Γράφει ο Δημήτρης Νατσιός δάσκαλος-Κιλκίς
Πριν από 5 περίπου χρόνια έγραψα κάτι για τις παρελάσεις και την σημαία. Τώρα που τούτοι οι καντιποτένιοι αλλάζουν το σύστημα επιλογής σημαιοφόρων στο Δημοτικό, προφανώς για να παραδώσουν την σημαία σε μωαμεθανούς και να ρίξουν την χαριστική βολή στο τελευταίο υγιές κίνητρο για μελέτη, κάποτε μιλούσαμε για ευγενή άμιλλα των μαθητών, αποσπώ κάποιες παραγράφους από εκείνο το άρθρο:
Οἱ παρελάσεις τῶν ἐθνικῶν ἐπετείων τὰ τελευταῖα χρόνια ἔγιναν πεδίο διχογνωμιῶν καὶ ἰδεολογικῆς τριβῆς. Ὡς συνήθως ἡ κρατικοδίκαιη, ἀριστεροφανὴς ἱστοριογραφία -τὸ νεοταξικὸ κηφηναριό- καὶ ἡ λοιπὴ προοδομανὴς συνοδοιπορία, ἀμφισβητεῖ:
Πρῶτον: τὴν ἱστορικότητα τῶν παρελάσεων
Δεύτερον: Τὴν χρησιμότητα τῶν παρελάσεων, τὶς ὁποῖες θεωροῦν μεταξικὸ κατάλοιπο καί, ἑπομένως, εἶναι ἐθνικιστικὴ ἐκδήλωση.
Τρίτον: Τὸ ζήτημα τῆς σημαίας. Πρέπει ἢ ὄχι νὰ τὴν φέρουν καὶ ἀλλοδαποὶ μαθητές;
Ὡς πρὸς τὴν ἱστορικότητα τῶν παρελάσεων. Μία ἐλάχιστη νύξη στὴν «προϊστορία» τοῦ θεσμοῦ. Στὴν ἀρχαία Ἑλλάδα οἱ παρελάσεις γίνονταν σὲ διάφορες γιορτὲς πρὸς τιμὴν θεοτήτων. Στὰ Παναθήναια, γιὰ παράδειγμα, ἐν ἐπισήμῳ πομπῇ, παρελαύνουσα «ἡ πόλις», συνόδευε τὸ πέπλο καὶ τὸ ἔθετε ἐπὶ τοῦ ξοάνου τῆς θεᾶς Ἀθηνᾶς-«τοῦ ἀρχαίου ἔδους»-στὸν Παρθενώνα. Στὴν πομπὴ ἔπαιρναν μέρος καὶ στρατιωτικοί: ὁπλίτες, ἁρματοδρόμοι καὶ ἱππεῖς, οἱ ὁποῖοι ἔκαναν ἐπιδεικτικὴ παρέλαση, ὅπως αὐτὸ διαπιστώνεται καὶ ἀπὸ τὴν ἀριστουργηματικὴ ζωφόρο τοῦ Φειδία. Στὸ Βυζάντιο εἴχαμε τοὺς θριάμβους. Θρίαμβος ὀνομαζόταν ἡ μεγαλοπρεπὴς ὑποδοχὴ τῶν νικητῶν αὐτοκρατόρων ἢ στρατηγῶν, κατόπιν περιφανοῦς νίκης. Κατὰ τὸν «θρίαμβο», παρήλαυνε ὁ τροπαιοῦχος στρατός, ἀκολουθούμενος ἀπὸ τοὺς δορυάλωτους, αἰχμαλώτους ἐχθροὺς καὶ τὰ λάφυρα.
Τὴν περίοδο τῆς Ἐθνεγερσίας. Ὁ Παπαφλέσσας μὲ τοὺς ἀντρειωμένους του σπεύδει πρὸς ἀπελευθέρωση τῆς Τριπολιτσᾶς. Καθ’ ὁδὸν περνᾶ μέσα ἀπὸ χωριά, γιὰ νὰ δώσει θάρρος στὸ αἱματοβαμμένο Γένος. «…Καθὼς ἔβλεπαν οἱ Ἕλληνες τὰς σημαίας καὶ τοὺς στρατιώτας, ἐσήμαινον τῶν ἐκκλησιῶν τὰ σήμαντρα καὶ οἱ μὲν ἱερεῖς ἔβγαινον ἐνδεδυμένοι τὰ ἱερὰ ἄμφια καὶ μὲ τὸ Εὐαγγέλιον ἀνὰ χεῖρας, οἱ δὲ Χριστιανοὶ ἄνδρες, γυναῖκες καὶ παιδία ἐπαρακαλοῦσαν τὸν Θεὸν νὰ τοὺς ἐνδυναμώνει. Ὁ Ἀρχιμανδρίτης (σ.σ. ὁ Παπαφλέσσας) μάλιστα ἐφοροῦσε μίαν περικεφαλαίαν καὶ διὰ τοῦτο τὸν ἐκκύταζαν μὲ πολλὴν περιέργειαν οἱ ἄνθρωποι καὶ τὸν ἐδέχοντο μὲ μεγάλην ὑποδοχήν. Εἶχε δὲ σημαιοφόρον ἕνα καλόγηρο θεόρατο, πάπα-Τούρταν ὀνομαζόμενον, ὁ ὁποῖος ἐκράτει ἕνα μεγάλο σταυρὸν ὑψηλὰ εἰς τὰ χέρια καὶ ἐπήγαινε μπροστὰ εἰς τὸ στράτευμα. Ὁ κόσμος ἐγένετο τοῖχος καὶ ἔκαμαν τὸν σταυρό τους, καθὼς ἐπέρνα ὁ καλόγηρος μὲ τὸ σταυρό». (Ἠλ. Οἰκονόμου, «Κείμενα Πίστεως καὶ Ἐλευθερίας», Ἀθήνα 1985, σελ. 206. Τὸ περιστατικὸ διασώζει, ὁ Φωτάκος στὰ «Ἀπομνημονεύματά» του). Ἐδῶ ἔχουμε μία κανονικὴ περιγραφὴ παρέλασης, μὲ σημαιοφόρο καὶ τὸν λαὸ «νὰ κάμει τοῖχος», ὅπως ἀκριβῶς γίνεται καὶ σήμερα στὶς παρελάσεις.
Παραπέμπω καί στὸ ἐξαιρετικό, δίτομο ἔργο τοῦ συμπολίτη μας Θ. Βαφειάδη, «Χρονικό τοῦ Κιλκὶς 1913-1940», ὁ ὁποῖος κυριολεκτικὰ «χτένισε τὶς πηγές», ποὺ γράφει στὸν α´ τόμο, σελ. 232-233: «Ἀθήνα 21 Ἰουνίου 1914. Μετὰ τὸ πέρας τῆς δοξολογίας ἄρχισε ἡ παρέλαση τῶν διαφόρων σωμάτων τοῦ στρατοῦ πρὸ τοῦ βασιλέως: “Μελαμψοί, δυνατοί, νευρώδεις περνοῦν οἱ στρατιῶται ἐνῶ ἡ μουσικὴ τῆς φρουρᾶς παίζει διάφορα ἐμβατήρια καὶ τὸν βασιλικὸν ὕμνον. Ἐμπρὸς ἀπὸ ἕνα τῶν προχωρούντων λόχων ὁ πρίγκηψ Ἀλέξανδρος βαδίζει ὑπερήφανα μὲ τὸ κεφάλι ψηλά, σκονισμένος, κοκκινισμένος, ἱδρωμένος, χαλκόχρους”. Μετὰ τὴν παρέλασι ὁ βασιλιάς, ἀφοῦ συνεχάρη ἐκ νέου τὸν ἐπικεφαλῆς τῆς Γαλλικῆς ἀποστολῆς Στέφανο Βιλλαρὲ καὶ χαιρέτισε τὸν Μητροπολίτη καὶ τὸ ὑπουργικὸ συμβούλιο, ἀναχώρησε κάτω ἀπὸ τὶς ζωηρὲς ἐπευφημίες τοῦ συγκεντρωμένου πλήθους». Άρα δέν είναι μεταξικό κατάλοιπο.
Γιὰ τὴν παιδαγωγικὴ χρησιμότητα θὰ γράψω αὐτὸ ποὺ βλέπω στοὺς μαθητές μου. Ἂν μιλήσεις στὰ παιδιὰ γιὰ τοὺς πατρικοὺς ἀγῶνες καὶ τὶς θυσίες, γιὰ τὰ κόκκαλα τῶν Ἑλλήνων τὰ ἱερά, μετέχουν στὴν παρέλαση μὲ καμάρι. Ἐξ ἄλλου οἱ παρελάσεις εἶναι φανέρωση τοῦ «ἐμεῖς», τῆς αἴσθησης τοῦ «συνανήκειν», εἶναι τὸ ὡραιότερο μάθημα φιλοπατρίας -καὶ τὰ ἔθνη λέγονται ἔθνη «ὅταν εἶναι στολισμένα μὲ πατριωτικὰ αἰστήματα». Οἱ παρελάσεις εἶναι προσανάμματα μνήμης τῶν ἀγώνων γιὰ πατρίδα ἑλληνικὴ καὶ ὄχι πολυπολιτισμικό… παστίτσιο. Ἀκόμη καὶ ἡ ἐνδυματολογικὴ ὁμοιομορφία ὑποδηλώνει τὴν ἐν Ἐπιδαύρῳ διακήρυξη τῶν προγόνων μας ὅτι «ὅλοι οἱ Ἕλληνες εἰσὶν ἴσοι ἐνώπιον τῶν νόμων, ἄνευ τινὸς ἐξαιρέσεως».
. Τὴν σημαία τοῦ Παπαφλέσσα, μὲ τὸν σταυρό, τὴν κρατοῦσε ἕνας καλόγερος, ὁ Παπατούρτας, πολεμιστής, φόβητρο τῶν Τουρκαλβανῶν. Κατὰ τὰ ἄλλα ἡ Ἐκκλησία δὲν θυσιάστηκε στὸν Ἀγώνα, ἀλλὰ συνεργάστηκε μὲ τὸν κατακτητή. «Ἀφάνισαν ὅλως διόλου τὰ μοναστήρια καὶ οἱ καϊμένοι οἱ καλόγεροι, ὅπου ἀφανίστηκαν εἰς τὸν ἀγώνα, πεθαίνουν τῆς πείνας μέσα στοὺς δρόμους, ὅπου αὐτὰ τὰ μοναστήρια ἦταν τὰ πρῶτα προπύργια τῆς ἀπανάστασής μας… Καὶ θυσίασαν οἱ καϊμένοι οἱ καλόγεροι· καὶ σκοτώθηκαν οἱ περισσότεροι εἰς τὸν ἀγώνα», γράφει ὁ Μακρυγιάννης.
. Τὴν σημαία, τὸ ἐθνικὸ σύμβολο πρέπει νὰ τὸ κρατοῦν μαθητὲς μὲ ἰθαγένεια,χέρια Ἑλλήνων. Ἐρώτηση: ἂν αὔριο-μεθαύριο μαθητής, μουσουλμάνος τὸ θρήσκευμα, ἀριστεύσει, τί θὰ συμβεῖ; Ἴσως ἀπαιτήσει νὰ παρελάσει χωρὶς τὴν σημαία καὶ θὰ προσφύγει -μὲ τὴν συνδρομὴ τῶν Γραικύλων τοῦ πολυπολιτισμοῦ– σὲ κάποιο διεθνὲς καφενεῖο-δικαστήριο καὶ μᾶλλον θὰ δικαιωθεῖ. Τὰ περὶ ρατσισμῶν τὰ ἀκούω… βερεσέ.
Νὰ μὴν λησμονοῦμε ὅτι τὸ ἑξαμελὲς ἄγημα τῶν μαθητῶν ποὺ προπορεύεται καὶ ξεχωρίζει ἀπὸ τὸ ὑπόλοιπο σχολεῖο, «συνοδεύει» καὶ τιμᾶ τὴν σημαία, τὸ σύμβολο τοῦ ἔθνους καὶ ὄχι τὸν σημαιοφόρο. Ἡ λέξη σημαία παράγεται ἀπὸ τὴν ἀρχαία «σῆμα» ποὺ σημαίνει τάφος. «Ἀνδρὸς μὲν τόδε σῆμα πάλαι κατατεθνηῶτος», «ἄνδρα ποὺ σκοτώθηκε παλιὰ εἶναι αὐτὸς ὁ τάφος», λέει ὁ Ἕκτορας στὴν ραψωδία Η, 89. Καὶ σ’ αὐτοὺς τοὺς τάφους ἀναπαύονται τὰ λευκασμένα κόκκαλα ὅσων ἔδωσαν τὴν ζωή τους γιὰ τὴν Ἐλευθερία μας, ποὺ πῆραν τ’ ἅρματα ὑπὲρ πίστεως καὶ πατρίδος, ὅπως βροντολαλεῖ ὁ Κολοκοτρώνης.
Δημήτρης Νατσιός
δάσκαλος-Κιλκίς
Πριν από 5 περίπου χρόνια έγραψα κάτι για τις παρελάσεις και την σημαία. Τώρα που τούτοι οι καντιποτένιοι αλλάζουν το σύστημα επιλογής σημαιοφόρων στο Δημοτικό, προφανώς για να παραδώσουν την σημαία σε μωαμεθανούς και να ρίξουν την χαριστική βολή στο τελευταίο υγιές κίνητρο για μελέτη, κάποτε μιλούσαμε για ευγενή άμιλλα των μαθητών, αποσπώ κάποιες παραγράφους από εκείνο το άρθρο:
Οἱ παρελάσεις τῶν ἐθνικῶν ἐπετείων τὰ τελευταῖα χρόνια ἔγιναν πεδίο διχογνωμιῶν καὶ ἰδεολογικῆς τριβῆς. Ὡς συνήθως ἡ κρατικοδίκαιη, ἀριστεροφανὴς ἱστοριογραφία -τὸ νεοταξικὸ κηφηναριό- καὶ ἡ λοιπὴ προοδομανὴς συνοδοιπορία, ἀμφισβητεῖ:
Πρῶτον: τὴν ἱστορικότητα τῶν παρελάσεων
Δεύτερον: Τὴν χρησιμότητα τῶν παρελάσεων, τὶς ὁποῖες θεωροῦν μεταξικὸ κατάλοιπο καί, ἑπομένως, εἶναι ἐθνικιστικὴ ἐκδήλωση.
Τρίτον: Τὸ ζήτημα τῆς σημαίας. Πρέπει ἢ ὄχι νὰ τὴν φέρουν καὶ ἀλλοδαποὶ μαθητές;
Ὡς πρὸς τὴν ἱστορικότητα τῶν παρελάσεων. Μία ἐλάχιστη νύξη στὴν «προϊστορία» τοῦ θεσμοῦ. Στὴν ἀρχαία Ἑλλάδα οἱ παρελάσεις γίνονταν σὲ διάφορες γιορτὲς πρὸς τιμὴν θεοτήτων. Στὰ Παναθήναια, γιὰ παράδειγμα, ἐν ἐπισήμῳ πομπῇ, παρελαύνουσα «ἡ πόλις», συνόδευε τὸ πέπλο καὶ τὸ ἔθετε ἐπὶ τοῦ ξοάνου τῆς θεᾶς Ἀθηνᾶς-«τοῦ ἀρχαίου ἔδους»-στὸν Παρθενώνα. Στὴν πομπὴ ἔπαιρναν μέρος καὶ στρατιωτικοί: ὁπλίτες, ἁρματοδρόμοι καὶ ἱππεῖς, οἱ ὁποῖοι ἔκαναν ἐπιδεικτικὴ παρέλαση, ὅπως αὐτὸ διαπιστώνεται καὶ ἀπὸ τὴν ἀριστουργηματικὴ ζωφόρο τοῦ Φειδία. Στὸ Βυζάντιο εἴχαμε τοὺς θριάμβους. Θρίαμβος ὀνομαζόταν ἡ μεγαλοπρεπὴς ὑποδοχὴ τῶν νικητῶν αὐτοκρατόρων ἢ στρατηγῶν, κατόπιν περιφανοῦς νίκης. Κατὰ τὸν «θρίαμβο», παρήλαυνε ὁ τροπαιοῦχος στρατός, ἀκολουθούμενος ἀπὸ τοὺς δορυάλωτους, αἰχμαλώτους ἐχθροὺς καὶ τὰ λάφυρα.
Τὴν περίοδο τῆς Ἐθνεγερσίας. Ὁ Παπαφλέσσας μὲ τοὺς ἀντρειωμένους του σπεύδει πρὸς ἀπελευθέρωση τῆς Τριπολιτσᾶς. Καθ’ ὁδὸν περνᾶ μέσα ἀπὸ χωριά, γιὰ νὰ δώσει θάρρος στὸ αἱματοβαμμένο Γένος. «…Καθὼς ἔβλεπαν οἱ Ἕλληνες τὰς σημαίας καὶ τοὺς στρατιώτας, ἐσήμαινον τῶν ἐκκλησιῶν τὰ σήμαντρα καὶ οἱ μὲν ἱερεῖς ἔβγαινον ἐνδεδυμένοι τὰ ἱερὰ ἄμφια καὶ μὲ τὸ Εὐαγγέλιον ἀνὰ χεῖρας, οἱ δὲ Χριστιανοὶ ἄνδρες, γυναῖκες καὶ παιδία ἐπαρακαλοῦσαν τὸν Θεὸν νὰ τοὺς ἐνδυναμώνει. Ὁ Ἀρχιμανδρίτης (σ.σ. ὁ Παπαφλέσσας) μάλιστα ἐφοροῦσε μίαν περικεφαλαίαν καὶ διὰ τοῦτο τὸν ἐκκύταζαν μὲ πολλὴν περιέργειαν οἱ ἄνθρωποι καὶ τὸν ἐδέχοντο μὲ μεγάλην ὑποδοχήν. Εἶχε δὲ σημαιοφόρον ἕνα καλόγηρο θεόρατο, πάπα-Τούρταν ὀνομαζόμενον, ὁ ὁποῖος ἐκράτει ἕνα μεγάλο σταυρὸν ὑψηλὰ εἰς τὰ χέρια καὶ ἐπήγαινε μπροστὰ εἰς τὸ στράτευμα. Ὁ κόσμος ἐγένετο τοῖχος καὶ ἔκαμαν τὸν σταυρό τους, καθὼς ἐπέρνα ὁ καλόγηρος μὲ τὸ σταυρό». (Ἠλ. Οἰκονόμου, «Κείμενα Πίστεως καὶ Ἐλευθερίας», Ἀθήνα 1985, σελ. 206. Τὸ περιστατικὸ διασώζει, ὁ Φωτάκος στὰ «Ἀπομνημονεύματά» του). Ἐδῶ ἔχουμε μία κανονικὴ περιγραφὴ παρέλασης, μὲ σημαιοφόρο καὶ τὸν λαὸ «νὰ κάμει τοῖχος», ὅπως ἀκριβῶς γίνεται καὶ σήμερα στὶς παρελάσεις.
Παραπέμπω καί στὸ ἐξαιρετικό, δίτομο ἔργο τοῦ συμπολίτη μας Θ. Βαφειάδη, «Χρονικό τοῦ Κιλκὶς 1913-1940», ὁ ὁποῖος κυριολεκτικὰ «χτένισε τὶς πηγές», ποὺ γράφει στὸν α´ τόμο, σελ. 232-233: «Ἀθήνα 21 Ἰουνίου 1914. Μετὰ τὸ πέρας τῆς δοξολογίας ἄρχισε ἡ παρέλαση τῶν διαφόρων σωμάτων τοῦ στρατοῦ πρὸ τοῦ βασιλέως: “Μελαμψοί, δυνατοί, νευρώδεις περνοῦν οἱ στρατιῶται ἐνῶ ἡ μουσικὴ τῆς φρουρᾶς παίζει διάφορα ἐμβατήρια καὶ τὸν βασιλικὸν ὕμνον. Ἐμπρὸς ἀπὸ ἕνα τῶν προχωρούντων λόχων ὁ πρίγκηψ Ἀλέξανδρος βαδίζει ὑπερήφανα μὲ τὸ κεφάλι ψηλά, σκονισμένος, κοκκινισμένος, ἱδρωμένος, χαλκόχρους”. Μετὰ τὴν παρέλασι ὁ βασιλιάς, ἀφοῦ συνεχάρη ἐκ νέου τὸν ἐπικεφαλῆς τῆς Γαλλικῆς ἀποστολῆς Στέφανο Βιλλαρὲ καὶ χαιρέτισε τὸν Μητροπολίτη καὶ τὸ ὑπουργικὸ συμβούλιο, ἀναχώρησε κάτω ἀπὸ τὶς ζωηρὲς ἐπευφημίες τοῦ συγκεντρωμένου πλήθους». Άρα δέν είναι μεταξικό κατάλοιπο.
Γιὰ τὴν παιδαγωγικὴ χρησιμότητα θὰ γράψω αὐτὸ ποὺ βλέπω στοὺς μαθητές μου. Ἂν μιλήσεις στὰ παιδιὰ γιὰ τοὺς πατρικοὺς ἀγῶνες καὶ τὶς θυσίες, γιὰ τὰ κόκκαλα τῶν Ἑλλήνων τὰ ἱερά, μετέχουν στὴν παρέλαση μὲ καμάρι. Ἐξ ἄλλου οἱ παρελάσεις εἶναι φανέρωση τοῦ «ἐμεῖς», τῆς αἴσθησης τοῦ «συνανήκειν», εἶναι τὸ ὡραιότερο μάθημα φιλοπατρίας -καὶ τὰ ἔθνη λέγονται ἔθνη «ὅταν εἶναι στολισμένα μὲ πατριωτικὰ αἰστήματα». Οἱ παρελάσεις εἶναι προσανάμματα μνήμης τῶν ἀγώνων γιὰ πατρίδα ἑλληνικὴ καὶ ὄχι πολυπολιτισμικό… παστίτσιο. Ἀκόμη καὶ ἡ ἐνδυματολογικὴ ὁμοιομορφία ὑποδηλώνει τὴν ἐν Ἐπιδαύρῳ διακήρυξη τῶν προγόνων μας ὅτι «ὅλοι οἱ Ἕλληνες εἰσὶν ἴσοι ἐνώπιον τῶν νόμων, ἄνευ τινὸς ἐξαιρέσεως».
. Τὴν σημαία τοῦ Παπαφλέσσα, μὲ τὸν σταυρό, τὴν κρατοῦσε ἕνας καλόγερος, ὁ Παπατούρτας, πολεμιστής, φόβητρο τῶν Τουρκαλβανῶν. Κατὰ τὰ ἄλλα ἡ Ἐκκλησία δὲν θυσιάστηκε στὸν Ἀγώνα, ἀλλὰ συνεργάστηκε μὲ τὸν κατακτητή. «Ἀφάνισαν ὅλως διόλου τὰ μοναστήρια καὶ οἱ καϊμένοι οἱ καλόγεροι, ὅπου ἀφανίστηκαν εἰς τὸν ἀγώνα, πεθαίνουν τῆς πείνας μέσα στοὺς δρόμους, ὅπου αὐτὰ τὰ μοναστήρια ἦταν τὰ πρῶτα προπύργια τῆς ἀπανάστασής μας… Καὶ θυσίασαν οἱ καϊμένοι οἱ καλόγεροι· καὶ σκοτώθηκαν οἱ περισσότεροι εἰς τὸν ἀγώνα», γράφει ὁ Μακρυγιάννης.
. Τὴν σημαία, τὸ ἐθνικὸ σύμβολο πρέπει νὰ τὸ κρατοῦν μαθητὲς μὲ ἰθαγένεια,χέρια Ἑλλήνων. Ἐρώτηση: ἂν αὔριο-μεθαύριο μαθητής, μουσουλμάνος τὸ θρήσκευμα, ἀριστεύσει, τί θὰ συμβεῖ; Ἴσως ἀπαιτήσει νὰ παρελάσει χωρὶς τὴν σημαία καὶ θὰ προσφύγει -μὲ τὴν συνδρομὴ τῶν Γραικύλων τοῦ πολυπολιτισμοῦ– σὲ κάποιο διεθνὲς καφενεῖο-δικαστήριο καὶ μᾶλλον θὰ δικαιωθεῖ. Τὰ περὶ ρατσισμῶν τὰ ἀκούω… βερεσέ.
Νὰ μὴν λησμονοῦμε ὅτι τὸ ἑξαμελὲς ἄγημα τῶν μαθητῶν ποὺ προπορεύεται καὶ ξεχωρίζει ἀπὸ τὸ ὑπόλοιπο σχολεῖο, «συνοδεύει» καὶ τιμᾶ τὴν σημαία, τὸ σύμβολο τοῦ ἔθνους καὶ ὄχι τὸν σημαιοφόρο. Ἡ λέξη σημαία παράγεται ἀπὸ τὴν ἀρχαία «σῆμα» ποὺ σημαίνει τάφος. «Ἀνδρὸς μὲν τόδε σῆμα πάλαι κατατεθνηῶτος», «ἄνδρα ποὺ σκοτώθηκε παλιὰ εἶναι αὐτὸς ὁ τάφος», λέει ὁ Ἕκτορας στὴν ραψωδία Η, 89. Καὶ σ’ αὐτοὺς τοὺς τάφους ἀναπαύονται τὰ λευκασμένα κόκκαλα ὅσων ἔδωσαν τὴν ζωή τους γιὰ τὴν Ἐλευθερία μας, ποὺ πῆραν τ’ ἅρματα ὑπὲρ πίστεως καὶ πατρίδος, ὅπως βροντολαλεῖ ὁ Κολοκοτρώνης.
Δημήτρης Νατσιός
δάσκαλος-Κιλκίς