μήνυμα

μήνυμα

Σάββατο 16 Ιουνίου 2012

Σύναξη Ορθοδόξων Κληρικών και Μοναχών για την επιστολή του οικ. Πατριάρχου προς τον Αρχιεπίσκοπο


ΣΥΝΑΞΗ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ
ΚΛΗΡΙΚΩΝ ΚΑΙ ΜΟΝΑΧΩΝ

ΠΡΟΚΛΗΤΙΚΗ ΚΑΙ ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΙΚΑ ΜΕΤΕΩΡΗ
Η ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΥ ΠΑΤΡΙΑΡΧΟΥ
ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟ ΑΘΗΝΩΝ
Εἰσαγωγή. Τό ὕφος καί τό ἦθος τῆς Πατριαρχικῆς Ἐπιστολῆς.
Μεσούσης τῆς Ἁγίας Τεσσαρακοστῆς, στίς 16.3.2012, ὁ Οἰκουμενικός Πατρι­άρχης κ. Βαρθολομαῖος ἀπέστειλε ἐπιστολή πρός τόν Ἀρχιεπίσκοπο Ἀθηνῶν κ. Ἱερώνυμο, ἡ ὁποία ἀναφέρεται σέ θέματα τῆς Οἰκουμενικῆς Κινήσεως.
Ἡ πατριαρχική ἐπιστολή μᾶς ὑπενθυμίζει ἄλλη παλαιότερη (τοῦ 2009), πα­ρομοίου περιεχομένου, μέ τήν ὁποία ὁ Πατριάρχης κατήγγειλε τήν «Ὁμολογία Πίστεως κατά τοῦ Οἰκουμενισμοῦ» ὡς πρόξενο σχίσματος καί ζητοῦσε τήν ἐπι­βολή αὐστηρῶν ποινῶν στούς πρωτεργάτες της. Ὅμως ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ ἄλλως τά οἰκονόμησε καί -δόξα τῷ Θεῷ- ἡ ἐπιστολή αὐτή ἔγινε ἀφορμή, ὥστε γιά πρώτη φορά νά συζητηθεῖ ἀναλυτικά ἐπί διήμερον (15-16.10.09) στήν Ἱερά Σύν­οδο τῆς Ἱεραρχίας ἡ πορεία τοῦ Διμεροῦς Θεολογικοῦ Διαλόγου μέ τούς Ρω­μαιοκαθολικούς. Στή συζήτηση στήν Ἱεραρχία ἀποκαλύφθηκαν πρακτικές καί στοιχεῖα τῆς Οἰκουμενικῆς Κινήσεως τά ὁποῖα ἐπιμελῶς ἐκρατοῦντο κρυφά ἀπό τούς Ἱεράρχες μας
. Ἡ Ἱεραρχία μας ὀρθῶς ἐνεργοῦσα δέν καταδίκασε τήν «Ὁμολογία Πίστεως κατά τοῦ Οἰκουμενισμοῦ» οὔτε τούς πρωτεργάτες της, ὅπως φορτικά τῆς εἶχε ζητηθῆ ἀπό τήν Κωνσταντινούπολη. Δέν εἶναι τῆς παρούσης ὁ σχολιασμός ἐκείνης τῆς ἀποφάσεως, πού εἶχε τότε γίνει ἀπό μέλη τῆς Συνάξε­ώς μας.
Ὅμως διαβάζοντας τήν πρόσφατη ἐπιστολή τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου καί βλέποντας τό ὕφος μέ τό ὁποῖο εἶναι γραμμένη, δέν μποροῦμε νά μήν ἐν­θυμηθοῦμε τήν παρ. 6 τοῦ ἀνακοινωθέντος τῆς Ἱεραρχίας (16.10.2009), μέ τήν ὁποία ἀπευθύνεται στό πλήρωμα τῶν πιστῶν μέ τήν ἄκρως συγκινητική φρά­ση: ἡ Ἱεραρχία «παρακαλεῖ τούς πιστούς νά ἐμπιστεύονται τούς ποιμένες». Εἶναι πρόδηλη ἡ διαφορά ἤθους καί ὕφους τῆς παλαιᾶς συνοδικῆς ἀποφάσεως καί τῆς παρούσης πατριαρχικῆς ἐπιστολῆς: Ἡ Ἱεραρχία ἐκφράζουσα τήν Ἐκκλησία - μάνα ἀπευθύνεται στά παιδιά της. Ὁ ἐπίσκοπος, ὡς πατέρας καί ὄχι ὡς πα­τριός, ὁμιλεῖ στά παιδιά του. Ἡ Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἀπευθύ­νεται μέ ἰδιαίτερο σεβασμό στά πρόσωπα τῶν πιστῶν καί κατανοεῖ τήν εὔλογη ἀνησυχία τοῦ πιστοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ γιά ὅσα τεκταίνονται στά πλαίσια τῆς Οἰ­κουμενικῆς Κινήσεως. Δυστυχῶς τέτοια ὑγιῆ ἐκκλησιολογικά στοιχεῖα δέν μπο­ροῦμε νά βροῦμε στήν πατριαρχική ἐπιστολή. Ἀντίθετα μέ πολλή λύπη διαπι­στώνουμε ἱεροκρατικές ἀντιλήψεις ἐπιβολῆς, φίμωσης καί πάταξης τῆς φωνῆς, τῆς ἀγωνίας καί τῆς ἀνησυχίας τοῦ Λαοῦ τοῦ Θεοῦ.
Ἄς ἐξετάσουμε ὅμως τά βασικά σημεῖα τῆς πατριαρχικῆς ἐπιστολῆς:

Α´. Βατικάνεια Ἐκκλησιολογία
Τό πατριαρχικό ἔγγραφο, δυστυχῶς, ἑδράζεται ἐπί στοιχείων βατικανείου ἐκκλησιολογίας, σύμφωνα μέ τήν ὁποία ἕνας ἐπίσκοπος, ὡς δῆθεν «πρῶτος τῆς παγκοσμίου Ἐκκλησίας», μπορεῖ νά «ἀπολαμβάνει ἀνωτάτη, πλήρη, ἄμεση καί παγκόσμια κανονική ἐξουσία στήν Ἐκκλησία, τήν ὁποία μπορεῖ πάντα ἐλεύθερα νά ἀσκεῖ»!
Διότι, πώς ἀλλιῶς μπορεῖ νά ἑρμηνευθεῖ ἡ ἔμμεση, ἀλλά σαφής ἀπαίτηση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου νά ἐγκρίνει αὐτός σέ ποιά θεολογικά συνέδρια θά στέλνει ἐκπρόσωπο ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν καί θά μποροῦν νά συμμετέ­χουν οἱ Ἱεράρχες τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος;
Πῶς ἀλλιῶς μπορεῖ νά ἑρμηνευθεῖ τό ὕφος τῆς πατριαρχικῆς ἐπιστολῆς, ὁ συντάκτης τῆς ὁποίας ἀπευθύνεται ὡσάν σέ ἕνα ὑπό τήν κανονική του δικαιο­δοσία ἁπλό κληρικό; Εἶναι ὕφος αὐτό ἐπιστολῆς σέ ὁμότιμο «ἀδελφό», συνεπί­σκοπο καί μάλιστα Ἀρχιεπίσκοπο Αὐτοκεφάλου Ἐκκλησίας; Τό ταπεινό φρόνη­μα τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν παραβλέπει ἀσφαλῶς τήν πρός τό πρόσωπό του ἀπρεπῆ λεκτική συμπεριφορά, ὅμως τά θέματα κανονικῆς τάξεως στή διοί­κηση τῶν Ἐκκλησιῶν ἐπιβάλλουν τόν ἐνδεδειγμένο σεβασμό πρός τόν πρῶτον τῆς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος.
Πῶς ἀλλιῶς νά ἑρμηνευθεῖ ἡ ἀπαίτηση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου νά ἀ­πορρίψει καί καταδικάσει ἡ Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας ὅ,τι αὐτός θεωρεῖ ἄξιο κα­ταδίκης;
Λυπούμαστε, ἀλλά προφανῶς διέλαθε τήν προσοχή τοῦ συντάκτου τῆς πα­τριαρχικῆς ἐπιστολῆς, ὅτι μόνον ὅταν ὑπάρχει ἔκπτωση ἀπό τήν Ὀρθόδοξη πί­στη, ἤ σοβαρή παραβίαση τῶν Ἱερῶν Κανόνων, δικαιοῦται ἤ μᾶλλον ὑποχρεοῦ­ται ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης νά ἐνεργεῖ ὑπερορίως καί νά ἐπισημαίνει τήν ἐκτροπή. Αὐτή ἡ ὑποχρέωση ὅμως δέν εἶναι ἀποκλειστικό δικαίωμα τοῦ Οἰκου­μενικοῦ, ἀλλά ὑποχρέωση - δικαίωμα κάθε Ὀρθοδόξου ἐπισκόπου. Τέτοια ὅμως περίπτωση ἐκτροπῆς ἀπό τήν Ὀρθόδοξη πίστη καί κανονική τάξη, πού νά θεμε­λιώνει ὑπερόρια δικαιοδοσία, δέν στοιχειοθετεῖται στό πατριαρχικό ἔγγραφο. Συνεπῶς, ἡ πατριαρχική ἐπιστολή ὄχι μόνο παραβιάζει τόν Τόμο Αὐτοκεφα­λίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος καί πάγιες κανονικές ἀρχές πού διέπουν τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἀλλά καί ἐκφράζει ἐκτροπή σέ παπικές ἐκκλησιολογικές θέσεις.
Στήν περίπτωσή μας, ἄλλωστε, ὅπως καί σέ πληθώρα ἄλλων στίς ἡμέρες μας, οἱ ὅροι ἔχουν δυστυχῶς ἀντιστραφῆ, καθώς ὄχι λαϊκοί ἤ κληρικοί, ἀλλά ὁ ἴδιος ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης καί Ἀρχιερεῖς τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου, καί ἄλλων δικαιοδοσιῶν, προβαίνουν μέ ἐνέργειές τους στήν παραβίαση τῶν Ἱερῶν Κανόνων καί συμβάλλουν μέ τούς λόγους καί τίς ἐπιλογές τους στήν ἀλλοίωση τῆς ὀρθοδόξου πίστεως μας.
Ἀναγκάζονται, ἔτσι, ὁ πιστός λαός καί οἱ ἁπλοί κληρικοί καί μοναχοί νά ἐν­τοπίζουν καί νά ἐπισημαίνουν τίς παραβιάσεις αὐτές, ὡς ἐκφραστές τῆς ὀρθο­δόξου ἐκκλησιολογικῆς καί δογματικῆς συνειδήσεως (βλ. Ἀπόφαση Πατριαρ­χῶν Ἀνατολῆς, 1848), ὅταν μάλιστα ἀποφεύγουν, νά πράξουν τό ἴδιο, ἐκτός με­μονωμένων ἐξαιρέσεων, αὐτοί τῶν ὁποίων εἶναι πρώτιστο καθῆκον καί ὑπο­χρέωση, οἱ Ὀρθόδοξοι, δηλαδή, Ἐπίσκοποι, καί τά συνοδικά ὄργανα τῶν τοπι­κῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, λόγῳ τῆς κακῶς νοουμένης φιλαδελφίας, εὐγε­νείας, ὑπακοῆς, τοῦ δῆθεν σεβασμοῦ πρός θεσμούς ἤ καί τῆς ἐπικλήσεως εἰδι­κῶν συνθηκῶν.

Β´. Μέ τούς ἑτεροδόξους διαλεγόμεθα. Τῶν Ὀρθοδόξων κλείνουμε τό στόμα.
Στό πατριαρχικό ἔγγραφο ἐκφράζεται ἡ λύπη καί ἡ ἀγωνία τοῦ Πατριαρ­χείου «ἐκ τῶν δηλώσεων, ἐκδηλώσεων καί ἐν γένει κινήσεων ἐντός τῶν κόλπων τῆς Ὑμετέρας Ἐκκλησίας, καθ᾽ ἅς ἐκφράζονται θέσεις καί ἐκτιμήσεις καί ἀπόψεις ἥκιστα συμβιβαζόμεναι πρός τό Ὀρθόδοξον ἦθος καί ἔθος». Στή συνέχεια προσ­διορίζει ὅτι τό πρόβλημα ἔγκειται στήν ἀσκουμένην «κριτικήν… εἰς τούς διεξα­γομένους μετά τῶν ἑτεροδόξων διμερεῖς καί πολυμερεῖς Θεολογικούς Διαλόγους καί τάς διαχριστιανικάς συναντήσεις ἐν τῷ Παγκοσμίῳ Συμβουλίῳ Ἐκκλησιῶν, τῷ Συμβουλίῳ Εὐρωπαϊκῶν Ἐκκλησιῶν καί ἄλλοις παρεμφερέσι διαχριστιανικοῖς ὀργανισμοῖς».
Διερωτώμαστε ὅμως μέ ὅλο τό σεβασμό στό θεσμό τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρό­νου:
α) Ἀπό πότε καί βάσει ποιᾶς ἁγιογραφικῆς, πατερικῆς ἤ κανονικῆς διατά­ξεως ἡ ἀγωνία τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ γιά τήν Ἀλήθεια τῆς πίστεως καί τήν ἐν Ἀλη­θείᾳ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας καί συνακόλουθα ἡ ἄσκηση εὐπρεποῦς καί τεκμη­ριωμένης κριτικῆς σέ πράξεις ἤ λόγους ἐκκλησιαστικῶν φορέων ἀποτελεῖ κανο­νικό ἐκκλησιαστικό ἀδίκημα, καί θά πρέπει νά ἐπιβληθοῦν ποινές στούς δῆθεν παρανομοῦντες; Μήπως ἀπέκτησε καί ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἀλάθητο πάπα, κατά τῶν ἀποφάσεων τοῦ ὁποίου δέν χωρεῖ οἱαδήποτε κριτική;
β) Δέν θά ἔπρεπε νά εἶναι πρόξενος χαρᾶς στούς ποιμένες ἡ ἐναγώνια ἐνα­σχόληση τῶν πιστῶν μέ θέματα πίστεως; Ἤ μήπως αὐτή εἶναι ἀποδεκτή καί ἐπιτρεπτή μόνον, ὅταν ὁ λαός συμφωνεῖ καί ἐπικροτεῖ τά λεχθέντα καί πρα­χθέντα τῆς ἡγεσίας; Ὅμως μία τέτοια προσέγγιση δέν εἶναι ἐκκλησιολογικῶς ὑγιής, διότι ὑποδηλώνει ὑποβόσκουσα κληρικαλιστική καί παπίζουσα νοοτρο­πία!
Καυχώμεθα γιά τό συνοδικό πολίτευμα διοικήσεως τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλη­σίας ἐν συνόλῳ, ἀλλά καί τῶν κατά τόπους Ἁγιωτάτων Ὀρθοδόξων Ἐκκλη­σιῶν. Ἀσφαλῶς στίς συνόδους συμμετέχουν ἐπίσκοποι, ἀλλά καθοριστικός εἶ­ναι καί ὁ ρόλος τοῦ πληρώματος (κλήρου καί λαοῦ) μέ τήν ἀποδοχή ἤ ἀπόρριψη τῶν συνόδων. Τά παραδείγματα ἀπό τήν ἐκκλησιαστική ἱστορία εἶναι πολλά: οἱ σύνοδοι Ἐφέσου (449), Ἱερείας (754) καί Φεράρρας - Φλωρεντίας (1439) ἀπορρί­φθηκαν ἀρχικά ἀπό τήν ἐκκλησιαστική συνείδηση τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ (κλήρου - λαοῦ) ὡς ληστρικές, καί μετά ἦλθε ἡ συνοδική ἔκφραση τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἐτυμηγορίας τοῦ πληρώματος.
Πῶς λοιπόν ποινικοποιεῖται, ἐλαφρᾶ τῇ καρδίᾳ, ἡ ἄσκηση κριτικῆς στίς ἀ­ποφάσεις συνόδων ἤ προκαθημένων;
Ἄς μή ξεχνοῦμε καί τήν πανορθόδοξη ἀπόφαση τῶν τεσσάρων Πατριαρχῶν τῆς Ἀνατολῆς (1848), πού συμπυκνώνουν τήν ὀρθόδοξη - πατερική ἐκκλησιολο­γία γιά τό ρόλο τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ: «Παρ᾽ ἡμῖν οὔτε πατριάρχαι οὔτε σύνοδοι ἐδυνήθησαν ποτέ εἰσαγαγεῖν νέα, διότι ὁ ὑπερασπιστής τῆς θρησκείας ἐστίν αὐτό τό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, ἤτοι αὐτός ὁ λαός, ὅστις ἐθέλει τό θρήσκευμα αὐτοῦ αἰω­νίως ἀμετάβλητον καί ὁμοειδές τῷ τῶν Πατέρων αὐτοῦ».
γ) Στό πατριαρχικό ἔγγραφο γίνεται μνεία τῆς ἀσκουμένης κριτικῆς στούς διαλόγους. Ποιά λοιπόν ἀπάντηση προτείνει ἡ πρωτόθρονη Ἐκκλησία τῆς Κων­σταντινουπόλεως στήν ἀσκούμενη κριτική; Δυστυχῶς, μόνο φίμωση καί τι­μωρία! Λυπούμαστε πού ἀναγκαζόμαστε νά φωνάξουμε μέ ὅλη τή δύναμη τῆς ψυχῆς μας: Ἔτσι συμπεριφέρεται ὁ πατέρας στά παιδιά του; Αὐτό ἐπιβάλλει ἡ ὑπεύθυνη ποιμαντική - ἐπισκοπική συνείδηση; Ἔτσι νομίζουν κάποιοι ὅτι καλ­λιεργοῦν τό σεβασμό τοῦ λαοῦ στήν ἐκκλησιαστική ἡγεσία; Μέ τέτοια νοοτρο­πία ὁδηγοῦν τό λαό τοῦ Θεοῦ «πρός διατήρησιν ἀκλονήτου τῆς ἐμπιστοσύνης αὐτοῦ ἔναντι τῶν ποιμένων αὐτοῦ» ἤ ἐπιτυγχάνουν ἀκριβῶς τό ἀντίθετο; Ὅμως, ἀλίμονο στόν πατέρα πού περιφρονεῖ τήν κραυγή ἀγωνίας τῶν παιδιῶν του. Ὁ ἴδιος κλονίζει στή συνείδησή τους τό πατρικό κῦρος. Καί μή μᾶς διαφεύγει ὅτι ἡ πατρική αὐθεντία δέν ἐπιβάλλεται μέ τή φίμωση τῆς κριτικῆς, ἀλλά ἐμπνέεται ἀκόμα καί στά «ἄτακτα» παιδιά. Ἄν αὐτό ἰσχύει στή βιολογική πατρότητα, πολλῷ μᾶλλον ἔχει ἐφαρμογή στήν πνευματική. Ὁ λόγος μας εἶναι κραυγή πό­νου καί ἀνησυχίας γιά τήν ἀλλοίωση τοῦ ποιμαντικοῦ φρονήματος, τό ὁποῖο θά ἔπρεπε νά εἶναι ἰδιαίτερα αὐξημένο στό συντάκτη τῆς πατριαρχικῆς ἐπιστολῆς.
Δέν ἔχουν ὑποχρέωση οἱ ποιμένες νά ἔρθουν σέ διάλογο μέ τό ποίμνιο, νά φροντίσουν νά γίνουν κατανοητές οἱ ἀποφάσεις τους; Ἄλογο εἶναι τό ποίμνιο, ὥστε νά ἄγεται καί νά φέρεται κατά τίς ἐπιθυμίες τῶν ποιμένων, χωρίς τό ἴδιο νά μπορεῖ νά ἐκφράζει τόν παραμικρό προβληματισμό; Δυστυχῶς, παρατη­ρεῖται ἀπό πλευρᾶς τῶν Ὀρθοδόξων πού πρωτοστατοῦν στήν Οἰκουμενική Κίνηση νά διασαλπίζουν μέ τόν πλέον ἔντονο τρόπο τό διάλογο μέ ἑτεροδόξους καί ἀλλοθρήσκους ἀκόμα, ἀλλά νά ἀποφεύγουν προκλητικά, νά τρέμουν, κυριολεκτικά, τήν παραμικρή συζήτηση μέ τούς ὁμοδόξους ἀδελφούς, τά παιδιά τους καί συνδιακόνους στό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ!
Μάλιστα στήν πατριαρχική ἐπιστολή εἶναι ἔκδηλη ἡ ἐντονότατη ἐνόχληση τοῦ συντάκτου ἀπό τή διοργανωθεῖσα ὑπό τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Πειραιῶς Ἡμερίδα ἀναφορικά μέ τήν «Μεταπατερική Θεολογία» («λαϊκή σύναξις» χαρα­κτηρίζεται στήν ἐπιστολή). Εἶναι προφανέστατη ἡ ἐπιτυχία τῆς ἡμερίδος: τά­ραξε τά θολά νερά τῆς ἀντιπατερικότητας καί τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἐξύπνησε συνειδήσεις, ἐνόχλησε τούς ὑπευθύνους. Δόξα τῷ Θεῷ. Εἶναι πρόδηλο γιατί φο­βοῦνται τό λαό καί τή σύναξή του: διότι δέν τόν θέλουν κατηχημένο καί ἐνη­μερωμένο, γιά νά κάνουν ὅ,τι θέλουν χωρίς ἀντίσταση! Δέν πρέπει νά γνωρίζει ὁ λαός! Ἀπαγορεύεται ἡ ὑπεύθυνη ἐνημέρωσή του! Εἶναι στοιχεῖο παρακμῆς ἡ ἐκκλησιαστική ἡγεσία νά δαιμονοποιεῖ τή γνώση, τήν παιδεία, τήν ἐνημέρωση τοῦ λαοῦ γιά τά συμβαίνοντα στήν Οἰκουμενική Κίνηση!


Γ´. Ποιοί παραβαίνουν τίς πανορθόδοξες ἀποφάσεις;
Ἐγκαλούμεθα ὅτι περιφρονοῦμε «πανορθόδοξες ἀποφάσεις». Εἶναι ἡ εὔκο­λη «καραμέλα» πού συχνά, ἀλλά ἀναπόδεικτα, πιπιλίζουν οἱ κατήγοροί μας. Εἶναι ἀπαραίτητες στό σημεῖο αὐτό τρεῖς ἐπισημάνσεις:
α) Οἱ πανορθόδοξες ἀποφάσεις δέν εἶναι ἀποφάσεις Οἰκουμενικῶν Συν­όδων, στίς ὁποῖες δέ χωρεῖ κριτική. Γι᾽ αὐτό καί συχνά, ὄχι μόνο ἀσκεῖται σέ αὐ­τές κριτική, ἀλλά ἀκόμα καί δέν ἐφαρμόζονται ἀπό τίς τοπικές Ἐκκλησίες, χωρίς νά ἐπισύρεται ἐναντίον τῶν Ἐκκλησιῶν αὐτῶν ὁποιαδήποτε κύρωση.
β) Σύμφωνα μέ ὅλες τίς πανορθόδοξες ἀποφάσεις ἡ συμμετοχή τῆς Ὀρθο­δοξίας στήν Οἰκουμενική Κίνηση δέν εἶναι ἀπροϋπόθετη· τίθενται ὁρισμένες προϋποθέσεις, τίς ὁποῖες ὑποχρεοῦνται ὅλοι νά σέβονται καί νά τηροῦν. Ἐν ἐναντίᾳ περιπτώσει, ἡ παραμονή τῶν Ὀρθοδόξων σέ Οἰκουμενιστικά fora γίνε­ται κατά παράβαση αὐτῶν τῶν πανορθοδόξων ἀποφάσεων. Ἐπειδή, δυστυ­χῶς, δέν τηροῦνται οἱ πανορθοδόξως τεθεῖσες προϋποθέσεις, ὑπάρχουν τοπικές Ὀρ­θόδοξες Ἐκκλησίες πού ἔχουν ἀποχωρήσει ἐξ ὁλοκλήρου ἀπό τήν Οἰκουμε­νική Κίνηση προσωρινά ἤ μόνιμα ἤ ἀπό ὁρισμένες μόνο πτυχές της: π.χ. ὁριστικά ἔχουν ἀποχωρήσει ἀπό τό ΠΣΕ τό Πατριαρχεῖο Γεωργίας, τό Πατρι­αρχεῖο Βουλ­γαρίας, καί γιά μεγάλο χρονικό διάστημα παλαιότερα τό Πατριαρ­χεῖο Ἱεροσο­λύμων· στή δεκαετία τοῦ 1990 προσωρινά ἀποχώρησαν ἀπό τό διμερῆ Θεολογι­κό Διάλογο μέ τούς Παπικούς οἱ περισσότερες Αὐτοκέφαλες Ὀρθόδοξες Ἑκκλη­σίες καί τά Πατριαρχεῖα (Πατριαρχεῖο Ἱεροσολύμων, Πατρι­αρχεῖο Ρωσίας, Πα­τριαρχεῖο Σερβίας, Πατριαρχεῖο Βουλγαρίας, Πατριαρχεῖο Γεωργίας, Ἐκκλησία Ἑλλάδος, Τσεχίας καί Σλοβακίας). Σύμφωνα μέ τή συνεπῆ ἐφαρμογή τῆς πα­τριαρχικῆς ἐπιστολῆς θά ἔπρεπε οἱ προκαθήμενοι καί οἱ σύνοδοι τῶν ἀνωτέρω τοπικῶν Ἐκκλησιῶν νά τιμωρηθοῦν γιά ἀθέτηση, περι­φρόνηση καί ἀπείθεια στίς πανορθόδοξες ἀποφάσεις, πού προβλέπουν τή συμμετοχή ὅλων στήν Οἰ­κουμενική Κίνηση. Ἐγκαλούμεθα ἐμεῖς πού σέ τελική ἀνάλυση ἁπλή κριτική κάνουμε στά συμβαίνοντα στόν οἰκουμενιστικό χῶρο, ἐνῶ οἱ ἀνωτέρω Ἐκ­κλησίες προέβησαν σέ σημαντικές ἐνέργειες καί ἀρνήθηκαν τή συμμετοχή τους παραβαίνοντας Πανορθόδοξες ἀποφάσεις. Ὅμως γι᾽ αὐτούς δέν τολμᾶ νά πεῖ λέξη ἡ Πατριαρχική ἐπιστολή.
γ) Ἄν μελετήσουμε προσεκτικά τίς πανορθόδοξες ἀποφάσεις, θά δοῦμε ὅτι δέν τίς περιφρονοῦν ὅσοι ἀσκοῦν κριτική γιά τά οἰκουμενιστικά λεχθέντα καί πραχθέντα ἐνίων Ὀρθοδόξων, ἀλλά οἱ ἴδιοι οἱ πρωτοστατοῦντες Ὀρθόδοξοι στήν Οἰκουμενική Κίνηση, οἱ τά πρῶτα φέροντες τῶν διαλόγων. Ναί! οἱ Οἰκου­μενιστές περιφρονοῦν καί ἀσχημονοῦν ἐπί τῶν πανορθοδόξων ἀποφάσεων:
Οἱ πανορθόδοξες ἀποφάσεις ἔχουν καταδικάσει ἀπερίφραστα τήν Οὐνία. Συνάδει μέ τίς ἀποφάσεις αὐτές, ἡ ὑπογραφή ἀπό ἐκπροσώπους τοῦ Οἰκουμενι­κοῦ Πατριαρχείου τῆς ἐπαίσχυντης συμφωνίας Balamand (1993), μέ τήν ὁποία γιά πρώτη φορά στήν ἱστορία ἀναγνωρίσθηκε ἡ Οὐνία;
Δείχνει σεβασμό στίς Πανορθόδοξες ἀποφάσεις πού ἔχουν καταδικάσει τήν Οὐνία ἡ προσφορά τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου ἑνός Ἁγίου Ποτηρίου ὡς δώρου, μέ βαθύτατο συμβολισμό, στόν νεοεκλεγέντα Οὐνίτη Ἐπίσκοπο Ἀθηνῶν;
Δείχνει σεβασμό στίς πανορθόδοξες ἀποφάσεις πού ἔχουν καταδικάσει ρη­τῶς τήν Οὐνία, «ὁ θεωρούμενος πολύς τῆς Ὀρθοδόξου Θεολογίας Μύστης (!) Μη­τροπολίτης Περγάμου Ἰωάννης νά δηλώνει, ὅτι τό ζήτημα τῆς Οὐνίας δέν ἀπο­τελεῖ Ἐκκλησιολογίαν, ἀλλά πρακτικόν ἐρώτημα, τό ὁποῖον ὀφείλει νά ἀντιμε­τωπίσει κάθε Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία καθ᾽ ἑαυτήν», σύμφωνα μέ ἐπιστολή τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Αὐστραλίας κ. Στυλιανοῦ σέ μέλος τῆς Συνάξεώς μας;
Σύμφωνα μέ τήν ἀπό 31.1.1952 ἐγκύκλιο τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου -πού ἐξέφραζε τήν πανορθόδοξη ὁμοφωνία μέσα στούς αἰῶνες- ἀπαγορεύονται ἀπερίφραστα οἱ συμπροσευχές ὡς «ἀντικείμεναι πρός τούς ἱερούς κανόνας καί ἀμβλύνουσαι τήν ὁμολογιακήν εὐθιξίαν τῶν Ὀρθοδόξων». Δυστυχῶς ὅμως αὐτοί πού δέν σέβονται τήν πανορθόδοξη παράδοση εἶναι οἱ ἐκπρόσωποι τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου· καί ἔχουν τήν ἄνεση, ἐλαφρᾷ τῇ καρδίᾳ, νά καταγγέ­λουν ἐμᾶς ὡς παραβάτες! Νά ὑπενθυμίσουμε μέ συνοχή καρδίας:
α) Ἐγκρίνεται τό 2002 ὁ κανονισμός γιά τήν «ὁμολογιακή» ἤ «διομολογιακή» κοινή προσευχή στίς συναντήσεις τοῦ ΠΣΕ ἀπό τούς ἐκπροσώπους τοῦ Πατρι­αρχείου!
β) Ὑμνεῖ ἡ Ἐκκλησία τῆς Κωνσταντινουπόλεως τόν ἐμμένοντα ἐν τῇ αἱρέσει πάπα ὡς «σεπτό Ποιμένα καί Πρόεδρο» καί μάλιστα ἐντός τοῦ πατριαρχικοῦ Ναοῦ καί παρουσίᾳ τοῦ Ὀρθοδόξου Πατριάρχου!
γ) Ὑμνεῖται ἀπό τήν πρωτόθρονη Ἐκκλησία τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἡ αἵρεση τοῦ Παπισμοῦ ὡς «Ἐκκλησία σεπτή, Καθέδρα τοῦ Πέτρου» καί μάλιστα ἐντός τοῦ πατριαρχικοῦ Ναοῦ καί παρουσίᾳ τοῦ ­Πατριάρχου!
δ) Ὁ ἐμμένων ἐν τῇ αἱρέσει Πάπας, ἐνδεδυμένος ἄμφια, συμμετέχει ἐνεργῶς στή Θ. Εὐχαριστία στόν Πατριαρχικό Ναό (30.11.2006) δίδοντας καί λαμβάνον­τας λειτουργικό ἀσπασμό μέ τόν (...συλλειτουργό του;) Πατριάρχη καί ἐκ­φωνώντας ἐκ μέρους τοῦ Ὀρθοδόξου πληρώματος τήν Κυριακή Προσευχή!
ε) Οἱ Παπικός καί Ἀρμένιος κληρικοί, ἐνδεδυμένοι ἄμφια, διαβάζουν τό Εὐ­αγγέλιο στόν Ἑσπερινό τῆς Ἀγάπης στόν Πατριαρχικό Ναό (2011, 2012) καί εἰσ­έρχονται στό Ἱερό Βῆμα ἀπό τῆς Ὡραίας Πύλης, ὡσάν κανονικοί ὀρθόδοξοι κληρικοί!
στ) Ὁ Μητροπολίτης Γερμανίας κ. Αὐγουστῖνος συμμετεῖχε στήν Trier τῆς Γερμανίας σέ ἐκδήλωση ἀφιερωμένη στήν «ἀνάμνηση τοῦ Βαπτίσματος» κατά τήν «Ἡμέρα τῆς Οἰκουμένης» (5 Μαΐου 2012)! Συμπροσευχήθηκε ἀκόμα καί μέ ἱέρειες καί ἐπισκοπίνες καί δέχθηκε νά ραντισθεῖ στό μέτωπο ἀπό παπικό Ἐπίσκοπο σέ «ἀνάμνηση τοῦ Βαπτίσματος»! Ἐξίσου τραγική γιά Ὀρθόδοξο Ἐπίσκοπο ἦταν καί ἡ στιγμή στήν ὁποία ὁ Μητροπολίτης Γερμανίας, ὡς ἄλλος παπικός κληρικός, ραντίζει στό μέτωπο λαϊκούς παπικούς καί προτεστάντες σέ «ἀνάμνηση τοῦ Βαπτίσματος»! Θά μποροῦσε ἄραγε, ἡ Ρώμη, νά ἐξασφαλίσει καλύτερη ἐκκλησιαστική νομιμοποίηση τοῦ διά ραντισμοῦ παπικοῦ «βαπτί­σματος» ἀπό ἐπιφανῆ Ὀρθόδοξο Ἐπίσκοπο, ἐκπρόσωπο τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως; Στήν ἴδια τελετή ὁ ἴδιος Μητροπολίτης φωτογραφήθηκε νά περιμένει στή σει­ρά πίσω ἀπό μία ἱέρεια ἤ ἐπισκοπίνα, ἡ ὁποία ἁγιάζει (!) τόν παπικό ἐπίσκοπο στό μέτωπό του! Πραγματικά miserabile visu!
ζ) Παπικοί ἐπίσκοποι συμμετεῖχαν σέ Ναούς τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρ­χείου στή λιτάνευση τῶν Εἰκόνων κατά τήν Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας! Ὤ τῆς συγχύσεως καί παραφροσύνης!
η) Ὁ Μητροπολίτης Προύσσης καί Σχολάρχης τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς Χάλ­κης κ. Ἐλπιδοφόρος διδάσκει σέ φοιτητές ὅτι ἐπιτρέπονται οἱ συμπροσευχές μέ τούς ἑτεροδόξους καί δέ συνιστοῦν πλέον κανονικό παράπτωμα, κατά παρά­βαση τῶν Ἱερῶν Κανόνων, τῆς ἀπό 31.1.1952 Πατριαρχικῆς ἐγκυκλίου καί τῆς ἀπό 3.7.1999 Ἐπιστολῆς τοῦ Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου στήν Ἱερά Κοινότητα τοῦ Ἁγίου Ὄρους[1]1.
Τά ἀνωτέρω δέν ἀποτελοῦν πραγματική περιφρόνηση στίς πανορθόδοξες ἀποφάσεις; Πότε ὁ Οἰκουμενικός Θρόνος ἐγκάλεσε τούς ἀνωτέρω γιά παραβία­σή τους;
Συνάδει μέ τίς πανορθόδοξες ἀποφάσεις, πού ἐπιμένουν στή μαρτυρία τῆς Ὀρθόδοξης αὐτοσυνειδησίας στόν Οἰκουμενικό χῶρο, τό προκλητικό κείμενο πού ὑπέγραψαν οἱ ἐκπρόσωποι τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου στήν Θ´ Γεν. Συνέλευση τοῦ ΠΣΕ στό Porto Alegre (Φεβρουάριος 2006), σύμφωνα μέ τό ὁποῖο «κάθε ἐκκλησία (σημ. ἀπό τίς 340 προτεσταντικές ὁμάδες τοῦ ΠΣΕ) εἶναι Ἐκκλη­σία καθολική καί ὄχι ἁπλά ἕνα μέρος της. Κάθε ἐκκλησία εἶναι Ἐκκλησία καθολι­κή, ἀλλά ὄχι στήν ὁλότητά της. Κάθε ἐκκλησία ἐκπληρώνει τήν καθολικότητά της, ὅταν εἶναι σέ κοινωνία μέ τίς ἄλλες ἐκκλησίες (δηλ. τίς προτεσταντικές ὁμά­δες!)»! Ἐπίσης στό ἴδιο κείμενο ἀναγνωρίστηκε ἐκκλησιαστική ὑπόσταση σέ ὅλες τίς προτεσταντικές αἱρετικές «ἐκκλησίες» τοῦ Π.Σ.Ε. καί ἔγινε ἀποδεκτό ὅ­τι ἡ πληθώρα τῶν κακοδοξιῶν καί τῶν πλανῶν τους, εἶναι «διαφορετικοί τρόποι διατύπωσης τῆς ἴδιας Πίστης» καί «ποικιλία Χαρισμάτων τοῦ Ἁγίου Πνεύματος»! Ἐπί τέλους εἶναι δυνατόν νά ὑπάρχει πανορθόδοξη ἔγκριση γιά τίς βλασφημίες αὐτές;
Αὐτές οἱ λίγες περιπτώσεις γιά νά δοῦμε ποιός πραγματικά περιφρονεῖ καί παραβιάζει τίς «πανορθόδοξες ἀποφάσεις»! Ὡς μέλη τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἔχουμε τήν ἀπαίτηση ἀπό τούς ποιμένες μας νά σέβονται καί νά τηροῦν ὅλες τίς πανορθόδοξες ἀποφάσεις. Ὅλες τίς ἀποφάσεις καί ὄχι μόνο ὅσες θέλουν κάποιοι. Διότι ποτέ καί καμία Πανορθόδοξη Σύνοδος δέν ἀλλοίωσε τήν Ὀρθό­δοξη ἐκκλησιολογία, δέν κατήργησε Ἱερούς Κανόνες Οἰκουμενικῶν Συνόδων, οὔτε καί ἔδωσε σέ κανένα τό δικαίωμα περιφρονήσεως καί ἀθετήσεως τῆς ἐκ­κλησιαστικῆς παραδόσεως καί τάξεως, ὅπως συμβαίνει συχνά στόν οἰκου­μενικό χῶρο. Ἄν ποτέ συνέβαινε αὐτό, τότε, ἡ ὁποιαδήποτε - ἀκόμη καί «Παν­ορθόδοξη»- Σύνοδος θά αὐτοαναιρεῖτο καί θά μετατρεπόταν σέ «συνέδριο ἀνό­μων» καί «συναγωγή πονηρευομένων». Ἄλλωστε ἡ «οἰκουμενικότης» ἤ ἡ «λη­στρικότης» μιᾶς συνόδου δέν προσδιορίζεται ἀπό τόν ἀριθμό καί τήν ἐκπρο­σώπηση τῶν συμμετεχόντων, ἀλλά πρωτίστως ἀπό τίς ἀποφάσεις της.

Δ´. Διάλογος μέσα στά Ὀρθόδοξα ἐκκλησιολογικά καί κανονικά πλαίσια.
Μία ἄλλη μομφή πού εὐκαίρως ἀκαίρως ἐξαπολύεται ἐναντίον μας εἶναι ὅτι ἀρνούμαστε κάθε διάλογο μέ τούς ἑτεροδόξους. Οὐδέν ψευδέστερον αὐτοῦ. Καθαρή κατασυκοφάντηση τοῦ λόγου μας. Ἀποδεχόμαστε τό διάλογο, ὅπως ὁ Κύριος καί οἱ Ἀπόστολοι καί οἱ Πατέρες· ταυτόχρονα ὅμως τόν ἀρνούμαστε, ὅ­πως ὁ Κύριος ἀρνήθηκε ὁποιαδήποτε συζήτηση μέ τόν Πιλάτο, τόν Ἄννα καί τόν Καϊάφα. Συμφωνοῦμε καί ἐπικροτοῦμε τήν ἀπόφαση τῆς ἱεραρχίας μας (16.10.2009) σύμφωνα μέ τήν ὁποία «ὁ Διάλογος πρέπει νά συνεχισθεῖ, μέσα ὅ­μως στά Ὀρθόδοξα ἐκκλησιολογικά καί κανονικά πλαίσια». Ἡ ἐπισήμανση «μέσα ὅμως στά Ὀρθόδοξα ἐκκλησιολογικά καί κανονικά πλαίσια» ἐκρίθη ἀπαραίτη­τη, διότι, προφανῶς, κατά τήν Ἱεραρχία μας, δέν συνέβαινε αὐτό. Ἡ εὐγένεια καί ἡ λεπτότητα στή διατύπωση τοῦ ἀνακοινωθέντος τῆς Ἱεραρχίας θά ἔπρεπε νά ἐμβάλει σέ σκέψεις τούς οἰκουμενιστές γιά τήν μέχρι τώρα πορεία τους, ἄν θέλουν νά σέβονται τίς συνοδικές ἀπόψεις καί ἀποφάσεις. Συνεπῶς, δέν εἴμα­στε μόνοι ἐμεῖς οἱ ὁποῖοι ἐπισημαίνουμε τήν ἐκτροπή ἀπό τά «Ὀρθόδοξα ἐκκλη­σιολογικά καί κανονικά πλαίσια». Καί δέν εἶναι μόνο ἡ Ἱεραρχία μας. Ἀκόμα καί Ἱεράρχες τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου διατυπώνουν τήν βαθιά ἀνησυ­χία τους γιά τήν ἐκτροπή τοῦ Διαλόγου.
Παραπέμπουμε μόνο σέ ἐπιφανῆ ἐξ αὐτῶν, λόγῳ τῆς θεολογικῆς καταρτίσεως καί τῆς 20ετοῦς συμμετοχῆς του στή θέση τοῦ συμπροέδρου στό Διμερῆ Θεολογικό Διάλογο μέ τούς Ρωμαιοκα­θολικούς, τόν Ἀρχιεπίσκοπο Αὐστραλίας κ. Στυλιανό, ὁ ὁποῖος ἔχει καταγγείλει τήν ἔκπτωση τοῦ Διαλόγου μέ τούς Παπικούς σέ «ἀνόσιο παίγνιο», ἐνῶ σέ ἐπι­στολή του σέ μέλος τῆς Συνάξεώς μας μεταξύ ἄλλων ὁμιλεῖ περί «ἐκτρόπων πε­ρί τήν δογματικήν ἀκρίβειαν τῆς Ὀρθοδόξου συμπεριφορᾶς», πού ἔχουν συντελε­σθῆ στό διάλογο καί δηλώνει ὅτι ὅπως ἔχει ἐξελιχθῆ ὁ διμερής θεολογικός διάλογος «σήμερον, ἀτυχῶς, οὐδόλως διαφέρομεν τῶν Οὐνιτῶν»! Ὅταν λοιπόν, ἀκόμα καί τά μέχρι πρό τινος πλέον προβεβλημένα στελέχη τοῦ Διαλόγου καί τῆς Οἰκουμενικῆς Κινήσεως, πού διακονοῦν σέ ὑπεύθυνες θέσεις στό Οἰκουμε­νικό Πατριαρχεῖο, ὁμιλοῦν γιά «ἐκτροπές στή δογματική διδασκαλία» καί γιά ἀνίερο παιχνίδι, πῶς εἶναι δυνατόν ὁ Πατριάρχης νά ἐγκαλεῖ ἐμᾶς ὅτι ἀσκοῦμε κριτική στά συμβαίνοντα στούς διαλόγους καί ἐνημερώνουμε τό λαό τοῦ Θεοῦ;

Ε´. Τόν θεσμό τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου ὑπονομεύουν οἱ Οἰκουμε­νισταί.
Στήν πατριαρχική ἐπιστολή διατυπώνεται ἡ μομφή ἐναντίον μας ὅτι στρε­φόμεθα «κατά αὐτοῦ τοῦ πανιέρου θεσμοῦ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου». Με­γάλο λάθος καί συκοφαντία!
α) Σεβόμεθα τό θεσμό τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, διότι πράγματι, ὅ­πως ἀναφέρεται στήν πατριαρχική ἐπιστολή «ἡ Κωνσταντινουπολῖτις Ἐκκλη­σία, ἐγαλούχησεν εἰς τά νάματα τῆς ἀμωμήτου ἡμῶν Ὀρθοδόξου πίστεως, εἰς ἥν ἐτή­ρησε τοῦτον ἐν καιροῖς δισέκτοις καί χαλεποῖς διά τό ἡμέτερον εὐσεβές Γένος, ὀρ­θοτομοῦσα τόν λόγον τῆς ἀληθείας». Καί πιό κάτω «διά τοῦ παραδείγματος καί τῆς θυσιαστικῆς μαρτυρίας καί τῶν ἀνά τούς αἰῶνας ἀγώνων αὐτοῦ ὑπάρξαν­τος... κήρυκος, προασπιστοῦ καί φύλακος τῆς Ὀρθοδόξου ἡμῶν πίστεως καί μαρ­τυρίας καί τῆς κανονικῆς τάξεως ἐν τῇ Ἁγιωτάτῃ ἡμῶν Ἐκκλησίᾳ». Πραγματικά αὐτός ἦταν ὁ οἰκουμενικός θρόνος μέχρι τῶν ἀρχῶν τοῦ 20οῦ αἰ. Μᾶς γαλούχη­σε μέ τά νάματα τῆς Ὀρθοδόξου Θεολογίας. Καί μόνο ἡ περίφημη Ἐγκύκλιος τοῦ 1848 συνταχθεῖσα ὑπό τοῦ Κωνσταντινουπόλεως Ἀνθίμου Στ´, ἐπικυρωθεῖ­σα ὑπό τῶν Συνόδων τῶν τεσσάρων Πατριαρχείων τῆς Ἀνατολῆς καί ὑπογρα­φεῖσα καί ἐκδοθεῖσα ὑπό τῶν τεσσάρων Πατριαρχῶν (πραγματικά πανορθόδο­ξη ἀπόφαση), ἐπιβεβαιώνει τόν ἰσχυρισμό μας γιά τόν Οἰκουμενικό Θρόνο. Ὅ­μως μέ συνοχή καρδίας ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ ὁμολογοῦμε ὅτι παρά τήν καλή μας διάθεση δέν μποροῦμε νά διακρίνουμε τά ἴδια στοιχεῖα καί σήμερα. Διότι ποιά σχέση μπορεῖ νά ἔχει ἡ πανορθόδοξη Ἐγκύκλιος τῶν Πατριαρχῶν τοῦ 1848 μέ τίς πατριαρχικές ἐγκυκλίους τοῦ 1904, 1920, κ.ἄ. ἤ μέ τά ὅσα ἔλαβαν χώρα κατά τήν Θρονική Ἑορτή τοῦ 2006 στόν Πατριαρχικό Ναό τῆς Κωνσταντινουπόλεως;
β) Γιά νά καταστεῖ σαφέστερο τό ἀβάσιμο τῆς μομφῆς ὅτι στρεφόμεθα «κα­τά αὐτοῦ τοῦ πανιέρου θεσμοῦ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου», ἀναγκαζόμα­στε νά ὑπενθυμίσουμε ὅτι οἱ ἐκ τῶν πρωτεργατῶν τῆς Συνάξεώς μας Ὁ­μότιμοι Καθηγηταί πολλάκις πάλαι τε καί νῦν ἔχουν προσφέρει στήν ὑπηρεσία τοῦ Θρόνου τήν ἐπιστημονική καί ἀκαδημαϊκή τους διακονία. Πόσα πατριαρ­χικά καί συνοδικά ἔγγραφα δέν συνέταξαν ἤ πόσες χιλιάδες σελίδες δέν ἔγρα­ψαν τά ἀνωτέρω μέλη τῆς Συνάξεώς μας διακονώντας καί στηρίζοντας καί προβάλ­λοντας τήν προσφορά τοῦ Θρόνου στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καί τό Γέ­νος; Σέ πόσα ἐπιστημονικά, διορθόδοξα καί διαχριστιανικά συνέδρια καί συ­ναντήσεις δέν ὑποστηρίχθηκαν οἱ ἀπόψεις καί ἐκπροσωπήθηκε ἐπαξίως -μέ τή Χάρη τοῦ Θεοῦ- ὁ Οἰκουμενικός Θρόνος ἀπό τά ἀκαδημαϊκά μέλη τῆς Συνάξε­ώς μας; Τόσο εὔκολα λησμονοῦνται καί διαγράφονται ὅλα αὐτά; Καί σήμερα ἀκόμα, παρά τή θλίψη πού μᾶς προκαλοῦν λόγοι καί πράξεις παραγόντων τοῦ Θρόνου εἴμαστε καί παραμένουμε ἐργάτες του. Ὅμως θά πρέπει νά καταστεῖ ἀπολύτως σαφές ὅτι πάνω ἀπό πρόσωπα καί θεσμούς βρίσκεται ἡ Ἀλήθεια τοῦ Εὐαγγε­λίου καί ἡ Ἐκκλησία. Οἱ θεσμοί καί τά πρόσωπα λαμβάνουν ἀξία μόνον, ὅταν συνεχῶς καί ἀδιαλείπτως διακονοῦν τήν Ἀλήθεια τῆς πίστεως καί τήν Ὀρθό­δοξη Ἐκκλησία. Ὑπάρχει κάποιος πού μπορεῖ νά διαφωνήσει μέ τόν πρῶ­το με­τά τήν ἅλωση Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως καί ἐθνάρχη Γεννάδιο Β´ Σχο­λάριο, ὅτι χωρίς τήν συνέχιση καί ὑπεράσπιση τῆς Ὀρθοδοξίας «οὔτε ἔσται ἡ Ἐκκλησία Κωνσταντινουπόλεως ἐν λόγῳ τοῖς Ὀρθοδόξοις», ἤ μέ τήν γνωστή ἐπι­στολή τοῦ ἀειμνήστου π. Ἐπιφανίου πρός τόν Πατριάρχη Ἀθηναγόρα;
γ) Τότε, ποιός ὑπονομεύει τόν «πανίερο θεσμό τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρ­χείου»; Ἡ ἐκκλησιαστική ἱστορία εἶναι σαφής: Τό θεσμό ὑπονομεύουν ὅσοι τόν χρησιμοποιοῦν, γιά νά στηρίξουν τόν Οἰκουμενισμό. Αὐτό δέν συνέβη μετά τή σύνοδο Φεράρρας - Φλωρεντίας; Ἡ Μόσχα βρῆκε τότε τήν εὐκαιρία νά παρου­σιασθεῖ ὡς Γ´ Ρώμη, ἐπειδή ἡ Κωνσταντινούπολη πρόδωσε τήν Ὀρθοδοξία συμ­πράττοντας μέ τούς Λατίνους. Δέν ὑπονόμευσαν τό θεσμό τοῦ θρόνου οἱ Οἰκου­μενιστές τῆς ἐποχῆς τους, πατριάρχες Κωνσταντινουπόλεως Βέκκος καί Καλέ­κας; Μήπως πρέπει καί αὐτούς νά τούς τιμοῦμε, σεβόμενοι τόν «πανίερο Θεσμό τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου»; Μήπως δέν σεβάσθηκαν «τόν πανίερο Θεσμό τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου» ἡ Β´ καί Γ´ Οἰκουμενικές Σύνοδοι πού κατεδί­κασαν τούς Κωνσταντινουπόλεως Μακεδόνιο καί Νεστόριο ἤ ἡ Στ´ Οἰκουμε­νική Σύνοδος, καταδικάσασα τέσσερις Πατριάρχες Κωνσταντινουπό­λεως (Σέρ­γιο, Πύρρο, Παῦλο Β´ καί Πέτρο); Κατά τήν παράδοση τῶν Ἁγίων μας, πάνω καί πέρα ἀπό θεσμούς καί πρόσωπα ὑπάρχει ἡ Ἀλήθεια τῆς Ἐκκλησίας. Γι᾽ αὐτό ἡ παράδοσή μας γνωρίζει νά διακρίνει τούς φορεῖς ἀπό τούς ἀχθοφό­ρους τῶν Θεσμῶν, καί τούς μέν πρώτους ὑπερβαλλόντως τιμᾶ, τούς δέ δευτέ­ρους παρα­δίδει στήν ἀρά τῆς ἱστορίας, παρά τήν πρόσκαιρη δόξα πού ἀπολαμ­βάνουν. Ἐμεῖς δεόμεθα εἰλικρινῶς τοῦ Κυρίου νά φωτίζει καί νά χαριτώνει τούς τά πρῶτα φέροντες τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου καί ὁλοκλήρου τῆς Ἐκκλησίας μας, ὥστε νά τούς καθιστᾶ «καί τρόπων μετόχους καί θρόνων διαδόχους τῶν Ἀ­ποστό­λων», γιά νά ποιμαίνουν τό λογικό ποίμνιο καί νά μᾶς ὁδηγοῦν στήν ὁδό τῆς Ἀ­ληθείας. Ἔτσι θά ἐξαλειφθοῦν καί ἀπό τίς καρδιές μας οἱ σκιές καί ἡ πί­κρα πού ἔχουν συσσωρευθῆ.

ΣΤ´. Δικαιολογοῦνται τά ἀναθέματα πού ἐξεφώνησε ὁ Μητροπολίτης Πειραιῶς;
Στήν ἐπιστολή του ὁ Πατριάρχης σημειώνει ὅτι οἱ καταδικαστέες «κινήσεις καί ἐκδηλώσεις… ἔλαβον προσφάτως ἀπαραδέκτους διαστάσεις» καί ἀναφέρεται στήν ἐκφώνηση ὑπό τοῦ Μητροπολίτου Πειραιῶς «"ἀναθεματισμῶν" κατά ἑτε­ροδόξων καί ἀλλοθρήσκων, ὡς καί πάντων τῶν μετεχόντων εἰς τήν λεγομένην Οἰκουμενικήν Κίνησιν». Κρίνουμε σκόπιμο νά ἐπισημάνουμε:
α) Δέν διευκρινίζεται στήν πατριαρχική ἐπιστολή ποῦ ἔγκειται τό «ἀπαρά­δεκτο» «τῆς ἐκφωνήσεως… "ἀναθεματισμῶν"». Στό ὅτι ἐκφωνήθηκαν οἱ ἀναθε­ματισμοί ἤ ὡς πρός τό περιεχόμενό τους; Μά ἡ ἀνάγνωση τῶν ἀναθεματισμῶν δέν προβλέπεται στό πρός χρῆσιν λειτουργικό βιβλίο τοῦ Τριωδίου; Τό ὅτι δέν ἀναγινώσκονται στούς περισσότερους Ναούς δέν σημαίνει ὅτι εἶναι λάθος ἡ ἐκ­φώνησή τους ἤ ὅτι δημιουργεῖται κίνδυνος πρόκλησης σχίσματος ἀπό τήν ἀνά­γνωσή τους!
β) Πρός ἀποκατάσταση τῆς ἀληθείας καί γιά νά μή δημιουργοῦνται λανθα­σμένες ἐντυπώσεις σημειώνουμε ὅτι, ὅπως προκύπτει ἀπό τή μαγνητοσκόπηση, πού ἔχει ἀναρτηθῆ στό Διαδίκτυο, ὁ Μητροπολίτης Πειραιῶς δέν ἐκφώνησε ἀναθεματισμό «κατά πάντων τῶν μετεχόντων εἰς τήν λεγομένην Οἰκουμενικήν Κίνησιν», ὅπως ἐσφαλμένως ἀναφέρεται στήν πατριαρχική ἐπιστολή, ἀλλά μόνο ἐναντίον ὅσων κηρύττουν καί διδάσκουν τόν συγκρητιστικό Οἰκουμενι­σμό: «Τοῖς κηρύσσουσι καί διδάσκουσι τήν παναίρεσιν τοῦ διαχριστιανικοῦ καί διαθρησκειακοῦ συγκρητιστικοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἀνάθεμα». Νομίζουμε ὅτι εἶναι πρόδηλος ἡ διαφορά τῶν δύο φράσεων· ἀπορία μᾶς προκαλεῖ πῶς αὐτό διέλαθε τήν προσοχή τοῦ συντάκτου τῆς πατριαρχικῆς ἐπιστολῆς. Ἐπί πλέον δέ, μήπως ὑπάρχει ἔστω καί ἕνας συνειδητός Ὀρθόδοξος πού νά μήν καταδικάζει τόν «διαχριστιανικό καί διαθρησκειακό συγκρητιστικό Οἰκουμενισμό»; Γιατί λοιπόν τόση ταραχή ἀπό τήν ρητή καταδίκη του ἐν Ἐκκλησίᾳ; Πόθεν προκύπτει ὁ κίν­δυνος σχίσματος ἤ ἀταξίας ἐν τῇ Ὀρθοδοξίᾳ, πού ἀναφέρεται στήν πατριαρ­χική ἐπιστολή; Μήπως σκιαμαχοῦμε;
γ) Στά ἀναγνωσθέντα ὑπό τοῦ Μητροπολίτου Πειραιῶς ἀναθέματα προσ­τέθηκαν καί ἀναφορές στόν πάπα, στούς πρωτεργάτες τῆς Διαμαρτυρήσεως, στούς Μονοφυσίτες, στούς ὀπαδούς τῆς «Ἑταιρείας Σκοπιά», καί στούς Σιωνι­στές καί Ἰσλαμιστές, πού δέν ἀναφέρονται στό ἐν χρήσει Τριώδιο. Τέθηκε τό ἐ­ρώτημα: μά ὅλοι αὐτοί ἐκ τῶν πραγμάτων εἶναι ἐκτός Ἐκκλησίας· τί νόημα λοι­πόν ἔχει ἡ ἐκφώνηση «ἀναθέματος» ἐναντίον τους; Θά πρέπει νά κατανοήσου­με ὅτι ἡ σκοπιμότητα ἐκφωνήσεως τῶν ἀναθεμάτων στήν ἐκκλησιαστική μας παράδοση ἔχει πρώτιστα ποιμαντική διάσταση. Ἡ ἐκκλησία μέ τά «ἀναθέμα­τα» τῶν Οἰκουμενικῶν καί Τοπικῶν Συνόδων κεντᾶ τήν εὐαισθησία τῶν πλανε­μένων ἀδελφῶν καί κρούει τόν κώδωνα τοῦ κινδύνου στά μέλη της ἐπισημαί­νοντας τήν ἀλλοίωση καί διαστροφή τῆς Ἀληθείας. Γι᾽ αὐτό ἀκόμα καί στήν Ζ´ Οἰκουμενική Σύνοδο ἐπαναλαμβάνονται οἱ καταδίκες τῶν αἱρετικῶν Ἀρείου, Μακεδονίου, Νεστορίου, Διοσκόρου, Εὐτυχοῦς, κ.ἄ. αἱρεσιαρχῶν καί τῶν ὀ­παδῶν τους, πού ἦσαν ἤδη ἀπό αἰῶνες ἐκτός Ἐκκλησίας. Τότε, γιατί ἡ Ἐκ­κλησία ἐπαναλαμβάνει τούς ἀναθεματισμούς; Διότι πάντα ὑπάρχει ὁ κίνδυνος οἱ αἱρετικές ἀπόψεις τους νά διαχυθοῦν στό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας καί νά δηλητηριάσουν τά μέλη Του. Ἡ Ἐκκλησία ἐκφωνώντας τά ἀναθέματα φωνάζει στεντορεία τῇ φωνῇ: «Λαέ τοῦ Θεοῦ πρόσεχε· ὑπάρχει κίνδυνος γιά τή σωτηρία· ὑπάρχει ἀλλοίωση τῆς Ἀλήθειας τοῦ Εὐαγγελίου· δέν μπορεῖς νά εἶσαι μέλος τοῦ Σώματος τῆς Ἐκκλησίας καί ταυτόχρονα νά πιστεύεις πλάνες καί ἀνα­κρίβειες· δέν εἶναι ἡ Ἀλήθεια ἴδια μέ τήν πλάνη καί τήν αἵρεση».
δ) Ἰδιαίτερη ἀναφορά πρέπει νά γίνει στά ἀναγνωσθέντα «ἀναθέματα» κατά τοῦ Ἰουδαϊσμοῦ καί τοῦ Ἰσλάμ. Ὡς γνωστόν, πρόκειται γιά ἐντελῶς ἄλλες θρησκεῖες, οἱ ὁποῖες οὐδεμία σχέση ἔχουν μέ τό Εὐαγγέλιο καί σέ τελική ἀ­νάλυση, θά μποροῦσε κάποιος νά ἰσχυρισθεῖ, ὅτι οὐδεμία περίπτωση συγχύσε­ως ἤ ἀλλοιώσεως τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως μπορεῖ νά ὑπάρξει ἀπό τή δράση τους. Ποιά λοιπόν ἡ ποιμαντική ἀνάγκη ἐκφωνήσεως ἀναθεματισμῶν; Παλαιό­τερα αὐτά ἦταν τά δεδομένα· σήμερα ὅμως τά πράγματα εἶναι πολύ διαφο­ρετικά: ὅποιος μελετᾶ μέ προσοχή τό κίνημα τῆς Νέας Ἐποχῆς καί τή γέννηση καί ἀνάπτυξη τοῦ Οἰκουμενισμοῦ ἀντιλαμβάνεται τήν ἀναγκαιότητα αὐτῶν τῶν ἀναθεματισμῶν: Ὁ Γάλλος ἰσλαμολόγος καί μυστικιστής Louis Massignon (1883-1962), διατύπωσε τή θεωρία τῶν «ἀβρααμικῶν θρησκειῶν», ἡ ὁποία πρε­σβεύει ὅτι ὁ Χριστιανισμός, ὁ Ἰουδαϊσμός καί τό Ἰσλάμ λατρεύουμε τόν ἴδιο ἕνα Θεό καί ἀνήκουμε στήν ἴδια οἰκογένεια τῶν μονοθεϊστικῶν ἀβρααμικῶν θρη­σκειῶν, εἴμαστε περίπου ἀδέλφια ἐν τῇ μιᾷ πίστει τοῦ Ἀβραάμ. Παρόμοιες ἀντι­λήψεις ἔχουν διατυπωθῆ στή Διακήρυξη «Nostrae Aetate» (§ 3-4) τῆς Β´ Βατι­κανῆς Συνόδου.
Οἱ ἀντιλήψεις αὐτές ἔχουν βρῆ εὐήκοον οὗς στήν προτεσταντική Δύση καί δειλά-δειλά σερβίρονται ἀπό ὀρθοδόξους ταγούς καί ἀκαδημαϊκούς θεολόγους στήν Ἀνατολή. Δέν φτάσαμε βέβαια ἀκόμα στόν Ὀρθόδοξο χῶρο νά ὁμιλοῦμε περί CRISLAM (Cristus καί ISLAM), καί νά θέτουμε στόν ἄμβωνα ἤ στήν Ἁγ. Τράπεζα δίπλα-δίπλα Εὐαγγέλιο καί Κοράνιο, διδάσκοντας καί ἀπό τά δύο, ὅπως γίνεται σέ προτεσταντικές ἐκκλησίες τῶν ΗΠΑ[2], ἀλλά δυστυχῶς προς τά ἐκεῖ ὁδεύουμε, ἀφοῦ Ὀρθόδοξοι Ἀρχιερεῖς ὁμιλοῦν ὅλο καί πιό συχνά καί πιό ἔντονα περί «Ἱεροῦ Κορανίου» καί δέν διστάζουν νά τό δίνουν ὡς δῶρο. Ἐπίσης, τή διδασκαλία περί τῆς ἐκ τοῦ Ἀβραάμ πατρότητος Χριστιανῶν καί Ἰουδαίων τήν ἀκούσαμε καί ἀπό τά χείλη τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου στή Συναγωγή Park East τῆς Ν. Ὑόρκης[3]. Μήπως θέλουν νά προετοιμάσουν τόν Ὀρθόδοξο λαό νά δεχθεῖ τά περί ἀβρααμικῆς θρησκευτικῆς οἰκογενείας καί ἑνότητος τῶν θρη­σκειῶν της; Ὁ διαθρησκειακός συγκρητιστικός Οἰκουμενισμός προχωρεῖ. Μπρο­στά σέ αὐτή τή νεοεποχίτικη ἀλλοίωση, διαστροφή καί καταστροφή τοῦ εὐαγ­γελικοῦ κηρύγματος, μπροστά σέ αὐτή τήν πραγματική βλασφημία τῆς Ἁγίας Τριάδος, πού δόλια προσφέρεται στό λαό μας, βρέθηκε -ἐπιτέλους- ἕνας Μητρο­πολίτης μέ αὐξημένη ποιμαντική εὐθύνη καί μέ τόν προκλητικό γιά τόν ἐφη­συχασμό τῶν ὑπνούντων τρόπο νά βροντοφωνάξει ἐν μέσῃ ᾽Εκκλησίᾳ «ἀ­νάθεμα», μήπως καί ξυπνήσουμε ἀπό τό βαρύ λήθαργο πού πασχίζουν νά μᾶς προκαλέσουν! Πιθανόν ὁρισμένοι νά ξαφνιάστηκαν ἤ ἄλλοι νά στενοχωρήθη­καν πού κάποιοι στέκονται ἐμπόδιο στίς μεθοδεύσεις τους.
Γι᾽ αὐτό ταμπουρώ­θηκαν πίσω ἀπό τήν τυπική ἀλλλοίωση τοῦ γράμματος τοῦ «Συνοδικοῦ τῆς Ὀρθοδοξίας». Αὐτή ὅμως ἡ δῆθεν παράτυπη προσθήκη στό «Συνοδικό τῆς Ὀρθοδοξίας», διέσωσε ἀδιαμφισβήτητα τό πνεῦμα του. Ἄς σκεφτοῦμε: ἄν αὐτό γινόταν σέ ὅλες τίς Μητροπόλεις, θά μποροῦσαν νά βροῦν ἔδαφος στό λαό μας οἱ βλασφημίες περί ἀβρααμικῶν θρησκειῶν;
Ἀναφερόμαστε σέ δῆθεν παράτυπη προσθήκη, διότι στόν ἀρχικό πυρήνα τοῦ «Συνοδικοῦ τῆς Ὀρθοδοξίας», πού συνετάγη τό 843, ἡ Ἐκκλησία προσέθεσε καί νέες καταδίκες νεωτέρων πλανῶν καί αἱρέσεων τοῦ 14ου αἰ. γιά λόγους ποιμαντικῆς φροντίδας, γιά νά προφυλάξει τούς πιστούς ἀπό τίς νέες πλάνες καί γιά νά μή μένουν οἱ πιστοί ἀνενημέρωτοι. Τό ἴδιο ἔγινε καί στόν Πειραιᾶ.
ε) Ὁλοκληρώνοντας τήν ἀναφορά στήν Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας, θά θέλα­με νά ἐπισημάνουμε ὅτι ὅσοι ἐξέφρασαν τό θυμό τους γιά τήν προσθήκη νέων ἀναθεματισμῶν σιώπησαν προκλητικῶς - καί οἱ ἔχοντες εὐθύνην καί ἐνόχως- γιά τήν κακοποίηση τῆς Κυριακῆς τῆς Ὀρθοδοξίας μέ τή συμμετοχή καί παπι­κῶν καρδιναλίων καί ἀρχιεπισκόπων στή Λιτάνευση τῶν Ἱερῶν Εἰκόνων σέ Ναούς τῆς δικαιοδοσίας τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου. Πραγματικά οἰκτρό θέαμα νά λιτανεύουν τήν Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας μαζί μέ Ὀρθοδόξους ἐπισκόπους καί αὐτοί πού οὐσιαστικά ὑβρίζουν τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας, θεωρώντας την «ἐλλειματική», ἐπειδή δέν ἀναγνωρίζει τό παπικό πρωτεῖο καί ἀλάθητο. Λυπούμεθα πού διαπιστώνουμε ὅτι ὁ Οἰκουμενικός Θρόνος γιά τά συμβάντα τῆς Κυριακῆς τῆς Ὀρθοδοξίας προβαίνει σέ ὑπερόριες ἐνέργειες στήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, ἀλλά σιωπᾶ γιά τήν ἀποκατάσταση τῆς τάξεως σέ χῶρο τῆς δικαιοδοσίας του. Διερωτώμεθα τελικά ποιός ὑποσκάπτει τό κῦρος τοῦ Θρόνου καί διχάζει τό λαό τοῦ Θεοῦ;

Ζ´. Ἐνδεικτικές παρεκκλίσεις σέ θέματα πίστεως.
Στήν πατριαρχική ἐπιστολή σημειώνεται μέ ἔμφαση ὅτι ἡ συμμετοχή στήν Οἰκουμενική Κίνηση γίνεται «ἄνευ οὐδεμιᾶς ὑποχωρήσεως ἐκ τῶν καιρίων τῆς ἀμωμήτου ἡμῶν Ὀρθοδόξου πίστεως» καί ἐκδηλώνεται ἡ ἔκπληξη, διότι ἡ κριτι­κή μας ἐντοπίζεται σέ «μονομερεῖς καί ἐπιλεκτικάς ἀναφοράς καί ἑρμηνείας».
Θά εἴμασταν εὐτυχεῖς, ἄν μπορούσαμε νά συμφωνήσουμε μέ τήν πατριαρ­χική ἐπιστολή. Δυστυχῶς ὅμως φοβούμεθα ὅτι οἱ ὑποχωρήσεις καί οἱ ἀβαρίες στά θέματα τῆς πίστεως εἶναι πολλές καί σοβαρότατες. Ἡ Σύναξή μας ἐπιφυ­λάσσεται νά παρουσιάσει τόμο ὁλόκληρο ἀπό τά πραχθέντα καί λεχθέντα ἐκ μέρους Ὀρθοδόξων ἰθυνόντων στά πλαίσια τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Εἴμαστε βέ­βαιοι ὅτι ἡ δημοσίευσή τους θά ἐξεγείρει καί τήν πλέον νωθρή ὀρθόδοξη συν­είδηση. Στήν παροῦσα περιοριζόμαστε μόνο σέ πολύ λίγα καί ὄχι ἀπό τά πλέον αἰχμηρά καί ἀπαράδεκτα πού ἔχουν γραφῆ καί λεχθῆ:
α) Ἡ ἀναπτυχθεῖσα στό χῶρο τοῦ Οἰκουμενισμοῦ βαπτισματική θεολογία, σύμφωνα μέ τήν ὁποία τά ὅρια τῆς Ἐκκλησίας καθορίζονται ἀπό τό Βάπτισμα. Δηλαδή ὅποιος ἔχει βαπτισθῆ στό ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἀνήκει στήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, ἀνεξάρτητα μέ τό τί πιστεύει σέ βασικά θέματα πίστεως.
β) Ἀναφερθήκαμε ἤδη στήν Θ´ Γενική Συνέλευση τοῦ ΠΣΕ στό Πόρτο Ἀ­λέγκρε (2006), στήν ὁποία οἱ Ὀρθόδοξοι ἐκπρόσωποι οὐσιαστικά ἀρνήθηκαν τήν Καθολικότητα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τήν ὁποία ὁμολογοῦμε στό Σύμ­βολο τῆς Πίστεως. Ὑπέγραψαν ὅτι ἡ πληρότητα τῆς καθολικότητος τῆς Ἐκκλη­σίας ἐξαρτᾶται ἀπό τό ἄν κοινωνεῖ μέ τίς προτεσταντικές παραφυάδες τοῦ ΠΣΕ!
γ) Στήν Κοινή Δήλωση τῆς Μικτῆς Ἐπιτροπῆς τοῦ Θεολογικοῦ Διαλόγου μέ τούς Μονοφυσίτες οἱ Ὀρθόδοξοι ἀντιπρόσωποι ὑπέγραψαν ὅτι οἱ Μονοφυσίτες «διατήρησαν αὐθεντικῶς τήν αὐτήν ὀρθόδοξον πίστιν». Μέ ἄλλα λόγια κακῶς οἱ Πατέρες τῆς Δ´ Οἰκουμ. Συνόδου τούς ἀπέκοψαν ὡς αἱρετικούς. Καί προφανῶς πλανήθηκαν καί οἱ Πατέρες τῶν ὑπολοίπων Ε´, Στ´, Πενθέκτης καί Ζ´ Οἰκουμε­νικῶν Συνόδων καί ἐπανέλαβαν τίς καταδίκες!
δ) Ἀναφερθήκαμε στή συμφωνία τοῦ Balamand (1993), στήν ὁποία γιά πρώ­τη φορά οἱ Ὀρθόδοξοι ἀντιπρόσωποι, κατά παράβαση πανορθοδόξων ἀποφά­σεων, ἀναγνώρισαν τήν Οὐνία. Στό Balamand ὅμως ὑπῆρξε καί ἄλλη ἀπαράδε­κτη ὑποχώρηση στίς Παπικές ἀξιώσεις. Οἱ Ὀρθόδοξοι ἀντιπρόσωποι ἀναγνώρι­σαν ὅτι κάτοχος τῆς ἀποστολικῆς διδαχῆς καί διαδοχῆς δέν εἶναι μόνο ἡ Ὀρ­θόδοξη Ἐκκλησία ἀλλά καί ὁ Παπισμός. Ἐπί λέξει: «καί ἀπό τίς δύο πλευρές ἀ­ναγνωρίζεται ὅτι αὐτό πού ὁ Χριστός ἐνεπιστεύθη εἰς τήν Ἐκκλησίαν Του -ὁμο­λογία τῆς ἀποστολικῆς πίστεως, συμμετοχή στά ἴδια μυστήρια, πρό πάντων στή μοναδική Ἱερωσύνη πού τελεῖ τή μοναδική θυσία τοῦ Χριστοῦ, ἀποστολική διαδοχή τῶν Ἐπισκόπων- δέν δύναται νά θεωρεῖται ὡς ἡ ἰδιοκτησία τῆς μιᾶς μόνο ἀπό τίς Ἐκκλησίες μας»! Διερωτώμαστε αὐτοί πού ὑπέγραψαν τό κείμενο αὐτό ἔχουν συναίσθηση τί ὑπέγραψαν; Ἀποδέχονται ὅτι ὁ Παπισμός διασώζει τήν ἀποστο­λική διδαχή, δηλαδή ὅτι τά δόγματα τοῦ filioque, τοῦ παπικοῦ πρωτείου, παπι­κοῦ ἀλαθήτου, ἡ κτιστή χάρη, οἱ ἀξιομισθίες τῶν ἁγίων, ἡ ἄσπιλη σύλληψη τῆς Θεοτόκου εἶναι μέρος τῆς ἀποστολικῆς διδαχῆς; Παράλληλα ὅμως καί οἱ ἐντελῶς ἀντίθετες διδασκαλίες τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας εἶναι καί αὐτές μέ­ρος τῆς ἀποστολικῆς διδαχῆς! Ἡ ἀπόλυτη θεολογική παράκρουση, ἤ ἡ σύγχρο­νη νεοεποχίτικη θεολογία, σύμφωνα μέ τήν ὁποία καί ἐδῶ καί ἐκεῖ ὑπάρχει ἀλήθεια.
Κατά τά ἄλλα ἡ συμμετοχή μας στόν Οἰκουμενισμό γίνεται «ἄνευ οὐδεμιᾶς ὑποχωρήσεως ἐκ τῶν καιρίων τῆς ἀμωμήτου ἡμῶν Ὀρθοδόξου πίστεως». Ἤ μή­πως τά ἀνωτέρω «εἶναι μονομερεῖς καί ἐπιλεκτικαί ἀναφοραί καί ἑρμηνεῖαι», ὅ­πως ἰσχυρίζεται ἡ πατριαρχική ἐπιστολή;
Δικαίως λοιπόν ἀκόμα καί ὁ ἐκ τῶν προβεβλημένων ἱεραρχῶν τοῦ Οἰκου­μενικοῦ Πατριαρχείου, ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Αὐστραλίας, ὁμιλεῖ περί «ἐκτρόπων περί τήν δογματικήν ἀκρίβειαν τῆς Ὀρθοδόξου συμπεριφορᾶς» καί ὅτι «σήμερον, ἀτυχῶς, οὐδόλως διαφέρομεν τῶν Οὐνιτῶν» καί χαρακτηρίζει τόν Οἰκουμενικό Διάλογο μέ τή φοβερή φράση «ἀνόσιο παίγνιο»!


Η´. «Ἀποφασίζομεν καί διατάσσομεν»
Τέλος, ἡ πατριαρχική ἐπιστολή μέ ὕφος προϊσταμένης ἐκκλησιαστικῆς Ἀρχῆς δέν ζητεῖ ἀπό τή Σύνοδο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος νά μελετήσει τά καταγγελλόμενα καί νά λάβει θέση ἐπ᾽ αὐτῶν, ἀλλά ἐπιτάσσει καί ὁρίζει τήν ἀπόφαση πού ὀφείλει νά λάβει ἡ Σύνοδος: ἵνα «ἀπορρίψητε καί καταδικάσητε ταύτας ἐπισήμως ὡς ἀνεδαφικάς καί ἐπικινδύνους, λάβητε δέ καί ὡς ἐκκλησια­στικόν σῶμα τάς προσηκούσας ἀποφάσεις πρός εὐρυτέραν καταδίκην καί ἀπόρρι­ψιν τῶν ἐνεργειῶν τούτων». Παρόμοιο αἴτημα εἶχε ὑποβληθῆ καί μέ τήν παλαιό­τερη ἐπιστολή, τοῦ 2009.
Ἰδιαίτερα ἐνδιαφέρουσα εἶναι ἡ καταληκτική παράγραφος τῆς ἐπιστολῆς, ἡ ὁποία καί τή διακρίνει ἀπό τήν παλαιότερη τοῦ 2009 παρομοία ἐπιστολή κατά τῆς «Ὁμολογίας πίστεως κατά τοῦ Οἰκουμενισμοῦ». Σημειώνεται στήν πατριαρ­χική ἐπιστολή, ὅτι ἄν δέ συμμορφωθεῖ ἡ Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος μέ τά κελεύσματά της, ὅπως περιγράφονται ἀνωτέρω, ἡ Κωνσταντινούπολις «ἐπιφυλάσσεται… ἵνα ὀφειλετικῶς προβῇ καί αὕτη εἰς τάς δεούσας πανορθοδό­ξους ἐνεργείας διά τήν ἔγκαιρον πρόληψιν ἐπαπειλουμένων ἀπευκταίων κατα­στάσεων».
Ἄν κατανοοῦμε καλῶς, πρόκειται περί εὐθείας ἀπειλῆς κατά τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος: ἤ συμμορφώνεσθε μέ τίς ἀπαιτήσεις μου ἤ θά συγκαλέσω Παν­ορθόδοξη Σύνοδο, γιά νά καταδικάσω ἐγώ!


Ἐπίλογος. Μακάρι νά συγκληθεῖ γιά τό θέμα πανορθόδοξη σύνοδος.
Δέν ἀνησυχοῦμε ἀπό τέτοιες ἀπειλές. Ἀντιθέτως χαιρόμεθα γιά μία τέτοια ἐξέλιξη, διότι ὅ,τι καί ἄν ἀπεργάζονται οἱ ἄνθρωποι, τόν τελευταῖο λόγο ἔχει ὁ Θεός. Καί ὅπως ἡ Χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος βοήθησε καί ἡ πρό τριετίας ἀπαί­τηση τοῦ Πατριάρχου γιά καταδίκη τῆς «Ὁμολογίας Πίστεως κατά τοῦ Οἰκουμε­νισμοῦ» προκάλεσε, παρ᾽ ἐλπίδα, τήν ἀποκαλυπτική συζήτηση ἐνώπιον τῆς Ἱε­ραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος καί τήν ἔκδοση τοῦ περιφήμου ἀνακοι­νωθέντος τῆς 16.10.2009, ἔτσι καί τώρα ἡ παροῦσα πατριαρχική ἐπιστολή ἴσως γίνει πρόξενος συζητήσεως τοῦ θέματος τῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ γιά πρώτη φορά σέ Πανορθόδοξο ἐπίπεδο! Καί ἐκεῖ πλέον ὅλοι οἱ Ὀρθόδοξοι ἐπίσκοποι ἐνώπιον τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ, τῆς συνειδήσεώς των καί τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ θά πάρουν ὑπεύθυνη θέση. Ποιός ξέρει, ἄν ἔτσι θελήσει ὁ Θεός νά δια­κρίνει τούς πραγματικούς ποιμένες ἀπό τούς ψευδοποιμένες; Ποιός ξέρει, ἄν ἔτσι θελήσει ὁ Θεός νά ἐλευθερώσει τήν Ἐκκλησία Του ἀπό τά δεσμά τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, πού μεθοδικά θέλουν κάποιοι νά τῆς ἐπιβάλουν;
Βέβαια ἀπό μία ἄλλη πλευρά μιά τέτοια ἐξέλιξη θά ἔχει τραγικές συνέπειες γιά τό ἴδιο τό Πατριαρχεῖο καί συνακόλουθα γιά τήν Πανορθόδοξη ἑνότητα. Ἀλλά καί αὐτό ἀκόμη μπορεῖ νά συντελέσει, ὥστε νά ἐγερθοῦμε ἀπό τή ρα­στώνη τοῦ ἐφησυχασμοῦ καί νά ἀναλάβουμε ὅλοι μας, μικροί καί μεγάλοι, τίς εὐθύνες μας ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καί τῆς Ἐκκλησίας Του. Εἶναι βέβαιο ὅτι θά προκληθεῖ πολύς πόνος καί θλίψη, ἀλλά ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ γνωρίζει καί Αὐτή οἰκονομεῖ τή ζωή τῆς Ἐκκλησίας πρός τό συμφέρον τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ καί τῆς ἀμωμήτου πίστεως Του, τῆς ἀποστολικῆς καί πατερικῆς Ὀρθοδοξίας.

Γιά τή Σύναξη Κληρικῶν καί Μοναχῶν

Ἀρχιμ. Ἀθανάσιος Ἀναστασίου
Προηγούμενος Ἱ. Μ. Μεγ. Μετεώρου

Ἀρχιμ. Σαράντης Σαράντος
Ἐφημέριος Ἱ. Ν. Κοιμήσεως Θεοτόκου, Ἀμαρούσιον Ἀττικῆς

Ἀρχιμ. Γρηγόριος Χατζηνικολάου
Καθηγούμενος Ἱ. Μ. Ἁγίας Τριάδος, Ἄνω Γατζέας Βόλου

Γέρων Εὐστράτιος Ἱερομόναχος
Ἱ. Μ. Μεγίστης Λαύρας Ἁγ. Ὄρους

Πρωτοπρ. Γεώργιος Μεταλληνός
Ὁμότιμος Καθηγητής Θεολογικῆς Σχολῆς Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν

Πρωτοπρ. Θεόδωρος Ζήσης
Ὁμότιμος Καθηγητής Θεολογικῆς Σχολῆς Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης


[1]. Ὀρθόδοξος Τύπος, φ. 1334/24.9.1999.
[2]. www.nowtheendbegins.com/blog/?p=5441.
[3]. www.youtube.com/watch?=3RHTWgP4cbU χρόν. διάστημα: 6.45 κ.ἑξ. καί www.youtube com/watch?feature=endscreen&v=FrkxMnlSxiE&NR1 χρόν. διάστημα 4.45 κ.ἑξ.


Χαίρετε εν Κυρίω
π. Φώτιος Βεζύνιας