Τα μετά την «Σύνοδο» της Κρήτης επίσημα αγιορειτικά κείμενα.
Ένας σύντομος συμπληρωματικός σχολιασμός.
Εν Πειραιεί τη 12η Αυγούστου 2017.
Β΄
«Μήνυμα του Αγίου Όρους περί της Αγίας και Μεγάλης εν Κρήτη Συνόδου»
Μετά τον σχολιασμό της «Εισηγήσεως της Ιεροκοινοτικής Επιτροπής επί των τελικών Κειμένων της εν Κρήτη Αγίας και Μεγάλης Συνόδου», στο πρώτο μέρος της παρούσης μελέτης μας, προχωρούμε στο δεύτερο, στο οποίο θα προσπαθήσουμε να σχολιάσουμε με την Χάρη του Θεού, το «Μήνυμα του Αγίου Όρους περί της Αγίας και Μεγάλης εν Κρήτη Συνόδου» το από 17ης / 30ης Ιουνίου 2017. Το κείμενο αυτό συντάχθηκε, (όπως εκ των υστέρων εξακριβώθηκε από το γράφοντα από έγκυρη πηγή), από τον Προηγούμενο της Ι. Μ. Ιβήρων αρχιμ. Βασίλειο (Γοντικάκη), «κατά παραγγελίαν» της Ιεράς Κοινότητος. Εισήχθη προς μελέτη και έγκριση στην Έκτακτη Διπλή Ιερά Σύναξη της 17ης / 30ης Ιουνίου 2017. Οι περισσότερες Ιερές Μονές το ψήφησαν, ενώ πέντε μόνο, οι Ιερές Μονές Ξηροποτάμου, Γρηγορίου, Καρακάλου, Φιλοθέου και Κωνσταμονίτου, το απέρριψαν. Έτσι το «Μήνυμα» δημοσιεύθηκε ως επίσημο πλέον κείμενο του Αγίου Όρους με τον παρά πάνω τίτλο, το οποίο σε σύγκριση με το προηγούμενο που σχολιάσαμε, (την Εισήγηση της Ιεροκοινοτικής Επιτροπής), έχει πολύ μεγαλύτερη επισημότητα και βαρύτητα. Αποτελεί τρόπον τινά την τελευταία λέξη του Αγίου Όρους γύρω από την Σ.τ.Κ., (τουλάχιστον μέχρι στιγμής).
Το «Μήνυμα» απευθύνεται προς τον πιστό λαό του Θεού, «εξ’ αισθήµατος ευθύνης και σεβασµού προς την Αγίαν ηµών Εκκλησίαν και το πλήρωµα Αυτής». Ο συντάκτης αισθάνεται την ανάγκη να μνημονεύσει στην εισαγωγή τα δύο προηγούμενα επίσημα αγιορειτικά κείμενα, για τα οποία έγινε λόγος στο πρώτο μέρος της μελέτης μας, δηλαδή την Ιεροκοινοτική επιστολή προς τον Οικουμενικό Πατριάρχη κ. Βαρθολομαίο, (12/25 Μαΐου 2016), και την Εισήγηση της Ιεροκοινοτικής Επιτροπής, (13/26 Νοεμβρίου 2016). Με την μνημόνευση αυτή το Μήνυμα εμφανίζεται ως συνέχεια «των ήδη γνωστοποιηθέντων κατά το τελευταίον διάστηµα επισήµων κειµένων του Αγίου Όρους, τόσον των θέσεων αυτού προ της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου, όσον και της αποτιµήσεως των τελικών κειµένων της Συνόδου». Ωστόσο όμως, όπως θα φανεί στη συνέχεια, το κείμενο αυτό σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να αποτελέσει οργανική συνέχεια των δύο προηγουμένων αγιορειτικών κειμένων. Εάν το Μήνυμα αποτελούσε όντως οργανική συνέχεια, θα έπρεπε ο συντάκτης να παραθέσει, αν μη τι άλλο, τουλάχιστον τα πορίσματα και τις διαπιστώσεις της Εισηγήσεως της Ιεροκοινοτικής Επιτροπής. Πουθενά όμως στο Μήνυμα δεν γίνεται η παραμικρή αναφορά, ο παραμικρός υπαινιγμός στις διαπιστώσεις της Εισηγήσεως. Εδώ έχουμε να κάνουμε με ένα κείμενο, το οποίο σε έναν απλό αναγνώστη που δεν έχει θεολογικές γνώσεις, εμφανίζεται ξεκάρφωτο και άσχετο με τα προηγούμενα επίσημα αγιορειτικά κείμενα. Με ένα κείμενο, που δεν ανταποκρίνεται στις προσδοκίες του, να πληροφορηθεί υπεύθυνα και ξεκάθαρα, ποιά είναι η φωνή του αγίου Όρους γύρω από την Σ.τ.Κ.. Να μάθει, ποια απάντηση έχει να δώσει το άγιον Όρος πάνω σε ορισμένα πολύ απλά και καυτά ερωτήματα: Τελικά τι ήταν η Σ.τ.Κ.; Ήταν μια αληθινή Ορθόδοξη Σύνοδος, ή μια ψευδοσύνοδος; Η «Σύνοδος» αυτή έλαβε Ορθόδοξες αποφάσεις; Μπορούμε να πούμε ότι η Σ.τ.Κ. αποτελεί οργανική συνέχεια των προγενεστέρων Οικουμενικών Συνόδων; Μπορούμε να πούμε ότι οι συνοδικοί αρχιερείς εδογμάτισαν ορθοδόξως και οι αποφάσεις των είναι καρπός θείου φωτισμού και εμπνεύσεως του αγίου Πνεύματος; Σε τελική ανάλυση εδώ έχουμε να κάνουμε με ένα κείμενο, το οποίο κινείται σε μια εντελώς άλλη ατμόσφαιρα, την ατμόσφαιρα της αναστάσεως, στην οποία συρράπτονται στοιχεία Εκκλησιολογίας, Σωτηριολογίας, Χριστολογίας και Εσχατολογίας. Ο συντάκτης με πολλή τέχνη και διπλωματικό τρόπο αποφεύγει να απαντήσει στα παρά πάνω απλά και καυτά ερωτήματα, ακριβώς γιατί, αν απαντήσει, είτε θα εξοργίσει το Φανάρι, είτε θα έρθει σε κραυγαλέα αντίθεση με πλήθος μελετών και δημοσιεύσεων, που αποδεικνύουν τετραγωνικά, ότι η Σ.τ.Κ. δεν ήταν αληθινή ορθόδοξη Σύνοδος, οπότε θα εξοργίσει τον πιστό λαό του Θεού.
Μετά την εισαγωγή, στη δεύτερη παράγραφο, ο συντάκτης εκδηλώνει, τι είναι εκείνο που κατά βάθος τον απασχολεί, και πού στοχεύει το Μήνυμα: Ο στόχος είναι να κατασταλούν οι ταραχές και οι αντιδράσεις έσωθεν και έξωθεν του αγίου Όρους και όχι να σχολιασθούν οι αποφάσεις της Σ.τ.Κ.. Γράφουν οι Αγιορείτες: «Διαρκώς παρατηρείται μια υποβόσκουσα ταραχή προκαλουμένη από αντιδράσεις κατά αποφάσεων της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου, (Κρήτη, 2016). Προτείνονται αποτειχίσεις και διακοπαί του μνημοσύνου των οικείων επισκόπων. Επειδή είμεθα αποδέκται αυτών των ανησυχιών, και ευρισκόμενοι εντός της Εκκλησίας, απευθύνομεν προς όλους τον χαιρετισμόν του Αναστάντος Χριστού: Ειρήνη υμίν. Δεν υπάρχει λόγος ταραχής, εφ’ όσον ευρίσκεται μεθ’ ημών ο Αναστάς Κύριος». Κατά τον συντάκτη διαπιστώνονται μεν ταραχές και αντιδράσεις, ακόμη και αποτειχίσεις και διακοπαί μνημοσύνων, αλλά αυτές δεν δικαιολογούνται, διότι βρισκόμαστε μέσα στην Εκκλησία και έχουμε μαζί μας τον Αναστάντα Κύριο. Το ότι δεν δικαιολογούνται οι αποτειχίσεις, αυτό το επεσήμανε ήδη η Ιεροκοινοτική Επιτροπή στην Εισήγησή της, όπως είδαμε στο Α΄ μέρος της μελέτης μας. Με πολύ έντεχνο τρόπο αποφεύγει ο συντάκτης να αναφερθεί στην αιτία των αντιδράσεων και των αποτειχίσεων. Ξέρει πολύ καλά ότι η αιτία είναι οι κακόδοξες αποφάσεις της Σ.τ.Κ., αλλά με αυτές δεν θέλει επ’ ουδενί λόγω να καταπιαστεί. Τις αποφεύγει, όπως ο διάβολος το λιβάνι. Γι’ αυτό και καταφεύγει στον αναστάντα Κύριο, ο Οποίος καλείται να τον βγάλει από το αδιέξοδο. Δεν γνωρίζουν άραγε οι αγιορείτες Πατέρες, που υιοθέτησαν αυτό το κείμενο, ότι τότε μόνον «ευρισκόμεθα εντός της Εκκλησίας» και ο αναστάς Κύριος βρίσκεται όντως μαζί μας, όταν εμείς κρατούμε την αλήθεια της πίστεως ανόθευτη και απαραχάρακτη, σύμφωνα με την διακήρυξή Του ότι «εγώ ειμί η οδός και η αλήθεια και η ζωή»; (Ιω.14,6). Δεν διάβασαν ποτέ τον λόγο του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά του αγιορείτου, ότι «Οἱ τῆς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας, τῆς ἀληθείας εἰσί καί οἱ μή τῆς ἀληθείας ὄντες οὐδέ τῆς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας εἰσί»;[1] Αυτοί που ανήκουν στην Εκκλησία του Χριστού, είναι της αληθείας και αυτοί που δεν ανήκουν στην αλήθεια, δεν είναι ούτε της Εκκλησίας. Δεν γνωρίζουν ότι σε καμιά περίπτωση δεν βρίσκεται ο αναστάς Κύριος, εκεί όπου υπάρχει η αίρεση, εκεί όπου συγκροτούνται ψευδοσύνοδοι, εκεί όπου υπογράφονται κακόδοξες αποφάσεις, εκεί όπου υπάρχει συμπόρευση με την αίρεση, ή ένοχη σιωπή απέναντι στην αίρεση; Σχετικά με την ένοχη αυτή σιωπή, ομιλώντας ο αποστόλος Παύλος προς τους πρεσβυτέρους της Εκκλησίας της Εφέσου, γράφει: «καθαρὸς ἐγὼ ἀπὸ τοῦ αἵματος πάντων· οὐ γὰρ ὑπεστειλάμην τοῦ μὴ ἀναγγεῖλαι ὑμῖν πᾶσαν τὴν βουλὴν τοῦ Θεοῦ», (Πραξ.20, 26-27). Ο δε μέγας Βασίλειος, σχολιάζοντας τον παρά πάνω λόγο του αποστόλου, γράφει: «Ο δε σιωπήσας μόνον, ένοχος του αίματος των αμαρτανόντων ευρίσκεται».[2]
Κατά τον συντάκτη «δεν υπάρχει λόγος ταραχής», όλα πηγαίνουν καλά, όχι μόνο διότι έχουμε μαζί μας τον Αναστάντα Κύριο, αλλά και για έναν ακόμη λόγο, τον οποίο επεσήμανε στην Εισήγησή της η Ιεροκοινοτική Επιτροπή. Για τον λόγο ότι αφ’ ενός μεν η Σ.τ.Κ. ήταν μεν Ορθόδοξη, αλλά με μερικά λαθάκια, ατέλειες και αμφισημίες, που πρέπει να διορθωθούν και αφ’ ετέρου διότι δεν υπογράφθηκε «ενωτικός όρος». Περί αυτών όμως έχει ήδη γίνει σχολιασμός στο Α΄ μέρος της μελέτης μας.
Παρά κάτω γράφουν: «Η Σύνοδος έγινε µετά από πολυχρόνιον προετοιµασίαν. Προ της Συνόδου τα προετοιµασθέντα κείµενα εκοινοποιήθησαν προς γνώσιν των πιστών και µέ την δυνατότητα εκφράσεως κάποιας γνώµης. Το Άγιον Όρος επί σειράν ετών µετά σαφηνείας διετύπωσε τας απόψεις του δια τους γινοµένους διαλόγους µετά των ετεροδόξων Χριστιανών. Κατά τας εργασίας της Συνόδου οι αρχιερείς εξέφρασαν τας προσωπικάς των απόψεις. Κάποιοι εξ αυτών διετύπωσαν τας αντιρρήσεις των µέ σεµνόν τρόπον, χωρίς να διακόπτουν τας σχέσεις των µέ την Εκκλησίαν. Όλα είναι καταγεγραµµένα». Το ότι προηγήθηκε «πολυχρόνιος προετοιµασία», η ότι τα «κείµενα εκοινοποιήθησαν προς γνώσιν των πιστών», αυτά όλα είναι γνωστά. Δεν είναι εδώ το πρόβλημα. Το πρόβλημα βρίσκεται αλλού, στον τρόπο με τον οποίο συγκροτήθηκε η Σ.τ.Κ. και στις αποφάσεις που έλαβε. Είναι γνωστό επίσης ότι «το Άγιον Όρος επί σειράν ετών µετά σαφηνείας διετύπωσε τας απόψεις του δια τους γινοµένους διαλόγους µετά των ετεροδόξων Χριστιανών». Το ερώτημα είναι: Έγιναν δεκτές οι απόψεις αυτές του αγίου Όρους σχετικά με τους Διαλόγους; Ασφαλώς όχι. Γιατί λοιπόν οι αγιορείτες Πατέρες δεν διακηρύσσουν με θάρρος και παρρησία στο λαό, ότι οι κατά πάντα ορθόδοξες προτάσεις τους σχετικά με τους Διαλόγους δεν έγιναν δεκτές από την Σ.τ.Κ.;
Κάνουν επίσης λόγο για την δυνατότητα που δόθηκε στους πιστούς να εκφράσουν τη γνώμη τους προ της Σ.τ.Κ. Ο λαός, ο κλήρος και ένα μεγάλο μέρος του μοναχικού κόσμου πράγματι εξέφρασε τις απόψεις του, και μάλιστα με επίσημο και πανηγυρικό τρόπο, στην πολύ σημαντική Ημερίδα, πανορθοδόξου εμβελείας, που διοργάνωσαν οι Ιερές Μητροπόλεις Γλυφάδας, Γόρτυνος και Μεγαλοπόλεως, Κυθήρων και Πειραιώς, καθώς και η «Σύναξις Κληρικών και Μοναχών», στις 23 Μαρτίου 2016, στο Στάδιο Ειρήνης και Φιλίας Πειραιώς. Τι από όσα ελέχθησαν στην Ημερίδα έλαβε υπ’ όψη της η Σ.τ.Κ.; Τίποτε απολύτως.
Αναφέρουν επίσης ότι «Κατά τας εργασίας της Συνόδου οι αρχιερείς εξέφρασαν τας προσωπικάς των απόψεις. Κάποιοι εξ αυτών διετύπωσαν τας αντιρρήσεις των µέ σεµνόν τρόπον, χωρίς να διακόπτουν τας σχέσεις των µέ την Εκκλησίαν». Γιατί όμως αποσιωπουν το τι ελέχθησαν και διεπράχθησαν στο παρασκήνιο της Σ.τ.Κ.; Ποιες αφόρητες πιέσεις ασκήθηκαν σε όσους διαφώνησαν με τις αποφάσεις της, για τις οποίες μας πληροφορεί ο Μητροπολίτης Ναυπάκτου κ. Ιερόθεος, αυτόπτης μάρτυς των διαδραματισθέντων στη Σ.τ.Κ.; Γιατί αποσιωπούν, ποιες παράνομες μεθοδεύσεις επιχειρήθηκαν, που θυμίζουν τις μεθοδεύσεις της ψευδοσυνόδου Φεράρας-Φλωρεντίας; Δεν γνωρίζουν άραγε οι αγιορείτες Πατέρες, ότι κατά την διεξαγωγή των εργασιών της «Συνόδου» σημειώθηκαν κατά παράβαση του Κανονισμού λειτουργίας της αντικανονικές ενέργειες και πράξεις; Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι από την εικοσιπενταμελή αντιπροσωπεία της Εκκλησίας της Σερβίας οι δεκαεπτά αρνήθηκαν να υπογράψουν το πιο προβληματικό κείμενο «Σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τον λοιπόν χριστιανικόν κόσμον». Επειδή όμως το εψήφισε ο προκαθήμενος, θεωρήθηκε ψηφισμένο από όλους, μολονότι η πλειοψηφία το απέρριψε. Επίσης στην Εκκλησία της Κύπρου τέσσαρες επίσκοποι δεν υπέγραψαν το ίδιο κείμενο. Και για να μη φαίνεται το κενό στον χώρο των υπογραφών, ο αρχιεπίσκοπος Κύπρου, χωρίς εξουσιοδότηση, τους υποκατέστησε και υπέγραψε «αντ᾽ αυτών».
Επίσης τι έχουν να μας πουν για τον τρόπο συγκροτήσεως και λειτουργίας της εν λόγω «Συνόδου»; Ήταν σύμφωνος, ή ξένος προς την Συνοδική και Κανονική μας Παράδοση; Όπως αποδείχθηκε στην παρά πάνω μνημονευθείσα Ημερίδα, από την μελέτη του Κανονισμού Οργανώσεως και Λειτουργίας, που υπογράφηκε κατά την Σύναξη των Προκαθημένων τον Ιανουάριο του 2016, προκύπτει ότι ο τρόπος συγκροτήσεως και λειτουργίας της Σ.τ.Κ. ήταν ξένος προς την Συνοδική και Κανονική μας Παράδοση, επειδή:
α) Από το σύνολο των επισκόπων της Οικουμενικής Ορθοδοξίας απουσίαζαν οι περισσότεροι, αφού κατά μοναδική πρωτοτυπία στην εκκλησιαστική ιστορία και προφανή αντικανονικότητα έγινε επιλογή, μικρού ποσοστού επισκόπων με περιφρόνηση όμως της ισότητος όλων των ιεραρχών και
β) Δεν διαφυλάχθηκε η ενότης και η ισότης ούτε και αυτών των επισκόπων που έλαβαν μέρος στην Σ.τ.Κ., αφού τους αφαιρέθηκε η δυνατότης να ψηφίζουν. Έπαυσε για πρώτη φορά στην συνοδική ιστορία και στην Κανονική μας Παράδοση να ισχύει η ισότιμη και ισόκυρη συμμετοχή όλων των επισκόπων. Υιοθετήθηκε το σχήμα μία ψήφος-μια Εκκλησία.
Πέραν αυτών η Σ.τ.Κ. συγκλήθηκε κατά παράβαση και αυτού του ιδίου του ως άνω μνημονευθέντος «Κανονισμού». Ο εν λόγω «Κανονισμός» μεταξύ άλλων προέβλεπε, ότι η Σύνοδος: «συγκαλείται υπό της Α. Θ. Παναγιότητος του Οικουμενικού Πατριάρχου, συμφρονούντων και των Μακαριωτάτων Προκαθημένων πασών των υπό πάντων ανεγνωρισμένων κατά τόπους Αυτοκεφάλων Ορθοδόξων Εκκλησιών» (αρθ.1). Ωστόσο τέσσαρες Αυτοκέφαλες Εκκλησίες, δεν συμμετείχαν, διότι ζήτησαν την αναβολή της Σ.τ.Κ. με σκοπό την εκ νέου μελέτη των προσυνοδικών κειμένων. Επομένως δεν πληρούται ο όρος του άρθρου 1 του Κανονισμού.
Επί πλέον αποσιωπούν οι αγιορείτες Πατέρες το γεγονός ότι η Σ.τ.Κ. δεν αποτελεί συνέχεια των αγίων εννέα Οικουμενικών Συνόδων της Εκκλησίας, όχι μόνον εξ’ αιτίας της μη συμμετοχής όλων των επισκόπων και του καινοφανούς τρόπου της λήψεως των αποφάσεων, αλλά και διότι:
α) Καμία αίρεση δεν επεσήμανε, ούτε κατεδίκασε, (η λέξη αίρεση είναι άγνωστη στα κείμενά της), αντίθετα μάλιστα κατοχύρωσε και νομιμοποίησε συνοδικά την παναίρεση του Οικουμενισμού.
β) Ναι μεν αναγνώρισε τις επί μεγάλου Φωτίου (789) και επί αγίου Γρηγορίου του Παλαμά (1341-1351) Συνόδους, ως καθολικού κύρους Συνόδους, ωστόσο όμως παρέλειψε να ανανεώσει την επικύρωση των δογματικών αποφάσεων των επτά πρώτων Οικουμενικών Συνόδων, όπως αυτό πάντοτε γινόταν στην ιστορία των Οικουμενικών Συνόδων. Αν μελετήσουμε τα πρακτικά των επτά Οικουμενικών Συνόδων, θα δούμε ότι κάθε επόμενη Οικουμενική Σύνοδος επεκύρωνε όλες τις δογματικές αποφάσεις όλων των προηγουμένων, ώστε να φαίνεται ότι είναι συνέχεια αυτών και όλες μαζί να αποτελούν η μια συνέχεια της άλλης, όπως οι κρίκοι μια αλυσίδας.
γ) Όλες οι Οικουμενικές Σύνοδοι διακηρύσσουν ότι ακολουθούν το σταθερό ορθόδοξο αξίωμα «επόμενοι τοις Αγίοις Πατράσι», ότι δεν καινοτομούν, δεν προσθέτουν, ούτε αφαιρούν κάτι από όσα καθόρισαν οι προηγούμενοι Άγιοι Πατέρες. Η Σ.τ.Κ. τα άλλαξε όλα στον τρόπο συγκλήσεως και λειτουργίας της. Διέσπασε την ενότητά της με τις προηγούμενες Συνόδους. Είναι ολοφάνερα άλλου είδους σύνοδος, «διαφορετικό είδος συνόδου», όπως με ειλικρίνεια και καύχηση παραδέχθηκε μέσα στην «Σύνοδο» ο αρχιεπίσκοπος Αλβανίας κ. Αναστάσιος.
δ) Κατεπάτησε και ακύρωσε στην πράξη θεοπνεύστους Ιερούς Κανόνες διαχρονικού κύρους, όπως αυτούς που απαγορεύουν τις συμπροσευχές και τους μεικτούς γάμους και τον 37ο των αγίων Αποστόλων, που έχει οικουμενική επικύρωση από τον Α΄ της Ζ΄ Οικουμενικής και τον Β΄ της ΣΤ΄.
ε) Προσκάλεσε εκπροσώπους των αιρετικών κοινοτήτων των Παπικών, Προτεσταντών, και Μονοφυσιτών ως τιμώμενα πρόσωπα, κάτι που είναι μια πρωτοφανής καινοτομία, ξένη προς την Συνοδική μας Παράδοση. Ποτέ στην ιστορία των Οικουμενικών και Τοπικών Συνόδων δεν υπήρξε το φαινόμενο να προσκαλούνται αιρετικοί ως τιμώμενα πρόσωπα, αλλά πάντοτε ως υπόδικοι και ως απολογούμενοι, ως ένοχοι αιρετικών διδασκαλιών.
Αποσιωπούν επίσης οι αγιορείτες πατέρες το γεγονός ότι η «Σύνοδος» αυτή ενώ υποτίθεται ότι συγκροτήθηκε για να διατρανώσει την ενότητα της Εκκλησίας, τελικά έφερε το αντίθετο αποτέλεσμα. Προκάλεσε διαιρέσεις και σχίσματα στο σώμα της. Δίχασε τον Ορθόδοξο κόσμο με τα αντορθόδοξα δόγματα, τα οποία εθέσπισε και συνοδικώς επεκύρωσε. Δίχασε τις Ορθόδοξες Εκκλησίες σε εκείνες που την αποδέχονται και σε εκείνες που την απορρίπτουν. Δίχασε τους ιεράρχες των δέκα εκκλησιών, που συμμετείχαν στη «Σύνοδο», σε εκείνους που την αποδέχονται και σε εκείνους που την απορρίπτουν. Δίχασε το Άγιον Όρος και πολλά Μοναστήρια από την Ελλάδα και άλλες Ορθόδοξες χώρες. Δίχασε τέλος τον πιστό λαό του Θεού.
Παρά κάτω γράφουν: «Η Εκκλησία πάντοτε παραµένει "στύλος και εδραίωµα της αληθείας". Η Εκκλησία κατά τον Άγιον Ιωάννην τον Χρυσόστοµον "χειµάζεται, αλλ οὐ καταποντίζεται· κλυδωνίζεται, αλλ οὐ γίνεται υποβρύχιος· δέχεται βέλη, αλλ' ου δέχεται τραύµατα"· είναι ο ίδιος ο Θεάνθρωπος. Όλοι οι Άγιοι ζώντες εν Χριστώ µάς παραπέµπουν εις την Εκκλησίαν και µάς αναπαύουν. Το Πνεύµα το Άγιον όλον συγκροτεί τον θεσµόν της Εκκλησίας. Αυτό τα ασθενή θεραπεύει και τα ελλείποντα αναπληροί. Παραµένοντες εις την Εκκλησίαν και αισθανόµενοι ελλιπείς και ασθενείς δεχόµεθα την θεραπείαν και την υγείαν». Όλα τα παρά πάνω πολύ καλά και πολύ σωστά. Το ερώτημα όμως είναι: Που οφείλεται στην παρούσα χρονική συγκυρία ο «κλυδωνισμός» της Εκκλησίας, οι διασπάσεις, οι αποτειχίσεις, όλη αυτή η κρίση στην ενότητα της Εκκλησίας; Από που προέρχονται τώρα τα «βέλη», που δέχεται η Εκκλησία; Από που αλλού παρά από τη Σ.τ.Κ.; Και στο σημείο αυτό οι αγιορείτες Πατέρες δεν τολμούν να μπουν στην ουσία του προβλήματος.
Αναφέρουν ότι «όλοι οι Άγιοι ζώντες εν Χριστώ µάς παραπέµπουν εις την Εκκλησίαν και µάς αναπαύουν». Οι άγιοι όντως «µάς παραπέµπουν εις την Εκκλησίαν». Μας παραπέμπουν όμως και στους αγώνες των τους αντιαιρετικούς, στους οποίους δεν φαίνονται πρόθυμοι να μας παραπέμψουν οι αγιορείτες Πατέρες, διότι οι αγώνες των είναι γι’ αυτούς ένας έλεγχος δρυμύτατος. Οι άγιοι, επειδή ακριβώς εγνώριζαν ότι η Εκκλησία είναι «στύλος και εδραίωµα της αληθείας», μεγάλους αγώνες έκαναν και σε πολλές θυσίες υποβλήθηκαν, για να διαφυλάξουν την αλήθεια της πίστεως από τις πλάνες των αιρέσεων. Οι σημερινοί αγιορείτες Καθηγούμενοι σε πόσες θυσίες υποβλήθηκαν, πόσες καθαιρέσεις και πόσους διωγμούς υπέμειναν, για να διαφυλάξουν την αλήθεια της πίστεως από την παναίρεση του Οικουμενισμού; Για να καταγγείλουν τις κακόδοξες αποφάσεις της Σ.τ.Κ.;
Παρά κάτω γράφουν: «Το Πνεύµα το Άγιον όλον συγκροτεί τον θεσµόν της Εκκλησίας. Αυτό τα ασθενή θεραπεύει και τα ελλείποντα αναπληροί. Παραµένοντες εις την Εκκλησίαν και αισθανόµενοι ελλιπείς και ασθενείς δεχόµεθα την θεραπείαν και την υγείαν. Εάν ως άνθρωποι παρεκκλίνωµεν, η χάρις του Πνεύµατος µάς επαναφέρει εις τον ορθόν δρόµον. Δι αὐτὸ κάθε φόβος είναι περιττός, ως φανέρωσις ολιγοπιστίας, εφ' όσον ευρισκώµεθα εντός της Εκκλησίας του Χριστού». Στη παράγραφο αυτή γίνεται λόγος για «ασθενή», για «ελλείποντα» και για «παρεκκλίσεις από τον ορθόν δρόμον». Εδώ ο συντάκτης αναφέρεται με πολύ συγκεκαλυμμένο τρόπο, στις κακόδοξες δογματικές αποφάσεις της Σ.τ.Κ., τις οποίες ήδη η Ιεροκοινοτική Επιτροπή στην Εισήγησή της χαρακτήρησε ως «ασάφειες», «αμφισημίες», «ατέλειες» και «ελλείψεις», ενώ εδώ ο συντάκτης τις χαρακτηρίζει ως «ασθενή», «ελλείποντα» και «παρεκκλίσεις από τον ορθόν δρόμον». Οι αγιορείτες πιστεύουν ότι όλα τα «ασθενή» και τα «ελλείποντα» θα θεραπευθούν μέσα στην Εκκλησία, ενώ οι «παρεκκλίσεις» θα βρουν το σωστό δρόμο τους με την Χάρη του αγίου Πνεύματος. Μ’ άλλα λόγια πιστεύουν ότι οι δογματικές πλάνες της Σ.τ.Κ. θα θεραπευτούν από μόνες τους, ως δια μαγείας, με την Χάρη του αγίου Πνεύματος, χωρίς αντιαιρετικούς αγώνες, χωρίς κόπους και θυσίες. Ωστόσο η Εκκλησιαστική Ιστορία μας διδάσκει, ότι καμία αίρεση δεν κατανικήθηκε ως δια μαγείας, ή μόνον με την Χάρη του αγίου Πνεύματος, χωρίς την συνέργεια του ανθρωπίνου παράγοντος, χωρίς αγώνες και θυσίες.
Παρά κάτω γράφουν: «Άλλωστε και οι τέσσαρες Πατριάρχαι της Ανατολής δια της ιστορικής των εγκυκλίου (1848) µάς καθησυχάζουν οµολογούντες ότι "παρ' υµίν ούτε Πατριάρχαι, ούτε Σύνοδοι εδυνήθησαν ποτέ εισαγαγείν νέα, διότι ο υπερασπιστής της θρησκείας εστίν αυτό το σώµα της Εκκλησίας, ήτοι αυτός ο λαός, όστις εθέλει το θρήσκευµα αυτού αιωνίως αµετάβλητον και οµοειδές τω των Πατέρων αυτού"… Έχοµεν εµπιστοσύνην εις την αγάπην του Χριστού, όχι εις ατοµικάς και εώλους δοξασίας, αι οποίαι οδηγούν εκτός Εκκλησίας και δηµιουργούν τας κολάσεις των αιρέσεων». Οι τέσσαρες Πατριάρχαι της Ανατολής όχι μόνον δεν «μας καθησυχάζουν», αλλά αντίθετα μάλιστα, μας διεγείρουν σε επαγρύπνηση και αγωνιστικότητα. Διότι υπομιμνήσκουν στο Σώμα της Εκκλησίας, στον πιστό λαό του Θεού, το χρέος του να αγωνιστεί για να διαφυλάξει ως κόρην οφθαλμού την πίστη, ακέραιη και απαραχάρακτη από κάθε αίρεση. Η Εγκύκλιος αυτή έχει μια ιδιαίτερη επικαιρότητα σήμερα, που η πλάνη έλαβε συνοδική κατοχύρωση στη Σ.τ.Κ.. Γίνεται επίσης λόγος για «εώλους δοξασίας, αι οποίαι οδηγούν εκτός Εκκλησίας». Ποιες όμως είναι αυτές και ποιοί τις εκφράζουν; Δεν θα έπρεπε οι αγιορείτες Πατέρες να μιλήσουν σταράτα και συγκεκριμένα, για να μας προφυλάξουν, ώστε να μην παρασυρθούμε και καταλήξουμε τελικά εκτός Εκκλησίας και χάσουμε την σωτηρία μας;
Παρά κάτω γράφουν: «Ζώντες εν Αγίω Όρει πολιτευόµεθα "κατά τας των Αγίων θεοπνεύστους θεολογίας και το της Εκκλησίας ευσεβές φρόνηµα"… Παραµένοµεν ευγνώµονες και άγρυπνοι κρατούντες τας παραδόσεις». Ρωτάμε τους αγιορείτες Πατέρες: Η αναγνώριση των Ετεροδόξων ως Εκκλησιών, που συνοδικά και επίσημα νομοθετήθηκε στη Σ.τ.Κ., είναι σύμφωνη με τας «των Αγίων θεοπνεύστους θεολογίας και το της Εκκλησίας ευσεβές φρόνηµα»; Η συμμετοχή της Ορθοδόξου Εκκλησίας στο Π.Σ.Ε., που και αυτή συνοδικά νομοθετήθηκε στη Σ.τ.Κ., (δια της οποίας μάλιστα συμμετοχής υπεγράφησαν από τους Ορθοδόξους πλήθος κακόδοξα προτεσταντικά κείμενα), είναι σύμφωνη με τας «των Αγίων θεοπνεύστους θεολογίας και το της Εκκλησίας ευσεβές φρόνηµα»; Αφού λοιπόν δεν είναι σύμφωνη, γιατί σεβαστοί Πατέρες σιωπήσατε και δεν εκφράσατε με θάρρος και παρρησία την διαφωνία σας στο Μήνυμά σας προς τον λαό; Γιατί δεν καυτηριάσατε και δεν ανατρέψατε τις κακοδοξίες, που νομοθετήθηκαν στη Σ.τ.Κ.; Και πως μπορείτε να καυχάσθε, ότι πολιτεύεσθε «κατά τας των Αγίων θεοπνεύστους θεολογίας και το της Εκκλησίας ευσεβές φρόνηµα», και ότι παραµένετε «άγρυπνοι κρατούντες τας παραδόσεις», καθ’ ον χρόνον δεν πράξατε το καθήκον σας; Δεν γνωρίζετε ότι η μη στυλίτευση και η σιωπή απέναντι στην πλάνη, οδηγεί τελικά στη συμπόρευση με την πλάνη;
Κλείνοντας τον θεολογικό σχολιασμό μας, θα μπορούσαμε να καταλήξουμε, μεταξύ άλλων στα εξής συμπεράσματα. Η «Εισήγηση» έχει χωρίς αμφιβολία κάποιες θετικές επισημάνσεις. Ωστόσο, πέρα από τα κενά που παρουσιάζει, δυστυχώς αδυνατεί να αναγνωρίσει και να διακηρύξει το φοβερό ολίσθημα της Σ.τ.Κ., την έκπτωσή της δηλαδή σε μια οικουμενιστική- αιρετική ψευδοσύνοδο. Το κείμενο είναι έτσι διατυπωμένο, ώστε ο αναγνώστης να βγάζει αβίαστα το συμπέρασμα, ότι η Σ.τ.Κ. είναι μεν μια Ορθόδοξη Σύνοδος, αλλά με λάθη, αμφισημίες και ασάφειες, που πρέπει να διορθωθούν. Στα ίδια συμπεράσματα θα μπορούσαμε να καταλήξουμε και εις ό,τι αφορά το Μήνυμα, το οποίο κατά την ταπεινή μου γνώμη, είναι πολύ χειρότερο από την Εισήγηση. Στην Εισήγηση τουλάχιστον εκφράζονται κάποιες επιφυλάξεις και προτείνονται κάποιες διορθώσεις, ενώ στο Μήνυμα καμία διόρθωση δεν προτείνεται. Και τα δύο κείμενα παραθεωρούν το γεγονός, ότι κάθε δογματικό λάθος αποτελεί κατ’ ουσίαν πλάνη και αίρεση και ότι Ορθόδοξη Σύνοδος με δογματικά λάθη, απλούστατα δεν είναι καν Ορθόδοξη Σύνοδος. Όπως πολύ εύστοχα επισημαίνει σε βαρυσήμαντο λόγο του ο αγίος Μάρκος ο Ευγενικός: «Ουδέποτε δια μεσότητος, άνθρωπε, τα εκκλησιαστικά διωρθώθη. Μέσον αληθείας και ψεύδους ουδέν εστίν. Aλλ’ ώσπερ τον του φωτός έξω γενόμενον, εν τω σκότει είναι ανάγκη, ούτω τον της αληθείας μικρόν παρεκκλίναντα, τω ψεύδει λοιπόν υποκείσθαι φαίημεν αν αληθώς».[3] Και τα δύο κείμενα προσπαθούν να δικαιολογήσουν τα αδικαιολόγητα. Και τα δύο κείμενα δεν έχουν καμία σχέση, ούτε καν συγκρίνονται, με παλαιότερα αγιορειτικά κείμενα, στα οποία οι αγιορείτες Πατέρες, με ρωμαλέο και αγωνιστικό φρόνημα, με ομολογιακό θάρρος και παρρησία, ύψωναν το ανάστημά τους και τολμούσαν να ελέγξουν κάθε παρέκκλιση από την Ορθόδοξη διδασκαλία, από ό,που και αν αυτή προέρχονταν, ακόμη και από τον Οικουμενικό Πατριάρχη. Και τα δύο κείμενα παραθεωρούν το γεγονός, ότι οι κακοδοξίες της Σ.τ.Κ. κατοχυρώθηκαν και έλαβαν επίσημο συνοδικό κύρος και ότι οι υπογράψαντες απαιτούν την πλήρη εφαρμογή των αποφάσεών της.
Ματαίως λοιπόν οι αγιορείτες Πατέρες «προσβλέπουν μετ’ ελπίδος εις την περαιτέρω θεολογικήν επεξεργασίαν και πλέον αυθεντικήν διατύπωσιν των συνοδικών κειμένων». Ματαίως ελπίζουν ότι η Χάρις του αγίου Πνεύματος θα διορθώσει τα «ελλείποντα» και τα «ασθενή» της Σ.τ.Κ. και θα επαναφέρει με ένα αυτόματο τρόπο, χωρίς την συνέργεια του ανθρωπίνου παράγοντος, τη Σ.τ.Κ. στον ορθό της δρόμο. Οι διορθώσεις των συνοδικών κειμένων δεν πρόκειται να γίνουν ως δια μαγείας, από οικουμενιστές αρχιερείς, ούτε με ευχολόγια και ανόητες ελπίδες. Οι διορθώσεις μπορούν να γίνουν μόνο με μια νέα αληθινά Ορθόδοξη Σύνοδο. Αλλά για να πραγματοποιηθεί μια τέτοια Σύνοδος απαιτείται πολύς αγώνας και πολλές θυσίες. Το λυπηρό είναι δυστυχώς ότι σε τέτοιου είδους θυσίες και αγώνες δεν φαίνονται πρόθυμοι να μπουν οι κατά τα άλλα σεβαστοί άγιοι Καθηγούμενοι. Φαίνεται ότι το ηγουμενικό τους αξίωμα «μετράει» περισσότερο από την πίστη…
[1] Αναίρεσις Γράμματος Ιγνατίου Αντοχείας, ΕΠΕ 3,608. & Εκδ. Παναγιώτου Χρήστου, 2,627
[2] Όροι κατ’ επιτομήν, Απόκρισις ΣΞΑ΄ PG. 31,1257.