οποίου μας καθοδηγεί μέσα στο σκοτάδι (Josef Isensee), αποτελεί “το θεμέλιο των θεμελιωδών δικαιωμάτων”, αντιμετωπίζεται δε ως αυταξία και ταμπού που προστατεύει από τον κίνδυνο να ανοίξει μια κερκόπορτα η οποία θα οδηγήσει σε επιδημικές καταχρήσεις της λεγόμενης “τραγικής επιλογής”, σε μια “εξάπλωση καρκινικών κυττάρων” στο σώμα του κράτους Δικαίου. Με άλλα λόγια, αυτό το ταμπού προστατεύει από τον κίνδυνο να βρεθούμε σε μια “ολισθηρή κατωφέρεια” (slippery slope) κι έτσι η προσβολή της ανθρώπινης αξίας να λάβει ανεξέλεγκτες διαστάσεις, η δε εξαίρεση να γίνει ο κανόνας (για όλα αυτά βλ. Βαθιώτη, Τραγικά διλήμματα στην εποχή του “πολέμου κατά της τρομοκρατίας”, ό.π., σελ. 290/291).

 

Ούτως εχόντων των πραγμάτων, κάθε πολίτης έχει το αναφαίρετο δικαίωμα να αρνηθεί να συμμορφωθεί προς την προβλεπόμενη υποχρεωτική (παρατεταμένη) μασκοφορία εφαρμόζοντας την διάταξη του άρθρου 25 ΠΚ (κατάσταση ανάγκης που αίρει το άδικο), βάσει της οποίας δικαιούται να παραλείψει την χρήση της μάσκας, προκειμένου αφ’ ενός να διατηρήσει αλώβητη την αξία του ως ανθρώπου και, αφ’ ετέρου, να αποσοβήσει την προσβολή της υγείας ή ακόμη και της ζωής του (κατά περίπτωσιν πρέπει να ληφθούν υπ’ όψιν και οι προαναφερθείσες λοιπές προσβολές που συνεπάγεται η χρήση της μάσκας, όπως αυτή σε βάρος της θρησκευτικής ελευθερίας, του δικαιώματος υπεράσπισης του κατηγορουμένου ή της εξέτασης των μαρτύρων).

 

Ως γνωστόν, η ανθρώπινη αξία αποτελεί «συνταγματική αρχή που υπερισχύει απολύτως έναντι όλων των άλλων» και γι’ αυτό «δεν ανέχεται εξαιρέσεις ούτε και στις πλέον δύσκολες και οριακές καταστάσεις (όπως είναι η καταπολέμηση της τρομοκρατίας και του οργανωμένου εγλήματος) ούτε καν ακόμη και στην περίπτωση επείγουσας κατάστασης που απειλεί τη ζωή ενός έθνους» (Βλαχόπουλος, ό.π., σελ. 61). 

 

Αντίστοιχη είναι και η τοποθέτηση του αείμνηστου Νικολάου Ανδρουλάκη (Ποινικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος, Θεωρία για το έγκλημα, 2000, σελ. 435): Για όποιον λόγο κι αν γίνεται η υποβολή κάποιου σε βασανιστήρια και η ταπείνωσή του γενικότερα στο επίπεδο ενός απλού πράγματος, η μεταχείριση αυτή είναι σε κάθε περίπτωση απαράδεκτη γιατί αντιφάσκει σε ένα απόλυτο κριτήριο δικαιοσύνης ή αδικίας της ανθρώπινης δράσης. Ο δε κανόνας συμπεριφοράς –γιατί περί αυτού πρόκειται– με τον οποίο έχουμε να κάνουμε εδώ απαγορεύει την σκληρότητα προς τον άλλο, που εκδηλώνεται με το χάριν κάποιας σκοπιμότητας ψυχικό ή/και σωματικό τσαλαπάτημά του σε συνάρτηση με την εκμηδένιση της αυτονομίας του έτσι, ώστε να προκαλείται ο οίκτος, η ανθρώπινη συμπάθεια του κοινωνικοποιημένου περιγύρου του· γιατί γίνεται αντικείμενο μεταχείρισης που “δεν αξίζει” σε άνθρωπο (αξιοπρέπεια). Η προσβολή λοιπόν της ανθρώπινης αξίας είναι κατά βάση ένα άδικο συμπεριφοράς και η ανθρώπινη αξιοπρέπεια μια απόλυτη αξίωση του κάθε ανθρώπου για πρέπουσα (“ανθρώπινη”) μεταχείριση, ανεξάρτητη από συγκυριακούς όρους και ανεπίδεκτη στάθμισης με άλλα μεγέθη» (βλ. και Βαθιώτη, Τραγικά διλήμματα στην εποχή του “πολέμου κατά της τρομοκρατίας”, ό.π., σελ. 335).

 

Ιδιαιτέρως σημαντική είναι και η θέση του Γερμανού Φιλοσόφου Dieter Birnbacher (Ethisch ja, rechtlich neinein fauler Kompromiss? Ein Kommentar zu R. Trapp, εις: εις: Lenzen [επιμ. έκδ.], Ist Folter erlaubt?, Juristische und philosophische Aspekte, 2006, σ. 135 κ.ε., 143), ο οποίος σημείωνε ότι «η ανθρώπινη αξιοπρέπεια είναι ανώτερο αγαθό σε σχέση με την ζωή και η υποχρέωση για την προστασία την πρώτης έχει το προβάδισμα έναντι της υποχρέωσης για προστασία της δεύτερης» (βλ. και Wittreck, Achtungs- gegen Schutzpflicht? Zur Diskussion um Menschenwürde und Folterverbot, εις: Blaschke / Förster / Lumpp / Schmidt [επιμ. έκδ.], Sicherheit statt Freiheit? Staatliche Handlungsspielräume in extremen Gefährdungslagen, 2005, σ. 161 κ.ε., 172). Kατά την εύστοχη παρατήρηση του συγγραφέα αυτού, το αναμφισβήτητο γεγονός ότι η ζωή είναι προϋπόθεση για να υπάρχει ανθρώπινη αξιοπρέπεια δεν μπορεί αφ’ εαυτού να ασκήσει κάποια σημαντική επιρροή και να εξουδετερώσει το προβάδισμα της ανθρώπινης αξιοπρέπειας: όποιο αγαθό αποτελεί προϋπόθεση για κάποιο άλλο δεν σημαίνει ότι εξ αυτού του λόγου είναι και σημαντικότερο εκείνου – οι σωματικές λειτουργίες είναι προϋπόθεση για να υπάρχει ζωή, αλλά οι πρώτες δεν είναι σημαντικότερες από την δεύτερη!

 

Συνεπεία των ανωτέρω, δεν χωρεί καμία αμφιβολία ότι η προσβολή της δημόσιας υγείας από την δημιουργία ενός δυνητικού απλώς κινδύνου (ακόμη κι αν συνεκτιμηθεί ο –αποδεδειγμένα πλέον πολύ χαμηλός– κίνδυνος θανάτου των μολυνθέντων από κορωνοϊό) αποτελεί σημαντικώς κατώτερη προσβολή σε σχέση με εκείνες που εκπορεύονται από την χρήση της ίδιας της μάσκας (δεδομένου ότι στην –συνεπεία της απειλής προστίμου– εξαναγκασμένη χρήση της προβαίνει αόριστος αριθμός πολιτών, η απειλούμενη προσβολή αφορά εν τέλει την δημόσια υγεία και έτσι αποκτά συμμετρική βαρύτητα σε σχέση με την προσβολή που απειλεί την δημόσια υγεία εξαιτίας του κορωνοϊού!). Συνακόλουθα, η παραγγελία του Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου για σχηματισμό ποινικής δικογραφίας και τήρηση της αυτόφωρης διαδικασίας των άρθρων 417 επ. ΚΠΔ εγείρει υπόνοιες συμμετοχικής ευθύνης ένεκα του υλοποιούμενου κρατικού πειθαναγκασμού των πολιτών σε αυτοπροσβολή τους μέσω της πολύωρης χρήσης μάσκας (επ’ αυτού βλ. την προμνημονευθείσα ανάλυση του γράφοντος με τίτλο “Η ποινική αξιολόγηση του κρατικού πειθαναγκασμου των πολιτών σε παρατεταμένη μασκοφορία”, εις: ProNews και Ενωμένη Ρωμιοσύνη).        

 

Τέλος, στην επίμαχη εγκύκλιο γίνεται αναφορά και στο άρθρο 183 ΠΚ (διέγερση σε ανυπακοή). Η παραγγελία για αξιοποίηση της εν θέματι διατάξεως ανακαλεί δυστυχώς στην μνήμη μας απολυταρχικά καθεστώτα που έχουν ανάγκη να επιβάλλουν την ισχύ των στερούμενων ουσιαστικής νομιμοποίησης νόμων μέσω της ποινικής καταστολής (δεν πρέπει να παροραθεί ότι στην Γερμανία, που αποτελεί την παραδοσιακή πηγή του ελληνικού Ποινικού Δικαίου, το αντίστοιχο έγκλημα υπήρχε μεν στον αυτοκρατορικό Ποινικό Κώδικα, αλλά έχει καταργηθεί ήδη από το 1970). Ποιο άλλο καθεστώς, αν όχι ένα φασιστικό, χαρακτηρίζεται από μεγάλη ανασφάλεια για την δύναμη επιβολής του νιώθοντας την ανάγκη να έχει το Ποινικό Δίκαιο σε πρώτη ζήτηση; (πρβλ. την –εγελιανής προελεύσεως– ρήση του Jakobs, Staatliche Strafe: Bedeutung und Zweck, 2004, σ. 16 = του ιδίου, Δημόσια ποινή: Σημασία και σκοπός, μτφ.: Κ. Βαθιώτης, 2007, σ. 21: «Μια αυτοβέβαιη κοινωνία τιμωρεί ηπιότερα από εκείνη που απειλείται με διάλυση»).

 

Μάλιστα, το πράγμα γίνεται ακόμη χειρότερο, αν συνειδητοποιήσουμε ότι με την έκδοση της επίμαχης εγκυκλίου παραγγέλλεται η εφαρμογή μιας ποινικής διατάξεως που προστατεύει το εξαιρετικά ασαφές έννομο αγαθό της δημόσιας τάξης (βλ. π.χ. F.-C. Schroeder, Die Straftaten gegen das Strafrecht, 1984, σελ. 5, ο οποίος χαρακτηρίζει το αντικείμενο προστασίας της ως «κενό περιεχομένου» [“floskelhaft” / “nichtssagend”]).

 

Χαρακτηριστική εν προκειμένω η θέση του Αλεξάνδρου Κωστάρα, όπως παρατίθεται στην μελέτη του με τίτλο “Χρήση και κατάχρηση μιας αυθεντίας” (Μνήμη Χωραφά / Γάφου / Γαρδίκα, Τόμ. Α΄, 1986, σελ. 97 επ., 108): «Γιατί με ποια κριτήρια θα προσδιορίσουμε την “ευταξία” και την “ήρεμη συνύπαρξη” των πολιτών; Με την “υγιά αντίληψιν του λαού” ή με την “πλειονότητα των υγιώς και ηθικώς σκεπτομένων ανθρώπων”; [...] Μια έννοια συμβατική και ελαστική, “ανοιχτή” σε υποκειμενικές εκτιμήσεις –τουλάχιστο κατά τη μία της όψη, την κοινωνική–, συνάρτηση και έκφραση των ηθικοκοινωνικών μεταβολών της κοινωνίας, την οποία πολλές φορές παρουσιάζει μεσ’ από ένα παραμορφωτικό καθρέφτη, αυτό είναι η δημόσια τάξη. Μ’ αυτές όμως τις ιδιότητες φορτωμένη, κι ακόμα με την προκατάληψη που τη συνοδεύει για την “πρόθυμη εξυπηρέτηση” των κάθε λογής –κάποτε χυδαίων– σκοπιμοτήτων δεν μπορεί, νομίζω, να λειτουργήσει η έννοια αυτή ρυθμιστικά μέσα σ’ ένα Ποινικό Κώδικα χωρίς τον κίνδυνο της αοριστίας στη σύλληψή της, που μεταφράζεται στην πράξη σε κίνδυνο ποινικοποίησης μιας κοινωνικής συμπεριφοράς που δεν θα άξιζε τέτοια μεταχείριση. Απ’ αυτή την άποψη η δημόσια τάξη δύσκολα μπορεί να πείσει για την αναγκαιότητα της διατήρησής της στον Ποινικό Κώδικα».

 

Από μια διευκρινιστική υποσημείωση του Κωστάρα (ό.π., σελ. 108, υποσ. 27) κρούεται ηχηρός κώδων κινδύνου σε σχέση με την παραγγελία του Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου για εφαρμογή του άρθρου 183 ΠΚ και κατ’ επέκτασιν σε σχέση με όσα ζοφερά διαδραματίζονται στον χώρο του Ποινικού Δικαίου με αφορμή την ανακύψασα υγειονομική κρίση: «Δεν πρέπει να λησμονείται εδώ ότι κάθε αυταρχικό καθεστώς με την επίκληση της δημόσιας τάξης, που χρησιμοποιείται σαν πρόσχημα νομιμότητας, θέλει να προστατεύσει ποινικά την υπόσταση της δικής του εξουσίας».

 

Ο φόβος ότι ζούμε κι εμείς σήμερα σε ένα τέτοιο αυταρχικό καθεστώς επιτείνεται μόλις ο αναγνώστης συνεχίσει την ανάγνωση της προμνημονευθείσας υποσημείωσης, στην οποία ως παράδειγμα αυταρχικότητας αναφέρεται η απαγόρευση των συναθροίσεων, ένα παράδειγμα που δυστυχώς παραπέμπει στον νεαρό νόμο 4703/2020, διά του οποίου θεσπίζονται όχι μόνο περιορισμοί αλλά και απαγορεύσεις ως προς τις δημόσιες συναθροίσεις: «μόνο τα “Συντάγματα” του 1968 και του 1973 αναγνωρίζουν στο άρθρο 18 πέρ’ απ’ τη δημόσια ασφάλεια και στη δημόσια τάξη το δικαίωμα να απαγορεύει μια συνάθροιση, όταν το κρίνει αναγκαίο, πράγμα που δεν γίνεται βέβαια σε κανένα από τα Συντάγματα των ετών 1911, 1925, 1927, 1952 και 1975 [...]. Και το έκρινε ασφαλώς αναγκαίο η δημόσια τάξη της Επταετίας, όταν τα ιδανικά της “κοινωνίας” που εκπροσωπούσε (αποχή από τα κοινά, δημόσια απραξία, αδιατάρακτη ησυχία νεκροταφείου) δεν γίνονταν σεβαστά από ορισμένους κοινωνούς και υπήρχε κίνδυνος να διασαλευθεί “η ήρεμος και ειρηνική συνύπαρξις των πολιτών” ή “η εν τω κράτει ευταξία”».

 

Άκρως επίκαιρη η ακόλουθη ρήση του γνωστού Γερμανού ποινικολόγου Jürgen Baumann (όπως αναδεικνύεται από τον Κωστάρα, ό.π., σελ. 115): «Δεν ήταν η ανυπακοή, αλλά η πολύ μεγάλη, η τυφλή υπακοή απέναντι στο κράτος, που οδήγησε το Γερμανικό Έθνος στην έσχατη εμπειρία». Κι όπως γλαφυρά συμπληρώνει ο Κωστάρας (ό.π., σελ. 112), ο οποίος δικαίως ζητά την κατάργηση της επίμαχης διατάξεως του άρθρου 183 ΠΚ: «Δεν “έστησε” σε κατάλληλο μέρος το “δόκανο” ο νομοθέτης. Από κείνο το πέρασμα διέρχεται συχνά ένας γνώριμος διαβάτης: το άρθρο 14 του Συντάγματος. Και ο κίνδυνος να βρεθεί εγκλωβισμένο το άρθρο αυτό στους σφιχτήρες της παγίδας είναι πολύ μεγαλύτερος και κοντυνότερος από την προσδοκία να πιαστεί κάποιος παραβάτης». Διότι «ελευθερία του λόγου σημαίνει ότι επιτρέπεται να λεχθεί ή να γραφεί και κάτι λαθεμένο ή κάτι γενικά επικίνδυνο έστω, εφ’ όσον δεν έχει άμεση αναφορά σε συγκεκριμένη αξιόποινη πράξη» (βλ. Πρακτικά της Ειδικής Επιτροπής της Γερμανικής Ομοσπονδιακής Βουλής για την μεταρρύθμιση του Ποινικού Δικαίου, κατά παραπομπή Κωστάρα, ό.π., σελ. 113, υποσ. 43).

 

Προσοχή: Λίγες ημέρες μετά την έκδοση της υπό κρίσιν εγκυκλίου, εμφανίσθηκαν αυτόκλητοι καλοθελητές, μη εξειδικευμένοι στο Ποινικό Δίκαιο, οι οποίοι όλως αυθαιρέτως επεχείρησαν να ερμηνεύσουν το εφαρμοστικό πεδίο της υπό εξέτασιν εγκυκλίου. Επί παραδείγματι, ο κ. Αθ. Περδικόπουλος, μέλος των “ελληνικών HOAXES” (σύμφωνα με την αναφορά της οικείας ιστοσελίδας, είναι “fact checker”, «απόφοιτος της Νομικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και αυτή τη στιγμή παρακολουθεί το προπτυχιακό πρόγραμμα σπουδών του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών»!), υποστήριξε ότι:

 

«Η εγκύκλιος αφορά τις ενδεδειγμένες ενέργειες των εισαγγελικών αρχών απέναντι σε όσους τυχόν τελούν αυτό το έγκλημα, ήτοι διεγείρουν ή προκαλούν σε απείθεια κατά των διατάξεων αναγκαστικού δικαίου που αφορούν την υποχρεωτική χρήση μάσκας, ιδίως στα σχολεία. Εν ολίγοις, οι εκδοθείσες οδηγίες και υπενθυμίσεις του Εισαγγελέα για την υποχρέωση σχηματισμού ποινικής δικογραφίας, τήρησης της διαδικασίας του αυτόφωρου και αυτεπάγγελτης προανάκρισης, αφορούν τους υποκινητές κατά της υποχρεωτικής χρήσης μάσκας, και όχι γενικά όσους δεν φορούν μάσκα».

 

Ωστόσο, το συμπέρασμα αυτό είναι ιδιαιτέρως προβληματικό και εν πάση περιπτώσει ανεπαρκέστατα αιτιολογημένο, αφού παραγνωρίζει τις ρητές αναφορές που γίνονται από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου: α) στο “κίνημα της μάσκας” (επί λέξει αναφέρεται ότι: «Με αφορμή,  μεμονωμένα πρόσφατα περιστατικά, που όμως  επιμένουν να εμφανίζονται,  προσδιοριζόμενα από αντιδράσεις ατόμων διαφωνούντων με τα ληφθέντα από την πολιτεία μέτρα για την αντιμετώπιση του κινδύνου διασποράς του κορωνοϊού COVID-19 [“κίνημα κατά της μάσκας”] και προκαλούντα εύλογη ανησυχία στους νομοταγείς πολίτες και γενικότερα στην ελληνική κοινωνία, κρίνουμε  σκόπιμο, σε συνέχεια των ανωτέρω εγκυκλίων μας, να επανέλθουμε και να προβούμε στις ακόλουθες, πρόσθετες επισημάνσεις, απευθύνοντας συνάμα γενικές οδηγίες») και β) στις διαφορετικές «θεωρήσεις για τη χρήση της μάσκας» (επί λέξει αναφέρεται ότι: «Οσάκις συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις, όταν δηλαδή αυτοί που αντιτίθενται στα νόμιμα  μέτρα και προσδίδουν στις δικές τους θεωρήσεις για τη χρήση της μάσκας τα χαρακτηριστικά αξιόποινης πράξης, είναι αυτονόητη υποχρέωση ο σχηματισμός ποινικής δικογραφίας  και η τήρηση  της αυτόφωρης διαδικασίας  των άρθρων 417 επ. ΚΠΔ»).

 

Άλλωστε, στην εγκύκλιο μνημονεύεται η διέγερση ως «έμμεση επιρροή επί της βουλήσεως άλλων προς ορισμένη ενέργεια ή παράλειψη, με ερεθισμό του συναισθηματικού τους κόσμου, των παθών ή των ενστίκτων», η οποία, συσχετιζόμενη με τις δύο ανωτέρω αναφορές, θα μπορούσε να αποτελέσει (παραπλανητικό) έρεισμα για την επέκταση της εφαρμογής του άρ. 183 ΠΚ εις βάρος των προσώπων που “αρνούνται” την μάσκα, εκφράζοντας την διαφορετική τους “θεώρηση”.

 

Όποια κι αν είναι η αλήθεια, την οποία ο Εισαγγελεύς του Αρείου Πάγου είχε καθήκον να καταγράψει με κρυστάλλινη καθαρότητα εξαιτίας των δυσμενών συνεπειών που επιφέρει για τους πολίτες αυτής της χώρας το περιεχόμενο της εγκυκλίου του, είναι απολύτως απαραίτητο να επισημανθούν τα ακόλουθα: 

 

Αλγεινή εντύπωση προκαλεί στον νομικό αναγνώστη της επίμαχης εγκυκλίου το γεγονός ότι σε αυτήν περιέχεται μεν αναφορά σε ένα τμήμα της αναλύσεως που επιχειρεί ο Ιωάννης Μανωλεδάκης στην “κλασική μελέτη” του με τίτλο “Η προστασία της δημόσιας τάξεως” (ενώ παρατίθενται οι σελίδες 79-80, που αντιστοιχούν στο αναπαραγόμενο τμήμα της σχετικής αναλύσεως, δεν γίνεται μνεία ούτε στον εκδοτικό οίκο ούτε στο έτος και τον τόπο εκδόσεως· εν προκειμένω, μάλιστα, επιλέγεται από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου ένας περιληπτικός ορισμός της έννοιας της προτροπής και της διεγέρσεως), πλην όμως αποσιωπώνται –προφανώς σκοπίμως προς εκφοβισμόν των Ελλήνων πολιτών που θα διανοηθούν να αρνηθούν την χρήση μάσκας– οι λοιπές αναλύσεις του αειμνήστου καθηγητού, γνωστού για το απαράμιλλο πάθος με το οποίο υπερασπίσθηκε τα δικαιώματα και τις ελευθερίες των πολιτών (πρβλ. την φράση του: «Στα μοντέλα του νεοφιλελευθερισμού και του αχαλίνωτου καπιταλισμού […] όσοι έχουμε ακόμη δυνάμεις πρέπει να αντισταθούμε», καταγραφόμενη εις: Ι. Μανωλεδάκη, Κείμενα, Χορτιάτης 570, 2012, σελ. 10), οι οποίες προσφέρουν αδιαμφισβήτητο θεμέλιο υπέρ της μόνης ορθής ερμηνείας, ήτοι της μη αξιόποινης συμπεριφοράς των λεγόμενων “αρνητών της μάσκας”.

 

Ειδικότερα, ο Μανωλεδάκης (Επιβουλή της δημόσιας τάξης. Άρθρα 183-197 ΠΚ, 2η έκδ., εκδ. Σάκκουλα, Θεσ/κη 1994, σελ. 32, 34) επισημαίνει ότι αντικείμενο τέλεσης της πράξης είναι ο κοινωνικός χώρος κατά τον χρόνο της δημόσιας πρόκλησης ή διέγερσης και ότι την ευταξία (δημόσια τάξη) αυτού του χώρου επιχειρεί να ανατρέψει ο δράστης με την δημοσίως τελούμενη πράξη του (πρβλ. την κριτική του Μοροζίνη, εις: Παύλου/Σάμιου, Ειδικοί Ποινικοί Νόμοι, Ρητορική Μίσους Ι, Ν. 927/1979, 2016, ΕισΠαρ, αριθμ. περ. 36). «Κατ’ ακριβολογία», επισημαίνει ο Μανωλεδάκης, «δεν είναι αρκετή η πρόκληση γενικής απείθειας για να πούμε ότι πέτυχε ο δράστης τον σκοπό του».

 

Ακολούθως, διατυπώνει τον εξής σημαντικό κανόνα: «Όποιος δεν υπακούει, δεν σημαίνει ότι προκαλεί διασάλευση της δημόσιας τάξης», συνακόλουθα: «κάθε ανυπακοή δεν σημαίνει αναταραχή». Το κρίσιμο, επομένως, στοιχείο για την πραγμάτωση του εδώ εξεταζόμενου εγκλήματος είναι «η πρόκληση ή διέγερση να αποβλέπουν στη δημιουργία κοινωνικής αναταραχής σε συγκεκριμένη περίπτωση (λ.χ. πρόκληση επεισοδίων, επιθέσεων σε πρόσωπα ή πράγματα κ.λπ.) και όχι απλώς στο να μη εφαρμοστεί ένας νόμος». Η πρόκληση/διέγερση θα πρέπει, λοιπόν, να είναι σε κάθε περίπτωση πρόσφορη να επιφέρει την διασάλευση της δημόσιας τάξης· η εν λόγω προσφορότητα αποτελεί ένα “άγραφο στοιχείο” της διατάξεως του άρ. 183 ΠΚ.

 

Επιπροσθέτως, τόσο η πρόκληση όσο και η διέγερση σε ανυπακοή θα πρέπει να κατατείνει στην δημιουργία αποφάσεως εκ μέρους αόριστου αριθμού ανθρώπων που καθίστανται αποδέκτες των δηλώσεων του δράστη. Ως εκ τούτου, δεν αρκεί μια απλή προτροπή προς ανυπακοή, η οποία «θα περιόριζε υπέρμετρα την ελευθερία έκφρασης, αφού θα εστίαζε στο τι λέει ο ρήτορας και όχι στο ποια βλάβη επιφέρει η δήλωσή του» (βλ. Μανωλεδάκη, ό.π., σελ. 38). Σε ό,τι αφορά, πάντως, την έννοια της διέγερσης, έχει επικριθεί ως ευρύτερη έναντι της προκλήσεως καθ’ όσον χαρακτηρίζεται από αοριστία και ελαστικότητα, «εκτείνουσα υπερβολικά την προστασία των νόμων» (Κωστάρας, ό.π., σελ. 111, υποσ. 37).

 

Σημαντική είναι και η ακόλουθη διευκρίνιση που γίνεται από τον Βαβαρέτο (Ποινικός Κώδιξ, έκδ. Ε΄, 1977, σελ. 619, με παραπομπή στο οικείο χωρίο από την ερμηνεία του Ηλία Γάφου, Τεύχ. Α΄, 137): «Η πρόκλησις ή διέγερσις δεν πρέπει να συγχέεται με την μη αξιόποινον προπαγάνδαν υπέρ καταργήσεως ενός νόμου, διατάγματος κ.λπ. ή με την κριτικήν κατ’ αυτών, οσονδήποτε έντονος και ζωηρά και αν παρουσιάζεται» (έτσι και ο Μπουρόπουλος, Ερμηνεία Ποιν. Κώδ., Τόμ. Β΄, σελ. 146, όπως παραπέμπεται από τον Κωστάρα, ό.π., σελ. 112, υποσ. 44).

 

Πέραν των ανωτέρω, αφ’ ης στιγμής το μέτρο της παρατεταμένης μασκοφορίας θίγει την αξία του ανθρώπου, η διάταξη της σχετικής ΚΥΑ εναντίον της οποίας (υποτίθεται ότι) προκαλεί ή διεγείρει σε απείθεια ο ελεγχόμενος δράστης, είναι άνευ ισχύος και άρα δεν τελείται άδικη πράξη (πρβλ. Μανωλεδάκη, ό.π., σελ. 42-43).

 

Υπέρ αυτής της θέσης συνηγορεί και μια παράμετρος, η οποία έχει μείνει αθέατη στον νομικό μας κόσμο: Σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 1 του Κώδικα Ιατρικής Δεοντολογίας (ΚΙΔ / Ν. 3418/28-11-2005), ως ιατρική πράξη ορίζεται «εκείνη που έχει ως σκοπό τη με οποιαδήποτε επιστημονική μέθοδο πρόληψη, διάγνωση, θεραπεία και αποκατάσταση της υγείας του ανθρώπου». Πρόκειται για ιατρική πράξη με την στενή έννοια του όρου (stricto sensu), όταν η τέλεσή της είναι συνυφασμένη με κινδύνους για την υγεία του πολίτη. Αντιθέτως, γίνεται λόγος για ιατρική πράξη με την ευρεία έννοια του όρου (lato sensu), οσάκις η τέλεση της ιατρικής πράξης δεν μπορεί να προσβάλει την υγεία (επ’ αυτού βλ. Λιούρδη, Ιατρική ποινική ευθύνη. Γενικές έννοιες & ειδικά ζητήματα, εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 2014, σελ. 25). Βάσει δε του άρθρου 12 παρ. 1 του ιδίου νόμου «Ο ιατρός δεν επιτρέπεται να προβεί στην εκτέλεση οποιασδήποτε ιατρικής πράξης χωρίς την προηγούμενη συναίνεση του ασθεν[ούς]».

 

Η θέσπιση, λοιπόν, από το ελληνικό κράτος της υποχρεωτικής χρήσης μάσκας ως μέτρου εφαρμοζόμενου για την αποφυγή διάδοσης του κορωνοϊού δύναται κατά τα προαναφερθέντα να κριθεί ότι συνιστά προληπτική ιατρική πράξη stricto sensu, στην τέλεση της οποίας δεν επιτρέπεται να εξαναγκασθεί ο πολίτης εκείνος που δεν την ανέχεται για ψυχοσωματικούς λόγους. Εδώ, βεβαίως, η προληπτική ιατρική πράξη δεν διενεργείται από κάποιον ιατρό, αλλά στην θέση αυτού υπεισέρχεται το κράτος, το οποίο, υιοθετώντας τις εισηγήσεις των λοιμωξιολόγων, πειθαναγκάζει τους πολίτες διά της απειλής προστίμου να προβούν στην ιδιόχειρη τέλεση της επίμαχης ιατρικής πράξης (πρβλ. άρ. 12 παρ. 2 γ΄ ΚΙΔ, σύμφωνα με το οποίο η συναίνεση δεν πρέπει να είναι «αποτέλεσμα πλάνης, απάτης ή απειλής και, επιπλέον, να μην έρχεται σε σύγκρουση με τα χρηστά ήθη»). Το ότι η ιατρική πράξη συνδέεται με αυτοπροσβλητική συμπεριφορά του θύματος και όχι με ετεροπροσβλητική συμπεριφορά του τρίτου είναι άνευ σημασίας (άλλωστε, σύμφωνα με το άρ. 1 παρ. 5 ΚΙΔ, ιατρική πράξη είναι και η συνταγογράφηση).   

 

Συνακόλουθα, σε ό,τι αφορά την χρήση μάσκας από ανήλικους μαθητές, θα έπρεπε να απαιτείται προηγούμενη έγγραφη συναίνεση των γονέων των μαθητών, όπως τούτο ρητά προβλέπεται στο άρθρο 12 παρ. 2, εδ. β΄ ΚΙΔ, και όχι να επιβάλλεται αυταρχικά σε μαθητές και γονείς διά της υπ’ αριθμ. 55339/8-9-2020 ΚΥΑ (επ’ αυτού βλ. ήδη Δ. Δασκαλάκη, Πολιτική Ανυπακοή. Αξιόποινη πράξη ή δημοκρατική και ηθική υποχρέωση;, Ενωμένη Ρωμιοσύνη, 27.9.2020).

 

Ένα άλλο ζήτημα που θα έπρεπε να είχε θιγεί στην επίμαχη εγκύκλιο είναι αν στο εφαρμοστικό πεδίο του άρθρου 183 ΠΚ περιλαμβάνονται όλοι οι νόμοι, όλα τα διατάγματα και όλες οι άλλες διαταγές της αρχής, αρκεί η δημόσια προκαλούμενη απείθεια σε αυτά να μπορεί στην συγκεκριμένη περίπτωση (δυνητικός κίνδυνος) να προκαλέσει διασάλευση της τάξης στον κοινωνικό χώρο όπου τελέσθηκε η πράξη (έτσι ο Μανωλεδάκης, ό.π., σελ. 34) ή, αντιθέτως, αν ο δράστης θα πρέπει οπωσδήποτε να προτρέπει/διεγείρει σε ανυπακοή αναφορικά με δημοσίου δικαίου δεσμευτικές διατάξεις των οποίων η παράβαση τιμωρείται ποινικά (έτσι ο Κωστάρας, ό.π., σελ. 111/112, υποσ. 38).

 

Εξάλλου, εφόσον κατά τα προεκτεθέντα κάθε πολίτης έχει το αναφαίρετο δικαίωμα να αρνηθεί να συμμορφωθεί προς την προβλεπόμενη υποχρεωτική (παρατεταμένη) μασκοφορία εφαρμόζοντας την διάταξη του άρθρου 25 ΠΚ, όποιος προτρέπει τους συμπολίτες του να μην εφαρμόσουν το συγκεκριμένο μέτρο οσάκις καθίσταται επικίνδυνο και απάνθρωπο, δεν είναι αξιόποινος, αφού μέσω της προτροπής του συμμετέχει σε μια δικαιολογημένη (και άρα σωστή) πράξη, καθ’ όσον βοηθά τους άλλους να ασκήσουν ένα νόμιμο δικαίωμα ανάγκης, ειδικότερα: να διαφυλάξουν την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, την υγεία ή ακόμη και την ζωή τους που διακυβεύονται από την παρατεταμένη μασκοφορία (για την προστασία άλλων δικαιωμάτων, όπως εκείνων που αφορούν την θρησκευτική ελευθερία, την υπέρασπιση του κατηγορουμένου και την εξέταση των μαρτύρων βλ. όσα εκτέθηκαν παραπάνω).

 

Αντιθέτως, θα μπορούσε κάποιος να προβληματισθεί μήπως ο αξιότιμος Εισαγγελεύς του Αρείου Πάγου, εξοικειωμένος κατά τεκμήριον όσο κανείς άλλος με τα “χωράφια” του Ποινικού Δικαίου, δεν αντιστάθηκε στον πειρασμό να εισέλθει σε ένα από αυτά, εκείνο δηλαδή που αφορά το έγκλημα της κατάχρησης εξουσίας (άρ. 239 περ. β΄ ΠΚ). Διότι, εκδίδοντας την επίμαχη εγκύκλιό του, τροφοδοτεί τους “θεωρητικούς καλλιεργητές” των “ποινικοδικαιικών χωραφιών” με την υπόνοια ότι δι’ αυτού του τρόπου εκτίθεται σε κίνδυνο δίωξης ή τιμωρίας ο εκάστοτε πολίτης που αρνείται να φορέσει μάσκα, δυνάμενος να βρεθεί ανά πάσα στιγμή αντιμέτωπος με το ενδεχόμενο σύλληψής του αλλά και προσαγωγής του στο δικαστήριο, προκειμένου να δικασθεί με την αυτόφωρη διαδικασία.

 

Από τις προεκτεθείσες αναπτύξεις εξάγεται το συμπέρασμα ότι «εύλογη ανησυχία» δεν προκαλείται «στους νομοταγείς πολίτες και γενικότερα στην ελληνική κοινωνία», όπως αναφέρεται στην επίμαχη εγκύκλιο, αλλά προπάντων σε όλους εκείνους που διδάχθηκαν και δίδαξαν Ποινικό Δίκαιο. Διότι τούτοι αντιλαμβάνονται ότι κατά την διάρκεια της πανδημίας δεν καταλύθηκε μόνο το Σύνταγμα, αλλά διαστρεβλώθηκε καταφανώς και το Ποινικό Δίκαιο, το οποίο έχει τεθεί στην υπηρεσία λυσσαλέας δίωξης κάθε πολίτη που τολμά να αντιτίθεται στα δρακόντεια και απάνθρωπα μέτρα της κυβέρνησης, υπερασπιζόμενος τα θεμελιώδη δικαιώματά του, τα προσωπικά του αγαθά και προπάντων την ανθρώπινη αξιοπρέπειά του, η οποία έχει συνθλιβεί κατά την “διαρκή κατάσταση εξαίρεσης” που εμπνεύσθηκαν οι “πολεμοχαρείς” διαχειριστές της υγειονομικής κρίσης.

 

Ένας Εισαγγελέας, και δη του Αρείου Πάγου, οφείλει να αφουγκράζεται και με ευαισθησία να κατανοεί την μαρτυρική κατάσταση που βιώνουν οι Έλληνες πολίτες προστατεύοντάς τους από τα μέτρα μείζονος περιορισμού των ελευθεριών τους, τα οποία λαμβάνει εναντίον τους η ίδια η κυβέρνηση, και όχι να τους επιτίθεται με νομικές ακροβασίες, τιθέμενος άκριτα στο πλευρό των τυραννικών λοιμωξιολόγων και των εν γένει διαχειριστών της υγειονομικής κρίσης, παρέχοντας την εντύπωση ότι υποθάλπει μια δικτατορικού τύπου διακυβέρνηση. Θα ήταν, φυσικά, απίστευτα αφελές να πιστεύει κάποιος ότι υπάρχει έστω θεωρητικώς ο κίνδυνος να ελεγχθεί ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου για το περιεχόμενο της εκφοβιστικής εγκυκλίου του.

 

Έσχατο καταφύγιο προστασίας του πολίτη έναντι του κινδύνου να διωχθεί ποινικά για τις αποδιδόμενες σε αυτόν εγκληματικές πράξεις είναι η επίκληση της συνειδήσεώς του. Τα ελληνικά δικαστήρια οφείλουν να σεβασθούν την διάταξη του άρθρου 33 του νέου Ποινικού Κώδικα, στην οποία προβλέπεται ακριβώς η αναγνώριση της αδυναμίας του πολίτη να συμμορφωθεί προς τους νόμους, που εν προκειμένω έχουν θεσπισθεί από εκπροσώπους της καινοφανούς μορφής πολιτεύματος της Ελλάδος, ήτοι της “κοινοβουλευτικής δικτατορίας”, εναρμονισμένης με μια πρωτοφανή παγκόσμια δικτατορία εγκαθιδρυθείσα από τις αρχές Μαρτίου υπό τον μανδύα της διαχείρισης της υγειονομικής κρίσης (σχετικά με την θέση ότι ο κορωνοϊός συνδέεται με μια “άνωθεν επιβληθείσα δικτατορία” [“Putsch von oben”] βλ. π.χ. Sonntag, 2025, Τeil 2. Das Enspiel, Der Alptraum für unsere Kinder, 2020, σελ. 182 επ.).

 

Εμπνευστής της διάταξης αυτής ήταν ο Ιωάννης Μανωλεδάκης, ο οποίος στο αρχικό σχέδιό του για τον Ποινικό Κώδικα (Θεσ/κη, Δεκέμβριος 2011) είχε συμπεριλάβει την αδυναμία αποφυγής του αδίκου ως πρόσθετο λόγο άρσης του καταλογισμού. Εκείνη η διάταξη περί της αδυναμίας αυτής μεταφέρθηκε αυτούσια κατά περιεχόμενο και αριθμό στον νέο Ποινικό Κώδικα, όπως σχεδόν αυτούσιo μεταφέρθηκε το αντίστοιχο τμήμα της Αιτιολογικής Εκθέσεως, στο οποίο διευκρινίζεται ότι: «Ο λόγος αυτός άρσης του καταλογισμού, ο οποίος γίνεται δεκτός από όλους τους θεωρητικούς του ποινικού δικαίου, διαμορφώθηκε εκτός του γραπτού δικαίου και συναντάται στα συγγράμματα του ποινικού δικαίου με διάφορες ονομασίες: άλλοτε ως “τραγικό δίλημμα”, άλλοτε ως “υπέρβαση του ανθρωπίνως φευκτού της υπαιτιότητας” και άλλοτε ως “σύγκρουση καθηκόντων”. Η νομολογία, ωστόσο, μόνο κατ’ εξαίρεση τον λαμβάνει υπόψη. Αυτό επέβαλε να περιγραφεί πλέον ο συγκεκριμένος λόγος άρσης του καταλογισμού στον Ποινικό Κώδικα, καθώς ο περιορισμός της ελευθερίας επιλογής του αδίκου στις περιπτώσεις αυτές είναι αντίστοιχης έντασης με την κατάσταση ανάγκης του άρθρου 32 ΠΚ».

 

Είναι δε αξιομνημόνευτο ότι στο αρχικό σχέδιο ο Μανωλεδάκης έκανε ρητή αναφορά στην υπ’ αριθμ. 161/1970 απόφαση που είχε εκδώσει το Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης δεχόμενο την πρόταση του αειμνήστου (ογκολιθικού εκτοπίσματος) Εισαγγελέως Κωνσταντίνου Σταμάτη. Σύμφωνα με αυτήν, η πράξη του πατρός εκείνου ο οποίος δεν συνήνεσε σε αφαιμαξομετάγγιση αναγκαία για την διατήρηση στην ζωή του νεογέννητου βρέφους (πάσχοντος εκ νεογνικού ικτέρου λόγω της αιματολογικής ασυμβατότητος του αίματος των γονέων του), επικαλούμενος ως μάρτυρας του Ιεχωβά τις θρησκευτικές πεποιθήσεις του που απαγορεύουν γενικώς την μετάγγιση αίματος, δεν του καταλογίσθηκε με το εξής σκεπτικό: «το ολιγώτερον σημαντικόν ηθικόν καθήκον, το αναφερόμενον εις τας θρησκευτικάς αυτού πεποιθήσεις, ασκεί, εκ της ισχυράς θρησκευτικής προσηλώσεως του κατηγορουμένου, σημαντικήν ψυχικήν επιρροήν επί του φορέως αυτού, ώστε ούτος να εμφανίζηται ως ενεργών υπό το κράτος ηθικού καταναγκασμού, δημιουργούντος κατάστασιν αδυναμίας του ανθρωπίνου λόγου να δώση λύσιν εν προκειμένω ως εκ της αναφυείσης συγκρούσεως καθηκόντων μετά των επισημανθεισών ήδη συνεπειών» (επί της αποφάσεως αυτής βλ. π.χ. Ανδρουλάκη, “Ο χιλιαστής πατήρ”, Ποινικά Χρονικά 1970, 241 = Ποινικαί Μελέται, Αθήνα 1972, σελ. 93· Χαραλαμπάκη, Ιατρική ευθύνη. Νομικές και δεοντολογικές παράμετροι, Π.Ν. Σάκκουλας, Αθήνα 2016, σελ. 35).

 

Προς την ίδια κατεύθυνση είχε κινηθεί και η απόφαση του Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου της Γερμανίας (BVerfGE 32, 98), με την οποία δικαιώθηκε ο προσφεύγων, καταδικασθείς δευτεροβαθμίως για παράλειψη λυτρώσεως από κίνδυνο ζωής, επειδή αρνήθηκε να μεταπείσει την ευρισκόμενη σε κρίσιμη κατάσταση σύζυγό του –μετά την γέννα του τέταρτου παιδιού τους– ώστε να υποβληθεί στην απαραίτητη για την σωτηρία της μετάγγιση αίματος: το Συνταγματικό Δικαστήριο αναγνώρισε την ψυχική του πίεση εξαιτίας των απόλυτων επιταγών της θρησκευτικής του πίστης (το ανδρόγυνο ανήκε σε μια θρησκευτική κοινότητα που τασσόταν κατά της μετάγγισης αιματος) και έκανε λόγο για δίνη μιας οριακής κατάστασης μέσα στην οποία βρέθηκε· βλ. σχετικώς Roxin, Noch einmal: Zur strafrechtlichen Behandlung der Gewissenstat, GA 2011, σελ. 8 επ.).

 

Αξίζει να επισημανθεί ότι σε τέτοιες περιπτώσεις έχει καθιερωθεί να γίνεται ειδικότερα λόγος για “αντίρρηση συνείδησης”. Με τον όρο αυτόν αποδίδεται η «συμπεριφορά εκείνου του ατόμου που αρνείται για λόγους συνείδησης την εκπλήρωση ενός συνταγματικού καθήκοντος ή μιας κοινής νομοθετικής υποχρέωσης» (Χ. Ανθόπουλος, Το συνταγματικό δικαίωμα στην ελευθερία της συνείδησης, εκδ. Σάκκουλα, Θεσ/κη 1992, σελ. 55). Όπως, μάλιστα, επισημαίνεται: Το κλασικό παράδειγμα είναι «η αντίρρηση συνείδησης στη στρατιωτική θητεία». Άλλες διαδεδομένες μορφές «είναι η αντίρρηση συνείδησης στον όρκο, […] στη μετάγγιση αίματος […], στην ψήφο, […] στη διενέργεια αμβλώσεων, η “φορολογική” αντίρρηση συνείδησης στις πολεμικές δαπάνες» (Ανθόπουλος, ό.π., σελ. 56).

 

Στην εποχή, λοιπόν, του κορωνοϊού ήγγικεν η ώρα να εμπλουτισθεί ο ανωτέρω κατάλογος με την αναγνώριση μιας ακόμη περίπτωσης “αντίρρησης συνειδήσεως”: της άρνησης συμμορφώσεως προς την υποχρέωση παρατεταμένης μασκοφορίας που –εκτός του ότι θέτει σε κίνδυνο την ψυχική και σωματική υγεία ή ακόμη και την ζωή– ο “αρνητής της μάσκας” θεωρεί ευλόγως ότι αποπροσωποποιεί, αποκτηνώνει, εξευτελίζει τον άνθρωπο, αλλοιώνει την πολιτιστική του ταυτότητα και έρχεται σε αντίθεση με την θρησκευτική του συνείδηση: Εφόσον ο άνθρωπος πλάσθηκε κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν του Θεού (εξ αυτού του λόγου πρώτος ο Άγιος και Μέγας Κωνσταντίνος απαγόρευσε το μαρκάρισμα του εγκληματία στο πρόσωπό του· επ’ αυτού βλ. Κ. Καραστάθη, Μέγας Κωνσταντίνος: Κατηγορίες και αλήθεια. Ιστορική μελέτη, εκδ. Άθως, Αθήνα 2012, σελ. 291), οφείλει να διατηρεί ακάλυπτο το ιερότερο σημείο του, το πρόσωπό του, και έτσι ακριβώς, με μορφή ανθρώπου και όχι καρνάβαλου ή μασκαρά, να προσέρχεται στον οίκο του, προσευχόμενος ακωλύτως προς τον Κύριο («ἡμεῖς δὲ πάντες ἀνακεκαλυμμένῳ προσώπῳ τὴν δόξαν Κυρίου κατοπτριζόμενοι τὴν αὐτὴν εἰκόνα μεταμορφούμεθα ἀπὸ δόξης εἰς δόξαν, καθάπερ ἀπὸ Κυρίου Πνεύματος»: Προς Κορινθίους Β΄ Επιστολή Παύλου, 3:18). Αξιομνημόνευτη η σχετική αναφορά του Θεοφάνους Τάση (Η επιμέλεια εαυτού στην εικονιστική κοινωνία, εκδ. Αρμός, Αθήνα 2017, σελ. 71): «Η παράδοση και η θρησκεία καθορίζουν αυστηρά και εν πολλοίς αδιαμφισβήτητα τους ρόλους των φύλων, των κοινωνικών τάξεων, των γενεών […] και, σε συνάφεια με αυτούς, τους τρόπους ένδυσης, διατροφής, συμπεριφοράς και την εικόνα εαυτού του υποκειμένου. Οι επιτρεπόμενες εξαιρέσεις είναι συνήθως ελάχιστες, αυστηρά καθορισμένες, ενώ λαμβάνουν χώρα κυρίως στο πλαίσιο θρησκευτικών τελετών ως αλλαγή της εικόνας μέσω προσωπείων όπως, αν μιλάμε λ.χ. για τη Δύση, κατά τη λατρεία του Διονύσου ή αργότερα στα αναγεννησιακά καρναβάλια». 

 

Σημαντικό εν προκειμένω είναι και το κέλευσμα του 62ου κανόνα της Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου, όπου προβλέπεται ότι: «Ἀλλὰ μήτε προσωπεῖα κωμικά, ἢ σατυρικά, ἢ τραγικὰ ὑποδύεσθαι· μήτε τὸ τοῦ βδελυκτοῦ Διονύσου ὄνομα, τὴν σταφυλὴν ἐκθλίβοντας ἐν ταῖς ληνοῖς, ἐπιβοᾷν· μηδὲ τὸν οἶνον ἐν τοῖς πίθοις ἐπιχέοντας γέλωτα ἐπικινεῖν, ἀγνοίας τρόπῳ ἢ ματαιότητος, τὰ τῆς δαιμονιώδους πλάνης ἐνεργοῦντας. Τοὺς οὖν ἀπὸ τοῦ νύν τι τῶν προειρημένων ἐπιτελεὶν ἐγχειροῦντας, ἐν γνώσει τούτων καθισταμένους, τούτους, εἰ μὲν κληρικοὶ εἶεν, καθαιρεῖσθαι προστάσσομεν· εἰ δὲ λαϊκοί, ἀφορίζεσθαι».

 

Επιπροσθέτως, το ότι η ψυχή και το πρόσωπο τελούν σε σχέση αλληλεπίδρασης (η σχέση αυτή αποτυπώνεται στην αρχαιοελληνική φράση οἷα ἡ μορφή, τοιάδε καί ἡ ψυχή· για την διάκριση του πνευματικώς ακτινογραφούμενου ανθρώπου σε έξω άνθρωπο, δηλ. σε φαινόμενο, και σε έσω άνθρωπο, οριζόμενο ως πρόσωπο, βλ. Κορναράκη, Αυθεντικότητα και Αλλοιώσεις του Προσώπου στο Κάτοπτρο του Νηπτικού Βίου, εις: Πρακτικά Θεολογικής Επιστημονικής Ημερίδας, Τα προσωπεία του προσώπου. Κριτικές θεολογικές τοποθετήσεις στην οντολογία του προσώπου, εκδ. Μέθεξος, Αθήνα 2019, σελ. 145 επ., 147), σημαίνει αφ’ ενός ότι στην μορφή, δηλαδή στο πρόσωπο του ανθρώπου, αντανακλάται ο ψυχικός κόσμος του και, αφ’ ετέρου, ότι το πρόσωπο διαμορφώνει την ανθρώπινη ψυχή. Επομένως, σε κάθε πολίτη και ειδικότερα σε κάθε πιστό χριστιανό ο οποίος εξαναγκάζεται να κυκλοφορεί ή/και να εργάζεται καθημερινά και επί πολλή ώρα φορώντας μάσκα στο πρόσωπό του, ενσταλάζονται συστηματικά στον ψυχισμό του δόσεις δηλητηρίου που αθροιστικά οδηγούν σε μια ύπουλη ψυχική διάβρωση και εν τέλει σε αλλοίωση της προσωπικότητάς του.

 

Ερμηνεύοντας ο Νείλος Αγκυρανός τον βιβλικό στίχο «παλαιά εκ προσώπου νέων εξοίσετε», παρατηρεί ότι όποιος προσέχει το πρόσωπό του «μπορεί να αντλήσει ωφέλεια ως προς τον στολισμό του “κρυπτού” του έσω ανθρώπου» και γι’ αυτό «ειρωνευόταν ο Κύριος τους Φαρισαίους, διότι δεν είχαν κατανοήσει την έννοια του προσώπου ούτε καρποφόρησαν τους υποτιθένενους καρπούς εξ εκείνου» (Κορναράκης, ό.π.). Συνακόλουθα, η αφροντιστία του προσώπου και, ακόμη χειρότερα, η αμαύρωσή του εξαιτίας της πολύωρης χρήσης μάσκας προκαλεί βλάβη στον έσω άνθρωπο: Ένα ειδεχθές πρόσωπο (ένεκα του φερόμενου ειδεχθούς προσωπείου) διαμορφώνει αντανακλαστικά μιαν ειδεχθή ψυχή (πρβλ. Κορναράκη, ό.π., σελ. 150: «Η βιβλική διήγηση περί αμαύρωσης του ανθρώπινου προσώπου εστιάζει ασφαλώς στην αμαύρωση του κατ’ εικόνα που προήλθε από το γεγονός της αποστασίας του ανθρώπου από τον Θεό»).

 

Με αυτά τα δεδομένα, ουδεμία αμφιβολία καταλείπεται ότι για τον “αρνητή της μάσκας” η εξαναγκασμένη χρήση της θα συνιστούσε παραβίαση μιας «απόλυτα δεσμευτικής γι’ αυτόν συνειδησιακής επιταγής» και «θα οδηγούσε σε ολοσχερή άρνηση του εαυτού του και της ταυτότητάς του», άλλως «σε πλήρη αναίρεση του συνειδησιακού του αυτοπροσδιορισμού» (Δημητράτος, Ο δράστης εκ πεποιθήσεως και ο εκ συνειδήσεως δράστης, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2013, σελ. 106). Ειδικότερα, η παρουσία μιας τέτοιας αναπόδραστης συνειδησιακής επιταγής καταδεικνύεται από δύο αδιάψευστα κριτήρια: «εάν ο δράστης δεν προέβαινε στην αξιόποινη συμπεριφορά, τούτο θα ισοδυναμούσε για αυτόν με πλήρη αλλοτρίωση της προσωπικότητάς του, επιπλέον δε ο ίδιος θα συνεθλίβετο “από δριμύ συναίσθημα καταισχύνης”» (Δημητράτος, αυτόθι, με περαιτέρω παραπομπές στους Ανδρουλάκη και Μυλωνόπουλο, από τους οποίους αντλεί αντιστοίχως το πρώτο και το δεύτερο κριτήριο). Όπως προσφυώς επισημαίνει ο διάσημος Πορτογάλος ποινικολόγος Jorge de Figueiredo Dias (Gewissenstat, Gewissensfreiheit und Schuldauschluss, Τιμ. Τόμος Roxin, 2011, σελ. 531 επ., 542): «Αυτό που θέτει εν αμφιβόλω την τιμώρηση της συνειδησιακής πράξεως δεν είναι η προληπτική αχρηστία της ποινής αλλά ένα πολύ πιο σημαντικό στοιχείο που αφορά το δημοκρατικό πεδίο ενός κράτους Δικαίου: Η εγγενής αξιοπρέπεια του προσώπου του δράστη, η οποία θα ετιτρώσκετο αν επιβαλλόταν ποινή για την υπό εξέτασιν πράξη».

 

Τέλος, δεν πρέπει να παροραθεί μια ακόμη κρίσιμη παράμετρος, η οποία πιστοποιεί ότι στις εξεταζόμενες περιπτώσεις η έννομη τάξη έχει απέναντί της έναν εκ συνειδήσεως δράστη, ίδιον γνώρισμα του οποίου είναι το εξής: «αυτός δεν αποκρύπτει τη συμμόρφωσή του προς τις συνειδησιακές του επιταγές, δεν ντρέπεται γι’ αυτές, αλλά αντιθέτως τις προβάλλει ανοιχτά και δημοσίως, τις εξωτερικεύει δε ως “μαρτυρία” της συνειδήσεως αυτού» (Δημητράτος, ό.π., σελ. 165· Ανδρουλάκης, Ποινικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος, 2006, σελ. 564). Τέτοια ακριβώς μαρτυρία συνειδήσεως αποτελεί το κήρυγμα κατά της μάσκας που έγινε γνωστό ότι έκαναν τον τελευταίο καιρό δύο ιερείς: ο ένας από το Ρέθυμνο ευρισκόμενος σε προαύλιο σχολείου κατά τον αγιασμό και ο άλλος από την Κάλυμνο κάνοντας χρήση του προσωπικού λογαριασμού του στο facebook.

     

Αν οι Έλληνες δικαστές (ακολουθώντας τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου που υποβιβάζει άστοχα την επίμαχη “άρνηση” σε μια άνευ βαρύτητας διαφορετική “θεώρηση”) πετάξουν στον κάλαθο των αχρήστων την συνείδηση του “αρνητή της μάσκας” (αυτό συνέβη ήδη προ της εκδόσεως της εγκυκλίου στην περίπτωση του ιερέως από το Ρέθυμνο: του επεβλήθη ποινή φυλακίσεως 9 μηνών με αναστολή) ο οποίος παραλείπει να την φορέσει ή καλεί άλλους να μην την φορέσουν, επειδή αισθάνεται βαθύ το χρέος του να προασπίσει την αξία του ιδίου και των υπολοίπων ως ανθρώπων που οφείλουν να διατηρήσουν φωτεινό το πρόσωπό τους, «έσοπτρο της εικόνας του Θεού και δέκτη των ακτίστων ενεργειών της τριαδικής θεότητας» (Κορναράκης, ό.π., σελ. 166), τότε αυτή η απόρριψη της συνειδήσεως απαξιούμενη ως μια “βδελυρή άρνηση” (σαν την άρνηση του ολοκαυτώματος), θα έρθει να σφραγίσει και με την βούλα το απολυταρχικό καθεστώς που έχει εγκαθιδρυθεί στην χώρα μας, απλώνοντας τα αυταρχικά πλοκάμια της μέχρι και στους ναούς της Θέμιδος (όποιος ενοχλείται από την συγκεκριμένη φρασιολογία και κάθε άλλη συναφή που εμπεριέχει τον όρο “δικτατορία”, μπορεί να την αντικαταστήσει κάνοντας χρήση του όρου “μεταδημοκρατική δημοκρατία” [“postdemokratische Demokratie”]· επ’ αυτού βλ. τις αναπτύξεις του Mausfeld, Phänomene eines »tiefen Staates« als Erscheinungsformen des autoritäten Kapitalismus, εις: Mies/Wernicke [επιμ. έκδ.], Fassaden-Demokratie und tiefer Staat, 4η έκδ., 2018, σελ. 47 επ., 58).

 

Πόσο επίκαιρη η ρήση του Πασκάλ: «Η Δικαιοσύνη είναι παράλυτη χωρίς την εξουσία και η εξουσία τυραννική χωρίς δικαιοσύνη» (βλ. Depenheuer, Selbstbehauptung des Rechtsstaates, 2007, σελ. 35). Τυραννική γίνεται, όμως, η εξουσία, και όταν η δικαιοσύνη εξαντλεί την επιείκειά της εκεί όπου θα έπρεπε να δείχνει αυστηρότητα και από την άλλη πλευρά εξαντλεί την αυστηρότητά της εκεί όπου θα έπρεπε να δείχνει επιείκεια. Για να γίνει αντιληπτή αυτή η αντιφατικότητα, αρκεί στην καταδίκη των ιερέων που αψηφούν όσα μέτρα αντίκεινται στην θρησκευτική τους συνείδηση (και από την αρχή της πανδημίας έχουν βρεθεί, κατά τρόπο πρωτοφανή και επαίσχυντο, στο στόχαστρο του διωκτικού μηχανισμού) να αντιπαραθέσουμε μια αθωωτική απόφαση που εξεδόθη προ επταετίας από το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Λαμίας (υπ’ αριθμ. 2951/2013 Ποινική Δικαιοσύνη 2014, σελ. 654):

 

Με την απόφαση εκείνη είχε αναγνωρισθεί σύγκρουση καθηκόντων ως λόγος αποκλεισμού του καταλογισμού υπέρ των κατηγορουμένων σπουδαστών, οι οποίοι εκρίθη ότι βρέθηκαν σε καθεστώς εξαιρετικής πίεσης λόγω των συνεχών αποτυχιών από τις οποίες συνοδευόταν η συμμετοχή στις εξετάσεις του μαθήματος καθηγητή ΤΕΙ, όσο προετοιμασμένος κι αν ήταν ο εκάστοτε σπουδαστής, λόγω δε αυτής της κατάστασης κυκλοφορούσαν φήμες περί ανάγκης χρηματισμού του συγκεκριμένου καθηγητή. Ειδικότερα, το δικαστήριο δέχθηκε ότι από την μια πλευρά οι σπουδαστές «είχαν νομικό καθήκον […] να μην προχωρήσουν σε χρηματισμό του πρώτου κατηγορουμένου, κινδυνεύοντας να μην ολοκληρώσουν ποτέ την σχολή, και από την άλλη ηθικό-προσωπικό καθήκον (υπαγορευόμενο από το αδήριτο ένστικτο της αυτοσυντήρησης και βελτίωσης της ατομικής κατάστασης του καθενός, ένστικτο που αποτελεί την κινητήριο δύναμη για όλες τις μορφές κοινωνικής ανόδου και προσωπικής επιτυχίας), αλλά και υποχρέωση να ολοκληρώσουν εγκαίρως και επιτυχώς τις σπουδές τους».

 

Στο σημείο αυτό αξίζει να προβληματισθούμε αν η υποχρεωτική καθολική μασκοφορία είναι η νομικώς ενδεδειγμένη λύση για την αναχαίτιση του κορωνοϊού, ώστε να αξιώνεται αυστηρά η απαρέγκλιτη τήρησή της. Ο εν λόγω προβληματισμός είναι ανάλογος προς εκείνον που διατυπώνεται ως προς την διαχείριση της υγειονομικής κρίσης την εποχή του “lockdown”: Η καταστροφή της οικονομίας και, συνακόλουθα, του βίου πολλών ανθρώπων από τα ληφθέντα δρακόντεια μέτρα (κραυγαλέως δυσανάλογα προς την επικινδυνότητα του κορωνοϊού), η τραγελαφική δυστοπική όψη του σημερινού κόσμου μας με τους μασκοφορεμένους πολίτες να περιφέρονται σε κλειστούς και ανοιχτούς χώρους σαν “ζόμπι” και η εύλογη ανησυχία ότι υλοποιείται μια παγκόσμια στρατιωτική επιχείρηση ελέγχου της ανθρωπότητας θα είχαν εκλείψει, αν είχε χρησιμοποιηθεί ως πυξίδα διαχείρισης η επίλυση ενός χαρακτηριστικού διλήμματος που διδάσκεται στο Ποινικό Δίκαιο κατά την ανάλυση του φαινομένου της σύγκρουσης καθηκόντων:

 

Ο χειριστής μιας ναυαγοσωστικής λέμβου που κινδυνεύει να βουλιάξει από τους υπεράριθμους επιβάτες πρέπει να επιλέξει ποιους θα ρίξει στον ωκεανό και ποιους θα κρατήσει στην βάρκα (επ’ αυτού βλ. Βαθιώτη, Τραγικά διλήμματα στην εποχή του “πολέμου κατά της τρομοκρατίας”, ό.π., σελ. 45 επ.), ώστε οι εναπομείναντες να φθάσουν ακέραιοι στην ξηρά. Αν τολμήσει την διαλογή, στην χειρότερη περίπτωση θα κριθεί άξιος συγχώρησης (βάσει του προμνημονευθέντος άρθρου 33 ΠΚ). Αντιθέτως, αν διστάσει να προβεί στην “ανθρωποθυσία”, οχυρωμένος πίσω από την ρομαντική άποψη ότι “κάθε ζωή μετρά το ίδιο”, συνεπεία της οποίας δεν μπορεί να βάψει τα χέρια του με αίμα, τότε θα βουλιάξει μαζί με όλους τους επιβάτες.

 

Δυστυχώς, όμοια στάση με εκείνη του δειλού χειριστή κρατούν επί οκτάμηνο οι ημέτεροι διαχειριστές της υγειονομικής κρίσης. Από το αλήστου μνήμης “όλοι μαζί τα φάγαμε”, περάσαμε στο νωπής μνήμης “όλοι μαζί βουλιάζουμε” κατ’ εφαρμογήν μιας “στρεβλής αλληλεγγύης”: Αντί να ληφθούν στοχευμένα και συγκεκριμένα μέτρα για την προστασία των ηλικιωμένων και των ευπαθών ομάδων (την στιγμή, μάλιστα, που αποδεδειγμένα αυτοί είναι οι πλέον εκτεθειμένοι στον κίνδυνο), προκρίθηκε η “σαλαμοποίηση” όλων ανεξαιρέτως των πολιτών, οι οποίοι εκλήθησαν να “βράσουν” στο “ίδιο καζάνι” oμοιάζοντας με “χλωρά χόρτα” που καίγονται δίπλα στα “ξερά” (βλ. και Βαθιώτη, Τραγική διαχείριση τραγικών διλημμάτων, εις: Κυριακάτικη Δημοκρατία, 19.7.2020, σελ. 07β/23)!

 

Όπως, λοιπόν, “φυλακίστηκαν” μέσα στα σπίτια τους επί “lockdownόλοι αδιακρίτως οι πολίτες, το ίδιο γίνεται και με την μασκοφορία, ενώ εύλογο και αναμενόμενο θα ήταν να φορούν μάσκα μόνο όσοι ανήκουν στις ευάλωτες ομάδες· η κοινή φιλοσοφία αυτών των δύο θλιβερών μέτρων προκύπτει με πάσα ενάργεια από την δήλωση του κ. Τσιόδρα στις αρχές Σεπτεμβρίου ότι «η μάσκα είναι ένα αναγκαίο κακό που πρέπει να το χρησιμοποιήσουμε και να το εκμεταλλευτούμε σαν ένα προσωπικό απαγορευτικό (sic), ένα προσωπικό lockdown (sic)».

 

Η συγκεκριμένη διαχείριση εμφανίζει μια περίεργη ομοιότητα με την ναζιστική αντίδραση που λάμβανε χώρα την εποχή της Κατοχής: Όταν οι Έλληνες σκότωναν κάποιον Γερμανό στρατιώτη, μπορεί να “την πλήρωνε” ολόκληρο το χωριό! Έτσι φθάσαμε να τιμάμε σήμερα την μνήμη πλήθους εκτελεσθέντων στα κατά τόπους απάνθρωπα ολοκαυτώματα. Μήπως πρέπει, αντιστοίχως, να ανησυχούμε ότι η διαχείριση της παρούσας υγειονομικής κρίσης θα οδηγήσει σε ένα οιονεί “κοινωνικό ολοκαύτωμα”;

 

Αξιοποιώντας το ναζιστικό πλαίσιο αναφοράς: Η εποχή του “λοκντάουν” καθώς και η μετέπειτα εφαρμογή των υγειονομικών μέτρων, όπως είναι οι απαγορεύσεις συναθροίσεων και νυχτερινής λειτουργίας καταστημάτων καθώς και η ολοένα επεκτεινόμενη υποχρεωτική μασκοφορία, σε συνδυασμό με την κρατική δυσανεξία στην αντίθετη ή έστω στην αποκλίνουσα άποψη, έκφανση της οποίας αποτελούν οι προπαρασκευαζόμενες ή ήδη υλοποιούμενες διώξεις κατά των αντιφρονούντων “συνωμοσιολόγων” ή των ανυπάκουων “αρνητών της μάσκας”, παραπέμπουν συνειρμικά στην φρικτή εποχή της κατάληψης της εξουσίας από το ναζιστικό καθεστώς, στο όνομα του ανελέητου πολέμου κατά ενός “θανάσιμου εχθρού” της Γερμανίας που κηρύχθηκε μετά την πυρπόληση του γερμανικού κοινοβουλίου. Όπως σημειώνει χαρακτηριστικά ο Ian Kershaw (Χίτλερ, 1989-1936, Ύβρις, μτφ.: Στ. Ροζάκης, εκδ. Scripta, Αθήνα 2000, σελ. 510), «το διάταγμα εκτάκτου ανάγκης που αφαιρούσε όλες τις ατομικές ελευθερίες και δημιουργούσε την υποδομή για τη δικτατορία [...] “είχε τελικά βρει την καρδιά του γερμανικού προβλήματος, της πληγής που επί χρόνια δηλητηρίαζε το αίμα της Γερμανίας, τον μπολσεβικισμό, τον θανατηφόρο εχθρό” της». Το επίμαχο διάταγμα δεν βρήκε κανέναν αντίθετο παρά τα σχεδόν δρακόντεια μέτρα που απειλούσε, με το σκεπτικό ότι «ενάντια στους δολοφόνους, τους εμπρηστές και τους δηλητηριαστές πρέπει να υπάρχει η πιο ισχυρή άμυνα και ενάντια στην τρομοκρατία η θανατική ποινή».

 

Συγκρίσιμη, λοιπόν, με την προρρηθείσα κατάσταση είναι η σημερινή στάση που τηρεί το κράτος και η συντριπτική πλειονότητα των τρομοκρατημένων πολιτών, οι οποίοι θεωρούν “εχθρό του λαού”, αν όχι “δολοφόνο”, όποιον δεν συμμορφώνεται προς τα δρακόντεια υγειονομικά μέτρα. Ο συσχετισμός με την εποχή του ναζισμού και των παρελκομένων του δύναται να επαληθευθεί και από ένα ακόμη στοιχείο: την συζητούμενη αξιοποίηση του Ποινικού Δικαίου για την αντιμετώπιση της άρνησης της πανδημίας του κορωνοϊού ή έστω της αμφισβήτησης των πραγματικών διαστάσεών της, κατά τρόπον ώστε το μυαλό του αναλυτή να πηγαίνει στο αξιόποινο της άρνησης του ολοκαυτώματος. Δεν είναι τυχαίο ότι στην Γερμανία χρησιμοποιείται πλέον ευρέως ο όρος Coronaviruslüge, ελληνιστί: “το ψέμα του κορωνοϊού”, κατ’ αναλογίαν προς τον καθιερωμένο όρο Auschwitzlüge, ελληνιστί: “το ψέμα του Άουσβιτς”. Η αναλογία δύναται να επεκταθεί και υπό την εξής έννοια: όπως υπάρχουν οι λεγόμενοι “αναθεωρητές” του ολοκαυτώματος (επί των οποίων βλ. π.χ. Charlotte Greig, Θεωρίες συνωμοσίας, εκδ. πεδίο, Αθήνα 2018, σελ. 157), αντιστοίχως υπάρχουν και οι “αναθεωρητές” της κορωνοϊκής πανδημίας.

 

Αρνητές υπήρχαν και όταν εμφανίσθηκε το AIDS, το οποίο, όλως παραδόξως, δεν αξιοποιείται ως μέτρο σύγκρισης για την αντιμετώπιση του κορωνοϊού, παρότι και ο ιός HIV προκάλεσε πανδημία με εκατομμύρια κρούσματα και θανάτους (μεταξύ 2001 και 2019 νόσησαν περίπου 38 εκ., ενώ μεταξύ 1981 και 2009 πέθαναν περίπου 30 εκ. άνθρωποι). Μάλιστα, όπως σήμερα, έτσι και τότε όποιος τολμούσε να αμφισβητήσει την επίσημη θέση για το AIDS, θεωρείτο επικίνδυνος (επ’ αυτού βλ. π.χ. Schrang, Die Jahrhunderterlüge, die nur Insider kennen 2, 9η έκδ., 2014, σελ. 180). Αλλά και ως προς την επίθεση της 11ης Σεπτεμβρίου υπάρχει πλήθος αρνητών που προβάλλουν το απολύτως εύλογο ερώτημα: Πώς είναι δυνατόν ένα κατειλημμένο από τρομοκράτες αεροπλάνο που κατευθύνεται εναντίον ενός ουρανοξύστη να διαπερνά “βελούδινα” το κτήριο χωρίς καμία αντίσταση, ακυρώνοντας τους νόμους της φυσικής βάσει των οποίων στο σημείο πρόσκρουσης το ρύγχος του αεροπλάνου θα έπρεπε να θρυμματιστεί; (για περαιτέρω απορίες βλ. π.χ. Schoorl, 9/11. Die Show des Jahrhunderts. Ungeahnte Motive, Neue Hintergründe, Weitreichende Folgen, 2016, σελ. 78 επ.· Bröckers / Walther, 11.9. Zehn Jahre danach, Der Einsturz eines Lügengebäudes, 2017, σελ. 205 επειδικά για την αμφισβήτηση της πτώσης αεροσκάφους στο Πεντάγωνο βλ. Meyssan, 11 Σεπτεμβρίου 2001. Η τρομακτική απάτη, μτφ.: Μ. Κράλλη, εκδ. Γραφές, Αθήνα 2002)    

 

Ολοκληρώνοντας, θέλω να πιστεύω ότι δεν ισχύει για τον αξιότιμο κύριο Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου η φράση του Μεγάλου Βασιλείου «ανέγνωςἀλλ᾿ οὐκ ἔγνως· εἰ γὰρ ἔγνωςοὐκ ἂν κατέγνως», την οποία απηύθυνε προς τον Ιουλιανό τον Παραβάτη, όταν ο τελευταίος (αφού διάβασε τα κείμενα που θα απεδείκνυαν την υπεροχή του χριστιανισμού) είπε στον πρώτο «Ἀνέγνωνἔγνωνκατέγνων». Πρόκειται για μια στιχομυθία που ενέπνευσε τον Κωνσταντίνο Καβάφη να γράψει τους εξής στίχους:

 

«Τάχατες μας εκμηδένισε με το “κατέγνων” του, ο γελοιωδέστατος. Τέτοιες ξυπνάδες όμως πέρασι δεν έχουνε σ’ εμάς τους Χριστιανούς».