%cf%83%cf%84%cf%81%ce%b1%cf%84%ce%b9%cf%89%cf%84%ce%b9%ce%ba%ce%bf%cf%83-%ce%b9%ce%b5%cf%81%ce%b5%ce%b1%cf%83
 
το έστειλε στο «σπιτάκι» ο κ. Ιωάννης Παναγιωτόπουλος

(Στη διάρκεια των σκληρών και φονικών μαχών στο ύψωμα 1720……………)
          Τα άλλα Συντάγματα είχαν, τους στρατιωτικούς τους ιερείς, από τους οποίους ωπλιζότανε με θάρρος παρηγοριά κι’ ελπίδα. Τι αναθάρρησις ήταν εκείνη, μόλις βλέπανε τον ιερέα να τους μιλάη, να τους εξομολογάη και να τους κοινωνάη!
          Και έπειτα να πηγαίνη στα χαρακώματα και από κοντά να τους ευλογή.
          Δυστυχώς το Σύνταγμά μας, το Σύνταγμα του Μεσολογγίου, το 39 ευζώνων, δεν είχε ιερέα. Ο δικός μας κληρικός αρρώστησε και δεν μπόρεσε να συμμετάσχη στην εκστρατεία.

          Γι’ αυτό οι τσολιάδες όπου ευρισκότανε εκκλησία και όπου γινότανε λειτουργία, παρακολουθούσανε με μεγάλη χαρά.
          Μια μέρα όμως η μονάδα μας ήταν κοντά στο 36ο Σύνταγμα. Αυτό είχε και ιερέα, ο οποίος έγινε αργότερα μητροπολίτης Λαρίσης. Με σεβασμό οι τσολιάδες πήγαιναν και του φιλούσαν το χέρι και τον παρακαλούσαν να εξομολογήση και το δικό μας Τάγμα.
          Προθυμότατος ο ιερεύς ανέλαβε να τους λειτουργήση, να τους εξομολογήση και να τους κοινωνήση.
          Καθισμένος επάνω στη πέτρα και φορώντας το πετραχήλι του, ακούραστος, άκουγε τα κρίματα του καθενός. Επί ημέρες τους εξομολογούσε. Και όλοι τους εν τω μεταξύ νηστεύανε.
          Ήρθε η παραμονή της Λειτουργίας. Είναι αδύνατο να φαντασθή κανείς με τι χαρά και λαχτάρα περιμέναμε να λειτουργηθούμε και να κοινωνήσουμε.
          Η Λειτουργία θα γινότανε σε μια χαράδρα, απυρόβλητη. Θα γινότανε νύχτα, γιατί την ημέρα η αεροπορία του εχθρού αυλάκωνε απειλητικά τον ουρανό.
          Θα γινότανε στο ύπαιθρο. Αγία Τράπεζα δεν υπήρχε. Δεν υπήρχε ούτε ένα τραπεζάκι για να βάλη επάνω τας ιεράς συνδόνας ο ιερεύς και το άγιον Αντιμήσιον, που έχει, ως γνωστόν, οστά μαρτύρων.
          Μερικοί πρότειναν να βάλουν κιβώτια από πυρομαχικά και να τα χρησιμοποιήσουν για Αγία Τράπεζα.
          -Όχι !, είπα. Είναι ασυμβίβαστο. Δεν είναι δυνατόν να τελεσθή η θυσία του Χριστού, επάνω στα φονικά μέσα! Παρατήρησα όμως, ότι κάπου εκεί στην χαράδρα μιά μεγάλη πέτρα σχεδόν τετράγωνη. Ήταν τόσο μεγάλη, ώστε μπορούσε να χρησιμοποιηθή σ’ εκείνη την στιγμή της ανάγκης, για Αγία Τράπεζα. Όλοι με ενθουσιασμό και συγκίνηση, την μετακινήσανε και την βάλανε στην κατάλληλη θέσι.
          Δεν εσήμανε φυσικά καμπάνα. Αλλά οι στρατιώτες είχαν ξυπνήση, είχαν πλυθή με νερό από τα παγούρια τους και στην ώρα ήσαν όλοι στην θέσι, που θα γινόταν η υπαίθρια λειτουργία.
          Δεν υπήρχε πολυέλαιος, ούτε κανδήλι. Φτωχικός φωτισμός από κεράκια, ιλαρό φώς, φέγγιζε τα αχνά πρόσωπα των στρατιωτών. Και από πάνω ο ουρανός μ’ άπειρα αστέρια στόλιζε την σεμνή λειτουργία μας.
          Επιβλητικά στη σιγαλιά ακούσθηκε η φωνή του ιερέως: «Ευλογητός ο Θεός ημών πάντοτε νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων». «Υπέρ της ειρήνης του Σύμπαντος κόσμου».
          Είχε καταρτισθή αυτοσχέδιος χορωδία. Όλοι οι τσολιάδες που ξέρανε από ψαλτική, ο Νώντας ο πρωτοψάλτης του Αιτωλικού, ο Ψαρογιάννης από το Νεοχώριον του Αστακού και όλοι οι ψάλτες των χωριών. Καμμιά χορωδία δεν είχε τέτοιο παλμό και τέτοια κατάνυξι.
          Την ιεροπρέπεια διέκοπτε ο κρότος των οβίδων, που περνούσαν από πάνω μας. Και η λειτουργία συνεχιζόταν, ενώ οι καρδιές μας κτυπούσαν ρυθμικά και ο ιερέας έψαλλε: «Αινείτε τον Κύριον πάντα τα άστρα και το φώς. Αινείτε τον Κύριον ήλιος και σελήνη».
          Μέσα στην φρίκη του πολέμου και την αγριότητα, απαλός, γλυκύς, παρήγορος, απάλυνε τις ψυχές μας ο λόγος του Θεού.
          Ο ιερεύς φορώντας τα χρυσοΰφαντα άμφιά του, με υψωμένα τα χέρια του στον ουρανό, μας ανέβαζε στα ύψη της Θείας Μεγαλοσύνης.
          Έφθασε η Λειτουργία στο κρισιμότερο σημείο του Μυστηρίου: «Τα σα εκ των Σών», έλεγε και ύψωνε τα τίμια δώρα.
          Τη στιγμή εκείνη, του ασύλληπτου Μυστηρίου, άκουγαν χωρίς αναπνοή όλοι τους οι τσολιάδες. Η Λειτουργία προχωρούσε. Έφθασε στο κοινωνικό. Ο ιερεύς μίλησε με συγκινητικά λόγια στους τσολιάδες:
          – «Ο Χριστός μας θυσιάστηκε για όλο τον κόσμο και για μας. Έχουμε μπροστά μας το σφαγμένο Σώμα Του και το Αίμα Του. Μας το δίδει για να τραφούμε. Και ‘μείς θυσιάζομε εδώ τον εαυτό μας για την Πίστι του Χριστού, για την Εκκλησία, για την Ελευθερία, για την Πατρίδα. Και όταν λέμε Πατρίδα εννοούμε τους γέροντας, τους αδυνάτους, τους γονείς μας, τ’ αδέλφια μας, όλους εκείνους που σε μας ελπίζουν να ζήσουν ελεύθεροι.»
          – «Θα φτιάξουμε με τα κουφάρια μας τείχος και δεν θα αφήσωμε τους εχθρούς και τους παπικούς, να πατήσουν την γήν μας και να μολύνουν την Ορθόδοξη Πίστι μας».
          – «Έχομε τον Θεό μαζί μας, γιατί έχομε και το δίκιο μαζί μας. Η Παναγία είναι κοντά μας. Όπως βοήθησε κάποτε το Έθνος μας, θα μας βοηθήση και σήμερα. Είναι η υπέρμαχος Στρατηγός μας. Με την βοήθειάν της θα νικήσωμε και θα θριαμβεύσωμε …….»
          Σε λίγο με το Άγιο Ποτήριον στο χέρι και μέσα σε κατανυκτική σιγή έλεγε: «Μετά φόβου Θεού πίστεως και αγάπης προσέλθετε».
          Και οι λεοντόκαρδοι στρατιώτες, οι ακούραστοι πολεμισταί και οι ακατάβλητοι υπερασπισταί του πατρίου εδάφους, με σταυρωμένα τα χέρια και σκυμμένα τα κεφάλια, προχωρούσαν ένας – ένας με συντριβή και ταπείνωσι να κοινωνήσουν τα Άχραντα Μυστήρια.
          Τι θάρρος! Αναγαλλιάζαμε από την χαρά, που νοιώθαμε, σαν να μη αγγίζαμε στην γή.
          Ένας μονάχα ήταν θλιμμένος. Ο μόνος, που δεν δέχθηκε να εξομολογηθή. Με πλησίασε την άλλη μέρα και μου λέγει:

          – Αχ! τι έχασα! Είμαι ανόητος, στουρνάρι, εγωιστής. Το μετάνοιωσα που δεν εξομολογήθηκα. Την ώρα της Λειτουργίας με πήρανε τα κλάματα, ένοιωθα σαν Ιούδας. Είχα παρακολουθήση, στους κινηματογράφους, λειτουργίες των πρώτων χριστιανών στις κατακόμβες και μου έκαναν εντύπωσι. Τέτοια όμως Λειτουργία, σαν την χθεσινοβραδυνή, κανένας κινηματογράφος δεν μπορεί να την παρουσιάση.
          Τι μυσταγωγία, τι συγκίνησις ήταν εκείνη!
          Σε λίγες μέρες ο δυστυχής σκοτώθηκε και έφυγε από τον κόσμο, χωρίς εξομολόγησι και Θεία Κοινωνία. Τι κρίμα!
Η Θεία Λειτουργία αυτή αναφέρεται στο υπέροχο βιβλίο «ΤΟ ΘΑΥΜΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΤΟΥ ΣΑΡΑΝΤΑ» του +Αρχιμ. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ Δ. ΒΑΣΙΛΟΠΟΥΛΟΥ, όπως την βίωσε ο ίδιος αφού υπηρετούσε στο μέτωπο ως Λοχίας Εύζωνας.
Ευχαριστώ θερμά τον κ. Ιωάννη Παναγιωτόπουλο