᾽Απ’ ἔξω μαυροφόρ’ ἀπελπισιά, πικρῆς σκλαβιᾶς χειροπιαστό σκοτάδι
καί μὲσα στή θολόχτιστη ἐκκλησιὰ (στήν ἐκκλησιά, ποὺ παίρνει κάθε βράδυ
τήν ὄψη τοῦ σχολειοῦ)
τὸ φοβισμένο φῶς τοῦ καντηλιοῦ τρεμάμενο τά ὄνειρα τα ἀναδεύει
καί γύρω τὰ σκλαβόπουλα μαζεύει.
᾽Εκεῖ καταδιωγμένη κατοικεῖ τοῦ σκλάβου ἡ ἁλυσόδετη πατρίδα·
βραχνὰ ὁ παπὰς ὁ δάσκαλος ἐκεῖ θεριεύει τὴν ἀποσταμένη έλπίδα
μὲ λόγια μαγικά˙
ἐκεῖ ἡ ψυχὴ πικρότερο ἀγρικᾶ τὸν πόνο τῆς σκλαβιᾶς, της, ἐκεῖ βλέπει
τί ἔχασε, τί ἔχει, τί της πρέπει.
Κι ἀπ’ τήν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ ψηλά, ποὺ ἐβούβανε τὰ στὸματα τῶν πλάνων
καὶ ρίχνει καὶ συντρίβει καί κυλᾶ στὴν ἄβυσσο τοὺς θρόνους τῶν τυράννων
κι ἀπὸ τή σιγαλιά,
πού δένει στό λαιμὸ πνιγμοῦ θηλειὰ κι ἀπ’ τῶν προγόνων τ’ ἄφθαρτα βιβλία,
πού δείχνουν τα πανάρχαια μεγαλεῖα.
῞Ενας ψαλμός ἀκούγεται βαθὺς σὲ μελωδίες ἑνὸς κόσμου ἄλλου
κι ἀνατριχιάζει ἀκούοντας καθείς προφητικὰ τά λόγια τοῦ δασκάλου
μὲ μιά φωνή βαριά:
«Μὴ σκιάζεστε στὰ σκότη. ῾Η λευτεριά, σὰ τῆς αὐγῆς τὸ φεγγοβόλο ἀστέρι,
τῆς νύχτας τό ξημέρωμα θά φέρη».
Ἰωάννης Πολέμης