Πρωτοπρεσβύτερος Θεόδωρος Ζήσης
Ὁμότιμος Καθηγητής Θεολογικῆς Σχολῆς Α.Π.Θ.
Η ΟΥΚΡΑΝΙΑ ΕΙΝΑΙ ΚΑΝΟΝΙΚΟ ΕΔΑΦΟΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΗΣ ΡΩΣΙΑΣ
Δέν ὑπάρχουν ἀποδεικτικά ἔγγραφα ὑπέρ τῆς Κωνσταντινούπολης
1. Τό Κίεβο ἐγέννησε τήν Ἐκκλησία τῆς Ρωσίας καί εἰς αὐτήν ἀνήκει μέχρι σήμερα.
Στό ἐπίκεντρο τῶν ἐκκλησιαστικῶν διεργασιῶν, διχογνωμιῶν, ἀντιθέσεων, ἀλλά καί γεωπολιτικῶν διεκδικήσεων, εὑρίσκεται αὐτό τόν καιρό ἡ χορήγηση αὐτοκεφαλίας στήν Ἐκκλησία τῆς Οὐκρανίας, ἡ ὁποία ἐπί αἰῶνες ὄχι μόνο ἀνήκει στήν ἐκκλησιαστική δικαιοδοσία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρωσίας, ἀλλά ἀποτελεῖ καί τήν ἀρχή τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας τῶν Ρώσων, τόν γενέθλιο χῶρο, τήν κολυμβήθρα πού ἐγέννησε τήν Ἐκκλησία τῆς Ρωσίας μέ τήν βάπτιση τοῦ ἡγεμόνος τῶν Ρώσων Βλαδιμήρου καί τοῦ ρωσικοῦ λαοῦ στό Κίεβο τό 988. Οἱ ἑορτασμοί τῆς χιλιετηρίδος τοῦ ἐκχριστιανισμοῦ τῶν Ρώσων (988-1988) μέ πρωτοβουλία τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας καί μάλιστα στό Κίεβο, μέ διεκκλησιαστική ἀναγνώριση καί διεπιστημονική συμβολή, ἀποδεικνύουν ποῦ ὑπάγεται ἐκκλησιαστικά κατά κοινή παραδοχή τό Κίεβο. Διεκδίκησε τότε ἡ Κωνσταντινούπολη δικαιώματα ἐπί τῆς περιοχῆς τοῦ Κιέβου, ὥστε νά χρειασθεῖ νά πάρει τήν ἄδεια ὁ Πατριάρχης τῆς Μόσχας ἀπό τήν Κωνσταντινούπολη, καί οἱ ἄλλοι προκαθήμενοι, γιά νά μεταβοῦν στίς ἑορταστικές ἐκδηλώσεις στό Κίεβο;
Ὁποιαδήποτε Θρησκευτική Ἐγκυκλοπαιδεία καί ἄν ἀνοίξει κανείς ἤ τά σχετικά «Δίπτυχα» τῶν τοπικῶν ἐκκλησιῶν, πού παρουσιάζουν τήν διοικητική τους διάρθρωση ὡς καί τήν διοικητική διάρθρωση τῶν ἄλλων ἐκκλησιῶν, θά παρατηρήσει ὅτι ἡ Οὐκρανία διοικητικά καί κανονικά ὑπάγεται στήν Ἐκκλησία τῆς Ρωσίας. Ἔχει μέχρι τώρα καταγραφῆ ἤ ἀναγνωρισθῆ ὅτι ἡ Οὐκρανία ὑπάγεται στό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο; Στό Ἡμερολόγιο τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου τοῦ ἔτους 1998, πού ἔτυχε νά βρῶ γρήγορα στήν βιβλιοθήκη μου, καί στόν β´ τόμο (Διοικητικόν), στό κεφάλαιο «Αἱ λοιπαί αὐτοκέφαλοι Ἐκκλησίαι», καταχωρίζεται ὡς πρώτη ἡ Ἐκκλησία τῆς Ρωσίας, στήν ἀρίθμηση δέ τῶν μητροπολιτῶν της τήν πρώτη θέση κατέχει ὁ προκάτοχος τοῦ σημερινοῦ κανονικοῦ μητροπολίτου Ὀνουφρίου κυρός Βλαδίμηρος «Μητροπολίτης Κιέβου καί πάσης Οὐκρανίας μόνιμον μέλος τῆς Ἱερᾶς Συνόδου» τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρωσίας[1]. Στήν Ἐκκλησία τῆς Ρωσίας καταχωρίζονται καί ὅλοι οἱ ἄλλοι μητροπολίτες, ἀρχιεπίσκοποι καί ἐπίσκοποι τῶν ἐπαρχιῶν καί πόλεων τῆς Οὐκρανίας, οἱ θεολογικές σχολές τοῦ Κιέβου, τῆς Ὀδησσοῦ, ἡ περίφημη Λαύρα τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου, ἡ Λαύρα τοῦ Ποτσάεφ καί πλῆθος ἄλλο ἱδρυμάτων καί προσκυνημάτων. Τό ἴδιο συμβαίνει καί μέ τά «Δίπτυχα» τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος τοῦ 2018, τά ὁποῖα συναριθμοῦν τούς μητροπολίτας, ἀρχιεπισκόπους, ἐπισκόπους καί τίς πολυάριθμες ἐπαρχίες τῆς Οὐκρανίας στούς ἀνήκοντες στήν ἐκκλησιαστική δικαιοδοσία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρωσίας[2].
2. Μέ διαιρετικές σχισματικές δυνάμεις συντάσσεται τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο
Ἐπί τῇ βάσει λοιπόν καί μόνον αὐτῆς τῆς καταγεγραμμένης ἐπίσημα ἐκκλησιαστικῆς καταστάσεως, ἡ ὁποία μπορεῖ νά ἐνισχυθεῖ μέ πλῆθος ἄλλων ἐγγράφων, ἡ Οὐκρανία ἐκκλησιαστικά ἀπό τήν ἀρχή τῆς ἱστορίας τοῦ Χριστιανισμοῦ εἶναι ἀδιάσπαστα καί ἀχώριστα μέρος, στήν ἀρχή κορυφαῖο, τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρωσίας. Ἐπί μικρό χρονικό διάστημα, λόγω ἀνωμάλων ἱστορικῶν καταστάσεων καί ἐξωτερικῶν πιέσεων καί ἐπιβουλῶν ἔμεινε ὑπό τήν δικαιοδοσία τῆς Κωνσταντινούπολης, κάτω ἀπό τήν ὁποία ἄλλωστε ἦταν ἐπί αἰῶνες συνολικά καί ἡ ἐκκλησία τῆς Ρωσίας, ἑνωμένη μέ τό Κίεβο. Καί ὅταν ἐξέλιπαν αὐτές οἱ ἐξωτερικές πιέσεις καί ἐπιβουλές ἀπό τήν παπική τότε Δύση, μέσῳ τῆς Πολωνίας, Λιθουανίας καί ἄλλων σταυροφορικῶν καί οὐνιτικῶν δυνάμεων, ἐπανῆλθε ἐκεῖ πού ἐξ ἀρχῆς καί πάντοτε ἀνῆκε, στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τῆς Ρωσίας. Εἶναι κρῖμα πού τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο συντάσσεται σήμερα μέ τίς ἴδιες δυτικές δυνάμεις πού διήρεσαν τότε τήν Ἐκκλησία τῆς Ρωσίας καί προκάλεσαν διωγμούς τῶν Ὀρθοδόξων καί καταπατήσεις ἱερῶν χώρων, ὅπως ἑτοιμάζονται νά πράξουν καί τώρα οἱ Ἐθνικιστές Οὐκρανοί, καλυπτόμενοι ἀπό τόν οὐνίτη πρόεδρο τῆς Οὐκρανίας Ποροσένκο καί τούς φιλοπαπικούς σχισματικούς τῆς Οὐκρανίας.
3. Σκόπιμη παρερμηνεία καί ἀπόκρυψη ἐγγράφων. Ἑτοιμάζεται σχετική μελέτη.
Γιά τήν ἀναμφισβήτητη ἱστορικά δικαιοδοσία τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας ἐπί τῆς Οὐκρανίας ἑτοιμάζομε ἄρθρο μέ ὅλα τά ἱστορικά ἀποδεικτικά στοιχεῖα. Ἐπιστημονικά τό πράττομε αὐτό, διότι καί στήν πανεπιστημιακή μας σταδιοδρομία ὁ γράφων καί ἡ σύζυγός μου Χριστίνα Μπουλάκη - Ζήση (τώρα μοναχή Νεκταρία), ἐπίκουρη καθηγήτρια τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, στό γνωστικό ἀντικείμενο τῆς «Ἱστορίας τῶν Σλαβικῶν Ἐκκλησιῶν», ἔχομε ἐκτενῶς ἀσχοληθῆ μέ τήν ἱστορία τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας καί τίς σχέσεις της μέ τήν Ἐκκλησία τῆς Κωνσταντινούπολης, γι᾽ αὐτό ἐνοχλούμαστε καί λυπόμαστε, ὅταν παραποιεῖται ἡ ἱστορική ἀλήθεια. Δυστυχῶς ἡ Κωνσταντινούπολη, γιά νά δικαιολογήσει τήν ἀντικανονική εἰσπήδησή της στό ἔδαφος τῆς ἐκκλησιαστικῆς δικαιοδοσίας τῆς Οὐκρανίας, ἐπικαλεῖται δύο ἔγγραφα, ἀπό τίς δεκάδες ἄλλων ἐγγράφων, ἀπό τά ὁποῖα δῆθεν ἀποδεικνύεται ὅτι ἡ Οὐκρανία δέν παραχωρήθηκε ποτέ ὁριστικά στήν Ἐκκλησία τῆς Ρωσίας, οὔτε μέ τήν συνοδική πράξη τοῦ 1686, ἡ ὁποία ἐπιβεβαιώνει ὅτι δῆθεν ἡ Οὐκρανία παρέμεινε ὑπό τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο καί ὅτι ἡ παραχώρηση ἦταν προσωρινή. Πρόκειται γιά σκόπιμη παρερμηνεία καί παραμόρφωση τῶν ἐγγράφων, γιά «ἐπιστημονική» πληροφόρηση, ἡ ὁποία ὅμως στούς μή ἔχοντες ἐπαρκῆ ἱστορική γνώση δημιουργεῖ τήν ἐντύπωση ὅτι ἡ Κωνσταντινούπολη ἐπικαλεῖται δυνατά καί ἀτράνταχτα ἀποδεικτικά στοιχεῖα. Ἐμεῖς ἐπιστημονικά θά παρουσιάσουμε σέ ἄρθρο μας προσεχῶς ἄλλα ἔγγραφα πού ἀποκρύπτονται, ἀλλά καί θά διορθώσουμε τίς παρερμηνεῖες τῶν δύο ἐγγράφων. Ὡς μία πρώτη γεύση τῆς σκόπιμης χρήσης τῶν δύο ἐγγράφων παραθέτουμε τήν γνώμη τοῦ γνωστοῦ ἱστορικοῦ καί κανονολόγου καθηγητοῦ Βλ. Φειδᾶ, ὁ ὁποῖος καί στό σχετικό ἄρθρο του στή «Θρησκευτική καί Ἠθική Ἐγκυκλοπαιδεία» καί στό μεγάλο βιβλίο του «Ἐκκλησιαστική Ἱστορία τῆς Ρωσσίας (988-1988)» δέχεται ὅτι μέ τήν συνοδική πράξη τοῦ 1686 τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο ὑπήγαγε τήν Οὐκρανία στή δικαιοδοσία τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας. Γράφει ἐπί λέξει: «Τό 1686 ὑπεγράφη ρωσοπολωνική εἰρήνη, ἡ δέ Μικρά Ρωσία μετά τοῦ Κιέβου περιῆλθεν εἰς τήν Μόσχαν. Αἱ ἐπαρχίαι Λούτσκ, Λβώφ, Πρεμύσλ καί Μογκίλεφ ἀπέκτησαν θρησκευτικήν ἐλευθερίαν... Τέλος ὁ πατριάρχης Διονύσιος ὑπήγαγε τήν Μητρόπολιν Κιέβου ὑπό τήν δικαιοδοσίαν τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας (1687)»[3]. Καί ἐμεῖς, σέ ἀνύποπτο χρόνο, σέ μελέτη μας μέ τίτλο «Τό Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον καί ἡ Ἐκκλησία τῆς Ρωσίας» γράφαμε ὅτι «μετά τήν ἐπί τῆς Πολωνίας νίκην τῶν Ρώσων τό 1654 καί τήν ἐνσωμάτωσιν τῆς Οὐκρανίας εἰς τήν Ρωσίαν συνεδέθη καί πάλιν τό Κίεβον μέ τήν Μόσχαν καί ἀποκατεστάθη ἡ ἑνότης μέ ἔγκρισιν τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου» (1686)[4].
4. Μητέρα Ἐκκλησία τῆς Οὐκρανίας εἶναι τώρα ἡ Μόσχα. Ἡ Κωνσταντινούπολη ἦταν στό παρελθόν.
Δέν εἶναι ἀληθές ἐπίσης ὅτι τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο εἶναι ἡ μητέρα τῆς Ἐκκλησίας τῆς Οὐκρανίας καί ἑπομένως ὡς μητέρα Ἐκκλησία ἔχει τό δικαίωμα νά χορηγεῖ αὐτοκεφαλία στίς ἐκκλησίες πού ἐγέννησε, ὅπως χορήγησε αὐτοκεφαλία στίς ἐκκλησίες τῆς Ρωσίας, τῆς Ἑλλάδος, τῆς Ρουμανίας, τῆς Σερβίας, τῆς Βουλγαρίας, τῆς Ἀλβανίας. Εἶχε τό δικαίωμα, μέχρις ὅτου μία θυγατέρα ἐκκλησία γίνει αὐτοκέφαλη, ὁπότε δέν εἶναι πλέον θυγατέρα, ἀλλά ἀδελφή Ἐκκλησία, ἰσότιμη κατά πάντα μέ τήν Ἐκκλησία ἀπό τήν ὁποία προῆλθε, ἡ ὁποία δέν δικαιοῦται πλέον νά ἐπεμβαίνει στά ἐσωτερικά της· ὅταν τό πράττει, διαπράττει τό βαρύ κανονικό παράπτωμα τῆς εἰσπήδησης σέ ξένη ἐκκλησιαστική δικαιοδοσία. Ἡ Ἐκκλησία τῆς Ρωσίας συνολικά, μαζί μέ τά ἐδάφη τῆς σημερινῆς Οὐκρανίας, εἶχε μητέρα τήν Κωνσταντινούπολη μέχρι τήν ἀνακήρυξη τῆς αὐτοκεφαλίας της καί τήν χειραφέτησή της τό 1448, χωρίς τήν συγκατάθεση τῆς Κωνσταντινούπολης, ἡ ὁποία ὅμως συνοδικά τό 1593 καί μέ συμμετοχή τῶν ἄλλων πατριαρχῶν τῆς Ἀνατολῆς ὕψωσε στήν πατριαρχική ἀξία καί τιμή τήν μητρόπολη Μόσχας, σέ θέση δηλαδή πατριαρχείου, καί ἀνεγνώρισε τήν αὐτοκεφαλία της. Προσωρινή ἦταν ἡ διαίρεση τῆς ἑνιαίας καί ἀδιαίρετης Ἐκκλησίας τῆς Ρωσίας μέ τό νά παραμείνει τό Κίεβο γιά κάποιο διάστημα ἀνεξάρτητη μητρόπολη μέ ἐνέργειες μάλιστα τοῦ οὐνίτη πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Γρηγορίου Μάμα, ὑποστηρικτῆ τῆς ψευδοσυνόδου Φερράρας Φλωρεντίας, ὁ ὁποῖος χειροτόνησε μητροπολίτη Κιέβου τόν Οὐνίτη ἐπίσης Βούλγαρο Γρηγόριο καί ἔθεσε τίς βάσεις τῆς ἐξάπλωσης τῆς Οὐνίας στήν Οὐκρανία, μέχρις ὅτου τό 1686 ἐπανενώθηκε, ὅπως εἴπαμε, ἡ Οὐκρανία μέ τήν Ρωσική Ἐκκλησία καί παραμένει ἔκτοτε ἀδιατάρακτα ἐπί τρεῖς αἰῶνες τμῆμα τῆς αὐτοκέφαλης ἐκκλησίας τῆς Ρωσίας. Τήν Οὐνία ἐνισχύει καί πάλι, ὅπως ὁ Γρηγόριος Μάμας, μέ τίς ἐνέργειές του ὁ πατριάρχης Βαρθολομαῖος.
5. Κακό προηγούμενο ἡ Οὐκρανία γιά τήν αὐτοκεφαλία τῶν Σκοπίων. Ἀνησυχεῖ ἡ ἐκκλησία τῆς Σερβίας.
Μέ τό ἴδιο σκεπτικό θά μποροῦσε νά ἰσχυρισθεῖ ὁ Οἰκουμενικός πατριάρχης ὅτι καί ἡ σχισματική ἐκκλησία τῶν Σκοπίων ἀνήκει στή δική του δικαιοδοσία καί ὄχι στήν δικαιοδοσία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Σερβίας, ἀφοῦ καί ἡ Ἐκκλησία τῆς Σερβίας καί ἡ περιοχή τῶν Σκοπίων ὑπήγοντο κάποτε στήν δικαιοδοσία τῆς Ἐκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως. Ποῦ ὑπαγόταν ὅμως τά Σκόπια μέχρι τήν σχισματική τους ἀπεξάρτηση ἀπό τήν Ἐκκλησία τῆς Σερβίας; Δέν ὑπαγόταν στήν αὐτοκέφαλη Ἐκκλησία τῆς Σερβίας; Καί δέν θά ἀποτελέσει εἰσπήδηση σέ ξένο ἐκκλησιαστικό ἔδαφος ἡ ἀνάμειξη τῆς Κωνσταντινούπολης σέ παραχώρηση αὐτοκεφαλίας στούς σχισματικούς τῶν Σκοπίων, ὅπως ἀνησυχοῦν οἱ ἐκκλησιαστικοί ἡγέτες τῆς Ἐκκλησίας τῆς Σερβίας, καί ἀντιτίθενται στό κακό τετελεσμένο πού θά δημιουργηθεῖ στήν Οὐκρανία; Μπορεῖ πραξικοπηματικά νά ἐπεμβαίνει ἡ Κωνσταντινούπολη σέ κανονικά ἐδάφη αὐτοκεφάλων ἐκκλησιῶν, ἐπειδή κάποτε αὐτές ἀνῆκαν στή δικαιοδοσία της; Ἀκόμη καί ἄν ἱστορικά παραβλέψουμε τό γεγονός ὅτι τό Κίεβο, ἡ Οὐκρανία ἀπό τήν ἀρχή ἦταν μέρος καί μέλος ἀδιάσπαστο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρωσίας, δέν φθάνουν οἱ τρεῖς καί πλέον αἰῶνες, ἀπό τό 1686 μέχρι σήμερα πού ὑπάγεται κανονικά στήν αὐτοκέφαλη Ἐκκλησία τῆς Ρωσίας, γιά νά ἀποτρέψουν τήν εἰσπήδηση στό κανονικό της ἔδαφος;
6. Τό αὐτοκέφαλο στήν Οὐκρανία θά βλάψει τήν Κωνσταντινούπολη. Ἑλλάδα καί Ἀμερική θά ἐπωφεληθοῦν.
Ἡ εἰσπήδηση τῆς Κωνσταντινούπολης στήν Οὐκρανία ἀνοίγει τόν ἀσκό τοῦ Αἰόλου μέ ἀπρόβλεπτες κακές συνέπειες γιά τήν ἴδια τήν Κωνσταντινούπολη. Άσφαλῶς ἡ Οὐκρανία ὡς ἀνεξάρτητο κράτος ἐπιδιώκει νά ἔχει καί ἀνεξάρτητη αὐτοκέφαλη ἐκκλησία, καί δέν θά ἦταν ἱστορικά καί κανονικά παράλογο οἱ Ὀρθόδοξοι τῆς Οὐκρανίας νά ὑποβάλουν σχετικό αἴτημα, ἀρκεῖ αὐτό νά γίνει μέ τόν κανονικό τρόπο καί τήν συναίνεση τῶν ἄλλων ἐκκλησιῶν. Ἡ κανονική ἀρχή «τά ἐκκλησιαστικά τοῖς πολιτικοῖς συμμεταβάλλεσθαι εἴωθε» ἔχει διαχρονική ἰσχύ καί ἴσχυσε σέ ὅλες σχεδόν τίς περιπτώσεις χορηγήσεως αὐτοκεφαλίας σέ περιοχές πού ἀπέκτησαν τήν πολιτική ἀνεξαρτησία τους. Μέ βάση αὐτή τήν ἀρχή οἱ περιοχές τῆς Ἑλλάδος πού ἐνσωματώθηκαν στό ἑλληνικό κράτος ἐδῶ καί περισσότερο ἀπό ἕνα αἰώνα, ἀπό τό 1912, πρέπει νά ἐνταχθοῦν στήν αὐτοκέφαλη Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, ἄν ἰσχύει ἡ ἀρχή «ἀνεξάρτητο ἑνιαῖο κράτος σημαίνει καί ἀνεξάρτητη αὐτοκέφαλη ἑνιαία ἐκκλησία». Ἔτσι ἡ ἡμιαυτόνομη ἐκκλησία τῆς Κρήτης, οἱ μητροπόλεις τῆς Δωδεκανήσου καί τό Ἅγιον Ὄρος, πού ἐξακολουθοῦν νά ὑπάγονται στό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, μολονότι ἀνήκουν ἐδαφικά στήν Ἑλλάδα, θά πρέπει νά ἐνσωματωθοῦν στήν αὐτοκέφαλη Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, ὅπως ἔγινε μέ τά Ἑπτάνησα τό 1864. Τό ἴδιο ἰσχύει καί γιά τίς κακῶς ἀκόμη λεγόμενες «Νέες Χῶρες», πού τώρα μετά ἀπό ἕναν αἰώνα ἔγιναν «Παλαιές». Πρέπει νά παύσει ἡ Κωνσταντινούπολη νά τίς διεκδικεῖ ἀπό τήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος καί νά θεωρεῖ τούς ἐκλεγόμενους ἀρχιερεῖς ἀπό τήν Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἐλλάδος ὡς ἀρχιερεῖς τῆς Ἐκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως. Καί ἡ μεγάλη Ἀμερική ἐπίσης εἶναι ἀνεξάρτητο καί ἑνιαῖο κράτος· καί ὅμως ἡ συζήτηση γιά αὐτοκεφαλία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἀμερικῆς, πού ἄρχισε καί συνεχίζεται, προκαλεῖ ὀργή καί ἀπειλές γιά ὅσους τό προτείνουν στήν Κωνσταντινούπολη, ἡ ὁποία ἀνοίγει τόν δρόμο μόνη της μέ τό αὐτοκέφαλο τῆς Οὐκρανίας γιά δυσμενεῖς εἰς βάρος της ἐξελίξεις.
7. Προκαλεῖ διαιρέσεις καί σχίσματα ἡ Κωνσταντινούπολη. Νά διορθώσει τήν πορεία της.
Τό χειρότερο ὅλων εἶναι ὅτι ἡ Κωνσταντινούπολη, τῆς ὁποίας ὁ ἀναγνωρισμένος ἀπό ὅλους συντονιστικός ρόλος ἀποσκοπεῖ στήν ἐξασφάλιση τῆς ἑνότητος τῶν Ὀρθοδόξων, προκαλεῖ ἡ ἴδια διαιρέσεις καί σχίσματα καί ἔτσι ὑπονομεύει καί τορπιλίζει μόνη της αὐτόν τόν ρόλο, καί, ὅπως γράψαμε σέ ἄλλη εὐκαιρία, πριονίζει ἡ ἴδια τό ψηλό κλαδί, τήν ὑψηλή θέση πάνω στήν ὁποία τήν ἀνέβασαν οἱ Ἱεροί Κανόνες καί ἡ ἐκκλησιαστική Παράδοση. Διήρεσε τήν Ἐκκλησία μέ τήν ψευδοσύνοδο τῆς Κρήτης, στήν ὁποία δέν ἔλαβαν μέρος τέσσερις ἐκκλησίες πού ἐκπροσωποῦν περισσότερους ἀπό τούς μισούς Ὀρθοδόξους πιστούς καί τήν ὁποία δέν ἀποδέχονται καί μέλη τῶν ἐκκλησιῶν πού ἔλαβαν μέρος, κληρικοί καί λαϊκοί, οἱ ὁποῖοι ἀποτειχιζόμενοι διακόπτουν τήν μνημόνευση τῶν ὀνομάτων τῶν οἰκείων ἐπισκόπων. Τήν διαιρεῖ καί πάλι μέ τήν ἀντικανονική της εἰσπήδηση στήν Οὐκρανία, ἀνατρέπουσα τήν ὁμοφωνία καί συμφωνία πού εἶχε ἐπιτευχθῆ κατά τίς προσυνοδικές συζητήσεις γιά τό θέμα τοῦ αὐτοκεφάλου. Σύμφωνα μέ αὐτές ἡ ἐπιθυμοῦσα τό αὐτοκέφαλο ἐκκλησία ὑποβάλλει τό αἴτημα πρός τήν «μητέρα Ἐκκλησία» καί, ἐφ᾽ ὅσον αὐτή τό ἀποδεχθεῖ, διαβιβάζεται πρός τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, τό ὁποῖο ἀναλαμβάνει νά διασφαλίσει τήν πανορθόδοξη συναίνεση. Ὅταν καί αὐτή ἐξασφαλισθεῖ, ἑτοιμάζεται ὁ τόμος γιά τήν χορήγηση τοῦ αὐτοκεφάλου. Τώρα οὔτε σχετικό αἴτημα ἔχει ὑποβληθῆ ἀπό τήν κανονική Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τῆς Οὐκρανίας. Οὔτε ἡ «μητέρα Ἐκκλησία» τῆς Ρωσίας συμφωνεῖ μέ τήν χορήγηση τοῦ αὐτοκεφάλου. Ἡ προσπάθεια τῆς Κωνσταντινούπολης νά ἐμφανισθεῖ ὡς «μητέρα Ἐκκλησία» δέν εἶναι πειστική, ἀφοῦ καί μετά τό 1686 πού ἐπανεντάχθηκε ἡ Οὐκρανία στήν Ἐκκλησία τῆς Ρωσίας πέρασαν τρεῖς καί πλέον αἰῶνες, κατά τούς ὁποίους μέχρι σήμερα ἀνήκει στήν Ἐκκλησία τῆς Ρωσίας, ὅπως αὐτό ἀναγνωρίζεται ἀπό ὅλες τίς ἐκκλησίες. Ἡ ἴδια ἡ Κωνσταντινούπολη μέχρι προσφάτως ἀναγνωρίζει τόν μητροπολίτη Ὀνούφριο ὡς κανονικό μητροπολίτη τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρωσίας καί διαβεβαίωνε προσυνοδικά ὅτι δέν θά θέσει ποτέ θέμα αὐτοκεφαλίας τῆς Οὐκρανίας. Ἀλλά ἀκόμη καί ἄν δεχθοῦμε καί νομιμοποιήσουμε τήν κλοπή τοῦ ὀνόματος τῆς «μητέρας Ἐκκλησίας» πού κάνει ἡ Κωνσταντινούπολη, παρερμηνεύουσα σχετικά ἔγγραφα, εὑρίσκεται πάλιν ἐκτεθειμένη, διότι δέν τῆς ἔχει ὑποβληθῆ σχετικό αἴτημα ἀπό τήν κανονική Ἐκκλησία τῆς Οὐκρανίας, τῆς ὑπό τόν μητροπολίτη Ὀνούφριο. Οἱ σχισματικοί καί οἱ Οὐνίτες δέν ἀνήκουν στήν Ἐκκλησία καί δέν ἔχουν κανένα κανονικό δικαίωμα, πρίν ἐπιστρέψουν καί ἐνσωματωθοῦν στήν κανονική Ἐκκλησία. Οὔτε ἐπίσης ἔχει ἐξασφαλισθῆ ἡ συναίνεση τῶν τοπικῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν στήν πλειονότητά τους, ἀφοῦ μόνον ἐλάχιστες ἑλληνόφωνες ἐκκλησίες μέ ἐθνοφυλετικά κριτήρια, θά συμφωνήσουν σιωπηρά μέ τήν Κωνσταντινούπολη, γιατί δέν τολμοῦν φανερά νά ἀντιταχθοῦν πρός τήν ἱστορική ἀλήθεια.
Τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο γιά πρώτη φορά στά νεώτερα χρόνια φαίνεται τόσο ἀποδυναμωμένο καί ἀπομονωμένο ἐκκλησιαστικά. Ὡς παλαιός κληρικός, συνεργάτης καί σύμβουλος τῆς Ἐκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως λυποῦμαι γι᾽ αὐτήν τήν ἐξέλιξη, μολονότι ἔχω εἰσπράξει πικρίες καί διώξεις ἐπειδή διαφωνῶ μέ ἐπικίνδυνες πρωτοβουλίες του. Ἔπρεπε οἱ τωρινοί του σύμβουλοι νά ἀποτρέψουν αὐτήν τήν πορεία πρός τίς διαιρέσεις, τά σχίσματα καί τήν ἀπομόνωση. Ὑπάρχει ἀκόμη καιρός πρίν ἀπό τό τελικό βῆμα.
[1]. Βλ. σελ. 1231.
[2]. Βλ. σελ. 1256.
[3]. Βλ. Φειδα, «Ρωσική Ἐκκλησία», Θ.Η.Ε. 10, 1043. Τοῦ αὐτοῦ, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία τῆς Ρωσσίας (988-1988), Ἔκδ. Ἀποστολική Διακονία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Ἀθῆναι 1988, σελ. 273-274.
[4]. Θεοδωρου Ζηση, Καθηγητοῦ Πανεπιστημίου, Κωνσταντινούπολη καί Μόσχα, Θεσσαλονίκη 1989, σελ. 31. Ἡ μελέτη παρουσιάσθηκε ὡς εἰσήγηση στό Διεθνές Σεμινάριο πού ὀργάνωσε στό Chambésy τῆς Γενεύης τό Ὀρθόδοξο Κέντρο τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου τόν Μάϊο τοῦ 1988. Τό θέμα τοῦ Σεμιναρίου: «Ρωσία. Χίλια χρόνια χριστιανικοῦ βίου».