ΣΥΝΕΝΟΧΟΙ ΟΙ ΑΔΙΑΦΟΡΟΙ
Ἔνοχοι! Ποῖοι; Οἱ Βλάσφημοι. Αὐτοὶ ποὺ ὁπουδήποτε καὶ ἐὰν σταθοῦν, ἀκονίζουν τὴν γλῶσσαν των, ἀνοίγουν τὸ στόμα των καὶ σὰν φίδια φαρμακερὰ χύνουν δηλητήριο, ὑβρίζουν μὲ τὸ αἰσχρότερον λεξιλόγιον τὰ ἱερὰ καὶ όσια τῆς Θρησκείας μας. Φρίκη! Ὅλοι οἱ λαοὶ˙ καὶ αὐτοὶ ἀκόμη οἱ ἄγριοι σέβονται τὸν Θεόν τους, καὶ μόνον ἐμεῖς οἱ Ἕλληνες, οἱ ὀρθόδοξοι Χριστιανοὶ ὑβρίζομεν τὴν θρησκείαν μας.
Ὑβρίζομεν! Ὅλοι μας λοιπόν; Ὅλοι μας εἴμεθα βλάσφημοι; Δὲν τὸ ἀρνούμεθα, ὅτι ὑπάρχουν πολλοὶ ποὺ ποτέ των εἰς τὴν ζωὴν δὲν ἐβλασφήμησαν. Τὸ καυχῶνται μάλιστα καὶ τὸ παρουσιάζουν ὡς τίτλο ἁγιότητος. Ἀλλὰ καὶ αὐτοὶ ἔχουν μερίδιον εἰς τὴν ἐνοχὴν τῶν βλασφήμων καὶ θὰ δώσουν λόγον διὰ τὰς φρικτὰς βλασφημίας ποὺ ἀκούονται ἐπάνω εἰς τὴν γῆν. Ναί, εἶναι συνένοχοι, διότι ἀκούουν μὲ ἀπάθειαν, μὲ ἀδιαφορίαν νὰ βλασφημῆται ἡ θρησκεία μας. Παρατηρήσατε τί γίνεται; Ἕνας βλάσφημος εἰς τὴν πλατεῖαν τῆς πόλεως βλασφημεῖ. 50, 100, 200, 1000 ἄνθρωποι τὸν ἀκούουν. Δὲν εἶναι Ἐβραῖοι, οὔτε Τούρκοι. Χριστιανοὶ εἶναι. Λέγουν ὅτι πιστεῦουν εἰς τὸν Χριστόν. Καἰ ὅμως, οὔτε ἕνας ἀπʼ αὐτοὺς ποὺ ἤκουσαν τὴν φρικτὴν βλασφημίαν δὲν συνεκινήθηκε, δὲν ἐταράχθηκε, δὲν ἐθύμωσε, δὲν ἠγανάκτησε, δὲν ἤνοιξε τὸ στόμα του διὰ νὰ διαμαρτυρυθῆ διὰ τὴν δημοσίαν προσβολὴν τῆς Θρησκείας. Πῶς νὰ ὀνομάσωμεν τοὺς χριστιανοὺς αὐτοὺς τοῦ 20ου αἰῶνος; Χλιαροῦς, ἀπαθεῖς, ἀδιαφόρους; Ἐλαφρὸς ὁ χαρακτηρισμός των. Ἡ ἐνοχή των εἶναι μεγάλη, τεραστία. Καὶ θὰ ἠθέλαμεν νὰ ἐρωτήσωμεν ἕναν ἀπʼ αυτοὺς ποὺ ἀκούουν ἀδιάφοροι τὰς βλασφημίας: Ἄνθρωπε! Ὑπόθεσε, ὅτι εἰς τὴν πλατεῖαν κάποιος ὑβρίζει μὲ τις χυδαιοτέρες λέξεις τὴν γυναῖκα σου ἤ τὴν μάννα σου. Τί θὰ κάμης; Θὰ κάθεσαι νʼ ἀκούης μὲ ἀπάθειαν τὰς ὕβρεις; Θʼ ἀνέχεσαι νὰ ὑβρίζεται ἡ οἰκογενειακήν σου τιμή; Ὄχι. Ἀλλὰ μέσα εἰς τὰ στήθη κῦμα ἀγανακτήσεως θὰ φουντώση. Πῶς τολμᾶ αὐτὸς θὰ εἴπης, αὐτὸς ὁ αὐθάδης νὰ ἀναφέρη τόσο ὐβριστικὰ τὸ ὄνομα τῆς οἰκογενείας μου; Ἡ γυναῖκα μου καὶ ἡ μάννα μου καὶ ἡ ἀδελφή μου εἶναι τίμιαι γυναῖκες. Αὐτὸς ποὺ τὰς ὑβρίζει θὰ ἔπρεπε νὰ πλύνη πρῶτα τὸ στόμα του διὰ νʼ ἀναφέρη τὸ ὄνομά των.
Ἀλλὰ τώρα θὰ μάθη νὰ μὴ ὑβρίζη τὸ σπίτι μου. Καὶ πλησιάζεις τὸν ὑβριστὴ τῆς οἰκογενειακῆς σου τιμῆς. Καὶ τὸν παρατηρεῖς. Καὶ τὸν ἐλέγχεις δημόσια. Καὶ τὸν μηνύεις εἰς τὰ δικαστήρια. Καὶ κάμνεις τὸ πᾶν διὰ νʼ ἀποκατασταθῆ ἡ προσβληθεῖσα τιμή. Αὐτὰ κάμνεις, ἄνθρωπε, ὅταν ὑβρίσουν ἕνα προσφιλὲς μέλος τῆς οἰκογενείας σου. Ἀλλὰ νά! Τώρα! Δὲν ἀκούεις; Δὲν ἔχεις αὐτιά; Δὲν ἔχεις καρδιά; Δὲν ἔχεις αἴσθημα; Δὲν ἔχεις νεῦρα; Δὲν ἔχεις θυμόν; Τὶ ἔπαθες; Νά! Ἄκουσε! Αὐτὸς ὁ αὐθάδης ὑβρίζει. Μίαν ἀξίζει ἀσυγκρίτως περισσότερον ἀπὸ τὴν μάννα σου καὶ ἀπὸ τὴν γυναῖκα σου καὶ ἀπὸ τῆν ἀδελφή σου! Εἶναι ἠ Παναγία μας, ἡ γλυκειὰ μάννα ὅλων τῶν Χριστιανῶν. Αὐτὴν παρακαλεῖς εἰς τὸν κίνδυνον. «Παναγία σῶσε με». Καὶ τώρα τὴν ὑβρίζουν. Τὴν ὑβρίζουν μὲ λέξεις μὲ τiς ὁποίες δὲν τολμοῦν νὰ ὑβρίσουν καὶ τὴν χειροτέραν τοῦ κόσμου γυναῖκα. Καὶ σὺ τί κάμνεις; Κάθεσαι καὶ καμαρώνεις τὸν βλάσφημον. Καὶ ὀνομάζεσαι χριστιανός! Κάνεις πέντε βήματα παραπάνω καὶ ἀκούεις ἄλλον νὰ ὑβρίζη. Ἕναν. Τὸν Χριστό. Δὲν ὑπάρχει ἄλλος ἀνώτερος ἀπʼ αὐτόν. Οὔτε μᾶς ἠγάπησε ἄλλος ὅπως ὁ Χριστός, οὔτε ὑπάρχει ἄλλος εὐεργέτης τῆς ἀνθρωπότητος μεγαλύτερος ἀπὸ τὸν Χριστόν. Καὶ ὅμως, ἀκούομεν νὰ ὑβρίζεται καθημερινῶς καὶ ἡμεῖς δὲν κάμνομεν καμμίαν διαμαρτυρίαν.
Ὤ! Ἐὰν ἐπιστεύαμεν πραγματικὰ εἰς τὴν θρησκείαν μας, δὲν θʼ ἀνεχώμεθα τὴν βλασφημίαν. Μόλις θὰ ἠκούαμεν τὴν βλασφημίαν, θὰ ἐπλησιάζαμεν τὸν βλάσφημον, ὅποιος καὶ ἐὰν ἦτο, θὰ διεμαρτυρώμεθα ἐντόνως καὶ θὰ του ἐλέγαμε: «Πρόσεξε! Δὲν σοῦ ἐπιτρέπομεν νὰ βλασφημήσης τὸν Πατέρα μας. Πατέρας μας εἶναι ὁ Θεός. Δὲν σοῦ ἐπιτρέπομεν νὰ βλασφημήσης τὴν Παναγίαν. Εἶναι ἡ Μάννα μας. Δὲν σοῦ ἐπιτρέπομεν νὰ βλασφημήσης τὸν Ἅγιον. Εὶναι ὁ προστάτης μας, φίλος καὶ ἀδελφός μας! …».
Ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος, ὁ μέγας ρήτωρ τῆς Ἐκκλησίας μας ἐκήρηττε: «χέρι ποὺ θὰ κτυπήση τὸν βλάσφημον θʼ ἀγιάση!» Ὁ δὲ Ἄγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, ποὺ πέρασε ἀπὸ τὰ μέρη τῆς Δ. Μακεδονίας ἐκήρυττε: «Ἕνας ἄνθρωπος νὰ μὲ ὑβρίση νὰ φονεύση τὸν πατέρα μου, τὴν μητέρα μου, τὸν ἀδελφόν μου, καὶ ὕστερα τὸ μάτι νὰ μοῦ βγάλη, ἔχω χρέος ὡσὰν χριστιανὸς νὰ τὸν συγχωρήσω. Τὸ δὲ νὰ ὑβρίζη τὸν Χριστόν μου καὶ τὴν Παναγίαν μου, δὲν θέλω νὰ τὸν βλέπω…».
Καὶ τώρα, χριστιανέ μου, τὸ καθῆκον σου εἶναι ὁλοφάνερον. Δὲν ἀρκεῖ νὰ λέγης «δὲν ἐβλασφήμησα», ἀλλὰ ἔχεις ὑποχρέωσιν νʼ ἀντιδράσης ἐναντίον τῆς βλασφημίας. Μὴ κλείσης τὸ στόμα σου, ὅταν βλασφημῆται ἡ θρησκεία μας.
Ἄνοιξέ το! Συμβούλευσε τὴν πρώτην, ἔλεγξε τὴν δευτέραν φοράν. Τιμώρησε τὴν τρίτην. Τὸ πᾶν πρᾶξε, ὥστε εἰς τὸ σπίτι σου, εἰς τὴν γειτονία σου, εἰς τὸ χωριό σου καὶ τὴν πόλιν σου νὰ μὴν ἀκούεται βλασφημία. Εἰς κάθε χωριὸ καί εἰς κάθε πόλιν πρέπει οἱ χριστιανοὶ ποὺ πιστεύουν εἰς τὸν Χριστὸν νὰ ἐνωθοῦν, νὰ ἱδρύσουν Ἀντιβλασφημικὸν Σύλλογον (ὅπως ὑπάρχει εἰς Ἀγρίνιον, Πάτρας, Βόλον), καὶ νὰ πολεμήσουν τὸν ἑωσφόρον τῆς βλασφημίας.
Ἐμπρὸς χριστιανοί μου! Να αγωνισθοῦμε ὅλοι διὰ νὰ ἐξαλείψωμεν τὴν βλασφημίαν ἀπὸ τὴν πατρίδα μας καὶ να διδάξωμε ὅλους ὅτι παραπάνω ἀπʼ ὅλα τὰ ονόματα εἶναι τὸ ὅνομα τοῦ Ἱησοῦ Χριστοῦ, τὸ ὅνομα Ἐκείνου, ἐνώπιον τοῦ ὁποίου θὰ γονατίση μίαν ἡμέραν ὁλόκληρος ἡ κτίσις.
ΣΥΝΤΑΚΤΗΣ· ΑΡΧΙΜ. ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΣ Ν. ΚΑΝΤΙΩΤΗΣ
Γρεβενὰ 24 Ἱουλίου 1945
Χαίρετε εν Κυρίω
π. Φώτιος Βεζύνιας