μήνυμα

μήνυμα

Πέμπτη 16 Ιανουαρίου 2020

Η ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΑΝΤΙΔΡΑΣΗ ΣΤΗΝ ΨΕΥΔΟΣΥΝΟΔΟ ΤΗΣ ΛΥΩΝ (1274) ΚΑΙ Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΑΔΡΑΝΕΙΑ .

ΣΧΟΛΙΟ ΔΙΚΟ ΜΑΣ: Ακουσάτωσαν ταύτα και πάντες οι τοις αιρετικοίς και σχισματικοίς κοινωνούντες.
π. Φώτιος Βεζύνιας

Αποτέλεσμα εικόνας για οι επί βέκκου ομολογητές"

Πρωτοπρεσβ. Ἄγγελος Ἀγγελακόπουλος 
15-01-2020

Στό παρόν κείμενο θά ἐπιχειρήσουμε νά παραθέσουμε κάποιες λίαν ἀξιοπρόσεκτες καί ἀξιοσημείωτες ἁγιοπατερικές θέσεις καί ἀπαντήσεις σέ θέματα, πού ἀπασχολοῦν τήν ἐκκλησιαστική ἐπικαιρότητα, ὅπως ἡ κοινωνία μέ ἀκοινωνήτους, ἡ σημασία τῆς μνημονεύσεως, ἡ μνημόνευση αἱρετικῶν καί οἱ συνέπειές της, ἡ οἰκονομία καί ὁ 15ος Ἱερός Κανών τῆς ΑΒ΄ Συνόδου. Ὡς κύρια πηγή θά χρησιμοποιήσουμε τό βιβλίο «Archives de lorient chretien 16, Dossier Grec de lunion de Lyon (1273-1277) par V. Laurent et J. Darrouzes, Institut Français detudes Byzantines, Paris 1976», δηλ. «Ἀρχεία τῆς χριστιανικῆς Ἀνατολῆς 16, Ἑλληνικό ἀρχεῖο τῆς ἕνωσης τῆς Λυών (1273-1277) ἀπό τούς V. Laurent καί J. Darrouzes, Γαλλικό Ἰνστιτούτο Βυζαντινῶν Σπουδῶν, Παρίσι 1976» καί ἰδίως τήν ἐπιστολή τῶν Ἁγιορειτῶν Πατέρων ἐπί αὐτοκράτορος Μιχαήλ Η΄ τοῦ Παλαιολόγου καί Πατριάρχου Ἰωάννου ΙΑ΄ Βέκκου τῶν λατινοφρόνων.


1.                  Τό ἱστορικό πλαίσιο

Τό 1261 μετά ἀπό ἑξῆντα σχεδόν χρόνια δουλείας, ἔγινε ἡ ἀνάκτηση καί ἀπελευθέρωση τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἀπό τούς σταυροφόρους. Ὁ αὐτοκράτορας Μιχαήλ Η΄ ὁ Παλαιολόγος, γιά νά ἀποφύγει νέα ἐκστρατεία τῶν σταυροφόρων ἐναντίον τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας, θέλησε νά ἀποσπάσει τήν εὔνοια καί φιλία τοῦ αἱρεσιάρχου Πάπα Γρηγορίου Ι΄. Τό ἐνέχυρο, πού θά δινόταν, καί τό πρός θυσίαν σφάγιο, τό ὁποῖο θά κατατίθονταν στόν παπικό βωμό, ἦταν φυσικά ἡ Ὀρθοδοξία, ἡ ὁποία ἔπρεπε νά ὑποταχθεῖ στόν Παπισμό, ἀναγνωρίζοντας τήν αἵρεση τοῦ «Filioque», τήν παπική ἐξουσία καί αὐθεντία ἐφ’ ὅλης τῆς Ἐκκλησίας, τά ἄζυμα στή Θεία Λειτουργία καί ὅ,τι ἄλλο ἀξίωναν οἱ Πάπες. Ὁ αὐτοκράτορας, γιά νά πετύχει τόν σκοπό του, ἔπρεπε νά ἔχει σύμμαχο καί ὁμόφρονα καί τόν Πατριάρχη. Πατριάρχης τότε ἦταν ὁ Ἰωσήφ, ἄνδρας κατά πάντα ὀρθόδοξος, ἀντιτιθέμενος στήν κακή καί ψευδή ἕνωση Ὀρθοδοξίας και Παπισμοῦ, καί ὑπέρμαχος τῆς καλῆς και ἀληθοῦς ἑνώσεως.

Τό 1274 ἔγινε στή Λυών τῆς Γαλλίας παπική ψευδοσύνοδος (ἡ 14η Οἰκουμενική Σύνοδος τοῦ Παπισμοῦ), στήν ὁποία ἔστειλε ἀντιπροσωπεία ὁ αὐτοκράτορας, χωρίς τήν συγκατάθεση τοῦ Πατριάρχου. Οἱ  Ὀρθόδοξοι ἀντιπρόσωποι δέχθηκαν τήν ψευδοένωση μέ τόν Πάπα. Ἐν συνεχείᾳ, ὁ αὐτοκράτορας, προκειμένου νά ἑδραιωθεῖ ἡ ψευδοένωση, ἄρχισε νά ἐξορίζει καί νά βασανίζει ποικιλοτρόπως τούς Ὀρθοδόξους. Ὑπέστησαν τά πάνδεινα οἱ φανεροί καί ἀφανεῖς ὁμολογητές τῆς πίστεως, διότι δέν δέχονταν νά ἀναγνωρίσουν τά τρία κεφάλαια, δηλαδή τό πρωτεῖο, τό ἔκκλητο καί τήν μνημόνευση τοῦ Πάπα κατά τήν τάξιν τῆς μνημονεύσεως τῶν ὀρθοδόξων Πατριαρχῶν.

Μετά τήν ἐξορία τοῦ Πατριάρχου Ἰωσήφ κατά τό ἔτος 1275 μέ τήν προτροπή τοῦ αὐτοκράτορα, ἀναβιβάσθηκε Πατριάρχης ὁ λατινόφρων καί ὁμόφρονάς του Ἰωάννης ΙΑ΄ ὁ Βέκκος. Κατ’ αὐτήν τήν περίοδο καί προκειμένου νά ἔχει βοήθεια ἀπό τούς Λατίνους, ὁ αὐτοκράτορας πίεζε ὅλους νά ἀποδεχθοῦν τήν ψευδοένωση, ἐξαιρέτως δέ τούς ἐν τῷ Ἁγίῳ Ὄρει τοῦ Ἄθω ἀσκουμένους μοναχούς.

Ἡ ἐπιστολή, πού ἀπέστειλαν οἱ Ἁγιορεῖτες Πατέρες στόν αὐτοκράτορα, εἶναι ὄντως, ὄχι μόνο ἕνα ὁμολογιακό κείμενο, ἀλλά καί ἕνας ἀπλανής ὁδηγός πρός σωτηρίαν ἐν καιρῷ αἱρέσεως καί κινδυνευούσης πίστεως, στήν ὁποία ἀναφέρονται σέ ὅλα τά παραπάνω θέματα, πού μᾶς ἀπασχολοῦν.

2. Ἡ κοινωνία μέ ἀκοινωνήτους. Ὑπόδικοι ἔναντι τῶν Θείων Κανόνων ὅσοι ἔχουν κοινωνία μέ ἀκοινωνήτους.

Οἱ Ἁγιορεῖτες μοναχοί στήν ἐπιστολή τους ἀναφέρονται στό θέμα τῆς κοινωνίας μέ ἀκοινωνήτους καί ὀνομάζουν ὑποδίκους ἔναντι τῶν ἱερῶν Κανόνων ὅσους ἔχουν κοινωνία μέ ἀκοινώνητους. 

Λέγουν : «Πῶς γοῦν θεμιτόν καί θεάρεστον ἑνωθῆναι τοῖς τοιούτοις ἡμᾶς, ὧν δικαίως καί κανονικῶς ἐξεκόπημεν, ἀμεταβλήτως ἔχουσι τῶν αἱρέσεων; Εἰ τοῦτο καταδεξόμεθα, τό ὀρθόδοξον καί ἐν ἑνί τό πᾶν ἀνατρέπομεν καί ἐν ὅσοις οἱ ἀναξίως δεχόμενοι ἀνατρέπουσιν. Λέγουσι γάρ οἱ θεῖοι καί ἱεροί κανόνες˙ «Εἴ τις ἀκοινωνήτῳ κἄν ἐν οἴκῳ συνεύξηται, ἀφοριζέσθω», καί ἀλλαχοῦ˙ «Ὁ ἀκοινωνήτοις συγκοινωνῶν ἀκοινώνητος ἔσται, ὡς συγχέων τόν κανόνα τῆς ἐκκλησίας», καί πάλιν˙ «Ὁ αἱρετικόν δεχόμενος τοῖς αὐτοῦ ἐγκλήμασιν ὑπόκειται». Ἐν ὅσοις γοῦν οὗτοι ἐγκαλούμενοι ὑπό εὐθύνας εἰσί, τοῖς αὐτοῖς ἅπασι καί ἡμεῖς, εἰ καταδεξοίμεθα, παρά τῶν θείων κανόνων τῶν ἐν Πνεύματι ἀποφαινομένων ὑπόδικοι γινόμεθα»[1].

Δηλ. «Πῶς εἶναι, λοιπόν, νόμιμο καί θεάρεστο νά ἑνωθοῦμε μέ ἐκείνους, ἀπό τούς ὁποίους ἀποκοπήκαμε δίκαια καί κανονικά, ἐφ’ὅσον παραμένουν ἀμετάβλητοι στίς αἱρέσεις τους; Ἐάν τό δεχθοῦμε αὐτό, ἀνατρέπουμε μονομιᾶς τά πάντα καί καταργοῦμε τήν Ὀρθοδοξία καί μάλιστα σ’ἐκεῖνα τά σημεῖα, πού τήν ἀνατρέπουν καί αὐτοί, πού γίνονται ἀποδεκτοί τώρα ἀναξίως. Διότι, οἱ Θεῖοι καί Ἱεροί Κανόνες λέγουν : «Ὅποιος συμπροσευχηθεῖ μέ ἀκοινώνητο, ἀκόμη καί μέσα σέ σπίτι, νά ἀφορίζεται»[2] ( 10ος Ἀποστολικός). Καί σέ ἄλλο μέρος : «Ὅποιος κοινωνεῖ μέ ἀκοινωνήτους, νά εἶναι ἀκοινώνητος, ἐπειδή συγχέει καί παραβαίνει τούς Κανόνες τῆς Ἐκκλησίας»[3] (2ος τῆς ἐν Ἀντιοχείᾳ.). Καί παλι : «Ὅποιος δέχεται τόν αἱρετικό, ὑπόκειται στίς ἴδιες κατηγορίες μ’ἐκεῖνον».  Ἄν, λοιπόν, δεχθοῦμε τήν ψευδοένωση, θά γίνουμε καί ἐμεῖς ὑπόδικοι ἀπέναντι στούς Θείους Κανόνες, πού ἀποφαίνονται ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι γιά ὅλα ὅσα καί αὐτοί κατηγοροῦνται καί εἶναι ὑπεύθυνοι».

3. Ἡ κοινωνία διά τῆς μνημονεύσεως. Μέγα ψεῦδος ἡ μνημόνευση αἱρετικῶν ὡς ὀρθοδόξων. Ἀπομάκρυνση ἀπό τούς μνημονεύσαντες.

Στή συνέχεια, οἱ Ἁγιορεῖτες Πατέρες ἀναφέρονται στό ἀδύνατον τῆς μνημονεύσεως τοῦ αἱρεσιάρχου Πάπα στήν Θεία Λειτουργία, διότι αὐτό ἀποτελεῖ μέγα ψεῦδος καί ἀνίερο θέατρο, πού παίζεται ἐνώπιον τοῦ ἱεροῦ θυσιαστηρίου. Ἐπίσης, συμβουλεύουν τους ὀρθοδόξους νά ἀπομακρυνθοῦν ἀμέσως ἀπό τήν ἐκκλησιαστική κοινωνία, αὐτῶν πού μνημόνευσαν τόν Πάπα, διότι αὐτοί θεωροῦνται πλέον ἱεροκάπηλοι.   

Λέγουν : «Εἰ δέ ἁπλῶς ἐν ὁδῷ χαίρειν αὐτῷ κωλυόμεθα λέγειν, εἰ τό εἰσάγειν εἰς οἰκίαν κοινήν εἱργόμεθα, πῶς οὐκ ἐν οἰκίᾳ, ἀλλ’ἐν ναῷ Θεοῦ, ἀλλ’ ἐν αὐτοῖς τοῖς ἀδύτοις, ἐπί τῆς μυστικῆς καί φρικτῆς τραπέζης τοῦ Υἱοῦ ἀμώμου, ἵνα ἡμᾶς ἐξιλάσηται τῷ Πατρί καί ἑαυτῷ καί τάς ἁμαρτίας ἡμῶν διά τοῦ ἰδίου αἵματος καθαρίσῃ ὁ ἀναμάρτητος; Ποῖος ᾃδης ἐξερεύξηται τό μνημόσυνον τοῦ παρά τοῦ ἁγίου Πνεύματος ἐκκοπέντος ἀξίως, ὡς κατά Θεοῦ καί τῶν θείων τραχηλιάσαντος, καί διά τοῦτο ἐχθρός τοῦ Θεοῦ γενήσεται; Εἰ γάρ τό ἁπλῶς χαίρειν εἰπεῖν κοινωνίαν δίδωσι τοῖς ἔργοις τοῖς πονηροῖς, πόσον ἡ διάτορος αὐτοῦ μνημοσύνη καί ταῦτα αὐτῶν τῶν θείων μυστηρίων φρικτῶς προκειμένων; Εἰ δέ ὁ προκείμενός ἐστιν ἡ αὐτοαλήθεια, πῶς ἄν τό μέγα ψεῦδος τοῦτο δέχηται εἰκάζειν εἰκός, τό συντάττειν αὐτόν ὡς ὀρθόδοξον πατριάρχην μετά τῶν λοιπῶν ὀρθοδόξων πατριαρχῶν. Ἐν καιρῷ φρικτῶν μυστηρίων σκηνικῶς παίξομεν καί τό μή ὄν ὡς ὄν ὑποκρινώμεθα; Καί πῶς ταῦτα ἀνέξεται ὀρθόδοξος ψυχή, καί οὐκ ἀποστήσεται τῆς κοινωνίας τῶν μνημονευσάντων αὐτίκα καί ὡς καπηλεύσαντας τά θεῖα τούτους ἡγήσεται»[4];

Δηλ. «Ἄν, λοιπόν, ἐμποδιζόμαστε νά χαιρετᾶμε τόν αἱρετικό ἁπλά στόν δρόμο καί ἄν δέν μᾶς ἐπιτρέπεται νά τόν βάλουμε σ’ἕνα συνηθισμένο σπίτι, πῶς δέν εἶναι ἀνεπίτρεπτο νά τόν εἰσάγουμε, ὄχι σέ σπίτι, ἀλλά στόν ναό τοῦ Θεοῦ καί μάλιστα σ’αὐτά τά ἴδια τά ἄδυτα, πάνω στήν μυστική καί φρικτή (Ἁγία) Τράπεζα τοῦ ἀμώμου Υἱοῦ, ἔτσι ὥστε ὁ ἀναμάρτητος (Υἱός) νά μᾶς ἐξιλεώσει στόν Πατέρα καί τόν Ἑαυτό Του καί νά καθαρίσει τίς ἁμαρτίες μας μέ τό ἴδιο τό Αἷμα Του; Ποιός ᾃδης θά ἀναφωνήσει τήν μνημόνευση τοῦ Πάπα, ὁ ὁποῖος ἀποκόπηκε δίκαια ἀπό τό Ἅγιον Πνεῦμα, ἐξ αἰτίας τῆς αὐθάδειάς του ἐναντίον τοῦ Θεοῦ καί τῶν θείων Μυστηρίων, καί θά γίνει μ’αὐτόν τόν τρόπο ἐχθρός τοῦ Θεοῦ; Διότι, ἄν ἀκόμη καί ὁ ἁπλός χαιρετισμός μᾶς καθιστᾶ κοινωνούς τῶν πονηρῶν ἔργων αὐτοῦ, πού χαιρετᾶμε, πόσο μᾶλλον ἡ μνημόνευσή του ἐκφώνως καί μάλιστα τήν στιγμή, πού ἀντικρύζουμε μέ φρίκη τά θεῖα Μυστήρια; Ἄν αὐτός ὁ Ἴδιος, πού βρίσκεται μπροστά μας, εἶναι ἡ Αὐτοαλήθεια, πῶς εἶναι δυνατόν νά ἀνεχθεῖ ἕνα τόσο μεγάλο ψεῦδος, τό νά συγκατατάσσεται δηλ. ὁ Πάπας μεταξύ τῶν λοιπῶν Ὀρθοδόξων Πατριαρχῶν; Μήπως θά παίξουμε θέατρο κατά τόν καιρό τῶν φρικτῶν Μυστηρίων καί θά ὑποκριθοῦμε ὅτι εἶναι ὑπαρκτό, αὐτό πού δέν ὑπαρκτό; Καί πῶς θά τά ἀνεχθεῖ αὐτά ἡ ψυχή τοῦ Ὀρθοδόξου καί δέν θά ἀπομακρυνθεῖ ἀμέσως ἀπό τήν ἐκκλησιαστική κοινωνία αὐτῶν, πού τόν μνημόνευσαν, καί δέν θά τούς θεωρήσει ἱεροκαπήλους»;

4. Ἡ σημασία τῆς μνημονεύσεως τοῦ ὀνόματος τοῦ Ἀρχιερέως κατά τήν Θεία Λειτουργία. Ὁ διά τῆς μνημονεύσεως τῶν αἱρετικῶν μολυσμός.

Στὸ σημεῖο αὐτὸ οἱ Ἁγιορεῖτες Πατέρες ἐξηγοῦν γιὰ ποιό λόγο μνημονεύουμε τὸ ὄνομα τοῦ Ἀρχιερέως κατὰ τὴν Θεία Λειτουργία. Αὐτὸ γίνεται, ὄχι γιατὶ, χωρὶς τὴν μνημόνευση τοῦ ὀνόματος τοῦ Ἀρχιερέως, δὲν ἐπιτελεῖται τὸ μυστήριο, κατὰ τὴν σφαλερὴ γνώμη μερικῶν συγχρόνων οἰκουμενιστῶν, ἀλλὰ, γιὰ νὰ φανεῖ ἡ «τέλεια συγκοινωνία» καί ἡ ταυτότητα πίστεως τοῦ μνημονεύοντος καὶ τοῦ μνημονευομένου. Ἀναφέρουν μάλιστα καὶ τὴν ἐξήγηση τῆς Θείας Λειτουργίας τοῦ Θεοδώρου Ἀνδίδων, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία ὁ ἱερουργὸς ἀναφέρει τὸ ὄνομα τοῦ Ἀρχιερέως, γιὰ νὰ δείξει ὅτι κάνει ὑπακοὴ στὸν προϊστάμενό του, ὅτι ἔχει τὴν ἴδια πίστη μ’ αὐτὸν καὶ ὅτι εἶναι διάδοχος τῶν θείων Μυστηρίων. Ἄς προσέξουμε ἐδῶ ὅτι γίνεται λόγος γιά μολυσμό, ὁ ὁποῖος ἐννοεῖται, ὄχι βεβαίως ὡς μολυσμός τῶν μυστηρίων, ἀλλά ὡς ἡ ἐκκλησιαστική κοινωνία, πού προέρχεται ἀπό τήν μνημόνευση τοῦ ὀνόματος τοῦ αἱρετικοῦ.  

Λέγουν : «Ἄνωθεν γάρ ἡ τοῦ Θεοῦ ὀρθόδοξος ἐκκλησία τήν ἐπί τῶν ἀδύτων ἀναφοράν τοῦ ὀνόματος τοῦ ἀρχιερέως συγκοινωνίαν τελείαν ἐδέξατο τοῦτο˙ γέγραπται γάρ ἐν τῇ ἐξηγήσει τῆς θείας λειτουργίας ὅτι ἀναφέρει ὁ ἱερουργῶν τό τοῦ ἀρχιερέως ὄνομα, «δεικνύων καί τήν πρός τό ὑπερέχον ὑποταγήν καί ὅτι κοινωνός ἐστιν αὐτοῦ τῆς πίστεως καί τῶν θείων μυστηρίων διάδοχος». Καί ὁ μέγας πατήρ ἡμῶν καί ὁμολογητής Θεόδωρος ὁ Στουδίτης ταῦτα λέγει πρός τινα διά τῆς τιμίας αὐτοῦ ἐπιστολῆς˙ «Ἔφης δέ μοι ὅτι δέδοικας εἰπεῖν τῷ πρεσβυτέρῳ σου μή ἀναφέρειν τόν αἱρεσιάρχην˙ καί τί περί τούτου εἰπεῖν σοι τό παρόν οὐ καταθαρρῶ, πλήν ὅτι μολυσμόν ἔχει ἡ κοινωνία ἐκ μόνου τοῦ ἀναφέρειν αὐτόν, κἄν ὀρθόδοξος εἴη ὁ ἀναφέρων». Ταῦτα δέ ὁ πατήρ, πρό δέ τούτου καί ὁ Θεός τοῦτο ἐσήμανεν, οὕτως εἰπών˙ «Ἱερεῖς ἠθέτουν νόμον μου καί ἐβεβήλουν τά ἅγιά μου – πῶς; - ὅτι βεβήλοις καί ὁσίοις οὐ διέστελλον, ἀλλ’ἧν αὐτοῖς ἅπαντα κοινά». Τί τούτων φωτεινότερον καί ἀληθέστερον»[5];

Δηλ. «Ἄλλωστε, ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ δεχόταν ἀπό παλαιά τήν ἀναφορά τοῦ ὀνόματος τοῦ Ἀρχιερέως ἐνώπιον τῶν ἁγίων Μυστηρίων ὡς τελεία συγκοινωνία. Διότι, ἔχει γραφεῖ στήν ἑρμηνεία τῆς Θείας Λειτουργίας ὅτι ὁ λειτουργός ἀναφέρει τό ὄνομα τοῦ Ἀρχιερέως, γιά νά δείξει ὅτι ὑποτάσσεται στόν ἀνώτερό του, ὅτι εἶναι κοινωνός του καί ὅτι ἔχει δεχθεῖ δι’αὐτοῦ τήν πίστη καί τήν χάρι τῆς ἱερουργίας τῶν Μυστηρίων. Καί ὁ μεγάλος πατέρας μας καί ὁμολογητής Θεόδωρος Στουδίτης λέγει τά ἑξῆς πρός κάποιον μέσῳ τῆς τιμίας του ἐπιστολῆς : «Μοῦ εἶπες ὅτι φοβᾶσαι νά πεῖς στόν πρεσβύτερό σου νά μήν ἀναφέρει τόν αἱρεσιάρχη. Σχετικά μ’αὐτό δέν θά διστάσω νά σοῦ πῶ τό ἑξῆς˙ ὅτι μολυσμό ἔχει ἡ κοινωνία καί μόνο, πού τόν ἀναφέρει, παρ’ὅλο πού μπορεῖ αὐτός, πού τόν ἀναφέρει, νά εἶναι ὀρθόδοξος». Αὐτά λέγει ὁ πατέρας (Θεόδωρος Στουδίτης). Ἀλλά, καί πρίν ἀπ’αὐτόν καί ὁ Θεός τό φανέρωσε, λέγοντας τό ἑξῆς : «Οἱ Ἱερεῖς ἀθέτησαν τόν νόμο μου καί βεβήλωσαν τά ἅγιά μου»[6]. Μέ ποιόν τρόπο τό ἔκαναν αὐτό; Μέ τό νά μήν κάνουν διάκριση μεταξύ βεβήλων καί ὁσίων ἀνθρώπων, ἀλλά νά ἔχουν τά πάντα κοινά μέ ὅλους˙ καί ποιό ἄλλο ἐναργές καί ἀληθινό παράδειγμα ἀπ’αὐτό χρειαζόμαστε»;

5. Δέν χωρᾶ οἰκονομία στήν μνημόνευση αἱρετικῶν. Βέβηλη οἰκονομία. Πῶς θεωροῦνται οἱ μνημονεύοντες αἱρετικούς.

Στή συνέχεια, οἱ Ἁγιορεῖτες Πατέρες ἀποδεικνύουν ὅτι ἡ μνημόνευση αἱρετικοῦ Ἐπισκόπου στή Θεία Λειτουργία δέν μπορεῖ καθόλου νά νοηθεῖ σάν οἰκονομία. Ἀντιθέτως, εἶναι βεβήλωση τοῦ μυστηρίου, ἀπώθηση ἀπ’ αὐτό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἄρνηση τῆς υἱοθεσίας καί τῆς ἀφέσεως τῶν ἁμαρτιῶν καί ἔκπτωση ἐκ τῆς ἀληθοῦς καί ὀρθοδόξου πίστεως. Εἶναι ἄξιο πάσης προσοχῆς τό γεγονός ὅτι οἱ Ἁγιορεῖτες Πατέρες θεωροῦν ὅτι οἱ μνημονεύοντες αἱρετικό συγκοινωνοῦν μέ ὅλους τούς αἱρετικούς, εἶναι ὁμολογουμένως ἀσυγχώρητοι καί ἀκοινώνητοι καί ὑπόδικοι γιά ὅλες τίς θεοστυγεῖς αἱρέσεις ἐκείνων, καί γεμάτοι ἀπό κάθε αἵρεση.

Λέγουν : «Ἀλλ’ὡς οἰκονομίαν τοῦτο ποιήσομεν; Καί πῶς δεχθήσεται οἰκονομία τά θεῖα βεβηλοῦσα, κατά τόν τοῦ Θεοῦ εἰρημένον λόγον, καί ἐκ τῶν θείων ἀπωθοῦσα τό τοῦ Θεοῦ Πνεῦμα, καί τῆς ἐντεῦθεν ἀφέσεως τῶν ἁμαρτιῶν καί τῆς υἱοθεσίας τούς πιστούς ἀμετόχους ποιοῦσα; Καί τί ἄν εἴη ταύτης τῆς οἰκονομίας ζημιωδέστερον; Αὕτη κοινωνία αὐτῶν ἐστι πρόδηλος καί ἐν ἑνί τοῦ παντός ὀρθοῦ ἔκπτωσις καί ἀνατροπή. «Ὁ γάρ αἱρετικόν δεχόμενος τοῖς αὐτοῦ ὑπόκειται ἐγκλήμασι», καί˙ «ὁ ἀκοινωνήτοις κοινωνῶν ἀκοινώνητός ἐστιν, ὡς συγχέων τόν κανόνα τῆς ἐκκλησίας», καθά δή καί οὗτοι οἱ γενναῖοι τῇ ἀπειθείᾳ τῶν ἐκκλησιαστικῶν θεσμῶν «καί Ἰουδαίοις καί Ἀρμενίοις καί Ἰακωβίταις καί Νεστοριανοῖς καί Μονοθελήταις καί, ἁπλῶς εἰπεῖν, πᾶσιν αἱρετικοῖς συγκοινωνοῦσι»˙ καί διά τοῦτο μόνον, εἰ μή διά τί ἄλλο, ἀσυγχώρητοι ὁμολογουμένως καί ἀκοινώνητοί εἰσι καί πᾶσιν ὑπόδικοι τῶν ἐκείνων θεοστυγέσιν αἱρέσεσιν. Εἰκός δέ καί ἐντεῦθεν, ἐκ τοῦ μή διαστέλλεσθαι τῶν αἱρετικῶν δηλαδή, κατά τόν τῆς ἐκκλησίας κανόνα καί τόν τοῦ Θεοῦ ἄνωθεν νόμον, πάσης ἀνάπλεοι αἱρέσεως ἐγένοντο, καί οὐκ ἄλλοθεν»[7].

Δηλ. «Ἤ μήπως νά κάνουμε τήν ἕνωση σάν ἕνα εἶδος οἰκονομίας; Καί πῶς νά γίνει δεκτή μία οἰκονομία, ἡ ὁποία βεβηλώνει τά θεῖα Μυστήρια, κατά τόν θεῖο λόγο, πού προαναφέραμε, καί ἀπωθεῖ ἀπ’αὐτά τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ καί στερεῖ ἀπό τούς πιστούς τήν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν καί τήν Χάρι τῆς υἱοθεσίας, πού πηγάζει ἀπ’αὐτά τά Μυστήρια; Καί τί πιό ἐπιβλαβές ἀπό μία τέτοια οἰκονομία; Αὐτή εἶναι φανερή κοινωνία μ’αὐτούς καί μ’ἕνα λόγο ἔκπτωση καί ἀνατροπή κάθε ὀρθοῦ. «Διότι, αὐτός, πού δέχεται αἱρετικό, ὑπόκειται στίς ἴδιες κατηγορίες μ’ἐκεῖνον» καί «αὐτός, πού κοινωνεῖ μέ ἀκοινωνήτους, εἶναι ἀκοινώνητος, ἐπειδή συγχέει καί παραβαίνει τούς Κανόνες τῆς Ἐκκλησίας». Ἐπειδή καί αὐτοί οἱ γενναῖοι, ἐξαιτίας τῆς ἀπείθειάς τους στούς ἐκκλησιαστικούς θεσμούς, «συγκοινωνοῦν καί μέ τούς Ἰουδαίους καί μέ τούς Ἀρμενίους καί μέ τούς Ἰακωβῖτες καί μέ τούς Νεστοριανούς καί μέ τούς Μονοθελήτες καί, γιά νά μιλήσουμε γενικά, μέ ὅλους τούς αἱρετικούς». Καί γι’αὐτό μόνο, ἄν ὄχι γιά κάτι ἄλλο, εἶναι ἀσυγχώρητοι ὁμολογουμένως καί ἀκοινώνητοι καί ὑπόδικοι γιά ὅλες τίς θεοστυγεῖς αἱρέσεις ἐκείνων. Καί εἶναι φυσικό ἐπακόλουθο, ἀπ’αὐτό καί μόνο καί ὄχι ἀπό ἀλλοῦ, δηλαδή ἀπό τό νά μήν διέστειλλαν (ξεχώρισαν) τούς ἑαυτούς τους ἀπό τούς αἱρετικούς, σύμφωνα μέ τόν κανόνα τῆς Ἐκκλησίας καί τόν νόμο τοῦ Θεοῦ, πού μᾶς ἔχει παραδοθεῖ ἀπό πάνω, ἀπό τόν οὐρανό, νά γέμισαν ἀπό κάθε αἵρεση».

Στό ἴδιο πνεῦμα μέ τούς Ἁγιορεῖτες Πατέρες, ὅσον ἀφορᾶ τό θέμα τῆς οἰκονομίας, κινεῖται καί ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως κυρός Μιχαήλ ὁ Ἀγχιάλων στόν διάλογό του πρός τόν πορφυρογέννητο βασιλέα Μανουήλ τόν Κομνηνό.

Ὁ Βασιλεύς τοῦ λέγει : «Ἀλλ’ «οἰκονομεῖν ἐν κρίσει» δέον τά πράγματα – οὐ γάρ μόνον τούς λόγους – καί κιρνᾶν τῇ αὐστηρίᾳ τήν ἐπιείκιαν». Δηλ. «Ἀλλά, πρέπει νά οἰκονομήσουμε μέ διάκριση τά πράγματα» - ὄχι μόνο τούς λόγους - καί νά ἀναμίξουμε στήν αὐστηρότητα τήν ἐπιείκια».

Ὁ Πατριάρχης τοῦ ἀπαντᾶ : «Ἐν ἄλλοις τοῦτο». Δηλ. «Σέ ἄλλα θέματα αὐτό μπορεῖ νά γίνει».

Ὁ Βασιλεύς τοῦ λέγει : «Κἄν τοῖς θείοις αὐτοῖς». Δηλ. «Καί στά θεῖα πράγματα».

Καί ὁ Πατριάρχης τοῦ ἀπαντᾶ : «Οὕτω σύ, ἀλλ’οὔχ ὁ πολύς καί μέγας Βασίλειος˙ τοὐναντίον δ’ἅπαν μηδέ τό βραχύτατον παραθραύειν διά λόγον οἰκονομίας τῶν πνευματικῶν ἐνομοθέτησε διατάξεων. Καί μάλα εἰκότως˙ οὐ γάρ ἄν τις κρεῖττον οἰκονομοίη τοῦ τό πᾶν ἐπιβλέποντος, καί διόλου δέον ἐχομένους αὐτοῦ καταλιμπάνειν τά καθ’ἡμᾶς ὅπως ἐκείνῳ οἰκονομοῖτο καί διεξάγοιτο˙ οὕτω γάρ ἄν ὡς ἄριστα φέροιτο. Εἰ δέ τις οἰκονομεῖν ἐγχειροίη χωρίς οἰκονομίας τῆς ἄνωθεν, δι’ὧν τά συμφέροντα πραγματεύεται, διά τούτων λάθῃ ἑαυτῷ τά χείριστα διαθέμενος˙ οὐδέ πόλιν φυλάξει, οὐδ’οἰκονομῆσαί τι δυνηθείη «μή τοῦ Κυρίου οἰκονομοῦντός τε καί φυλάσσοντος, ἀλλά μάτην μέν ἀγρυπνήσει», ἐπί κενοῦ δέ τόν μόχθον εἰς τά θέμεθλα καταβάληται»[8].

Δηλ. «Ἔτσι λές ἐσύ, ἀλλά ὄχι ὁ πολύς καί μέγας Βασίλειος˙ ἐντελῶς ἀντίθετα αὐτός νομοθέτησε νά μήν παραβιάζουμε τό παραμικρό ἀπό τίς πνευματικές διατάξεις γιά λόγους οἰκονομίας. Γιατί δέν θά μποροῦσε νά οἰκονομήσει κανείς καλύτερα ἀπό Αὐτόν, πού ἐπιβλέπει τό πᾶν, καί γενικά πρέπει, ἀκολουθώντας Αὐτόν, νά ἀφήνουμε καθ’ἡμᾶς ὅπως οἰκονομοῦνται καί διεξάγονται ἀπό Ἐκεῖνον. Ἄν, ὅμως, ἐπιχειρεῖ κανείς νά οἰκονομεῖ χωρίς τήν ἄνωθεν οἰκονομία, μέ πράγματα, πού ἐξυπηρετοῦν τά συμφέροντά του, μέ αὐτό, χωρίς νά τό ἀντιληφθεῖ, θά κατορθώσει τά χείριστα. Οὔτε τήν Πόλη θά φυλάξει, οὔτε θά μπορέσει κάτι νά οἰκονομήσει, ἄν ὁ Κύριος δέν οἰκονομεῖ καί δέν φυλάξει, ἀλλά μάταια θά ἀγρυπνήσει καί θά πέσουν στό κενό οἱ κόποι, πού ἔβαλε στά θεμέλια».  

6. Οἱ τραγικές καί φρικτές συνέπειες τῆς μνημονεύσεως αἱρετικοῦ.

Στή συνέχεια, οἱ Ἁγιορεῖτες Πατέρες μᾶς παραθέτουν τίς τραγικές συνέπειες τῆς μνημονεύσεως τοῦ αἱρετικοῦ. Ὅσοι μνημονεύουν αἱρετικούς συγκοινωνοῦν μαζί τους μέ τελειοτάτη κοινωνία καί εἶναι ἕνα μ’αὐτούς˙ πρέπει νά καθαιρεθοῦν καί νά ἀποκηρυχθοῦν˙ στεροῦνται τῆς ἱερωσύνης καί εἶναι ἀποκομμένοι ἀπό τό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας.

Λέγουν : «Ἀλλά τί βλάπτειν μνημονεύειν τοῦ αἱρετικοῦ; Φασίν οἱ θεῖοι καί ἱεροί κανόνες τῶν ἁγίων ἀποστόλων˙ «Εἴ τις ἀκοινωνήτῳ κἄν ἐν οἴκῳ συνεύξηται, οὗτος ἀφοριζέσθω». Οὗτοι δέ οἱ τοῦτο κακῶς καί ἀθέως παρεισφθείραντες τῇ ἐκκλησίᾳ οὐκ ἐν οἴκῳ, ἀλλ’ἐν ναῷ Θεοῦ, αὐτοῦ τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ προκειμένου ἐπί τῆς μυστικῆς καί φρικτῆς τραπέζης, οὐχί τῷ ἀκοινωνήτῳ, ἀλλά τῷ αἱρετικῷ, καί οὐχί μόνῳ τῷ συνεύξασθαι, ἀλλ’ ἐν τελειοτάτῃ κοινωνίᾳ ἐπί τοῦ τῆς ζωῆς ποτηρίου συγκοινωνοῦσι, καί διά τοῦτο ἕν εἰσί μετ’αὐτῶν. Λέγει γάρ καί ἕτερος κανών˙ «Ὁ αἱρετικόν δεχόμενος τοῖς αὐτοῦ ἐγκλήμασιν ὑπόκειται», καί πάλιν ἕτερος τῆς ἐν Καρθαγένῃ ἁγίας συνόδου ρκδ΄˙ «Ὅστις ἐπίσκοπος τούς Δονατιστάς τυχόν οἶδε πρός τήν καθολικήν ἐκκλησίαν μή ὑποκύψαντας, ἤ ἑτέρους αἱρετικούς, καί συγκοινωνήσει αὐτοῖς, λέγων πρός τήν ὀρθοδοξίαν μετατρέψαι αὐτούς, ὁ τοιοῦτος ὡς ψευδόμενος περί τῆς κοινωνίας αὐτῶν καί τήν ἐκκλησίαν τοῦ Θεοῦ ἀπατήσας, ἔσται καθῃρημένος καί ἐκκήρυκτος». Ἐντεῦθεν συνορῶμεν ὅτι οἱ κοινωνήσαντες ἐπίσκοποι τοῖς αἱρετικοῖς καί τήν ἐκκλησίαν τοῦ Θεοῦ καθολικῇ ἀπωλείᾳ ὑποβαλόντες, ἅμα μέν καί τῆς ἱερωσύνης στεροῦνται καί ἐκκήρυκτοι δέ γίνονται, ἥτοι πᾶσι δηλοῖ ὡς ἀποκεκομμένοι τοῦ ὀρθοδόξου σώματος τῆς ἐκκλησίας»[9].

Δηλ. «Ἀλλά, τί βλάπτει τό νά μνημονεύει κανείς τόν αἱρετικό; Λέγουν οἱ θεῖοι καί Ἱεροί Κανόνες τῶν ἁγίων Ἀποστόλων˙ «Ἄν κάποιος μόνο συμπροσευχηθεῖ σέ σπίτι μέ ἀκοινώνητο, αὐτός νά ἀφορίζεται». Αὐτοί, οἱ ὁποῖοι κακῶς καί ἀθέως εἰσήγαγαν, ὄχι μόνο τήν συμπροσευχή, ἀλλά καί τήν μνημόνευση, ὄχι μόνο τοῦ ἀκοινωνήτου, ἀλλά καί τοῦ αἱρετικοῦ στήν Ἐκκλησία, ὄχι σέ σπίτι, ἀλλά στόν ναό τοῦ Θεοῦ, μέσα στόν ὁποῖο βρίσκεται ὁ ἴδιος ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ πάνω στήν μυστική καί φρικτή (Ἁγία) Τράπεζα, αὐτοί συγκοινωνοῦν μέ τελειοτάτη κοινωνία στό ποτήριο τῆς ζωῆς, καί γι’αὐτό εἶναι ἕνα μ’αὐτούς. Γιατί λέγει κι ἄλλος Ἱερός Κανόνας˙ «Αὐτός, ὁ ὁποῖος δέχεται τόν αἱρετικό, ὑπόκειται στίς ἴδιες κατηγορίες μ’ἐκεῖνον». Καί πάλι ἄλλος Ἱερός Κανόνας τῆς ἐν Καρθαγένῃ Ἁγίας Συνόδου[10], ὁ 124ος, λέγει ˙ «Ὅποιος Ἐπίσκοπος τυχόν γνωρίζει ὅτι οἱ Δονατιστές ἤ ἄλλοι αἱρετικοί δέν ἐπέστρεψαν στήν Καθολική (Ὀρθόδοξη) Ἐκκλησία καί συγκοινωνήσει μ’αὐτούς, λέγοντας ὅτι θά τούς μεταστρέψει πρός τήν Ὀρθοδοξία, αὐτός, ἐπειδή εἶπε ψέμματα σχετικά μέ τήν κοινωνία τους καί ἀπάτησε τήν Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ, νά εἶναι καθηρημένος καί ἀποκηρυγμένος». Ἀπό αὐτό βγάζουμε τό συμπέρασμα ὅτι οἱ Ἐπίσκοποι, πού κοινώνησαν μέ τούς αἱρετικούς καί ὑπέβαλαν τήν Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ σέ καθολική ἀπώλεια, ταυτοχρόνως καί τήν ἱερωσύνη στεροῦνται καί γίνονται ἀποκηρυγμένοι, δηλαδή λογίζονται ἀπό ὅλους ὡς ἀποκομμένοι ἀπό τό Ὀρθόδοξο Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας».

Αὐστηρότερη θέση γιά τό θέμα τῆς κοινωνίας καί τῆς μνημονεύσεως αἱρετικοῦ τηρεῖ ὁ Ἀθανάσιος ὁ Β΄, Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας τήν περίοδο τῆς ψευδοσυνόδου τῆς Λυών, ὁ ὁποῖος θεωρεῖ ὅτι ὅσοι ἔχουν ἐκκλησιαστική κοινωνία καί μνημονεύουν τούς αἱρετικούς ὡς ὀρθοδόξους στά Ἱερά Δίπτυχα, βρίσκονται ὑπό κατάρα καί ἀνάθεμα καί εἶναι ἀκοινώνητοι.   

Γράφει σέ ἐπιστολή του : «Οἵτινες δέ παρά ταύτας καί θείας καί σωστικάς παραδόσεις ἤ πιστεύουσιν ἤ πράττουσιν ἤ κακοσχόλως εὐαγγελίζονται τῷ λαῷ τοῦ Χριστοῦ εἰς σύστασιν μέν τῶν οἰκείων ἐρεσχηλιῶν, ἀθέτησιν δέ τῶν θείων καί ἱερῶν συνόδων, εἰς ἀπάτην δέ τῶν ἁπλουστέρων καί ὄλεθρον, ἀνάθεμα, ἀνάθεμα, ἀνάθεμα. Ἀλλά καί οἱ τοῖς τοιούτοις πρός οἱανδήποτε κοινωνοῦντες κοινωνίαν, ἤ κοινωνήσαντες, ἤ τούτων ὡς εὐσεβῶν μνημονεύοντες, ἐπιμενόντων ἔτι αὐτῶν κακογνωμοσύνῃ καί ἀθεότητι, ὑπό κατάραν καί ἀνάθεμα ἔστωσαν, ἔστ’ἄν μετά τούτων αἱροῦνται τήν ἀπό Θεοῦ χωρίζουσαν ἕνωσιν. Εἰ γάρ «ὁ ἀκοινωνήτῳ κἀν ἐν οἴκῳ συνευξάμενος ἀκοινώνητος», ὡς ὁ ἀποστολικός διαγορεύει κανών, πολλῷ μᾶλλον ἀκοινώνητος ὁ ἐπ’ἐκκλησίας αὐτοῖς συνευχόμενος καί τούτων ἐν ἱεροῖς διπτύχοις μνημονεύων ὡς εὐσεβῶν καί τήν αὐτῶν ἐπιφημίζων κακοδοξίαν ὡς ἔννομον, ἥν τό πρίν, ὡς οὐκ ἀντίθεος, χλεύης οὖσαν ἀξίαν ἐχλεύαζε καί κατ’αὐτῆς ὡς εἰκός ἔλεγέ τε καί ἔγραψε. † οἱ καί εἰς τό ἑξῆς μνημονεύσαντες, οὕτω φρονοῦντες, οὕτω πράττοντες †»[11].

Δηλ. «Αὐτοί, οἱ ὁποῖοι ἤ πιστεύουν ἤ πράττουν ἤ εὐαγγελίζονται μέ ἐπιπολαιότητα τόν λαό τοῦ Χριστοῦ ἐνάντια στίς θεῖες αὐτές καί σωστικές παραδόσεις, μέ σκοπό νά συστήσουν τίς δικές τους ἐρεσχελίες (φλυαρίες, μωρολογίες) καί νά ἀθετήσουν τίς θεῖες καί ἱερές συνόδους, γιά νά ἐξαπατήσουν καί νά ἐπιφέρουν τόν ὄλεθρο στούς ἁπλούστερους, αὐτοί ἄς εἶναι ἀνάθεμα (χωρισμένοι ἀπό τόν Κυριο). Ἀλλά καί αὐτοί, οἱ ὁποῖοι κοινωνοῦν μ’αὐτούς μέ ὁποιαδήποτε κοινωνία, ἤ κοινώνησαν ἤ τούς μνημόνευσαν ὡς εὐσεβεῖς, ἐνῶ αὐτοί ἐπιμένουν ἀκόμη στήν κακογνωμοσύνη καί τήν ἀθεότητά τους, αὐτοί νά εἶναι κάτω ἀπό κατάρα καί ἀνάθεμα, διότι ἐπέλεξαν τήν ἕνωση, πού χωρίζει ἀπό τόν Θεό. Γιατί, ἄν «αὐτός, πού συμπροσευχήθηκε μόνο σέ σπίτι μέ ἀκοινώνητο, εἶναι ἀκοινώνητος», ὅπως διαγορεύει ὁ Ἀποστολικός Κανόνας, πολύ περισσότερο εἶναι ἀκοινώνητος αὐτός, ὁ ὁποῖος συμπροσευχήθηκε μ’αὐτούς στήν Ἐκκλησία καί τούς μνημόνευσε ὡς εὐσεβεῖς στά ἱερά δίπτυχα καί ἀνεκήρυξε μέ βοή τήν κακοδοξία τους ὡς νόμιμη, τήν ὁποία προηγουμένως, ἐπειδή δέν ἦταν ἀντίθεος, τήν χλεύαζε, ἐπειδή ἦταν ἄξια χλεύης, καί ἔλεγε καί ἔγραφε φυσικά ἐναντίον της. Αὐτοί, οἱ ὁποῖοι στό ἑξῆς θά μνημονεύσουν, ἔτσι θά φρονοῦν καί ἔτσι θά πράττουν».

7. Ὁ 15ος Κανών τῆς ΑΒ΄ Συνόδου. Ἡ διακοπή μνημονεύσεως δέν εἶναι σχίσμα, ἀλλά ἀπαλλαγή ἀπό τά σχίσματα καί ἐπικράτηση τῆς ἀληθείας.

Ὅσον ἀφορᾶ τόν 15ο Κανόνα τῆς ΑΒ΄ Συνόδου, οἱ Ἁγιορεῖτες μοναχοί στήν ἐπιστολή τους λέγουν τά ἑξῆς ἀποστομωτικά, ἀπευθυνόμενοι σέ ὅσους ἑσφαλμένα θεωροῦν ὅτι ἡ διακοπή μνημονεύσεως εἶναι σχίσμα : «Ἐμπεριέχεται δέ καί ἐν τῷ ιε΄ κανόνι τῆς ἁγίας καί μεγάλης συνόδου, τῆς Πρώτης καί Δευτέρας ἐπονομασθείσης, ὅτι οὐ μόνον ἀνευθύνους εἶναι, ἀλλά καί ἐπαινετέους τούς ἀποσχίζοντας ἑαυτούς καί πρό συνοδικῆς καταδίκης ἀπό τῶν δημοσίᾳ διδασκόντων αἱρετικά διδάγματα καί ὄντως προφανῶς αἱρετικῶν˙ οὐ γάρ ἀπέσχισαν ἑαυτούς ἀπό ἐπισκόπων, ἀλλ’ἀπό ψευδεπισκόπων καί ψευδοδιδασκάλων˙ καί τό παρά τούτων γεγονός ἐπαίνου ἄξιον καί προσῆκον ὀρθοδόξοις χριστιανοῖς, καί ὡς οὐ σχίσμα τοῦτο ἐκκλησίας, ἀλλά μᾶλλον μερισμῶν ἀπαλλαγή καί τῆς ἀληθείας ἐπικράτησις»[12].

Δηλ. «Ἐμπεριέχεται δέ καί στόν 15ο Κανόνα τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου, πού ἐπονομάσθηκε Πρωτοδευτέρα, ὅτι αὐτοί, πού χωρίζουν τόν ἑαυτό τους, καί πρίν γίνει συνοδική καταδίκη, ἀπό τούς Ἐπισκόπους, πού διδάσκουν δημόσια αἱρετικά διδάγματα καί εἶναι προφανῶς αἱρετικοί, ὄχι μόνο δέν φέρουν καμμία εὐθύνη, ἀλλά πρέπει καί νά ἐπαινοῦνται. Διότι, δέν χώρισαν τόν ἑαυτό τους ἀπό ἀληθινούς ἐπισκόπους, ἀλλά ἀπό ψευδεπισκόπους καί ψευδοδιδασκάλους. Καί αὐτό, πού ἔκαναν, εἶναι ἄξιο ἐπαίνου καί ταιριάζει στούς ὀρθοδόξους χριστιανούς. Καί αὐτό δέν εἶναι σχίσμα τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά μᾶλλον ἀπαλλαγή ἀπό τούς μερισμούς (τά σχίσματα) καί ἐπικράτηση τῆς ἀληθείας».

Σέ ἔργο Ἀνωνύμου κατά τοῦ λατινόφρονος Πατριάρχου Ἰωάννου ΙΑ΄ Βέκκου, γίνεται ἀναφορά στόν ὅσιο Θεόδωρο Στουδίτη, στήν διακοπή μνημονεύσεως, πού ἔκανε, καί στήν ἀποστροφή τῆς κοινωνίας, πού πρέπει νά ἔχουν οἱ Ὀρθόδοξοι, ὄχι μόνο πρός τούς κατεγνωσμένους Λατίνους, ἀλλά καί πρός ὅσους εἶναι ὁμόφρονές τους καί συγκοινωνοῦν μ’αὐτούς.

Λέγει ὁ Ἀνώνυμος : «Εἰ οὗν ὁ ἅγιος οὗτος καί μέγας ὁμολογητής Θεόδωρος, τῶν βασιλέων ἐκείνων ὀρθοδόξων μέν ὄντων καί μηδέν ἐγκαλουμένων περί τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, μόνον δέ ὅτι παρενόμησαν ἔν τισι καί ἀκανόνιστόν τι ἔκαστος ἐκείνων πεποιήκει, διά τοῦτο οὐ μόνον τῆς κοινωνίας ἐκείνων ἀπέστησεν ἑαυτόν, ἀλλά καί τό μνημόσυνον ἐκείνων ἀπό τῶν θείων συνάξεων ἐξέκοψεν, ἡμεῖς τί ἄδικον ἤ καινόν ποιοῦμεν ἀρτίως, διά τόν τοῦ Θεοῦ φόβον παριδόντες δόξαν ἀνθρωπίνην; Εἰ γάρ μή τοῖς θείοις πατράσιν ἀκολουθήσωμεν, ἐγκαλείτωσαν ἡμῖν˙ εἰ δέ τοῖς ἁγίοις ἑπόμεθα, ἵνα τί διωκόμεθα; Ταύταις δέ ταῖς δεσποτικαῖς καί εὐαγγελικαῖς αὐθεντίαις ἑπόμενοι, ἔτι δέ καί ταῖς ἀποστολικαῖς θεολογίαις καί συνοδικαῖς καί πατρικαῖς παραδόσεσι καί διατάξεσι, τούς Λατίνους τῶν τοιούτων θείων προσταγμάτων καί παραδόσεων μακράν ἐκτρεπομένους εὑρίσκομεν, καί διά τοῦτο τήν τούτων κοινωνίαν καί τῶν ὁμοφρονούντων καί συγκοινωνούντων αὐτοῖς λίαν ἀποστρεφόμεθα, πάντα θεσμόν ἀποστολικόν καί ἐκκλησιαστικόν λογιζομένους ὡς τό μηδέν»[13].

Δηλ. «Ἐάν, λοιπόν, αὐτός ὁ ἅγιος καί μεγάλος ὁμολογητής Θεόδωρος (ὁ Στουδίτης), παρ’ὅλο πού οἱ τότε βασιλεῖς ἦταν ὀρθόδοξοι καί σέ τίποτε δέν ἐγκαλοῦνταν σχετικά μέ τήν ὀρθόδοξη πίστη, παρά μόνο ὅτι παρανόμησαν σέ κάποια πράγματα καί καθένας ἔκανε κάτι ἀντικανονικό, καί γι’αὐτό, ὄχι μόνο ἀπεμάκρυνε τόν ἑαυτό του ἀπό τήν κοινωνία μ’ἐκείνους, ἀλλά διέκοψε καί τήν μνημόνευσή τους ἀπό τίς θεῖες συνάξεις, ἐμεῖς ποιό ἄδικο ἤ καινούργιο πρᾶγμα πράττουμε τώρα, ἀψηφώντας τήν ἀνθρώπινη δόξα, ἐξαιτίας τοῦ φόβου τοῦ Θεοῦ; Γιατί, ἐάν δέν ἀκολουθήσουμε τούς θείους πατέρες, αὐτοί θά μᾶς ἐγκαλέσουν. Ἐάν, ὅμως, ἀκολουθοῦμε τούς ἁγίους, τότε γιατί διωκόμαστε; Ἀκολουθώντας, λοιπόν, αὐτές τίς δεσποτικές καί εὐαγγελικές αὐθεντίες καί ἀκόμη περισσότερο τίς ἀποστολικές θεολογίες καί τίς συνοδικές καί πατερικές παραδόσεις καί διατάξεις, βρίσκουμε ὅτι οἱ Λατῖνοι ἔχουν πάρα πολύ ἐκτραπεῖ ἀπό αὐτά τά θεῖα προστάγματα καί τίς παραδόσεις, καί γι’αὐτό πάρα πολύ ἀποστρεφόμαστε τήν κοινωνία μαζί τους, ἀλλά καί μέ ὅσους εἶναι ὁμόφρονες καί συγκοινωνοῦν μαζί τους, ἐπειδή κάθε ἀποστολικό καί ἐκκλησιαστικό θεσμό τόν θεωροῦν ὡς ἕνα τίποτα».

Δυστυχῶς, ἡ παραπανω ὁμολογιακή ἐπιστολή τῶν Ἁγιορειτῶν Πατέρων δέν στάθηκε ἱκανή νά συνετίσει τόν βασιλέα Μιχαήλ, ὁ ὁποῖος ἐπιθυμοῦσε τήν γενική ἀποδοχή τῆς ψευδοενώσεως τῆς Λυών.

Οἱ Ὀρθόδοξοι ἀποδοκίμαζαν τήν ψευδοένωση, θεωροῦσαν ὅσους τήν ἀποδέχθηκαν ὡς μολυσμένους καί διέκοψαν τήν ἐκκλησιαστική κοινωνία μέ τόν λατινόφρονα πατριάρχη Ἰωάννη ΙΑ΄ Βέκκο καί τούς ὁμόφρονές του[14]. Τούς κατηγοροῦσαν ὄτι ἐξέπεσαν τῆς ἱερωσύνης καί ὅτι τελοῦσαν ἄκυρα μυστήρια[15]. Αὐτό ἦταν σύμφωνο μέ τούς Κανόνες α΄ καί β΄ τῆς Γ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου[16]. Γι’αὐτό προέτρεπαν τούς πιστούς νά μήν ἐκκλησιάζονται μέ τόν Πατριάρχη καί τούς ὁμόφρονές του κληρικούς. Ὁ Βέκκος ἐπεκύρωσε τήν ψευδοένωση διά Συνόδου[17], ἐνῶ τόν Ἰούλιο τοῦ 1277 ἐξέδωσε «πατριαρχικό ἀφορισμό» ἔναντι τῶν «σχισματικῶν» Ὀρθοδόξων, πού ἦταν ἐναντίον τῆς ψευδοενώσεως.

8. Ἐπικαιροποίηση τῶν ἀνωτέρω στήν σύγχρονη ἐκκλησιαστική κατάσταση

Ἐάν θά θέλαμε νά ἐπικαιροποιήσουμε τά ὅσα μέχρι τώρα ἀναφέρθηκαν καί νά τά προσαρμόσουμε στήν σύγχρονη ἐκκλησιαστική κατάσταση, θά μπορούσαμε νά ποῦμε, ἀκολουθώντας κατά πόδας τούς προαναφερομένους Πατέρες, ὅτι ὅσοι ἐκ τῶν Ὀρθοδόξων Πατριάρχες, Ἀρχιεπίσκοποι, Μητροπολῖτες καί Ἐπίσκοποι ἔχουν ἐκκλησιαστική κοινωνία, κοινό συλλείτουργο, κοινό ποτήριο καί μνημονεύουν στά Δίπτυχα τόν κατεγνωσμένο καί ἀκοινώνητο αἱρεσιάρχη Πάπα Φραγκῖσκο καί τόν κατεγνωσμένο, σχισματοααιρετικό, ἀκοινώνητο ψευδομητροπολίτη Κιέβου Ἐπιφάνιο θεωροῦνται ὡς ὑπόδικοι καί ὑπόλογοι ἔναντι τῶν ἱερῶν Κανόνων γιά ὅλες τίς θεοστυγεῖς αἱρέσεις, γεμάτοι ἀπό κάθε αἵρεση, ἱεροκάπηλοι, μολυσμένοι, ἀσυγχώρητοι, ἀκοινώνητοι, καθαιρετέοι, ἀποκηρυχτέοι, ἐστερημένοι ἱερωσύνης, ἀποκομμένοι ἀπό τό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, εὑρίσκομενοι ὑπό κατάρα καί ἀνάθεμα, διότι συγκοινωνοῦν μαζί τους μέ τελειοτάτη κοινωνία καί μέσῳ αὐτῶν μέ ὅλους τούς αἱρετικούς καί γίνονται ἕνα μ’αὐτούς.

Κάποιος θά μποροῦσε νά ἰσχυριστεῖ ὅτι ὅλα τά ἀνωτέρω θά πρέπει νά ἀποφασισθοῦν καί νά ὀρισθοῦν ἀπό μία ὄντως Ὀρθόδοξη Σύνοδο. Φυσικά, ναί. Ἀλλά, μήν ξεχνᾶμε ὅτι ὅσον ἀφορᾶ το Οὐκρανικό ζήτημα τό Πατριαρχεῖο Ρωσίας ἀπέκοψε ἀπὸ τὸ σῶμα του μὲ παλαιότερη συνοδικὴ ἀπόφασή του τούς καθηρημένους καὶ ἀναθεματισμένους σχισματοαιρετικούς τῆς Οὐκρανίας καί μέ πρόσφατες συνοδικές ἀποφάσεις του κατεδίκασε σέ ἀκοινωνησία τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, καί ὅσους Ἱεράρχες ἀπό τήν Ἑκκλησία τῆς Ἑλλάδος καί τό Πατριαρχεῖο Ἀλεξανδρείας συλλειτούργησαν, κοινώνησαν καί μνημόνευσαν τοὺς σχισματοαιρετικούς. Παραλλήλως διέκοψε τήν μνημόνευση ἀπό τά Δίπτυχα τοῦ Πατριάρχου Βαρθολομαίου, τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἱερωνύμου καί τοῦ Πατριάρχου Ἀλεξανδρείας Θεοδώρου. Μπορεῖ μέν νὰ μὴν εἶναι πανορθόδοξη, ἀλλὰ τοπική ἀπόφαση, εἶναι δέ πάντως κανονικὰ κατοχυρωμένη καὶ ὀρθή, ἰσχύει γι’ ὅλη τὴν Ἐκκλησία καὶ ἀναγνωρίσθηκε ἀπ’ ὅλη τήν Ἐκκλησία, πλήν τριῶν (Κωνσταντινουπόλεως, Ἑλλάδος, Ἀλεξανδρείας). Ἑπομένως, τά «ἔσται ἀκοινώνητος», ἤ «ἔστω ἀκοινώνητος», ἔχασαν τὴν μελλοντική τους διάσταση καὶ ἔγιναν παρούσα πραγματικότητα μὲ τὴν συνοδικὴ ἀπόφαση τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρωσίας, ἡ ὁποία εὐχόμαστε νὰ γίνει πανορθόδοξη.

Τέλος, πρός ἀντιμετώπιση τῆς τραγικῆς αὐτῆς καταστάσεως, οἱ μέν Ὀρθόδοξοι πιστοί ὀφείλουν νά ἀποδοκιμάζουν τήν ψευδοένωση μέ τόν Φραγκῖσκο, τόν Ἐπιφάνιο καί τούς σύν αὐτοῖς, νά μήν ἔχουν καμμία ἐκκλησιαστική κοινωνία καί νά μήν ἐκκλησιάζονται ἐκεῖ ὅπου λειτουργοῦν οἰκουμενιστές, λατινόφρονες, παπόφιλοι καί σχισματόφιλοι Πατριάρχες, Ἀρχιεπίσκοποι, Μητροπολῖτες, Ἐπίσκοποι καί ὁμόφρονές τους κληρικοί, οἱ δέ Ὀρθόδοξοι ἱερεῖς, πού ἀνήκουν ἐκκλησιαστικῶς σέ τέτοιους ἐπισκόπους, καλό θά ἦταν νά προβοῦν στήν ἐφαρμογή τοῦ ἱεροκανονικοῦ δικαιώματος τῆς διακοπῆς μνημονεύσεως, ἡ ὁποία σέ καμμία περίπτωση δέν συνιστᾶ σχίσμα, ἀλλά ἀπαλλαγή ἀπό τά σχίσματα καί ἐπικράτηση τῆς ἀληθείας.      




[1] Ἐπιστολή ἀποσταλεῖσα παρά τῶν Ἁγιορειτῶν πάντων πρός τόν βασιλέα Μιχαήλ τόν Παλαιολόγον, ὁμολογητική, σπεύδοντος τούτου ὅση δύναμις ἑνῶσαι τούς Ἰταλούς παραλόγως μεθἡμῶν, μένοντας ἐκείνους ἀδιορθώτους πάντη τῶν σφῶν αἱρέσεων καί ἀμεταβλήτους, Lettre des Hagiorites a l’ Empereur (1275), στίχ. 14-24, ἐν Archives de l’orient chretien 16, Dossier Grec de l’union de Lyon (1273-1277) par V. Laurent et J. Darrouzes, Institut Français d’etudes Byzantines, Paris 1976, σ. 395. 
[2] ΟΣΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ, Πηδάλιον, ἔκδ. Β. Ρηγόπουλος, Θεσ/κη 2003, σ. 13.
[3] Ὅ. π., σσ. 407-408.
[4] Ἐπιστολή…, στίχ. 25-34, σ. 397 καί στίχ. 1-8, σ. 399.   
[5] Ἐπιστολή…, στίχ. 9-23, σ. 399 .   
[6] Ἰεζ. 22, 26.
[7] Ἐπιστολή..., στίχ. 24-33, σ. 399 και στίχ. 1-7, σ. 401.
[8] Διάλογος ὅν ἐποίησεν ὁ ἁγιώτατος καί σοφώτατος πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως κῦρ Μιχαήλ ὁ Ἀγχιάλων πρός τόν πορφυρογέννητον βασιλέα κῦρ Μανουήλ τόν Κομνηνόν περί τῆς τῶν Λατίνων ὑποθέσεως, ὅτε πολλοί τῶν ὑπό τόν πάπαν ἀρχιερέων καί ἐπισκόπων καί φρερίων εἰς τήν Κωνσταντινούπολιν κατέλαβον, τῶν ἐκκλησιῶν ζητοῦντες τήν ἕνωσιν καί μηδέν τι ἕτερον ἀπό τῶν Γραικῶν ἀπαιτοῦντες ἤ παραχωρῆσαι τῷ πάπᾳ τῶν πρωτείων καί τῆς ἐκκλήτου, δοῦναι δέ τούτῳ καί τό μνημόσυνον, Dialoque de Michel dAnchialos, στίχ. 1-28, ἐν Archives de l’orient chretien 16, Dossier Grec de l’union de Lyon (1273-1277) par V. Laurent et J. Darrouzes, Institut Français d’etudes Byzantines, Paris 1976, σ. 357.
[9] Ἐπιστολή…, στίχ. 5-23, σ. 419.
[10] ΟΣΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ, Πηδάλιον, Τῆς ἐν Καρθαγένη Τοπικῆς Συνόδου Κανών ΡΛΓ΄ (124), ἔκδ. Β. Ρηγόπουλος, Θεσ/κη 2003, σ. 535.
[11] Ἀθανασίου πατριάρχου Ἀλεξανδρείας ἐπιστολή, Lettre dAthanase dAlexandrie (1276), στίχ. 8-23, ἐν Archives de l’orient chretien 16, Dossier Grec de l’union de Lyon (1273-1277) par V. Laurent et J. Darrouzes, Institut Français d’etudes Byzantines, Paris 1976, σ. 345.
[12] Ἐπιστολή ἀποσταλεῖσα παρά τῶν Ἁγιορειτῶν πάντων πρός τόν βασιλέα Μιχαήλ τόν Παλαιολόγον, ὁμολογητική, σπεύδοντος τούτου ὅση δύναμις ἑνῶσαι τούς Ἰταλούς παραλόγως μεθἡμῶν, μένοντας ἐκείνους ἀδιορθώτους πάντη τῶν σφῶν αἱρέσεων καί ἀμεταβλήτους, Lettre des Hagiorites a l’ Empereur (1275), στίχ. 6-14, ἐν Archives de l’orient chretien 16, Dossier Grec de l’union de Lyon (1273-1277) par V. Laurent et J. Darrouzes, Institut Français d’etudes Byzantines, Paris 1976, σ. 395.
[13] Ἀνωνύμου. Κατά τοῦ Βέκκου (Anonyme, contre Bekkos 1275), στίχ. 1-16, ἐν Archives de l’orient chretien 16, Dossier Grec de l’union de Lyon (1273-1277) par V. Laurent et J. Darrouzes, Institut Français d’etudes Byzantines, Paris 1976, σ. 333.
[14] ΙΩ. ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ, Ὁ θρυλλούμενος διωγμός… ἐν Ἀθωνικ Πολιτείᾳ, σ. 223.
[15] ΧΡ. ΑΡΑΜΠΑΤΖΗΣ, Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καί ἡ Ρώμη κατά τόν ιγ΄ αἰῶνα, σ. 109.
[16] ΟΣΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ, Πηδάλιον, ἐκδ. Β. Ρηγόπουλος, Θεσ/κη 2003, σσ. 170-172.
[17] ΑΡΧΙΜ. ΣΠ. ΜΠΙΛΑΛΗΣ, Ὀρθοδοξία καί Παπισμός, τ. β΄, Ἡ ἕνωσις τῶν Ἐκκλησιῶν, ἐκδ. «Ὀρθόδοξος Τύπος» καί Σύλλογος «Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης», Ἀθήνα 2014, σ. 18.