Η μεγάλη αγάπη του για την προσευχή
Αφιέρωνε πολύ ώρα στην προσευχή· εξάλλου, η προσευχή είναι αρετή και μητέρα των αρετών και ως μητέρα μυσταγωγεί τη σύναψη με τον Θεό, κατά τον Μάρκο τον ερημίτη. Ο γέροντας κατέστη ο ίδιος μια αδιάλειπτη προσευχή, με την ενοποίηση που προσφέρει η προσευχή στον άνθρωπο μέσα του και με τον Θεό. Έκαμε τις ακολουθίες του νυχθημέρου επί καθημερινή βάση, του μεσονυκτικού, του όρθρου, διάβαζε παράκληση και μνημόνευε πλήθος ονομάτων, τα απογεύματα διάβαζε τον εσπερινό και το απόδειπνο, αγρυπνούσε και έλεγε την ευχή στον Κύριο, στη Θεοτόκο και σε διάφορους αγίους της εκκλησίας. Πολλές φορές για ώρες προσευχόταν έτσι, αν λειτουργούσε διάβαζε την ακολουθία της θείας μεταλήψεως και μετά την ευχαριστία. Στην εκκλησία ως τα βαθιά του γεράματα κατά τη διάρκεια των ακολουθιών και της θείας λειτουργίας προσευχόταν όρθιος ή γονατιστός.
Νήστευε όλη την διάρκεια του έτους, έτρωγε μια σούπα με ρύζι, καρότα και πατάτες. Ακόμα και στη διάρκεια των ασθενειών του δεν άλλαζε την συνήθειά του, όσο και αν επέμεναν τα παιδιά του και οι γιατροί. Συνέχεια αναφερόταν στο μαρτύριο του Χριστού, το οποίο έπαθε για εμάς, στις ύβρεις και τους εξευτελισμούς,
στο μαστίγιο στη φραγγέλωση και στον σταυρικό θάνατο, ώστε να κατανοήσουμε την μεγάλη αγάπη του Κυρίου προς εμάς, αλλά και για να είναι παράδειγμα υπομονής και ταπείνωσης στις διάφορες δοκιμασίες μας, και να διάγουμε την ζωή μας με δοξολογία, αποβλέποντες στον στέφανο της αιωνίου ζωής κατά την ημέρα της δευτέρας παρουσίας Του. Αυτή η μεγάλη αγάπη του Κυρίου προς εμάς είναι που έλκυε και οδηγούσε τον ίδιο σε τέτοια μέτρα ασκήσεως.
στο μαστίγιο στη φραγγέλωση και στον σταυρικό θάνατο, ώστε να κατανοήσουμε την μεγάλη αγάπη του Κυρίου προς εμάς, αλλά και για να είναι παράδειγμα υπομονής και ταπείνωσης στις διάφορες δοκιμασίες μας, και να διάγουμε την ζωή μας με δοξολογία, αποβλέποντες στον στέφανο της αιωνίου ζωής κατά την ημέρα της δευτέρας παρουσίας Του. Αυτή η μεγάλη αγάπη του Κυρίου προς εμάς είναι που έλκυε και οδηγούσε τον ίδιο σε τέτοια μέτρα ασκήσεως.
Ο π. Σωτήριος Βραμπάκης, που στα γεράματα του π. Ιωάννη ερχότανε με εντολή της Μητροπόλεώς μας να τον βοηθήσει στη λειτουργία, αφού λειτούργησε κάποτε μαζί με τον Γέροντα κι εμένα στον Άγιο Γεώργιο Νεοχωρίου, μου πρότεινε να πάμε για έναν καφέ. Εγώ επέμενα να περιμένουμε και τον Γέροντα και μου απάντησε γνωρίζοντας τις συνήθειες του γέροντα: «Τον παπαΓιάννη; Το μεσημέρι θα βγει από την εκκλησία!». Αργότερα ρώτησα την πρεσβυτέρα του Πολυξένη αν είχε συνήθεια να μένει προσευχόμενος στον Ναό μετά από την θεία λειτουργία και τότε μου αποκάλυψε πως ερχόταν κατά τη μία με δύο το μεσημέρι στο σπίτι. Η απάντησή της με κατέπληξε γιατί πέραν του ότι ήταν μεγάλος στην ηλικία, ήταν και πολύ φιλάσθενος. Βυθισμένος κάποια νύχτα μέσα στο πέλαγος μιας τέτοιας προσευχής προς την θεομήτορα ο Γέροντας Ιωάννης. η οποία ξεκίνησε το βράδυ και τελείωσε 7 ώρες μετά, λέγοντας το «Υπεραγία θεοτόκε, σώσον ημάς» και εναλλάσσοντάς το με τους χαιρετισμούς της Παναγίας μας. Έξαφνα εμφανίστηκε ζωντανά μπροστά του μέσα σε φως η Κυρία Θεοτόκος ανάμεσα σε δύο χορούς αγίων γυναικών, οι οποίες έψαλλαν διάφορους θεομητορικούς ύμνους, από τα δεξιά ο χορός των μαρτύρων γυναικών που υπέφεραν βίαιο θάνατο για τον Χριστό και από τα αριστερά των οσίων γυναικών που έλαμψαν με την άθλησή τους αφήνοντας όλα τα εγκόσμια. Τότε η Θεομήτωρ μέσα στη δόξα της τον χαιρέτισε και του είπε να συμβουλεύει όλους και κυρίως τους κληρικούς να καταφεύγουν στις πρεσβείες της και θα λαμβάνουν μεγάλη χάρη στο όνομά της. Αμέσως χάθηκαν όλα και από την μεγάλη χαρά ο ίδιος λιποθύμησε.
Το μέγεθος της αγάπης και της υπομονής του
Θαύμαζε κανείς την ασκητικότητά του, η οποία πήγαζε από την αγάπη του Θεού και την αγάπη του πλησίον. Έκπληξη προκαλούσε ακόμα η υπομονή του και η χαρά που δοκίμαζε κατά τις ασθένειές του. Δεν έδειχνε ποτέ την παραμικρή ενόχληση, συνέχεια τα χείλη του ψιθύριζαν το «δόξα σοι ο Θεός, χίλιες φορές δόξα σοι ο Θεός». Στην ερώτηση πώς είναι δυνατόν να αντιμετωπίζει έτσι τα πράγματα, έδινε την απάντηση: «Αν δεν πονέσουμε, πώς θα καταλάβουμε; Πώς θα αισθανθούμε τον πόνο του αδελφού μας και πώς θα προσευχηθούμε με την καρδιά μας με πόνο για αυτόν;». Ακριβώς για αυτόν το λόγο, παράδοξο για εμάς, θεωρούσε τις δοκιμασίες των ασθενειών ευλογίες. Ένοιωθε δια του πόνου του τους ανθρώπους μέσα του και κατά την διάρκεια της προσευχής του έχυνε δάκρυα για όλους, πονούσε για όλους. Σε όλους φαινόταν πολύ παράξενο πώς μπορούσε και αγαπούσε έτσι. Όπως αναφέραμε και προηγουμένως, το τέταρτο κατά σειρά παιδί του άφησε τον κόσμο μας σε ηλικία 7 ετών· σε άλλη περίπτωση κόντευε να χάσει τον εγγονό του και – ω του θαύματος, όπως και ο ίδιος το προείπε – το παιδί έμεινε στη ζωή· κάποτε έσπασε τον γοφό του, είχε μεγάλα προβλήματα με την πίεσή του, με το αναπνευστικό του και άλλα πολλά και στεκόταν μπροστά στην εικόνα της Παναγίας και στα τεμάχια των λειψάνων των πολυαγαπημένων του αγίων Ραφαήλ, Νικολάου και Ειρήνης και παρακαλούσε με πόνο για όλους, μνημονεύοντας τα ονόματά τους.
Πώς πονούσε έτσι για τους άλλους, αφού τους περισσότερους δεν τους ήξερε; Αν κανείς εμβαθύνει στη Θεολογία της εκκλησίας μας, θα δει πως όλα αυτά προκύπτουν από την ένωση του ανθρώπου με τον Θεό: μέσα στην αγάπη του Θεού βρίσκει κανείς τον ίδιο του τον εαυτό αλλά και όλον τον κόσμο, σε μία οντολογική ένωση. Αυτό επιτυγχάνεται δια της οδού που διδάσκει η Αγία μας Εκκλησία, με τα στάδια της κάθαρσης του φωτισμού και της θέωσης. Όταν θελήσει ο άνθρωπος να συνεργήσει με το Θεό, αναδεικνύεται σε αληθινή υπόσταση. Όσοι έμειναν κοντά στον π. Ιωάννη και τον γνώριζαν, έβλεπαν ανθρώπους φοβισμένους, πονεμένους από τα βάσανα της ζωής, απογοητευμένους και μπερδεμένους, να έρχονται κοντά του και να φεύγουν γεμάτοι από χαρά: Ζούσαν το δικό τους προσωπικό θαύμα, έμεναν έκπληκτοι όταν προγνώριζε τα αιτήματά τους, τα προβλήματά τους, τα ονόματά τους, αλλά και έβρισκαν την λύση στα προβλήματά τους. Ήθελε όλοι να ενεργοποιήσουν το μεγάλο χάρισμα της Πίστης στον Χριστό, συμβούλευε τους ανθρώπους να εξομολογούνται, να κάνουν ευχέλαιο με νηστεία και προσευχή και έχοντας την άδεια του πνευματικού τους να κοινωνούν με πίστη των αγίων μυστηρίων. Ο ίδιος κοινωνούσε με φόβο Θεού και από τα μάτια του πάντοτε ανέβλυζαν δάκρυα προ της θείας κοινωνίας, δεν εξοικειώθηκε ποτέ με τα άγια, συμβούλευε να μεταλαμβάνουμε δακρυσμένοι, κι αν δεν μπορούσαμε, έλεγε, ας προσφέρουμε τουλάχιστον έναν αναστεναγμό συναισθανόμενοι την αμαρτωλότητά μας και την απέραντη δωρεά της αγάπης του Χριστού μας. Έλεγε ακόμη: «παιδιά μου πάντα να χαιρετάτε τις ιερές εικόνες όταν εισέρχεστε στην εκκλησία· σκέφτεστε να έρθει κανείς στο σπίτι σας και να μη σας χαιρετήσει; Δεν θα σας αρέσει η συμπεριφορά του, θα στενοχωρηθείτε». Απερίγραπτος ήταν ο τρόπος της εισόδου του στην εκκλησία – ξέρουν οι άνθρωποι που τον έβλεπαν: έκανε κοντά στα δέκα λεπτά ή και παραπάνω, για να φτάσει στο ιερό, έμενε μπροστά στις εικόνες και μιλούσε σαν να ήταν ζωντανές.
Πολλά ήταν αυτά που μου έκαναν εντύπωση στον π. Ιωάννη. Κάποτε πήγα με έναν φίλο μου ιερομόναχο να τον δούμε, αφού μας μίλησε και σηκωθήκαμε να φύγουμε, ήθελε να ευχαριστήσει τον ιερομόναχο. Πήρε μερικά φρούτα και του τα έδινε στο χέρι, εκείνος από ευγένεια και ντροπή αρνιότανε να τα πάρει και έλεγε πως δεν τα έχει ανάγκη. Τότε ο Γέροντας μάς αποστόμωσε λέγοντας «εγώ τα έχω ανάγκη γι’ αυτό τα δίνω»: ήξερε καλά πως αναπαύοντας τους ανθρώπους, αναπαύεις τον Θεό και πως η σωτηρία μας εξαρτάται από την αγάπη στον πλησίον. Είχε έναν ιδιαίτερο τρόπο να διδάσκει, δίδασκε με την ζωή του. Ακόμη έλεγε και το εννοούσε από την ψυχή του, από το είναι του, πως είναι ο τελευταίος παπάς της Ελλάδας, ονόμαζε τον εαυτό του ελεεινό και «σκωλήκων βρώμα», ασπαζόταν με πολύ χαρά το χέρι των επισκόπων της Εκκλησίας μας, αλλά και των νεωτέρων ιερέων. Μετά τη θεία λειτουργία μάς φιλούσε στο μέτωπο, εγώ παραπονιόμουν και έλεγα «μη Γέροντα, είμαι ιδρωμένος» και έλεγε «παιδί μου αυτό δεν είναι ιδρώτας, είναι αγιασμός».
Θείες Εμπειρίες
Η θεωρία του ακτίστου φωτός, κατά τους ιερούς νηπτικούς της Εκκλησίας μας, είναι η ύψιστη κατάσταση που μπορεί να φτάσει κάποιος και αναφέρεται στους τελείους. Ήθελα πολλές φορές να τον ρωτήσω αν είχε τέτοια εμπειρία να δει το άκτιστο Φως. Δεν μπορούσα να πιστέψω πως δεν αξιώθηκε ένας τέτοιος άνθρωπος με τέτοια πίστη στον Θεό αλλά και τέτοια ταπείνωση να δεχτεί την αποκάλυψη της δόξης του Θεού. Είχα την πίστη πως ο Γέροντας σίγουρα είδε το άγιο φώς, καθώς όλοι οι άνθρωποι που τον γνώριζαν μιλούσαν για την λάμψη φωτός του προσώπου του.
Έτσι μια μέρα που τον επισκέφτηκα μαζί με ένα παιδί της ενορίας μας (αφού προσκυνήσαμε τα ιερά λείψανα, έψαλε τροπάρια αγίων, μας έχρισε με το ιερό έλαιο που έκαιγε μπροστά στις εικόνες και τα λείψανα, διαβάζοντας ευχές υπέρ υγείας φωτίσεως και σωτηρίας – αυτό γινόταν όλη μέρα σε όποιον και αν έμπαινε στην οικία του – περάσαμε στο καθιστικό όπου κερνούσε σε όλους χυμό πορτοκάλι), του έθεσα την ερώτηση αν έχει δει το Άγιο Φως. Εκείνος κατέβασε αμέσως το κεφάλι του, εγώ έκανα την ερώτηση και πάλι, και τότε έγνεψε αρνητικά. Του είπα λοιπόν: «λένε πως έχει ένα γαλάζιο φώς» και αυτός απάντησε: «ναι παιδί μου». Αναθάρρησα, είπα ότι θα μάθω, θα μου πει. Μας αποκάλυψε λοιπόν πως είχε δει το άγιο Φως αρκετές φορές αλλά η πιο συγκλονιστική ήταν στον ιερό ναό του τιμίου Προδρόμου στα Κάτω Πορόια. «Στις 24 Απριλίου του 1976, Μεγάλο Σάββατο, την ώρα της θείας λειτουργίας που έριχνα τις δάφνες στον ιερό ναό και έψαλλα “ανάστα ο Θεός”, όταν έφτασα στο δεξιό μέρος της αγίας τραπέζης, φως έλαμψε από ψηλά σαν αστραπή και με περιέλουσε ολόκληρο. Ένιωσα να φεύγω ολόκληρος από τον κόσμο αυτό, πλημμύρισε όλη η ψυχή μου χαρά και αγαλλίαση. Πολλά άτομα μέσα στον ναό ομολογούσαν πως πάνω στο κεφάλι μου έλαμψε φως και κράτησε αρκετά λεπτά. Αυτό έγινε όταν ήμουν εφημέριος εκεί στον Τίμιο Πρόδρομο, όπου υπηρέτησα από το 1973 έως το 1989».
Αργότερα έμαθα ότι από τότε έζησε με την πρεσβυτέρα του σαν να ήταν αδέρφια και πως τότε απέκτησε το διορατικό και το ιαματικό χάρισμα. Την ίδια χρονιά επισκέφτηκε τον πρώην γραμματέα της κοινότητας Καμαρωτού, ο οποίος νοσηλευόταν σε κρίσιμη κατάσταση στην κλινική Γαληνός. Του διάβασε ευχές υπέρ υγείας και τον σταύρωσε με έναν ξύλινο Σταυρό που έφερε πάντα μαζί του. Αμέσως ο ασθενής θεραπεύτηκε και απέστειλε ευχαριστήρια επιστολή, η οποία διαβάστηκε την Κυριακή στην εκκλησία του Καμαρωτού.
Ποιμαντική διδασκαλία
Ιδιαίτερη αγάπη έτρεφε στα παιδιά και τους νέους. Δεν ήθελε να κατακρίνουμε κανέναν και ιδίως αυτά για τα οποία ο Χριστός μίλησε με τόση τρυφερότητα. Ήθελε οι νέοι να έρχονται στην εκκλησία και ας έρχονται όπως θέλουν. Δεν ήθελε να τραυματίσουμε κανένα παιδί με την αυστηρή συμπεριφορά μας. Ήρθε κάποτε μία νέα κοπέλα στην ενορία για να την διαβάσει ο Γέροντας και κοντά του ήταν μια αφιερωμένη στον Θεό γυναίκα, η οποία επίπληξε την νέα γιατί είχε έρθει με παντελόνι. Ο Γέροντας δεν είπε τίποτα, διάβασε την νέα και της είπε με πολύ αγάπη αφού έφυγε η μοναχή: «Παιδί μου μη στεναχωριέσαι εσύ είχες τον πόνο σου και ήθελες να τον θεραπεύσεις γι’ αυτό ήρθες έτσι». Ήξερε πως και η μοναχή από υπερβάλλοντα ζήλο αντέδρασε έτσι και από ευγένεια δεν της είπε τίποτα. Έλεγε συνήθως: «Μην τα κατακρίνετε τα παιδιά, φταίνε πολλά πράγματα που είναι έτσι αντιδραστικά, η τηλεόραση, τα φαγητά που είναι γεμάτα με διάφορες ουσίες και ο εγωισμός από τους γονείς, γιατί τους απομακρύνει από τα παιδιά». Επίσης έλεγε: «Εμένα μην με κοιτάτε, εμένα με επισκέφτηκε η χάρις του Θεού από μικρό· αν δεν γινόταν αυτό ποιος ξέρει τι θα γινόμουνα».
Αγαπούσε πολύ την εκκλησία, αγαπούσε τους επισκόπους, έρχονταν αρχιερείς να τον δούνε και ποτέ δεν έλεγε τίποτα, γιατί πίστευε πως δεν ήταν άξιος να τον επισκέπτονται οι αρχιερείς. Ήθελε η εκκλησία να είναι ψηλά στη συνείδηση του λαού, να κατέχει την πρωτοκαθεδρία στις καρδιές των ανθρώπων. Ένας από τους αρχιερείς που έρχονταν πολύ συχνά στον π. Ιωάννη ήταν ο μακαριστός Σιατίστης Αντώνιος. Επισκεπτόταν τον π. Ιωάννη πολύ συχνά και είχαν ο ένας για τον άλλον πολύ μεγάλη αγάπη που δεν διέφυγε την προσοχή των ανθρώπων.
Με τον μακαριστό μητροπολίτη Σισανίου και Σιατίστης κυρό Αντώνιο
Δεν ήθελε να κατηγορούν την εκκλησία: «Όποιος κατηγορεί την εκκλησία, κατηγορεί τον Χριστό», υπενθύμιζε στους πιστούς. Σαν παράδειγμα μνημόνευε το γεγονός από τις πράξεις των Αποστόλων (Πράξ. 9,4-5) όπου o Σαούλ/Παύλος πριν την μεταστροφή του στον Χριστιανισμό δίωκε την Εκκλησία και ο Κύριος του αποκαλύφθηκε στο δρόμο προς την Δαμασκό και του είπε Σαούλ, Σαούλ, τι με διώκεις. Έλεγε, πως τον Χριστό που μας αγαπά τόσο πολύ μόνο μέσα στην εκκλησία μπορούμε να τον βρούμε, εδώ πρέπει να τον βρούμε τόνιζε, και αν τον βρούμε, θα χαιρόμαστε την αιώνια ζωή από τώρα. Στην εκκλησία είναι η Θεοτόκος, στην εκκλησία είναι οι άγιοι, εδώ βλέπεις την αιώνια ζωή. Έφερνε σαν παράδειγμα τους αγίους Ραφαήλ, Νικόλαο και Ειρήνη, που έζησαν τόσα χρόνια πριν, πως μας ακούνε, πως έρχονται και μας βοηθάνε, πως κάνουν τέτοια θαύματα σε όλον τον κόσμο, πως μας αποκάλυψαν την ζωή τους και το μαρτύριό τους για τον Χριστό. «Ορίστε, να η αιώνιος ζωή, αφού πέθαναν για τον Χριστό και είναι ζωντανοί, τι άλλο θέλουμε; Η πίστη μας είναι ζωντανή και μοναδική». Επίσης έλεγε σε όσους ρωτούσαν για τα ημερολόγια πως «δεν μας σώζουν τα ημερολόγια αλλά η Πίστη και τα έργα μας». Για το θέμα τον ταυτοτήτων είχε την επιθυμία να αναγράφεται στις ταυτότητες η ομολογία «Χριστιανός Ορθόδοξος».
Χριστιανά τα τέλη
Η κοίμησή του συνέβη στις 4 Αυγούστου του 2009 στο Νεοχώρι, που ήταν και ο τελευταίος σταθμός της ιερατικής του διακονίας . Στο κρεβάτι πλέον, για πολύ καιρό αποδυναμωμένος, περίμενε να τον καλέσει ο Κύριος που τόσο αγάπησε και με τόσο ζήλο υπηρέτησε, τηρώντας τον νόμο του, που συγκεφαλαιώνεται στις δύο εντολές, να αγαπήσεις τον Θεό σου, και τον πλησίον σου ως εαυτό σου. Πηγαίναμε για πολλούς μήνες και τον κοινωνούσαμε των Αχράντων Μυστηρίων. Πάντα περίμενε με ευλάβεια και όσο τον κρατούσαν τα πόδια του σηκωνότανε όρθιος μόνος του. Έπειτα προσπαθούσε να είναι όρθιος με την βοήθεια των παιδιών του, ή κάποιων ανθρώπων που τύχαινε να είναι στην οικία του. Όταν πλέον τον εγκατέλειψαν οι δυνάμεις του, περίμενε στο κρεβάτι, όπου βίωνε με ιώβεια υπομονή τους τελευταίους πόνους και εμείς δεν αντέχαμε να τον βλέπουμε να δοκιμάζεται.
Κάποτε ανεβήκαμε μαζί με την πρεσβυτέρα μου Πηνελόπη να πάρουμε την ευχή του, συναισθανόμενοι ότι ο Γέροντας ετοιμάζεται να αφήσει τα επίγεια. Αφού τον ασπασθήκαμε για τελευταία φορά εν ζωή, φύγαμε από τη οικία του. Κοντά του ήταν η πρεσβυτέρα του Πολυξένη που του έκανε πολύ μεγάλη υπακοή όλα αυτά τα χρόνια, τα παιδιά του, η Θεοδώρα, ο Χρήστος και η νύφη του Αναστασία. Δεν πρόλαβε να περάσει μία ώρα και μας ενημέρωσαν τα παιδιά του για την κοίμησή του, την οποία βίωσαν ως μετάσταση. Σε σύντομο χρονικό διάστημα κατέφτασαν ιερείς της Μητροπόλεώς μας για να ετοιμάσουν το σκήνωμά του, να το ντύσουν τα ιερά άμφια, σύμφωνα με την παράδοση της εκκλησίας μας. Ο Σταυρός του, κατά παράδοξο τρόπο, παρατηρήσαμε πως ευωδίαζε. Πολλοί άνθρωποι που τον γνώρισαν και έμαθαν για την κοίμησή του, άρχισαν πολύ νωρίς να έρχονται για να πάρουν για τελευταία φορά την ευχή του. Το σκήνωμά του παρέμεινε ζεστό έως και την ώρα του ενταφιασμού του. Την επομένη έφτασε ο Σεβασμιότατος Μητροπολίτης μας κ. Μακάριος, πρωτοστάτησε και εκφώνησε τον επικήδειο λόγο για τον Γέροντα. Ψάλαμε όλοι μαζί την νεκρώσιμο ακολουθία εις ιερέα, οι ιερείς σήκωσαν το σεπτό του σκήνωμα και η πομπή όδευε στην τελευταία κατοικία του λειψάνου του. Ενταφιάστηκε πίσω από τον Ναό των Αγίων Ραφαήλ, Νικολάου και Ειρήνης, στον τόπο που υπέδειξε και ετοίμασε ο ίδιος δύο χρόνια πριν. Ζήτησε να μοιραστεί το βιβλίο «Κατάθεση μαρτυρίας» που έγραψε ο ίδιος και φρόντισε να εκδοθεί με δικά του έξοδα, ευλογία την ημέρα της κηδείας του προς δόξαν του Τριαδικού Θεού.
Ημέρα ηλιόλουστη, 4 του Αυγούστου, ώρα δώδεκα το μεσημέρι, ζέστη πολύ, όμως μαζί με την συγκίνηση και τον θρήνο όλων μας, ήρθε να θρηνήσει και η φύση, όπως διαβάζουμε στους βίους των Αγίων. Αμέσως μαζεύτηκαν σύννεφα και άρχισε να ψιχαλίζει για λίγο, με διάκριση έκλαψε για λίγο ο ουρανός, φόρεσε τα πένθιμα η φύση, και έπειτα για τον λόγο, ότι παραδίδαμε δίκαιο στη γη, ήρθε το φως του ηλίου για να μην χαλάσει η τελευταία ακολουθία του κόσμου με τον Γέροντα της Αγάπης.
Ο Γέροντας ανέβηκε για τους ουρανούς κοντά στον Χριστό και στους πολυαγαπημένους του αγίους. Θα φύγω έλεγε αλλά θα σας βλέπω. Ο π. Ευσέβιος Βίττης είπε σε πνευματικοπαίδι του: παιδί μου, αν είδες τον παπα-Γιάννη του Νεοχωρίου, είδες Άγιο.
Γεώργιος Ι. Τραπεζανλίδης