Η ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ (α΄)
Ζοῦμε, ἀγαπητοί μου, σὲ μία δημοκρατικὴ χώρα, στὴν ὁποία, ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς ἱεροὺς ναοὺς τῶν ὀρθοδόξων ὑπάρχουν καὶ λειτουργοῦν λατρευτικοὶ χῶροι καὶ ἄλλων χριστιανικῶν δογμάτων. Μεταξὺ αὐτῶν, σὲ ἀστικὰ ἰδίως κέντρα, εἶνε καὶ οἱ αἴθουσες τῶν λεγομένων προτεσταντῶν ἢ εὐαγγελικῶν ἢ διαμαρτυρομένων ἢ πεντηκοστιανῶν ἢ ὅπως ἀλλιῶς θέλουν νὰ ὀνομάζωνται ὅσοι ἀσπάζονται καὶ ἀκολουθοῦν τὴν διδασκαλία καὶ τὶς ἀρχὲς τῶν θρησκευτικῶν αὐτῶν κοινοτήτων.
Ἡ δρᾶσις τῶν ὁμάδων αὐτῶν δὲν εἶνε βέβαια κάτι εὐχάριστο γιὰ τὴν Ἐκκλησία μας. Ποιά ὅμως εἶνε ἡ ἐνδεδειγμένη στάσι ἑνὸς ὀρθοδόξου ἀπέναντί τους; Θεωρῶ, ὅτι τὸ καλύτερο ποὺ ἔχουμε νὰ κάνουμε εἶνε νὰ γνωρίσουμε καλύτερα τὴν Ἐκκλησία μας, τὴν Ὀρθοδοξία.
Ἡ δρᾶσις τῶν ὁμάδων αὐτῶν δὲν εἶνε βέβαια κάτι εὐχάριστο γιὰ τὴν Ἐκκλησία μας. Ποιά ὅμως εἶνε ἡ ἐνδεδειγμένη στάσι ἑνὸς ὀρθοδόξου ἀπέναντί τους; Θεωρῶ, ὅτι τὸ καλύτερο ποὺ ἔχουμε νὰ κάνουμε εἶνε νὰ γνωρίσουμε καλύτερα τὴν Ἐκκλησία μας, τὴν Ὀρθοδοξία.
1. Δὲν θέλω, ἀγαπητοί μου, ν᾽ αὐξήσω τὸν φανατισμό, ποὺ ἴσως ὑπάρχει –κακῶς― σὲ ὡρισμένους ἑκατέρωθεν. Ὁ Χριστὸς δὲν μᾶς θέλει φανατικούς. Ὁ φανατικὸς ἐχθρεύεται ὅσους δὲν συμφωνοῦν μὲ τὰ φρονήματά του. Ὁ φανατικὸς μισεῖ, ὁ Χριστιανὸς ἀγαπᾷ. Ἀγαπᾷ ὅλους, ἀκόμα καὶ τοὺς ἐχθρούς του, ἀγαπᾷ κ᾽ ἐκείνους ποὺ ἔχουν διαφορετικὴ θρησκεία.
Ὄχι λοιπὸν μὲ φανατισμό, ἀλλὰ μὲ ἀγάπη πρέπει νὰ ζοῦν οἱ Χριστιανοί, ἔστω καὶ ἂν ἔχουν τὶς θρησκευτικές τους διαφορές.
Ὁ καθένας εἶνε ἐλεύθερος νὰ ἐκλέξῃ ὅποιο θρήσκευμα θέλει. Ὁ Χριστιανὸς ποὺ ἔχει κατανοήσει καλὰ τὸ πνεῦμα τοῦ Εὐαγγελίου ἀναγνωρίζει στὸν καθένα τὸ δικαίωμα αὐτό. Ἀγάπη καὶ ἐλευθερία· αὐτὲς εἶνε δύο βάσεις, πάνω στὶς ὁποῖες στήριξε τὴ θρησκεία του ὁ Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖος, καὶ γι᾽ αὐτὸ θὰ παραμείνῃ αἰωνία. Ἐκεῖνος ποὺ κήρυξε τὸ «Ἀγαπᾶτε ἀλλήλους» (Ἰω. 13,34), εἶπε καὶ τὸ «Εἴ τις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν» (Ματθ. 16,24). Ἀκοῦτε; «Ὅποιος θέλει…». Ὁ Χριστὸς δὲν χρησιμοποιεῖ βίαια μέσα γιὰ νὰ κάνῃ τὸν ἄλλο νὰ τὸν ἀκολουθήσῃ. Διότι αὐτὸ δὲν εἶνε πίστις, εἶνε βία. Ὁ Μωάμεθ χρησιμοποίησε τὸ σπαθὶ γιὰ νὰ ἐξαναγκάσῃ, ὁ Χριστὸς μόνο τὸ λόγο του. Μᾶς ἀφήνει ἐλεύθερους· ὄχι μόνο στὸ ζήτημα τῆς πίστεως, ἀλλὰ καὶ σὲ κάθε ἄλλο ζήτημα. Μᾶς λέει στὴν ἁγία Γραφή· Ἐμπρός σου, ἄνθρωπε, ἔβαλα δύο πράγματα· τὴ φωτιὰ καὶ τὸ νερό. Ὅπου θέλεις ἁπλώνεις τὸ χέρι σου. Ἐὰν τὸ βάλῃς στὴ φωτιά, θὰ καῇς· ἐὰν τὸ βάλῃς στὸ νερό, θὰ δροσιστῇς. Διάλεξε ὅ,τι θέλεις (βλ. Δευτ. 30,19. Σ. Σειρ. 15,16).
Ἐλεύθεροι εἶνε οἱ συνάνθρωποί μας νὰ διαλέξουν τὴ θρησκεία τους καὶ νὰ ζήσουν σύμφωνα μὲ τὶς δικές τους θρησκευτικὲς ἰδέες. Τὸ καθῆκον ποὺ ἔχουμε ἐμεῖς ἀπέναντί τους εἶνε νὰ τοὺς ἀγαποῦμε καὶ ποτέ νὰ μὴν τοὺς μισοῦμε γιὰ τὸ ζήτημα τῆς θρησκείας. Διότι τὸ μῖσος, ὁποιαδήποτε πρόφασι καὶ ἂν ἔχῃ, εἶνε μῖσος, κάτι ξένο πρὸς τὴν διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ. Τὸ μῖσος εἶνε τοῦ διαβόλου, ἡ ἀγάπη εἶνε τοῦ Χριστοῦ. Ἀπέναντί τους λοιπὸν ὀφείλουμε μόνο ἀγάπη.
2. Ἀλλ᾽ ἐὰν ἀπέναντι σ᾽ αὐτοὺς ὀφείλουμε ἀγάπη, ἔχουμε ὅμως καὶ ἄλλο καθῆκον ἀπέναντι σ᾽ ἐμᾶς. Ποιό εἶνε τὸ καθῆκον αὐτό; Ἂς τὸ ἀκούσουν ὅλοι· νὰ μείνουμε πιστοὶ καὶ ἀφωσιωμένοι στὴν Ὀρθόδοξο Ἀνατολικὴ Ἐκκλησία μας, νὰ κρατήσουμε σφιχτά, παντοτεινά, αἰώνια τὴν Ὀρθόδοξο πίστι μας. Διότι ἡ πίστις ἡ Ὀρθόδοξος εἶνε ἕνας θησαυρός, ποὺ πρέπει πολὺ νὰ τὸν προσέξουμε καὶ νὰ τὸν φυλάξουμε μέσα στὴν καρδιά μας.
Καὶ ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία μας εἶνε θησαυρὸς πολύτιμος, αὐτὸ θ᾽ ἀποδείξουμε ἐδῶ. Παρακαλῶ νὰ δώσετε μεγάλη προσοχὴ σὲ ὅσα θὰ σᾶς πῶ. Διότι πρέπει, ἔστω καὶ μὲ λίγα λόγια, νὰ γνωρίσουμε ποιά εἶνε ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία μας. Δυστυχῶς δὲν τὴν γνωρίζουμε καλά. Καὶ γι᾽ αὐτὸ ἴσως πολλοὶ σήμερα τὴν περιφρονοῦν. Μοιάζουμε μ᾽ ἐκεῖνο τὸν χωρικὸ ποὺ ἔπεσε στὰ χέρια του ἕνα τσὲκ χιλίων δολλαρίων κι αὐτός, ἀγράμματος, δὲν ἦταν εἰς θέσιν νὰ ἐκτιμήσῃ τί ἀξία ἔχει· τὸ πέρασε ὅτι εἶνε ἕνα χαρτὶ χρωματισμένο, τό ᾽ρριξε στὴ φωτιὰ καὶ τό ᾽καψε ὁ ἄθλιος. Ποὺ ἂν τὸ κρατοῦσε, ἂν ρωτοῦσε κάποιον ποὺ ξέρει νὰ διαβάζῃ, ἂν τὸ πήγαινε σὲ μιὰ τράπεζα, θὰ τὸ ἐξαργύρωνε, κ᾽ ἐκεῖ ποὺ εἶχε καλύβα θὰ ἔκτιζε ἀνάκτορο. Κάτι παρόμοιο παθαίνουμε καὶ μερικοὶ ὀρθόδοξοι. Ἔχουμε στὰ χέρια μας ἕνα θησαυρό, δὲν τὸν γνωρίζουμε, καὶ γι᾽ αὐτὸ τὸν περιφρονοῦμε καὶ τὸν ἀφήνουμε ἐκτεθειμένο στοὺς κλέφτες. Εἶνε λοιπὸν καιρὸς νὰ τὸν ἐκτιμήσουμε καὶ νὰ τὸν φυλάξουμε. Γι᾽ αὐτὸ λέμε τώρα τὰ λόγια αὐτά.
Ὄχι λοιπὸν μὲ φανατισμό, ἀλλὰ μὲ ἀγάπη πρέπει νὰ ζοῦν οἱ Χριστιανοί, ἔστω καὶ ἂν ἔχουν τὶς θρησκευτικές τους διαφορές.
Ὁ καθένας εἶνε ἐλεύθερος νὰ ἐκλέξῃ ὅποιο θρήσκευμα θέλει. Ὁ Χριστιανὸς ποὺ ἔχει κατανοήσει καλὰ τὸ πνεῦμα τοῦ Εὐαγγελίου ἀναγνωρίζει στὸν καθένα τὸ δικαίωμα αὐτό. Ἀγάπη καὶ ἐλευθερία· αὐτὲς εἶνε δύο βάσεις, πάνω στὶς ὁποῖες στήριξε τὴ θρησκεία του ὁ Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖος, καὶ γι᾽ αὐτὸ θὰ παραμείνῃ αἰωνία. Ἐκεῖνος ποὺ κήρυξε τὸ «Ἀγαπᾶτε ἀλλήλους» (Ἰω. 13,34), εἶπε καὶ τὸ «Εἴ τις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν» (Ματθ. 16,24). Ἀκοῦτε; «Ὅποιος θέλει…». Ὁ Χριστὸς δὲν χρησιμοποιεῖ βίαια μέσα γιὰ νὰ κάνῃ τὸν ἄλλο νὰ τὸν ἀκολουθήσῃ. Διότι αὐτὸ δὲν εἶνε πίστις, εἶνε βία. Ὁ Μωάμεθ χρησιμοποίησε τὸ σπαθὶ γιὰ νὰ ἐξαναγκάσῃ, ὁ Χριστὸς μόνο τὸ λόγο του. Μᾶς ἀφήνει ἐλεύθερους· ὄχι μόνο στὸ ζήτημα τῆς πίστεως, ἀλλὰ καὶ σὲ κάθε ἄλλο ζήτημα. Μᾶς λέει στὴν ἁγία Γραφή· Ἐμπρός σου, ἄνθρωπε, ἔβαλα δύο πράγματα· τὴ φωτιὰ καὶ τὸ νερό. Ὅπου θέλεις ἁπλώνεις τὸ χέρι σου. Ἐὰν τὸ βάλῃς στὴ φωτιά, θὰ καῇς· ἐὰν τὸ βάλῃς στὸ νερό, θὰ δροσιστῇς. Διάλεξε ὅ,τι θέλεις (βλ. Δευτ. 30,19. Σ. Σειρ. 15,16).
Ἐλεύθεροι εἶνε οἱ συνάνθρωποί μας νὰ διαλέξουν τὴ θρησκεία τους καὶ νὰ ζήσουν σύμφωνα μὲ τὶς δικές τους θρησκευτικὲς ἰδέες. Τὸ καθῆκον ποὺ ἔχουμε ἐμεῖς ἀπέναντί τους εἶνε νὰ τοὺς ἀγαποῦμε καὶ ποτέ νὰ μὴν τοὺς μισοῦμε γιὰ τὸ ζήτημα τῆς θρησκείας. Διότι τὸ μῖσος, ὁποιαδήποτε πρόφασι καὶ ἂν ἔχῃ, εἶνε μῖσος, κάτι ξένο πρὸς τὴν διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ. Τὸ μῖσος εἶνε τοῦ διαβόλου, ἡ ἀγάπη εἶνε τοῦ Χριστοῦ. Ἀπέναντί τους λοιπὸν ὀφείλουμε μόνο ἀγάπη.
2. Ἀλλ᾽ ἐὰν ἀπέναντι σ᾽ αὐτοὺς ὀφείλουμε ἀγάπη, ἔχουμε ὅμως καὶ ἄλλο καθῆκον ἀπέναντι σ᾽ ἐμᾶς. Ποιό εἶνε τὸ καθῆκον αὐτό; Ἂς τὸ ἀκούσουν ὅλοι· νὰ μείνουμε πιστοὶ καὶ ἀφωσιωμένοι στὴν Ὀρθόδοξο Ἀνατολικὴ Ἐκκλησία μας, νὰ κρατήσουμε σφιχτά, παντοτεινά, αἰώνια τὴν Ὀρθόδοξο πίστι μας. Διότι ἡ πίστις ἡ Ὀρθόδοξος εἶνε ἕνας θησαυρός, ποὺ πρέπει πολὺ νὰ τὸν προσέξουμε καὶ νὰ τὸν φυλάξουμε μέσα στὴν καρδιά μας.
Καὶ ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία μας εἶνε θησαυρὸς πολύτιμος, αὐτὸ θ᾽ ἀποδείξουμε ἐδῶ. Παρακαλῶ νὰ δώσετε μεγάλη προσοχὴ σὲ ὅσα θὰ σᾶς πῶ. Διότι πρέπει, ἔστω καὶ μὲ λίγα λόγια, νὰ γνωρίσουμε ποιά εἶνε ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία μας. Δυστυχῶς δὲν τὴν γνωρίζουμε καλά. Καὶ γι᾽ αὐτὸ ἴσως πολλοὶ σήμερα τὴν περιφρονοῦν. Μοιάζουμε μ᾽ ἐκεῖνο τὸν χωρικὸ ποὺ ἔπεσε στὰ χέρια του ἕνα τσὲκ χιλίων δολλαρίων κι αὐτός, ἀγράμματος, δὲν ἦταν εἰς θέσιν νὰ ἐκτιμήσῃ τί ἀξία ἔχει· τὸ πέρασε ὅτι εἶνε ἕνα χαρτὶ χρωματισμένο, τό ᾽ρριξε στὴ φωτιὰ καὶ τό ᾽καψε ὁ ἄθλιος. Ποὺ ἂν τὸ κρατοῦσε, ἂν ρωτοῦσε κάποιον ποὺ ξέρει νὰ διαβάζῃ, ἂν τὸ πήγαινε σὲ μιὰ τράπεζα, θὰ τὸ ἐξαργύρωνε, κ᾽ ἐκεῖ ποὺ εἶχε καλύβα θὰ ἔκτιζε ἀνάκτορο. Κάτι παρόμοιο παθαίνουμε καὶ μερικοὶ ὀρθόδοξοι. Ἔχουμε στὰ χέρια μας ἕνα θησαυρό, δὲν τὸν γνωρίζουμε, καὶ γι᾽ αὐτὸ τὸν περιφρονοῦμε καὶ τὸν ἀφήνουμε ἐκτεθειμένο στοὺς κλέφτες. Εἶνε λοιπὸν καιρὸς νὰ τὸν ἐκτιμήσουμε καὶ νὰ τὸν φυλάξουμε. Γι᾽ αὐτὸ λέμε τώρα τὰ λόγια αὐτά.
1. Θησαυρὸς ἡ Ὀρθόδοξος πίστις μας. Γιατί; Διότι πρῶτα-πρῶτα ἡ Ὀρθόδοξος πίστις, στὴν ὁποία ἀνήκουμε κ᾽ ἐμεῖς, εἶνε ἡ ἀρχαιότερη ἀπὸ ὅλες τὶς λεγόμενες ἐκκλησίες. Κι ἀπὸ τὴν Παπικὴ «ἐκκλησία», κι ἀπὸ τὶς Προτεσταντικὲς «ἐκκλησίες». Πόσων χρονῶν εἶνε ὁ Παπισμός; Ἄρχισε τὸ 800 μ.Χ., συνεπῶς εἶνε 1.200 περίπου ἐτῶν. Πόσων χρονῶν εἶνε ὁ Προτεσταντισμός; Ἄρχισε τὸ 1450. Τότε ἕνας Γερμανὸς μεταρρυθμιστής, ὁ Λούθηρος, κήρυξε ἐπανάστασι κατὰ τοῦ Πάπα καὶ ἔστρεψε μεγάλο μέρος τῆς Εὐρώπης στὴ νέα ὁμολογία, τὴν ὁποία ὠνόμασε «ἐκκλησία» τῶν Εὐαγγελικῶν. Ἀριθμεῖ ζωὴ πέντε αἰώνων. Πέντε αἰώνων ὁ Προτεσταντισμός, δώδεκα αἰώνων ὁ Παπισμός (τοῦ ὁποίου λίγοι ὀπαδοὶ ὀνομάζονται οὐνῖτες). Ἀλλὰ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἡ ζωὴ ἔχει ἡλικία δεκαεννέα (19) αἰώνων· εἶνε ὁ πρῶτος καὶ ἀρχέγονος Χριστιανισμός. Ἡ Ἀνατολικὴ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία εἶνε ἡ κούνια τοῦ Χριστιανισμοῦ. Ἐδῶ στὴν Ἀνατολικὴ Ἐκκλησία ἔζησε τὰ πρῶτα χρόνια, μεγάλωσε καὶ ἀνδρώθηκε καὶ αὐξήθηκε σὲ δέντρο μεγάλο ὁ Χριστιανισμός. Ἀνοῖξτε τὰ Εὐαγγέλιά σας. Μελετῆστε τὶς Πράξεις τῶν ἀποστόλων.
Διαβάστε τὶς ἐπιστολὲς τοῦ Παύλου. ῾Ρίξτε ἔστω καὶ μιὰ ματιὰ στὸ τελευταῖο βιβλίο τῆς Καινῆς Διαθήκης, τὴν Ἀποκάλυψι. Τί θὰ δῆτε; Ὅτι οἱ πρῶτες ἐκκλησίες ἱδρύθηκαν στὰ μέρη τῆς Ἀνατολῆς. Ὁ Παῦλος κηρύττει τὸ Χριστὸ στὶς πόλεις τῆς Μικρᾶς Ἀσίας καὶ τῆς Μακεδονίας. Κήρυξε καὶ ἵδρυσε ἐκκλησίες στὴν Καβάλα (τοὺς Φιλίππους, ὅπως λεγόταν τότε ἡ πόλις αὐτή), στὴ Θεσσαλονίκη, στὴ Βέροια, στὴν Ἀθήνα, στὴν Κόρινθο, στὴν Πρέβεζα (Νικόπολις λεγόταν τότε), στὴν Κύπρο καὶ στὴν Κρήτη. Καὶ πρὸς τοὺς Χριστιανοὺς τῶν μερῶν αὐτῶν ἔγραψε τὶς περίφημες ἐπιστολές του ὁ Παῦλος (πρὸς Ἐφεσίους, Φιλιππησίους, Κορινθίους, Θεσσαλονικεῖς).
Ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ Παύλου εἶνε ἱδρυμένη ἡ Ἐκκλησία μας. Ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ Ἰωάννου, τοῦ ἀγαπημένου μαθητοῦ τοῦ Κυρίου μας. Καὶ ὁ Ἰωάννης ἔδρασε στὰ μέρη τῆς Ἀνατολῆς καὶ ἔγραψε καὶ αὐτὸς ἐπιστολὲς πρὸς τοὺς Χριστιανοὺς τῶν μερῶν αὐτῶν. Ἰδίως ἡ Ἀποκάλυψις γράφτηκε γιὰ νὰ ἐνισχύσῃ τοὺς Χριστιανοὺς τῆς Ἀνατολῆς. Μέσα στὰ ἄλλα ὁράματα ποὺ εἶδε ὁ Ἰωάννης, εἶδε καὶ τοῦτο τὸ ὅραμα. Εἶδε «ἑπτὰ λυχνίας χρυσᾶς, καὶ ἐν μέσῳ τῶν ἑπτὰ λυχνιῶν ὅμοιον υἱῷ ἀνθρώπου, ἐνδεδυμένον ποδήρη καὶ περιεζωσμένον πρὸς τοῖς μαστοῖς ζώνην χρυσῆν· ἡ δὲ κεφαλὴ αὐτοῦ καὶ αἱ τρίχες λευκαὶ ὡσεὶ ἔριον λευκόν, ὡς χιών, καὶ οἱ ὀφθαλμοὶ αὐτοῦ ὡς φλὸξ πυρός, καὶ οἱ πόδες αὐτοῦ ὅμοιοι χαλκολιβάνῳ, ὡς ἐν καμίνῳ πεπυρωμένοι, καὶ ἡ φωνὴ αὐτοῦ ὡς φωνὴ ὑδάτων πολλῶν, καὶ ἔχων ἐν τῇ δεξιᾷ χειρὶ αὐτοῦ ἀστέρας ἑπτά, καὶ ἐκ τοῦ στόματος αὐτοῦ ῥομφαία δίστομος ὀξεῖα ἐκπορευομένη, καὶ ἡ ὄψις αὐτοῦ ὡς ὁ ἥλιος φαίνει ἐν τῇ δυνάμει αὐτοῦ» (Ἀπ. 1,13-16). Τί σήμαινε τὸ ὅραμα; Ὁ «ὅμοιος υἱῷ ἀνθρώπου» εἶνε ὁ Ἰησοῦς Χριστός. Οἱ «ἑπτὰ λυχνίαι» εἶνε οἱ ἑπτὰ ἐκκλησίες τῆς Ἀνατολῆς· ἡ μία ἡ Ἔφεσος, ἡ ἄλλη ἡ Σμύρνη, ἡ τρίτη ἡ Πέργαμος, ἡ τετάρτη τὰ Θυάτειρα, ἡ πέμπτη οἱ Σάρδεις, ἡ ἕκτη ἡ Φιλαδέλφεια, ἡ ἑβδόμη ἡ Λαοδίκεια. Καὶ οἱ «ἑπτὰ ἀστέρες» εἶνε οἱ ἑπτὰ ἐπίσκοποι τῶν ἐκκλησιῶν αὐτῶν.
Οἱ λυχνίες αὐτὲς ἔλαμπαν ἐπὶ δεκαεννέα αἰῶνες. Ἔσβησαν τῷ 1922, ὅταν διώχθηκε ἀπὸ τὰ μέρη αὐτὰ ὁ Χριστιανισμός. Ἔσβησαν; Ὄχι. Καῖνε οἱ λυχνίες. Ἁπλῶς ἄλλαξαν τόπο. Ὅλοι ἐκεῖνοι, ποὺ φεύγοντας ἀπὸ τὸ μαχαίρι τοῦ Κεμὰλ ἦρθαν στὴν Ἑλλάδα, συνεχίζουν τὴν ἱστορία τῶν ἐκκλησιῶν αὐτῶν.
Διαβάστε τὶς ἐπιστολὲς τοῦ Παύλου. ῾Ρίξτε ἔστω καὶ μιὰ ματιὰ στὸ τελευταῖο βιβλίο τῆς Καινῆς Διαθήκης, τὴν Ἀποκάλυψι. Τί θὰ δῆτε; Ὅτι οἱ πρῶτες ἐκκλησίες ἱδρύθηκαν στὰ μέρη τῆς Ἀνατολῆς. Ὁ Παῦλος κηρύττει τὸ Χριστὸ στὶς πόλεις τῆς Μικρᾶς Ἀσίας καὶ τῆς Μακεδονίας. Κήρυξε καὶ ἵδρυσε ἐκκλησίες στὴν Καβάλα (τοὺς Φιλίππους, ὅπως λεγόταν τότε ἡ πόλις αὐτή), στὴ Θεσσαλονίκη, στὴ Βέροια, στὴν Ἀθήνα, στὴν Κόρινθο, στὴν Πρέβεζα (Νικόπολις λεγόταν τότε), στὴν Κύπρο καὶ στὴν Κρήτη. Καὶ πρὸς τοὺς Χριστιανοὺς τῶν μερῶν αὐτῶν ἔγραψε τὶς περίφημες ἐπιστολές του ὁ Παῦλος (πρὸς Ἐφεσίους, Φιλιππησίους, Κορινθίους, Θεσσαλονικεῖς).
Ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ Παύλου εἶνε ἱδρυμένη ἡ Ἐκκλησία μας. Ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ Ἰωάννου, τοῦ ἀγαπημένου μαθητοῦ τοῦ Κυρίου μας. Καὶ ὁ Ἰωάννης ἔδρασε στὰ μέρη τῆς Ἀνατολῆς καὶ ἔγραψε καὶ αὐτὸς ἐπιστολὲς πρὸς τοὺς Χριστιανοὺς τῶν μερῶν αὐτῶν. Ἰδίως ἡ Ἀποκάλυψις γράφτηκε γιὰ νὰ ἐνισχύσῃ τοὺς Χριστιανοὺς τῆς Ἀνατολῆς. Μέσα στὰ ἄλλα ὁράματα ποὺ εἶδε ὁ Ἰωάννης, εἶδε καὶ τοῦτο τὸ ὅραμα. Εἶδε «ἑπτὰ λυχνίας χρυσᾶς, καὶ ἐν μέσῳ τῶν ἑπτὰ λυχνιῶν ὅμοιον υἱῷ ἀνθρώπου, ἐνδεδυμένον ποδήρη καὶ περιεζωσμένον πρὸς τοῖς μαστοῖς ζώνην χρυσῆν· ἡ δὲ κεφαλὴ αὐτοῦ καὶ αἱ τρίχες λευκαὶ ὡσεὶ ἔριον λευκόν, ὡς χιών, καὶ οἱ ὀφθαλμοὶ αὐτοῦ ὡς φλὸξ πυρός, καὶ οἱ πόδες αὐτοῦ ὅμοιοι χαλκολιβάνῳ, ὡς ἐν καμίνῳ πεπυρωμένοι, καὶ ἡ φωνὴ αὐτοῦ ὡς φωνὴ ὑδάτων πολλῶν, καὶ ἔχων ἐν τῇ δεξιᾷ χειρὶ αὐτοῦ ἀστέρας ἑπτά, καὶ ἐκ τοῦ στόματος αὐτοῦ ῥομφαία δίστομος ὀξεῖα ἐκπορευομένη, καὶ ἡ ὄψις αὐτοῦ ὡς ὁ ἥλιος φαίνει ἐν τῇ δυνάμει αὐτοῦ» (Ἀπ. 1,13-16). Τί σήμαινε τὸ ὅραμα; Ὁ «ὅμοιος υἱῷ ἀνθρώπου» εἶνε ὁ Ἰησοῦς Χριστός. Οἱ «ἑπτὰ λυχνίαι» εἶνε οἱ ἑπτὰ ἐκκλησίες τῆς Ἀνατολῆς· ἡ μία ἡ Ἔφεσος, ἡ ἄλλη ἡ Σμύρνη, ἡ τρίτη ἡ Πέργαμος, ἡ τετάρτη τὰ Θυάτειρα, ἡ πέμπτη οἱ Σάρδεις, ἡ ἕκτη ἡ Φιλαδέλφεια, ἡ ἑβδόμη ἡ Λαοδίκεια. Καὶ οἱ «ἑπτὰ ἀστέρες» εἶνε οἱ ἑπτὰ ἐπίσκοποι τῶν ἐκκλησιῶν αὐτῶν.
Οἱ λυχνίες αὐτὲς ἔλαμπαν ἐπὶ δεκαεννέα αἰῶνες. Ἔσβησαν τῷ 1922, ὅταν διώχθηκε ἀπὸ τὰ μέρη αὐτὰ ὁ Χριστιανισμός. Ἔσβησαν; Ὄχι. Καῖνε οἱ λυχνίες. Ἁπλῶς ἄλλαξαν τόπο. Ὅλοι ἐκεῖνοι, ποὺ φεύγοντας ἀπὸ τὸ μαχαίρι τοῦ Κεμὰλ ἦρθαν στὴν Ἑλλάδα, συνεχίζουν τὴν ἱστορία τῶν ἐκκλησιῶν αὐτῶν.
Ὤ ἡ Ὀρθοδοξία μας, ἀγαπητοί μου! Δὲν εἶνε χθεσινή. Δὲν εἶνε μηνῶν καὶ ἐτῶν, ὅπως εἶνε μερικὲς παραφυάδες τῶν προτεσταντῶν. Ἡ Ὀρθοδοξία εἶνε ὁ ἀρχαιότερος, ὁ ἀρχικὸς φάρος ποὺ ἄναψε στὴν Ἀνατολὴ τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο διὰ τοῦ Παύλου καὶ τοῦ Ἰωάννου. Ἀπ᾽ αὐτὸν τὸν φάρο, ἀπ᾽ αὐτὸ τὸ φῶς, διαδόθηκε ὁ Χριστιανισμὸς στὰ ἄλλα μέρη τῆς Εὐρώπης.
Χαίρετε, ἀδελφοί μου, διότι ἀνήκετε στὴν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία, ἡ ὁποία πρώτη ἔλαβε τὸ φῶς ἀπὸ τοὺς μαθητὰς τοῦ Κυρίου καὶ αὐτὴ μετέδωσε καὶ στοὺς ἄλλους λαοὺς τῆς Εὐρώπης τὸ φῶς τοῦ χριστιανισμοῦ.
Αὔριο τὸ βράδυ σὺν Θεῷ θὰ συνεχίσουμε.
Χαίρετε, ἀδελφοί μου, διότι ἀνήκετε στὴν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία, ἡ ὁποία πρώτη ἔλαβε τὸ φῶς ἀπὸ τοὺς μαθητὰς τοῦ Κυρίου καὶ αὐτὴ μετέδωσε καὶ στοὺς ἄλλους λαοὺς τῆς Εὐρώπης τὸ φῶς τοῦ χριστιανισμοῦ.
Αὔριο τὸ βράδυ σὺν Θεῷ θὰ συνεχίσουμε.
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(Ομιλια του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου στον ἱερό ναὸ Ἁγ. Γεωργίου Νέου Μυλοτόπου – Γιαννιτσῶν, 5-4-1942 Μ. Σάββατον
Η ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ (β΄)
ΕΙΠΑΜΕ, ἀγαπητοί μου, χθὲς ὅτι ἡ Ὀρθοδοξία μας εἶνε ἡ ἀρχαιότερη ἀπὸ ὅλους.
2. Ἀλλὰ εἶνε καὶ ἡ πληρέστερη ἀπ᾽ ὅλες τὶς λεγόμενες ἐκκλησίες, ἡ μόνη πλήρης Ἐκκλησία. Ἔχει ὅλα τὰ στοιχεῖα ποὺ ἀπαρτίζουν τὸ γνήσιο τοῦ Χριστιανισμοῦ. Δὲν τῆς λείπει τίποτε. Ὅ,τι ἔχουν οἱ ἄλλοι, τό ᾽χουμε κ᾽ ἐμεῖς, καὶ μάλιστα καθαρώτερο καὶ ἁγνότερο, γιατὶ εἶνε ἀπὸ τὴν πηγή. Τὸ Εὐαγγέλιο π.χ. ἔχουν ἐκεῖνοι, τὸ Εὐαγγέλιο κ᾽ ἐμεῖς. Μήπως γράφει περισσότερα τὸ δικό τους, ποὺ δὲν τὰ γράφει τὸ δικό μας; Τὰ ἴδια «γράμματα» ἔχουμε.
Καὶ ὄχι μόνο δὲ μᾶς λείπει τίποτε, ἀλλ᾽ ἐπὶ πλέον ἐμεῖς ἔχουμε κ᾽ ἐκεῖνα ποὺ αὐτοὶ δὲν ἔχουν. Αὐτοὶ τὰ ἔχασαν, εἶνε φτωχότεροι. Ἔχασαν πολλά, κι ἄφησαν ν᾽ ἀνακατευτῇ μὲ τὸ χρυσάφι σκουριά. Ἡ Ὀρθοδοξία εἶνε χρυσάφι καθαρό, θησαυρὸς ἀκέραιος. Δὲν τοῦ λείπει τίποτε ἀπ᾽ ὅ,τι παρέδωσαν οἱ πρῶτοι Χριστιανοί. Θὰ φέρω μερικὰ παραδείγματα.. Ἐμεῖς ἔχουμε τὶς εἰκόνες· αὐτοὶ δὲν ἔχουν. Κι ὅταν τοὺς ρωτᾷς Γιατί δὲν ἔχετε, σοῦ ἀπαντοῦν· Δὲ γινόμαστε εἰδωλολάτρες, δὲν προσκυνᾶμε εἴδωλα· μόνο τὸ Θεὸ προσκυνᾶμε… Ἐπ᾽ αὐτοῦ ἔχουμε νὰ τοὺς ποῦμε τὰ ἑξῆς. Κάνετε λάθος. Οἱ ὀρθόδοξοι δὲν λατρεύουμε τὶς εἰκόνες. Οἱ εἰκόνες εἶνε τὰ βιβλία τοῦ λαοῦ. Ἐκεῖνος ποὺ δὲν ξέρει γράμματα, ἢ ξέρει μὲν ἀλλὰ λησμονεῖ, βλέπει τὴν εἰκόνα καὶ διδάσκεται. Ἄλλωστε ἕνα πρόσωπο ποὺ ἀγαποῦμε θέλουμε νὰ τὸ βλέπουμε· κι ἂν εἶνε μακριὰ ἢ πέθανε, τοῦ κάνουμε μιὰ φωτογραφία, τὴν κορνιζώνουμε, τὴν κρεμᾶμε στὸ γραφεῖο ἢ στὸ σπίτι, καὶ χαιρόμαστε νὰ τὸ βλέπουμε. Ἐὰν λοιπὸν στολίζουμε σπίτια καὶ γραφεῖα μὲ εἰκόνες, πολὺ περισσότερο τοὺς ναούς. Στοὺς προτεστάντες, ποὺ σὰν νέοι εἰκονομάχοι ἀποστρέφονται τὶς εἰκόνες, λέμε· Ξεκρεμάστε σεῖς ἀπὸ τὰ σπίτια σας τὶς εἰκόνες τῶν γονέων σας, καὶ τότε κ᾽ ἐμεῖς θὰ ξεκρεμάσουμε ἀπὸ τὴν ἐκκλησία μας τὶς ἱερὲς εἰκόνες. Οἱ εἰκόνες στόλιζαν πάντα καὶ θὰ στολίζουν τοὺς ναοὺς τῆς Ὀρθοδοξίας. Δὲν τὶς λατρεύουμε· τοὺς ἀποδίδουμε τιμητικὴ προσκύνησι. Ἀσπαζόμεθα ὄχι τὰ ξύλα καὶ τὰ χρώματα ἀλλὰ τὰ ἱερὰ πρόσωπα ποὺ εἰκονίζουν· ἂν ζοῦσαν ἀνάμεσά μας, θὰ πέφταμε στὰ πόδια τους καὶ θὰ τὰ φιλούσαμε. Ὅπως ἐκεῖνος ποὺ ἀγαπᾷ ἀσπάζεται τὴ φωτογραφία τοῦ ἀγαπημένου συγγενοῦς του, ἔτσι κ᾽ ἐμεῖς φιλοῦμε τὶς εἰκόνες τοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν ἁγίων.Ἔχουμε λοιπὸν εἰκόνες, καὶ γι᾽ αὐτὸ ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία εἶνε πληρέστερη ἀπὸ τὴ δική τους «ἐκκλησία», ποὺ εἶνε γυμνή. Ἔχουμε ἐπίσης ἑπτὰ μυστήρια, ποὺ ἔχουν ἱδρυθῆ ἀπὸ τὸ Χριστὸ καὶ τοὺς ἀποστόλους. Εἶνε οἱ ἑπτὰ κολῶνες, στὶς ὁποῖες στηρίζεται τὸ οἰκοδόμημα τοῦ Χριστιανισμοῦ. Ἡ πρώτη εἶνε τὸ βάπτισμα. Ἡ δευτέρα τὸ χρῖσμα ἢ ἅγιο μύρο. Ἡ τρίτη ἡ θεία κοινωνία. Ἡ τετάρτη ἡ μετάνοια καὶ ἐξομολόγησις. Ἡ πέμπτη ὁ γάμος. Ἡ ἕκτη ἡ ἱερωσύνη. Καὶ ἡ ἑβδόμη τὸ εὐχέλαιο. Οἱ προτεστάντες τελοῦν μόνο ἕνα βάπτισμα καὶ μιὰ κοινωνία, ἀλλ᾽ ὄχι ὅπως τὰ τελοῦσε ἡ πρώτη Ἐκκλησία. Ἄλλα μυστήρια δὲν ἀναγνωρίζουν. Ἐξομολόγησι δὲν ἔχουν. Ποῦ ἐξομολογοῦνται; Ἱερωσύνη δὲν ἔχουν. Ποῦ εἶνε οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ ἱερεῖς τους; Δὲν μᾶς χρειάζονται, λένε. Ναί, ἀλλὰ τὴν ἐποχὴ τῶν ἀποστόλων ὑπῆρχαν ἐπίσκοποι καὶ ἱερεῖς καὶ διάκονοι. Ἐπίσκοποι δὲν ἦταν ὁ Τίτος καὶ ὁ Τιμόθεος, στοὺς ὁποίους γράφει ὁ Παῦλος; Πρεσβύτεροι δὲν ἦταν ἐκεῖνοι ποὺ κάλεσε ὁ Παῦλος στὴ Μίλητο καὶ τοὺς ἔδωσε τὶς τελευταῖες του συμβουλές; Γιὰ τοὺς ἱερεῖς καὶ τοὺς ἐπισκόπους εἶπε ὁ Χριστός· «Λάβετε Πνεῦμα ἅγιον· ἄν τινων ἀφῆτε τὰς ἁμαρτίας, ἀφίενται αὐτοῖς» (Ἰω. 20,22). Αὐτοὶ εἶνε οἱ ἀντιπρόσωποί του ἐπὶ τῆς γῆς. Ἔχουν λάβει εἰδικὴ χάρι νὰ διδάσκουν, νὰ λειτουργοῦν καὶ νὰ κυβερνοῦν τὶς ψυχές. Εἶνε ἄγγελοι Κυρίου παντοκράτορος. Γι᾽ αὐτὸ ἕνας ἅγιος εἶπε· Ἂν δῶ στὸ δρόμο ἕνα παπᾶ καὶ ἕναν ἄγγελο, θὰ προσκυνήσω πρῶτα τὸν παπᾶ καὶ μετὰ τὸν ἄγγελο· διότι ὁ ἄγγελος δὲν ἔχει τὴν ἐξουσία νὰ συγχωρῇ ἁμαρτίες, ἐνῷ ὁ παπᾶς τὴν ἔχει.
⃝ Στὴν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία ἔχουμε ἀκόμη ὕμνους, ποὺ οἱ προτεστάντες δὲν ἔχουν. Αὐτοὶ ἔχουν μερικὰ τραγουδάκια, ποὺ ψάλλουν ὅλοι μαζί, ἀλλ᾽ αὐτὰ δὲν συγκρίνονται μὲ τὴν ποίησι τῆς ὑμνολογίας μας (τροπάρια, ἀπολυτίκια καὶ ἄλλους ὕμνους). Καμμιά θρησκεία δὲν ἔχει τοὺς ὕμνους τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Εἶνε μοναδικοί. Ποῦ ἀλλοῦ μπορεῖ ν᾽ ἀκούσῃ κανεὶς τὸ «Ἰδοὺ ὁ Νυμφίος ἔρχεται», ἢ τὸ «Σήμερον κρεμᾶται ἐπὶ ξύλου», ἢ τὸ «Τῇ ὑπερμάχῳ Στρατηγῷ τὰ νικητήρια», ἢ τὸ «Δεῦτε πάντα τὰ ἔθνη, γνῶτε τοῦ φρικτοῦ μυστηρίου τὴν δύναμιν», ἢ τὰ Ἐγκώμια τοῦ Ἐπιταφίου «Ἡ ζωὴ ἐν τάφῳ» καὶ «Αἱ γενεαὶ πᾶσαι», ἢ τὸ «Ἄξιόν ἐστι» ἢ τὸ «Τῶν ἁγίων Πατέρων ὁ χορός»; Τέτοιους ὕμνους ἔχει μόνο ἡ Ἐκκλησία μας· εἶνε μοναδικὰ κειμήλια ποὺ τὴν στολίζουν.
Αὐτὰ δὲν μπορεῖ κανείς ἀπὸ τοὺς ξένους σοφοὺς καὶ ἐπιστήμονες νὰ τὰ δημιουργήσῃ. Οὔτε εἰκόνες, οὔτε μυστήρια, οὔτε ἐκκλησιαστικοὺς ὕμνους ἔχει ἡ λατρεία τῶν προτεσταντῶν· ἡ αἴθουσά τους μοιάζει μᾶλλον μὲ σχολεῖο.
3. Εἴδαμε ὅτι ἡ Ὀρθοδοξία εἶνε ἡ ἀρχικὴ καὶ ἡ πλήρης Ἐκκλησία. Εἶνε, ἀκόμη, ἡ πιὸ ἔνδοξη. Ποιός ῥήτορας ἢ συγγραφέας ἢ ποιητὴς θὰ μπορέσῃ νὰ περιγράψῃ τὴ δόξα της; Δικές της εἶνε οἱ ἑπτὰ Οἰκουμενικὲς Σύνοδοι. Νίκαια, Κωνσταντινούπολις, Ἔφεσος εἶνε πόλεις τῆς Ἀνατολῆς, στὶς ὁποῖες συγκροτήθηκαν οἱ Σύνοδοι αὐτὲς καὶ καθώρισαν μὲ τὸν φωτισμὸ τοῦ ἁγίου Πνεύματος δόγματα καὶ κανόνες, τί νὰ πιστεύουμε καὶ πῶς νὰ ζοῦμε. Σ᾽ αὐτὴν ἀνήκουν οἱ μάρτυρες. Τὰ χώματά της εἶνε βαμμένα μὲ τὸ αἷμα ἑκατομμυρίων μαρτύρων. Οἱ ἅγιοί της τιμῶνται σὲ κάθε τόπο· ὁ ἅγιος Δημήτριος στὴ Θεσσαλονίκη, ὁ ἅγιος Σπυρίδων στὴν Κύπρο, ὁ ἅγιος Πολύκαρπος στὴ Σμύρνη, ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος στὴν Κωνσταντινούπολι, ὁ ἅγιος Βασίλειος στὴν Καισάρεια… Ὁ κατάλογος τῶν ἁγίων της εἶνε ἀτελείωτος.
Ἡ Ὀρθοδοξία εἶνε ἡ Ἐκκλησία τῶν ἡρώων καὶ τῶν μαρτύρων. Αὐτὴ πάλεψε ἐναντίον τυράννων καὶ αὐτοκρατόρων. Αὐτὴ νίκησε τοὺς αἱρετικούς, παλαιοτέρους καὶ νεωτέρους. Αὐτὴ ἀγωνίστηκε περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλον στὸ ἔργο τοῦ εὐαγγελισμοῦ, γιὰ νὰ διαδοθῇ καὶ ἐπικρατήσῃ τὸ Εὐαγγέλιο. Εἶνε δοξασμένη καὶ ζηλευτὴ ἡ Ὀρθόδοξος Ἀνατολικὴ Ἐκκλησία· τὸ ἀναγνωρίζουν καὶ οἱ ἐχθροί της.
Ἀλλὰ γιὰ μᾶς τοὺς Ἕλληνες ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἔχει κ᾽ ἕνα ἄλλο ἰδιαίτερο θέλγητρο, ποὺ μᾶς συγκινεῖ καὶ μᾶς κάνει νὰ τὴν ἀγαποῦμε καὶ γι᾽ αὐτό. Ὅπως παραδέχονται ὅλοι οἱ ἱστορικοί, αὐτὴ ἔσωσε τὴν Ἑλληνικὴ φυλή. Χωρὶς Ὀρθοδοξία Ἑλληνικὸ γένος δὲν θὰ ὑπῆρχε σήμερα. Αὐτὴ σὰν γλυκειὰ μάνα παρηγοροῦσε τοὺς Ἕλληνες 400 ὁλόκληρα χρόνια μέσ᾽ στὸ μαῦρο σκοτάδι τῆς δουλείας τῶν Τούρκων. Αὐτὴ ἵδρυσε τὰ κρυφὰ σχολειά, ὅπου σεβάσμιοι ῥασοφόροι δίδασκαν τὰ σκλαβόπουλα «γράμματα – σπουδάγματα, τοῦ Θεοῦ τὰ πράματα». Αὐτὴ διέθετε τὰ μοναστήρια της ὡς ἄσυλα τῶν καταδιωκομένων. Αὐτὴ ἔσωσε κείμενα, γλῶσσα, ἱστορία, μνημεῖα, ἤθη καὶ ἔθιμα, ὅλα τὰ τιμαλφῆ μας. Γι᾽ αὐτὸ ὠνομάστηκε κιβωτὸς τοῦ γένους. Ὅπως ἡ κιβωτὸς τοῦ παλαιοῦ κόσμου ἔσωσε τὸ Νῶε καὶ τὴν οἰκογένειά του ἀπ᾽ τὸν κατακλυσμό, ἔτσι ἡ Ἐκκλησία μας, ἡ νέα κιβωτός, σῴζει τὴν Ἑλλάδα ἀπ᾽ τὸν ἀφανισμό. Γι᾽ αὐτὸ ἕνας ποιητής μας, ὁ Κρυστάλλης, ἔγραψε· «Θρησκεία! γλυκειὰ μάνα», σὺ χύνεις «βαθειά μας, στὴν ψυχή, γλυκὲς χρυσὲς ἐλπίδες!».
2. Ἀλλὰ εἶνε καὶ ἡ πληρέστερη ἀπ᾽ ὅλες τὶς λεγόμενες ἐκκλησίες, ἡ μόνη πλήρης Ἐκκλησία. Ἔχει ὅλα τὰ στοιχεῖα ποὺ ἀπαρτίζουν τὸ γνήσιο τοῦ Χριστιανισμοῦ. Δὲν τῆς λείπει τίποτε. Ὅ,τι ἔχουν οἱ ἄλλοι, τό ᾽χουμε κ᾽ ἐμεῖς, καὶ μάλιστα καθαρώτερο καὶ ἁγνότερο, γιατὶ εἶνε ἀπὸ τὴν πηγή. Τὸ Εὐαγγέλιο π.χ. ἔχουν ἐκεῖνοι, τὸ Εὐαγγέλιο κ᾽ ἐμεῖς. Μήπως γράφει περισσότερα τὸ δικό τους, ποὺ δὲν τὰ γράφει τὸ δικό μας; Τὰ ἴδια «γράμματα» ἔχουμε.
Καὶ ὄχι μόνο δὲ μᾶς λείπει τίποτε, ἀλλ᾽ ἐπὶ πλέον ἐμεῖς ἔχουμε κ᾽ ἐκεῖνα ποὺ αὐτοὶ δὲν ἔχουν. Αὐτοὶ τὰ ἔχασαν, εἶνε φτωχότεροι. Ἔχασαν πολλά, κι ἄφησαν ν᾽ ἀνακατευτῇ μὲ τὸ χρυσάφι σκουριά. Ἡ Ὀρθοδοξία εἶνε χρυσάφι καθαρό, θησαυρὸς ἀκέραιος. Δὲν τοῦ λείπει τίποτε ἀπ᾽ ὅ,τι παρέδωσαν οἱ πρῶτοι Χριστιανοί. Θὰ φέρω μερικὰ παραδείγματα.. Ἐμεῖς ἔχουμε τὶς εἰκόνες· αὐτοὶ δὲν ἔχουν. Κι ὅταν τοὺς ρωτᾷς Γιατί δὲν ἔχετε, σοῦ ἀπαντοῦν· Δὲ γινόμαστε εἰδωλολάτρες, δὲν προσκυνᾶμε εἴδωλα· μόνο τὸ Θεὸ προσκυνᾶμε… Ἐπ᾽ αὐτοῦ ἔχουμε νὰ τοὺς ποῦμε τὰ ἑξῆς. Κάνετε λάθος. Οἱ ὀρθόδοξοι δὲν λατρεύουμε τὶς εἰκόνες. Οἱ εἰκόνες εἶνε τὰ βιβλία τοῦ λαοῦ. Ἐκεῖνος ποὺ δὲν ξέρει γράμματα, ἢ ξέρει μὲν ἀλλὰ λησμονεῖ, βλέπει τὴν εἰκόνα καὶ διδάσκεται. Ἄλλωστε ἕνα πρόσωπο ποὺ ἀγαποῦμε θέλουμε νὰ τὸ βλέπουμε· κι ἂν εἶνε μακριὰ ἢ πέθανε, τοῦ κάνουμε μιὰ φωτογραφία, τὴν κορνιζώνουμε, τὴν κρεμᾶμε στὸ γραφεῖο ἢ στὸ σπίτι, καὶ χαιρόμαστε νὰ τὸ βλέπουμε. Ἐὰν λοιπὸν στολίζουμε σπίτια καὶ γραφεῖα μὲ εἰκόνες, πολὺ περισσότερο τοὺς ναούς. Στοὺς προτεστάντες, ποὺ σὰν νέοι εἰκονομάχοι ἀποστρέφονται τὶς εἰκόνες, λέμε· Ξεκρεμάστε σεῖς ἀπὸ τὰ σπίτια σας τὶς εἰκόνες τῶν γονέων σας, καὶ τότε κ᾽ ἐμεῖς θὰ ξεκρεμάσουμε ἀπὸ τὴν ἐκκλησία μας τὶς ἱερὲς εἰκόνες. Οἱ εἰκόνες στόλιζαν πάντα καὶ θὰ στολίζουν τοὺς ναοὺς τῆς Ὀρθοδοξίας. Δὲν τὶς λατρεύουμε· τοὺς ἀποδίδουμε τιμητικὴ προσκύνησι. Ἀσπαζόμεθα ὄχι τὰ ξύλα καὶ τὰ χρώματα ἀλλὰ τὰ ἱερὰ πρόσωπα ποὺ εἰκονίζουν· ἂν ζοῦσαν ἀνάμεσά μας, θὰ πέφταμε στὰ πόδια τους καὶ θὰ τὰ φιλούσαμε. Ὅπως ἐκεῖνος ποὺ ἀγαπᾷ ἀσπάζεται τὴ φωτογραφία τοῦ ἀγαπημένου συγγενοῦς του, ἔτσι κ᾽ ἐμεῖς φιλοῦμε τὶς εἰκόνες τοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν ἁγίων.Ἔχουμε λοιπὸν εἰκόνες, καὶ γι᾽ αὐτὸ ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία εἶνε πληρέστερη ἀπὸ τὴ δική τους «ἐκκλησία», ποὺ εἶνε γυμνή. Ἔχουμε ἐπίσης ἑπτὰ μυστήρια, ποὺ ἔχουν ἱδρυθῆ ἀπὸ τὸ Χριστὸ καὶ τοὺς ἀποστόλους. Εἶνε οἱ ἑπτὰ κολῶνες, στὶς ὁποῖες στηρίζεται τὸ οἰκοδόμημα τοῦ Χριστιανισμοῦ. Ἡ πρώτη εἶνε τὸ βάπτισμα. Ἡ δευτέρα τὸ χρῖσμα ἢ ἅγιο μύρο. Ἡ τρίτη ἡ θεία κοινωνία. Ἡ τετάρτη ἡ μετάνοια καὶ ἐξομολόγησις. Ἡ πέμπτη ὁ γάμος. Ἡ ἕκτη ἡ ἱερωσύνη. Καὶ ἡ ἑβδόμη τὸ εὐχέλαιο. Οἱ προτεστάντες τελοῦν μόνο ἕνα βάπτισμα καὶ μιὰ κοινωνία, ἀλλ᾽ ὄχι ὅπως τὰ τελοῦσε ἡ πρώτη Ἐκκλησία. Ἄλλα μυστήρια δὲν ἀναγνωρίζουν. Ἐξομολόγησι δὲν ἔχουν. Ποῦ ἐξομολογοῦνται; Ἱερωσύνη δὲν ἔχουν. Ποῦ εἶνε οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ ἱερεῖς τους; Δὲν μᾶς χρειάζονται, λένε. Ναί, ἀλλὰ τὴν ἐποχὴ τῶν ἀποστόλων ὑπῆρχαν ἐπίσκοποι καὶ ἱερεῖς καὶ διάκονοι. Ἐπίσκοποι δὲν ἦταν ὁ Τίτος καὶ ὁ Τιμόθεος, στοὺς ὁποίους γράφει ὁ Παῦλος; Πρεσβύτεροι δὲν ἦταν ἐκεῖνοι ποὺ κάλεσε ὁ Παῦλος στὴ Μίλητο καὶ τοὺς ἔδωσε τὶς τελευταῖες του συμβουλές; Γιὰ τοὺς ἱερεῖς καὶ τοὺς ἐπισκόπους εἶπε ὁ Χριστός· «Λάβετε Πνεῦμα ἅγιον· ἄν τινων ἀφῆτε τὰς ἁμαρτίας, ἀφίενται αὐτοῖς» (Ἰω. 20,22). Αὐτοὶ εἶνε οἱ ἀντιπρόσωποί του ἐπὶ τῆς γῆς. Ἔχουν λάβει εἰδικὴ χάρι νὰ διδάσκουν, νὰ λειτουργοῦν καὶ νὰ κυβερνοῦν τὶς ψυχές. Εἶνε ἄγγελοι Κυρίου παντοκράτορος. Γι᾽ αὐτὸ ἕνας ἅγιος εἶπε· Ἂν δῶ στὸ δρόμο ἕνα παπᾶ καὶ ἕναν ἄγγελο, θὰ προσκυνήσω πρῶτα τὸν παπᾶ καὶ μετὰ τὸν ἄγγελο· διότι ὁ ἄγγελος δὲν ἔχει τὴν ἐξουσία νὰ συγχωρῇ ἁμαρτίες, ἐνῷ ὁ παπᾶς τὴν ἔχει.
⃝ Στὴν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία ἔχουμε ἀκόμη ὕμνους, ποὺ οἱ προτεστάντες δὲν ἔχουν. Αὐτοὶ ἔχουν μερικὰ τραγουδάκια, ποὺ ψάλλουν ὅλοι μαζί, ἀλλ᾽ αὐτὰ δὲν συγκρίνονται μὲ τὴν ποίησι τῆς ὑμνολογίας μας (τροπάρια, ἀπολυτίκια καὶ ἄλλους ὕμνους). Καμμιά θρησκεία δὲν ἔχει τοὺς ὕμνους τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Εἶνε μοναδικοί. Ποῦ ἀλλοῦ μπορεῖ ν᾽ ἀκούσῃ κανεὶς τὸ «Ἰδοὺ ὁ Νυμφίος ἔρχεται», ἢ τὸ «Σήμερον κρεμᾶται ἐπὶ ξύλου», ἢ τὸ «Τῇ ὑπερμάχῳ Στρατηγῷ τὰ νικητήρια», ἢ τὸ «Δεῦτε πάντα τὰ ἔθνη, γνῶτε τοῦ φρικτοῦ μυστηρίου τὴν δύναμιν», ἢ τὰ Ἐγκώμια τοῦ Ἐπιταφίου «Ἡ ζωὴ ἐν τάφῳ» καὶ «Αἱ γενεαὶ πᾶσαι», ἢ τὸ «Ἄξιόν ἐστι» ἢ τὸ «Τῶν ἁγίων Πατέρων ὁ χορός»; Τέτοιους ὕμνους ἔχει μόνο ἡ Ἐκκλησία μας· εἶνε μοναδικὰ κειμήλια ποὺ τὴν στολίζουν.
Αὐτὰ δὲν μπορεῖ κανείς ἀπὸ τοὺς ξένους σοφοὺς καὶ ἐπιστήμονες νὰ τὰ δημιουργήσῃ. Οὔτε εἰκόνες, οὔτε μυστήρια, οὔτε ἐκκλησιαστικοὺς ὕμνους ἔχει ἡ λατρεία τῶν προτεσταντῶν· ἡ αἴθουσά τους μοιάζει μᾶλλον μὲ σχολεῖο.
3. Εἴδαμε ὅτι ἡ Ὀρθοδοξία εἶνε ἡ ἀρχικὴ καὶ ἡ πλήρης Ἐκκλησία. Εἶνε, ἀκόμη, ἡ πιὸ ἔνδοξη. Ποιός ῥήτορας ἢ συγγραφέας ἢ ποιητὴς θὰ μπορέσῃ νὰ περιγράψῃ τὴ δόξα της; Δικές της εἶνε οἱ ἑπτὰ Οἰκουμενικὲς Σύνοδοι. Νίκαια, Κωνσταντινούπολις, Ἔφεσος εἶνε πόλεις τῆς Ἀνατολῆς, στὶς ὁποῖες συγκροτήθηκαν οἱ Σύνοδοι αὐτὲς καὶ καθώρισαν μὲ τὸν φωτισμὸ τοῦ ἁγίου Πνεύματος δόγματα καὶ κανόνες, τί νὰ πιστεύουμε καὶ πῶς νὰ ζοῦμε. Σ᾽ αὐτὴν ἀνήκουν οἱ μάρτυρες. Τὰ χώματά της εἶνε βαμμένα μὲ τὸ αἷμα ἑκατομμυρίων μαρτύρων. Οἱ ἅγιοί της τιμῶνται σὲ κάθε τόπο· ὁ ἅγιος Δημήτριος στὴ Θεσσαλονίκη, ὁ ἅγιος Σπυρίδων στὴν Κύπρο, ὁ ἅγιος Πολύκαρπος στὴ Σμύρνη, ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος στὴν Κωνσταντινούπολι, ὁ ἅγιος Βασίλειος στὴν Καισάρεια… Ὁ κατάλογος τῶν ἁγίων της εἶνε ἀτελείωτος.
Ἡ Ὀρθοδοξία εἶνε ἡ Ἐκκλησία τῶν ἡρώων καὶ τῶν μαρτύρων. Αὐτὴ πάλεψε ἐναντίον τυράννων καὶ αὐτοκρατόρων. Αὐτὴ νίκησε τοὺς αἱρετικούς, παλαιοτέρους καὶ νεωτέρους. Αὐτὴ ἀγωνίστηκε περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλον στὸ ἔργο τοῦ εὐαγγελισμοῦ, γιὰ νὰ διαδοθῇ καὶ ἐπικρατήσῃ τὸ Εὐαγγέλιο. Εἶνε δοξασμένη καὶ ζηλευτὴ ἡ Ὀρθόδοξος Ἀνατολικὴ Ἐκκλησία· τὸ ἀναγνωρίζουν καὶ οἱ ἐχθροί της.
Ἀλλὰ γιὰ μᾶς τοὺς Ἕλληνες ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἔχει κ᾽ ἕνα ἄλλο ἰδιαίτερο θέλγητρο, ποὺ μᾶς συγκινεῖ καὶ μᾶς κάνει νὰ τὴν ἀγαποῦμε καὶ γι᾽ αὐτό. Ὅπως παραδέχονται ὅλοι οἱ ἱστορικοί, αὐτὴ ἔσωσε τὴν Ἑλληνικὴ φυλή. Χωρὶς Ὀρθοδοξία Ἑλληνικὸ γένος δὲν θὰ ὑπῆρχε σήμερα. Αὐτὴ σὰν γλυκειὰ μάνα παρηγοροῦσε τοὺς Ἕλληνες 400 ὁλόκληρα χρόνια μέσ᾽ στὸ μαῦρο σκοτάδι τῆς δουλείας τῶν Τούρκων. Αὐτὴ ἵδρυσε τὰ κρυφὰ σχολειά, ὅπου σεβάσμιοι ῥασοφόροι δίδασκαν τὰ σκλαβόπουλα «γράμματα – σπουδάγματα, τοῦ Θεοῦ τὰ πράματα». Αὐτὴ διέθετε τὰ μοναστήρια της ὡς ἄσυλα τῶν καταδιωκομένων. Αὐτὴ ἔσωσε κείμενα, γλῶσσα, ἱστορία, μνημεῖα, ἤθη καὶ ἔθιμα, ὅλα τὰ τιμαλφῆ μας. Γι᾽ αὐτὸ ὠνομάστηκε κιβωτὸς τοῦ γένους. Ὅπως ἡ κιβωτὸς τοῦ παλαιοῦ κόσμου ἔσωσε τὸ Νῶε καὶ τὴν οἰκογένειά του ἀπ᾽ τὸν κατακλυσμό, ἔτσι ἡ Ἐκκλησία μας, ἡ νέα κιβωτός, σῴζει τὴν Ἑλλάδα ἀπ᾽ τὸν ἀφανισμό. Γι᾽ αὐτὸ ἕνας ποιητής μας, ὁ Κρυστάλλης, ἔγραψε· «Θρησκεία! γλυκειὰ μάνα», σὺ χύνεις «βαθειά μας, στὴν ψυχή, γλυκὲς χρυσὲς ἐλπίδες!».
Αὐτή, ἀγαπητοί μου, εἶνε ἡ Ὀρθοδοξία μας. Ἀρχαία, ἀφοῦ ἄρχισε τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς καὶ συνεχίζει. Πλήρης, δὲν τῆς λείπει τίποτε. Δὲν μπορεῖς νὰ πῇς· Φεύγω, γιατὶ βρῆκα κάπου ἀλλοῦ κάτι ποὺ αὐτὴ δὲν ἔχει. Προσφέρει ὅλα ὅσα ἀπαιτοῦνται γιὰ τὴν σωτηρία μας. Καὶ ἔνδοξη ὅσο καμμιά ἄλλη θρησκεία.
Αὐτὴν κληρονόμησε ἡ πατρίδα μας. Τὸ σπουδαιότερο ποὺ μᾶς ἄφησαν οἱ πατέρες μας δὲν εἶνε τὰ χωράφια, τὰ σπίτια, τὰ χρήματα· εἶνε ἡ Ὀρθόδοξος πίστις. Αὐτὴ εἶνε ὁ θησαυρὸς ὁ ἀνεκτίμητος. Κράτα λοιπὸν καλὰ τὸ θησαυρὸ αὐτόν.
«Κράτει ὃ ἔχεις, ἵνα μηδεὶς λάβει τὸν στέφανόν σου» (Ἀπ. 3,11). Κλεῖσε τ᾽ αὐτιά σου στοὺς ἐχθρούς. Μεῖνε πιστὸς στὴν Ἐκκλησία ποὺ βαπτίσθηκες· προτίμησε θάνατο μᾶλλον παρὰ νὰ χάσῃς τὴν Ὀρθόδοξο ὁμολογία. Λέγε σ᾽ ἀνθρώπους καὶ δαίμονες· Ὀρθόδοξος γεννήθηκα – Ὀρθόδοξος θὰ πεθάνω. Ἔχω ῥίξει τὴν ἄγκυρά μου ἐδῶ καὶ κανένα κῦμα δὲν μὲ παρασύρει ἀπὸ τὸ λιμάνι τῆς Ὀρθοδοξίας.
Ὅσο γιὰ τοὺς ἄλλους ποὺ εἶνε ἔξω ἀπὸ τὴ μάνδρα τῆς Ὀρθοδοξίας, ἐμεῖς δὲν ἔχουμε παρὰ νὰ εὐχηθοῦμε, καὶ αὐτοί, καὶ ὅλοι οἱ ἄλλοι ποὺ βρίσκονται μακριά, νὰ ἐπιστρέψουν στοὺς κόλπους τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.
Εἴθε ὁ Κύριος νὰ εὐδοκήσῃ ὥστε νὰ παύσουν αἱρέσεις καὶ σχίσματα, νὰ ἑνωθοῦν ὅλοι στὴν Ὀρθοδοξία, νὰ γίνῃ ὁ κόσμος «μία ποίμνη εἷς ποιμήν» (Ἰω. 10,16), πρὸς δόξαν τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ ἁγίου Πνεύματος· ἀμήν.
Αὐτὴν κληρονόμησε ἡ πατρίδα μας. Τὸ σπουδαιότερο ποὺ μᾶς ἄφησαν οἱ πατέρες μας δὲν εἶνε τὰ χωράφια, τὰ σπίτια, τὰ χρήματα· εἶνε ἡ Ὀρθόδοξος πίστις. Αὐτὴ εἶνε ὁ θησαυρὸς ὁ ἀνεκτίμητος. Κράτα λοιπὸν καλὰ τὸ θησαυρὸ αὐτόν.
«Κράτει ὃ ἔχεις, ἵνα μηδεὶς λάβει τὸν στέφανόν σου» (Ἀπ. 3,11). Κλεῖσε τ᾽ αὐτιά σου στοὺς ἐχθρούς. Μεῖνε πιστὸς στὴν Ἐκκλησία ποὺ βαπτίσθηκες· προτίμησε θάνατο μᾶλλον παρὰ νὰ χάσῃς τὴν Ὀρθόδοξο ὁμολογία. Λέγε σ᾽ ἀνθρώπους καὶ δαίμονες· Ὀρθόδοξος γεννήθηκα – Ὀρθόδοξος θὰ πεθάνω. Ἔχω ῥίξει τὴν ἄγκυρά μου ἐδῶ καὶ κανένα κῦμα δὲν μὲ παρασύρει ἀπὸ τὸ λιμάνι τῆς Ὀρθοδοξίας.
Ὅσο γιὰ τοὺς ἄλλους ποὺ εἶνε ἔξω ἀπὸ τὴ μάνδρα τῆς Ὀρθοδοξίας, ἐμεῖς δὲν ἔχουμε παρὰ νὰ εὐχηθοῦμε, καὶ αὐτοί, καὶ ὅλοι οἱ ἄλλοι ποὺ βρίσκονται μακριά, νὰ ἐπιστρέψουν στοὺς κόλπους τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.
Εἴθε ὁ Κύριος νὰ εὐδοκήσῃ ὥστε νὰ παύσουν αἱρέσεις καὶ σχίσματα, νὰ ἑνωθοῦν ὅλοι στὴν Ὀρθοδοξία, νὰ γίνῃ ὁ κόσμος «μία ποίμνη εἷς ποιμήν» (Ἰω. 10,16), πρὸς δόξαν τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ ἁγίου Πνεύματος· ἀμήν.
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(ἱ. ναὸς Ἁγ. Γεωργίου Νέου Μυλοτόπου – Γιαννιτσῶν, 5-4-1942 Μ. Σάββατον)