Ήταν μια χώρα που την έλεγαν Ελλάδα. Με τα πάνω και τα κάτω της, πότε σκύβοντας το κεφάλι και πότε κραδαίνοντας ένα ξύλινο τουφέκι, προχωρούσε τον δρόμο της.
Κάθε τόσο σταματούσε για λίγο να ξανασκεφτεί ποιά είναι, από που ερχόταν, που θα ήθελε να πάει.
Συζητήσεις έντονες που είχαν ως αιτία τραυματικά ιστορικά γεγονότα, όπως τη Μικρασιατική Καταστοφή, την Κατοχή και τον Εμφύλιο και τη χούντα ή ακόμα, όπως γίνεται σήμερα, την καταστροφή της χώρας από τις φίλιες δυνάμεις, που αποφάσισαν να την τιμωρήσουν για χίλιους και έναν λόγους και βασικά γιατί κάτι τέτοιο ταιριάζει στα σχέδιά τους.
Η ένταση των συζητήσεων, παλιά όπως και τώρα, εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τα τραύματα των συνομιλητών, έτσι που κάποιοι να φωνασκούν και άλλοι να σιωπούν, κάποιοι να τραντάζονται στο κλάμα και άλλοι να γελούν. Τι είναι η Ελλάδα και τι θα πει Έλληνας, πόσο ξένος είναι ένας τόπος για όσους θέλουν πια να τον παρατήσουν, γιατί ντρέπονται, ή τον έχουν βαρεθεί, έχουν πονέσει, πληρώσει, γελαστεί.
Υπάρχουν βεβαίως κι αυτοί που, μέσα στην οδύνη των υπολοίπων, έκαναν και κάνουν λεφτά. Και ακόμη, αυτοί που φτύνουν την υπεραξία που έχει τόσα χρόνια παραχθεί σε πνευματικό επίπεδο, ολοφυρόμενοι ότι πάει, τίποτα δεν παράγει η χώρα πια, γι’ αυτό να πουληθεί καλύτερα, να πάψουν να νιώθουν ένοχοι, να ησυχάσουν και να περάσουν αυτοί καλά και οι κλέφτες της ζωής μας καλύτερα.
Στα παραμύθια η ζωή είναι απλή. Έρχεται πάντα ένα κακό και κάποτε τελειώνει. Στην Ελλάδα το κακό δεν λέει να τελειώσει. Κάποιοι μάλιστα διαλαλούν ότι μόλις τώρα αρχίζει. Δεν είδατε, μας λένε, ακόμα τίποτα. Και άλλοι επιμένουν ότι δεν θα κρατήσει για πολύ. Μια δυο γενιές ακόμη. Μετά τα πράγματα θα έχουν αλλάξει. Οι άνθρωποι, οι δρόμοι, τα σύννεφα, θα έχουν πια εξιλεωθεί από την αμαρτία και θα μπορέσουν να βγουν από τις τρύπες τους, για να κρυφτούν εκεί πάλι τα ποντίκια. Ξέχασα να πω ότι τα εγχώρια και τα εισαγόμενα ποντίκια θα έχουν για δυο γενιές και βάλε πάρει τα σπίτια των ανθρώπων, για να τα αξιοποιήσουν και να μπορέσει έτσι η αναδιάρθρωση να είναι οριστική.
Άλλη μια φορά πρέπει να σκεφτούμε. Να αναμετρήσουμε το βάραθρο και να αποφασίσουμε αν θα συνεχίσουμε να αναπαράγουμε ψυχαναγκαστικά τις ίδιες συμπεριφορές που μετέτρεψαν την Ελλάδα σε κατεχόμενη χώρα. Ή αν θα βρούμε τη δύναμη και τη σοβαρότητα που χρειάζονται για να αντισταθούμε.”Στοχάσου, και αρκεί” έγραφε στο προοίμιο της “Ελληνικής Νομαρχίας, ήτοι Λόγος περί Ελευθερίας” ο Ανώνυμος Έλλην(Ιταλία 1806). Αλλά, βέβαια, μιλούσε για επανάσταση.
της Πέπης Ρηγοπούλου από την “Εφημερίδα Των Συντακτών”
Πηγή: RAMNOUSIA
Χαίρετε εν Κυρίω
π. Φώτιος Βεζύνιας