μήνυμα

μήνυμα

Πέμπτη 31 Ιανουαρίου 2013

π. Αυγουστίνος Καντιώτης

ΟΛΟΙ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ!
ΣΗΜΕΡΑ, ἀγαπητοί μου, εἶνε ἡ ἑορτὴ τῆς Ὑ­παπαντῆς. Τέτοια μέρα στὴν Κωνσταν­τινούπολι, στὸ ναὸ τῶν Βλαχερνῶν (ὅπου γιὰ πρώτη φορὰ ψάλαμε τὸ «Τῇ ὑ­περ­μάχῳ…») πή­γαινε ὁ λαὸς καὶ ὁ βασιλεὺς καὶ παρακαλοῦ­σαν τὸ Θεό. Τότε, ποὺ οἱ ἄνθρωποι πίστευ­αν, ἡ ἑορτὴ αὐτὴ ἐτιμᾶτο ἰδιαιτέρως.
Τί ἑορτάζουμε σήμερα. Σ᾽ ἕνα μικρὸ χωριὸ ζοῦσε μιὰ πολὺ φτωχιὰ μάνα. Γέννησε τὸ μο­νάκρι­βο παιδί της ὄχι σὲ σπίτι οὔτε κἂν σὲ κα­λύβα ἀλλὰ μέσα σ᾽ ἕνα σταῦλο. ῾Ρουχαλάκια νὰ τὸ σκεπάσῃ δὲν εἶχε· τὸ ἀκούμπησε πάνω στὰ ἄχυρα. Ἐνῷ ἔκανε κρύο, θερμάστρα δὲν εἶχαν· τὰ ζῷα, τὸ βόδι καὶ τὸ γαϊδουράκι, ἦρ­θαν κοντὰ στὸ βρέφος καὶ μὲ τὴν ἀνάσα τους ζέσταναν τὸ κορμάκι του. Ὅλοι καταλαβαίνετε, ὅτι τὸ παιδάκι αὐ­τὸ ἦταν ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς καὶ ἡ μάνα ἡ Παναγία Θεοτόκος. Κανείς δὲν τοὺς ἔδινε σημασία. Ὅπως καὶ μέχρι σήμερα· οἱ ἄν­θρωποι προσέχουν κάποιον ὅ­ταν ἔχῃ τὸ πορτοφόλι του γεμᾶτο, ὅ­ταν κατέχῃ περιουσία. Σ᾽ ἕνα φτωχὸ ἄν­θρωπο δὲ δίνουν μεγάλη ἀξία. Κανείς λοιπὸν δὲν πρόσεξε καὶ τὴ φτωχιὰ αὐτὴ μάνα ποὺ κρατοῦσε στὴν ἀγ­καλιὰ τὸ βρέφος της. Ὕστερα ὅμως ἀπὸ σαράντα μέρες φανερώθηκε ποιά ἦταν αὐτὴ καὶ ποιός ἦταν τὸ βρέφος ἐκεῖνο.
Σύμφωνα μὲ τὸ Μωσαϊκὸ νόμο, ποὺ κ’ ἐ­μεῖς τὸν τηροῦμε, κάθε μάνα ὅταν γεννοῦσε τὸ πρῶτο της ἀρσενικὸ παιδί, ὕστερα ἀπὸ σαράν­τα μέρες ἔπρεπε νὰ τὸ πάῃ στὸ ναό. Κι ἂν ἦ­ταν πλούσια, ἔπρεπε νὰ θυσιάσῃ ἕνα ἀρνάκι· ἂν ἦταν φτωχιά, ἕνα ζευγάρι τρυ­γό­νια ἢ περιστέρια, γιὰ νὰ εὐχαριστήσῃ τὸ Θεό. Γιατὶ τὰ παιδιὰ ἔρχον­ται ἀπὸ τὸ Θεό, ὄχι ἀπὸ τοὺς ἀν­θρώπους. Ἡ Παναγία μας λοιπόν, ποὺ δὲ μπο­ροῦσε νὰ προσφέρῃ κάτι ἄλλο, ἀγόρασε ἕνα ζευγάρι περιστέρια καὶ τὰ πῆγε μαζὶ μὲ τὸν δίκαιο Ἰω­σὴφ στὸ ναὸ τοῦ Σολο­μῶντος, ἔχον­τας στὴν ἀγκαλιὰ τὸ βρέφος της, τὸ Χριστό.
Ἔφθασαν κι ἀνέβηκαν τὰ σκαλιά. Ὅταν μπῆ­καν στὸ ναό, βρέθηκε μπροστά τους ἕνας γέροντας μὲ ἄσπρα μαλλιὰ ἀ­κουμπισμένος στὸ ῥαβδί του, ὁ Συμεών. Πολλὲς μανάδες πλούσιες εἶχαν φέρει τὰ βρέφη τους στὸ ναό. Σὲ καμμιά ἀπ’ αὐτὲς δὲν εἶχε δώσει ἰδιαίτερη σημασία. Μόλις ὅμως εἶδε τὴ φτωχιὰ αὐτή, τὴν ὑ­ποδέχθηκε μὲ τιμὴ μεγάλη. Μὲ τρεμάμενα χέ­ρια πῆρε τὸ βρέφος στὴν ἀγκαλιά του, ὕψω­σε τὰ μάτια στὸ Θεό, καὶ εἶπε ἐ­κεῖνο ποὺ ἀκοῦ­με στὴν ἐκκλησία στὸ τέλος τοῦ ἑσπερινοῦ· «Νῦν ἀπολύεις τὸν δοῦλόν σου, δέσποτα…» (Λουκ. 2,29). Εἶνε τὰ λόγια τοῦ Συμεών. Εἶχε διαβάσει τὰ βιβλία τῶν προφητῶν, εἶδε ἐκεῖ ὅτι μιὰ μέρα θὰ ᾽ρθῇ ὁ Μεσσίας, καὶ λαχταροῦσε νὰ τὸν δῇ. Κι ὁ Θεὸς τὸν ἀξίωσε νὰ τὸν δῇ καὶ νὰ τὸν πάρῃ στὴν ἀγκαλιά του. Γι’ αὐτὸ λέει· Τώρα, Κύριε, ἔγινε αὐτὸ ποὺ ποθοῦσα· ἂς πεθάνω.
Μετὰ ὁ γέροντας στράφηκε στὴν Παναγία· Αὐτὸ τὸ παιδὶ ποὺ κρατᾷς στὰ χέρια σου, τῆς εἶπε, θὰ χωρίσῃ τὸν κόσμο σὲ δυὸ μεγάλες πα­ρατάξεις. Θὰ εἶνε «σημεῖον ἀντιλεγόμενον». Ἄλλοι θὰ τὸν πιστεύουν, θὰ θυσιάζουν καὶ τὴ ζωή τους γι᾽ αὐτόν, κι ἄλλοι θὰ τὸν μισοῦν καὶ θὰ τὸν πολεμοῦν μὲ λύσσα· ἀπὸ τὴ μιὰ θὰ εἶνε οἱ ἄπιστοι, κι ἀπὸ τὴν ἄλλη οἱ πιστοί. Μὰ στὸ τέλος δὲ θὰ νικήσουν οἱ ἄ­πιστοι, οἱ ἄθεοι, οἱ ἀντίχριστοι· θὰ νικήσῃ ὁ Χριστός, αὐτὸ τὸ βρέφος ποὺ ἦρθε στὸν κόσμο τόσο ταπεινά. Τέτοιο νόημα εἶχαν τὰ λόγια τοῦ Συμεὼν ὅτι ὁ Χριστὸς θὰ εἶνε «εἰς πτῶσιν καὶ ἀνάστα­σιν πολλῶν… καὶ εἰς σημεῖον ἀντιλεγόμενον» (Λουκ. 2,34). Κ’ ἐσένα, εἶπε στὴν Παναγία, μαχαί­ρι δίκοπο θὰ περάσῃ τὴν καρδιά σου, θὰ πονέ­σῃς πολύ (ἔ.ἀ. 2,35). Καὶ ἦρθε πράγματι ἡ Μεγάλη Παρασκευή, ποὺ ἡ Παναγία εἶδε τὸ παιδί της στὸ σταυρό. Πόσο πόνο αἰσθάνθηκε μόνο οἱ μανάδες μποροῦν νὰ τὸ καταλάβουν.
Ἐκτὸς ἀπὸ τὸν Συμεὼν τὴν ὥρα ἐκείνη στὸ ναὸ βρέ­­θηκε καὶ μιὰ γερόντισσα προχωρημένης ἡλικίας, ὀγδον­­τατεσσάρων χρονῶν, ἡ Ἄν­να. Παρθένο κορίτσι εἶχε παν­τρευτῆ, ἔζησε ἑ­φτὰ χρόνια μὲ τὸν ἄντρα της, κι ὅταν ἐκεῖνος πέθανε δὲν πῆρε πλέον ἄλλον· ἔμεινε χήρα πιστὴ στὴ μνήμη του. Ἀπὸ τότε κάθε μέρα πρωῒ – βράδυ πήγαινε στὸ ναό, νήστευε καὶ προσ­ευχόταν. Τὴν ἀξίωσε λοιπὸν ὁ Θεὸς νὰ δῇ κι αὐτὴ τὸ Χριστὸ καὶ νὰ δοξολογήσῃ τὸ Θεό.
Αὐτὴ εἶνε μὲ λίγα λόγια ἡ σημερινὴ ἑορτή. Τί μᾶς διδάσκει;
⃝ Πρῶτον. Ὅπως ἡ Παναγία ἔφερε τὸ παιδί της στὸ Θεό ―ποὺ αὐ­τὸ γιὰ τὸ Χριστὸ δὲν ἦ­ταν ἀναγκαῖο―, ἔτσι κάθε μάνα πρέπει νὰ δί­νῃ σωστὴ ἀνατρο­φὴ στὸ παιδί της. Οἱ πρῶ­τες λέ­ξεις ποὺ θὰ τοῦ μάθῃ νὰ εἶνε Θεός, Χρι­στός, Παναγία. Νὰ παίρνῃ τὸ χεράκι του καὶ νὰ σημει­ώνῃ τὸ σταυρό, νὰ τοῦ δείξῃ νὰ γονα­τίζῃ μπρο­στὰ στὴν εἰ­κόνα καὶ νὰ κά­νῃ προσ­ευχή. Νὰ τὸ πηγαίνῃ στὴν ἐκκλησία. Τώρα ὁ κόσμος ἄλλαξε· πηγαίνουν οἰκογενεια­κῶς στὸν κινηματογρά­φο, στὸ γήπεδο, στὰ θέατρα, στὰ κέν­τρα· τὴν Κυρια­κὴ ὁ ἄντρας πάει γιὰ κυνήγι, ἡ γυναί­κα ἀσχολεῖ­ται μὲ ἄλ­λες δουλειές. Ἡ Παναγία ὅμως σαράντισε τὸ παιδί της. Ἔννοια σου, μά­να· ἂν δὲ μάθῃς τὸ παιδί σου ν᾽ ἀ­γαπάῃ τὸ Θεό, θὰ ᾽ρθῇ ὥρα ποὺ θὰ σὲ ποτίσῃ φαρμά­κι. Παιδιὰ ποὺ δὲν ἀγαποῦν τὸ Θεό, δὲ θ᾽ ἀγαπήσουν οὔτε τὸν πατέ­ρα τους. Γονεῖς, συνηθί­στε νὰ ἐκ­κλησιά­ζε­στε οἰ­κο­γενειακῶς, νὰ προσεύχεστε οἰκογενεια­κῶς, νὰ κάθεστε στὸ τραπέζι οἰκογενειακῶς.
⃝ Τὸ δεύτερο. Μέσα στὸ ναὸ δὲ βλέπουμε μό­νο τὴν Παναγία καὶ τὸ Χριστό· βλέπουμε καὶ τοὺς γέρους, τὸν Συμεὼν καὶ τὴν Ἄννα τὴν πρε­σβύτιδα. Θὰ μποροῦσαν νὰ ποῦν· Γέροι ἄνθρωποι εἴμαστε, δὲ βαστᾶμε, ἂς μείνουμε στὸ σπίτι σήμερα ποὺ κάνει κρύο, κοντὰ στὸ τζάκι… Δὲν τὸ εἶπαν. Εἶχαν ζῆλο καὶ πήγαιναν. Καὶ τοὺς ἀξίωσε ὁ Θεὸς νὰ δοῦνε τὸ Χριστό. Ἔτσι νὰ κάνουμε κ’ ἐμεῖς. Ὅλη τὴ βδομάδα δουλειά, σὰν τὰ μυρμήγκια. Κυριακὴ πρωῒ ὅμως, μόλις χτυπᾷ ἡ καμπάνα, νὰ τρέχουμε στὸ ναὸ τοῦ Θεοῦ, νὰ τὸν εὐχαριστήσουμε, νὰ ζητήσουμε τὸ ἔλεός του. Ἐν τούτοις δὲν συμβαίνει αὐτό. Οἱ ἐκκλησιὲς εἶνε ἔρημες. Ἀπὸ τοὺς ἑκατὸ Χριστιανοὺς δυὸ – τρεῖς ἐκκλησιάζον­ται, οἱ ἄλλοι ἀπουσιάζουν. Γι’ αὐτὸ ὁ Συμεὼν καὶ ἡ Ἄννα μᾶς φωνάζουν σήμερα· Γέροι – γρι­ές, μικροὶ – μεγάλοι, ὅλοι στὴν ἐκκλησιά! Θὰ μοῦ πῆτε· Καλά, ὁ Συμεὼν πῆγε στὸ ναὸ κι ἀ­ξιώθηκε νὰ πάρῃ στὴν ἀγκαλιά του τὸ Χριστό· ἂν πάω ἐγὼ στὴν ἐκκλησιά, τί θὰ καταλάβω; Νά ᾽ξερα, ὅτι θὰ πάρω κ’ ἐγὼ τὸ Χριστὸ στὴν ἀγκαλιά μου… Ὦ Χριστιανέ μου! ἂν πιστεύ­ῃς, ὄχι στὴν ἀγκαλιά σου, ἀλλὰ μέσα στὴν καρδιά σου παίρνεις τὸ Χριστὸ ὅταν ἔρχεσαι στὴν ἐκκλησία. Τὰ παλαιὰ τὰ χρόνια, ὅταν ἔ­βγαιναν τὰ ἅγια, γονάτιζαν ὅλοι καὶ ἡ καρδιά τους χτυποῦσε καὶ κλαίγανε. Γιατί; Γιατὶ τὸ ψωμάκι πάνω στὴν ἁγία τράπεζα καὶ τὸ κρασάκι μέσ᾽ στὸ δισκοπότηρο, ἂν πιστεύῃς, εἶνε ὁ ἴδιος ὁ Χριστός! Δὲν τὸ πιστεύεις; τότε βγὲς κ’ ἐσὺ ἔξω, πήγαινε στὸ καφενεῖο, παῖξε τὸ κομπολόι σου, παῖξε πρέφα, κάνε ὅ,τι θέ’ς. Δὲν ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ μᾶς τὰ βρωμερὰ σκουλή­κια ὁ Χριστός. Καὶ ὅλοι μας νὰ τὸν ἀρνηθοῦ­­με, ἀναρίθμητοι ἄγγελοι μέρα – νύχτα τὸν δοξολογοῦν κι αὐτὲς οἱ πέτρες οἱ ἄψυχες θὰ φω­νάζουν ὅτι αὐτὸς εἶνε ὁ ἀληθινὸς Θεός. Ἂν τὸ πιστεύῃς λοιπόν, μεῖνε στὴν ἐκκλησία. Μὴ χασμουριέσαι, γιατὶ εἶνε ἁμαρτία. Μὴ λές, πότε νὰ τελειώσῃ. Τὸ μυαλό σου νά ᾽νε ἐκεῖ στὰ ἅγια. Διότι ὅποιος κοινωνάει, ἔχει τὸ Χρι­στὸ ὄχι πιὰ στὴν ἀγκαλιὰ ὅπως ὁ Συμεών, ἀλ­λὰ μέσ᾽ στὴν ψυχή του, στὴν καρδιά του, μέσ᾽ στὸ αἷμα του, μέσ᾽ στὸ εἶναι του. Αὐτὸ ποὺ ἀ­πολαμβάνουμε οἱ Χριστιανοὶ στὴν Ἐκκλησία εἶνε πολὺ ἀνώτερο ἀπὸ αὐτὸ ποὺ ἀπήλαυσε ὁ Συμεὼν καὶ ἡ Ἄννα στὸ ναό. Ἐδῶ γίνεται τὸ θαῦμα, ἡ ὑπαπαντὴ τοῦ Χριστοῦ σὲ κάθε θεία λειτουργία.
Δὲν εἴμαστε ἄξιοι ν’ ἀντικρύ­σουμε τὰ τελού­μενα μυστήρια. Ἄχ, μάτια ἁ­μαρτωλά, χέρια ἁρπακτικά, κορμιὰ ποὺ κάνετε ἀτιμίες!… Ὅ­λοι ἂς σκύψουμε τὸ κεφάλι. Ἔπρεπε ἡ Ἐκ­κλη­σία, ὅπως τὴν παλιὰ ἐποχή, νὰ κρατάῃ κόσκινο. «Ὅσοι πιστοί»! Τότε ἀπὸ τοὺς ἑκατὸ θὰ μένανε πέντε. Οἱ ἄλλοι; ὅποιος βλαστημάει, ὅποιος κλέβει, ὅποιος μοιχεύει, ὅποιος παίζει τυχερὰ παιχνίδια, ὅποιος ψευδορκεῖ…, δὲν θὰ εἶχαν εἴσοδο. «Ὅσοι εἶνε πιστοί», ναί· ὅσοι ἄ­πιστοι, ὄχι. Δὲν μπορεῖς ἔτσι νὰ μπαί­νῃς στὴν ἐκκλησία, ὅπου γίνεται τὸ θαῦ­μα. «Ἄνω σχῶμεν τὰς καρδίας» (θ. λειτ.). Πρέπει νὰ καθα­ριστοῦμε καὶ νὰ ὑψωθοῦμε, γιὰ νὰ κοινωνήσου­με τὸν Κύριο, στὸν ὁποῖο ὀφείλουμε τὰ πάντα.
Ἀδέρφια μου, κλεῖστε τ᾽ αὐτιά σας μὲ βουλοκέρι· μὴν ἀκοῦτε τί λένε οἱ ἄθεοι καὶ οἱ ἄπιστοι, μὴ ἀπατᾶσθε. Πολλὰ θὰ δοῦμε, ἀλλὰ στὸ τέλος δὲ θὰ νικήσουν αὐτοί, θὰ νικήσῃ ὁ Χριστός, νὰ εἶστε βέβαιοι γι’ αὐτό. Κλάψτε γιὰ τ’ ἁμαρτήματά σας, κρατῆστε τὴν πίστι σας, ζῆ­στε μὲ ἁγνὸ αἴσθημα, μὲ τὴν οἰκογένεια καὶ τὰ παιδιά σας. Προχω­ρῆστε ἀφωσιωμένοι στὸν Κύριο ὁ­λο­ψύχως. Καὶ εὔχομαι νὰ εἶστε εὐλογημένοι, ἑνωμένοι καὶ πάντα ἀγαπημένοι ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ τῷ σωτῆρι ἡμῶν· ἀμήν.

† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Παντελεήμονος (σήμερα Ἁγ. Ἰγνατίου) Σιδ. Σταθμοῦ Βεύης – Φλωρίνης τὴν 2-2-1968

πηγή: http://www.augoustinos-kantiotis.gr