Ο Γιώργος ήταν ο τελευταίος που είχε απομείνει στη τάξη. Ολοι οι συμμαθητές του είχαν φύγει. Τρέχοντας. Είχαν αρπάξει τις τσάντες, τα μπουφάν, τις σημαίες που είχαν φτιάξει με τη δασκάλα και έτρεξαν για τα σπίτια τους. Ο Γιώργος καθόταν σιωπηλός στο θρανίο του. Το βλέμμα του ήταν προσηλωμένο στο τοίχο
«Τι έχεις Γιώργο; Γιατί κάθεσαι ακόμη εδώ; Δεν θα φύγεις;» τον ρώτησε η δασκάλα
«Είμαστε δηλαδή τώρα ελεύθεροι κυρία;» την ρώτησε εκείνος δίχως να πάρει τα μάτια του από το τοίχο
«Μα και βέβαια είμαστε! Δεν είδαμε σήμερα πόσο αγωνίστηκαν οι πρόγονοί μας για να αποτινάξουν τον τουρκικό ζυγό; Δεν είδαμε πόσοι έπεσαν στις μάχες; Δεν είδαμε στο τέλος οτι τα κατάφεραν και έδιωξαν τους κατακτητές;»
«Δηλαδή κυρία» ξαναείπε ο μικρός «τώρα απολαμβάνουμε όσα μας χάρισαν με τη ζωή τους;»
«Μα και βέβαια Γιώργο μου! Δεν υπάρχουν κατακτητές σήμερα! Είμαστε ελεύθεροι χάρη στους προγόνους μας!»
Ο Γιώργος σηκώθηκε από το θρανίο του και πλησίασε τη δασκάλα
«Ο μπαμπάς μου λέει οτι δεν άλλαξε τίποτα από τότε. Αντί για Τούρκους έχουμε άλλους. Μου είπε οτι ήρθαν αυτοί, οι άλλοι, και μας ξανασκλάβωσαν. Έτσι λέει. Πάλι λέει πεθαίνουν άνθρωποι. Αυτοκτονούν. Έτσι μου είπε. Πήραν τις δουλειές μας, τα χρήματα μας την ελπίδα μας. Εγώ κυρία δεν τα καταλαβαίνω όλα όσα λέει ο μπαμπάς μου. Όμως βλέπω τα μάτια του πως δακρύζουν την ώρα που μας τα λέει και τα νιώθω στη ψυχή μου. Πότε θα ξαναβρεί δουλειά; Πότε θα ξαναγελάσουμε; Καταλάβατε κυρία;
Η δασκάλα δεν μπόρεσε να συγκρατήσει τα δάκρυα της. Οργή ήταν, θυμός ήταν μπορεί και όλα
«Μας λείπει σήμερα κυρία ένας Κολοκοτρώνης, ένας Καραισκάκης! Αυτό έχουμε ανάγκη. Αντε να πάω κι εγώ θα με περιμένει ο πατέρας μου απ έξω»
Η δασκάλα έμεινε μονάχη να κοιτά στα μάτια τον Γέρο του Μωριά. Σαν να του μιλούσε, σα να του ζητούσε.