Ὁ πιστός ἄνθρωπος, ὁ Ὀρθόδοξος πιστός Χριστιανός, σέ στιγμές πνευματικῆς περισυλλογῆς καί ἰδίως κατά τίς ὧρες τῆς προσευχῆς, πού ἡ ψυχή ἀνοίγεται στήν ἐπικοινωνία μέ τόν Τριαδικό Θεό, ἐκτός τῶν ἄλλων, ποιεῖ καρδιακή ἀναφορά καί γιά τήν ὅλη του συμπεριφορά. Ἀπό θετικῆς ἀπόψεως βλέπει τήν προσπάθεια τήν ὁποία ἔχει εἰς τό νά βαδίζῃ τήν ὁδόν τῆς Εὐαγγελικῆς ἀρετῆς, ἀπό τό «κατ᾽ εἰκόνα» δηλαδή εἰς τό «καθ᾽ ὁμοίωσιν» μέ ὅλες τίς παραμέτρους τοῦ θέματος, καί ἀπό ἀρνητικῆς ἀπόψεως παρακολουθεῖ τόν ἀκατάπαυστο ἀγῶνα πού διεξάγει εἰς τό νά μή συναναμιγνύεται μέ τούς ἀσεβεῖς. Μέ ἐκείνους τούς ἀνθρώπους δηλαδή πού ἀρνοῦνται τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί ἀποστρέφονται τήν ὁδόν τῆς δικαιοσύνης πού ὁδηγεῖ εἰς τήν ἁγιότητα.
Ὁμιλοῦμε βεβαίως γιά τούς συνειδητούς πιστούς καί τούς ἀνθρώπους τῆς Ἐκκλησίας, πού, παρά τίς μικρότερες ἤ μεγαλύτερες ἀδυναμίες τίς ὁποῖες γνωρίζουν ὅτι ἔχουν, ἐπιθυμοῦν νά τίς κατανικήσουν καί νά τίς μεταβάλλουν ἀπό κακίες καί πάθη σέ ἀρετές. Καί τό τονίζομε αὐτό, διότι ὑπάρχουν καί ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι, ὅλως ἀνοήτως, φρονοῦν ὅτι μποροῦν δῆθεν νά συνδυάσουν τήν ζωήν τῆς δικαιοσύνης μέ τήν ζωήν τῆς ἀδικίας καί τῆς ἁμαρτίας. Εἶναι ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι ρίπτουν στάχτην εἰς τούς ὀφθαλμούς τῆς καρδίας των μέ ἀποτέλεσμα νά ἀμβλύνεται ἡ συνείδησίς των καί νά φθάνῃ ἕως καί τῆς πωρώσεως. Τελικῶς δέ, νά φθάνουν εἰς τό κατάντημα νά τούς ἐγκαταλείπῃ ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ, πρᾶγμα πού σημαίνει ἑκουσία θεοεγκατάλειψι, δηλαδή αὐτοθεοεγκατάλειψι, ἀφοῦ ὁ Θεός οὐδέποτε ἀρνῆται τό πλάσμα Του.
Ἔτσι, γίνονται ἐν πολλοῖς ὑποκριταί, ἀλλά καί οἱ πράξεις των καθίστανται μισητές. Ἐμᾶς ὅμως ἐδῶ μᾶς ἐνδιαφέρει ὁ ἄνθρωπος ὁ ὁποῖος ἔχει θέσει ὅριον καί μέτρον ἄριστον εἰς τίς πράξεις καί ἐνέργειές του καί αἰσθανόμενος τήν ἁπανταχοῦ παρουσία τοῦ Θεοῦ ἔχει τήν παρρησία νά ἀπευθύνεται πρός τόν Κύριον τῆς Δόξης. Ἐκεῖνο δηλαδή πού ἐφήρμοζαν κυρίως οἱ Ἅγιοι καί ἐκεῖνο πού βίωναν οἱ Δίκαιοι καί οἱ Προφῆτες εἰς τόν χῶρον τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης.
Μέσα σέ ἕνα τέτοιο πνεῦμα κατανυκτικῆς προσευχῆς καί δεήσεως καί μέσα σέ μία ἀτμόσφαιρα ἐξομολογητικῆς διαθέσεως, ὁ Προφητάναξ Δαυΐδ, ἔχοντας ἀπολύτως ἤρεμη τήν συνείδησί του, καί ζητῶντας τήν Θεία προστασία ἐναντίον τῶν συκοφαντῶν του, βέβαιος ὅτι ὁ Κύριος καί Θεός θά τόν προστατεύση, ἐκφράζει μέ ἕναν εἰλικρινῆ καί συγκινητικό τρόπο τήν ἀποστροφή του ἐναντίον ὅλων ἐκείνων πού σχεδιάζουν καί μηχανεύονται ἔργα πονηρά.
Ἀλλά, ἄς πάρωμε εἰς τά χέρια μας τό ἱερό κείμενο τοῦ Ψαλτηρίου καί θά αἰσθανθοῦμε τήν ἰδιαιτέρα εὐλογία ἀλλά καί τήν ἀγανάκτησι τοῦ Δαυΐδ. Τήν ἀγανάκτησι καί τήν ἀποστροφή πού ἔνοιωθε ἐναντίον τῶν πονηρῶν ἔργων, ἕνεκεν τῆς πλουσίας Χάριτος πού ἐνοικοῦσε εἰς τήν ὕπαρξί του. Τό ἱερό κείμενο συγκλονίζει καί δέν εἶναι καθόλου τυχαῖο πώς οἱ Ο´ (ἑβδομήκοντα) μεταφρασταί μέ τήν «θεόθεν οἰκονομηθεῖσαν» μετάφρασίν των, χρησιμοποιοῦν τίς συγκεκριμένες λέξεις πού θά ἀναλύσωμε.
Ψαλμός ΚΕ´, 5: «Ἐμίσησα ἐκκλησίαν πονηρευομένων καί μετά ἀσεβῶν οὐ μή καθίσω».
Δηλαδή, ἐμίσησα μέ ὅλην μου τήν καρδία κάθε σύναξι καί συναγωγή ἀνθρώπων, οἱ ὁποῖοι σχεδιάζουν καί μηχανεύονται ἔργα πονηρά. Καί δέν θά καθίσω ποτέ μέ ἀσεβεῖς ἀνθρώπους. Δέν θά συναναστραφῶ καί δέν θά συνεργασθῶ μέ ἀνθρώπους αὐτοῦ τοῦ συναφιοῦ. Δέν θά γίνω μέλος τῆς «κλίκας» εἰς τήν ὁποίαν ἐπιπολάζει ἡ ἁμαρτία.
Αὐτά λοιπόν λέγει εἰς τήν καρδιακή του προσευχή καί αὐτήν τήν ἁγία ἀγανάκτησι ἐκφράζει μέ τήν κινύρα του ὁ κατ᾽ ἄνθρωπον πρόγονος τοῦ Χριστοῦ μας!
Καί ἄς μήν εὑρεθῇ κανείς νά ὑποστηρίξῃ ὅτι αὐτές οἱ ἐκφράσεις ἐδικαιολογοῦντο μόνο τῷ καιρῷ ἐκείνῳ εἰς τήν κοινωνία τοῦ Ἰσραήλ, πρό τῆς Ἐνανθρωπήσεως, ἐνῶ σήμερα κρίνονται ὡς ἀπαράδεκτες, ἀκραῖες καί φανατικές. Ὅποιος ὑποστηρίξει τήν θέσι αὐτή, τό μόνο πού θά ἀποδείξη θά εἶναι ὅτι μέσα εἰς τήν ψυχή του δέν καλλιεργεῖται, οὔτε ἴχνος, οὔτε μόριο, οὔτε «ἠλεκτρόνιο» ἐνθέου ζήλου καί αὐθεντικῆς Ὀρθοδόξου ζωῆς.
Φυσικά, ἐάν κανείς θέλῃ νά ἔχῃ τό «χρῖσμα» τῶν ἀνθρώπων τῆς ἀνομίας σέ ὅλα τους τά ἐπίπεδα καί σέ ὅλες τίς σφαῖρες τῆς κοσμικῆς τους ἐπιρροῆς, θά ψάξη καί θά βρῆ πολλές ἀδικαιολόγητες δικαιολογίες, οἱ ὁποῖες δέν θά εἶναι παρά «προφάσεις ἐν ἁμαρτίαις» (Ψαλμ. ΡΜ´, 4). Ὅσοι δέ ἔχουν χλιαρή πίστι, ἀντί νά εἶναι «τῷ πνεύματι ζέοντες» (Ρωμ. ΙΒ´, 11), θά ἀποδέχωνται τήν «ἐκκλησίαν τῶν πονηρευομένων» καί θά ἄγωνται καί θά φέρωνται ἀπό αὐτήν.
Ὁ Δαυΐδ λοιπόν ἐμίσησε τήν πονηρευομένην ἐκκλησίαν, δηλαδή τήν σύναξι καί συναγωγή τῶν ἀνθρώπων πού σχεδιάζουν, δρομολογοῦν καί ἐνεργοῦν ἄκρως ἀντίθετα ἀπό τό θέλημα τοῦ Θεοῦ.
Ἐμεῖς, λαμβάνοντες τήν φρᾶσι αὐτή «ἐμίσησα ἐκκλησίαν πονηρευομένων», μεταφέρομε τήν ἀγανάκτησι, τήν πικρία καί τόν πόνο μας γιά ὅσα ἀντιχριστιανικά, παράλογα καί ἐγκληματικά συμβαίνουν ἀπό πλευρᾶς πολιτείας, ἀλλά καί ὅσα, τό ὀλιγώτερον ἀπαράδεκτα, συμβαίνουν ἀπό πλευρᾶς Ἐκκλησίας. Δηλαδή, ὅσα ἄστοχα καί ἀντίθετα πρός τό Ἱερόν Εὐαγγέλιον καί τήν Ὀρθόδοξη Παράδοσί μας ἐνεργοῦνται, ὄχι μόνον ἀπό κάποιους ποιμένες πού κατέχουν ὑψηλές θέσεις, ἀλλά καί ἀπό ὡρισμένους κληρικούς οὐ μήν ἀλλά καί μοναχούς, μά καί ἀπό ἄλλους, πού ἀνήκουν εἰς τόν λαό.
Ἑπομένως, ἡ Ἐκκλησία ὀφείλει νά σταθῇ εἰς τό ὕψος Της, ὡς Νύμφη τοῦ Ἐσταυρωμένου, μακρόθεν κακοδοξιῶν καί αἱρέσεων καί ἐπίσης νά μή καταντᾶ θεραπαινίς τοῦ κράτους.
«Ἐμίσησα» λοιπόν ἐκκλησίαν πονηρευομένων.
«Ἐμίσησα» ἐκκλησίαν, πού συνεργάζεται καί συνδειπνεῖ μέ τόν Καίσαρα καί παρουσιάζεται εἰς τόν κόσμον ὡς ἰχθύος ἀφωνοτέρα καί βατράχου ἀπραγοτέρα.
«Ἐμίσησα» ἐκκλησίαν, πού ρίπτει ὕδωρ εἰς τόν οἶνον της μέ ἀποτέλεσμα νά ἐκχυδαΐζονται τά ὅσια καί τά ἱερά.
«Ἐμίσησα» ἐκκλησίαν Παπίζουσαν, θεολογίαν Λατινίζουσαν καί ποιμαντικήν Βατικανίζουσαν.
«Ἐμίσησα» ἐκκλησίαν, ἡ ὁποία δέν ἀποκηρύσσει, πατερικῷ τῷ τρόπῳ, τόν ἐπάρατο Οἰκουμενισμό καί εὐκαίρως-ἀκαίρως κηρύσσει δῆθεν «Οἰκολογικήν Θεολογίαν».
«Ἐμίσησα» ἐκκλησίαν, πού τούς λύκους ὁρᾶ, ἀλλά δέν προφυλάσσει τό ποίμνιό της ἀπό «στρατεύματα κατοχῆς», τήν ἐθνοκτονία, τόν ἀφελληνισμό, τήν ἀποδόμησι τῆς παιδείας, τῶν παραδόσεων, τῆς ἱστορίας, τῆς γλώσσης, ἀπό τήν οἰκογενειοκτονία, τήν κοινωνική ἐξαθλίωσι, νόμους ἀντιρατσιστικούς, πού σχεδιάζονται ἕνεκεν δῆθεν ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων, ἐξαιρουμένων ὅμως τῶν ἑλληνορθοδόξων δικαιωμάτων (γιατί ἄραγε;)…
«Ἐμίσησα» ἐκκλησίαν, πού δέν ἀντιδρᾶ στήν ἀνέγερσι τζαμιῶν καί ἀνέχεται ἀδιαμαρτύρητα νά διδάσκεται τό ἀντίχριστο Ἰσλάμ μέσα εἰς τά Ὀρθόδοξα θεολογικά σπουδαστήρια, ἐκεῖ ὅπου δεσπόζουν οἱ Τρεῖς Μέγιστοι Φωστῆρες τῆς Τρισηλίου Θεότητος, δηλαδή οἱ Προστάτες τῶν Ἑλληνορθοδόξων γραμμάτων.
«Ἐμίσησα» ἐκκλησίαν, πού δέν διακηρύσσει ξεκάθαρα πώς τά «πάθη τῆς ἀτιμίας» (Ρωμ. Α´, 26) καί τά πονηρά ἔργα τῆς σαρκός, ἡ ὁμοφυλοφιλία, ἡ συμβίωσις τῶν ὁμοφύλων καί τά ἐπακόλουθα αὐτῶν εἶναι οἱ πλέον ἀηδιαστικές διαστροφές καί οἱ ἐπαχθέστερες τῶν ἁμαρτιῶν πού ἐπιφέρουν τήν «ὀργή τοῦ Θεοῦ ἐπί τούς υἱούς τῆς ἀπειθείας» (Κολάσσ. Γ´, 6).
«Ἐμίσησα» ἐκκλησίαν, πού, ἐνῶ σέ θέματα πίστεως καταντᾶ τήν Οἰκονομία παρανομία μέ τό νά καταργῇ πρακτικά ἐντελῶς τούς Κανόνες (π.χ. ἀμνηστεύοντας τά κωλύματα ἱερωσύνης, κλπ.), σέ θέματα ὅμως ἐξουσίας, δικαιοδοσίας, κλπ. ψάχνει καί τήν τελευταία ὑποπαράγραφο τοῦ τελευταίου ὑποκανόνα γιά νά ὑπερασπισθῇ τά «δικαιώματά» της, (διάφορες διεκδικήσεις, ἀπαγόρευσι Ἱερῶν Ἡσυχαστηρίων, κλπ.).
«Ἐμίσησα» ἐκκλησίαν, πού κάνει περικοπές, ἀλλαγές, ἀλλοιώσεις… εἰς τίς καθιερωμένες ἐκκλησιαστικές διατάξεις, εἰς τίς ἀκολουθίες, εἰς τά Τυπικά, κλπ., (μεταφράσεις τῶν Λειτουργικῶν κειμένων…) θέλοντας δῆθεν νά βοηθήσῃ καί νά οἰκονομήσῃ τούς πιστούς. Τό ἀποτέλεσμα ὅμως εἶναι, ἀντί νά βοηθᾶ καί νά ἐκκλησιαστικοποιῇ τούς πιστούς, νά τούς ἀποκόπτῃ ἀπό τήν Ἐκκλησιαστική Ἀκρίβεια, πρᾶγμα ἀνεπίτρεπτο καί ἀπαράδεκτο.
«Ἐμίσησα» ἐκκλησίαν, πού ἀμνηστεύει ἁμαρτίες, ὅπως σέ θέματα ἀποφυγῆς τεκνογονίας, προγαμιαίων σχέσεων, παραβιάσεων τῶν διατεταγμένων νηστειῶν, κλπ.
«Ἐμίσησα» ἐκκλησίαν, πού οἱ ποιμένες της εἶναι μόνον «θρόνων διάδοχοι» καί ὄχι ταυτοχρόνως καί «τρόπων μέτοχοι».
«Ἐμίσησα» ἐκκλησίαν ὡρισμένων κληρικῶν, τῶν ὁποίων ἡ συμπεριφορά εἶναι παγιωμένη σέ «δύο μέτρα καί δύο σταθμά» καί οἱ ὁποῖοι προσκολλῶνται μέν στό «γράμμα τοῦ νόμου», ὅταν δέ αὐτό ἀντιβαίνῃ στά «καλά καί συμφέροντα», ἀνακαλύπτουν μέ συγκίνησι τό «πνεῦμα τοῦ νόμου». Εἶναι ἐκεῖνοι οἱ ποιμένες, στούς ὁποίους δέν μπορεῖς νά ἔχῃς ἐμπιστοσύνη ἀφοῦ καί οἱ ἴδιοι οὐδέποτε παρουσιάζουν σταθερή καί ἀπρόσκοπτη πνευματική πορεία. Τό «ναί-ναί» καί τό «οὐ-οὐ» ἔχει ἀντικατασταθῆ ἀπό τό Ο.Φ.Α. (ὅπου φυσάει ὁ ἄνεμος).
«Ἐμίσησα» ἐκκλησίαν, πού ἐπιτρέπει νά καλλιεργῆται τό ἀγκάθι τοῦ «ἀρρωστημένου Γεροντισμοῦ» καί νά αὐξάνῃ τό τριβόλι τῆς πνευματικῆς ἐξαρτήσεως ἀπό ὡρισμένους «αὐτοτιτλοφορούμενους διορατικούς» «Γεροντάδες», «Γερόντισσες», ἀλλά τελευταίως καί λαϊκούς «Γεροντάδες». Εἶναι περιπτώσεις ἰδιορρύθμων προσώπων πού στραγγαλίζουν τήν ἐλευθερία «…οὗ δέ τό Πνεῦμα Κυρίου, ἐκεῖ ἐλευθερία» (Β´ Κορ. Γ´, 17), δημιουργοῦν ὀπαδούς-ὁμάδες, ἀνοίγουν δικά τους «πηγαδάκια», καλλιεργοῦν τήν προσωπολατρία… καί τελικά μεταβάλλονται σέ φρέατα τῆς ἀβύσσου. Ἐδῶ πλέον δέν βασιλεύει στούς τυφλούς ὁ μονόφθαλμος, ἀλλά ἰσχύει ἡ λαϊκή ρῆσις «βαδίζουν ὡς οἱ στραβοί εἰς τόν ᾅδη».
«Ἐμίσησα» ἐκκλησίαν, ὅπου μερίδα, δυστυχῶς, τοῦ ἀγγελικοῦ τάγματος τῶνμοναχῶν μετετράπη εἰς νεοεποχήτικο ὄχημα καί δούρειο ἵππο τῆς Ε.Ο.Κ. καί ἄλλων «εὐεργετῶν». Εἶναι ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι ἔχουν μεταλλάξει τίς μοναχικές ὑποσχέσεις σέ σχέσεις διεθνοῦς καί ἐγχωρίου μάρκετινγκ... Μάλιστα, καθ᾽ ἥν στιγμήν ἐν ψυχρῷ θίγεται καί προσβάλλεται τό Ὀρθόδοξο Δόγμα, ἀποδομεῖται ἡ Ὀρθόδοξος Παράδοσις, προωθεῖται ἡ ἐκκοσμίκευσις τῆς Ἐκκλησίας, κλπ., αὐτή ἡ μερίδα τῶν μοναχῶν, ἀντί νά στηλιτεύουν μέ σθένος καί ἀνυποχώρητο καί ἀδιαπραγμάτευτο λόγο τά κακῶς κείμενα, ἐβουβάθησαν, διότι ἀπέκτησαν τήν «νοεράν ἔνοχον σιωπήν»…
«Ἐμίσησα» ἐκκλησίαν, ὅπου μονάζουσες τινές καί μοναχοί τινές λοξοδρομοῦν ἀπό τήν εὐλογημένη ὁδό τῆς γνησίας, ὑγιοῦς καί αὐθεντικῆς ὑποταγῆς καί ὑπακοῆς. Αὐτοί, ἐκτός τῶν ἄλλων, δέν ἔχουν Πατερικό φρόνημα καί δέν ἐφαρμόζουν τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἀλλά τό θέλημα τῶν ἀνθρώπων. Ἐπίσης, καλλιεργοῦν ἕνα πνεῦμα αὐταρκείας, ἐνδιαφέρονται μόνο γιά τά ἡμέτερα, τηροῦν δέ σιγήν ἰχθύος καί ἀδιαφοροῦν γιά τό ὅτι βάλλεται ἔσωθεν καί ἔξωθεν ἡ Ἐκκλησία…
«Ἐμίσησα» ἐκκλησίαν, ὅπου ἀπαραδέκτως οἰκειοποιοῦνται Γεροντάδες καί Ἁγίους καί ἀντί νά ἀσπασθοῦν τό φρόνημά τους, ὑψώνουν ἕως οὐρανοῦ τίς ἰδικές τους «προσωπικότητες» καί τίς ἰδικές τους «μάνδρες», λές καί οἱ Γεροντάδες καί οἱ Ἅγιοι ἀνήκουν εἰς τόν προσωπικό - ἰδιωτικό τους τομέα καί ὄχι εἰς τό σύνολο τῆς Ἐκκλησίας καί εἰς ὅλον τόν κόσμο.
«Ἐμίσησα» ἐκκλησίαν μερίδος λαϊκῶν, οἱ ὁποῖοι ἐκχριστιανίζονται μόνον τίς Κυριακές, ἐνῶ τόν ὑπόλοιπο χρόνο ἀποκαλύπτεται ὅτι εἶναι «βαπτισμένοι εἰδωλολάτρες», πρόσωπα τά ὁποῖα ἔχουν ὁμάδα αἵματος «Α⁺ Φαρισαϊσμοῦ» καί φαινομενικῆς συμπεριφορᾶς στήν Ἐκκλησία «Καλοῦ Σαμαρείτου»… Τελῶνες ἔσωθεν εἰς τίς Λειτουργικές συνάξεις καί Φαρισαῖοι ἔξωθεν εἰς τούς κοσμικούς κύκλους. Κατά τά ἄλλα, ἄκουσον, ἄκουσον, διαλαλοῦν δημόσια, ὅτι δῆθεν τούς «ἐνοχλεῖ» ἡ σιωπή τῆς Ἐκκλησίας γιά τά τεκταινόμενα…
«Ἐμίσησα» ἐκκλησίαν, πού ἐπιτρέπει τήν προσβολή τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου καθώς καί τά ἐγκλήματα μέσῳ τῶν ἀμβλώσεων, τῆς ἐξωσωματικῆς γονιμοποιήσεως, τῆς εὐθανασίας, τοῦ πειραματισμοῦ μέ ἐμβρυϊκά βλαστοκύτταρα, κλπ. μέ τό ἐπικάλυμμα καί τήν «βοήθεια» τῆς κατευθυνομένης Βιοηθικῆς ἐπιστήμης, ἡ ὁποία καθορίζει τά πλαίσια τῶν ἐφαρμογῶν τῆς Ἰατρικῆς.
Ναί, «ἐμίσησα ἐκκλησίαν πονηρευομένων», πού ἀποδέχεται, ἐν ὀνόματι δῆθεν τῆς «ζωῆς», τόν λεγόμενον «ἐγκεφαλικόν θάνατον» ὡς ἰσόκυρον τοῦ βιολογικοῦ θανάτου καί τήν πρακτική τῶν μεταμοσχεύσεων ζωτικῶν ὀργάνων ἀπό «ἐγκεφαλικά νεκρούς», δηλαδή ἀπό ζῶντες.
«Ἐμίσησα» ἐκκλησίαν, πού ἐν ὀνόματι δῆθεν τοῦ «αὐτεξουσίου» ἀνέχεται τόν πολιτικό γάμο καί σιωπᾶ εἰς τήν ἀθεολόγητη ἀποτέφρωσι τῶν νεκρῶν…
«Ἐμίσησα» ἐκκλησίαν, πού ὡρισμένοι, ἀκόμη καί θεολόγοι, προβάλλουν δική τους αἱρετική ἀνθρωπολογία (Ἐξελικτική Δημιουργία) πού θεωρεῖ ὅτι ὁ ἄνθρωπος προέρχεται ἀπό τόν πίθηκο, καί μάλιστα κάποιοι θέλουν να τή κατοχυρώσουν παρερμηνεύοντας καί διαστρέφοντας τούς Πατέρες.
«Ἐμίσησα ἐκκλησίαν πονηρευομένων», πού ὑποτροπιάζει σέ κάθε ὑπάρχουσα κοινωνική ἀσθένεια καί μολύνεται ἀπό κάθε ἰό τῆς «Νέας Ἐποχῆς».
«Ἐμίσησα ἐκκλησίαν πονηρευομένων», πού, εἴτε γενικῶς, εἴτε εἰδικῶς ἀντιτίθεται, περικόπτει, προσθέτει, ἀλλοιώνει… τούς Ἱερούς Κανόνες, τίς Ἐκκλησιαστικές Διατάξεις, κλπ.
«Ἐμίσησα» μέ ὅλην τήν φλόγαν τοῦ πόνου καί τήν ὀδυνηράν ἀποστροφήν, τήν «ἐκκλησίαν πονηρευομένων», πού δέν ἀγωνίζεται νά κηρύσσῃ Χριστόν καί τοῦτον Ἐσταυρωμένον καί Ἀναστάντα.
«Ἐμίσησα» ἐκκλησίαν, πού δέν κηρύσσει εὐθαρσῶς, ἔργῳ καί λόγῳ, «ὅτι ἀληθῶς Κύριος ὁ Θεός, αὐτός ὁ Θεός» (Βασιλ. Γ´, 39), ἐκκλησίαν πού αἰσχύνεται καί φοβεῖται νά διακηρύξῃ: «Τίς Θεός Μέγας, ὡς ὁ Θεός ἡμῶν».
«Ἐμίσησα», «ἐμίσησα», «ἐμίσησα»… Οὐαί, οὐαί, οὐαί τοῖς πονηρευομένοις…
Ἄς μή φανῇ ὑπερβολικός ὁ λόγος μας. Σέ κάθε ἐποχή, ἀλλά κυρίως στίς ἡμέρες μας, κριτήρια γνησιότητος καί αὐθεντικό δεῖγμα καρδίας ἀγαπώσης τόν Ἰησοῦν καί τήν Ἐκκλησίαν Του, μεταξύ τῶν ἄλλων, βεβαίως εἶναι τό «ἄμισον μῖσος», τό ὁποῖον εἶναιὑπέρτερον πάσης «ἀγάπης», ὁ πόνος καί ἡ ἀποστροφή πού θά πρέπη νά αἰσθάνεται ὁ κάθε Ὀρθόδοξος πιστός πρός τήν ποικίλη ἁμαρτία, πλάνη καί αἵρεσι.
Δεῖγμα ὑγιοῦς Πατερικοῦ ζήλου καί Ἀποστολικῆς συνεπείας γιά τόν κάθε ποιμένα, γιά τόν κάθε μοναχό, ἀλλά καί λαϊκό, εἶναι τό νά ἀποχωρίζεται καί νά ἀπομακρύνεται, ὡς ἄλλος θεόπνευστος Δαυΐδ, ἀπό τῆς κοινωνίας καί τῆς συνεργασίας μετά τῶν ἀσεβῶν ἀνθρώπων καί τῶν πλανεμένων αἱρετικῶν.
Εἶναι τοῖς πᾶσι γνωστό, ὅτι ὅλοι οἱ πονηρευόμενοι «Ὀρθόδοξοι» οἰκουμενισταί, οἱ συμβιβασμένοι καί «σεσημασμένοι» κακοποιοί «Ὀρθόδοξοι», συμβιβάζονται καί συναγελάζονται μέ τούς ἐχθρούς τοῦ Χριστοῦ καί γι᾽ αὐτό τελικῶς σιωποῦν καί οὐδέποτε ἀντιδροῦν σέ προσβολές κατά τῆς Πίστεως... Ἄς ἀφήσουν δέ κατά μέρος τήν δικαιολογία, ὅτι δῆθεν ἐνεργοῦν μέ «ποιμαντική σύνεσι» γιά νά ἐπιφέρουν δῆθεν κάποιο καλό. Ὅσο ὅμως θετικό ψηφιδωτό προφίλ καί ἄν ἐπιχειροῦν νά παρουσιάζουν στήν κοινωνία γενικώτερα, καί ὅσες μωσαϊκές ἐνέργειες κοινωνικῆς προσφορᾶς καί ἄν συνθέτουν μέ ἀπώτερο σκοπό τήν παραπλάνησι τῶν Ὀρθοδόξων πιστῶν εἰδικώτερα, αὐτές οἱ δικαιολογίες οὐδένα πλέον δύνανται νά ξεγελάσουν. Διότι οὐδείς ἐκ τῶν πιστῶν ἀποδέχεται αὐτά τά καμουφλάζ τῶν οἰκουμενιστῶν, πού εἶναι ἀπόρροια τῶν ἐνόχων φόβων των καί προπετάσματα καπνοῦ τῆς δειλίας των, διά τῶν ὁποίων ἐπιδιώκουν νά καλύψουν τά πονηρά ἔργα τους.
Κακά τά ψέμματα. Ἄς τό παραδεχθοῦμε ἐνώπιον Θεοῦ καί ἀνθρώπων. Ψυχή πού δέν ἀγανακτεῖ, ψυχή πού δέν κοχλάζει ἀπό τίς ἀδικίες, ψυχή πού δέν μισεῖ, ναί, δέν μισεῖ τά ἔργα τοῦ Διαβόλου, ἀπ᾽ ὅπου κι ἄν αὐτά ὡς μανιτάρια ξεφυτρώνουν, τοῦτο σημαίνει ὅτι ἔχει μολυνθῆ, ἴσως καί ἀνεπανορθώτως. Ὁ ἔσω ἄνθρωπος αὐτῆς τῆς ψυχῆς ἔχει καταντήσει μία πληγή χαίνουσα καί δυσώδης. «Ἀπό ποδῶν ἕως κεφαλῆς οὐκ ἔστιν ἐν αὐτῷ ὁλοκληρία» (Ἡσαΐου Α´, 6). Καί, ὅπως ἕνας ὑγιής ἄνθρωπος ἔχει ἀκμαῖον καί ὑγιές τό νευρικό του σύστημα, ἔτσι καί ἡ ψυχή πού ἀγαπᾶ τόν Θεό, ὄχι μόνο παραμένει ἀσυμβίβαστη καί ἀδιάφθορη ἀπό τήν «ἐκκλησία τῶν πονηρευομένων», ἀλλά ταυτοχρόνως ἀντιδρᾶ μέ ἱερό παλμό καί μέ ἅγιο μῖσος ἐναντίον αὐτοῦ τοῦ «Συνασπισμοῦ» τῶν ἀνόμων καί ἀναξίων καί οὐδεμίαν κοινωνίαν μαζί τους ἐπισυνάπτει.
Ἡ ἀγάπη τοῦ καλοῦ, ὁ ζῆλος τῆς ἀρετῆς καί ἡ ἕλξις τῆς ἁγιότητος γίνονται συνάμα μῖσος ἄσπονδον ἀπέναντι τοῦ αἰσχροῦ, τοῦ φαύλου, τῆς διαστροφῆς, τῆς πλάνης, τῆς αἱρέσεως, τοὐτέστιν τοῦ πνευματικοῦ θανάτου.
Σέ ἕναν μάλιστα ἀπό τούς τελευταίους ψαλμούς, εἰς τόν ΡΛΗ´ (στίχ. 21-22), ὅπου ὁ ψαλμωδός ἀντιπαραθέτει τήν ἰδική του ἀθωότητα πρός τήν κακία τῶν ἀσεβῶν γιά νά ζητήσῃ ἀπό τόν Θεό νά τόν ὁδηγήσῃ «ἐν ὁδῷ αἰωνίᾳ», ἀναφέρει, ὑπό τύπον ἐρωτήσεως, μέ τήν θεόπνευστη παρρησία πού τόν χαρακτηρίζει: «Οὐχί τούς μισοῦντάς σε, Κύριε, ἐμίσησα καί ἐπί τούς ἐχθρούς σου ἐξετηκόμην;» (ΡΛΗ´, 21) Δηλαδή, δέν ἐμίσησα Κύριε αὐτούς οἱ ὁποῖοι σέ μισοῦν καί ἐκ τοῦ ζήλου μου δέν ἔλειωσα ὅπως τό κερί λόγῳ τῆς ἀποστροφῆς μου πρός τούς ἐχθρούς σου; Καί προσθέτει μέ καρδίαν πάλλουσαν ἀπό ἱεράν ἀγανάκτησιν, ἀλλά καί ἀπό ἠφαιστιώδη ἀγάπη: «Τέλειον μῖσος ἐμίσουν αὐτούς, εἰς ἐχθρούς ἐγένοντό μοι» (ΡΛΗ´, 22 ).
Ὄχι, δέν κηρύσσομε μῖσος πρός τά πρόσωπα, ἀλλά μισοῦμε τήν ἁμαρτία, μισοῦμε τήν Πλάνη καί τήν Αἵρεσι, ὅπως καί ὁ ἰατρός πού ἀγαπᾶ τόν ἀσθενῆ, ἀλλά ἐκδιώκει καί ἀφανίζει τήν ἀσθένεια. Ἀκριβῶς δέ, ἐπειδή τόν ἀγαπᾶ, ὅταν κρίνῃ ὅτι χρειάζεται νά ἐπέμβῃ, τόν ἀπομονώνει, τοῦ καυτηριάζει τήν πληγή, τόν ἐγχειρίζει καί τοῦ ἀποκόπτει τά σεσηπότα μέλη γιά νά σώσῃ τόν ἴδιον τόν ἄνθρωπον.
Ἀλλά, τί ἔτι χρείαν ἔχομεν μαρτύρων, ὅταν γι᾽ αὐτούς τούς θεοφόρους Πατέρας μας, τούς θεηγόρους Ὁπλίτας παρατάξεως Κυρίου, πού ἔφθασαν ἕως τίς ἀπρόσιτες κορυφές, τόσον τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, ὅσον καί τῶν ἀνθρώπων, καί μάλιστα καί αὐτῶν τῶν ἐχθρῶν των, ἡ Ἁγία μας Ἐκκλησία, γιά νά ἐξάρῃ τήν ποιμαντική τους διακονία καί τό χάρισμα τῆς διακρίσεως, πανηγυρικῷ τῷ τρόπῳ ψάλλει εἰς τήν ἱεράν των μνήμην: «Ὅλην συλλεξάμενοι, ποιμαντικήν ἐπιστήμην καί θυμόν κινήσαντες, νῦν τόν δικαιώτατον ἐνδικώτατα...»;
Αὐτοί λοιπόν οἱ Προφῆτες καί οἱ Δίκαιοι, αὐτοί οἱ Ἅγιοι, αὐτοί οἱ Μάρτυρες καί Ὅσιοι κατήρτιζαν μίαν καρδίαν πού ἐφλογίζετο ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί ταυτοχρόνως ἀντιδροῦσαν μέ ὅλες τους τίς δυνάμεις ἐναντίον τῆς κακίας, ἐναντίον τῶν πλανεμένων αἱρετικῶν καί ὅλων ὅσων μισοῦσαν τήν ἀλήθεια καί λοιδοροῦσαν τήν Ἁγίαν μας Ὀρθοδοξία, τοὐτέστιν τήν «Μίαν, Ἁγίαν, Καθολικήν καί Ἀποστολικήν Ἐκκλησίαν».
Καί, ὁπωσδήποτε, εἶναι τουλάχιστον ἀνόητο καί σίγουρα προδοτικό τό νά ἰσχυρίζωνται κάποιοι ὅτι διαθέτουν περισσότερο σύνεσι, ἀγάπη, διάκρισι καί ποιμαντική ἐπιστήμη ἀπό τούς Πατέρας καί διά τῶν ἔργων των νά ἀποδέχωνται, νά συνεργάζωνται καί να ἀποτελοῦν μέλη «ἐκκλησίας πονηρευομένων».
Ἐάν ὅμως ἐπιμένουν, ἐάν συνεχίζουν νά παραμένουν, εἴτε ὡς ἁπλοί παρατηρητές, εἴτε ὡς ἐνεργά μέλη εἰς τά «Καϊαφικά Συνέδρια», δέν θά ἀργήσουν νά ἀπολαύσουν τούς καρπούς τῆς ἐπιλογῆς των.
Ἐμεῖς δέ, ἄς πορευώμεθα μετά ζήλου ἱεροῦ καί ἁγίας διακρίσεως, τήν ὁδόν τῶν ἁγίων καί θεοφόρων Πατέρων. Τῶν λαμπρῶν αὐτῶν προσωπικοτήτων, πού πορεύονταν ἐκ δυνάμεως εἰς δύναμιν, ἀναμέλποντας τόν παιᾶνα τῆς πρός Χριστόν ἀγάπης. Αὐτῆς τῆς ἀγάπης γιά τήν ὁποίαν «ζῶμεν καί κινούμεθα καί ἐσμέν» (Πράξ. Ἀπ. ΙΖ´, 28).
«Ἐμίσησα ἐκκλησίαν πονηρευομένων» καί ἠγάπησα τήν Ἀλήθειαν, τοὐτέστιν την «Μίαν Ἁγίαν Καθολικήν καί Ἀποστολικήν Ἐκκλησίαν»!
πηγή:
Ὁμιλοῦμε βεβαίως γιά τούς συνειδητούς πιστούς καί τούς ἀνθρώπους τῆς Ἐκκλησίας, πού, παρά τίς μικρότερες ἤ μεγαλύτερες ἀδυναμίες τίς ὁποῖες γνωρίζουν ὅτι ἔχουν, ἐπιθυμοῦν νά τίς κατανικήσουν καί νά τίς μεταβάλλουν ἀπό κακίες καί πάθη σέ ἀρετές. Καί τό τονίζομε αὐτό, διότι ὑπάρχουν καί ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι, ὅλως ἀνοήτως, φρονοῦν ὅτι μποροῦν δῆθεν νά συνδυάσουν τήν ζωήν τῆς δικαιοσύνης μέ τήν ζωήν τῆς ἀδικίας καί τῆς ἁμαρτίας. Εἶναι ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι ρίπτουν στάχτην εἰς τούς ὀφθαλμούς τῆς καρδίας των μέ ἀποτέλεσμα νά ἀμβλύνεται ἡ συνείδησίς των καί νά φθάνῃ ἕως καί τῆς πωρώσεως. Τελικῶς δέ, νά φθάνουν εἰς τό κατάντημα νά τούς ἐγκαταλείπῃ ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ, πρᾶγμα πού σημαίνει ἑκουσία θεοεγκατάλειψι, δηλαδή αὐτοθεοεγκατάλειψι, ἀφοῦ ὁ Θεός οὐδέποτε ἀρνῆται τό πλάσμα Του.
Ἔτσι, γίνονται ἐν πολλοῖς ὑποκριταί, ἀλλά καί οἱ πράξεις των καθίστανται μισητές. Ἐμᾶς ὅμως ἐδῶ μᾶς ἐνδιαφέρει ὁ ἄνθρωπος ὁ ὁποῖος ἔχει θέσει ὅριον καί μέτρον ἄριστον εἰς τίς πράξεις καί ἐνέργειές του καί αἰσθανόμενος τήν ἁπανταχοῦ παρουσία τοῦ Θεοῦ ἔχει τήν παρρησία νά ἀπευθύνεται πρός τόν Κύριον τῆς Δόξης. Ἐκεῖνο δηλαδή πού ἐφήρμοζαν κυρίως οἱ Ἅγιοι καί ἐκεῖνο πού βίωναν οἱ Δίκαιοι καί οἱ Προφῆτες εἰς τόν χῶρον τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης.
Μέσα σέ ἕνα τέτοιο πνεῦμα κατανυκτικῆς προσευχῆς καί δεήσεως καί μέσα σέ μία ἀτμόσφαιρα ἐξομολογητικῆς διαθέσεως, ὁ Προφητάναξ Δαυΐδ, ἔχοντας ἀπολύτως ἤρεμη τήν συνείδησί του, καί ζητῶντας τήν Θεία προστασία ἐναντίον τῶν συκοφαντῶν του, βέβαιος ὅτι ὁ Κύριος καί Θεός θά τόν προστατεύση, ἐκφράζει μέ ἕναν εἰλικρινῆ καί συγκινητικό τρόπο τήν ἀποστροφή του ἐναντίον ὅλων ἐκείνων πού σχεδιάζουν καί μηχανεύονται ἔργα πονηρά.
Ἀλλά, ἄς πάρωμε εἰς τά χέρια μας τό ἱερό κείμενο τοῦ Ψαλτηρίου καί θά αἰσθανθοῦμε τήν ἰδιαιτέρα εὐλογία ἀλλά καί τήν ἀγανάκτησι τοῦ Δαυΐδ. Τήν ἀγανάκτησι καί τήν ἀποστροφή πού ἔνοιωθε ἐναντίον τῶν πονηρῶν ἔργων, ἕνεκεν τῆς πλουσίας Χάριτος πού ἐνοικοῦσε εἰς τήν ὕπαρξί του. Τό ἱερό κείμενο συγκλονίζει καί δέν εἶναι καθόλου τυχαῖο πώς οἱ Ο´ (ἑβδομήκοντα) μεταφρασταί μέ τήν «θεόθεν οἰκονομηθεῖσαν» μετάφρασίν των, χρησιμοποιοῦν τίς συγκεκριμένες λέξεις πού θά ἀναλύσωμε.
Ψαλμός ΚΕ´, 5: «Ἐμίσησα ἐκκλησίαν πονηρευομένων καί μετά ἀσεβῶν οὐ μή καθίσω».
Δηλαδή, ἐμίσησα μέ ὅλην μου τήν καρδία κάθε σύναξι καί συναγωγή ἀνθρώπων, οἱ ὁποῖοι σχεδιάζουν καί μηχανεύονται ἔργα πονηρά. Καί δέν θά καθίσω ποτέ μέ ἀσεβεῖς ἀνθρώπους. Δέν θά συναναστραφῶ καί δέν θά συνεργασθῶ μέ ἀνθρώπους αὐτοῦ τοῦ συναφιοῦ. Δέν θά γίνω μέλος τῆς «κλίκας» εἰς τήν ὁποίαν ἐπιπολάζει ἡ ἁμαρτία.
Αὐτά λοιπόν λέγει εἰς τήν καρδιακή του προσευχή καί αὐτήν τήν ἁγία ἀγανάκτησι ἐκφράζει μέ τήν κινύρα του ὁ κατ᾽ ἄνθρωπον πρόγονος τοῦ Χριστοῦ μας!
Καί ἄς μήν εὑρεθῇ κανείς νά ὑποστηρίξῃ ὅτι αὐτές οἱ ἐκφράσεις ἐδικαιολογοῦντο μόνο τῷ καιρῷ ἐκείνῳ εἰς τήν κοινωνία τοῦ Ἰσραήλ, πρό τῆς Ἐνανθρωπήσεως, ἐνῶ σήμερα κρίνονται ὡς ἀπαράδεκτες, ἀκραῖες καί φανατικές. Ὅποιος ὑποστηρίξει τήν θέσι αὐτή, τό μόνο πού θά ἀποδείξη θά εἶναι ὅτι μέσα εἰς τήν ψυχή του δέν καλλιεργεῖται, οὔτε ἴχνος, οὔτε μόριο, οὔτε «ἠλεκτρόνιο» ἐνθέου ζήλου καί αὐθεντικῆς Ὀρθοδόξου ζωῆς.
Φυσικά, ἐάν κανείς θέλῃ νά ἔχῃ τό «χρῖσμα» τῶν ἀνθρώπων τῆς ἀνομίας σέ ὅλα τους τά ἐπίπεδα καί σέ ὅλες τίς σφαῖρες τῆς κοσμικῆς τους ἐπιρροῆς, θά ψάξη καί θά βρῆ πολλές ἀδικαιολόγητες δικαιολογίες, οἱ ὁποῖες δέν θά εἶναι παρά «προφάσεις ἐν ἁμαρτίαις» (Ψαλμ. ΡΜ´, 4). Ὅσοι δέ ἔχουν χλιαρή πίστι, ἀντί νά εἶναι «τῷ πνεύματι ζέοντες» (Ρωμ. ΙΒ´, 11), θά ἀποδέχωνται τήν «ἐκκλησίαν τῶν πονηρευομένων» καί θά ἄγωνται καί θά φέρωνται ἀπό αὐτήν.
Ὁ Δαυΐδ λοιπόν ἐμίσησε τήν πονηρευομένην ἐκκλησίαν, δηλαδή τήν σύναξι καί συναγωγή τῶν ἀνθρώπων πού σχεδιάζουν, δρομολογοῦν καί ἐνεργοῦν ἄκρως ἀντίθετα ἀπό τό θέλημα τοῦ Θεοῦ.
Ἐμεῖς, λαμβάνοντες τήν φρᾶσι αὐτή «ἐμίσησα ἐκκλησίαν πονηρευομένων», μεταφέρομε τήν ἀγανάκτησι, τήν πικρία καί τόν πόνο μας γιά ὅσα ἀντιχριστιανικά, παράλογα καί ἐγκληματικά συμβαίνουν ἀπό πλευρᾶς πολιτείας, ἀλλά καί ὅσα, τό ὀλιγώτερον ἀπαράδεκτα, συμβαίνουν ἀπό πλευρᾶς Ἐκκλησίας. Δηλαδή, ὅσα ἄστοχα καί ἀντίθετα πρός τό Ἱερόν Εὐαγγέλιον καί τήν Ὀρθόδοξη Παράδοσί μας ἐνεργοῦνται, ὄχι μόνον ἀπό κάποιους ποιμένες πού κατέχουν ὑψηλές θέσεις, ἀλλά καί ἀπό ὡρισμένους κληρικούς οὐ μήν ἀλλά καί μοναχούς, μά καί ἀπό ἄλλους, πού ἀνήκουν εἰς τόν λαό.
Ἑπομένως, ἡ Ἐκκλησία ὀφείλει νά σταθῇ εἰς τό ὕψος Της, ὡς Νύμφη τοῦ Ἐσταυρωμένου, μακρόθεν κακοδοξιῶν καί αἱρέσεων καί ἐπίσης νά μή καταντᾶ θεραπαινίς τοῦ κράτους.
«Ἐμίσησα» λοιπόν ἐκκλησίαν πονηρευομένων.
«Ἐμίσησα» ἐκκλησίαν, πού συνεργάζεται καί συνδειπνεῖ μέ τόν Καίσαρα καί παρουσιάζεται εἰς τόν κόσμον ὡς ἰχθύος ἀφωνοτέρα καί βατράχου ἀπραγοτέρα.
«Ἐμίσησα» ἐκκλησίαν, πού ρίπτει ὕδωρ εἰς τόν οἶνον της μέ ἀποτέλεσμα νά ἐκχυδαΐζονται τά ὅσια καί τά ἱερά.
«Ἐμίσησα» ἐκκλησίαν Παπίζουσαν, θεολογίαν Λατινίζουσαν καί ποιμαντικήν Βατικανίζουσαν.
«Ἐμίσησα» ἐκκλησίαν, ἡ ὁποία δέν ἀποκηρύσσει, πατερικῷ τῷ τρόπῳ, τόν ἐπάρατο Οἰκουμενισμό καί εὐκαίρως-ἀκαίρως κηρύσσει δῆθεν «Οἰκολογικήν Θεολογίαν».
«Ἐμίσησα» ἐκκλησίαν, πού τούς λύκους ὁρᾶ, ἀλλά δέν προφυλάσσει τό ποίμνιό της ἀπό «στρατεύματα κατοχῆς», τήν ἐθνοκτονία, τόν ἀφελληνισμό, τήν ἀποδόμησι τῆς παιδείας, τῶν παραδόσεων, τῆς ἱστορίας, τῆς γλώσσης, ἀπό τήν οἰκογενειοκτονία, τήν κοινωνική ἐξαθλίωσι, νόμους ἀντιρατσιστικούς, πού σχεδιάζονται ἕνεκεν δῆθεν ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων, ἐξαιρουμένων ὅμως τῶν ἑλληνορθοδόξων δικαιωμάτων (γιατί ἄραγε;)…
«Ἐμίσησα» ἐκκλησίαν, πού δέν ἀντιδρᾶ στήν ἀνέγερσι τζαμιῶν καί ἀνέχεται ἀδιαμαρτύρητα νά διδάσκεται τό ἀντίχριστο Ἰσλάμ μέσα εἰς τά Ὀρθόδοξα θεολογικά σπουδαστήρια, ἐκεῖ ὅπου δεσπόζουν οἱ Τρεῖς Μέγιστοι Φωστῆρες τῆς Τρισηλίου Θεότητος, δηλαδή οἱ Προστάτες τῶν Ἑλληνορθοδόξων γραμμάτων.
«Ἐμίσησα» ἐκκλησίαν, πού δέν διακηρύσσει ξεκάθαρα πώς τά «πάθη τῆς ἀτιμίας» (Ρωμ. Α´, 26) καί τά πονηρά ἔργα τῆς σαρκός, ἡ ὁμοφυλοφιλία, ἡ συμβίωσις τῶν ὁμοφύλων καί τά ἐπακόλουθα αὐτῶν εἶναι οἱ πλέον ἀηδιαστικές διαστροφές καί οἱ ἐπαχθέστερες τῶν ἁμαρτιῶν πού ἐπιφέρουν τήν «ὀργή τοῦ Θεοῦ ἐπί τούς υἱούς τῆς ἀπειθείας» (Κολάσσ. Γ´, 6).
«Ἐμίσησα» ἐκκλησίαν, πού, ἐνῶ σέ θέματα πίστεως καταντᾶ τήν Οἰκονομία παρανομία μέ τό νά καταργῇ πρακτικά ἐντελῶς τούς Κανόνες (π.χ. ἀμνηστεύοντας τά κωλύματα ἱερωσύνης, κλπ.), σέ θέματα ὅμως ἐξουσίας, δικαιοδοσίας, κλπ. ψάχνει καί τήν τελευταία ὑποπαράγραφο τοῦ τελευταίου ὑποκανόνα γιά νά ὑπερασπισθῇ τά «δικαιώματά» της, (διάφορες διεκδικήσεις, ἀπαγόρευσι Ἱερῶν Ἡσυχαστηρίων, κλπ.).
«Ἐμίσησα» ἐκκλησίαν, πού κάνει περικοπές, ἀλλαγές, ἀλλοιώσεις… εἰς τίς καθιερωμένες ἐκκλησιαστικές διατάξεις, εἰς τίς ἀκολουθίες, εἰς τά Τυπικά, κλπ., (μεταφράσεις τῶν Λειτουργικῶν κειμένων…) θέλοντας δῆθεν νά βοηθήσῃ καί νά οἰκονομήσῃ τούς πιστούς. Τό ἀποτέλεσμα ὅμως εἶναι, ἀντί νά βοηθᾶ καί νά ἐκκλησιαστικοποιῇ τούς πιστούς, νά τούς ἀποκόπτῃ ἀπό τήν Ἐκκλησιαστική Ἀκρίβεια, πρᾶγμα ἀνεπίτρεπτο καί ἀπαράδεκτο.
«Ἐμίσησα» ἐκκλησίαν, πού ἀμνηστεύει ἁμαρτίες, ὅπως σέ θέματα ἀποφυγῆς τεκνογονίας, προγαμιαίων σχέσεων, παραβιάσεων τῶν διατεταγμένων νηστειῶν, κλπ.
«Ἐμίσησα» ἐκκλησίαν, πού οἱ ποιμένες της εἶναι μόνον «θρόνων διάδοχοι» καί ὄχι ταυτοχρόνως καί «τρόπων μέτοχοι».
«Ἐμίσησα» ἐκκλησίαν ὡρισμένων κληρικῶν, τῶν ὁποίων ἡ συμπεριφορά εἶναι παγιωμένη σέ «δύο μέτρα καί δύο σταθμά» καί οἱ ὁποῖοι προσκολλῶνται μέν στό «γράμμα τοῦ νόμου», ὅταν δέ αὐτό ἀντιβαίνῃ στά «καλά καί συμφέροντα», ἀνακαλύπτουν μέ συγκίνησι τό «πνεῦμα τοῦ νόμου». Εἶναι ἐκεῖνοι οἱ ποιμένες, στούς ὁποίους δέν μπορεῖς νά ἔχῃς ἐμπιστοσύνη ἀφοῦ καί οἱ ἴδιοι οὐδέποτε παρουσιάζουν σταθερή καί ἀπρόσκοπτη πνευματική πορεία. Τό «ναί-ναί» καί τό «οὐ-οὐ» ἔχει ἀντικατασταθῆ ἀπό τό Ο.Φ.Α. (ὅπου φυσάει ὁ ἄνεμος).
«Ἐμίσησα» ἐκκλησίαν, πού ἐπιτρέπει νά καλλιεργῆται τό ἀγκάθι τοῦ «ἀρρωστημένου Γεροντισμοῦ» καί νά αὐξάνῃ τό τριβόλι τῆς πνευματικῆς ἐξαρτήσεως ἀπό ὡρισμένους «αὐτοτιτλοφορούμενους διορατικούς» «Γεροντάδες», «Γερόντισσες», ἀλλά τελευταίως καί λαϊκούς «Γεροντάδες». Εἶναι περιπτώσεις ἰδιορρύθμων προσώπων πού στραγγαλίζουν τήν ἐλευθερία «…οὗ δέ τό Πνεῦμα Κυρίου, ἐκεῖ ἐλευθερία» (Β´ Κορ. Γ´, 17), δημιουργοῦν ὀπαδούς-ὁμάδες, ἀνοίγουν δικά τους «πηγαδάκια», καλλιεργοῦν τήν προσωπολατρία… καί τελικά μεταβάλλονται σέ φρέατα τῆς ἀβύσσου. Ἐδῶ πλέον δέν βασιλεύει στούς τυφλούς ὁ μονόφθαλμος, ἀλλά ἰσχύει ἡ λαϊκή ρῆσις «βαδίζουν ὡς οἱ στραβοί εἰς τόν ᾅδη».
«Ἐμίσησα» ἐκκλησίαν, ὅπου μερίδα, δυστυχῶς, τοῦ ἀγγελικοῦ τάγματος τῶνμοναχῶν μετετράπη εἰς νεοεποχήτικο ὄχημα καί δούρειο ἵππο τῆς Ε.Ο.Κ. καί ἄλλων «εὐεργετῶν». Εἶναι ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι ἔχουν μεταλλάξει τίς μοναχικές ὑποσχέσεις σέ σχέσεις διεθνοῦς καί ἐγχωρίου μάρκετινγκ... Μάλιστα, καθ᾽ ἥν στιγμήν ἐν ψυχρῷ θίγεται καί προσβάλλεται τό Ὀρθόδοξο Δόγμα, ἀποδομεῖται ἡ Ὀρθόδοξος Παράδοσις, προωθεῖται ἡ ἐκκοσμίκευσις τῆς Ἐκκλησίας, κλπ., αὐτή ἡ μερίδα τῶν μοναχῶν, ἀντί νά στηλιτεύουν μέ σθένος καί ἀνυποχώρητο καί ἀδιαπραγμάτευτο λόγο τά κακῶς κείμενα, ἐβουβάθησαν, διότι ἀπέκτησαν τήν «νοεράν ἔνοχον σιωπήν»…
«Ἐμίσησα» ἐκκλησίαν, ὅπου μονάζουσες τινές καί μοναχοί τινές λοξοδρομοῦν ἀπό τήν εὐλογημένη ὁδό τῆς γνησίας, ὑγιοῦς καί αὐθεντικῆς ὑποταγῆς καί ὑπακοῆς. Αὐτοί, ἐκτός τῶν ἄλλων, δέν ἔχουν Πατερικό φρόνημα καί δέν ἐφαρμόζουν τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἀλλά τό θέλημα τῶν ἀνθρώπων. Ἐπίσης, καλλιεργοῦν ἕνα πνεῦμα αὐταρκείας, ἐνδιαφέρονται μόνο γιά τά ἡμέτερα, τηροῦν δέ σιγήν ἰχθύος καί ἀδιαφοροῦν γιά τό ὅτι βάλλεται ἔσωθεν καί ἔξωθεν ἡ Ἐκκλησία…
«Ἐμίσησα» ἐκκλησίαν, ὅπου ἀπαραδέκτως οἰκειοποιοῦνται Γεροντάδες καί Ἁγίους καί ἀντί νά ἀσπασθοῦν τό φρόνημά τους, ὑψώνουν ἕως οὐρανοῦ τίς ἰδικές τους «προσωπικότητες» καί τίς ἰδικές τους «μάνδρες», λές καί οἱ Γεροντάδες καί οἱ Ἅγιοι ἀνήκουν εἰς τόν προσωπικό - ἰδιωτικό τους τομέα καί ὄχι εἰς τό σύνολο τῆς Ἐκκλησίας καί εἰς ὅλον τόν κόσμο.
«Ἐμίσησα» ἐκκλησίαν μερίδος λαϊκῶν, οἱ ὁποῖοι ἐκχριστιανίζονται μόνον τίς Κυριακές, ἐνῶ τόν ὑπόλοιπο χρόνο ἀποκαλύπτεται ὅτι εἶναι «βαπτισμένοι εἰδωλολάτρες», πρόσωπα τά ὁποῖα ἔχουν ὁμάδα αἵματος «Α⁺ Φαρισαϊσμοῦ» καί φαινομενικῆς συμπεριφορᾶς στήν Ἐκκλησία «Καλοῦ Σαμαρείτου»… Τελῶνες ἔσωθεν εἰς τίς Λειτουργικές συνάξεις καί Φαρισαῖοι ἔξωθεν εἰς τούς κοσμικούς κύκλους. Κατά τά ἄλλα, ἄκουσον, ἄκουσον, διαλαλοῦν δημόσια, ὅτι δῆθεν τούς «ἐνοχλεῖ» ἡ σιωπή τῆς Ἐκκλησίας γιά τά τεκταινόμενα…
«Ἐμίσησα» ἐκκλησίαν, πού ἐπιτρέπει τήν προσβολή τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου καθώς καί τά ἐγκλήματα μέσῳ τῶν ἀμβλώσεων, τῆς ἐξωσωματικῆς γονιμοποιήσεως, τῆς εὐθανασίας, τοῦ πειραματισμοῦ μέ ἐμβρυϊκά βλαστοκύτταρα, κλπ. μέ τό ἐπικάλυμμα καί τήν «βοήθεια» τῆς κατευθυνομένης Βιοηθικῆς ἐπιστήμης, ἡ ὁποία καθορίζει τά πλαίσια τῶν ἐφαρμογῶν τῆς Ἰατρικῆς.
Ναί, «ἐμίσησα ἐκκλησίαν πονηρευομένων», πού ἀποδέχεται, ἐν ὀνόματι δῆθεν τῆς «ζωῆς», τόν λεγόμενον «ἐγκεφαλικόν θάνατον» ὡς ἰσόκυρον τοῦ βιολογικοῦ θανάτου καί τήν πρακτική τῶν μεταμοσχεύσεων ζωτικῶν ὀργάνων ἀπό «ἐγκεφαλικά νεκρούς», δηλαδή ἀπό ζῶντες.
«Ἐμίσησα» ἐκκλησίαν, πού ἐν ὀνόματι δῆθεν τοῦ «αὐτεξουσίου» ἀνέχεται τόν πολιτικό γάμο καί σιωπᾶ εἰς τήν ἀθεολόγητη ἀποτέφρωσι τῶν νεκρῶν…
«Ἐμίσησα» ἐκκλησίαν, πού ὡρισμένοι, ἀκόμη καί θεολόγοι, προβάλλουν δική τους αἱρετική ἀνθρωπολογία (Ἐξελικτική Δημιουργία) πού θεωρεῖ ὅτι ὁ ἄνθρωπος προέρχεται ἀπό τόν πίθηκο, καί μάλιστα κάποιοι θέλουν να τή κατοχυρώσουν παρερμηνεύοντας καί διαστρέφοντας τούς Πατέρες.
«Ἐμίσησα ἐκκλησίαν πονηρευομένων», πού ὑποτροπιάζει σέ κάθε ὑπάρχουσα κοινωνική ἀσθένεια καί μολύνεται ἀπό κάθε ἰό τῆς «Νέας Ἐποχῆς».
«Ἐμίσησα ἐκκλησίαν πονηρευομένων», πού, εἴτε γενικῶς, εἴτε εἰδικῶς ἀντιτίθεται, περικόπτει, προσθέτει, ἀλλοιώνει… τούς Ἱερούς Κανόνες, τίς Ἐκκλησιαστικές Διατάξεις, κλπ.
«Ἐμίσησα» μέ ὅλην τήν φλόγαν τοῦ πόνου καί τήν ὀδυνηράν ἀποστροφήν, τήν «ἐκκλησίαν πονηρευομένων», πού δέν ἀγωνίζεται νά κηρύσσῃ Χριστόν καί τοῦτον Ἐσταυρωμένον καί Ἀναστάντα.
«Ἐμίσησα» ἐκκλησίαν, πού δέν κηρύσσει εὐθαρσῶς, ἔργῳ καί λόγῳ, «ὅτι ἀληθῶς Κύριος ὁ Θεός, αὐτός ὁ Θεός» (Βασιλ. Γ´, 39), ἐκκλησίαν πού αἰσχύνεται καί φοβεῖται νά διακηρύξῃ: «Τίς Θεός Μέγας, ὡς ὁ Θεός ἡμῶν».
«Ἐμίσησα», «ἐμίσησα», «ἐμίσησα»… Οὐαί, οὐαί, οὐαί τοῖς πονηρευομένοις…
Ἄς μή φανῇ ὑπερβολικός ὁ λόγος μας. Σέ κάθε ἐποχή, ἀλλά κυρίως στίς ἡμέρες μας, κριτήρια γνησιότητος καί αὐθεντικό δεῖγμα καρδίας ἀγαπώσης τόν Ἰησοῦν καί τήν Ἐκκλησίαν Του, μεταξύ τῶν ἄλλων, βεβαίως εἶναι τό «ἄμισον μῖσος», τό ὁποῖον εἶναιὑπέρτερον πάσης «ἀγάπης», ὁ πόνος καί ἡ ἀποστροφή πού θά πρέπη νά αἰσθάνεται ὁ κάθε Ὀρθόδοξος πιστός πρός τήν ποικίλη ἁμαρτία, πλάνη καί αἵρεσι.
Δεῖγμα ὑγιοῦς Πατερικοῦ ζήλου καί Ἀποστολικῆς συνεπείας γιά τόν κάθε ποιμένα, γιά τόν κάθε μοναχό, ἀλλά καί λαϊκό, εἶναι τό νά ἀποχωρίζεται καί νά ἀπομακρύνεται, ὡς ἄλλος θεόπνευστος Δαυΐδ, ἀπό τῆς κοινωνίας καί τῆς συνεργασίας μετά τῶν ἀσεβῶν ἀνθρώπων καί τῶν πλανεμένων αἱρετικῶν.
Εἶναι τοῖς πᾶσι γνωστό, ὅτι ὅλοι οἱ πονηρευόμενοι «Ὀρθόδοξοι» οἰκουμενισταί, οἱ συμβιβασμένοι καί «σεσημασμένοι» κακοποιοί «Ὀρθόδοξοι», συμβιβάζονται καί συναγελάζονται μέ τούς ἐχθρούς τοῦ Χριστοῦ καί γι᾽ αὐτό τελικῶς σιωποῦν καί οὐδέποτε ἀντιδροῦν σέ προσβολές κατά τῆς Πίστεως... Ἄς ἀφήσουν δέ κατά μέρος τήν δικαιολογία, ὅτι δῆθεν ἐνεργοῦν μέ «ποιμαντική σύνεσι» γιά νά ἐπιφέρουν δῆθεν κάποιο καλό. Ὅσο ὅμως θετικό ψηφιδωτό προφίλ καί ἄν ἐπιχειροῦν νά παρουσιάζουν στήν κοινωνία γενικώτερα, καί ὅσες μωσαϊκές ἐνέργειες κοινωνικῆς προσφορᾶς καί ἄν συνθέτουν μέ ἀπώτερο σκοπό τήν παραπλάνησι τῶν Ὀρθοδόξων πιστῶν εἰδικώτερα, αὐτές οἱ δικαιολογίες οὐδένα πλέον δύνανται νά ξεγελάσουν. Διότι οὐδείς ἐκ τῶν πιστῶν ἀποδέχεται αὐτά τά καμουφλάζ τῶν οἰκουμενιστῶν, πού εἶναι ἀπόρροια τῶν ἐνόχων φόβων των καί προπετάσματα καπνοῦ τῆς δειλίας των, διά τῶν ὁποίων ἐπιδιώκουν νά καλύψουν τά πονηρά ἔργα τους.
Κακά τά ψέμματα. Ἄς τό παραδεχθοῦμε ἐνώπιον Θεοῦ καί ἀνθρώπων. Ψυχή πού δέν ἀγανακτεῖ, ψυχή πού δέν κοχλάζει ἀπό τίς ἀδικίες, ψυχή πού δέν μισεῖ, ναί, δέν μισεῖ τά ἔργα τοῦ Διαβόλου, ἀπ᾽ ὅπου κι ἄν αὐτά ὡς μανιτάρια ξεφυτρώνουν, τοῦτο σημαίνει ὅτι ἔχει μολυνθῆ, ἴσως καί ἀνεπανορθώτως. Ὁ ἔσω ἄνθρωπος αὐτῆς τῆς ψυχῆς ἔχει καταντήσει μία πληγή χαίνουσα καί δυσώδης. «Ἀπό ποδῶν ἕως κεφαλῆς οὐκ ἔστιν ἐν αὐτῷ ὁλοκληρία» (Ἡσαΐου Α´, 6). Καί, ὅπως ἕνας ὑγιής ἄνθρωπος ἔχει ἀκμαῖον καί ὑγιές τό νευρικό του σύστημα, ἔτσι καί ἡ ψυχή πού ἀγαπᾶ τόν Θεό, ὄχι μόνο παραμένει ἀσυμβίβαστη καί ἀδιάφθορη ἀπό τήν «ἐκκλησία τῶν πονηρευομένων», ἀλλά ταυτοχρόνως ἀντιδρᾶ μέ ἱερό παλμό καί μέ ἅγιο μῖσος ἐναντίον αὐτοῦ τοῦ «Συνασπισμοῦ» τῶν ἀνόμων καί ἀναξίων καί οὐδεμίαν κοινωνίαν μαζί τους ἐπισυνάπτει.
Ἡ ἀγάπη τοῦ καλοῦ, ὁ ζῆλος τῆς ἀρετῆς καί ἡ ἕλξις τῆς ἁγιότητος γίνονται συνάμα μῖσος ἄσπονδον ἀπέναντι τοῦ αἰσχροῦ, τοῦ φαύλου, τῆς διαστροφῆς, τῆς πλάνης, τῆς αἱρέσεως, τοὐτέστιν τοῦ πνευματικοῦ θανάτου.
Σέ ἕναν μάλιστα ἀπό τούς τελευταίους ψαλμούς, εἰς τόν ΡΛΗ´ (στίχ. 21-22), ὅπου ὁ ψαλμωδός ἀντιπαραθέτει τήν ἰδική του ἀθωότητα πρός τήν κακία τῶν ἀσεβῶν γιά νά ζητήσῃ ἀπό τόν Θεό νά τόν ὁδηγήσῃ «ἐν ὁδῷ αἰωνίᾳ», ἀναφέρει, ὑπό τύπον ἐρωτήσεως, μέ τήν θεόπνευστη παρρησία πού τόν χαρακτηρίζει: «Οὐχί τούς μισοῦντάς σε, Κύριε, ἐμίσησα καί ἐπί τούς ἐχθρούς σου ἐξετηκόμην;» (ΡΛΗ´, 21) Δηλαδή, δέν ἐμίσησα Κύριε αὐτούς οἱ ὁποῖοι σέ μισοῦν καί ἐκ τοῦ ζήλου μου δέν ἔλειωσα ὅπως τό κερί λόγῳ τῆς ἀποστροφῆς μου πρός τούς ἐχθρούς σου; Καί προσθέτει μέ καρδίαν πάλλουσαν ἀπό ἱεράν ἀγανάκτησιν, ἀλλά καί ἀπό ἠφαιστιώδη ἀγάπη: «Τέλειον μῖσος ἐμίσουν αὐτούς, εἰς ἐχθρούς ἐγένοντό μοι» (ΡΛΗ´, 22 ).
Ὄχι, δέν κηρύσσομε μῖσος πρός τά πρόσωπα, ἀλλά μισοῦμε τήν ἁμαρτία, μισοῦμε τήν Πλάνη καί τήν Αἵρεσι, ὅπως καί ὁ ἰατρός πού ἀγαπᾶ τόν ἀσθενῆ, ἀλλά ἐκδιώκει καί ἀφανίζει τήν ἀσθένεια. Ἀκριβῶς δέ, ἐπειδή τόν ἀγαπᾶ, ὅταν κρίνῃ ὅτι χρειάζεται νά ἐπέμβῃ, τόν ἀπομονώνει, τοῦ καυτηριάζει τήν πληγή, τόν ἐγχειρίζει καί τοῦ ἀποκόπτει τά σεσηπότα μέλη γιά νά σώσῃ τόν ἴδιον τόν ἄνθρωπον.
Ἀλλά, τί ἔτι χρείαν ἔχομεν μαρτύρων, ὅταν γι᾽ αὐτούς τούς θεοφόρους Πατέρας μας, τούς θεηγόρους Ὁπλίτας παρατάξεως Κυρίου, πού ἔφθασαν ἕως τίς ἀπρόσιτες κορυφές, τόσον τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, ὅσον καί τῶν ἀνθρώπων, καί μάλιστα καί αὐτῶν τῶν ἐχθρῶν των, ἡ Ἁγία μας Ἐκκλησία, γιά νά ἐξάρῃ τήν ποιμαντική τους διακονία καί τό χάρισμα τῆς διακρίσεως, πανηγυρικῷ τῷ τρόπῳ ψάλλει εἰς τήν ἱεράν των μνήμην: «Ὅλην συλλεξάμενοι, ποιμαντικήν ἐπιστήμην καί θυμόν κινήσαντες, νῦν τόν δικαιώτατον ἐνδικώτατα...»;
Αὐτοί λοιπόν οἱ Προφῆτες καί οἱ Δίκαιοι, αὐτοί οἱ Ἅγιοι, αὐτοί οἱ Μάρτυρες καί Ὅσιοι κατήρτιζαν μίαν καρδίαν πού ἐφλογίζετο ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί ταυτοχρόνως ἀντιδροῦσαν μέ ὅλες τους τίς δυνάμεις ἐναντίον τῆς κακίας, ἐναντίον τῶν πλανεμένων αἱρετικῶν καί ὅλων ὅσων μισοῦσαν τήν ἀλήθεια καί λοιδοροῦσαν τήν Ἁγίαν μας Ὀρθοδοξία, τοὐτέστιν τήν «Μίαν, Ἁγίαν, Καθολικήν καί Ἀποστολικήν Ἐκκλησίαν».
Καί, ὁπωσδήποτε, εἶναι τουλάχιστον ἀνόητο καί σίγουρα προδοτικό τό νά ἰσχυρίζωνται κάποιοι ὅτι διαθέτουν περισσότερο σύνεσι, ἀγάπη, διάκρισι καί ποιμαντική ἐπιστήμη ἀπό τούς Πατέρας καί διά τῶν ἔργων των νά ἀποδέχωνται, νά συνεργάζωνται καί να ἀποτελοῦν μέλη «ἐκκλησίας πονηρευομένων».
Ἐάν ὅμως ἐπιμένουν, ἐάν συνεχίζουν νά παραμένουν, εἴτε ὡς ἁπλοί παρατηρητές, εἴτε ὡς ἐνεργά μέλη εἰς τά «Καϊαφικά Συνέδρια», δέν θά ἀργήσουν νά ἀπολαύσουν τούς καρπούς τῆς ἐπιλογῆς των.
Ἐμεῖς δέ, ἄς πορευώμεθα μετά ζήλου ἱεροῦ καί ἁγίας διακρίσεως, τήν ὁδόν τῶν ἁγίων καί θεοφόρων Πατέρων. Τῶν λαμπρῶν αὐτῶν προσωπικοτήτων, πού πορεύονταν ἐκ δυνάμεως εἰς δύναμιν, ἀναμέλποντας τόν παιᾶνα τῆς πρός Χριστόν ἀγάπης. Αὐτῆς τῆς ἀγάπης γιά τήν ὁποίαν «ζῶμεν καί κινούμεθα καί ἐσμέν» (Πράξ. Ἀπ. ΙΖ´, 28).
«Ἐμίσησα ἐκκλησίαν πονηρευομένων» καί ἠγάπησα τήν Ἀλήθειαν, τοὐτέστιν την «Μίαν Ἁγίαν Καθολικήν καί Ἀποστολικήν Ἐκκλησίαν»!
πηγή: