ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΓΡΑΦΕΙΟ ΕΠΙ ΤΩΝ ΑΙΡΕΣΕΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ
ΠΑΡΑΘΡΗΣΚΕΙΩΝ
Εν Πειραιεί τη 18η Οκτωβρίου 2018
Ωστόσο το φαινόμενο της νόθης πνευματικότητος δεν απουσιάζει δυστυχώς και από τον Ορθόδοξο εκκλησιαστικό χώρο. Και ακριβώς μια τέτοια περίπτωση, με πολύ πόνο ψυχής και συνοχή καρδίας, ερχόμαστε να επισημάνουμε στην παρούσα ανακοίνωσή μας με σκοπό την έγκαιρη ενημέρωση και προφύλαξη του πιστού λαού του Θεού. Πρόκειται για την μοναχή ονόματι Γαβριηλία Παπαγιάννη (1897-1992), της οποίας τον βίο, τις δήθεν ιεραποστολικές δραστηριότητες και την διδασκαλία δημοσιεύει σε ογκώδες βιβλίο, (500 σελίδων περίπου), κάποια άλλη μοναχή, προφανώς υποτακτική της, ονόματι και αυτή Γαβριηλία με τίτλο: «Η Ασκητική της αγάπης». Το εν λόγω βιβλίο μελέτησε ενδελεχώς ο π. Βασιλειος Σπηλιόπουλος, ο οποίος στη συνέχεια δημοσίευσε μια ευστοχότατη και απόλυτα τεκμηριωμένη κριτική με τίτλο: «Κρίσεις και σχόλια στο περιεχόμενο του βιβλίου ‘Ασκητική της αγάπης’». Την κριτική προλογίζει ο αρχ. π. Σαράντης Σαράντος. Η πνευματική ζημία που προήλθε από την κυκλοφορία του βιβλίου αυτού είναι ανυπολόγιστη, δεδομένου ότι σήμερα διανύει την 13η έκδοσή του και έχει ήδη χρησιμοποιηθεί σε πολλές ενορίες ως εγχειρίδιο κατηχητικών σχολείων. Στις γραμμές που ακολουθούν θα προχωρήσουμε σε ένα σύντομο σχολιασμό του βιβλίου, αφού προηγουμένως παραθέσουμε μερικά βιογραφικά στοιχεία της εν λόγω μοναχής.
Η Γερόντισσα Γαρβιηλία γεννήθηκε στις 15 Οκτωβρίου του 1897 στην Κωνσταντινούπολη από εύπορους γονείς. «Ήταν το τέταρτο και το τελευταίο παιδί της οικογενείας. Από τα αδέλφια της η μεγάλη, η Βασιλική, ήταν εκείνη που της πρωτομίλησε για τον Θεό. Μαζί με τα παραμύθια που της διάβαζε, της έλεγε ιστορίες από το Ευαγγέλιο και την Παλαιά Διαθήκη». (Ιστ. «Διακόνημα»). Σπούδασε Γεωπονία στην Ελβετία, αλλά είχε αναπτύξει με τα φυτά «μεταφυσική σχέση», αφού «κυριολεκτικά μέχρι το τέλος της ζωής της «μιλούσε» μαζί τους και λες κι έβλεπες κάθε φορά την ανταπόκριση τους» (όπου ανωτ.). Μετά το θάνατο της μητέρας της το 1954 πήγε ως ιεραπόστολος στην Ινδία, την οποία αγάπησε με πάθος. Αλλά, στην αχανή αυτή χώρα, όπου έμεινε 5 χρόνια, εργάστηκε περισσότερο φιλανθρωπικά, παρά ιεραποστολικά, αφού «ποτέ δεν μιλούσε σε άλλους για τον Χριστό, αν δεν της το ζητούσαν οι ίδιοι» (όπου ανωτ.)! Επίσης εκεί γνωρίστηκε και ανέπτυξε φιλίες με την «μητέρα Τερέζα, Sivananda, Baba Amte» (όπου ανωτ.) και γνωστούς γκουρού του Ινδουισμού και του Βουδισμού, τους οποίους μνημονεύει στο σύγγραμμά της η υποτακτική της.
Από την μελέτη της κριτικής του π. Βασιλείου και ιδιαιτέρως των αποσπασμάτων του βιβλίου, διαπιστώσαμε ότι στο εν λόγω βιβλίο κυριαρχεί από την αρχή ως το τέλος το στοιχείο του θρησκευτικού συγκρητισμού και του Διαθρησκειακού Οικουμενισμού, ενώ παράλληλα ακυρώνεται η μοναδικότητα του Θεανδρικού προσώπου του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, ο Οποίος ισοπεδώνεται και τοποθετείται στο ίδιο επίπεδο με τους άλλους αρχηγούς θρησκειών. Παράλληλα μέσω λόγων και πράξεων της Γερόντισσας γίνεται μια έντεχνη και μεθοδική προσπάθεια έμμεσης προβολής των βασικών δογματικών διδασκαλιών του Ινδουϊσμού και του Γκουρουϊσμού και των πρακτικών του. Σύμφωνα με μια γενική εκτίμηση του συγγραφέως της κριτικής, «το βιβλίο αυτό στοχεύει στην προώθηση του λαϊκού Οικουμενισμού, στην προώθηση δηλαδή ανάμεσα στους απλούς Ορθοδόξους Χριστιανούς, κληρικούς και λαϊκούς, της διδασκαλίας ότι όλες οι θρησκείες κατέχουν μέρος της αληθείας και συνεπώς, όχι μόνο δεν δικαιούμεθα να απορρίπτουμε τις διάφορες διδασκαλίες τους, αλλά έχουμε χρέος ιερό να τις αποδεχθούμε, ώστε να φθάσουμε κάποτε στην επιθυμητή, για τους φορείς αυτής της ιδέας, ένωση όλων των θρησκειών σε μία. Αποτελεί, άρα, πράξη μίσους, φανατισμού η ‘φονταμενταλισμού’, κατά τη μοντέρνα ορολογία, και μισαλλοδοξίας η εμμονή στα δόγματα, τους κανόνες και τις παραδόσεις της Εκκλησίας μας και η απόρριψη των υπολοίπων ομολογιών και δοξασιών, φαινόμενο που, κατά τη συγγραφέα, οφείλεται σε διάφορα κόμπλεξ και φοβίες που μας διακατέχουν», (σελ.4). Ο συγγραφέας της κριτικής, προκειμένου να τεκμηριώσει το παρά πάνω γενικό συμπέρασμα, παραθέτει στη συνέχεια ένα πλήθος περιπτώσεων λόγων και πράξεων της Γερόντισσας, (με πλήθος παραπομπών), που αποδεικνύουν «την ύπαρξη ενός ανελέητου και νεοεποχίτικου συγκρητισμού, όσο και τις πλάνες των ανατολικών θρησκειών, οι οποίες είναι διάσπαρτες σ’ όλο το βιβλίο, ‘μεταμφιεσμένες’ επιμελώς σε Ορθόδοξη πνευματικότητα», (σελ.4).
Πιο συγκεκριμένα:
Γίνεται αναφορά «σε πάμπολλους αλλοθρήσκους και ετεροδόξους φίλους της Γερόντισσας, με τους οποίους διατήρησε σχέσεις σ’ όλη της τη ζωή, χωρίς ωστόσο να τους μεταστρέψει, ή έστω να καταβάλει την παραμικρή προσπάθεια. Αντίθετα, τους θεωρεί συχνά και ως αγίους (π.χ. σελ. 212 και 407) ή υπόδειγμα χριστιανών (σ. 72) και γι’ αυτό συνομιλεί μαζί τους για τον Θεό, (για ποιό Θεό άραγε;)», (σελ.4).
Γίνεται αναφορά για «τη στενή σχέση της Γερόντισσας με την αίρεση των Κουακέρων», (σελ.5). Οι Κουάκεροι είναι μέλη μιας Χριστιανικής Αντιτριαδικής Ομολογίας που φέρει την ονομασία «Θρησκευτική Κοινωνία των Φίλων» και ιδρύθηκε τον 17ο αιώνα στην Αγγλία από έναν περιπλανώμενο ιεροκήρυκα, τον Τζορτζ Φοξ. Κατά τον συγγραφέα της κριτικής «το έργο τους, [των Κουακέρων], στη Θεσσαλονίκη διαφημίζεται ως σπουδαίο, ενώ η ίδια, [η Γερόντισσα], κατέχει θέση διευθύντριας στη σχολή τους, αλλά και διδασκάλου του Ευαγγελίου. Ποιός αφελής θα μπορούσε ποτέ να πιστεύσει, πως αν οι απόψεις της και η ερμηνεία που έδιδε στο Ευαγγέλιο δεν ταυτίζονταν απόλυτα μ’ αυτές της αιρέσεως, θα της εμπιστεύονταν τις δύο αναμφισβήτητα πιο ευαίσθητες θέσεις σε τέτοια αντιτριαδική αίρεση; Παράλληλα, δίδεται στον αναγνώστη η εσκεμμένη εντύπωση πως οι Κουάκεροι είναι ομάδα Ορθοδόξων χριστιανών με σπουδαίο μάλιστα έργο και δραστηριότητες, εντύπωση εσφαλμένη και άκρως επικίνδυνη, ακόμα και προσηλυτιστική».
Επίσης στο κρινόμενο βιβλίο, (σελ. 50-51), «γίνεται σύγκριση γκουρουϊστικών τεχνικών με Ορθόδοξες απόψεις. Θεωρεί δηλαδή η Γερόντισσα πως στον Ορθόδοξο Μοναχισμό, όπως και στον Ινδουϊστικό, είναι σύνηθες φαινόμενο η προσπάθεια του ασκητού να γίνεται αόρατος από τούς ανθρώπους, πράγμα εντελώς ξένο και άγνωστο στη δική μας ασκητική παράδοση. Στη σελ. 53 συγκρίνεται και η ινδουϊστική με την Ορθόδοξη λατρεία, χωρίς να απουσιάζει από τον κατάλογο των ‘ομοιοτήτων’ και η διαρκής επίκληση του ονόματος του Θεού, που δήθεν υπάρχει και στις δύο λατρείες, με μοναδική διαφορά το όνομα του Θεού, που ο ασκητής επικαλείται. Φυσικά, η διαφορά είναι πολύ πιο ουσιαστική, ενώ έντεχνα περνά και πάλι το μήνυμα ότι όλες οι θρησκείες έχουν την αλήθεια, με μόνη διαφορά το όνομα, που προσδίδουν στο Θείο», (σελ.6). Μ’ ένα ιδιαίτερο τρόπο παραλληλίζονται η νοερά προσευχή με τη γιόγκα και τον διαλογισμό και με έμφαση τονίζονται οι εξωτερικές ομοιότητες μεταξύ των δύο αυτών πρακτικών.
Παρά κάτω γίνεται λόγος για την προσκύνηση των τζαμιών και ότι αυτή «δεν αντιβαίνει στο πνεύμα του βιβλίου, αφού οι Μουσουλμάνοι, οι Ινδουϊστές αλλά και οι Εβραίοι έχουν τον Θεό μέσα τους και οδηγούνται από το ίδιο πνεύμα του Θεού, όπως η ίδια η Γαβριηλία υποστηρίζει», (σελ.6). Συγκεκριμένα γράφεται επί λέξει: «Μου έλεγαν πολλές φορές: Γιατί θεωρείς τους Ινδούς σαν δικούς σου, ή τους Μουσουλμάνους, ή τους Εβραίους; Μα γιατί εγώ βλέπω τον ίδιο τον Χριστό μέσα τους, που ίσως συνειδητά δεν τον γνώρισαν ακόμα…Και έβλεπα πολλούς από αυτούς με τις πράξεις τους να κάνουν αυτό που τους οδηγούσε να κάνουν το πνεύμα του Θεού…», (σελ. 325).
Παρά κάτω αναφέρει ένα ακόμη παράδειγμα θρησκευτικού συγκρητισμού: Η συγγραφέας του βιβλίου θέλει να περάσει το μήνυμα ότι «εκείνο που σώζει είναι η λιτότητα, η πτωχεία και η στενή οδός, η οποία όμως, συγκεκαλυμμένα παρακάτω, βιώνεται και στα ορθόδοξα μοναστήρια και στα Άσραμ», (σελ. 7). Γράφεται επί λέξει: «Μα το είπε ο Κύριος. Στενή η οδός η άγουσα στην αλήθεια…Και με πήγε με το χέρι του. Και πάλι την άλλη μέρα αλλού και αλλού, στο νοσοκομείο ενός μεγάλου κοινοβίου με μοναχούς, όπου και εκεί ήταν όλα λιτά, όπως στα δικά μας μοναστήρια…» (σελ. 245-246).
Παρά κάτω, (σελ.9), επισημαίνει ότι στο βιβλίο (σελ. 288), «παρερμηνεύεται η αγάπη που οφείλουμε προς όλους και προβάλλεται η Γερόντισσα ως ομολογήτρια της πίστεως, ενώ όσοι διαφωνούν ονομάζονται διώκτες της αγάπης» και θεωρούνται ως φανατικοί, φονταμενταλιστές, φοβισμένοι, άπιστοι, μισαλλόδοξοι κ.λ.π. Προβάλλεται δηλαδή η γνωστή, οικουμενιστικού τύπου αγάπη, εν ονόματι της οποίας αποκρύπτεται η εν Χριστώ αλήθεια, τοποθετείται στο ίδιο επίπεδο με το ψεύδος των θρησκειών του κόσμου, ενώ παράλληλα καταβάλλεται προσπάθεια να έρθουν σε κοινωνία «αγάπης» η αλήθεια με το ψεύδος, το φως με το σκότος, αγνοώντας τον λόγο του αποστόλου: «μη γίνεσθε ετεροζυγούντες απίστοις, τις γαρ μετοχή δικαιοσύνη και ανομία; τις δε κοινωνία φωτί προς σκότος;», (Β΄ Κορ.6,14).
Παρά κάτω, (σελ.10), κάνει λόγο για την αντιστροφή των χριστιανικών όρων, που είναι ένα από τα πιο χαρακτηριστικά γνωρίσματα της ιδεολογίας της Νέας Εποχής και ότι αυτό το φαινόμενο της αντιστροφής το συναντούμε συχνά στο κρινόμενο βιβλίο. Γράφει: «Παίρνουν π.χ. τον όρο προσευχή και τον ταυτίζουν με το περιεχόμενο του όρου διαλογισμός για να ελκύσουν τα ανυποψίαστα θύματά τους ευκολώτερα, κάμπτοντας πιθανούς ενδοιασμούς και παρασύροντας, ει δυνατόν, και τους εκλεκτούς, αφού γίνεται λόγος για χριστιανικές αρετές και μεθόδους. Το φαινόμενο της αντιστροφής είναι πολύ σύνηθες και στο βιβλίο αυτό. Με έξυπνο ομολογουμένως τρόπο, ετοιμάζεται ο αναγνώστης να δεχθεί την ινδουϊστική φιλοσοφία και ζωή, εφόσον μάλιστα παρουσιάζεται ως γνήσια μορφή Ορθοδόξου πνευματικότητος, κατηχείται και σταδιακά μυείται, ακουσίως μάλιστα, σ’ αυτήν και κινδυνεύει να απομακρυνθεί από τη ζωή της Εκκλησίας, ή να παραμείνει τυπικά σ’ αυτή, προσκυνώντας άλλους θεούς, δαίμονες στην πραγματικότητα, που θα αποκτούν αυξανόμενη εξουσία πάνω του, αποξενώνοντάς τον από τη Θεία Χάρη και αμαυρώνοντάς του τον χιτώνα του Βαπτίσματος», (σελ.10).
Παρά κάτω, (σελ. 13), στο κεφάλαιο περί της ολιστικής θεωρήσεως του κόσμου, που ως γνωστόν αποτελεί βασικό δόγμα της Νέας Εποχής, αποδεικνύει ότι η Γερόντισσα ήταν βαθιά διαποτισμένη από την πεπλανημένη αυτή διδασκαλία. Γράφει: «Ίσως και πάλι φαντάζουν υπερβολικές οι σκέψεις μας σε μερικούς. Αυτοί όμως ας μας εξηγήσουν γιατί η Γερόντισσα μας παροτρύνει: ‘Αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου εξ’ όλης της ψυχής και εξ’ όλης της καρδίας σου και εξ’ όλης της διανοίας σου’ και σπεύδει να επεξηγήσει: ‘το σύμπαν δηλαδή’; (σελ. 199). Άρα, κατ’ αυτήν, ταυτίζεται το σύμπαν με τον Θεό, η κτίσις με τον Κτίσαντα, γεγονός που αποδεικνύει την υιοθέτηση εκ μέρους της της ολιστικής θεωρήσεως του κόσμου».
Για να μην μακρηγορούμε, ο π. Βασίλειος αναφέρει στη συνέχεια πάμπολλες περιπτώσεις από το κρινόμενο βιβλίο, όπου αποδεικνύει ότι η Γερόντισσα προβάλλει ξεκάθαρα νεοεποχίτικες ιδέες και πρακτικές, ως δήθεν Ορθόδοξες, όπως είναι η χορτοφαγία, η γλωσσολαλιά, η Yama, η ανυπαρξία και η νέκρωση, ο διαλογισμός, η θετική σκέψη, η συμπαντική ενέργεια, αλλά και η προβολή πολλών δεισιδαιμονικών πρακτικών. Επιστέγασμα όλων αυτών ο ισχυρισμός της ότι είχε και «ιαματικό χάρισμα», «θεραπεύοντας» με τα χέρια της, τα οποία «έκαιγαν και κοκκίνιζαν τάχα από το Άγιο Πνεύμα».
Περαίνοντας την αναφορά μας, θέλουμε να συγχαρούμε τον π. Βασίλειο για την άριστη κριτική παρουσίασή του και να επισημάνουμε στον πιστό λαό του Θεού, ότι το εν λόγω βιβλίο περιέχει πλάνες, που προέρχονται από τον χώρο της παναιρέσεως του Οικουμενισμού με έντονο το στοιχείο του θρησκευτικού συγκρητισμού. Ως εκ τούτου είναι μεγάλος ο κίνδυνος, από ενδεχόμενη ανάγνωσή του, να αλλοιωθεί το Ορθόδοξο φρόνημά των πιστών και να παρασυρθούν σε συγκρητιστικές θεωρίες και αντιλήψεις, που θα τους οδηγήσουν μακριά από την σωστική αγκαλιά της Εκκλησίας μας, στην οποία, και μόνον, υπάρχει σωτηρία, ενώ έξω από αυτή υπάρχει ο όλεθρος και η καταστροφή. Ο κίνδυνος είναι ιδιαίτερα μεγάλος για τους πιστούς εκείνους, που δεν γνωρίζουν επαρκώς την Ορθόδοξη δογματική διδασκαλία της Εκκλησίας μας και κατ’ επέκταση, δεν μπορούν να διακρίνουν με σαφήνεια την αλήθεια της Ορθοδοξίας από το ψεύδος της αιρέσεως. Και επειδή σήμερα ο πιστός λαός του Θεού στη μεγάλη πλειοψηφία του παραμένει δυστυχώς, από ραθυμία και αμέλεια, ακατήχητος και δεν διαθέτει τις κατάλληλες προϋποθέσεις, γι’ αυτό και δεν συνιστούμε την ανάγνωση του βιβλίου αυτού. Είναι όντως λυπηρό το γεγονός ότι ο μισόκαλος διάβολος κατορθώνει στις έσχατες και αποκαλυπτικές ημέρες μας να πλανήσει «ει δυνατόν και τους εκλεκτούς», (Ματθ.24,24), πρόσωπα δηλαδή που προέρχονται από τον χώρο του Μοναχισμού, ο οποίος αποτελεί το καύχημα της Εκκλησίας, ό,τι εκλεκτότερο έχει να παρουσιάσει σήμερα η Εκκλησία. Και ας μην ξεχνούμε ότι τα σκοτεινά κέντρα της «Νέας Εποχής» δεν στοχεύουν να αδειάσουν οι Εκκλησίες, αλλά να είναι γεμάτες με πιστούς, με αλλοιωμένο όμως φρόνημα και με νόθη «πνευματικότητα».
Εκ του
Γραφείου επί των Αιρέσεων και των Παραθρησκειών