Επιμέλεια: Σάββας Ηλιάδης Δάσκαλος Κιλκίς
Εισαγωγικό
σημείωμα: «Η δημοσίευση του
παρόντος θαυμαστού γεγονότος γίνεται για θέματα, που αποδεδειγμένα, η εφαρμοσμένη
επιστήμη, διά των ανήθικων λειτουργών της, ξεπέφτει από την αποστολή της και την
δεοντολογία της με τρόπο υποκριτικό και εξυπηρετεί πλείστες όσες αντίχριστες σκοπιμότητες
και σκοτεινούς κρυφούς σκοπούς. Πρόκειται για μια πνευματική απάντηση στο θέμα
της μεταμόσχευσης οργάνων και όλων των σχετικών, που έχουν μοναδικό και αποκλειστικό σκοπό την παράταση της επιγείου ζωής,
ακόμη και με τρόπο απάνθρωπο και εγκληματικό, καθώς, αυτοί που τις προωθούν, δεν πιστεύουν στην κρίση, στη σωτηρία της ψυχής και στην αιώνια ζωή».
Στην
πατρίδα του γέροντα Ιερώνυμου (1883-1966),
στο Γκέλβερι της Καππαδοκίας, ζούσε κάποιος Μισαήλ. Για να γίνει πιο εύκολα κατανοητή η ιστορία, χρειάζεται να
σκιαγραφήσουμε την προσωπικότητα αυτή, σύμφωνα με τις διηγήσεις του π.
Ιερωνύμου:
«Ο Μισαήλ
ήταν μια πατριαρχική μορφή, ένας ασκητικός τύπος απ` αυτούς που μόνο στα
συναξάρια συναντάμε. Αυστηρός αλλά και πράος μαζί, έμοιαζε με προφήτη, που
σέρνει πάνω του ολόκληρη παράδοση αιώνων. Συνδύαζε τον τύπο του αυστηρού
προφήτη μ` αυτόν του εσωστρεφή ασκητή, που περνάει όλες τις μέρες και τις
νύχτες του στην προσευχή. Ήταν μια δυναμική προσωπικότητα, που έπαιζε το ρόλο
του πνευματικού καθοδηγητή όλων των κατοίκων του χωριού. Ο Μισαήλ ήταν ένας
άλλος αββάς Ισαάκ. Τόσο πολύ είχε προχωρήσει στην προσευχή…».
Στη συνέχεια η αληθινή ιστορία:
Ο Μισαήλ
είχε μια θυγατέρα, που είχε μεγάλη κλίση στην πνευματική ζωή. Γνήσιο παιδί του
πατέρα της, κληρονόμησε από κείνον όλες τις αρετές του και είχε ιδιαίτερη
επίδοση στην κατανυκτική προσευχή. Αν και ήταν πολύ νέα στην ηλικία, άρχισαν
σιγά σιγά να μαζεύονται κοντά της
διάφορες γυναίκες και κείνη τις δίδασκε, τις καθοδηγούσε κι έκαναν μαζί
κατανυκτική προσευχή. Με τον καιρό, όταν η ομήγυρη μαζευόταν σε κάποιο σπίτι,
για να προσευχηθεί, χώριζε σε δυο ομάδες. Ο Μισαήλ με τους άντρες προσευχόταν
σ` ένα δωμάτιο κι η κόρη του με τις γυναίκες σ` ένα άλλο. Ήταν η παρηγοριά όλων
των γυναικών στο Γκέλβερι η κόρη του Μισαήλ, όπως εκείνος ήταν για τους άντρες.
Όταν η κόρη του Μισαήλ έφτασε στην ηλικία
των 18-20 ετών, αρρώστησε βαριά. Όλοι οι κάτοικοι του χωριού και κυρίως οι
γυναίκες, άρχισαν ν` ανησυχούν. Αν
πάθαινε κάτι, έχαναν τη μοναδική τους παρηγοριά. Τι να κάνουν; Ρίχτηκαν στην
προσευχή. Παρακαλούσαν μέρα νύχτα το Θεό να την κάνει καλά, γιατί στις δύσκολες
μέρες που περνούσαν, ήταν η μοναδική τους παρηγοριά, ο άνθρωπος που τις
καθοδηγούσε, ο σύνδεσμός τους με το Θεό. Η κατάστασή της όμως όλο και
χειροτέρευε.
Στην απόγνωσή τους σκέφτηκαν να καταφύγουν
στον πατέρα της, τον Μισαήλ. Γνώριζαν τη δύναμη της προσευχής του και την
παρρησία που είχε στο Θεό και τον παρακάλεσαν να προσευχηθεί για την κόρη του.
_ Σε παρακαλούμε, του έλεγαν, προσευχήσου
στο Θεό να την κάνει καλά. Δε σου λέμε να κάνεις ιδιαίτερη προσευχή, επειδή
είναι κόρη σου αλλά για μας, που αν την στερηθούμε, θα μείνουμε απαρηγόρητες.
Έχουμε τόσα βάσανα και τόσες στενοχώριες, που αν χάσουμε τη μοναδική μας
βοήθεια και το στήριγμά μας, θα μας κυριεύσει η απελπισία.
Ο Μισαήλ στην αρχή δεν ήθελε να υποκύψει,
για να μη θεωρηθεί ότι της είχε ιδιαίτερη αδυναμία, επειδή ήταν κόρη του. Ο
νους του ήταν δεμένος αποκλειστικά με το Θεό, όλους τους άλλους ανθρώπους τους
είχε ίσους στην καρδιά του. Στις επίμονες παρακλήσεις των γυναικών όμως, η
καρδιά του κάμφθηκε. Έτσι, κατά τη συνήθειά του, ανέβηκε μια Πέμπτη πρωί, πριν
ξημερώσει, στο βουνό.
Γονάτισε, σήκωσε τα χέρια του ψηλά και
άρχισε την προσευχή. Πυρπολημένος από θείο έρωτα, παρέμεινε «τη προσευχή και τη
δεήσει», «από φυλακής πρωίας μέχρι νυκτός». Ανάμεσα στ` άλλα κι ενώ ο ιδρώτας
έτρεχε απ` το πρόσωπό του, μίλησε στο Θεό και για την κόρη του, όχι επειδή την
πονούσε σαν πατέρας της, αλλά επειδή του είπαν ότι είναι στήριγμα και παρηγοριά
στους χριστιανούς.
Ξαφνικά, εκεί που βρισκόταν αφοσιωμένος
στην προσευχή, αποξενωμένος από τα εγκόσμια και η ψυχή του είχε αρπαγεί στα
ουράνια, ακούει μέσα του μια λεπτή, θεία φωνή να του λέει:
_ Δίνεις εγγύηση για την κόρη σου;
_ Όχι, Κύριε, δεν μπορώ να δώσω εγγύηση.
Είμαι αμαρτωλός και γνωρίζω το τρεπτόν του ανθρώπου. Σήμερα η κόρη μου
αγωνίζεται και εργάζεται στο θέλημά σου. Αύριο όμως; Πώς μπορώ να εγγυηθώ;
Γενηθήτω το θέλημά Σου!
Η επίσκεψη αυτή, που τον αξίωσε ο Θεός να
δεχτεί, τον ηρέμησε. Πλημμύρισε ολόκληρος από μια ουράνια γαλήνη και συνέχισε
τη θεία του ενασχόληση με ακόμη μεγαλύτερο ζήλο. Και προς το τέλος της ημέρας
κατέφθασε ένας αγγελιοφόρος να τον ειδοποιήσει πως η κόρη του αναπαύτηκε κι ότι
έπρεπε να σπεύσει για τον ενταφιασμό της.
Προειδοποιημένος ο Μισαήλ, δέχτηκε το
μήνυμα με ηρεμία και κάποια ανακούφιση. Είχε βαθιά πίστη στο Θεό και στην
ανάσταση των νεκρών και δεν επέτρεψε στον εαυτό του να κλάψει για τον πρόσκαιρο
χωρισμό της κόρης του. Η χαρά του για τη σωτηρία της, που με θαυμαστό
τρόπο του αποκάλυψε ο Θεός, ξεπέρασε κι
αυτήν ακόμη τη λύπη του για το θάνατό της. Κι αφού έκανε μια προσευχή
ευχαριστίας στο Θεό, ξεκίνησε μαζί με τον αγγελιοφόρο για το χωριό.
Αυτός ήταν ο Μισαήλ με λίγα λόγια, όσα
κατά καιρούς μας διηγιόταν γι` αυτόν ο γέροντας Ιερώνυμος, που έτρεφε πολύ μεγάλη
ευλάβεια για το πρόσωπό του. «Τέτοιους ανθρώπους δεν ευρίσκεις σήμερα», έλεγε,
«ήταν ένας άλλος αββάς Ισαάκ. Ήταν λιγομίλητος, ταπεινός, αγαπούσε την ησυχία
και είχε βαθιά συναίσθηση της αμαρτωλότητάς του. Ποτέ δεν άφηνε άνθρωπον να τον
επαινέσει. Κι αν τολμούσε κανείς να του πει κάποια καλή κουβέντα, ήταν ικανός ο
Μισαήλ να μην του ξαναμιλήσει ποτέ».
Ο Θεός να μας φωτίζει, να έχουμε τη
διάκριση, για να κάνουμε υπακοή στο
σωτήριο θέλημά του!
Επιμέλεια:
Σάββας
Ηλιάδης
Δάσκαλος
Κιλκίς,
13-12-2018