«Στὴν Ἀρχιερατικὴ προσευχὴ δὲν γίνεται λόγος γιὰ μιὰ ἐξωτερικὴ ἑνότητα, ἀλλὰ γιὰ ἑνότητα στὸΣῶμα τοῦ Χριστοῦ, ποὺ δόθηκε τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς».
Προσευχὴ τοῦ Χριστοῦ γιὰ ἑνότητα
Ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ Ἀρχιμ. Ἱεροθέου
Βλάχου (νῦν Μητρ. Ναυπάκτου)
«Ὀσμὴ Γνώσεως» Ἐκδόσεις «Τέρτιος», Κατερίνη 1985, σελ. 99-102
«Ὀσμὴ Γνώσεως» Ἐκδόσεις «Τέρτιος», Κατερίνη 1985, σελ. 99-102
«Πάτερ ἅγιε, τήρησον αὐτοὺς ἐν τῷ ὀνόματί
σου, ᾧ δέδωκάς μοι, ἵνα ὦσιν ἓν καθὼς ἡμεῖς» (Ἰω. ιζ´ 11)
Στὴν προσευχὴ τοῦ Χριστοῦ, τμῆμα τῆς ὁποίας ἀποτελεῖ τὸ σημερινὸ
εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα, γίνεται λόγος γιὰ τὴν ἑνότητα τῶν μαθητῶν-Χριστιανῶν. Ὁ
Χριστὸς παρακαλεῖ τὸν Πατέρα Του νὰ τηρῆ τοὺς μαθητὰς ἐν τῷ ὀνόματί Του «ἵνα
ὦσιν ἓν». Τὸ χωρίον αὐτὸ χρησιμοποιεῖται συχνὰ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ
ἐπιδιώκουν τὴν ἕνωσι τῶν «Ἐκκλησιῶν», ἀλλὰ μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι τὶς
περισσότερες φορές, ἂν ὄχι πάντοτε, κακοποιεῖται καὶ διαστρεβλώνεται. Διότι ἐδῶ
ὁ Κύριος δὲν παρακαλεῖ γιὰ τὴν μελλοντικὴ ἑνότητα τῶν «Ἐκκλησιῶν», ἀλλὰ γιὰ τὴν
ἑνότητα «ἐν τῇ δόξῃ τοῦ Χριστοῦ», ποὺ δίδεται στοὺς ἁγίους καὶ εἶναι παροῦσα
πραγματικότητα μέσα στὴν Ἐκκλησία. Αὐτὴ τὴν βαθειὰ σημασία τοῦ αἰτήματος
τοῦ Μεγάλου Ἀρχιερέως Χριστοῦ θὰ προσπαθήσουμε νὰ δοῦμε στὰ ἀμέσως ἑπόμενα.
Ἑρμηνεία τοῦ «ἵνα ὦσιν ἓν»
Γιὰ νὰ μπορέση κανεὶς νὰ ἑρμηνεύση καλὰ τὸ χωρίο αὐτὸ
πρέπει νὰ τὸ δῆ μέσα στὰ πλαίσια ὁλόκληρης τῆς ἀρχιερατικῆς προσευχῆς, ποὺ
εὑρίσκεται στὸ δέκατο ἕβδομο (ιζ´) κεφάλαιο τοῦ κατὰ Ἰωάννην Εὐαγγελίου.
Παρατηρεῖ κανεὶς ὅτι ὅπου ὑπάρχει ἡ φράση «ἵνα ὦσιν ἓν» συνδέεται ἀμέσως
μὲ τὸ «καθὼς ἡμεῖς», μὲ τὸ «ἐν ἡμῖν», μὲ τὴν δόξα τοῦ Πατρός, τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ
Ἁγίου Πνεύματος. Ἡ σύνδεσι αὐτὴ μᾶς δίδει τὴν πραγματικὴ ἑρμηνεία τοῦ
χωρίου αὐτοῦ ποὺ μελετᾶμε.
Συγκεκριμένα. Ἡ ἑνότητα τῶν ἀνθρώπων εἶναι ἀληθινή, ὅταν συνδέεται μὲ τὸ «καθὼς ἡμεῖς», ὅταν δηλαδὴ εἶναι Τριαδική. Ὁ Χριστὸς τὸ εἶπε ξεκάθαρα: «ἵνα πάντες ἓν ὦσιν, καθὼς σὺ πάτερ, ἐν ἐμοὶ κἀγὼ ἐν σοί». Στὴν Ἁγία Τριάδα ὑπάρχει ἀλληλοπεριχώρηση τῶν ἀγαπωμένων Προσώπων. Ὁ Πατὴρ ζεῖ μέσα στὸν Υἱὸ καὶ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα. Ὁ Υἱὸς μέσα στὸν Πατέρα καὶ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα. Καὶ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα μέσα στὸν Πατέρα καὶ τὸν Υἱό. Ὑπάρχει στὴν Ἁγία Τριάδα ἑνότητα Προσώπων, ἀγάπη καὶ διαφύλαξι τῆς ἐλευθερίας κάθε Προσώπου.
Ἔτσι καὶ ἡ ἑνότητα μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων δὲν πρέπει νὰ εἶναι ἐξωτερική, μία σύνδεσι ἐξωτερικὴ τῶν σωμάτων, ἀλλὰ ἐσωτερική. Ἡ ὑπόστασι τοῦ ἑνὸς ἀπὸ ἀγάπη νὰ εἰσέρχεται στὴν ὑπόστασι τοῦ ἄλλου. Ἀκόμη ἡ ἑνότητα εἶναι ἀληθινή, ὅταν ὑπάρχει ἐν Χριστῷ. «Καὶ αὐτοὶ ἐν ἡμῖν ἓν ὦσιν», εἶπε ὁ Κύριος. Ἡ κοινωνία μὲ τὸν Ἅγιο Τριαδικὸ Θεὸ ἐξασφαλίζει τὴν γνησιότητα τῆς ἀνθρωπίνης ἑνότητος. Ἐπίσης ἡ γνήσια ἑνότητα ὑπάρχει μὲ τὴν θεωρία τοῦ Θεοῦ: «καὶ ἐγὼ τὴν δόξαν ἣν δέδωκάς μοι δέδωκα αὐτοῖς ἵνα ὦσιν ἓν… θέλω ὅπου εἰμι ἐγὼ κἀκεῖνοι ὦσι μετ’ ἐμοῦ, ἵνα θεωρῶσι τὴν δόξαν τὴν ἐμήν…».
Ὅλα αὐτὰ δείχνουν ὅτι ὅταν οἱ ἄνθρωποι βιώνουν τὴν δόξα τῆς Ἁγίας Τριάδος στὴν ἀνθρώπινη φύσι τοῦ Χριστοῦ, ὅταν εἶναι συνδεδεμένοι μὲ τὸν Χριστό, τότε εἶναι καὶ μεταξύ τους ἑνωμένοι.
Ἑπομένως στὴν Ἀρχιερατικὴ προσευχὴ δὲν γίνεται λόγος γιὰ μία ἐξωτερικὴ ἑνότητα, ποὺ εἶναι ἀποτέλεσμα ἐξωτερικῶν προσπαθειῶν καὶ γνωρισμάτων καὶ ποὺ εἶναι προσδοκία τοῦ μέλλοντος, ἀλλὰ γιὰ ἑνότητα στὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ποὺ δόθηκε τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς καὶ εἶναι παροῦσα πραγματικότης.
Συγκεκριμένα. Ἡ ἑνότητα τῶν ἀνθρώπων εἶναι ἀληθινή, ὅταν συνδέεται μὲ τὸ «καθὼς ἡμεῖς», ὅταν δηλαδὴ εἶναι Τριαδική. Ὁ Χριστὸς τὸ εἶπε ξεκάθαρα: «ἵνα πάντες ἓν ὦσιν, καθὼς σὺ πάτερ, ἐν ἐμοὶ κἀγὼ ἐν σοί». Στὴν Ἁγία Τριάδα ὑπάρχει ἀλληλοπεριχώρηση τῶν ἀγαπωμένων Προσώπων. Ὁ Πατὴρ ζεῖ μέσα στὸν Υἱὸ καὶ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα. Ὁ Υἱὸς μέσα στὸν Πατέρα καὶ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα. Καὶ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα μέσα στὸν Πατέρα καὶ τὸν Υἱό. Ὑπάρχει στὴν Ἁγία Τριάδα ἑνότητα Προσώπων, ἀγάπη καὶ διαφύλαξι τῆς ἐλευθερίας κάθε Προσώπου.
Ἔτσι καὶ ἡ ἑνότητα μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων δὲν πρέπει νὰ εἶναι ἐξωτερική, μία σύνδεσι ἐξωτερικὴ τῶν σωμάτων, ἀλλὰ ἐσωτερική. Ἡ ὑπόστασι τοῦ ἑνὸς ἀπὸ ἀγάπη νὰ εἰσέρχεται στὴν ὑπόστασι τοῦ ἄλλου. Ἀκόμη ἡ ἑνότητα εἶναι ἀληθινή, ὅταν ὑπάρχει ἐν Χριστῷ. «Καὶ αὐτοὶ ἐν ἡμῖν ἓν ὦσιν», εἶπε ὁ Κύριος. Ἡ κοινωνία μὲ τὸν Ἅγιο Τριαδικὸ Θεὸ ἐξασφαλίζει τὴν γνησιότητα τῆς ἀνθρωπίνης ἑνότητος. Ἐπίσης ἡ γνήσια ἑνότητα ὑπάρχει μὲ τὴν θεωρία τοῦ Θεοῦ: «καὶ ἐγὼ τὴν δόξαν ἣν δέδωκάς μοι δέδωκα αὐτοῖς ἵνα ὦσιν ἓν… θέλω ὅπου εἰμι ἐγὼ κἀκεῖνοι ὦσι μετ’ ἐμοῦ, ἵνα θεωρῶσι τὴν δόξαν τὴν ἐμήν…».
Ὅλα αὐτὰ δείχνουν ὅτι ὅταν οἱ ἄνθρωποι βιώνουν τὴν δόξα τῆς Ἁγίας Τριάδος στὴν ἀνθρώπινη φύσι τοῦ Χριστοῦ, ὅταν εἶναι συνδεδεμένοι μὲ τὸν Χριστό, τότε εἶναι καὶ μεταξύ τους ἑνωμένοι.
Ἑπομένως στὴν Ἀρχιερατικὴ προσευχὴ δὲν γίνεται λόγος γιὰ μία ἐξωτερικὴ ἑνότητα, ποὺ εἶναι ἀποτέλεσμα ἐξωτερικῶν προσπαθειῶν καὶ γνωρισμάτων καὶ ποὺ εἶναι προσδοκία τοῦ μέλλοντος, ἀλλὰ γιὰ ἑνότητα στὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ποὺ δόθηκε τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς καὶ εἶναι παροῦσα πραγματικότης.
Αὐτὴ τὴν
ἑνότητα βίωσαν οἱ ἅγιοι Πατέρες
Ὅλοι
οἱ ἅγιοι Πατέρες καὶ φυσικὰ καὶ οἱ Πατέρες τῆς Α´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ποὺ
ἑορτάζουμε σήμερα, ἀφοῦ καθαρίσθηκαν ἀπὸ τὶς φθοροποιὲς ἐνέργειες τῶν παθῶν,
ἀφοῦ ἀπέβαλαν μὲ τὴν Χάρι τοῦ Χριστοῦ τὴν σκότωση τοῦ νοῦ, ἔφθασαν στὴν θεωρία
τοῦ Θεοῦ. Φθάσαντες δὲ στὴν θεωρία τοῦ Θεοῦ ἑνώθηκαν καὶ μεταξύ τους. Ἡ
δόξα τῆς Ἁγίας Τριάδας τοὺς περιέλαμψε, τοὺς ἠλλοίωσε, τοὺς μεταμόρφωσε, ὅποτε
δὲν ἐνεργοῦσαν σὰν ἀτομικὲς ὑπάρξεις, ἀλλ’ ὡς ἐνεργήματα τοῦ Παναγίου
Πνεύματος.
Ἔτσι ὅλοι οἱ ἅγιοι Πατέρες ἔχουν κοινὴ διδασκαλία, ἀφοῦ μὲ τὴν Χάρι τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ ἀπέκτησαν κοινὴ ζωή. Εἶναι φορεῖς τῆς Παραδόσεως. Καὶ ξέρουμε καλὰ ὅτι ἡ Παράδοσι δὲν εἶναι μία «ἱστορικὴ γνῶσι» καὶ «ἱστορικὴ μνήμη», ἀλλὰ ἡ ἀδιάλειπτη ἐνέργεια τοῦ Παναγίου Πνεύματος στὴν Ἐκκλησία. Γι’ αὐτὸ οἱ ἅγιοι Πατέρες δὲν παρέλαβαν κάπως ἐξωτερικὰ καὶ διανοητικὰ τὴν διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας ἀπὸ τοὺς προγενεστέρους Πατέρας, οὔτε ἔμαθαν τὴν Ὀρθοδοξία ἀπὸ τὶς συγγραφὲς τῶν ἁγίων, ἀλλὰ ἔχουν ἐπικοινωνία μὲ τοὺς προηγουμένους αὐτῶν, ἐπειδὴ συμμετέχουν στὴν ἄκτιστη δόξα τῆς Ἁγίας Τριάδος στὴν ἀνθρώπινη φύσι τοῦ Χριστοῦ, ὅπως τονίσαμε.
Ἔτσι ὅλοι οἱ ἅγιοι Πατέρες ἔχουν κοινὴ διδασκαλία, ἀφοῦ μὲ τὴν Χάρι τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ ἀπέκτησαν κοινὴ ζωή. Εἶναι φορεῖς τῆς Παραδόσεως. Καὶ ξέρουμε καλὰ ὅτι ἡ Παράδοσι δὲν εἶναι μία «ἱστορικὴ γνῶσι» καὶ «ἱστορικὴ μνήμη», ἀλλὰ ἡ ἀδιάλειπτη ἐνέργεια τοῦ Παναγίου Πνεύματος στὴν Ἐκκλησία. Γι’ αὐτὸ οἱ ἅγιοι Πατέρες δὲν παρέλαβαν κάπως ἐξωτερικὰ καὶ διανοητικὰ τὴν διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας ἀπὸ τοὺς προγενεστέρους Πατέρας, οὔτε ἔμαθαν τὴν Ὀρθοδοξία ἀπὸ τὶς συγγραφὲς τῶν ἁγίων, ἀλλὰ ἔχουν ἐπικοινωνία μὲ τοὺς προηγουμένους αὐτῶν, ἐπειδὴ συμμετέχουν στὴν ἄκτιστη δόξα τῆς Ἁγίας Τριάδος στὴν ἀνθρώπινη φύσι τοῦ Χριστοῦ, ὅπως τονίσαμε.
Ἡ διδασκαλία
τους δὲν εἶναι φιλοσοφικὸς στοχασμός, ἀλλὰ ἀποκάλυψι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Αὐτὴ
εἶναι ἡ βασικὴ διαφορὰ μεταξὺ τῶν αἱρετικῶν καὶ τῶν ἁγίων Πατέρων. Οἱ πρῶτοι, ὡς
μὴ ἔχοντες θεωρία Θεοῦ, φιλοσοφοῦσαν, ἐνῶ οἱ δεύτεροι, ὡς ἔχοντες
θεωρία Θεοῦ, θεολογοῦσαν· μιλοῦσαν αὐθεντικά, ὡς φορεῖς τῆς
Παραδόσεως. Μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι ἡ ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας διατυπώνεται σὲ
κάθε χρονικὴ περίοδο ἀπὸ τοὺς ἁγίους, χωρὶς νὰ ἀλλοιώνεται καὶ χωρὶς νὰ
διαφοροποιεῖται ἀπὸ ὅλη τὴν διδασκαλία τῶν προηγουμένων Πατέρων.Ὅταν ἔχουμε
διαφοροποίησι, τότε ἔχουμε παρέκκλισι. Ἄρα αἵρεσι.
Ἕνωση τῶν «Ἐκκλησιῶν»
Τονίσαμε
προηγουμένως ὅτι τὸ αἴτημα αὐτὸ τοῦ Κυρίου χρησιμοποιεῖται συχνὰ ἀπὸ τοὺς
ἀνθρώπους ποὺ ἐπιδιώκουν τὴν ἕνωσι τῶν «Ἐκκλησιῶν». Κατ’ ἀρχὰς ὁ λόγος
γιὰ τὴν ἕνωσι τῶν «Ἐκκλησιῶν» εἶναι θεολογικὰ ἀδόκιμος, ἀφοῦ ἡ Ἐκκλησία, ὡς
Σῶμα Χριστοῦ, δὲν ἔχει ποτὲ σχισθῆ. Μόνον οἱ ἄνθρωποι ἔχουν ἀποσχισθῆ ἀπὸ τὴν
Ἐκκλησία, ποὺ εἶναι ἡ Ἀλήθεια. Γιὰ τὴν κίνησι ὅμως μὲ σκοπὸ τὴν ἕνωσι
τῶν «Ἐκκλησιῶν» αἰσθανόμαστε τὴν ἀνάγκη νὰ διατυπώσουμε δύο σημεῖα, ἐν σχέσει
μὲ τὴν πραγματικὴ σημασία τοῦ χωρίου ποὺ μελετᾶμε.
Τὸ πρῶτο σημεῖο εἶναι ὅτι δὲν πρέπει νὰ γίνεται λόγος γιὰ μία ἁπλῆ ἕνωσι τῶν «Ἐκκλησιῶν» σὰν νὰ πρόκειται γιὰ ἕνωσι μερικῶν συνεργαζομένων θρησκευτικῶν σωματείων, ἀλλὰ γιὰ ἑνότητα πίστεως, γιὰ ἑνότητα ἐν Χριστῷ. Ὅσοι μὲ τὴν ἄσκησι καὶ τὴν μετάνοια βιώνουν τὴν ἄκτιστη ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, ἑνώνονται καὶ μεταξύ τους. Στὸ σημεῖο αὐτὸ βρίσκεται καὶ ἡ δυσκολία. Διότι ξέρουμε καλὰ ὅτι οἱ Παπικοὶ ταυτίζουν τὴν ἄκτιστη ἐνέργεια μὲ τὴν οὐσία τοῦ Θεοῦ καὶ διδάσκουν ὅτι οἱ ἄνθρωποι μετέχουν τῶν κτιστῶν ἐνεργειῶν. Ἐνῶ διδασκαλία ὅλων τῶν Ὀρθοδόξων, ἀπὸ τὴν πείρα τους, εἶναι ὅτι μετέχουμε τῶν ἀκτίστων ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ.
Τὸ δεύτερο σημεῖο εἶναι ὅτι στὸν διάλογο γιὰ τὴν ἕνωσι πρέπει νὰ συμμετέχουν σύγχρονοι ἅγιοι Πατέρες, ποὺ θεωροῦν τὴν δόξα τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἔχουν προσωπικὲς ἐμπειρίες θεώσεως, ποὺ ἔχουν ἔτσι κοινωνία μὲ ὅλους τοὺς ἁγίους Πατέρας καὶ ἑπομένως ἐκφράζουν ἀλάνθαστα τὴν συνείδησι τῆς Ἐκκλησίας.
Αὐτὴν τὴν ἕνωσι καὶ αὐτὸν τὸν διάλογο ἡ Ὀρθοδοξία ὄχι μόνον δὲν μπορεῖ νὰ ἀρνηθῆ, ἀλλὰ τὴν ἔχει συνεχὲς αἴτημα προσευχῆς.
Τὸ πρῶτο σημεῖο εἶναι ὅτι δὲν πρέπει νὰ γίνεται λόγος γιὰ μία ἁπλῆ ἕνωσι τῶν «Ἐκκλησιῶν» σὰν νὰ πρόκειται γιὰ ἕνωσι μερικῶν συνεργαζομένων θρησκευτικῶν σωματείων, ἀλλὰ γιὰ ἑνότητα πίστεως, γιὰ ἑνότητα ἐν Χριστῷ. Ὅσοι μὲ τὴν ἄσκησι καὶ τὴν μετάνοια βιώνουν τὴν ἄκτιστη ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, ἑνώνονται καὶ μεταξύ τους. Στὸ σημεῖο αὐτὸ βρίσκεται καὶ ἡ δυσκολία. Διότι ξέρουμε καλὰ ὅτι οἱ Παπικοὶ ταυτίζουν τὴν ἄκτιστη ἐνέργεια μὲ τὴν οὐσία τοῦ Θεοῦ καὶ διδάσκουν ὅτι οἱ ἄνθρωποι μετέχουν τῶν κτιστῶν ἐνεργειῶν. Ἐνῶ διδασκαλία ὅλων τῶν Ὀρθοδόξων, ἀπὸ τὴν πείρα τους, εἶναι ὅτι μετέχουμε τῶν ἀκτίστων ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ.
Τὸ δεύτερο σημεῖο εἶναι ὅτι στὸν διάλογο γιὰ τὴν ἕνωσι πρέπει νὰ συμμετέχουν σύγχρονοι ἅγιοι Πατέρες, ποὺ θεωροῦν τὴν δόξα τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἔχουν προσωπικὲς ἐμπειρίες θεώσεως, ποὺ ἔχουν ἔτσι κοινωνία μὲ ὅλους τοὺς ἁγίους Πατέρας καὶ ἑπομένως ἐκφράζουν ἀλάνθαστα τὴν συνείδησι τῆς Ἐκκλησίας.
Αὐτὴν τὴν ἕνωσι καὶ αὐτὸν τὸν διάλογο ἡ Ὀρθοδοξία ὄχι μόνον δὲν μπορεῖ νὰ ἀρνηθῆ, ἀλλὰ τὴν ἔχει συνεχὲς αἴτημα προσευχῆς.