Τα Γεγονότα του Θαύματος
Οι αντάρτες του Ορχομενού
Βρισκόμαστε στα μαύρα χρόνια της κατοχής. Ο λαός μας υποφέρει τα πάνδεινα. Ο κατακτητής του στερεί όχι μόνο το οξυγόνο της λευτεριάς, αλλά πολλές φορές και την ίδια την τροφή. Και ο Ρωμιός, που πλάστηκε από το Θεό για να ζει ελεύθερος, ο Έλληνας, του οποίου «ο τράχηλος ζυγό δεν υπομένει», δεν μπορεί να κάθεται με σταυρωμένα τα χέρια. Όσο μπορεί οργανώνεται κι όσο μπορεί προσπαθεί να αντισταθεί στο θηρίο του Ναζισμού.
Έτσι και στην περιοχή του Ορχομενού οι κάτοικοι οργανώνονται και σκέφτονται, πώς μπορούν να βοηθήσουν την πατρίδα που στενάζει κάτω από την μπότα του αδίστακτου κατακτητή. (Η πόλη του Ορχομενού επαναονομάστηκε επίσημα Ορχομενός μετά τα γεγονότα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου όταν η κοινότητα της Σκριπούς ενώθηκε με τη διπλανή κοινότητα της Πετρομαγούλας και αποτέλεσαν το Δήμο Ορχομενού. Ωστόσο, στη διήγηση των παρακάτω γεγονότων, για λόγους καλύτερης κατανόησης δεν θα γίνεται αναφορά για Σκριπού και Πετρομαγούλα, αλλά για Ορχομενό.) Μόλις λοιπόν οι Ορχομένιοι ακούνε ότι οι Ιταλοί, το ένα θηρίο του φασισμού, συνθηκολόγησαν, αποφασίζουν να πάνε στο σιδηροδρομικό σταθμό της Λιβαδειάς, όπου υπήρχε ιταλική φρουρά, για να πάρουν τα όπλα των Ιταλών. Φτάνουν στο σταθμό των τρένων με κασμάδες, φτυάρια, ξύλα κι άλλα «όπλα»! Αιώνιε Έλληνα, αθάνατε Ρωμιέ, που είσαι έτοιμος ακόμα και με τα ίδια σου τα χέρια, με τα νύχια και τα δόντια σου, να αγωνιστείς για τη λευτεριά της πατρίδας σου! Εκεί, λοιπόν, στο σταθμό του τρένου, οι Ορχομένιοι ζητούν από τους Ιταλούς να τους παραδώσουν τον οπλισμό τους, διότι σε αντίθετη περίπτωση μεγάλη δύναμη ανταρτών που βρισκόταν στο Τζαμάλι (περιοχή με κτήματα της Παναγίας στα οποία σήμερα έχουν εγκατασταθεί Σαρακατσάνοι, οι οποίοι ίδρυσαν το χωριό Διόνυσο) θα τους κτυπήσει. Η Ιταλική φρουρά βρίσκεται σε αμηχανία και δεν ξέρει τι να κάνει. Την τελευταία στιγμή αποφασίζουν να έλθουν σε επαφή με το Ιταλικό Στρατηγείο και από εκεί τους δίνουν εντολή να παραδοθούν στους Γερμανούς, στους οποίους θα δώσουν και τον οπλισμό τους. Οι Ορχομένιοι φεύγουν άπρακτοι και γυρνούν στον Ορχομενό.
Ο ερχομός των Γερμανών στον Ορχομενό
Οι Ιταλοί του σιδηροδρομικού σταθμού παραδόθηκαν κανονικά στους Γερμανούς. Όταν όμως έγινε η παράδοση στους Γερμανούς θεώρησαν καλό να αναφέρουν και το περιστατικό που έγινε με τους Ορχομένιους. Οι Γερμανοί στο άκουσμα του γεγονότος εξοργίστηκαν. Έξαλλοι από το θυμό τους, αποφασίζουν να τιμωρήσουν παραδειγματικά τον Ορχομενό και τους κατοίκους του. Έτσι ο Γερμανικός στρατός κινείται προς τον Ορχομενό με τριπλή αποστολή:
Α) Να ενεργήσει αναγνωριστικά και να ελέγξει αν στην περιοχή υπάρχει τόσο μεγάλη δύναμη ανταρτών, όση είχαν αναφέρει οι Ορχομένιοι στην Ιταλική φρουρά.
Β) Να τιμωρήσει σκληρά τους κατοίκους του Ορχομενού επειδή κάποιοι από αυτούς διανοήθηκαν και τόλμησαν να ζητήσουν από τους Ιταλούς να τους παραδώσουν τα όπλα τους.
Γ) Να κάψει τη Σκριπού και την Πετρομαγούλα και να παραδώσει ολόκληρο τον Ορχομενό στην κόλαση της φωτιάς.
Οι Γερμανοί ξεκινούν σιδερόφρακτοι, φοβεροί και αδίσταχτοι. Στις γραμμές του τρένου στήνεται «μπλόκο» για να αποκλειστεί τελείως ο Ορχομενός. Το θλιβερό μαντάτο, όμως, δεν άργησε να μαθευτεί. Λέγεται, ότι κάποιος συνεργάτης των Γερμανών πρόλαβε και ειδοποίησε τους Ορχομένιους. Οι κάτοικοι του Ορχομενού είναι ανάστατοι για το κακό που τους βρήκε και τη συμφορά που πλησιάζει. Το πέπλο του θανάτου και της καταστροφής τους σκεπάζει μαζί με την πόλη τους. Οι περισσότεροι κάτοικοι φεύγουν στα χωράφια για να σωθούν. Οι πιο πολλοί πηγαίνουν προς την περιοχή του Τζαμαλιού. Στον Ορχομενό μένουν ελάχιστοι, οι οποίοι κρύβονται στα σπίτια τους. Ο Ορχομενός είναι μια έρημη πόλη και μοιάζει με νεκρή πολιτεία.
Οι Γερμανοί φθάνουν στον Ορχομενό τις βραδινές ώρες της 9ης Σεπτεμβρίου. Ένα τμήμα του Γερμανικού στρατού παραμένει στον Ορχομενό και ετοιμάζει τη φωτιά και την καταστροφή του Ορχομενού, ενώ ένα άλλο τμήμα με τρία τανκς προχωρεί προς το Τζαμάλι έχοντας διπλή αποστολή:
Α) Να ενεργήσει αναγνωριστικά και να ελέγξει πόσο μεγάλη δύναμη ανταρτών υπήρχε στην περιοχή.
Β) Να αναγκάσει όσους κατοίκους είχαν φύγει προς εκείνη την κατεύθυνση να γυρίσουν πίσω.
Τα τρία τανκς περνάνε μπροστά από την εκκλησία της Μεγαλόχαρης, η οποία δεσπόζει μέσα στην πόλη του Ορχομενού. Από τα παράθυρά της διακρίνεται το φως των καντηλιών· είναι το μόνο φως μέσα στην έρημη πόλη. Αυτό το τρεμάμενο φως δείχνει ότι εκεί κάποιος αγρυπνεί, δείχνει ότι η καρδιά του Ορχομενού απόψε κτυπά εκεί. Κοντεύουν μεσάνυχτα. Τα τρία Γερμανικά τανκς, το ένα μετά το άλλο και ο Γερμανικός στρατός προσπερνάνε την εκκλησία της Θεομήτορος και απομακρύνονται γύρω στα πεντακόσια πενήντα (550) μέτρα. Ξαφνικά όμως, το πρώτο τανκ ακινητοποιείται στη μέση του δρόμου. Δεν προχωρεί πια, ούτε μπροστά, ούτε πίσω. Το δεύτερο τανκ δοκιμάζει να περάσει δίπλα στο πρώτο, αλλά πέφτει σε ένα μικρό χαντάκι, μια «σούδα», όπως λένε οι κάτοικοι της περιοχής και ακινητοποιείται. Το τρίτο τανκ στρίβει λίγο και δοκιμάζει να περάσει μέσα από ένα χωράφι, αλλά και αυτό το περιμένει η ίδια τύχη. Τρία τανκς ακινητοποιημένα· δεν μπορούν να προχωρήσουν μπροστά, αλλά ούτε και κατορθώνουν να γυρίσουν πίσω. Τα τανκς που διέσχιζαν τα ποτάμια και τις ερήμους της Βόρειας Αφρικής, μένουν ακίνητα, «παράλυτα», σε ένα ίσιωμα. Μάταια αγωνίζονται οι Γερμανοί να τα μετακινήσουν. Βρίσκουν κάποιους Ορχομένιους κρυμμένους μέσα στις καλαμιές και τους αναγκάζουν κι αυτούς να βοηθήσουν, αλλά κι αυτοί δεν καταφέρνουν τίποτα. Κανένα αποτέλεσμα. Τα τανκς παραμένουν ακίνητα. Λες και κάποια αόρατη δύναμη τα τραβά προς τα έγκατα της γης και τα εμποδίζει να προχωρήσουν.
Ξημερώνει η 10η Σεπτεμβρίου και ο επικεφαλής αξιωματικός, που λέγεται Όφμαν, συνοδευόμενος από κάποιους στρατιώτες και μερικούς Ορχομένιους επιστρέφει πίσω στον Ορχομενό, αναζητώντας βοήθεια. Στην περιοχή του Ορχομενού ζούσε τότε ο Σέρβος Γιαννάτζης Δανιηλάτος, ο οποίος γνώριζε πάρα πολύ καλά τη γερμανική γλώσσα. Για τον Γιαννάτζη Δανιηλάτο λέγεται πως είχε έρθει στην περιοχή του Ορχομενού από τη Σερβία, στην προσπάθειά του να ξεφύγει από τους Σέρβους χωροφύλακες, μετά από κάποιο αδίκημα που είχε διαπράξει. Ωστόσο, οι πληροφορίες των Ορχομένιων μας ενημερώνουν πως επρόκειτο για έναν πάρα πολύ καλό άνθρωπο, ο οποίος βοηθούσε πολύ τους κατοίκους και σε ορισμένες περιπτώσεις, όπως αυτή, λειτουργούσε και ως διερμηνέας. Αυτόν τον άνθρωπο, λοιπόν, αναζητεί ο Όφμαν, ώστε να μπορέσει να συνεννοηθεί και να ζητήσει βοήθεια. Αφού τον βρήκε, τον ρώτησε αν υπάρχει κάποιο τρακτέρ στην περιοχή για να τραβήξει τα τανκς. Πράγματι, εκείνη την εποχή υπήρχε ένα και μοναδικό τρακτέρ στην περιοχή, το οποίο, μάλιστα, άνηκε στον Γεωργικό Συνεταιρισμό και το οποίο οδήγησε ένας άλλος κάτοικος του Ορχομενού, ο αείμνηστος Νικόλαος Γούλας. Αφού παρέλαβαν το τρακτέρ, επέστρεψαν στον τόπο που είχαν ακινητοποιηθεί τα τανκς. Με τη βοήθεια του τρακτέρ τα τανκς ξεκίνησαν αμέσως να κινούνται. Ο Όφμαν έκπληκτος φωνάζει «Θαύμα! Θαύμα! Τα τανκς κινήθηκαν σαν να ήταν άδεια σπιρτόκουτα» και συνεχίζει «Όλη νύχτα προσπαθούσαμε να τα κινήσουμε και τίποτα δεν μπορούσαμε να κάνουμε και τώρα πριν προλάβει καλά-καλά το τρακτέρ να βάλει μπροστά, το κάθε ένα από τα τανκς κινήθηκε.»
Η ομολογία του Γερμανού αξιωματούχου
Αμέσως μετά ο Όφμαν απευθυνόμενος στο Γιαννάτζη τον ρωτάει «Σας παρακαλώ, τι έχετε εδώ στον Ορχομενό;» Ο Γιαννάτζης του μίλησε για το θησαυρό του Μινύα, το θολωτό τάφο που ανακάλυψε ο μεγάλος ιστορικός Ερρίκος Σλήμαν. Ο Γερμανός δεν έδειξε καθόλου ενδιαφέρον και δείχνοντας με το χέρι του την εκκλησία ρώτησε «Τι εκκλησία είναι αυτή;». Ο Γιαννάτζης, μη γνωρίζοντας να του πει στα Γερμανικά «η Κοίμησις της Θεοτόκου», του εξήγησε «Είναι που έφυγε η Παναγία και πήγε στους ουρανούς». Αμέσως ο Όφμαν ζήτησε επιτακτικά να επισκεφθεί την εκκλησία.
Ο Όφμαν μαζί με τους στρατιώτες του, το Γιαννάτζη και τους Ορχομένιους που βοήθησαν να μετακινηθούν τα τανκς πορεύθηκαν προς την εκκλησία. Στο μεταξύ, στην εκκλησία έφτασαν και άλλοι Ορχομένιοι που έμαθαν τα γεγονότα. Ειδοποιήθηκε ο εφημέριος της Παναγίας, ο αείμνηστος παπά-Σεραφείμ Παπαπαναγιώτου και μαζί του κατέφθασε και ο εφημέριος του Ευαγγελιστή Λουκά παπά-Μάρκος Αρμακόλας. Σχεδόν ταυτόχρονα έφθασαν στην εκκλησία ο Πρόεδρος της Σκριπούς Δημήτριος Γκικόπουλος και ο Πρόεδρος της Πετρομαγούλας Δημήτριος Βούτσας.
Αφού μπήκαν όλοι στην εκκλησία, ο Όφμαν, προχωρώντας μπροστά από τους υπόλοιπους, κοίταζε δεξιά κι αριστερά τις εικόνες που ήτανε κρεμασμένες στους τοίχους και στο τέμπλο, δίνοντας την εντύπωση πως κάτι αναζητούσε κι έψαχνε. Αφού διέσχισε το παρεκκλήσιο του Αποστόλου Πέτρου και τον κυρίως ναό έφθασε στο παρεκκλήσι του Αποστόλου Παύλου. Εκεί, μόλις αντίκρισε το τέμπλο, γονάτισε έντρομος και έδειξε την εικόνα της Παναγίας που βρισκόταν στερεωμένη σε αυτό. Πρόκειται για μια ωραιότατη εικόνα Ρωσικής τεχνοτροπίας, στην οποία η Παναγία που εικονίζεται, όπου κι αν σταθείς, σε παρακολουθεί με το γεμάτο αγάπη βλέμμα της. Δείχνοντας, λοιπόν, την εικόνα αυτή της Παναγίας ο Όφμαν αναφώνησε:
«Αυτή η γυναίκα σας έσωσε· να την τιμάτε και να τη δοξάζετε.»
Αργότερα ο Όφμαν, μαζί με τους άλλους Γερμανούς ομολόγησε τι πραγματικά είχε συμβεί. Την ώρα που προχωρούσαν προς το Τζαμάλι, ακούστηκε ένας μεγάλος θόρυβος και μια γυναικεία κραυγή πόνου και αγωνίας. Τότε εμφανίστηκε μπροστά τους, μέσα σε φωτεινή νεφέλη, μια μεγαλοπρεπή γυναίκα με αυστηρό ύφος, έχοντας σηκωμένο το χέρι της σε απαγορευτική στάση και τότε ήταν που σταμάτησε το πρώτο τανκς. Η γυναίκα παρέμεινε σε αυτή τη στάση και τους εμπόδιζε να προχωρήσουν, μέχρι που ακινητοποιήθηκαν και τα τρία τανκς. Όταν λοιπόν αντίκρισε την εικόνα της Παναγίας, στο τέμπλο του παρεκκλησίου του Αποστόλου Παύλου, αναγνώρισε αυτή τη γυναίκα που τους σταμάτησε το προηγούμενο βράδυ, απλά σηκώνοντας το χέρι της.
Ο Όφμαν τότε είπε στους Ορχομένιους να μην φοβούνται τίποτα κι ότι, μέχρι να τελειώσει ο πόλεμος, ο Ορχομενός θα είναι κάτω από την προστασία του. Και πραγματικά δόθηκε στον Όφμαν η ευκαιρία και κράτησε την υπόσχεσή του. Όταν λίγους μήνες μετά δημιουργήθηκε κάποιο επεισόδιο με τους αντάρτες, οι Γερμανοί συγκέντρωσαν όλους τους άντρες κατοίκους στην πλατεία του Ευαγγελιστή Λουκά. Εκεί έγινε κάποια επιλογή και αυτούς που επέλεξαν τους οδήγησαν στα κρατητήρια της Λιβαδειάς. Ενώ επρόκειτο να γίνει και νέα επιλογή και οι άνδρες να μεταφερθούν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, επενέβη ο Όφμαν και οι Ορχομένιοι αφέθηκαν ελεύθεροι.
Σε ένδειξη σεβασμού προς την Παναγία, ο Όφμαν πρόσφερε ορισμένα χρήματα στο εκκλησιαστικό συμβούλιο. Συγκεντρώθηκαν και άλλα χρήματα και με τα χρήματα αυτά, έγιναν δύο λάβαρα. Το ένα απεικόνιζε την Κοίμηση της Θεοτόκου, ενώ το δεύτερο αποτέλεσε την πρώτη απεικόνιση του θαύματος της Παναγίας. Στο λάβαρο αυτό, εικονίζεται η Παναγία με ύφος αυστηρό και με το δεξί της χέρι υψωμένο σε απαγορευτική στάση, ενώ τα τανκς είναι ριγμένα μπροστά της εδώ κι εκεί. Στα πόδια της Παναγίας εικονίζονται γονατιστοί ένας άνδρας, μία γυναίκα και ένα παιδί, τους οποίους η Παναγία προστατεύει με το αριστερό της χέρι. Τα τρία αυτά πρόσωπα συμβολίζουν όλο το λαό του Ορχομενού, τον οποίο προστάτευσε και έσωσε η Παναγία.
Οι Ορχομένιοι για να ευχαριστήσουν τον Όφμαν και τους Γερμανούς στρατιώτες του, που όχι μόνο δεν τους πείραξαν, αλλά άφησαν και χρήματα στην εκκλησία της Μεγαλόχαρης, τους έκαναν μεγάλο τραπέζι και οι Γερμανοί έτρωγαν και έπιναν μέχρι το απόγευμα. Μας διηγούνται μάλιστα σήμερα κάποιες γιαγιάδες, πως τότε σα μικρά κορίτσια, θυμούνται που τις έστελναν οι γονείς τους στο σπίτι για να φέρουν ψωμί, τυρί, κρασί, αυγά, κανένα κοτόπουλο και ότι άλλο είχαν οι άνθρωποι στα σπίτια τους για να κάνουν το τραπέζι αυτό στον Όφμαν και τους στρατιώτες του. Όσοι, μάλιστα, κάθισαν στο τραπέζι αυτό, μεταξύ τους και ο τότε πρόεδρος της κοινότητας Σκριπούς αείμνηστος Δημήτριος Γκικόπουλος, θυμούνται τον Όφμαν να επαναλαμβάνει ξανά και ξανά μια στερεότυπη φράση. Κάποια στιγμή αποφάσισαν να ρωτήσουν το Σέρβο Γιαννάτζη, τι έλεγε συνέχεια ο Γερμανός. Λοιπόν, ο Όφμαν επαναλάμβανε τη φράση «Να χρωστάτε χάρη στην Παναγία, γιατί σήμερα θα παθαίνατε μεγάλο κακό».
Αργά το απόγευμα οι Γερμανοί έφευγαν προς την ίδια κατεύθυνση από την οποία ήλθαν, με τις κάννες των πυροβόλων στα τανκς τους κατεβασμένες σε ένδειξη πένθους και αποτυχίας. Στον Ορχομενό που ήλθαν, δεν μπόρεσαν να πραγματοποιήσουν το σκοπό τους και δεν εκτέλεσαν την αποστολή τους, γιατί νικήθηκαν από την Παναγία.
10 Σεπτεμβρίου 1943. Ο Ήλιος κρύφτηκε πίσω από την οροσειρά του Ακοντίου. Οι Γερμανοί έχουν ήδη φύγει. Ο Ορχομενός και οι κάτοικοί του σώθηκαν. Και οι Ορχομένιοι με τους ιερείς τους βρίσκονται στην εκκλησία της Παναγίας. Ψέλνουν παράκληση και δοξολογία. Ευχαριστούν και ευγνωμονούν την Πολιούχο και Σώτειρά τους, τη Γλυκιά Παναγία.
10 Σεπτεμβρίου 1943. Μέρα ευγνωμοσύνης, ευχαριστίας και χαράς για όλο τον Ορχομενό και τους κατοίκους του.