Μπαίνοντας εις αυτό το έργον και ακολουθώντας να γράφω δυστυχήματα αναντίον της πατρίδος και θρησκείας, οπού της προξενήθηκαν από την ανοησίαν μας και ᾿διοτέλειά μας και από θρησκευτικούς και από πολιτικούς και από ᾿μάς τους στρατιωτικούς, αγαναχτώντας και εγώ απ᾿ ούλα αυτά, ότι ζημιώσαμε την πατρίδα μας πολύ και χάθηκαν και χάνονται τόσοι αθώοι άνθρωποι, σημειώνω τα λάθη ολωνών και φτάνω ως την σήμερον, οπού δεν θυσιάζομε ποτές αρετή και πατριωτισμόν και είμαστε σε τούτην την άθλια κατάστασιν και κιντυνεύομεν να χαθούμεν. Γράφοντας αυτά τα αίτια και τις περίστασες, οπού φέραμεν τον όλεθρον της πατρίδας μας όλοι μας, τότε ως έχοντας και εγώ μερίδιον εις αυτείνη την πατρίδα και κοινωνία, γράφω με πολλή αγανάχτησιν αναντίον των αιτίων όχι να ᾿χω καμμιά ιδιαίτερη κακία αναντίον τους, αλλά ο ζήλος της πατρίδος μου δίνει αυτείνη την αγανάχτησιν και δεν μπόρεσα να γράψω γλυκώτερα.
Ότι αρχή και τέλος, παλαιόθεν και ως τώρα, όλα τα θερία πολεμούν να μας φάνε και δεν μπορούνε τρώνε από ᾿μάς και μένει και μαγιά. Και οι ολίγοι αποφασίζουν να πεθάνουν κι᾿ όταν κάνουν αυτείνη την απόφασιν, λίγες φορές χάνουν και πολλές κερδαίνουν.
Ποίον βάρβαρον έθνος έκαμε όσα κάνει το Γαλλικόν έθνος ᾿σ εμάς τους Έλληνες; δεν σεβάστη τα αίματά μας εδώ μέσα οπού πατούνε, οπού αχνίζουν ακόμα; Όλους μας έκαμαν άτιμους κι᾿ άναντρους και μας κάνουν γυναίκες.
Χάριτες μεγάλες χρωστάγει η πατρίδα ᾿σ όλους τους ευεργέτες και καταξοχή ᾿σ αυτούς τους γενναίους κι᾿ αγαθούς άντρες, τους αγνούς αγωνιστάς. Ότι αυτείνοι, αφού οι συνεισφορές τους ήταν κι᾿ όντως μεγάλες και μας ανάστησαν εις τα δεινά μας, δεν θυσιάσαν ποτές δόλο κι᾿ απάτη, να κατατρέχουν πεθαμένους ανθρώπους οι ζωντανοί και οι αντρείγοι δεν θέλουν την γης και την θάλασσα να την ρουφήσουν αυτείνοι, να μην ζήσουν άλλοι δυστυχείς και κατασκλαβωμένοι και καταφρονεμένοι τόσους αιώνες. Αφού ο Θεός τους λυπήθη και θέλει να τους αναστήση, οι άνθρωποι τους καταπολεμούν να τους φάνε, να τους χάσουνε, να τους σβύσουνε να μην ξαναειπωθούν Έλληνες. Και τι σας έκαμεν αυτό τ᾿ όνομα των Ελλήνων εσάς των γενναίων αντρών της Ευρώπης, εσάς των προκομμένων, εσάς των πλούσιων; Όλοι οι προκομμένοι άντρες των παλαιών Ελλήνων, οι γοναίγοι όλης της ανθρωπότης, ο Λυκούργος, ο Πλάτων, ο Σωκράτης, ο Αριστείδης, ο Θεμιστοκλής, ο Λεωνίδας, ο Θρασύβουλος, ο Δημοστένης και οι επίλοιποι πατέρες γενικώς της ανθρωπότης κοπιάζαν και βασανίζονταν νύχτα και ημέρα μ᾿ αρετή, με ᾿λικρίνειαν, με καθαρόν ενθουσιασμόν να φωτίσουνε την ανθρωπότη και να την αναστήσουν να ᾿χη αρετή και φώτα, γενναιότητα και πατριωτισμόν. Όλοι αυτείνοι οι μεγάλοι άντρες του κόσμου κατοικούνε τόσους αιώνες εις τον Άδη ᾿σ έναν τόπον σκοτεινόν και κλαίνε και βασανίζονται δια τα πολλά δεινά οπού τραβάγει η δυστυχισμένη μερική πατρίδα τους. Χάνοντας αυτείνοι, εχάθη και η πατρίδα τους η Ελλάς, έσβυσε τ᾿ όνομά της. Αυτείνοι δεν τήραγαν να θησαυρίσουνε μάταια και προσωρινά, τήραγαν να φωτίσουν τον κόσμο με φώτα παντοτινά. Έντυναν τους ανθρώπους αρετή, τους γύμνωναν από την κακή διαγωή και τοιούτως θεωρούσαν γενικώς την ανθρωπότη και γένονταν δάσκαλοι της αλήθειας. Κάνουν και οι μαθηταί τους οι Ευρωπαίοι την ανταμοιβή εις τους απογόνους εμάς γύμναση της κακίας και παραλυσίας. Τέτοι᾿ αρετή έχουν, τέτοια φώτα μας δίνουν. Μια χούφτα απογόνοι εκεινών των παλαιών Ελλήνων χωρίς ντουφέκια και πολεμοφόδια και τ᾿ άλλα τ᾿ αναγκαία του πολέμου ξεσκεπάσαμεν την μάσκαρα του Γκραν Σινιόρε, του Σουλτάνου, οπού ᾿χε εις το πρόσωπόν του κ᾿ έσκιαζε εσέναν τον μεγάλον Ευρωπαίον. Και του πλέρωνες χαράτζι εσύ ο δυνατός, εσύ ο πλούσιος, εσύ ο φωτισμένος, και τον έλεγες Γκραν Σινιόρε, φοβώσουνε να τον ειπής Σουλτάνο. Όταν ο φτωχός ο Έλληνας τον καταπολέμησε ξυπόλυτος και γυμνός και του σκότωσε περίτου από τετρακόσες χιλιάδες ανθρώπους, τότε πολέμαγε και μ᾿ εσένα τον χριστιανόν με τις αντενέργειές σου και τον δόλο σου και την απάτη σου κ᾿ εφόδιασμα τις πρώτες χρονιές των κάστρων. Αν δεν τα ᾿φόδιαζες εσύ ο Ευρωπαίγος, ήξερες που θα πηγαίναμεν μ᾿ εκείνη την ορμή. ᾿Υστερα μας γιομώσετε και φατρίες ο Ντώκινς μας θέλει Άγγλους, ο Ρουγάν Γάλλους, ο Κατακάζης Ρούσσους και δεν αφήσετε κανέναν Έλληνα πήρε ο καθείς σας το μερίδιόν του και μας καταντήσετε μπαλαρίνες σας και μας λέτε ανάξιους της λευτεριάς μας, ότι δεν την αιστανόμαστε. Το παιδί όταν γεννιέται, δεν γεννιέται με γνώση οι προκομμένοι άνθρωποι το αναστήνουν και το προκόβουν. Τέτοια ηθική είχετε εσείς και προκοπή, τέτοιους καταντήσετε κ᾿ εμάς τους δυστυχείς. Όμως του κάκου κοπιάζετε. Αν δεν υπάρχει ᾿σ εσάς αρετή, υπάρχει η δικαιοσύνη του μεγάλου Θεού, του αληθινού βασιλέα. Ότι εκεινού η δικαιοσύνη μας έσωσε και θέλει μας σώση ότι όσα είπε αυτός είναι όλα αληθινά και δίκαια και τα δικά σας ψέματα δολερά. Κι᾿ όλοι οι τίμιοι Έλληνες δεν θέλει κανένας ούτε να σας ακούση, ούτε να σας ιδή, ότι μας φαρμάκωσε η κακία σας, όχι των φιλανθρώπων υπηκόγωνέ σας, εσάς των ανθρωποφάγων οπ᾿ ούλο ζωντανούς τρώτε τους ανθρώπους και ᾿περασπίζεστε τους άτιμους και παραλυμένους και καταντήσετε την κοινωνία παραλυσία. Ο περίφημος Ναπολέων, ο βασιλέας της Γαλλίας, οπού τίμησε την αντρεία και την σοφία του πολέμου κι᾿ από μικρός άνθρωπος έγινε αυτοκράτορας, βασιλέας απολέμηστος ο Χάρος τον σκότωσε με χωρίς ντουφέκι και σπαθί, και κατέβηκε εις τον Άδη με φόρεμα εννιά πήχες πανί. Όλος ο κόσμος δεν τον χώραγε, όλα τα πλούτη του κόσμου δεν του φτάναν, εννιά πήχες πανί του έφτασε και του περίσσεψε. Εις τον Άδη κατέβηκε με το ίδιον φόρεμα κι᾿ ο βασιλέας της Ρουσσίας ο Αλέξανδρος και χαιρετιώνται οι δυο βασιλείς «Τι έλεγες, βασιλέα Αλέξαντρε, δεν θα πέθαινες και να ᾿ρθης εδώ σε τούτην την ζωήν ντυμένος μ᾿ αυτό το φόρεμα; Πού ᾿ναι τα παράσημά σου; Πού ᾿ναι η μεγάλη σου στολή; Πού οι καναπέδες οι χρυσοί; Πού οι κόλακες να μας λένε μυθολογίες και να τους πιστεύωμεν και να χάνωμεν την δικαιοσύνην εις την ανθρωπότη και να τρώμεν τους τίμιους ανθρώπους ζωντανούς και τους άτιμους να τους πιστεύωμεν και να τους δοξάζωμεν; Και να μας τυφλώνουν αυτείνοι οι απατεώνες, να χάνωμεν την δικαιοσύνη και να μας αναθεματούν όλοι οι αθώοι ότι τους φάγαμεν ζωντανούς και ότι τους αφίναμεν νηστικούς, ξυπόλυτους και γυμνούς; Κ᾿ εδώ οι δίκαιοι βασιλείς, οι αληθινοί φιλόσοφοι είναι ντυμένοι λαμπρά και οι άδικοι γυμνοί από τον Θεόν, τον δίκαιον βασιλέα του παντός, οργισμένοι κι᾿ από τους ανθρώπους κι᾿ αναθεματισμένοι. Ότι όποιον αδικάς τιμή, ζωή και λευτεριά και δεν τον αφίνεις ᾿σ την προσωρινή ζωή να ζήση ως άνθρωπος, αυτός σ᾿ αναθεματάγει, δεν σε συχωράγει. Όσο τα θυμήθης εσύ, Ναπολέων, αυτά οπού μου τα λες και με συνβουλεύεις τώρα, άλλη τόση προσοχή είχα κ᾿ εγώ κι᾿ όλοι οι όμοιοί μας. Όσο πιστεύουν τους κόλακες κι᾿ απατεώνες, τους γλυκόγλωσσους, οι βασιλείς κ᾿ οι άλλοι σημαντικοί, του διαβόλου το φόρεμα θα φορέσουν κ᾿ εκείνοι. Πάμε, Ναπολέων, να ιδούμεν τους παλιούς τους Έλληνες εις το μέρος οπού κατοικούνε, να ᾿βρούμε τον γέρο Σωκράτη, τον Πλάτωνα, τον Θεμιστοκλή, τον λεβέντη Λεωνίδα και να τους ειπούμεν τις χαροποιές είδησες, ότι αναστήθηκαν οι απόγονοί τους, οπού ήταν χαμένοι και σβυσμένοι από τον κατάλογον της ανθρωπότης. Αυτείνοι οι αγαθοί και οι δίκαιγοι, το φως της αλήθειας, οι γενναίγοι ᾿περασπισταί της λευτεριάς, με πατριωτισμόν, με καθαρή αντρεία, μ᾿ αρετή κι᾿ όχι δόλον κι᾿ απάτη επλούτηναν την ανθρωπότη από αυτά κι᾿ αν ήταν αυτείνοι φτωχοί εις τα προσωρινά και μάταια, είναι πλούσιοι πολύ εις τα ᾿στορικά του κόσμου. Δι᾿ αυτούς ήταν τα έργα τους αγώνες της αρετής. Δια τούτο θέλησε ο Θεός ο δίκιος κι᾿ ανάστησε και τους απογόνους τους, οπού ήταν χαμένη τόσους αιώνες η πατρίδα τους, Και δια να θυμώνται πίστη, ο Θεός ο αληθινός τους ανάστησε ξυπόλυτους γυμνούς, νηστικούς, δεμένα τα ντουφέκια τους με σκοινιά, τα καλά τους τα σύναζε ο Τούρκος κάθε καιρόν οι περισσότεροι πολεμούσαν με τα ξύλα και χωρίς τ᾿ αναγκαία οι Τούρκοι ήταν πλήθος και γυμνασμένοι οι δυστυχείς Έλληνες ολίγοι κι᾿ αγύμναστοι νίκησαν τον δικόνε μας τον σύντροφον, τον Γκραν Σινιόρε. Τους κατάτρεξαν οι Ευρωπαίγοι τους δυστυχείς Έλληνες. Εις τις πρώτες χρονιές εφόδιαζαν τα κάστρα των Τούρκων τους κατάτρεχαν και τους κατατρέχουν ολοένα δια να μην υπάρξουν. Η Αγγλία τους θέλει να τους κάμη Άγγλους με την δικαιοσύνην την αγγλική, καθώς οι Μαλτέζοι ξυπόλυτους και νηστικούς, οι Γάλλοι Γάλλους, οι Ρούσσοι Ρούσσους κι᾿ ο Μετερνίκ της Αούστριας Αουστριακούς κι᾿ όποιος τους φάγη από τους τέσσερους. Και τους λευτερώνουν χερότερα κι᾿ από τους Τούρκους. Και οι τέσσεροι καλά φρονούν, όμως να ιδούμεν τι λέγει κι᾿ αυτός ο μάστορης ο Γερόθεος. Δια να βγούνε εις την κοινωνία του κόσμου δεν εβήκαν μόνοι τους, τους προστατεύει αυτός ο δίκιος και παντοτινός βασιλέας. Αυτός, ο δίκιος Θεός όποιος τους κιντυνέψη, θα τον φάγη το δικέφαλον αυτός είναι ο ᾿περασπιστής των αθώων και των αδύνατων. Εσύ, Κύριε, θ᾿ αναστήσης τους πεθαμένους Έλληνες, τους απογόνους αυτεινών των περίφημων ανθρώπων, οπού στόλισαν την ανθρωπότη μ᾿ αρετή. Και με την δύναμή σου και την δικαιοσύνη σου θέλεις να ξαναζωντανέψης τους πεθαμένους και η απόφασή σου η δίκια είναι να ματαειπωθή Ελλάς, να λαμπρυθή αυτείνη και η θρησκεία του Χριστού και να υπάρξουν οι τίμιοι και οι αγαθοί άνθρωποι, εκείνοι οπού ᾿περασπίζονται το δίκιον και οι ανθρωποφάγοι ο Άδης θα τους ρουφήση και οι άνθρωποι οι τίμιοι θα τους αναθεματούν κατά τα έργα τους και οι προδότες της πατρίδος και οι αγορασμένοι κακόν μπελά να τους δώσης και συντρόφους του Κάγην να τους κάμης. Με την βοήθεια του Θεού, αυτό κ᾿ έγινε. Οι ξυπόλυτοι και οι γυμνοί τα σπαθιά των Τούρκων τα ντιμισκιά τα πήραν αυτείνοι οι ολίγοι με τις μαχαιρούλες, τα φλωροκαπνισμένα τους ντουφέκια τα πήραν μ᾿ εκείνα οπού ᾿ταν δεμένα με σκοινιά, τους πήραν και τους ζαϊρέδες κι᾿ όλα τ᾿ αναγκαία του πολέμου. Οι ανθρωποφάγοι φτόνησαν αυτό και μας έσπειραν την αρετή τους, διχόνοια, φατρία, κατασκοπεία, τις ακαθαρσίες τις δικές τους, κ᾿ έφκειασαν την πατρίδα μας παλιόψαθα με τα φώτα του Φαναργιού, με την αρετή της Κεφαλλωνιάς, με τον μαθητή του Αλήπασσα, με τον μέγα φιλόσοφον των Κορφών. Τώρα, αφού μας γύμνωσαν από την αρετή και πατριωτισμόν και ταλαιπωρούνε όλους τους αγωνιστάς και χήρες των σκοτωμένων κι᾿ αρφανά τους κι᾿ όσους θυσιάσαν το δικόν τους δια την λευτεριά της πατρίδας, μας λένε ανάξιους της λευτεριάς, κι᾿ ο ψευτογιατρός των Καλαβρύτων ο Ζωγράφος λέγει εις την προκήρυξή του ότι οι αγωνισταί είναι λησταί. Αυτός είναι σωτήρας! Τοιούτως συσταίνουν τους αγωνιστάς. Γενναίγοι προπατέρες, Μιλτιάδη, Θεμιστοκλή, Αριστείδη, Λεωνίδα κ᾿ επίλοιποι γενναίγοι άντρες, μην περηφανεύεστε οπού κάμετε τόσα μεγάλα και γενναία κατορθώματα και σας εγκωμιάζουν όλος ο κόσμος δεν τα κάμετε εσείς μόνοι σας οι στρατιωτικοί και οι πολιτικοί σας βοηθούσαν, σας βοηθούσαν οι φιλόσοφοι μ᾿ αρετή, με φώτα πατριωτικά. Εκείνοι είχαν αρετή και φώτα, εσείς γενναιότητα και καθαρόν πατριωτισμόν. Και δι᾿ αυτό δοξαστήκετε. Να είχετε πολιτικόν τον Μαυροκορδάτο, να είχετε τον Κωλέτη, να είχετε τον Ζαϊμη, τον Μεταξά κι᾿ άλλους τοιούτους, να θέλουν άλλος την Αγγλία, άλλος την Γαλλία, άλλος την Ρουσσία, άλλος την Αούστρια κι᾿ άλλος την Μπαυαρία και να κάνουν χιλιάδες αντενέργειες και συχνούς εφύλιους πολέμους, κι᾿ όσους θέλαν να βαστήξουν την πατρίδα, όταν οι Τούρκοι την κιντύνευαν, ζητούσαν να τους σκοτώσουν με τις αντενέργειές τους και τους σκότωσαν και χάθη όλο τ᾿ άνθος των Ελλήνων εις τους εφύλιους πολέμους. Σήμερα ξαναγεννιέται η πατρίδα κι᾿ αναστένεται, οπού ήταν τόσον καιρό χαμένη και σβυσμένη. Σήμερα αναστένονται οι αγωνισταί, πολιτικοί, θρησκευτικοί και στρατιωτικοί, ότι ήρθε η λευτεριά μας, οπού αποχτήσαμεν με την δύναμη του Θεού. Δόξα να ᾿χη το πανάγαθό σου όνομα, Κύριε, παντοδύναμε, πολυέλεγε, πολυέσπλαχνε!
Οι διαφταρμένοι, δια να ρουφήξουν την πατρίδα κ᾿ εθνικά όλο συχνούς εφύλιους πολέμους έκαναν και φατρίες και είναι άλλος Άγγλος, άλλος Γάλλος κι᾿ άλλος Ρούσσος. Κι᾿ αυτό δεν σβένει από αυτούς. Δια να το σβέσετε, δια να στερεωθή η πατρίδα, χρειάζεται δικαιοσύνη να ᾿χετε και ᾿λικρίνεια και μ᾿ αυτό κάνετε συντρόφους της πατρίδος όλους τους αγωνιστάς.
Ελαμπρύνθη ο Κωλέτης και η συντροφιά του κι᾿ όλες οι ξεκλησμένες παντιέρες και οι σαβούρες του τόπου. Κι᾿ ο πρέσβυς της Γαλλίας ήταν το παν. Και ήταν το λύσε και το δέσε και γενικός συβουλάτορας σε όλα ο κύριος Πισκατόρης κι᾿ αδελφός στενός του πρώτου υπουργού Κωλέτη. Κι᾿ ό,τι οδηγίες έστελνε ο Φίλιππας ο βασιλέας της Γαλλίας και η κυβέρνησή του εκείνο γένονταν. Κι᾿ όλος ο αγώνας τους, τώρα οπού έλαβαν επιρροή και τα μέσα εδώ, είναι δια την θρησκείαν σκολειά γαλλικά, μοναστήρια, εκκλησίες και πλήθος άλλα μέσα και κατήχησες εις τον κόσμο για να προβοδέψουν αυτό το έργον. Μάσαν κι᾿ όλους τους μπερμπάντες δικούς μας και ξένους κι᾿ αγωνίζονται εις αυτό το αντικείμενον με μεγάλη προθυμία. Και ποιοι εργάζονται εις αυτό; Μεγάλοι άντρες, βασιλέας πλούσιος από σοφία, από κατάστασιν, από υπηκόγους. Και τι αγωνίζεται αυτός; Ν᾿ αλλάξη την θρησκείαν ενού ξεψυχησμένου και μικρούτζικου έθνους να πάρη μισό δράμι νερόν να το ρίξη εις την θάλασσα να την γλυκάνη, να πγη νερό αυτός. Μεγάλε βασιλέα, δεν είναι δική σου δουλειά αυτείνη. Οι θρησκείες είναι έργα ενού ανώτερου βασιλέα, του Θεού. Θέλει αυτός ν᾿ ακούγη δοξολογίαν ξεχωριστή από την δική σου. Θέλει κάθε έθνος κατά την θρησκείαν του να τον σέβεται, να τον λατρεύη και να τον δοξάζη. Οι ψεύτες και οι κόλακες, οπού σας κάνουν όλους εσάς τους βασιλείς με την γλυκή τους γλώσσα και χάνετε την δικαιοσύνη σας και γίνεστε επίορκοι εις τον Θεόν και δοξολογάτε τον διάβολον, αυτείνοι δεν πιστεύουν Θεόν. Δεν δουλεύουν δια την πατρίδα και θρησκεία αυτείνοι, δουλεύουν οι γενναίγοι άντρες και σκοτώνονται δι᾿ αυτά. Εκείνοι θέλουν να ᾿χουν την θρησκεία τους και να δοξάζουν τον Θεόν με το μέσον της θρησκείας, και τότε λέγεστε κ᾿ εσείς δίκαιοι βασιλείς, επίτροποι του Θεού, όταν τους αφίνετε ελεύτερους εις τα αιστήματά τους. Και ζήτε δοξασμένοι από τους υπηκόγους σας κι᾿ όχι από τους τεμπέληδες. Όχι να κάθεσαι εσύ, ένας μεγάλος βασιλέας, και να καταγένεσαι ν᾿ αλλαξοπιστήσης μίαν χούφτα ανθρώπους, οπού ήταν τόσους αιώνες χαμένοι και σβυσμένοι από την κοινωνίαν. Εκείνος οπού τους κυρίεψε τους έκαιγε εις τους φούρνους, τους έκοβε γλώσσες, τους παλούκωνε ν᾿ αλλάξουν την θρησκείαν τους και δεν μπορούσε να κάμη τίποτας. Τώρα ο Θεός, ο δίκιος και παντοδύναμος, οπού ορίζει κ᾿ εσένα, ανάστησε αυτείνο το μικρό έθνος και θέλει να δοξάζεται απ᾿ αυτό το μικρό ορθόδοξο έθνος ορθοδόξως κι᾿ ανατολικώς, καθώς οι εδικοί σου υπήκοοι τον δοξάζουν δυτικώς. Κ᾿ εσύ ο μεγάλος χριστιανός δυτικός βασιλέας, ο επίτροπος του Θεού εις τον λαόν σου, πρέπει να προσέχης να ᾿χη αυτός ο λαός αρετή και ηθική και να τον παρακινής να δοξάζη τον Θεόν κατά την θρησκείαν του κ᾿ εσέναν και την πατρίδα του να σας σέβεται, κι᾿ όχι να χάνης τις βασιλικές σου στιμές και τις πολυτίμητες να οδηγής τον «γκενεράλ» Κωλέτη σου, (οπού δεν ήξερε πως βάνουν την πέτρα εις το ντουφέκι και τον ονόμασες και γκενεράλη ότι οι Μεγαλειότες σας όλους τους τοιούτους τους τιμάτε και δοξάζετε, ότι αυτείνοι εκτελούν την θέλησή σας), και καταγίνεται να γυρίση από την θρησκεία τους τους απογόνους των παλιών Ελλήνων, τα παιδιά του Ρήγα, του Μάρκο Μπότζαρη, του Καραϊσκάκη, του Δυσσέα, του Διάκου, του Κολοκοτρώνη, του Νικήτα, του Κυργιακούλη, του Μιαούλη, του Κανάρη, των Υψηλάντων κι᾿ αλλουνών πολλών, οπού θυσιάσαν και την ζωή τους και την κατάστασίν τους δι᾿ αυτείνη την ορθόδοξη θρησκεία και δι᾿ αυτείνη την ματοκυλισμένη μικρή τους πατρίδα. Η Μεγαλειότη σου μπορεί να μην τα ξέρης αυτά ο Κωλέτης και οι συντρόφοι του δεν τα ξέρουν; Ο Μαυροκορδάτος και οι οπαδοί του δεν τα ξέρουν; Και οι άλλες οι φατρίες δεν τα ξέρουν, να σας ειπούνε, της Μεγαλειότης σας και της συντροφιάς σας, ότι «Αυτό δεν γένεται εις την θρησκεία μας και εις την πατρίδα μας, ότι αυτείνη η θρησκεία κι᾿ αυτείνη η πατρίδα είναι δική μας και μας τίμησε κιόλα και μας γιόμισε δόξες, σταυρούς και μας έδωκε βαρυούς μιστούς και μας έκαμεν Εκλαμπρότατους και μας τιμάει και μας σέβεται, οπού ήμαστε πρώτα τουρκοκόπελα και τώρα εγίναμεν τοιούτοι». Αν είναι τοιούτοι αυτείνοι όλοι, προδότες της θρησκείας τους κι᾿ όλων των τίμιων ορθοδόξων Χριστιανών, ο Βασιλέας μας διατί αμελεί απάνου εις αυτό; Όταν δέχτη να ᾿ρθή να βασιλέψη κι᾿ ορκίστη ότι θα βασιλέψη και θα δοικήση Έλληνες ορθόδοξους χριστιανούς και θα τους διατηρήση θρησκεία, τιμή, κατάσταση και συνταματικώς θα κυβερνάγη όλα αυτά η Μεγαλειότης του διατί τα αμέλησε και τα τζαλαπάτησε;» Μάθαινα από ανθρώπους τίμιους ότι η κατήχηση των ξένων αναντίον της θρησκείας μας προοδεύει. Τότε κάπνισαν τα μάτια μου. Πάγω εις τον κουμπάρο μου τον Κωλέτη, τον παίρνω σε μίαν κάμαρη, του λέγω πως ήρθε εις αυτείνη την πατρίδα, ξυπόλυτος, γυμνός. Οι άλλοι γιατροί οπού ᾿ρθαν φέραν κι᾿ από ᾿να γλυστήρι και γιατρικά και τήραγαν τους αστενείς "Εσύ, του είπα, ούτε αυτά ήφερες, ούτε αστενείς κύταξες. Ετιμήθης, δοξάστης από την πατρίδα σου. Γιόμωσες σταυρούς, χρήματα δεν μας αφίνεις πλέον ήσυχους να ζήσουμεν εδώ εις την ματοκυλισμένη μας πατρίδα με την θρησκεία μας, αλλά μας τζαλαπατάς και μας διαιρείς;» Αφού του είπα πολλά, του λέγω «Γνωρίζομεν τις ενέργειες τις μυστικές των ξένων οπού εργάζονται δια την θρησκεία μας θρησκείαν δεν αλλάζομεν εμείς, ούτε την πουλούμεν!
Αφάνισαν όλως διόλου τα μοναστήρια και οι καϊμένοι οι καλογέροι, οπού αφανίστηκαν εις τον αγώνα, πεθαίνουν της πείνας μέσα τους δρόμους, οπού αυτά τα μοναστήρια ήταν τα πρώτα προπύργια της απανάστασής μας. Ότι εκεί ήταν και οι τζεμπιχανέδες μας κι᾿ όλα τ᾿ αναγκαία του πολέμου ότ᾿ ήταν παράμερον και μυστήριον από τους Τούρκους. Και θυσιάσαν οι καϊμένοι οι καλογέροι και σκοτώθηκαν οι περισσότεροι εις τον αγώνα. Και οι Μπαυαρέζοι παντήχαιναν ότ᾿ είναι οι Καπουτζίνοι της Ευρώπης, δεν ήξεραν ότ᾿ είναι σεμνοί κι᾿ αγαθοί άνθρωποι και με τα έργα των χεριών τους απόχτησαν αυτά, αγωνίζοντας και δουλεύοντας τόσους αιώνες και ζούσαν μαζί τους τόσοι φτωχοί κ᾿ έτρωγαν ψωμί.
Το Έθνος αφανίστη όλως διόλου και η θρησκεία εκκλησία εις την πρωτεύουσα δεν είναι και μας γελάνε όλος ο κόσμος. Οι φατρίες σας, το ᾿να το μέρος και τ᾿ άλλο, θέλετε θέατρο το φκειάσετε κι᾿ αυτό δια να μας μάθη την παραλυσία. Και δι᾿ αυτό παίρνουν δυο αδέλφια δυο αδελφές. Ό,τι του λες η θρησκεία δεν είναι τίποτας!» Και τα παιδιά οπού τα στέλνουν να φωτιστούν γράμματα κι᾿ αρετή, από μέσα το κράτος κι᾿ απόξω, φωτίζονται την τραγουδική και ηθική του θεάτρου. Δεν ρωτήσαμεν την Ευρώπη όταν ήταν ᾿σ την δική μας κατάστασιν ήθελε να φκειάση θέατρα, ή τήραγε τις άλλες τις ανάγκες κ᾿ έφκειανε τους ναούς της, να δοξάζη τον Θεόν να τους φωτίζη εις το καλό, και σκολειά να γιομίζη ο μαθητής προκοπή κι᾿ αρετή, να γένη άξιος της κοινωνίας και όχι άξιος της απιστίας και παραλυσίας, να πουλή δι᾿ αυτά τα βιβλία του; Δι᾿ αυτείνη την προκοπή σου στέλνει κάθε γονέος το παιδί του εις την πρωτεύουσα; Αυτά τα φώτα να γυμναστή; Αλλοίμονο ᾿σ εκείνους οπού χύσανε το αίμα τους και θυσιάσανε το δικόν τους να ιδούνε την πατρίδα τους να είναι το γέλασμα όλου του κόσμου και να καταφρονιώνται τ᾿ αθώα αίματα οπού χύθηκαν!
Μου λέγουν ότι: «Σού παράγγειλα τόσες φορές θα σε σκοτώσουν χωρίς άλλο και θ᾿ αφήσης τόση φαμελιά εις τους πέντε δρόμους. Σου είπα να ᾿νωθής μ᾿ αυτούς, καθώς ενωθήκαμεν όλοι εσύ δεν θέλεις. Σαν δεν θέλης, φυλάξου, ότι θα σε σκοτώσουν. Έχεις πολλούς οχτρούς. Του λέγω, οχτρούς αν τους έκαμα, δεν λυπώμαι, ότι κακό κανενού δεν έκαμα δια το νιτερέσιον μου. Όταν μου πειράζουν την πατρίδα μου και θρησκεία μου, θα μιλήσω, θα ᾿νεργήσω κι᾿ ό,τι θέλουν ας μου κάμουν».
Μου λέγει: Τι θέλεις να μου ειπής τώρα; Ψέματα θέλεις να σου ειπώ ή αλήθεια; Εγώ, μου λέγει, ποτές δεν ακώ ψεύματα όλο αλήθειες. Του λέγω, εγώ έχω γιομάτες δυο τζέπες μίαν με ψέματα, την άλλη μ᾿ αλήθειες. Τώρα τι αγαπάς; Αλήθεια μου λέγει. Γυρίζω τα μάτια μου εις τον ουρανόν και ορκίζομαι εις το όνομα του Θεού να ειπώ την αλήθεια γυμνή εμπροστά του. Του λέγω «Η αλήθεια είναι πικρή και θα με πάρης πίσου εις την οργή σου. Όμως δια πάντα να είμαι εις την οργή σου, την αλήθεια θα σου λέγω, ότ᾿ είναι του Θεού το ψέμα του διαβόλου. Και δεν είναι καιρός να κρύβεται η αλήθεια.»
Όποτε σας λένε οι ξένοι σας φίλοι ντύνεστε το πουκάμισο της αρετής κλαίτε την πατρίδα και τους αγωνιστάς καθώς κλαίγει η φώκια τον πνιμένον είναι τα δάκρυά της καυτερά, σαπίζει τον πνιμένον και κάθεται και τον τρώγει.
Επειδή τις ολοένα λέγω κατάχρησες, μη στοχάζεστε ότι έχω πάθος εις τους ανθρώπους. Ψάξετε τις ᾿φημερίδες, τηράτε και τα πραχτικά των Βουλών, μ᾿ όλον οπού ᾿ναι τέτοιες Βουλές οπού ᾿περασπίζονται την κλεψιά και ᾿διοτέλεια και πολεμούνε την δικαιοσύνη και μ᾿ όλον αυτό θα ιδήτε αν αληθινά είναι αυτά οπού σημειώνω. Είπα σε πολλά μέρη, λέγω και τώρα εγώ τα ᾿γραψα αυτά όλα κι᾿ όποιος απ᾿ όσους μιλώ προσωπικώς στοχάζεται ότι τον αδικώ και είναι κακία μου κι᾿ όχι αλήθεια, έχει το ελεύτερον να γράψη κι᾿ αναντίον μου ό,τι λάθη έκαμα εις τον αγώνα της πατρίδος όχι όμως παθητικώς, αλλά συντροφεμένος με την αλήθεια, με την παρατήρησιν. Όμως δεν έχει κανένας το δικαίωμα να γράψη ούτε υπέρ μου, ούτε κατά αν δεν διαβάση πρώτα όλο τούτο αρχή και τέλος κι᾿ όλα μου τ᾿ αποδειχτικά και τα χαρτιά μου και τότε ας γράψη ό,τι ο Θεός τον φωτίση. Κι᾿ όταν τα διαβάση, τότε ας κάμη την παρατήρησή του, όχι πρωτύτερα. Κ᾿ εγώ έκαμα λάθη και κάνω άνθρωπος είμαι. Και πρέπει να γράφωνται και τα καλά μας και τα κακά μας.