Α᾿
Οἱ φύλακες προδότες;
«Ὦ Τιμόθεε, τήν παρακαταθήκην φύλαξον ἐκτρεπόμενος τάς βεβήλους κενοφωνίας καί ἀντιθέσεις τῆς ψευδωνύμου γνώσεως, ἥν τινες ἐπαγγελλόμενοι περί τήν πίστιν ἠστόχησαν» (Α’ Τι. 6, 20-21)
(70 Χρόνια ἀπό τήν ἐκλογή τοῦ Πατριάρχη Ἀθηναγόρα στόν Οἰκουμενικό θρόνο)
π. Λεωνίδα Στ. Ἀμοργιανοῦ, θεολόγου, Ἐφημερίου στόν ἱ.ναό ἁγ. Μαρίνης Ἱ.Μ. Περιστερίου
Τόν Ἰούνιο τοῦ 1962, ὁ ἀνεπανάληπτος μαχητής τότε ἀρχιμανδρίτης π. Αὐγουστῖνος Καντιώτης, ἀπηύθυνε Ἀνοικτή Ἐπιστολή πρός τήν κορυφή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, πρός τόν Οἰκουμενικό Πατριάρχη Ἀθηναγόρα. Τήν ἐπιστολή ἀπηύθυνε μέσω τοῦ ἀγωνιστικοῦ περιοδικοῦ «Χριστιανική Σπίθα».[1]
Μέσα ἐκεῖ ὁ ἅγιος πατήρ Αὐγουστῖνος γνωρίζοντας τήν ὑψηλή ἰδέα, πού ἔχει ὁ ἑλληνικός λαός γιά τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, λύει τή σιωπή του καί ἐκφράζει τήν ἀφοπλιστική του κρίση γιά ἐνέργειες τοῦ «Πατριάρχη», πού συγκλονίζουν τά πνεύματα τῶν ὀρθοδόξων, κληρικῶν καί λαϊκῶν, οἱ ὁποῖοι δέν βλέπουν τόν «Πατριάρχη» πλέον δῆθεν ἄγρυπνο φρουρό τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως καί ζωῆς.
Θερμό συνήγορο, γιά τήν ἐλεύθερη διατύπωση τῆς γνώμης του, (χαρακτηριστικό τῆς πατρικίας εἰς βάθος, πνευματικῆς του προσωπικότητας!), βρίσκει τόν θεοφιλέστατο ἐπίσκοπο Μελόης κ. Αἰμιλιανό, μόνιμο ἀντιπρόσωπο τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου στό Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν στή Γενεύη, ὁ ὁποῖος τότε ἔγραψε στό ἐπίσημο ὄργανο τοῦ Πατριαρχείου «Ἀπόστολος Ἀνδρέας» τά ἑξῆς· «Ἄς ἀφεθοῦν ἐλεύθεροι οἱ πιστοί μας νά ἐκφράζουν τάς σκέψεις των… Ἄς ἀφεθοῦν ἐπίσης ἐλεύθεροι νά συζητοῦν τά ὑπέρ καί τά κατά τῆς πνευματικῆς ἐκκλησιαστικῆς μας ζωῆς. Διότι αὐτό ἀποτελεῖ τό οὐσιῶδες προνόμιον ἑνός χριστιανοῦ, τό ὁποῖον μόνον εἰς ἀπολυταρχικά καί μοναρχικά συστήματα δέν ἀναγνωρίζεται ὡς δικαίωμα».[2]
Προσθέτοντας (θά μοῦ ἐπιτρέψει ὁ ἅγιος πατήρ!) ὁρισμένες προσωπικές λεκτικές παρεμβάσεις, ἡ γραφίδα τοῦ ἁγίου Αὐγουστίνου ἔχει ὡς ἀκολούθως:
ü Ὁ π. Αὐγουστῖνος ἐλέγχει δραστικά τόν «Πατριάρχη» ἐπειδή στέλνει ἄκρως ἀπνευμάτιστες καί ἀλόγιστες συγχαρητήριες ἐπιστολές μέ τίς συνοδές πατριαρχικές εὐλογίες σέ πνευματιστές-μέντιουμ, οἱ ὁποῖοι στά συγγράμματά τους ἔβριζαν σκαιότατα τά χριστιανικά δόγματα, δίνοντας ἔτσι φτερά στόν Πνευματισμό στήν Ἑλλάδα.
ü Ἐλέγχει τόν «Πατριάρχη» ἐπειδή εἰσέρχεται ἀσύστολα στό τέμενος τοῦ Ὀμάρ ἄνευ ὑποδημάτων καί «νοῦν Χριστοῦ», γιά νά προσευχηθεῖ, φεῦ!, δίκην ἀρνησίθρησκου προκλητικοῦ ἐξωμότη, ὑπέρ τοῦ Χουσεΐν.
ü Στό ναΰδριο τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς Χάλκης μέ τή παρουσία τοῦ δῆθεν «ὀρθόδοξου Πατριάρχη» γίνεται μεγαλοπρεπής ὑποδοχή τοῦ Ἀρμενίου Πατριάρχου, σάν νά ἐπρόκειτο γιά Ὀρθόδοξο Πατριάρχη. Οἱ ψᾶλτες στήν εἴσοδο ψάλλουν τό «εἰς πολλά ἔτη, Δέσποτα», ὁ δέ «ὀσφυοκάμπτης»διάκονος κάνει δέηση, δίκην θεάτρου παραλόγου, ὑπέρ «τοῦ Πατρός ἡμῶν Σινόρκι»!
Ὁ στοιχειώδης νοῦς διερωτᾶται: Ποιόν «πατέρα», τόν αἱρεσιάρχη Ἀρμένιο Πατριάρχη, πού ἀποσπάσθηκε ἀπό τήν Ὀρθοδοξία, ὑποστηρίζοντας τήν αἵρεση τοῦ Μονοφυσιτισμοῦ, τόν ὁποῖο καταδίκασε ἡ Δ’ Οἰκουμενική Σύνοδος; Ἡ ἴδια Σύνοδος καταδίκασε καί τόν Διόσκουρο τόν ὁποῖο οἱ Ἀρμένιοι τιμοῦν ὡς «ἄγιο».
ü Ἐλέγχει τόν «Πατριάρχη» ἐπειδή ὑποδέχεται σέ στῦλ «φιέστας» (μέ σκοπό τόν συνήθη τραγελαφικό γελοῖο ἐντυπωσιασμό) πάσης ἀποχρώσεως προτεστάντες, τήν δῆθεν διανοούμενη (μέ τραγικά χαμηλό πνευματικό δείκτη νοημοσύνης «IQ») αὐτή περσόνα, πού ἀπαρτίζει τόν θερμότερο ὑποστηρικτή τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν.
ü Ἐλέγχει τόν «Πατριάρχη» ἐπειδή ἐκφράζει αἰσθήματα φιλοφροσύνης γιά τόν Πάπα Ἰωάννη ΚΓ’. Εἰδικότερα, μέ χροιά ψυχιατρικοῦ παραληρήματος μεγαλείου, ὀνομάζει τόν ἀναφερόμενο Πάπα δεύτερο Πρόδρομο καί λέει μέ τόνο ἀξιοθρήνητου κόλακα, πού τόν ὑποτιμᾶ (εἶναι ὄντως γιά λύπηση!) ὅτι εἶναι «φορέας ἀποστολικῆς χάριτος».
Νά τονιστεῖ ὅτι ὁ Παπισμός, οὐδεμία μέχρι σήμερα ὑποχώρηση ἔχει κάνει. Ἐμμένει πεισμόνως στίς καινοτομίες του. Ἔχει διασπείρει παντοῦ τά ὄργανα τῆς Οὐνίας, τοῦ δουρείου τούτου ἵππου, διά τοῦ ὁποίου ἐπιζητεῖται ἡ ἅλωση τῆς Ὀρθοδοξίας καί ἡ ὑποταγή καί ἡ τοποθέτηση τῶν πάντων στό ὑποπόδιο τοῦ μόνου κυρίαρχου δῆθεν πλανητάρχη, τοῦ Πάπα.
ü Ἐλέγχει τόν «Πατριάρχη» ἐπειδή, μιμούμενος τό ἑωσφορικό μοτίβο τῆς παπικῆς «ὑπεροψίας» ἀποδέχεται ἀπερίσκεπτα, λόγω τοῦ ἀναφερόμενου χαμηλοῦ δείκτη «IQ», πού τόν χαρακτηρίζει, τό Filioque. Λέει «Τό Ἁγιο Πνεῦμα ἐκπορεύεται καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ».
ü Ἐλέγχει τήν «πατριαρχική αὐτή περσόνα», ἐπειδή μαζί μέ τόν Ἀμερικῆς Ἰάκωβος ἀνήκουν σέ μασωνικές στοές μέ ὅλα τά συνακόλουθά τους.
Στή συνέχεια τῆς ἐπιστολῆς ὁ ἅγιος πατήρ Αὐγουστῖνος παραθέτει καταιγιστικές ἀντιδράσεις κληρικῶν καί λαϊκῶν οἱ ὁποῖες ἐκδηλώνονται ἀπό τά καταγγελλόμενα. Ἀνάμεσά τους, χαρακτηριστική εἶναι ἡ ἀντίδραση τοῦ Σεβ/του Μητροπολίτου Κερκύρας καί Παξῶν κ. Μεθοδίου, ὁ ὁποῖος σέ ἐπιστολή[3] του πρός τόν «Πατράρχη» καταλήγει· «Δέν συμφωνῶ εἰς ἕνωσιν ἐπί ἀναγνωρίσει τῶν παπικῶν ἀξιώσεων καί πάσης ἄλλης κακοδοξίας.…Διάκειμαι εὐλαβῶς πρός τά λεχθέντα ὑπό τοῦ ἀπ. Παύλου «Εἴ τις ὑμᾶς εὐαγγελίζεται παρ᾿ ὅ παρελάβετε, ἀνάθεμα ἔστω». Ὁ ἴδιος ἱεράρχης συνέγραψε βιβλίο ὅπου ἀποκαλύπτει τά βαθύτερα αἴτια, πού ὠθοῦν τόν Πάπα Ἰωάννη τόν ΚΓ’ πρός σύγκληση 21ης Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Σκοπός αὐτῆς, ἐπισημαίνει ὁ Σεβ/τος Κερκύρας, εἶναι ἡ ἐπιδίωξη ἀναγνωρίσεως στόν Πάπα τῆς Ρώμης, Ἀρχιερέα καί ἅμα Βασιλέα, ἰδιότητος παγχριστιανικῆς αὐθεντίας, ὡς ἀντιπροσώπου τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἐπί τῆς γῆς. Ἐπιδίωξη ὑποταγῆς στήν Ἁγία Ἕδρα, στό Βατικανό, στή Ρώμη».
Ἀκολούθως ὁ π. Αὐγουστῖνος ἐπισημαίνει τό σημαντικό ὅτι κατά τό Κανονικό Δίκαιο ὁ εὐσεβής λαός εἶναι Ο ΦΡΟΥΡΟΣ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ καί ἔχει ὑποχρέωση ὄχι μόνο νά διαμαρτύρεται, άλλά καί νά διακόπτει κάθε πνευματική σχέση μέ τόν ἀρχιερέα πού παρεκλίνει ἀπό τίς γραμμές τῆς Ὀρθοδοξίας.
Ἡ ὁδός πού βαδίζει ἡ «πατριαρχική περσόνα» ὁ Πατριάρχης εἶναι ὀλισθηρά καί αὐτό κάνει τόν ἅγιο πατέρα Αὐγουστῖνο νά μιλήσει στόν «Πατριάρχη» μέ τήν σχετική ἀνεπανάληπτη γραφίδα παρρησίας ὥστε νά τόν καθιερώνει στίς συνειδήσεις πρωτίστως τοῦ λογικοῦ ὀρθοδόξου ποιμνίου ἀλλά καί τῆς ὑψηλοῦ ἐπιπέδου πνευματικῆς νομενκλατούρας σέ τοπικό καί διεθνές ἐπίπεδο: «Ἐσεῖς Παναγιώτατε καί οἱ ἀρχιερεῖς τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, ἀντί ν᾿ ἁρπάξετε τίς ποιμαντορικές σας ράβδους καί νά καταδιώξετε μακρυά τούς λυμεῶνες τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως, Ἐσεῖς ἀνοίγετε εὐχάριστο «κουβεντολόϊ» μέ τούς ἀρχηγούς τῶν αἱρετικῶν, ἐναγκαλίζεσθε, ἀσπάζεσθε, συντρώγετε, συμψάλλετε, συμπροσεύχεσθε. Δηλαδή βοσκοί σεῖς τῆς ἱερᾶς ποίμνης, ἀνοίγετε τίς θύρες καί ὑποδέχεσθε τούς λύκους θωπεύοντες αὐτούς ἐν τῷ τρώγειν τά πρόβατά σας. Ποῦ τό πνεῦμα τῆς ἀντιστάσεως κατά τῆς πλάνης σύμφωνα μέ τό λόγο τοῦ μαθητοῦ τῆς ἀγάπης; «Εἴ τις ἔρχεται πρός ὑμᾶς καί ταύτην τήν διδαχήν οὐ φέρει, μή λαμβάνετε αὐτόν εἰς οἰκίαν καί χαίρειν αὐτῷ μή λέγετε, ὁ γάρ λέγων αὐτῷ χαίρειν κοινωνεῖ τοῖς ἔργοις αὐτοῦ τοῖς πονηροῖς».[4]
Στήν συνάφεια αὐτή, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Ναζιανζηνός γιά τίς σχέσεις μέ αἱρετικούς ἔλεγε τό περίφημο ἐκεῖνο «Αἱρετώτερον πόλεμος εἰρήνης χωριζούσης ἀπό Θεοῦ».
Στή συνέχεια ὁ ἅγιος πατήρ Αὐγουστῖνος ἐκφράζει μέ τή διαχρονική προοπτική-προορατική γραφίδα του, τό φόβο, ὅτι κάποια προδοσία, ἐνσυνείδητη ἤ ἀσυνείδητη συντελεῖται στούς κόλπους τῆς Ὀρθοδοξίας (ὄντως ἀποπτωτική ἐκφυλιστική διεργασία προδοσίας, πού συντελεῖται στίς μέρες μας) καί γι᾿ αὐτό κρούει τόν κώδωνα τοῦ κινδύνου.
Ἐντούτοις, καταλήγει σέ τόνο μείζονα - ἐλπιδοφόρο, ὅτι ὑπάρχει ἔρως Ὀρθοδοξίας καί πνεῦμα ἀντιστάσεως. Λαϊκοί, πιστά τέκνα τῆς Ἐκκλησίας, θεολόγοι, εὐλαβεῖς διάκονοι, πρεσβύτεροι καί ἐπίσκοποι…, θά ἐξεγερθοῦν. Θά τούς ἐξεγείρει τό Πνεῦμα τό Ἅγιο. Καί αὐτοί οἱ ὁλίγοι εἶναι ἱκανοί νά ματαιώσουν κάθε ἀντικείμενη βουλή κατά τῆς Ὀρθοδοξίας, ν᾿ ἀφαιρέσουν τό πηδάλιο ἀπό τά χέρια ἀναξίων ἀρχιερέων καί νά τό παραδώσουν σ᾿ ἄλλους. Ὁ ἑλληνικός λαός πού γέννησε ἄλλοτε Φωτίους, Κηρουλαρίους καί Μάρκους Εὐγενικούς δέν θά ἀνεχθεῖ προδοσίες. Τελικά ἡ φωνή τῆς παρουσίας του ἀπό τή θριαμβεύουσα Ἐκκλησία δέν θά μᾶς ἀφήνει «ἥσυχους» ἠχώντας ὡς σάλπιγγα τῆς Ὀρθοδοξίας: «Οὐκ ἀρνησόμεθά σε, φίλη Ὀρθοδοξία»!
(Συνεχίζεται)
[1] Ἀριθμ. φύλλου 248-249
[2] Φύλλον 17ης Μαΐου 1961
[3] 3461 τῆς 13ης /9/1961
[4] Β’ Ἰωάν. 10-11
Β᾿
Οἱ φύλακες προδότες;
«Πᾶς ὁ λέγων παρά τά διατεταγμένα, κἄν ἀξιόπιστος ᾖ, κἄν νηστεύῃ, κἄν παρθενεύῃ, κἄν σημεῖα ποιῇ, κἄν προφητεύῃ, λύκος σοι φαινέσθω ἐν προβάτου δορᾷ προβάτων φθοράν κατεργαζόμενος» (Θεοφόρος Ἰγνάτιος)
π. Λεωνίδα Στ. Ἀμοργιανοῦ, θεολόγου, Ἐφημερίου στόν ἱ.ναό ἁγ. Μαρίνης Ἱ.Μ. Περιστερίου
Πέρασαν 56 χρόνια ἀπό τότε πού γράφτηκε ἡ ἀνοιχτή αὐτή ἐπιστολή, ἱστορικό ντοκουμέντο, τοῦ κυροῦ ἁγίου Φλωρίνης Αὐγουστίνου… Καί ἡ Θεολογική Σχολή τοῦ Ἀριστοτελείου Παν/μίου Θεσ/κης, παραβλέποντας, πιθανόν ἐπιπολαίως ἤ λησμονώντας τά ἀναφερόμενα established σχετικά δεδομένα, διοργανώνει στίς μέρες μας Συνέδριο γιά νά τιμήσει τόν «Πατριάρχη Ἀθηναγόρα».
Ὁ στοιχειώδης σκεπτόμενος νοῦς, ἐκτός ἄλλων κριτικῶν παραμέτρων, μένει ἐνεός, ἐμβρόντητος, ἔναντι τῆς ἀποφάσεως τῆς Ὀργανωτικῆς Ἐπιτροπῆς τοῦ ἐπικείμενου Συνεδρίου, πού σέ στῦλ ἀναφερόμενης «φιέστας» ἐπιχειρεῖ, φεῦ!, αἰωρούμενη προβολή τῆς δῆθεν διανοούμενης (μέ ἔλλειψη πνευματικοῦ ὀρθόδοξου δείκτη «IQ») ἀναφερόμενης «πατριαρχικῆς περσόνας», γεγονός, πού ὑποβαθμίζει τό σοβαρό ἐπιστημονικό «background» τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ ΑΠΘ καί τήν ἐκθέτει ὑπερβαλλόντως σέ βαθμό διαπόμπευσης στά τοπικά καί διεθνῆ ἐπιστημονικῶς σοβαρά forum.
Νά ἐπισημανθεῖ ὅτι στό συνέδριο αὐτό συμμετείχαν καί κληρικοί συμπεριλαμβανομένων καί πέντε Μητροπολιτῶν ἐκ τῶν ὁποίων οἱ δύο, ὁ ἕνας προεδρεύων καί ὁ ἄλλος ὁμιλητής, ὑπῆρξαν «πνευματικοί υἱοί» τοῦ κυροῦ ἁγίου Φλωρίνης Αὐγουστίνου.
Λαμβάνοντας ὑπόψη τά ἐπιπλέον κριτικά λεχθέντα ἀπό τόν κυρό ἅγιο Κοζάνης Διονύσιο[1] πού, μέ ἐλάχιστες προστιθέμενες προσωπικές λεκτικές παρεμβάσεις, συνοπτικά ἑστιάζονται στά ἀκόλουθα:
Τό ὀδυνηρό στόν καιρό μας εἶναι ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δέν διώκεται πιά ἀπό τήν εἰδωλολατρία, ἀλλ᾿ ἀπό τούς ἴδιους χριστιανούς. Οἱ χριστιανικοί λαοί σάν νά κουράστηκαν νά σηκώνουν σταυρό, βιάζονται νά ξαναγυρίσουν στήν εἰδωλολατρία ἀκόμη καί σέ «φιέστες» οἰκουμενισμοῦ πού πᾶνε ἀνεπιτυχῶς νά εὐτελίσουν τό κύρος της. Οἱ σημερινοί ἐχθροί τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας δέν εἶναι κυρίως ξένοι, ἀλλά πρωτίστως οἱ δικοί της ἄνθρωποι καί βαπτισμένοι χριστιανοί. Αὐτή εἶναι ἡ σύγχρονη δραματική περιπέτεια τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, ὅτι βρίσκεται ἀντιμέτωπη σέ μιά νέα ἐσωτερική εἰκονοκλαστική ἐξέγερση μέ συνοδή βίαιη πνοή ἀκόμη καί τοῦ οἰκουμενιστικοῦ λίβα πού σκοτίζει τό ἠθικό κριτήριο «χριστιανῶν» περσόνων» ὥστε ἀντί νά ἀναδείξουν καί νά τιμήσουν διαχρονικά ὀρθόδοξα διάφανα ἠθικά ἀναστήματα, τιμοῦν ἐπιπολῆς διφορούμενες ὀρθόδοξες μικρότητες.
Ποιό εἶναι τό status» τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας μας;
Τό κήρυγμα τῶν Προφητῶν, ἡ παράδοση τῶν Ἀποστόλων, ἡ διδασκαλία τῶν Πατέρων, ἡ θεία λατρεία μας, ἡ ἄχραντη εἰκονογραφία μας, τό κερί μας καί τό λιβάνι μας, ἡ προσφορά μας καί τό κόλλυβο, ἡ Σαρακοστή καί ἡ νηστεία μας, ἡ Λειτουργία μας καί ἡ θεία Μετάληψη, ἡ φτωχή ἁγιοσύνη μας καί οἱ πολλές ἁμαρτίες μας, γιά τίς ὁποῖες ζητοῦμε τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Αὐτή εἶναι ἡ Ἐκκλησία καί αὐτή εἶναι ἡ Ὀρθοδοξία . Οἱ Ἅγιοί μας, οἱ Ἀπόστολοι, οἱ Μάρτυρες καί οἱ Προφῆτες, οἱ Ἱεράρχες, οἱ Ὅσιοι καί οἱ Δίκαιοι. Αὐτοί πού ἀγωνίστηκαν κι ἔδωσαν αἷμα καί δάκρυ καί ἱδρώτα, γιά νά φυλάξουν τήν Ὀρθόδοξη Πίστη. Αὐτοί πού, πηγαίνοντας ἀπό τή γῆ στόν οὐρανό, πρεσβεύουν γιά μᾶς, μέ πρώτη ἀπ᾿ ὅλους τήν ὑπεραγία Θεοτόκο.
Μέ βάση τά ἀνωτέρω λεχθέντα, ἀναδύεται τό ἐπίμαχο ἐρώτημα:
Μέ ποιά ἀπό τά ἀναφερόμενα ἔγκριτα ὀρθόδοξα κριτήρια θά τιμηθεῖ ἡ ἀναφερόμενη «πατριαρχική περσόνα»; Μήπως σέ θετική δυνητική ἔκβαση θά ἰσχύει τό: «Αἰδώς Ἀργείοι»;
Ἐπανερχόμενος πάλι στόν μακαριστό ἱεράρχη π. Αὐγουστῖνο, κρίνω ἐπίκαιρο νά ἀκούσουμε ὡς φινάλε καί ὡς συνέχεια τοῦ πρώτου ἄρθρου, ἕνα ἄλλο μνημειῶδες ἄρθρο τοῦ περιοδικοῦ «Χριστιανική Σπιθα»[2] ὅπου ἡ ἀκόλουθη μοναδική του πένα, πού δέν ἔχει τό ταίρι της, προσεγγίζει εἰς βάθος μέ σκοπό νά ἀφυπνίσει τυχόν λιπόθυμες συνειδήσεις ἀφοῦ σύμφωνα μέ τήν ψυχολογία τοῦ βάθους, δέν ὑπάρχουν πωρωμένες ἀλλά εὐτυχῶς λιπόθυμες συνειδήσεις
Τό καθῆκον τῆς ἀκριβοῦς φυλάξεως καί θαρραλέας ὁμολογίας καί ὑπερασπίσεως τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως, βαρύνει ἀπό τούς λαϊκούς περισσότερο τούς κληρικούς, οἱ ὁποῖοι ὡς ἀξιωματικοί τῆς ἐνδόξου στρατιᾶς τοῦ Κυρίου πρέπει νά κρατοῦν τό ξίφος, τόν λόγο τοῦ Θεοῦ καί νά ἀγωνίζονται διαρκῶς καί νά πίπτουν ὑπέρ τῆς πίστεως.
Κατ᾿ ἐξοχήν δέ τό καθῆκον τοῦτο βαρύνει τούς ὤμους ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι ἐτιμήθησαν μέ τήν ὑψίστη τιμή τῆς ἀρχιερατικῆς ἐξουσίας. Βαρύνει, τούς ἐπισκόπους, μητροπολῖτες, ἀρχιεπισκόπους καί πατριάρχες. Καί σέ καθένα ἀπ᾿ αὐτούς ἀπευθύνεται ἡ προτροπή τοῦ ἀποστόλου Παύλου πρός τόν πρῶτο ἐπίσκοπο Ἐφέσου πού λέει « Ὦ Τιμόθεε, τήν παρακαταθήκην φύλαξον…».
Ὁ ἐπίσκοπος εἶναι ὁ ἄγρυπνος φρουρός τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως, ὁ ὁποῖος στό τυπικό τῆς χειροτονίας (Μ. Εὐχολόγιο) τόν ὑποχρεώνει νά σταθεῖ στό μέσον τοῦ ἱεροῦ ναοῦ καί πατώντας ἐπάνω σέ χαλί πού εἰκονίζει ἀετό, ἐνώπιον κλήρου καί λαοῦ, νά ἀπαγγείλει τό Σύμβολο τῆς Πίστεως ὡς διακήρυξη τῆς Ὁρθοδόξου Πίστεως καί ἀποκήρυξη ὅλων τῶν αἱρετικῶν, οἱ ὁποῖοι προσέβαλαν καί προσβάλουν τά ὀρθά δόγματα. Ἐναντίον αὐτῶν βοᾶ ὁ ἐψηφισμένος τό ἀνάθεμα!
Οἱ ἀλήθειες τῆς πίστεως, τά δόγματα πού διατυπώθηκαν ἀπό τίς Οἰκουμενικές Συνόδους, εἶναι θεοχάρακτες πλᾶκες, στίς ὁποῖες δέν μπορεῖ νά προστεθεῖ κάτι ἤ νά ἀφαιρεθεῖ. Μένουν ἐσαεί θεμέλια τῆς Ἐκκλησίας.[3]
Ἐπίσκοπος, σημαίνει ἄνθρωπο ὁ ὁποῖος στάθηκε σέ φρούριο ὑψηλῆς σκοπιᾶς καί εἶναι ὑποχρεωμένος νά παρατηρεῖ ἀγρύπνως τά πάντα καί μόλις ἀντιληφθεῖ γύρω ἀπό τά τείχη ὕποπτη κίνηση ἐχθροῦ, ἀμέσως πρέπει νά εἰδοποιήσει, νά κραυγάσει, νά σημάνει συναγερμό γιά νά ἀποκρουσθεῖ ἡ ἐχθρική προσβολή. Ἀλλοίμονο ἐάν ὁ σκοπός, ὁ ἐπίσκοπος κοιμηθεῖ. Ναί! Σκοπός εἶναι ὁ ἐπίσκοπος, παρατηρεῖ καί ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ ἁγιορείτης.
Ὁ σοφός κανονολόγος Νικόδημος Μίλας τονίζει ὅτι «δικαίωμα ἀλλά καί καθῆκον τοῦ ἐπισκόπου εἶναι νά ἐπαγρυπνεῖ, ὥστε νά τηρεῖται στήν ἐπισκοπική του ἐπαρχία ἡ ὑγιής διδασκαλία, ἐνῶ κάθε ψεύτικη διδασκαλία πού ἔχει ἀρχίσει νά διαδίδεται, νά φυγαδεύεται».[4]
Ἐάν στήν περιοχή του μεγάλοι καί ἰσχυροί διδάσκουν διδασκαλίες πού δέν συμφωνοῦν μέ τήν ὑγιᾶ διδασκαλία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τί πρέπει νά πράξει ὁ ἐπίσκοπος;
Ἄν δέν εἶναι δειλός καί ἄνανδρος, ἰδιοτελής καί συμφεροντολόγος, δέν εἶναι κενόδοξος καί κόλακας τῶν ἰσχυρῶν τῆς ἡμέρας ἀλλ᾿ ἔχει γενναῖο φρόνημα καί γνωρίζει ν᾿ ἀγωνίζεται καί νά πέφτει ἀπό τή θέση του, θά ἐκδιώξει μακριά ἀπό τήν ποίμνη του τούς κήρυκες τῆς αἱρέσεως καί τῆς πλάνης. Ἀλλιῶς θά σιωπήσει καί θά βρεῖ χίλιες προφάσεις νά δικαιολογήσει τήν ἀνανδρία του ἤ καί θά γίνει συνήγορος καί ὑπερασπιστής τῆς ὁποιασδήποτε κακοδοξίας καί πλάνης, ἐπειδή ἐκφράσθηκαν ἀπό χείλη ἐπισήμων προσώπων. Ἔτσι ὁ ὑπερασπιστής τῆς πίστεως λόγῳ δειλίας ἀποδεικνύεται προδότης τῆς πίστεως.
Ὑπῆρχαν ἐποχές στήν Ἐκκλησία ὅπου βασιλεῖς καί αὐτοκράτορες καί ἡγεμόνες εἶχαν ἀσπαστεῖ αἱρετικές ἰδέες καί προσπαθοῦσαν νά τίς διαδώσουν. Ἔτσι μπροστά στήν ἰσχυρή ἐξουσία τους, ἐπίσκοποι καί μητροπολῖτες ὑποχωροῦσαν καί ὑπέγραφαν δηλώσεις καί ἐνίσχυαν τό ρεῦμα τῆς πλάνης.
Τέτοια ἐποχή ἦταν καί ἡ ἐποχή τοῦ αὐτοκράτορα Οὐάλεντος (364-378), ὁ ὁποῖος προσβλήθηκε ἀπό τήν ἀρειανή ψώρα καί προσπάθησε νά τήν μεταδώσει καί σέ ἄλλους. Οἱ ἐπίσκοποι διά τοῦ ἀπεσταλμένου ἐπάρχου Μοδέστου ὑπέγραφαν κάτω ἀπό τήν πίεση. Ἀλλά ὅταν ὁ Μόδεστος ἦλθε στήν Καισάρεια, πού ἀρχιεπίσκοπος ἦταν ὁ Μ. Βασίλειος καί ἄκουσε ἀπό ἐπίσκοπο τό πρῶτο ΟΧΙ, τοῦ εἶπε ὅτι εἶναι τό πρῶτο ΟΧΙ πού ἄκουσε ἀπό ἐπίσκοπο. Καί τότε ὁ Μ. Βασίλειος, ὁ ἡρωικός ἱεράρχης τοῦ εἶπε «Φαίνεται ὅτι δέν συνάντησες ἐπίσκοπο» καί συνέχισε «Ἐμεῖς ὅταν πρόκειται γιά ὑλικά πράγματα εἴμαστε ὑποχωρητικοί καί ταπεινοί… Ἀλλ᾿ ὅταν πρόκειται περί πίστεως…τότε ἐπ᾿ οὐδενί λόγῳ θά ὑποχωρήσουμε. Δέν θυσιάζουμε τήν πίστη μας χάριν ὑλικῶν ἀγαθῶν… ἀλλά προθύμως θυσιάζουμε αὐτά χάριν τῆς πίστεως».
Ἡ ὑπεράσπιση τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως εἶναι τό κυριώτερο καθῆκον τῆς Ἱεραρχίας καί τῆς Διαρκοῦς Ἱερᾶς Συνόδου. Τοῦτο τονίζεται σέ ὅλους τούς καταστατικούς χάρτες τῆς αὐτοκεφάλου Ἐκκλησίας, ὅσοι ἀπό τό 1850 μέχρι σήμερα ἔχουν ἐγκριθεῖ.
Ὅ,τι δέν τόλμησαν οἱ ἀλλόθρησκοι ἡγεμόνες ἐπί τῆς φοβερῆς τουρκοκρατίας, ἔπραξαν (καί πράττουν) δυστυχῶς οἱ κυβερνῆτες τῆς Ὀρθοδόξου Ἑλλάδος, οἱ ὁποῖοι ὄχι μόνο ἀπογύμνωσαν τήν Ἐκκλησία… ἀλλά ὑπεισῆλθαν καί στήν πνευματική σφαῖρα τῆς Ἐκκλησίας καί ψήφισαν νόμους ἀντιχριστιανικούς. Καί οἱ μητροπολῖτες καί ἀρχιεπίσκοποί μας ὄχι μόνο δέν ἀγωνίσθηκαν γιά νά ὑπερασπίσουν τά δίκαια τῆς Ὀρθοδοξίας! Ὄχι μόνο δέν κήρυξαν συναγερμό τοῦ πιστοῦ λαοῦ! Ἀλλά ὅπως ἔλεγε ὁ ἀείμνηστος καθηγητής Χ. Ἀνδροῦτσος, κανείς ἀπ᾿ αὐτούς δέν θυσίασε τό θρόνο του χάριν τῆς Ὀρθοδοξίας. Σάν λαγοί ἔτρεμαν μπροστά στούς ἰσχυρούς καί ὑποτάχθηκαν στήν πολιτεία ἡ ὁποία μέ νόμους καί διατάγματα ἀνέτρεπε τό Σύνταγμα τῶν ἱερῶν Κανόνων τῆς Ἐκκλησίας.
Καί καταλήγει περίπου ὡς ἀκολούθως ὁ κυρός ἅγιος Φλωρίνης Αὐγουστῖνος.
Βλέποντας ὅσα γίνονται μέσα στήν Ἐκκλησία καί διαπιστώνοντας μέ πόση χλιαρότητα ἡ ἐπίσημος Ἐκκλησία ἀντιμετώπισε καί ἀντιμετωπίζει ὕψιστα ζητήματα, ἀναγκάζεται ὁ καθένας νά ἀναρωτηθεῖ: Ἐμωράνθη τό ἅλας; Ἐσβέσθη τό φῶς; Οἱ ὑπερασπιστές ἐγκατέλειψαν τίς θέσεις τους καί γίνονται προδότες; Ποῦ πηγαίνουμε;
[1] Ἐπί Πτερύγων Ἀνέμων, Κοζάνη 1988
[2] Ἀριθμός φύλλου 260, Μάϊος 1963
[3] Σύνταγμα τῶν θείων καί ἱερῶν κανόνων, Ράλλη-Ποτλῆ, τόμ. 5 Ἀθῆναι 1855, σελ. 544
[4] Ἐκκλησιαστικό Δίκαιο Ἀθῆναι 1906, σελ. 525
ΤΟ ΕΙΔΑΜΕ ΣΤΟ: https://aktines.blogspot.gr/2018/04/blog-post_305.html