ΟΛΟΙ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ!
ΣΗΜΕΡΑ, ἀγαπητοί μου, εἶνε ἡ ἑορτὴ τῆς Ὑπαπαντῆς. Τέτοια μέρα στὴν Κωνσταντινούπολι, στὸ ναὸ τῶν Βλαχερνῶν (ὅπου γιὰ πρώτη φορὰ ψάλαμε τὸ «Τῇ ὑπερμάχῳ…») πήγαινε ὁ λαὸς καὶ ὁ βασιλεὺς καὶ παρακαλοῦσαν τὸ Θεό. Τότε, ποὺ οἱ ἄνθρωποι πίστευαν, ἡ ἑορτὴ αὐτὴ ἐτιμᾶτο ἰδιαιτέρως.
Τί ἑορτάζουμε σήμερα. Σ᾽ ἕνα μικρὸ χωριὸ ζοῦσε μιὰ πολὺ φτωχιὰ μάνα. Γέννησε τὸ μονάκριβο παιδί της ὄχι σὲ σπίτι οὔτε κἂν σὲ καλύβα ἀλλὰ μέσα σ᾽ ἕνα σταῦλο. ῾Ρουχαλάκια νὰ τὸ σκεπάσῃ δὲν εἶχε· τὸ ἀκούμπησε πάνω στὰ ἄχυρα. Ἐνῷ ἔκανε κρύο, θερμάστρα δὲν εἶχαν· τὰ ζῷα, τὸ βόδι καὶ τὸ γαϊδουράκι, ἦρθαν κοντὰ στὸ βρέφος καὶ μὲ τὴν ἀνάσα τους ζέσταναν τὸ κορμάκι του. Ὅλοι καταλαβαίνετε, ὅτι τὸ παιδάκι αὐτὸ ἦταν ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς καὶ ἡ μάνα ἡ Παναγία Θεοτόκος. Κανείς δὲν τοὺς ἔδινε σημασία. Ὅπως καὶ μέχρι σήμερα· οἱ ἄνθρωποι προσέχουν κάποιον ὅταν ἔχῃ τὸ πορτοφόλι του γεμᾶτο, ὅταν κατέχῃ περιουσία. Σ᾽ ἕνα φτωχὸ ἄνθρωπο δὲ δίνουν μεγάλη ἀξία. Κανείς λοιπὸν δὲν πρόσεξε καὶ τὴ φτωχιὰ αὐτὴ μάνα ποὺ κρατοῦσε στὴν ἀγκαλιὰ τὸ βρέφος της. Ὕστερα ὅμως ἀπὸ σαράντα μέρες φανερώθηκε ποιά ἦταν αὐτὴ καὶ ποιός ἦταν τὸ βρέφος ἐκεῖνο.
Σύμφωνα μὲ τὸ Μωσαϊκὸ νόμο, ποὺ κ’ ἐμεῖς τὸν τηροῦμε, κάθε μάνα ὅταν γεννοῦσε τὸ πρῶτο της ἀρσενικὸ παιδί, ὕστερα ἀπὸ σαράντα μέρες ἔπρεπε νὰ τὸ πάῃ στὸ ναό. Κι ἂν ἦταν πλούσια, ἔπρεπε νὰ θυσιάσῃ ἕνα ἀρνάκι· ἂν ἦταν φτωχιά, ἕνα ζευγάρι τρυγόνια ἢ περιστέρια, γιὰ νὰ εὐχαριστήσῃ τὸ Θεό. Γιατὶ τὰ παιδιὰ ἔρχονται ἀπὸ τὸ Θεό, ὄχι ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους. Ἡ Παναγία μας λοιπόν, ποὺ δὲ μποροῦσε νὰ προσφέρῃ κάτι ἄλλο, ἀγόρασε ἕνα ζευγάρι περιστέρια καὶ τὰ πῆγε μαζὶ μὲ τὸν δίκαιο Ἰωσὴφ στὸ ναὸ τοῦ Σολομῶντος, ἔχοντας στὴν ἀγκαλιὰ τὸ βρέφος της, τὸ Χριστό.
Ἔφθασαν κι ἀνέβηκαν τὰ σκαλιά. Ὅταν μπῆκαν στὸ ναό, βρέθηκε μπροστά τους ἕνας γέροντας μὲ ἄσπρα μαλλιὰ ἀκουμπισμένος στὸ ῥαβδί του, ὁ Συμεών. Πολλὲς μανάδες πλούσιες εἶχαν φέρει τὰ βρέφη τους στὸ ναό. Σὲ καμμιά ἀπ’ αὐτὲς δὲν εἶχε δώσει ἰδιαίτερη σημασία. Μόλις ὅμως εἶδε τὴ φτωχιὰ αὐτή, τὴν ὑποδέχθηκε μὲ τιμὴ μεγάλη. Μὲ τρεμάμενα χέρια πῆρε τὸ βρέφος στὴν ἀγκαλιά του, ὕψωσε τὰ μάτια στὸ Θεό, καὶ εἶπε ἐκεῖνο ποὺ ἀκοῦμε στὴν ἐκκλησία στὸ τέλος τοῦ ἑσπερινοῦ· «Νῦν ἀπολύεις τὸν δοῦλόν σου, δέσποτα…» (Λουκ. 2,29). Εἶνε τὰ λόγια τοῦ Συμεών. Εἶχε διαβάσει τὰ βιβλία τῶν προφητῶν, εἶδε ἐκεῖ ὅτι μιὰ μέρα θὰ ᾽ρθῇ ὁ Μεσσίας, καὶ λαχταροῦσε νὰ τὸν δῇ. Κι ὁ Θεὸς τὸν ἀξίωσε νὰ τὸν δῇ καὶ νὰ τὸν πάρῃ στὴν ἀγκαλιά του. Γι’ αὐτὸ λέει· Τώρα, Κύριε, ἔγινε αὐτὸ ποὺ ποθοῦσα· ἂς πεθάνω.
Μετὰ ὁ γέροντας στράφηκε στὴν Παναγία· Αὐτὸ τὸ παιδὶ ποὺ κρατᾷς στὰ χέρια σου, τῆς εἶπε, θὰ χωρίσῃ τὸν κόσμο σὲ δυὸ μεγάλες παρατάξεις. Θὰ εἶνε «σημεῖον ἀντιλεγόμενον». Ἄλλοι θὰ τὸν πιστεύουν, θὰ θυσιάζουν καὶ τὴ ζωή τους γι᾽ αὐτόν, κι ἄλλοι θὰ τὸν μισοῦν καὶ θὰ τὸν πολεμοῦν μὲ λύσσα· ἀπὸ τὴ μιὰ θὰ εἶνε οἱ ἄπιστοι, κι ἀπὸ τὴν ἄλλη οἱ πιστοί. Μὰ στὸ τέλος δὲ θὰ νικήσουν οἱ ἄπιστοι, οἱ ἄθεοι, οἱ ἀντίχριστοι· θὰ νικήσῃ ὁ Χριστός, αὐτὸ τὸ βρέφος ποὺ ἦρθε στὸν κόσμο τόσο ταπεινά. Τέτοιο νόημα εἶχαν τὰ λόγια τοῦ Συμεὼν ὅτι ὁ Χριστὸς θὰ εἶνε «εἰς πτῶσιν καὶ ἀνάστασιν πολλῶν… καὶ εἰς σημεῖον ἀντιλεγόμενον» (Λουκ. 2,34). Κ’ ἐσένα, εἶπε στὴν Παναγία, μαχαίρι δίκοπο θὰ περάσῃ τὴν καρδιά σου, θὰ πονέσῃς πολύ (ἔ.ἀ. 2,35). Καὶ ἦρθε πράγματι ἡ Μεγάλη Παρασκευή, ποὺ ἡ Παναγία εἶδε τὸ παιδί της στὸ σταυρό. Πόσο πόνο αἰσθάνθηκε μόνο οἱ μανάδες μποροῦν νὰ τὸ καταλάβουν.
Ἐκτὸς ἀπὸ τὸν Συμεὼν τὴν ὥρα ἐκείνη στὸ ναὸ βρέθηκε καὶ μιὰ γερόντισσα προχωρημένης ἡλικίας, ὀγδοντατεσσάρων χρονῶν, ἡ Ἄννα. Παρθένο κορίτσι εἶχε παντρευτῆ, ἔζησε ἑφτὰ χρόνια μὲ τὸν ἄντρα της, κι ὅταν ἐκεῖνος πέθανε δὲν πῆρε πλέον ἄλλον· ἔμεινε χήρα πιστὴ στὴ μνήμη του. Ἀπὸ τότε κάθε μέρα πρωῒ – βράδυ πήγαινε στὸ ναό, νήστευε καὶ προσευχόταν. Τὴν ἀξίωσε λοιπὸν ὁ Θεὸς νὰ δῇ κι αὐτὴ τὸ Χριστὸ καὶ νὰ δοξολογήσῃ τὸ Θεό.
Αὐτὴ εἶνε μὲ λίγα λόγια ἡ σημερινὴ ἑορτή. Τί μᾶς διδάσκει;
⃝ Πρῶτον. Ὅπως ἡ Παναγία ἔφερε τὸ παιδί της στὸ Θεό ―ποὺ αὐτὸ γιὰ τὸ Χριστὸ δὲν ἦταν ἀναγκαῖο―, ἔτσι κάθε μάνα πρέπει νὰ δίνῃ σωστὴ ἀνατροφὴ στὸ παιδί της. Οἱ πρῶτες λέξεις ποὺ θὰ τοῦ μάθῃ νὰ εἶνε Θεός, Χριστός, Παναγία. Νὰ παίρνῃ τὸ χεράκι του καὶ νὰ σημειώνῃ τὸ σταυρό, νὰ τοῦ δείξῃ νὰ γονατίζῃ μπροστὰ στὴν εἰκόνα καὶ νὰ κάνῃ προσευχή. Νὰ τὸ πηγαίνῃ στὴν ἐκκλησία. Τώρα ὁ κόσμος ἄλλαξε· πηγαίνουν οἰκογενειακῶς στὸν κινηματογράφο, στὸ γήπεδο, στὰ θέατρα, στὰ κέντρα· τὴν Κυριακὴ ὁ ἄντρας πάει γιὰ κυνήγι, ἡ γυναίκα ἀσχολεῖται μὲ ἄλλες δουλειές. Ἡ Παναγία ὅμως σαράντισε τὸ παιδί της. Ἔννοια σου, μάνα· ἂν δὲ μάθῃς τὸ παιδί σου ν᾽ ἀγαπάῃ τὸ Θεό, θὰ ᾽ρθῇ ὥρα ποὺ θὰ σὲ ποτίσῃ φαρμάκι. Παιδιὰ ποὺ δὲν ἀγαποῦν τὸ Θεό, δὲ θ᾽ ἀγαπήσουν οὔτε τὸν πατέρα τους. Γονεῖς, συνηθίστε νὰ ἐκκλησιάζεστε οἰκογενειακῶς, νὰ προσεύχεστε οἰκογενειακῶς, νὰ κάθεστε στὸ τραπέζι οἰκογενειακῶς.
⃝ Τὸ δεύτερο. Μέσα στὸ ναὸ δὲ βλέπουμε μόνο τὴν Παναγία καὶ τὸ Χριστό· βλέπουμε καὶ τοὺς γέρους, τὸν Συμεὼν καὶ τὴν Ἄννα τὴν πρεσβύτιδα. Θὰ μποροῦσαν νὰ ποῦν· Γέροι ἄνθρωποι εἴμαστε, δὲ βαστᾶμε, ἂς μείνουμε στὸ σπίτι σήμερα ποὺ κάνει κρύο, κοντὰ στὸ τζάκι… Δὲν τὸ εἶπαν. Εἶχαν ζῆλο καὶ πήγαιναν. Καὶ τοὺς ἀξίωσε ὁ Θεὸς νὰ δοῦνε τὸ Χριστό. Ἔτσι νὰ κάνουμε κ’ ἐμεῖς. Ὅλη τὴ βδομάδα δουλειά, σὰν τὰ μυρμήγκια. Κυριακὴ πρωῒ ὅμως, μόλις χτυπᾷ ἡ καμπάνα, νὰ τρέχουμε στὸ ναὸ τοῦ Θεοῦ, νὰ τὸν εὐχαριστήσουμε, νὰ ζητήσουμε τὸ ἔλεός του. Ἐν τούτοις δὲν συμβαίνει αὐτό. Οἱ ἐκκλησιὲς εἶνε ἔρημες. Ἀπὸ τοὺς ἑκατὸ Χριστιανοὺς δυὸ – τρεῖς ἐκκλησιάζονται, οἱ ἄλλοι ἀπουσιάζουν. Γι’ αὐτὸ ὁ Συμεὼν καὶ ἡ Ἄννα μᾶς φωνάζουν σήμερα· Γέροι – γριές, μικροὶ – μεγάλοι, ὅλοι στὴν ἐκκλησιά! Θὰ μοῦ πῆτε· Καλά, ὁ Συμεὼν πῆγε στὸ ναὸ κι ἀξιώθηκε νὰ πάρῃ στὴν ἀγκαλιά του τὸ Χριστό· ἂν πάω ἐγὼ στὴν ἐκκλησιά, τί θὰ καταλάβω; Νά ᾽ξερα, ὅτι θὰ πάρω κ’ ἐγὼ τὸ Χριστὸ στὴν ἀγκαλιά μου… Ὦ Χριστιανέ μου! ἂν πιστεύῃς, ὄχι στὴν ἀγκαλιά σου, ἀλλὰ μέσα στὴν καρδιά σου παίρνεις τὸ Χριστὸ ὅταν ἔρχεσαι στὴν ἐκκλησία. Τὰ παλαιὰ τὰ χρόνια, ὅταν ἔβγαιναν τὰ ἅγια, γονάτιζαν ὅλοι καὶ ἡ καρδιά τους χτυποῦσε καὶ κλαίγανε. Γιατί; Γιατὶ τὸ ψωμάκι πάνω στὴν ἁγία τράπεζα καὶ τὸ κρασάκι μέσ᾽ στὸ δισκοπότηρο, ἂν πιστεύῃς, εἶνε ὁ ἴδιος ὁ Χριστός! Δὲν τὸ πιστεύεις; τότε βγὲς κ’ ἐσὺ ἔξω, πήγαινε στὸ καφενεῖο, παῖξε τὸ κομπολόι σου, παῖξε πρέφα, κάνε ὅ,τι θέ’ς. Δὲν ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ μᾶς τὰ βρωμερὰ σκουλήκια ὁ Χριστός. Καὶ ὅλοι μας νὰ τὸν ἀρνηθοῦμε, ἀναρίθμητοι ἄγγελοι μέρα – νύχτα τὸν δοξολογοῦν κι αὐτὲς οἱ πέτρες οἱ ἄψυχες θὰ φωνάζουν ὅτι αὐτὸς εἶνε ὁ ἀληθινὸς Θεός. Ἂν τὸ πιστεύῃς λοιπόν, μεῖνε στὴν ἐκκλησία. Μὴ χασμουριέσαι, γιατὶ εἶνε ἁμαρτία. Μὴ λές, πότε νὰ τελειώσῃ. Τὸ μυαλό σου νά ᾽νε ἐκεῖ στὰ ἅγια. Διότι ὅποιος κοινωνάει, ἔχει τὸ Χριστὸ ὄχι πιὰ στὴν ἀγκαλιὰ ὅπως ὁ Συμεών, ἀλλὰ μέσ᾽ στὴν ψυχή του, στὴν καρδιά του, μέσ᾽ στὸ αἷμα του, μέσ᾽ στὸ εἶναι του. Αὐτὸ ποὺ ἀπολαμβάνουμε οἱ Χριστιανοὶ στὴν Ἐκκλησία εἶνε πολὺ ἀνώτερο ἀπὸ αὐτὸ ποὺ ἀπήλαυσε ὁ Συμεὼν καὶ ἡ Ἄννα στὸ ναό. Ἐδῶ γίνεται τὸ θαῦμα, ἡ ὑπαπαντὴ τοῦ Χριστοῦ σὲ κάθε θεία λειτουργία.
Δὲν εἴμαστε ἄξιοι ν’ ἀντικρύσουμε τὰ τελούμενα μυστήρια. Ἄχ, μάτια ἁμαρτωλά, χέρια ἁρπακτικά, κορμιὰ ποὺ κάνετε ἀτιμίες!… Ὅλοι ἂς σκύψουμε τὸ κεφάλι. Ἔπρεπε ἡ Ἐκκλησία, ὅπως τὴν παλιὰ ἐποχή, νὰ κρατάῃ κόσκινο. «Ὅσοι πιστοί»! Τότε ἀπὸ τοὺς ἑκατὸ θὰ μένανε πέντε. Οἱ ἄλλοι; ὅποιος βλαστημάει, ὅποιος κλέβει, ὅποιος μοιχεύει, ὅποιος παίζει τυχερὰ παιχνίδια, ὅποιος ψευδορκεῖ…, δὲν θὰ εἶχαν εἴσοδο. «Ὅσοι εἶνε πιστοί», ναί· ὅσοι ἄπιστοι, ὄχι. Δὲν μπορεῖς ἔτσι νὰ μπαίνῃς στὴν ἐκκλησία, ὅπου γίνεται τὸ θαῦμα. «Ἄνω σχῶμεν τὰς καρδίας» (θ. λειτ.). Πρέπει νὰ καθαριστοῦμε καὶ νὰ ὑψωθοῦμε, γιὰ νὰ κοινωνήσουμε τὸν Κύριο, στὸν ὁποῖο ὀφείλουμε τὰ πάντα.
Ἀδέρφια μου, κλεῖστε τ᾽ αὐτιά σας μὲ βουλοκέρι· μὴν ἀκοῦτε τί λένε οἱ ἄθεοι καὶ οἱ ἄπιστοι, μὴ ἀπατᾶσθε. Πολλὰ θὰ δοῦμε, ἀλλὰ στὸ τέλος δὲ θὰ νικήσουν αὐτοί, θὰ νικήσῃ ὁ Χριστός, νὰ εἶστε βέβαιοι γι’ αὐτό. Κλάψτε γιὰ τ’ ἁμαρτήματά σας, κρατῆστε τὴν πίστι σας, ζῆστε μὲ ἁγνὸ αἴσθημα, μὲ τὴν οἰκογένεια καὶ τὰ παιδιά σας. Προχωρῆστε ἀφωσιωμένοι στὸν Κύριο ὁλοψύχως. Καὶ εὔχομαι νὰ εἶστε εὐλογημένοι, ἑνωμένοι καὶ πάντα ἀγαπημένοι ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ τῷ σωτῆρι ἡμῶν· ἀμήν.
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Παντελεήμονος (σήμερα Ἁγ. Ἰγνατίου) Σιδ. Σταθμοῦ Βεύης – Φλωρίνης τὴν 2-2-1968
πηγή: http://www.augoustinos-kantiotis.gr
ΣΗΜΕΡΑ, ἀγαπητοί μου, εἶνε ἡ ἑορτὴ τῆς Ὑπαπαντῆς. Τέτοια μέρα στὴν Κωνσταντινούπολι, στὸ ναὸ τῶν Βλαχερνῶν (ὅπου γιὰ πρώτη φορὰ ψάλαμε τὸ «Τῇ ὑπερμάχῳ…») πήγαινε ὁ λαὸς καὶ ὁ βασιλεὺς καὶ παρακαλοῦσαν τὸ Θεό. Τότε, ποὺ οἱ ἄνθρωποι πίστευαν, ἡ ἑορτὴ αὐτὴ ἐτιμᾶτο ἰδιαιτέρως.
Τί ἑορτάζουμε σήμερα. Σ᾽ ἕνα μικρὸ χωριὸ ζοῦσε μιὰ πολὺ φτωχιὰ μάνα. Γέννησε τὸ μονάκριβο παιδί της ὄχι σὲ σπίτι οὔτε κἂν σὲ καλύβα ἀλλὰ μέσα σ᾽ ἕνα σταῦλο. ῾Ρουχαλάκια νὰ τὸ σκεπάσῃ δὲν εἶχε· τὸ ἀκούμπησε πάνω στὰ ἄχυρα. Ἐνῷ ἔκανε κρύο, θερμάστρα δὲν εἶχαν· τὰ ζῷα, τὸ βόδι καὶ τὸ γαϊδουράκι, ἦρθαν κοντὰ στὸ βρέφος καὶ μὲ τὴν ἀνάσα τους ζέσταναν τὸ κορμάκι του. Ὅλοι καταλαβαίνετε, ὅτι τὸ παιδάκι αὐτὸ ἦταν ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς καὶ ἡ μάνα ἡ Παναγία Θεοτόκος. Κανείς δὲν τοὺς ἔδινε σημασία. Ὅπως καὶ μέχρι σήμερα· οἱ ἄνθρωποι προσέχουν κάποιον ὅταν ἔχῃ τὸ πορτοφόλι του γεμᾶτο, ὅταν κατέχῃ περιουσία. Σ᾽ ἕνα φτωχὸ ἄνθρωπο δὲ δίνουν μεγάλη ἀξία. Κανείς λοιπὸν δὲν πρόσεξε καὶ τὴ φτωχιὰ αὐτὴ μάνα ποὺ κρατοῦσε στὴν ἀγκαλιὰ τὸ βρέφος της. Ὕστερα ὅμως ἀπὸ σαράντα μέρες φανερώθηκε ποιά ἦταν αὐτὴ καὶ ποιός ἦταν τὸ βρέφος ἐκεῖνο.
Σύμφωνα μὲ τὸ Μωσαϊκὸ νόμο, ποὺ κ’ ἐμεῖς τὸν τηροῦμε, κάθε μάνα ὅταν γεννοῦσε τὸ πρῶτο της ἀρσενικὸ παιδί, ὕστερα ἀπὸ σαράντα μέρες ἔπρεπε νὰ τὸ πάῃ στὸ ναό. Κι ἂν ἦταν πλούσια, ἔπρεπε νὰ θυσιάσῃ ἕνα ἀρνάκι· ἂν ἦταν φτωχιά, ἕνα ζευγάρι τρυγόνια ἢ περιστέρια, γιὰ νὰ εὐχαριστήσῃ τὸ Θεό. Γιατὶ τὰ παιδιὰ ἔρχονται ἀπὸ τὸ Θεό, ὄχι ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους. Ἡ Παναγία μας λοιπόν, ποὺ δὲ μποροῦσε νὰ προσφέρῃ κάτι ἄλλο, ἀγόρασε ἕνα ζευγάρι περιστέρια καὶ τὰ πῆγε μαζὶ μὲ τὸν δίκαιο Ἰωσὴφ στὸ ναὸ τοῦ Σολομῶντος, ἔχοντας στὴν ἀγκαλιὰ τὸ βρέφος της, τὸ Χριστό.
Ἔφθασαν κι ἀνέβηκαν τὰ σκαλιά. Ὅταν μπῆκαν στὸ ναό, βρέθηκε μπροστά τους ἕνας γέροντας μὲ ἄσπρα μαλλιὰ ἀκουμπισμένος στὸ ῥαβδί του, ὁ Συμεών. Πολλὲς μανάδες πλούσιες εἶχαν φέρει τὰ βρέφη τους στὸ ναό. Σὲ καμμιά ἀπ’ αὐτὲς δὲν εἶχε δώσει ἰδιαίτερη σημασία. Μόλις ὅμως εἶδε τὴ φτωχιὰ αὐτή, τὴν ὑποδέχθηκε μὲ τιμὴ μεγάλη. Μὲ τρεμάμενα χέρια πῆρε τὸ βρέφος στὴν ἀγκαλιά του, ὕψωσε τὰ μάτια στὸ Θεό, καὶ εἶπε ἐκεῖνο ποὺ ἀκοῦμε στὴν ἐκκλησία στὸ τέλος τοῦ ἑσπερινοῦ· «Νῦν ἀπολύεις τὸν δοῦλόν σου, δέσποτα…» (Λουκ. 2,29). Εἶνε τὰ λόγια τοῦ Συμεών. Εἶχε διαβάσει τὰ βιβλία τῶν προφητῶν, εἶδε ἐκεῖ ὅτι μιὰ μέρα θὰ ᾽ρθῇ ὁ Μεσσίας, καὶ λαχταροῦσε νὰ τὸν δῇ. Κι ὁ Θεὸς τὸν ἀξίωσε νὰ τὸν δῇ καὶ νὰ τὸν πάρῃ στὴν ἀγκαλιά του. Γι’ αὐτὸ λέει· Τώρα, Κύριε, ἔγινε αὐτὸ ποὺ ποθοῦσα· ἂς πεθάνω.
Μετὰ ὁ γέροντας στράφηκε στὴν Παναγία· Αὐτὸ τὸ παιδὶ ποὺ κρατᾷς στὰ χέρια σου, τῆς εἶπε, θὰ χωρίσῃ τὸν κόσμο σὲ δυὸ μεγάλες παρατάξεις. Θὰ εἶνε «σημεῖον ἀντιλεγόμενον». Ἄλλοι θὰ τὸν πιστεύουν, θὰ θυσιάζουν καὶ τὴ ζωή τους γι᾽ αὐτόν, κι ἄλλοι θὰ τὸν μισοῦν καὶ θὰ τὸν πολεμοῦν μὲ λύσσα· ἀπὸ τὴ μιὰ θὰ εἶνε οἱ ἄπιστοι, κι ἀπὸ τὴν ἄλλη οἱ πιστοί. Μὰ στὸ τέλος δὲ θὰ νικήσουν οἱ ἄπιστοι, οἱ ἄθεοι, οἱ ἀντίχριστοι· θὰ νικήσῃ ὁ Χριστός, αὐτὸ τὸ βρέφος ποὺ ἦρθε στὸν κόσμο τόσο ταπεινά. Τέτοιο νόημα εἶχαν τὰ λόγια τοῦ Συμεὼν ὅτι ὁ Χριστὸς θὰ εἶνε «εἰς πτῶσιν καὶ ἀνάστασιν πολλῶν… καὶ εἰς σημεῖον ἀντιλεγόμενον» (Λουκ. 2,34). Κ’ ἐσένα, εἶπε στὴν Παναγία, μαχαίρι δίκοπο θὰ περάσῃ τὴν καρδιά σου, θὰ πονέσῃς πολύ (ἔ.ἀ. 2,35). Καὶ ἦρθε πράγματι ἡ Μεγάλη Παρασκευή, ποὺ ἡ Παναγία εἶδε τὸ παιδί της στὸ σταυρό. Πόσο πόνο αἰσθάνθηκε μόνο οἱ μανάδες μποροῦν νὰ τὸ καταλάβουν.
Ἐκτὸς ἀπὸ τὸν Συμεὼν τὴν ὥρα ἐκείνη στὸ ναὸ βρέθηκε καὶ μιὰ γερόντισσα προχωρημένης ἡλικίας, ὀγδοντατεσσάρων χρονῶν, ἡ Ἄννα. Παρθένο κορίτσι εἶχε παντρευτῆ, ἔζησε ἑφτὰ χρόνια μὲ τὸν ἄντρα της, κι ὅταν ἐκεῖνος πέθανε δὲν πῆρε πλέον ἄλλον· ἔμεινε χήρα πιστὴ στὴ μνήμη του. Ἀπὸ τότε κάθε μέρα πρωῒ – βράδυ πήγαινε στὸ ναό, νήστευε καὶ προσευχόταν. Τὴν ἀξίωσε λοιπὸν ὁ Θεὸς νὰ δῇ κι αὐτὴ τὸ Χριστὸ καὶ νὰ δοξολογήσῃ τὸ Θεό.
Αὐτὴ εἶνε μὲ λίγα λόγια ἡ σημερινὴ ἑορτή. Τί μᾶς διδάσκει;
⃝ Πρῶτον. Ὅπως ἡ Παναγία ἔφερε τὸ παιδί της στὸ Θεό ―ποὺ αὐτὸ γιὰ τὸ Χριστὸ δὲν ἦταν ἀναγκαῖο―, ἔτσι κάθε μάνα πρέπει νὰ δίνῃ σωστὴ ἀνατροφὴ στὸ παιδί της. Οἱ πρῶτες λέξεις ποὺ θὰ τοῦ μάθῃ νὰ εἶνε Θεός, Χριστός, Παναγία. Νὰ παίρνῃ τὸ χεράκι του καὶ νὰ σημειώνῃ τὸ σταυρό, νὰ τοῦ δείξῃ νὰ γονατίζῃ μπροστὰ στὴν εἰκόνα καὶ νὰ κάνῃ προσευχή. Νὰ τὸ πηγαίνῃ στὴν ἐκκλησία. Τώρα ὁ κόσμος ἄλλαξε· πηγαίνουν οἰκογενειακῶς στὸν κινηματογράφο, στὸ γήπεδο, στὰ θέατρα, στὰ κέντρα· τὴν Κυριακὴ ὁ ἄντρας πάει γιὰ κυνήγι, ἡ γυναίκα ἀσχολεῖται μὲ ἄλλες δουλειές. Ἡ Παναγία ὅμως σαράντισε τὸ παιδί της. Ἔννοια σου, μάνα· ἂν δὲ μάθῃς τὸ παιδί σου ν᾽ ἀγαπάῃ τὸ Θεό, θὰ ᾽ρθῇ ὥρα ποὺ θὰ σὲ ποτίσῃ φαρμάκι. Παιδιὰ ποὺ δὲν ἀγαποῦν τὸ Θεό, δὲ θ᾽ ἀγαπήσουν οὔτε τὸν πατέρα τους. Γονεῖς, συνηθίστε νὰ ἐκκλησιάζεστε οἰκογενειακῶς, νὰ προσεύχεστε οἰκογενειακῶς, νὰ κάθεστε στὸ τραπέζι οἰκογενειακῶς.
⃝ Τὸ δεύτερο. Μέσα στὸ ναὸ δὲ βλέπουμε μόνο τὴν Παναγία καὶ τὸ Χριστό· βλέπουμε καὶ τοὺς γέρους, τὸν Συμεὼν καὶ τὴν Ἄννα τὴν πρεσβύτιδα. Θὰ μποροῦσαν νὰ ποῦν· Γέροι ἄνθρωποι εἴμαστε, δὲ βαστᾶμε, ἂς μείνουμε στὸ σπίτι σήμερα ποὺ κάνει κρύο, κοντὰ στὸ τζάκι… Δὲν τὸ εἶπαν. Εἶχαν ζῆλο καὶ πήγαιναν. Καὶ τοὺς ἀξίωσε ὁ Θεὸς νὰ δοῦνε τὸ Χριστό. Ἔτσι νὰ κάνουμε κ’ ἐμεῖς. Ὅλη τὴ βδομάδα δουλειά, σὰν τὰ μυρμήγκια. Κυριακὴ πρωῒ ὅμως, μόλις χτυπᾷ ἡ καμπάνα, νὰ τρέχουμε στὸ ναὸ τοῦ Θεοῦ, νὰ τὸν εὐχαριστήσουμε, νὰ ζητήσουμε τὸ ἔλεός του. Ἐν τούτοις δὲν συμβαίνει αὐτό. Οἱ ἐκκλησιὲς εἶνε ἔρημες. Ἀπὸ τοὺς ἑκατὸ Χριστιανοὺς δυὸ – τρεῖς ἐκκλησιάζονται, οἱ ἄλλοι ἀπουσιάζουν. Γι’ αὐτὸ ὁ Συμεὼν καὶ ἡ Ἄννα μᾶς φωνάζουν σήμερα· Γέροι – γριές, μικροὶ – μεγάλοι, ὅλοι στὴν ἐκκλησιά! Θὰ μοῦ πῆτε· Καλά, ὁ Συμεὼν πῆγε στὸ ναὸ κι ἀξιώθηκε νὰ πάρῃ στὴν ἀγκαλιά του τὸ Χριστό· ἂν πάω ἐγὼ στὴν ἐκκλησιά, τί θὰ καταλάβω; Νά ᾽ξερα, ὅτι θὰ πάρω κ’ ἐγὼ τὸ Χριστὸ στὴν ἀγκαλιά μου… Ὦ Χριστιανέ μου! ἂν πιστεύῃς, ὄχι στὴν ἀγκαλιά σου, ἀλλὰ μέσα στὴν καρδιά σου παίρνεις τὸ Χριστὸ ὅταν ἔρχεσαι στὴν ἐκκλησία. Τὰ παλαιὰ τὰ χρόνια, ὅταν ἔβγαιναν τὰ ἅγια, γονάτιζαν ὅλοι καὶ ἡ καρδιά τους χτυποῦσε καὶ κλαίγανε. Γιατί; Γιατὶ τὸ ψωμάκι πάνω στὴν ἁγία τράπεζα καὶ τὸ κρασάκι μέσ᾽ στὸ δισκοπότηρο, ἂν πιστεύῃς, εἶνε ὁ ἴδιος ὁ Χριστός! Δὲν τὸ πιστεύεις; τότε βγὲς κ’ ἐσὺ ἔξω, πήγαινε στὸ καφενεῖο, παῖξε τὸ κομπολόι σου, παῖξε πρέφα, κάνε ὅ,τι θέ’ς. Δὲν ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ μᾶς τὰ βρωμερὰ σκουλήκια ὁ Χριστός. Καὶ ὅλοι μας νὰ τὸν ἀρνηθοῦμε, ἀναρίθμητοι ἄγγελοι μέρα – νύχτα τὸν δοξολογοῦν κι αὐτὲς οἱ πέτρες οἱ ἄψυχες θὰ φωνάζουν ὅτι αὐτὸς εἶνε ὁ ἀληθινὸς Θεός. Ἂν τὸ πιστεύῃς λοιπόν, μεῖνε στὴν ἐκκλησία. Μὴ χασμουριέσαι, γιατὶ εἶνε ἁμαρτία. Μὴ λές, πότε νὰ τελειώσῃ. Τὸ μυαλό σου νά ᾽νε ἐκεῖ στὰ ἅγια. Διότι ὅποιος κοινωνάει, ἔχει τὸ Χριστὸ ὄχι πιὰ στὴν ἀγκαλιὰ ὅπως ὁ Συμεών, ἀλλὰ μέσ᾽ στὴν ψυχή του, στὴν καρδιά του, μέσ᾽ στὸ αἷμα του, μέσ᾽ στὸ εἶναι του. Αὐτὸ ποὺ ἀπολαμβάνουμε οἱ Χριστιανοὶ στὴν Ἐκκλησία εἶνε πολὺ ἀνώτερο ἀπὸ αὐτὸ ποὺ ἀπήλαυσε ὁ Συμεὼν καὶ ἡ Ἄννα στὸ ναό. Ἐδῶ γίνεται τὸ θαῦμα, ἡ ὑπαπαντὴ τοῦ Χριστοῦ σὲ κάθε θεία λειτουργία.
Δὲν εἴμαστε ἄξιοι ν’ ἀντικρύσουμε τὰ τελούμενα μυστήρια. Ἄχ, μάτια ἁμαρτωλά, χέρια ἁρπακτικά, κορμιὰ ποὺ κάνετε ἀτιμίες!… Ὅλοι ἂς σκύψουμε τὸ κεφάλι. Ἔπρεπε ἡ Ἐκκλησία, ὅπως τὴν παλιὰ ἐποχή, νὰ κρατάῃ κόσκινο. «Ὅσοι πιστοί»! Τότε ἀπὸ τοὺς ἑκατὸ θὰ μένανε πέντε. Οἱ ἄλλοι; ὅποιος βλαστημάει, ὅποιος κλέβει, ὅποιος μοιχεύει, ὅποιος παίζει τυχερὰ παιχνίδια, ὅποιος ψευδορκεῖ…, δὲν θὰ εἶχαν εἴσοδο. «Ὅσοι εἶνε πιστοί», ναί· ὅσοι ἄπιστοι, ὄχι. Δὲν μπορεῖς ἔτσι νὰ μπαίνῃς στὴν ἐκκλησία, ὅπου γίνεται τὸ θαῦμα. «Ἄνω σχῶμεν τὰς καρδίας» (θ. λειτ.). Πρέπει νὰ καθαριστοῦμε καὶ νὰ ὑψωθοῦμε, γιὰ νὰ κοινωνήσουμε τὸν Κύριο, στὸν ὁποῖο ὀφείλουμε τὰ πάντα.
Ἀδέρφια μου, κλεῖστε τ᾽ αὐτιά σας μὲ βουλοκέρι· μὴν ἀκοῦτε τί λένε οἱ ἄθεοι καὶ οἱ ἄπιστοι, μὴ ἀπατᾶσθε. Πολλὰ θὰ δοῦμε, ἀλλὰ στὸ τέλος δὲ θὰ νικήσουν αὐτοί, θὰ νικήσῃ ὁ Χριστός, νὰ εἶστε βέβαιοι γι’ αὐτό. Κλάψτε γιὰ τ’ ἁμαρτήματά σας, κρατῆστε τὴν πίστι σας, ζῆστε μὲ ἁγνὸ αἴσθημα, μὲ τὴν οἰκογένεια καὶ τὰ παιδιά σας. Προχωρῆστε ἀφωσιωμένοι στὸν Κύριο ὁλοψύχως. Καὶ εὔχομαι νὰ εἶστε εὐλογημένοι, ἑνωμένοι καὶ πάντα ἀγαπημένοι ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ τῷ σωτῆρι ἡμῶν· ἀμήν.
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Παντελεήμονος (σήμερα Ἁγ. Ἰγνατίου) Σιδ. Σταθμοῦ Βεύης – Φλωρίνης τὴν 2-2-1968
πηγή: http://www.augoustinos-kantiotis.gr