20-08-2019
Πρωτοπρεσβ. Ἄγγελος Ἀγγελακόπουλος
Στίς 20-01-2019 ὁ Μητροπολίτης Ἀλεξανδρουπόλεως Ἄνθιμος Β΄ παρεχώρησε συνέντευξη στό κανάλι τῆς Βουλῆς στήν ἐκπομπή τοῦ κ. Μυλωνᾶ «Ἀπό τόπο σέ τόπο», ἡ ὁποία ἦλθε στό φῶς τῆς δημοσιότητος στίς 11-07-2019. Ἐμφορούμενος ἀπό ἐκκοσμικευμένο φρόνημα, μεταξύ ἄλλων εἶπε καί τά ἑξῆς φρικτά, ἀθεολόγητα καί αἱρετικά, τά ὁποῖα ποτέ κανένας αἱρετικός στήν ἱστορία δέν τόλμησε νά ἐκφέρει : «Ἐγώ θά πῶ αὐτό, πού λέει ἡ Ἐκκλησία, δηλ. τό πλήρωμα τῶν πιστῶν. Θά ἀφουγκραστῶ τούς χριστιανούς τί λένε, ποιό θεωροῦν σωστό. Ἀκόμη καί ἄν αὐτό, πού οἱ χριστιανοί μας θεωροῦν σωστό, ἀκόμη καί ἄν εἶναι ἀντίθετο μέ τό Εὐαγγέλιο, ἐγώ θά ὑπερασπιστῶ αὐτό, πού λένε οἱ χριστιανοί μας, γιατί οἱ Χριστιανοί μας ἔφτιαξαν τό Εὐαγγέλιο, δέν ἔφτιαξε τό Εὐαγγέλιο τήν Ἐκκλησία»[1].
1. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι Σῶμα Χριστοῦ μέ Κεφαλή Ἐκεῖνον
Διαπιστώνοντας ἐσχάτως ἑσφαλμένες τοποθετήσεις του, λόγῳ τῆς ἔνθερμης ἀποδοχῆς τῆς παναιρέσεως τοῦ διαχριστιανικοῦ καί διαθρησκειακοῦ συγκρητιστικοῦ οἰκουμενισμοῦ, τῆς ψευδοσυνόδου τῆς Κρήτης καί τῆς Οὐκρανικῆς σχισματικῆς ψευδοαυτοκεφαλίας, ὀφείλουμε κατ’ἀρχήν νά τονίσουμε ὅτι παρουσιάζει μία ἐλλιπή καί στρεβλωμένη ἐκκλησιολογία. Διότι, Ἐκκλησία δέν εἶναι κυρίως καί μόνο «τό πλήρωμα τῶν πιστῶν», ὅπως ἰσχυρίζεται ὁ Μητροπολίτης. Ὁ ὁρισμός τῆς Ἐκκλησίας μᾶς δίδεται ἀπό τόν ἴδιο τόν Δομήτορά Της, μέ τό ἀψευδέστατο στόμα Του, τόν οὐρανοβάμονα θεῖο Παῦλο, ὁ ὁποῖος στήν πρός Ἐφεσίους ἐπιστολή του μᾶς ἀποκαλύπτει ὅτι «…αὐτὸν (τόν Χριστόν) ἔδωκε κεφαλὴν ὑπὲρ πάντα τῇ ἐκκλησίᾳ, ἥτις ἐστὶ τὸ σῶμα αὐτοῦ, τὸ πλήρωμα τοῦ τὰ πάντα ἐν πᾶσι πληρουμένου»[2]. Ἡ Ἐκκλησία ἀποτελεῖ εἰκόνα τῆς Τριαδικῆς κοινωνίας, εἶναι ὁ φορεύς τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ καί ἡ κιβωτός τῆς ἐν Χριστῷ σωτηρίας, πού παρέχεται μέσῳ τῶν θεουργῶν μυστηρίων. Ὅπως λέγει ὁ ἅγιος Νικόλαος ὁ Καβάσιλας, «ἡ Ἐκκλησία σημαίνεται (φανερώνεται) ἐν τοῖς μυστηρίοις». Ἐκκλησία, κατά τόν Ἀπόστολο Παῦλο, εἶναι τό μυστηριακό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Κεφαλή τοῦ Σώματος εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός καί μέλη του ὅλοι ὅσοι πιστεύουν ὀρθόδοξα σ’Αὐτόν. Ἡ Ἐκκλησία ὡς Θεανθρώπινο Σῶμα ἔχει καί ὀρατό καί ἀόρατο χαρακτῆρα. Περιλαμβάνει, ὄχι μόνο τούς ζῶντες, ἀλλά καί τούς ἐν Χριστῷ κεκοιμημένους, τήν Κυρία Θεοτόκο, τούς Ἁγίους Ἀποστόλους, Μάρτυρες, Προφῆτες, Ἱεράρχες, Ὁσίους, Δικαίους καί τούς ἀγγέλους. Ἔτσι διακρίνεται στήν στρατευομένη ἤ ἐπίγεια καί τήν θριαμβεύουσα ἤ οὐράνια Ἐκκλησία. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική καί αὐτή εἶναι ἀποκλειστικά καί μόνον ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Σκοπός τῆς Ἐκκλησίας εἶναι νά κάνει ὅλους τούς ἀνθρώπους μετόχους τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Στά στρατευόμενα μέλη της ἡ Ἐκκλησία παρέχει τόν ἀρραβῶνα τῆς μελλούσης Βασιλείας. Μέ τόν τρόπο αὐτό ἐγγυᾶται καί τήν πλήρη μετοχή τῆς Βασιλείας αὐτῆς στά θριαμβεύοντα μέλη της. Μέλη τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ὅλοι ὅσοι ἔχουν ἐνταχθεῖ σ’αὐτήν μέ τό ὀρθόδοξο βάπτισμα καί πιστεύουν στόν Ἅγιο Τριαδικό Θεό, ἀνεξάρτητα ἀπό τόν βαθμό τῆς ἁμαρτωλότητάς τους, ἀκριβῶς γιατί σκοπός τῆς Ἐκκλησίας εἶναι νά τούς ἁγιάσει καί νά τούς σώσει. Ἡ Ἐκκλησία, ὡς Σῶμα Χριστοῦ, ἔχει ὡς ἔνοικο τήν χαρισματική παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Τό Ἅγιον Πνεῦμα ζωοποεῖ καί καθοδηγεῖ τήν στρατευομένη Ἐκλησία στήν ὄντως Ἀλήθεια, πού εἶναι ὁ Χριστός. Ἡ παρουσία ἄλλωστε τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στήν Ἐκκλησία ἐγγυᾶται τήν διασφάλιση τῆς ἀληθείας Της καί τήν δυνατότητα τῆς κοινωνίας τῶν μελῶν τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ μέ τόν Ἅγιο Τριαδικό Θεό. Ἀπό τήν Ἐκκλησία ἐκπίπτουν ἐπίσημα οἱ αἱρετικοί, αὐτοί δηλ. πού ἀπορρίπτουν τήν ἀλήθειά Της, καί οἱ σχισματικοί, αὐτοί δηλ. πού ἀπορρίπτουν τόν τρόπο διοικήσεώς της. Ἀνεπίσημα ἀποκόπτεται ἀπό τήν Ἐκκλησία κάθε μέλος Της, πού τοποθετεῖ τόν ἑαυτό του συνειδητά ἔξω ἀπό τήν Ἐκκλησία, ἀρνούμενο τήν ἀλήθεια καί τή ζωή Της, ὅπως οἱ παναιρετικοί οἰκουμενιστές[3].
2. Ἄρνηση τῶν θεμελίων τῆς πίστεως
Ὁ Μητροπολίτης, μέ τόν ἰσχυρισμό του ὅτι «ἀκόμη καί ἄν αὐτό, πού οἱ χριστιανοί μας θεωροῦν σωστό, ἀκόμη καί ἄν εἶναι ἀντίθετο μέ τό Εὐαγγέλιο, ἐγώ θά ὑπερασπιστῶ αὐτό, πού λένε οἱ χριστιανοί μας, γιατί οἱ Χριστιανοί μας ἔφτιαξαν τό Εὐαγγέλιο, δέν ἔφτιαξε τό Εὐαγγέλιο τήν Ἐκκλησία», ναρκοθετεῖ καί βάζει βόμβα στά θεμέλια τῆς πίστεως, διότι οὐσιαστικά ἀρνεῖται τό ἱερό καί ἅγιο Εὐαγγέλιο, τό ὁποῖο ἀποτελεῖ μέρος τῆς Καινῆς Διαθήκης, ἡ ὁποία μέ τή σειρά της ἀποτελεῖ μέρος τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Ἀρνειται ἐπίσης τούς ἁγίους Εὐαγγελιστές Ματθαῖο, Μᾶρκο, Λουκᾶ, Ἰωάννη καί οὐσιαστικά ἀρνεῖται τόν ἴδιο τόν Θεάνθρωπο Κύριο ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστό, τόν μοναδικό ἀληθινό Θεό καί Σωτῆρα καί Λυτρωτή μας, διότι περί Αὐτοῦ γράφουν οἱ Ἅγιοι Εὐαγγελιστές. Καί ὅλα αὐτά χάριν τῶν ἀντιευαγγελικῶν καί ἐκκοσμικευμένων χριστιανῶν. Ἀντί ὁ Μητροπολίτης νά ἐκκλησιαστικοποιήσει τόν κόσμο καί νά εὐαγγελιστεῖ στούς ἐκκοσμικευμένους χριστιανούς τό μήνυμα τῆς μετανοίας καί τῆς σωτηρίας, αὐτός ἐκκοσμικεύει τήν Ἐκκλησία καί τό Εὐαγγέλιο˙ πράττει τό θέλημα, ὄχι τοῦ Θεοῦ, ἀλλά τῶν ἀνθρώπων˙ κάνει ὑπακοή, ὄχι στόν Χριστό καί στό Εὐαγγέλιο, ἀλλά στούς ἀντιχρίστους καί ἀντιευαγγελικούς.
Γιά νά συνειδητοποιήσουμε, λοιπόν, τήν ἀνωτέρω μεγίστη πλάνη καί βλασφημία, κρίνεται ἀναγκαῖο νά παραθέσουμε μερικά πράγματα περί τῆς Θείας Ἀποκαλύψεως, τῶν πηγῶν της, τῆς θεοπνευστίας τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί τοῦ Εὐαγγελίου.
3. Ἡ Θεία Ἀποκάλυψη
Θεία Ἀποκάλυψη εἶναι ἡ φανέρωση τοῦ Ἁγίου Τριαδικοῦ Θεοῦ στήν κτίση καί στήν ἱστορία. Ὁ ἄκτιστος, ἀπρόσιτος καί ἀμέθεκτος κατά τήν οὐσία Θεός γίνεται προσιτός μέ τίς ἄκτιστες, προσιτές καί μεθεκτές ἐνέργειές Του καί μέ αὐτές ἀποκαλύπτεται στούς ἀνθρώπους. Ἡ ἀποκάλυψη αὐτή νοεῖται ὡς φανέρωση τοῦ θελήματος καί τῆς ἀκτίστου φυσικῆς δόξης Του. Ἔτσι κατανοεῖται γιατί ἡ ἀποκάλυψη εἶναι συνεχής φανέρωση τοῦ Θεοῦ, πού πραγματώνεται μέ τίς Θεοφάνειες. Ἡ ἀποκάλυψη γίνεται κατά δύο τρόπους : α) Στήν κτίση. Ἐδῶ ἔχουμε μερική φανέρωση τῆς δημιουργικῆς, συνεκτικῆς καί προνοητικῆς ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ μέσα ἀπό τήν κτίση καί τήν συνείδηση τοῦ ἀνθρώπου. β) Στήν ἱστορία. Ἐδῶ πρόκειται γιά τήν ἱστορική φανέρωση τῶν ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ, τόσο κατά τό προπαρασκευαστικό στάδιο τῆς σωτηρίας, στά πλαίσια δηλ. τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ὅσο καί κατά τό στάδιο τῆς σωτηρίας, στά πλαίσια δηλ. τῆς Καινῆς Διαθήκης καί τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας. Καί μέ τούς δύο τρόπους ἡ ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ εἶναι ὑπερφυσικό γεγονός, ἀφοῦ οἱ ἀποκαλυπτόμενες φυσικές καί οὐσιώδεις ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ εἶναι ἄκτιστες καί ὑπερφυσικές.
4. Πηγή τῆς Θείας Ἀποκαλύψεως
Κατά τήν ὀρθόδοξη θεώρηση, πηγή τῆς Θείας Ἀποκαλύψεως εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Ἅγιος Τριαδικός Θεός. Αὐτός, πού ἀποκαλύπτει τόν Τριαδικό Θεό, τόσο κατά τήν περίοδο τῆς Παλαιᾶς, ὅσο καί κατά τήν περίοδο τῆς Καινῆς Διαθήκης εἶναι ὁ Θεός Λόγος, ἄσαρκος Λόγος στήν Παλαιά Διαθήκη, ἔνσαρκος Λόγος στήν Καινή Διαθήκη. Τό ἀποκαλυπτόμενο εἶναι πάντοτε ὁ Τριαδικός Θεός καί τό μέσον ἀποκαλύψεως εἶναι ἡ μία ἄκτιστη ἐνέργεια τοῦ ὅλου Τριαδικοῦ Θεοῦ. Τό ἀποκαλύπτον Θεῖο Πρόσωπο εἶναι ὁ Θεός Λόγος. Ὁ Θεός Λόγος ἀποκαλύπτει τόν ὅλο Τριαδικό Θεό, ὁ Ὁποῖος εἶναι παρών στίς ἐνέργειές Του. Ἡ Θεία Ἀποκάλυψη διατυπώνεται αὐθεντικά στήν Ἁγία Γραφή καί στήν Ἱερά Παράδοση. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία θεωρεῖ ὡς Ἰερή Παράδοση τήν Ἀποστολική διδασκαλία, φορεύς τῆς ὁποίας ἦταν κατά τούς πρώτους αἰώνες, ἡ πρωτοχριστιανική Ἐκκλησία. Ἡ Ἀποστολική αὐτή διδασκαλία, πού παραδόθηκε ἀρχικῶς προφορικά στήν Ἐκκλησία ἀπό τόν Χριστό καί τούς Ἀποστόλους, διατυπώθηκε στή συνέχεια γραπτῶς, μερικῶς ἀλλά ἐπισήμως, καί φέρεται τόσο στήν Καινή Διαθήκη, ὅσο καί στά γραπτά μνημεῖα τῶν Ἀγίων Οἰκουμενικῶν καί Τοπικῶν Συνόδων, στά συγγράμματα τῶν Ἁγίων Πατέρων, στή Θεία Λατρεία καί στήν ὅλη πράξη τῆς Ἐκκλησίας. Ἔτσι, ἡ Ἰερά Παράδοση μεταβλήθηκε ἀπό Ἀποστολική σέ ἐκκλησιαστική. Ἡ Ἱερά Παράδοση, λοιπόν, νοεῖται ὡς ἡ ἀδιάλειπτη ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στήν Ἐκκλησία καί ὡς ζωή τῆς Ἐκκλησίας, πού μαρτυρεῖται πάντοτε ἀπό τούς ἁγίους Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας καί ἀπό τούς θεουμένους πιστούς. Ἔτσι, ἡ Ἰερά Παράδοση συνδέεται στενότατα μέ τίς συνεχεῖς Θεοφάνειες.
Αὐτή εἶναι ἡ ἀπάντηση στόν ἕωλο ἰσχυρισμό τοῦ Μητροπολίτου ὅτι «οἱ Χριστιανοί μας ἔφτιαξαν τό Εὐαγγέλιο, δέν ἔφτιαξε τό Εὐαγγέλιο τήν Ἐκκλησία». Δέν ἄκουσε καί δέν διάβασε ποτέ ὁ Μητροπολίτης τόν Μεγάλο Ἀπόστολο τῶν Ἐθνῶν Παῦλο τόν Οὐρανοβάμονα, ὁ ὁποῖος στήν πρός Γαλάτας ἐπιστολή λέγει ὅτι «Γνωρίζω δὲ ὑμῖν, ἀδελφοί, τὸ εὐαγγέλιον τὸ εὐαγγελισθὲν ὑπ' ἐμοῦ ὅτι οὐκ ἔστι κατὰ ἄνθρωπον· οὐδὲ γὰρ ἐγὼ παρὰ ἀνθρώπου παρέλαβον αὐτὸ οὔτε ἐδιδάχθην, ἀλλὰ δι' ἀποκαλύψεως ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ»[4], δηλ. «Σᾶς καθιστῶ γνωστό, ἀδελφοί, ὅτι τό Εὐαγγέλιο, τό ὁποῖο κήρυξα σ' ἐσᾶς, δέν εἶναι ἔργο ἀνθρώπου καί δέν ἐκφράζει σκέψεις ἀνθρώπων. Διότι ἐγώ - ὅπως ἄλλωστε καί οἱ ἄλλοι Ἀπόστολοι – δέν τό ἔχω παραλάβει ἀπό ἄνθρωπο, οὔτε τό διδάχθηκα ἀπό ἄνθρωπο, ἀλλά τό παρέλαβα κατ'εὐθείαν μέ ἀποκαλύψεις, τίς ὁποῖες ὁ ἴδιος ὁ Ἰησοῦς Χριστός μοῦ φανέρωσε».
5. Ἑρμηνευτής τῆς Θείας Ἀποκαλύψεως
Ἀπό Ὀρθοδόξου ἑπόψεως, ὁ αὐθεντικός ἑρμηνευτής τῆς Θείας Ἀποκαλύψεως εἶναι ἡ Ἐκκλησία, καθοδηγουμένη ἀπό τό Ἅγιον Πνεῦμα. Ἡ Ἐκκλησία ἔχει τήν ἀρμοδιότητα νά ἑρμηνεύει τήν Ἁγία Γραφή, ἐπειδή εἶναι ἡ ἴδια ὁ φύλακας τῆς Ἀποστολικῆς Παραδόσεως. Ἡ παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στήν Ἐκκλησία ἐγγυᾶται τήν σωστή κατανόηση τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί διατηρεῖ ζωντανή τήν παράδοσή της.
6. Ἡ Ἁγία Γραφή καί ἡ θεοπνευστία της
Στήν Ἁγία Γραφή καταγράφτηκε μέρος μόνο τῆς Θείας Ἀποκαλύψεως ἀπό τούς θεόπνευστους συγγραφεῖς της. Ἡ Ἁγία Γραφή ἀποτελεῖ μέρος τῆς Ἱερᾶς Παραδόσεως τῆς Ἐκκλησίας. Κατά τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἡ Ἁγία Γραφή γίνεται πλήρης καί αὐτάρκης φορεύς τῶν θείων ἀληθειῶν μόνο ὑπό τό φῶς τῆς Ἱερᾶς Παραδόσεως, ἡ ὁποία τήν ἑρμηνεύει καί τήν συμπληρώνει.
Ἡ Ἁγία Γραφή εἶναι θεόπνευστη. Λέγοντας θεοπνευστία τῆς Ἁγίας Γραφῆς ἐννοοῦμε τήν ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στούς συγγραφεῖς τῆς Ἁγίας Γραφῆς, πού συνίσταται στή μετάδοση τῶν θείων ἀληθειῶν σ’αὐτούς γιά τή σωστή διατύπωσή τους. Στή συγγραφή τῶν βιβλίων τῆς Ἀγίας Γραφῆς συνεργάζονται ὁ θεῖος καί ὁ ἀνθρώπινος παράγοντας, κυριαρχεῖ ὅμως ὁ θεῖος. Ἔτσι, τό Ἅγιον Πνεῦμα ἀποκαλύπτει τίς ἀλήθειες τῆς πίστεως στούς ἱερούς συγγραφεῖς, τούς φωτίζει νά τίς ἐννοήσουν σωστά καί τούς κινεῖ νά τίς διατυπώσουν γραπτά. Στή συνέχεια, ἐπιστατεῖ καί κατά τή συγγραφή, γιά ν’ἀποφευχθοῦν σφάλματα. Οἱ ἱεροί συγγραφεῖς διατηροῦν τήν αὐτοτέλεια καί τήν ἰδιαιτερότητά τους, διατυπώνοντας ἐλεύθερα τά ἀποκαλυπτόμενα, ἀνάλογα μέ τόν σκοπό, πού ἐπιδιώκουν, καί ἀνάλογα πάντοτε μέ τήν προσωπική ἰδιοφυΐα τους. Ἔτσι ἐξηγοῦνται ἄλλωστε καί οἱ διαφορές στό ὕφος, τή γλῶσσα καί τήν ἀνάπτυξη τῶν ἐκτιθεμένων θείων ἀληθειῶν[5].
7. Τό Ἱερόν καί Ἅγιον Εὐαγγέλιον
Ἡ λέξη «Εὐαγγέλιο» εἶναι παγκοσμίως γνωστή, διότι αὐτή χρησιμοποίησαν οἱ ἅγιοι Εὐαγγελιστές, γιά νά χαρακτηρίσουν τό χαρμόσυνο μήνυμα τοῦ Κυρίου πρός τούς ἀνθρώπους, τήν λύτρωση καί τήν σωτηρία, πού προσέφερε. Αὐτή χρησιμοποίησε ἡ Ἐκκλησία, γιά νά ὀνομάσει τά τέσσερα θεόπνευστα ἔργα, τά τέσσερα Εὐαγγέλια, μέσα στά ὁποῖα ἱστορεῖται ἡ ζωή καί τό ἔργο τοῦ Κυρίου. Εὐαγγέλιο σημαίνει τήν χαρμόσυνη ἀγγελία, τήν μοναδική γιά τήν ἀξία της στήν ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητος. Καί αὐτή περιέχει ὅσα ὁ Κύριος κήρυξε, φανέρωσε καί ἔπραξε γιά τήν σωτηρία τῶν ἀνθρώπων. Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος χρησιμοποίησε αὐτή τή λέξη καί ὀνόμασε τό θεῖο Του κήρυγμα «Εὐαγγέλιον». Παντοῦ ὅπου χρησιμοποιεῖται ἡ λέξη αὐτή, δηλώνει τό χαρμόσυνο μεσσιανικό ἄγγελμα γιά τήν σωτηρία τῶν ἀνθρώπων. Ἀλλά, σημαίνει ἀκόμη καί τά τέσσερα θεόπνευστα ἔργα τῶν ἱερῶν Εὐαγγελιστῶν, Ματθαίου, Μάρκου, Λουκᾶ καί Ἰωάννου, στά ὁποῖα ἐκθέτουν τήν διδασκαλία καί τό ἔργο τοῦ Κυρίου, τά ὁποῖα ἀποτελοῦν τό πρῶτο μέρος τῆς Καινῆς Διαθήκης[6].
Ἀντί, λοιπόν, μέ μέγιστο σεβασμό καί πόθο, μέ μεγίστη ἱερά εὐλάβεια καί προσοχή νά ἀναφερθεῖ στά θεόπνευστα αὐτά βιβλία, πού ἔχουν γραφτεῖ κατ’ἐντολή καί ἔμπνευση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος γιά τούς Χριστιανούς ὅλων τῶν αἰώνων, διότι κάθε λόγος τοῦ Εὐαγγελίου ἀξίζει περισσότερο ἀπ’ ὅλα τά βιβλία τοῦ κόσμου, ὁ ἐν λόγῳ Μητροπολίτης λέγει ὅτι θά «ὑπερασπιστεῖ αὐτό, πού οἱ χριστιανοί μας θεωροῦν σωστό, ἀκόμη καί ἄν εἶναι ἀντίθετο μέ τό Εὐαγγέλιο».
8. Κήρυξη ἑτέρου εὐαγγελίου
Εἶναι, λοιπόν, φανερό ὅτι ὁ ρηθείς Μητροπολίτης δέν κηρύσσει τό Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά «ἕτερον εὐαγγέλιον»[7], δηλ. ἄλλη διδασκαλία, τήν ὁποία ὡς ψευδοδιδάσκαλος παρουσιάζει ὡς εὐαγγέλιο τάχα τοῦ Χριστοῦ, δηλ. ψευδοευαγγέλιο, καί ταιριάζει στήν περίπτωσή του ἡ ἐπιτίμηση, πού ἔκανε ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στούς Γαλάτες : «Θαυμάζω ὅτι οὕτω ταχέως μετατίθεσθε ἀπὸ τοῦ καλέσαντος ὑμᾶς ἐν χάριτι Χριστοῦ εἰς ἕτερον εὐαγγέλιον, ὃ οὐκ ἔστιν ἄλλο, εἰ μή τινές εἰσιν οἱ ταράσσοντες ὑμᾶς καὶ θέλοντες μεταστρέψαι τὸ εὐαγγέλιον τοῦ Χριστοῦ. Ἀλλὰ καὶ ἐὰν ἡμεῖς ἢ ἄγγελος ἐξ οὐρανοῦ εὐαγγελίζηται ὑμῖν παρ' ὃ εὐηγγελισάμεθα ὑμῖν, ἀνάθεμα ἔστω. Ὡς προειρήκαμεν, καὶ ἄρτι πάλιν λέγω· εἴ τις ὑμᾶς εὐαγγελίζεται παρ' ὃ παρελάβετε, ἀνάθεμα ἔστω»[8], δηλ. «Κατέχομαι ἀπό βαθειά ἔκπληξη καί ἀπορία ἀπό τό γεγονός ὅτι τόσο εὔκολα καί γρήγορα φεύγετε ἀπό τόν Θεό, ὁ Ὁποῖος σᾶς κάλεσε μέ τήν Χάρι τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, καί μεταπηδᾶτε σέ ἄλλη διδασκαλία, τήν ὁποία οἱ ψευδοδιδάσκαλοι παρουσιάζουν ὡς εὐαγγέλιο τάχα τοῦ Χριστοῦ. Αὐτό τό ψευδοευαγγέλιο δέν εἶναι τίποτε ἄλλο, παρά ὅτι ὑπάρχουν μερικοί, οἱ ὁποῖοι σᾶς ἀναταράσσουν καί θέλουν νά μεταβάλουν καί νά νοθεύσουν τό Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ. Ἀλλά, προσέξτε αὐτό : ἐάν καί ἐμεῖς ἀκόμη οἱ Ἀπόστολοι ἤ καί ἄγγελος ἀπό τόν οὐρανό σᾶς κηρύττει Εὐαγγέλιο διαφορετικό ἀπό ἐκεῖνο, τό ὁποῖο ἐμεῖς ἀπ'τήν ἀρχή σᾶς ἔχουμε κηρύξει, ἄς εἶναι αὐτός ἀναθεματισμένος καί χωρισμένος ἀπό τόν Θεό. Ὅπως καί προφορικῶς, προηγουμένως σᾶς εἴχαμε πεῖ καί τώρα πάλι σᾶς λέγω : ἐάν κανείς σᾶς διδάσκει ἄλλο Εὐαγγέλιο, διαφορετικό ἀπό ἐκεῖνο, πού ἔχετε παραλάβει, ἄς εἶναι ἀναθεμάτισμένος».
Ἐπίλογος
Ἄς θυμηθεῖ ὁ Μητροπολίτης ὅτι, ὅταν γινόταν ἡ εἰς Ἐπίσκοπον χειροτονία του, οἱ Ἀρχιερεῖς τοποθέτησαν πάνω στήν κεφαλή του τό Ἱερόν καί Ἅγιον Εὐαγγέλιον, ἐνέργεια ἡ ὁποία συμβολίζει ὅτι πρέπει νά κάνει ἀπόλυτη ὑπακοή στό Εὐαγγέλιο καί τόν Χριστό ἐφ’ὄρου ζωῆς, καί ὄχι νά τό ἀρνεῖται, ποδοπατώντας τίς κατά τήν χειροτονία του ὑποσχέσεις του. Ἐφ’ὅσον, λοιπόν, ἀρνεῖται τό Εὐαγγέλιο, ἡ πρακτική συνέπεια τῶν λόγων του ἀπαιτεῖ νά σταματήσει νά τελεῖ τήν Θεία Λειτουργία, διότι αὐτή ἔχει ὡς κέντρο τό Εὐαγγέλιο καί εἶναι ἀπόλυτα συνυφασμένη μ’αὐτό καί νά παύσει νά κηρύττει γιά τό Εὐαγγέλιο. Τέλος, ἡ Ἱεραρχία καί ἡ Ἑλλαδική Ἐκκλησία τόν ἐξέλεξαν Ἐπίσκοπο Ἀλεξανδρουπόλεως, πράγμα πού σημαίνει ὅτι ὡς Ἐπίσκοπος πρέπει νά εἶναι ἐπί σκοπόν, νά φυλάττει σάν μαντρόσκυλο τήν μάνδρα τῆς Τοπικῆς του Ἐκκλησίας καί τό ποίμνιό του ἀπό τούς «βαρεῖς λύκους»[9], τούς αἰρετικούς. Αὐτό, ὅμως, τό ἀρνεῖται, λέγοντας ὅτι «ἀλλοίμονο ἄν ἡ Ἐκκλησία εἶχε ἐμένα ὡς μαντρόσκυλο». Τό μόνο, πού καταφέρνει μέ τά δημοσίως λεγόμενά του, εἶναι νά μᾶς πείσει ὅτι δέν εἶναι ἀληθής Ἐπίσκοπος εἰς τύπον καί τόπον Χριστοῦ.
[1] https://katanixi.gr/2019/07/11/ο-δούλος-του-κυρίου-άνθιμος-κατά-του-κυ/, https://www.youtube.com/watch?time_continue=2&v=6be_Mn_QidI
[2] Ἐφ. 1, 17-23.
[3] Σχ. βλ. ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΤΣΕΛΕΓΓΙΔΗΣ, Δυτική Θεολογία καί Πνευματικότητα˙ σημειώσεις ἀπό τίς πανεπιστημιακές παραδόσεις, ἔκδ. Ὑπηρεσία Δημοσιευμάτων ΑΠΘ, Θεσ/κη, σσ. 37-38.
[4] Γαλ. 1, 11-12.
[5] Ὅ. π., σσ. 13-20.
[6] ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΟΛΙΤΣΑΡΑΣ, Ἡ Καινή Διαθήκη, κείμενον-ἑρμηενυτική ἀπόδοσις, ἔκδ. Ἀδελφότης Θεολόγων «Ἡ Ζωή», Ἀθῆναι 2007, σσ. 9-10.
[7] Γαλ. 1, 6.
[8] Γαλ. 1, 6-9.