Γράφει ο Ἀδαμάντιος Τσακίρογλου
Ἂν διαβάσουμε προσεκτικὰ τὴν Καινὴ Διαθήκη θὰ
διαπιστώσουμε, ὅτι ὁ ἁμαρτωλὸς συνήθως δὲν κατονομάζεται. Ἀντιθέτως ὁ προδότης,
ὁ παραχαράκτης καὶ ὁ ἐχθρὸς τῆς πίστεως ἀναφέρεται πάντα μὲ τὸ ὄνομά του: Ὁ Ἰούδας,
ὁ Ἀνανίας, ἡ Σαπφείρα, ὁ Σίμων, ὁ Ὑμέναιος, ὁ Ἀλέξανδρος, ὁ Φιλητός κλπ. Αὐτὴ ἡ
διαπίστωση εἶναι μιὰ πρώτη ἰσχυρὴ ἔνδειξη γιὰ τὸ ἱερὸ καθῆκον ποὺ ἔχουμε ὅλοι
μας νὰ καταδεικνύουμε πάντα τὸν ἔνοχο καὶ ψεύτη σὲ θέματα πίστεως, διότι ἔτσι
δείχνουμε τὴν ὑπακοὴ καὶ τὴν ἀγάπη μας στὸν Θεὸ καὶ στὸν συνάνθρωπο,
προστατεύοντάς ἐμᾶς καὶ αὐτὸν ἀπὸ τὶς ὀλέθριες γιὰ τὴν σωτηρία μας ἐπιρροὲς τῶν
ἑκάστοτε ἐνόχων σὲ θέματα Πίστεως.
Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, σὰν ἀληθινοὶ ποιμένες, μᾶς
δίδαξαν μὲ ἔργα καὶ λόγους αὐτὴ τὴν στάση καὶ κατέδειξαν τὴν ποιμαντική της
σπουδαιότητα. Πάντοτε κατονόμαζαν τοὺς αἱρετικούς γιὰ νὰ βοηθήσουν καὶ τοὺς ἴδιους
νὰ συνειδητοποιήσουν καὶ νὰ κατανοήσουν τὸ λάθος τους, καὶ τὸ ποίμνιο νὰ
προφυλαχθεῖ καὶ νὰ ἀπομακρυνθεῖ ἀπὸ τοὺς συγκεκριμένους αἱρετικοὺς ψευδοποιμένες
καὶ λαϊκούς, τοὺς βαρεῖς «λύκους» ποὺ μὲ ἔνδυμα προβάτου θέλουν νὰ κατασπαράξουν
τὰ πρόβατα. Ὁ Ἄρειος καὶ ὁ Νεστόριος, ὁ Πραξέας καὶ ὁ Νοητός, ὁ Βαρλαάμ κ.ἄ, ἦσαν
αἱρετικοὶ πρὶν καταδικασθοῦν ἀπὸ Σύνοδο, ἀπὸ τὴν στιγμὴ ποὺ ποιμένες καὶ πιστοὶ
ἐπεσήμαναν τὶς αἱρετικὲς κακοδοξίες τους καί, βέβαια, τοὺς καλοῦσαν σὲ
διόρθωση. Ἐξ ἄλλου γι’ αὐτὸ συγκλήθηκε ἡ ἑκάστοτε Σύνοδος, γιὰ νὰ τοὺς
καταδικάσει, ἀφοῦ δὲν μετανοοῦσαν καὶ ἐπέμεναν σ’ αὐτές. Οἱ Ἅγιοι Πατέρες τοὺς ὀνόμαζαν
αἱρετικοὺς καὶ «λύκους», πρὶν καταδικασθοῦν καὶ ἔγραφαν λόγους ἐναντίον τῶν «ὀρθοδόξων»
στὸ ὄνομα, ἀλλ’ αἱρετικῶν στὸ φρόνημα, ποὺ μπορεῖ νὰ κατεῖχαν ἱερατικὰ ἀξιώματα
καὶ θρόνους Ἐπισκοπικούς, ἀλλὰ ἀπεδεικνύοντο ἐχθροὶ τῆς Πίστεως καὶ «βαρεῖς λύκοι», ὡς αἱρετικοί. Ἔτσι ἔκανε π.χ.
ὁ Μέγας Βασίλειος, ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας, ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής,
ὁ ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς κ.ἄ.
Ἡ ἄρνηση τοῦ ἑκάστοτε Χριστιανοῦ, Ποιμένος καὶ μή, νὰ
κατονομάσει τοὺς ἑκάστοτε κακόδοξους καὶ αἱρετικούς, εἶναι πράξη ἀνεύθυνη καὶ ἀφιλάδελφη,
ἀφοῦ τοὺς ἀφήνει στὴν πλάνη τους ἀνεξέλεγκτους καὶ ἀβοήθητους νὰ ἀπωλεσθοῦν καὶ
νὰ ὁδηγοῦν καὶ τοὺς ἄλλους στὴν ἀπώλεια. Ἂν γνωρίζουμε τὸν ἔνοχο σὲ θέματα πίστεως καὶ δὲν
τὸν ὀνομάζουμε, δὲν τὸν καταδεικνύουμε γιὰ νὰ προστατεύσουμε τὸ ποίμνιο τῆς Ἐκκλησίας
ἀπὸ αὐτόν, τότε καταντοῦμε καὶ ἐμεῖς ψεῦτες καὶ, ὡς ἐκ τούτου, τὸ ἴδιο ἔνοχοι. Διότι
γιὰ νὰ συγκαλύψουμε τὸ ψεῦδος, λόγω προσωπικῶν συμφερόντων ἢ ἀκόμα καὶ δειλίας,
παρουσιάζουμε στοὺς ἑαυτοὺς μας καὶ στοὺς ἄλλους, ὡς δῆθεν ἀγωνιστές, μία μισὴ ἀλήθεια,
ἀκατονόμαστη, κρύβοντας παράλληλα τὴν πραγματικὴ ὀδυνηρὴ ἀλήθεια, μόνο καὶ μόνο
ἐπειδὴ αὐτὴ θὰ ἀπαιτοῦσε ἀπὸ ἐμᾶς αὐταπάρνηση καὶ μία φυσικὴ συνέπεια λόγων καὶ
πράξεων.
Καὶ παράξενο· Αὐτὸ τὸ ψεῦδος μᾶς κρατάει στὴν ζωὴ ὡς
ὑποτιθέμενους ὑπερασπιστὲς τῆς ἀλήθειας. Ὁ Νορβηγὸς θεατρικὸς συγγραφέας Ἑρρῖκος
Ἴψεν ἐφηῦρε γιὰ αὐτὸ τὸ εἶδος τοῦ ψεύδους τὸν ὅρο «ζωτικὸ ψεῦδος». Κάθε ζωτικὸ
ψεῦδος ἀπαιτεῖ τεχνάσματα συγκάλυψης ποὺ ἐξυπηρετοῦν τοὺς σκοπούς μας καὶ ἀποσιωποῦν
τὴν ἁπλὴ ἀλήθεια. Αὐτὴ ἡ συγκάλυψη καὶ ἡ ὀνοματικὴ ἀπόκρυψη τοῦ ἐνόχου μᾶς
καθιστᾶ αὐτομάτως ἐνόχους. Διότι ὁ ἔνοχος δὲν κατονομάζει τὸν ἔνοχο.
Ὁ π. Θεόδωρος Ζήσης προχώρησε ἀκόμα περισσότερο καὶ
χαρακτήρισε σὲ ὁμιλία του αὐτὴν τὴν συγκάλυψη καὶ ὀνοματικὴ ἀπόκρυψη τῶν ἐνόχων
σὲ θέματα πίστεως ὡς μία ἐπὶ μέρους αἵρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, τὸν «ὀνοματοκρυπτισμὸ»
(Μάρτιος 2013). Πρόκειται γιὰ μία σύγχρονη μὴ ὁμολογιακή, προδοτικὴ τακτικὴ καὶ
συνήθη πρακτικὴ ὅλων σχεδὸν τῶν σημερινῶν Ἐπισκόπων, ἱερέων, διακόνων, μοναχῶν,
θεολόγων καὶ θρησκευτικῶν Ἀδελφοτήτων. Ὅλοι αὐτοὶ κατ΄ ἰδίαν καὶ δημοσίως ὁμιλοῦν
μὲν γιὰ τὰ κακῶς κείμενα στὴν Ἐκκλησία καὶ στὸ μάθημα τῶν θρησκευτικῶν, γιὰ τὰ
σκάνδαλα ποὺ ὑποβιβάζουν καὶ ἐξευτελίζουν τὴν νύμφη τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία στὰ
μάτια τοῦ κόσμου, καὶ τέλος γιὰ τὴν παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, καταφέρονται γενικὰ
ἐναντίον ὅλων αὐτῶν τῶν φαινομένων, ἀλλὰ δὲν ὀνομάζουν τοὺς ἑκάστοτε αἱρετίζοντες
θεολόγους, ἱερεῖς, Ἐπισκόπους, Μητροπολίτες, Πατριάρχες κ.λπ., διότι ὁ ὀνοματισμὸς
θὰ ἀπαιτοῦσε τὴν συνέπεια τῆς διδασκαλίας τῶν Πατέρων: Ἡ κατονομασία τους θὰ ἀπαιτοῦσε
-κατὰ τὴν διδασκαλία τῶν Πατέρων- μαζὶ μὲ τὴν ὁμολογία, τὴν ἐφαρμογὴ τῶν Κανόνων καὶ
τὴν διακοπὴ ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας μαζί τους.
Βλέπουμε λοιπὸν π.χ. τὸν μητροπολίτη Ναυπάκτου νὰ
μιλάει γιὰ μεταπατερικοὺς θεολόγους, ποὺ προετοίμασαν καὶ προώθησαν τὸ δράμα τοῦ
μαθήματος τῶν θρησκευτικῶν, ἀλλὰ νὰ μὴν τοὺς κατονομάζει· βλέπουμε τὸν Πειραιῶς
νὰ μιλάει γιὰ αἱρετίζοντες οἰκουμενιστὲς καὶ μεταπατερικοὺς μέσα στὴν Ὀρθοδοξία,
ἀλλὰ νὰ μὴν τοὺς κατονομάζει· βλέπουμε τὸν Λεμεσοῦ νὰ μιλάει γιὰ τραγικὲς ἀντιορθόδοξες
μεθόδους στὸ Κολυμπάρι ἀλλὰ νὰ μὴν κατονομάζει· βλέπουμε τὸν ἡγούμενο τῆς
Γρηγορίου νὰ μιλάει μὲ παραδείγματα γιὰ τὴν κατάντια τῶν Ἐπισκόπων, ἀλλὰ νὰ μὴν
τοὺς κατονομάζει· ἀκοῦμε τὴν Ἱ. Μ. Παρακλήτου νὰ μιλάει γιὰ ἀπίστευτα σκάνδαλα
στὴν Ἐκκλησία, ἀλλὰ νὰ μὴν τὰ κατονομάζει· ἀκοῦμε Ἐπισκόπους, ἱερεῖς,
θεολόγους, μοναχοὺς νὰ γνωρίζουν σημεῖα
καὶ τέρατα, ποὺ καταβροχθίζουν τὴν εὐσέβεια καὶ τὸ φρόνημα τοῦ ποιμνίου, ἀλλὰ νὰ μὴν τὰ κατονομάζουν. Πολλοὶ μάλιστα, ὅπως
ὁ Κορίνθου, ὁ Ἀργολίδος, ὁ Θεσσαλονίκης, ὁ Σιδηροκάστρου, κ. ἄ δὲν κατονομάζουν
κἂν τὴν ὕπαρξη τῆς παναίρεσης τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Καὶ μετὰ μένουν ὅλοι –παραδόξως–
κατάπληκτοι, πῶς προχωράει καὶ ἑδραιώνεται αὐτὴ ἡ παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ.
Φθάσαμε πιὰ στὸ τραγικὸ παράδοξο νὰ ἀναγνωρίζουμε, ἂν τὸ ἀναγνωρίζουμε, ὅτι ὑπάρχει
αἵρεση καὶ νὰ μὴν κατονομάζουμε, ποιός εἶναι ἐπιτέλους ὁ αἱρετικός.
Τὸ «γνώσεσθε τὴν ἀλήθεια καὶ ἡ ἀλήθεια ἐλευθερώσει ὑμᾶς»
(Ἰω. 8, 32) γιὰ τοὺς περισσοτέρους καταργήθηκε. Ἄλλοι δὲν θέλουν νὰ ποῦν καὶ ἄλλοι
δὲν ἀπαιτοῦν νὰ μάθουν. Ὅμως ἡ ἀλήθεια ἔχει ὄνομα, Ἰησοῦς Χριστὸς καὶ ἡ Ἐκκλησία
του καὶ τὸ ψεῦδος ἔχει ὄνομα, Διάβολος/Βεελζεβούλ/Ἑωσφόρος, αἵρεση καὶ οἱ ὑπηρέτες
τους ἀνὰ τοὺς αἰῶνες. Δὲν μποροῦμε νὰ ὑπηρετοῦμε καὶ τὰ δύο. Ἢ θὰ μισήσουμε τὸν
ἕνα καὶ θὰ ἀγαπήσουμε τὸν ἄλλον ἤ θὰ στηριχτοῦμε στὸν ἕνα καὶ θὰ καταφρονήσουμε
τὸν ἄλλο (Ματθ. 6, 24). Ὅσοι δὲν κατονομάζουν εἶναι καὶ μὲ τοὺς δύο κυρίους,
λένε τὴν μισὴ ἀλήθεια καὶ γι’ αὐτὸ εἶναι ἔνοχοι ἀπέναντι στὴν Ἀλήθεια. Τὸ ἀποτέλεσμα;
Ὁ «ἔνοχος» ἔνοχον οὐ ποιεῖ, ἡ ἀλήθεια πολεμεῖται καὶ τὸ ψεῦδος κυριαρχεῖ.
Ἀδαμάντιος
Τσακίρογλου