του
Νεκτάριου Δαπέργολα
Διδάκτορος Ιστορίας
Ἡμέρες τιμῆς καί μνήμης χτές και προχτές δύο σπουδαίων ἐκκλησιαστικῶν μας πατέρων, τοῦ πατριάρχου Ἀλεξανδρείας Ἀθανασίου τοῦ Μεγάλου καί τοῦ ἐπισκόπου Ἐφέσου Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ. Δύο ἀνδρῶν πού ὡς μέγιστοι λέοντες τῆς Ὀρθοδοξίας ὕψωσαν σέ καιρούς χαλεπούς τά λαμπρά ἀναστήματά τους καί ἀναδείχθηκαν σέ ὑπερμάχους τῆς ἀλήθειας. Καί πιό ἐπίκαιρες ἀσφαλῶς ἀπό ποτέ εἶναι οἱ σεπτές καί ἡρωικές μορφές τους σήμερα, σέ μιά ἐποχή πού δέν μᾶς ἀπειλεῖ μόνο κάποια μεγάλη αἵρεση, ὅπως ὁ Ἀρειανισμός τοῦ 4ου αἰώνα ἤ ὁ Παπισμός, ἀλλά κάτι ἀκόμη πιό ζοφερό, δαιμονικά ὕπουλο καί τρομακτικά ἐκτεταμένο: ὁ δυσώνυμος Οἰκουμενισμός, πού δικαίως ὀνομάστηκε καί Παναίρεση, γιατί μέ ὄχημα τή «μεταπατερική» ἀγαπολογία περικλείει μέσα του τίς βλάσφημες διδαχές ὅλων τῶν αἱρέσεων καί μαζί κι ἕνα εὐρύτερο συγκρητιστικό θρησκειολογικό κράμα, προετοιμάζοντας τήν παγκόσμια Πανθρησκεία τῆς Νέας Ἐποχῆς.
Ἀπέναντι στην τρομερή αὐτή ἀπειλή, ἔχουμε
πλέον ἀπομείνει ὡς λαός βαθύτατα παθητικοί καί ἀποχαυνωμένοι, σάν ἄταφοι
νεκροί. Μετά ἀπό δεκαετίες συστηματικοῦ ἐκμαυλισμοῦ, πνευματικῆς κατάπτωσης,
ἀπομάκρυνσης καί ἀποστασίας ἀπό τόν Θεό, ἀλλά καί ἐκκλησιαστικής ἐκκοσμίκευσης
καί νόθευσης τῆς αὐθεντικῆς μας πίστης, ἀπομείναμε ἐνεοί, παραζαλισμένοι καί
ἀκατήχητοι, αὐτοεγκλωβισμένοι μιθριδατικά σέ χιλιάδες «δεν πειράζει», μέ
πεσμένες ἄμυνες καί σχεδόν μηδενικά πνευματικά ἀντισώματα, νά ψελλίζουμε
νυχθημερόν ἀποτρόπαιες νεοεποχίτικες δοξασίες (τύπου «ὁ Θεός εἶναι ἀγάπη καί
μᾶς δέχεται ὅλους» ἤ τύπου «ἀπό πολλούς δρόμους μπορεῖς νά φτάσεις στόν Θεό»)
καί ἀκόμη ἀπίστευτες ἀνοητολογίες τυφλῆς ὑπακοῆς σέ ὁδηγούς τυφλούς καί αἱρετίζοντες
λυκοποιμένες.
Καί τά ζοῦμε βεβαίως μέ πρωτοφανῆ ἔνταση
καί ἐπ’ ἐσχάτων τῶν ἡμερῶν ὅλα αὐτά, μέ τίς φρικώδεις νεοβαρλααμικές καί
νεοσεργιανικές βλασφημίες πού μᾶς ἔχουν κατακλύσει (ἐξ ἀφορμής τῆς δῆθεν
πανδημίας) καί πού οἱ πλεῖστοι - ποιμαίνοντες καί ποιμαινόμενοι -δυστυχῶς τίς
ἀποδέχονται ὡς κάτι φυσιολογικό. Τήν ἤξεραν ὡστόσο καί οἱ δύο μεγάλοι Ἄγιοί μας
τήν ἀγάπη (καί δή πολύ καλύτερα ἀπό τούς σημερινούς ὑποκριτές). Ἤξεραν ὅμως
ταυτόχρονα καί ὅτι πάνω στήν πλάνη καί τό ψεῦδος οὔτε ἀγάπη μπορεῖ νά σταθεῖ,
οὔτε φυσικά καί ἐνότητα. «Γνώσεσθε τήν ἀλήθειαν καί ἡ ἀλήθεια ἐλευθερώσει ὑμᾶς»
(Ἰω. η΄ 32). Καί ἡ ἀλήθεια δέν ἀλλοιώνεται, δέν μπαίνει σε τραπέζια
διαπραγματεύσεων, δεν μολύνεται. Οὔτε καί μποροῦμε νά τήν κουκουλώσουμε κάτω
ἀπό τό χαλί, γιά νά παίξουμε μετά ἀνενόχλητοι τό παιχνίδι τῶν νεοταξίτικων
ἀφεντικῶν καί νά φανοῦμε ἀρεστοί στους κοσμοκράτορες τοῦ αἰῶνος τούτου.
Ἀναζητοῦνται νέοι λέοντες τῆς πίστης λοιπόν
καί νέοι αὐθεντικοί ποιμένες, στά βήματα τῶν δύο μεγάλων Ἁγίων, ὅπως βέβαια καί
τόσων ἀκόμη σπουδαίων στυλοβατῶν και ὑπερμάχων τῆς Ὀρθοδοξίας ἔναντι τῶν
αἱρέσεων ἀνά τούς αἰῶνες. Ἀναζητοῦνται λέοντες ὄχι μόνο στά μεγάλα λόγια, πού
κάποια στιγμή στερεύουν (καί μετά ἀκολουθοῦν θλιβερά ἀποκαλυπτήρια, σάν κι αὐτά
πού κατά κόρον βλέπουμε στίς μέρες μας μέ ὀδύνη καί βαθιά ἀπογοήτευση), ἀλλά
στά ἔργα. Ἀναζητοῦνται κατεπειγόντως, γιά νά ἀντισταθοῦν πραγματικά στή
δαιμονική λαίλαπα πού ἀπειλεῖ νά μᾶς καταπιεῖ καί να καταστοῦν φωτοβόλοι φάροι
καί τροχιοδεῖκτες πνευματικοί μέσα στό ἔρεβος.
Μέ τίς εὐχές καί πρεσβείες τῶν Ἁγίων μας,
ἐλπίζουμε ὁ Θεός σύντομα νά τούς ἀναδείξει…