του Νεκτάριου Δαπέργολα
Διδάκτορος Ιστορίας
Συνεχίζει να βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη η τελευταία (αλλά φυσικά όχι και εσχάτη) τουρκική πρόκληση με τη σύλληψη των δύο αξιωματικών μας στον Έβρο, που όπως σχεδόν όλα δείχνουν, πραγματοποιήθηκε εντός ελληνικού εδάφους (άρα περί απαγωγής στην πραγματικότητα ο λόγος και όχι περί συλλήψεως - όσο για τις...σίγουρες ανακοινώσεις περί μπερδέματος λόγω χιονοθύελλας, τις οποίες εξάλλου ούτε για μια στιγμή εξαρχής είχαμε πιστέψει, τις επιστρέφουμε αυτούσιες στους γνωστούς πειθήνιους κι υποτακτικούς οσφυοκάμπτες του ελλαδικού ΓΕΣ). Συνεχίζεται ταυτόχρονα φυσικά και η άθλια εκμετάλλευση του γεγονότος από τους Τούρκους, με τις γελοίες κατηγορίες για κατασκοπεία, την άρνηση αποφυλάκισης, τα εκβιαστικά περί ανταλλαγής με τους 8 Τούρκους αξιωματικούς και όλα τα υπόλοιπα συμπαρομαρτούντα. Κι από την άλλη, συνεχίζεται ασφαλώς η ίδια κι απαράλλακτη επίδειξη της γνωστής πλέον ελληνικής στάσης.
Το όλο γεγονός προσωπικά, πέραν του αρίδηλου εκνευρισμού και της εύλογης αγωνίας για την τύχη των δύο παιδιών μας, δεν μας κάνει κατά τι σοφότερους. Ελπίζουμε μόνο να κατάλαβαν μερικοί (έστω) ακόμη σε αυτόν τον τόπο πού ακριβώς μάς οδηγεί με νομοτελειακή μαθηματική ακρίβεια η αύξηση της τουρκικής επιθετικότητας των τελευταίων εβδομάδων, σε συνδυασμό με την απίστευτη οσφυοκαμπτική ενδοτικότητα (που τη λες ξεκάθαρα προδοτική, χωρίς να κινδυνεύεις εδώ και πολύ καιρό πλέον να χαρακτηριστείς υπερβολικός) του ανεκδιήγητου συρφετού που παριστάνει την ελληνική κυβέρνηση. Μας οδηγεί ξεκάθαρα σε πόλεμο. Δεν ξέρει κανείς βέβαια πότε ακριβώς θα συμβεί κι ούτε αν θα είναι πόλεμος «κανονικός» ή απλώς κάποιο εκτεταμένο θερμό - αλλά πάντως αιματηρό - επεισόδιο 2-3 ημερών ή κάποια άλλη περιορισμένης έκτασης σύγκρουση (όπως φαίνεται και το πολύ πιθανότερο), ούτε και θα καταστροφολογήσουμε ασύστολα για το πόσο ζοφερή θα είναι η επόμενη μέρα. Εμείς άλλωστε στηρίζουμε αλλού τις ελπίδες μας κι έχουμε πάντα κατά νου και τα λόγια κάποιων σύγχρονων αγίων μας για να μας ενθαρρύνουν. Ομαλή απεμπλοκή ωστόσο από όλη αυτή την κατάσταση στην οποία βρισκόμαστε, είναι φανερό πως δεν μπορεί πια να επέλθει.
Και το γιατί είναι βεβαίως πολύ απλό. Όταν πας από εθνική ταπείνωση σε εθνική ταπείνωση, όταν υποχωρείς συνεχώς και ξεπουλάς τα πάντα ακόμη και απέναντι σε αστεία (από πλευράς ισχύος) ψευδοαρπακτικά τύπου Σκοπίων και Αλβανίας, όταν αφήνεις τον εξ Ανατολών ξεκάθαρα μεγαλοφασίστα και αποδεδειγμένα αδηφάγο γείτονα να μετατρέπει νυχθημερόν σε ξέφραγο αμπέλι τα θαλάσσια κι εναέρια σύνορά σου και να απειλεί ευθέως ελληνικά νησιά, όταν απέναντι σε όλα αυτά εσύ παραμένεις σταθερά στις συνήθεις συνεσταλμένες (για να το θέσουμε κομψά) στάσεις προσκυνημένου και άπνοου νενέκου ή απλώς ψελλίζεις φληναφήματα, τότε ανοίγεις ολοένα και περισσότερο την όρεξη του εχθρού, με όλη την ενάργεια της θουκυδίδειας πολιτικής επιστημολογίας. Μόνο που εκείνο βέβαια το περίφημο «αν υποχωρήσετε στα ασήμαντα, αμέσως θα σας απαιτηθεί και κάτι μεγαλύτερο» του Θουκυδίδη («οις ει ξυγχωρήσετε, και άλλο τι μείζον ευθύς επιταχθήσεσθε ως φόβω και τούτο υπακούσαντες») έχει πλέον προ πολλού ξεπεραστεί από τους άθλιους Κουίσλινγκς που βρίσκονται στο τιμόνι της χώρας. Είμαστε πια εδώ και καιρό στη φάση που υποχωρούμε - κυριολεκτικά τρέχοντας και διαγκωνιζόμενοι ατάκτως - όχι μόνο στα μικρά, αλλά και στα μεγάλα. Στη φάση που τα παραδίδουμε όλα, αναφανδόν και ξετσίπωτα.
Ο πόλεμος όμως δεν αποφεύγεται έτσι. Δεν χρειάζεται να είσαι ούτε πολιτικός επιστήμονας, ούτε άτομο ιδιαίτερης ευφυΐας για να το καταλάβεις. Όποιος έχει διαβάσει στη ζωή του λίγες μόνο αράδες από Θουκυδίδη, ξέρει το γιατί. Το ξέρει όμως βέβαια κι όποιος έχει στοιχειωδώς κατανοήσει τη γνωστή φράση του Ουίνστον Τσώρτσιλ μετά τη συμφωνία που υπέγραψε το 1938 στο Μόναχο ο Άγγλος πρωθυπουργός Τσάμπερλεν (στο πλαίσιο της περιβόητης «πολιτικής κατευνασμού» του Χίτλερ) ότι «η κυβέρνηση είχε να διαλέξει ανάμεσα στον πόλεμο και τη ντροπή. Διάλεξε τη ντροπή. Αλλά θα έχει και πόλεμο». Εμείς βρισκόμαστε ασφαλώς σε ακόμη χειρότερο σημείο, έρμαια μιας τραγικά μάταιης και αδιέξοδης δήθεν απόπειρας «κατευνασμού» μιας βαθιά εξαγριωμένης και ορκισμένα επεκτατικής εχθρικής δύναμης, που η ελεεινή φοβική μας στάση την κάνει ολοένα και πιο επεκτατική και ανεξέλεγκτη. Για να αποφύγουμε δήθεν τον πόλεμο, εθιστήκαμε να καταπίνουμε νυχθημερόν απίστευτες ταπεινώσεις, επιλέγοντας συστηματικά και ξεδιάντροπα τη ντροπή. Αμφιβάλλει άραγε κανείς για το πόσο κοντά είναι πλέον και ο πόλεμος;
Το όλο γεγονός προσωπικά, πέραν του αρίδηλου εκνευρισμού και της εύλογης αγωνίας για την τύχη των δύο παιδιών μας, δεν μας κάνει κατά τι σοφότερους. Ελπίζουμε μόνο να κατάλαβαν μερικοί (έστω) ακόμη σε αυτόν τον τόπο πού ακριβώς μάς οδηγεί με νομοτελειακή μαθηματική ακρίβεια η αύξηση της τουρκικής επιθετικότητας των τελευταίων εβδομάδων, σε συνδυασμό με την απίστευτη οσφυοκαμπτική ενδοτικότητα (που τη λες ξεκάθαρα προδοτική, χωρίς να κινδυνεύεις εδώ και πολύ καιρό πλέον να χαρακτηριστείς υπερβολικός) του ανεκδιήγητου συρφετού που παριστάνει την ελληνική κυβέρνηση. Μας οδηγεί ξεκάθαρα σε πόλεμο. Δεν ξέρει κανείς βέβαια πότε ακριβώς θα συμβεί κι ούτε αν θα είναι πόλεμος «κανονικός» ή απλώς κάποιο εκτεταμένο θερμό - αλλά πάντως αιματηρό - επεισόδιο 2-3 ημερών ή κάποια άλλη περιορισμένης έκτασης σύγκρουση (όπως φαίνεται και το πολύ πιθανότερο), ούτε και θα καταστροφολογήσουμε ασύστολα για το πόσο ζοφερή θα είναι η επόμενη μέρα. Εμείς άλλωστε στηρίζουμε αλλού τις ελπίδες μας κι έχουμε πάντα κατά νου και τα λόγια κάποιων σύγχρονων αγίων μας για να μας ενθαρρύνουν. Ομαλή απεμπλοκή ωστόσο από όλη αυτή την κατάσταση στην οποία βρισκόμαστε, είναι φανερό πως δεν μπορεί πια να επέλθει.
Και το γιατί είναι βεβαίως πολύ απλό. Όταν πας από εθνική ταπείνωση σε εθνική ταπείνωση, όταν υποχωρείς συνεχώς και ξεπουλάς τα πάντα ακόμη και απέναντι σε αστεία (από πλευράς ισχύος) ψευδοαρπακτικά τύπου Σκοπίων και Αλβανίας, όταν αφήνεις τον εξ Ανατολών ξεκάθαρα μεγαλοφασίστα και αποδεδειγμένα αδηφάγο γείτονα να μετατρέπει νυχθημερόν σε ξέφραγο αμπέλι τα θαλάσσια κι εναέρια σύνορά σου και να απειλεί ευθέως ελληνικά νησιά, όταν απέναντι σε όλα αυτά εσύ παραμένεις σταθερά στις συνήθεις συνεσταλμένες (για να το θέσουμε κομψά) στάσεις προσκυνημένου και άπνοου νενέκου ή απλώς ψελλίζεις φληναφήματα, τότε ανοίγεις ολοένα και περισσότερο την όρεξη του εχθρού, με όλη την ενάργεια της θουκυδίδειας πολιτικής επιστημολογίας. Μόνο που εκείνο βέβαια το περίφημο «αν υποχωρήσετε στα ασήμαντα, αμέσως θα σας απαιτηθεί και κάτι μεγαλύτερο» του Θουκυδίδη («οις ει ξυγχωρήσετε, και άλλο τι μείζον ευθύς επιταχθήσεσθε ως φόβω και τούτο υπακούσαντες») έχει πλέον προ πολλού ξεπεραστεί από τους άθλιους Κουίσλινγκς που βρίσκονται στο τιμόνι της χώρας. Είμαστε πια εδώ και καιρό στη φάση που υποχωρούμε - κυριολεκτικά τρέχοντας και διαγκωνιζόμενοι ατάκτως - όχι μόνο στα μικρά, αλλά και στα μεγάλα. Στη φάση που τα παραδίδουμε όλα, αναφανδόν και ξετσίπωτα.
Ο πόλεμος όμως δεν αποφεύγεται έτσι. Δεν χρειάζεται να είσαι ούτε πολιτικός επιστήμονας, ούτε άτομο ιδιαίτερης ευφυΐας για να το καταλάβεις. Όποιος έχει διαβάσει στη ζωή του λίγες μόνο αράδες από Θουκυδίδη, ξέρει το γιατί. Το ξέρει όμως βέβαια κι όποιος έχει στοιχειωδώς κατανοήσει τη γνωστή φράση του Ουίνστον Τσώρτσιλ μετά τη συμφωνία που υπέγραψε το 1938 στο Μόναχο ο Άγγλος πρωθυπουργός Τσάμπερλεν (στο πλαίσιο της περιβόητης «πολιτικής κατευνασμού» του Χίτλερ) ότι «η κυβέρνηση είχε να διαλέξει ανάμεσα στον πόλεμο και τη ντροπή. Διάλεξε τη ντροπή. Αλλά θα έχει και πόλεμο». Εμείς βρισκόμαστε ασφαλώς σε ακόμη χειρότερο σημείο, έρμαια μιας τραγικά μάταιης και αδιέξοδης δήθεν απόπειρας «κατευνασμού» μιας βαθιά εξαγριωμένης και ορκισμένα επεκτατικής εχθρικής δύναμης, που η ελεεινή φοβική μας στάση την κάνει ολοένα και πιο επεκτατική και ανεξέλεγκτη. Για να αποφύγουμε δήθεν τον πόλεμο, εθιστήκαμε να καταπίνουμε νυχθημερόν απίστευτες ταπεινώσεις, επιλέγοντας συστηματικά και ξεδιάντροπα τη ντροπή. Αμφιβάλλει άραγε κανείς για το πόσο κοντά είναι πλέον και ο πόλεμος;