Θυμάμαι, όταν έπιανε η αντιτρομοκρατική υπηρεσία τα μέλη της «17Ν»,τους κατέτασσε σε… γενιές. Πρώτη, δεύτερη, τρίτη γενιά εκτελεστών, όπως ακριβώς γίνεται με τα «κλειστά», οικογενειακά επαγγέλματα. Οι παλαιότεροι αποκαλύπτουν και μεταδίδουν στους νεότερους τα μυστικά της τέχνης τους και αυτό λέγεται παράδοση. Και το οργανωμένο έγκλημα, λοιπόν, ακολουθεί γενεαλογικά τις παραδόσεις.
Το 1981 μια συγκεκριμένη οργάνωση ανθρώπων, λιμασμένων για χρήμα, εξουσία και εμφορούμενο από μένος, μνησίκακο και εκδικητικό, αναλαμβάνει την πολυπόθητη εξουσία. Το κέλυφος, κάτω από το οποίο αποκρύπτουν την ιδιοτελειά τους, ονομάζεται κόμμα.
Το δέλεαρ για να το ακολουθήσουν οι λεγόμενες «λαϊκές μάζες», είναι μια αερόπλαστη και κρανιοκενής συνθηματολογία. Παφλάζουσες ασημαντολογίες και κραυγαλέοι αφορισμοί γενικότατης φύσεως (και όσο πιο αόριστο και γενικό είναι το περιεχόμενο ενός συνθήματος, μας διδάσκει η κοινωνική ψυχολογία, τόσο μεγαλύτερη εμβέλεια αποκτά) καρυκευμένοι με τις συνήθεις κόρωνες περί εθνικής ανεξαρτησίας – «Η Ελλάδα ανήκει στους Έλληνες» - και κοινωνικής δικαιοσύνης- «αλλαγή», «το ΠΑΣΟΚ στην κυβέρνηση, ο λαός στην εξουσία»
Ο λαός δε πάντοτε ευκολόπιστος και στο τέλος προδομένος, πείθεται. Την δεκαετία του ’80, λαφυραγωγεί το κράτος η πρώτη γενιά. Ταυτόχρονα εκλύει τις χειρότερες ροπές του νεοελληνικού χαρακτήρα, καλλιεργεί τα ελαττώματα του λαού και όχι τις αρετές του. Την διαφθορά διά του λεγόμενου «πολιτικού χρήματος» και των περιβόητων «διαπλεκόμενων συμφερόντων», που όλοι τα κατήγγειλαν και ουδείς τα αποκάλυπτε, γιατί αφορούσε τους ίδιους και συγγενικά τους πρόσωπα. Τις ραγδαίες αναρριχήσεις αναξιοκρατικώ δικαιώματι και κομματική προωθήσει. Την γενικευμένη ηθική του αμέσου συμφέροντος και του άνομου πλουτισμού- «δωράκι στον εαυτό του»- όπου ο υστερών σε κακοποιό ευρεσιτεχνία ένιωθε ότι κοροϊδοπιάνεται και αυτοαδικείται, με έναν λόγο το κλίμα σκυβαλοκρατίας, λωποδυτοκρατίας και σαλταδορισμού, που η λαϊκή θυμοσοφία συνόψισε ευθύβολα στο απόφθεγμα: «τα λίγα βγαίνουν με κόπο, τα πολλά με κόλπο». (Γ. Καλλιόρη, «εξ επαφής», εκδ. «Αρμός», σελ 13).Την δεκαετία του 80, εκκολάπτεται ταυτόχρονα και η δεύτερη γενιά των σαλταδόρων και λοιπών κηφήνων, που ανυπομονεί να λάβει τα ηνία. Στα μέσα της δεκαετίας του ’90 έρχεται η ώρα της. Χρυσή εποχή για επαγγελματίες συνδικαλιστές, κλεφτοκατσικάδες και λοιπές αναθυμιάσεις και μαγαρισιές που ζητωκραύγαζαν δουλικά το κόμμα. Η μεγάλη λεηλασία του κράτους, χάρις και στην απραξία του λαού, που εθίζεται στην βορβορώδη ευτέλεια και κυρίως στην αίσθηση πως όλα επιτρέπονται άνευ ορίων και χαλινού. (Η τότε αφωνία και έλλειψη αντίδρασης οδήγησε στην τωρινή "πάγκαλη" χαιρεκακία περί του «μαζί τα φάγαμε». Όπως όλοι οι εγκληματίες καταφεύγει στην θρασύδειλη και ανήθικη τακτική της αποφυγής της ευθύνης. Ο ίδιος όμως και τα υπόλοιπα μέλη της οργάνωσης νομοθετούσαν και όχι ο λαός. Αν εγώ ο δάσκαλος, αφήνω τους μαθητές μου «να κλέβουν» στα διαγωνίσματα και «να αντιγράφουν», την επόμενη φορά θα έλθουν όλοι αδιάβαστοι. Ποιος είναι υπεύθυνος για την καταστροφή της τάξης; Όλοι μαζί;).
Την δεύτερη αυτή δεκαετία του «χρυσού θερισμού», όπως ονομάζει ο Πλούταρχος την ενασχόληση με την πολιτική, ανδρώνεται και η τρίτη γενιά των… εκτελεστών του λαού, άθλια απολειφάδια της Νέας Τάξης, χωρίς ιθαγένεια, Γραικύλοι, ημιμαθείς φραγκολεβαντίνοι. (Δρούτσας, Μπιρμπίλη, Γερουλάνος, Παπακωνσταντίνου και λοιποί αγνώστου προελεύσεως).
Για την τρίτη γενιά και την «προσφορά» της στον τόπο, δεν υπάρχουν λόγια. Η σκέψη αδυνατεί να ερμηνεύσει με λογικές κατηγορίες τον βίο και την πολιτεία της. Μόνον παρανοϊκός μπορεί να διαρρήξει την κρούστα τρέλας και ψευτιάς που την περιβάλλει.
Τρεις γενιές αχρειότητας και εξαπάτησης ενός ολόκληρου λαού. Κάποιοι θα πουν έγιναν και πράγματα σωστά.
Όμως «προς γαρ το τελευταίο εκβάν έκαστον των πριν υπαρξάντων κρίνεται», το τελευταίο συμβάν κρίνει όλα τα προηγούμενα. Τώρα που ξεβράζονται οι απατεωνιές τους, στις οποίες μυούσαν και τις οικογένειές τους, κατανοούμε πλήρως το τι γινόταν όλα αυτά τα χρόνια.
Τώρα ζητούν από τον λαό να δείξει εντιμότητα, να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του, να μεταμορφωθεί εν μια νυκτί σε πειθαρχημένο πολίτη. Προηγήθηκαν τρεις δεκαετίες θηριώδους διαφθοράς, απαιδευσίας και αναξιοκρατίας. Τώρα είναι αργά. Μόνο αν φύγουν από «το κάδρο» -κατά την ελεεινή φράση- οι υπαίτιοι και κυβερνήσουν άνθρωποι που θα φιλοτιμήσουν τον λαό διά του παραδείγματος τους, θα σωθεί η πατρίδα. Και θα έρθει η ευλογημένη ώρα…
«Η ζωή που εκάναμε μας βοήθησε στην Επανάσταση. Διότι ηξεύραμε τα κατατόπια, τους δρόμους, τους ανθρώπους. Εμάθαμε την πείνα, τη λέρα, την κακοπάθεια. Εσυνηθίσαμε να καταφρονούμε τους Τούρκους», που θα πει έλαβαν συνείδηση της ελευθερίας τους, πριν την αποκτήσουν και εξωτερικά, όπως μας τα ιστορεί ο Κολοκοτρώνης. Τώρα και εμείς μαθαίνουμε την κακοπάθεια και συνηθίζουμε να καταφρονούμε την κομματική λέρα. Κάποια στιγμή θα μας πιάσει το…Ελληνικό μας.
Κάποτε, μια μέρα που συζητούσαν δυο απλοί άνθρωποι, δύο ψαράδες ήταν -γράφει ο Μυριβήλης- για την πίεση που ασκούν οι μεγάλες δεξιές και αριστερές δυνάμεις πάνω στην πολιτική ζωή του τόπου για τα συμφέροντα τους, ο ένας ξεστόμισε μια φράση που με ξάφνιασε. Είπε οργισμένος: «Αν μας πιάσει καμμιά μέρα το Ελληνικό μας…» (περ. «Γνώσεις», 1959).
Αυτό το «Ελληνικό μας» πρέπει να αποκτήσουμε πάλι. Κι αυτό δεν περιέχει λόγια, περιέχει θυσίες, και ονομάζεται Λεωνίδας και Παλαιολόγος και Παπαφλέσσος και Μελάς και Αυξεντίου. Αυτό «το Ελληνικό μας» περιφρόνησε και δεν φρόντισε το κράτος να καλλιεργήσει συστηματικά, εντατικά στην ψυχή της νέας γενιάς, γιατί αυτό είναι που φοβούνται οι εχθροί του Γένους και αυτό υπονόμευσαν με χίλιους τρόπους.
Και για να κλείσουμε, όπως ξεκινήσαμε, για τις τρεις γενιές του… οργανωμένου εγκλήματος, παραπέμπω σ’ ένα κείμενο του Φώτη Κόντογλου από το θαυμάσιο «Ευλογημένο καταφύγιο». (σελ. 213):
<<Μια φορά ήταν ένας σουλτάνος αιμοβόρος και τον καταριότανε όλος ο κόσμος. Τη νύχτα γινότανε «τεπτίλι», δηλαδή έβαζε ξένα ρούχα και γύριζε μέσα στο σοκάκια και στα μαγαζιά, για να δει τι έλεγε ο κόσμος γι’ αυτόν. Από παντού άκουγε κατάρες και βλαστήμιες. Μα δεν απελπιζότανε. Δύο-τρία χρόνια έβγαινε στη βόλτα, μα δεν άκουσε μήτε έναν άνθρωπο να πει καλόν λόγο για τον σουλτάνο. Απάνω στα τρία χρόνια, εκεί που περπατούσε ένα βράδυ σ’ έναν δρόμο, μια γριά, πολύ γριά, τον γνώρισε, κι είπε: «Πολυχρονεμένε μου σουλτάνε, μέρες να κόβει ο Αλλάχ από μένα, χρόνια να σου τις δίνει».
Ο σουλτάνος παραξενεύτηκε πώς βρέθηκε άνθρωπος να τον ευχηθεί, και ρώτησε τη γριά τι καλό είχε δει από αυτόν και τον ευχιότανε.
Κι η γριά του είπε: «Εγώ θα σου πω την αλήθεια και δε με μέλει να με σκοτώσεις, γιατί είμαι γριά. Εγώ έφταξα τρεις σουλτάνους, τον παππού σου, τον πατέρα σου κι εσένα».
«Λοιπόν», της λέγει ο σουλτάνος, «τι άνθρωπος ήτανε ο παππούς μου;».
«Ο παππούς σου», λέγει η γριά, «ήτανε κακός άνθρωπος. Κρέμαζε, παλούκωνε, έσφαζε».
«Κι ο πατέρας μου;» τη ρωτά ο σουλτάνος.
«Ο πατέρας σου ήτανε χειρότερος από τον παππού σου», λέγει η γριά.
«Κι εγώ», τη ρωτά ο σουλτάνος, «τι άνθρωπος είμαι;».
«Εσύ είσαι πιο παλιάνθρωπος από τον πατέρα σου».
«Και τότε, γιατί με πολυχρονίζεις;», τη ρωτά πάλι ο σουλτάνος.
«Σε πολυχρονίζω, επειδή ο πατέρας σου ήτανε χειρότερος από τον παππού σου, κι εσύ χειρότερος από τον πατέρα σου, παρακαλώ τον θεό να σε πολυχρονίζει, γιατί αυτός που θα ‘ρθει ύστερ’ από σένα, θα ‘ναι ακόμα χειρότερος!>>.