Εκκλησιαστικό Δοκίμιο
Απόστολου Κ. Σαραντίδη
Με αφορμή πρόσφατες αναρτήσεις στο διαδίκτυο από ορθόδοξο αρχιμανδρίτη αποτειχισμένο που όμως ακολουθεί μαζί και με άλλους δύσκολη στάση όχι μόνο προς τον εαυτό του αλλά και προς άλλους, δίνοντας μεγάλο αγώνα για την πίστη, στις οποίες αναφέρεται μεταξύ άλλων και στο φλέγον θέμα της ακρίβειας και οικονομίας που διχάζει τους ορθοδόξους αγωνιστές, αλλά και άλλα σχετικά κείμενα ή οπτικά που κυκλοφορούν, ας μου επιτραπεί με την επίγνωση ότι μπορεί και να λανθάνω, με όσο το δυνατόν λόγια απλά για ένα σύνθετο θέμα, να καταθέσω άποψη, με την πεποίθηση ότι όσοι Ορθόδοξοι (το αντιοικουμενιστές δεν είναι ο καλύτερος όρος), δεν δικαιούνται να έχουν την πολυτέλεια να διαιρούνται με ψευδεπίγραφα διλήμματα διότι από την άλλη έχουμε να κάνουμε με τη μεγαλύτερη παναίρεση, ήτοι με θάνατο.
Η παρούσα δοκιμή απευθύνεται προς το μικρό ορθόδοξο χριστεπώνυμο πλήρωμα της Μίας Αγίας Καθολικής και Αποστολικής του Χριστού Εκκλησίας, σε ειδικό τρόπον τινά κοινό, για να καταλαβαινόμαστε όσο το δυνατόν καλύτερα. Τούτο δεν είναι καθόλου ρατσιστικό επειδή εκ των πραγμάτων δεν γίνεται διαφορετικά και η διένεξη που έχει ανακύψει εδώ και πάνω από ένα χρόνο, βρίσκεται ακριβώς μέσα σε αυτόν τον χώρο.
Για τον Οικουμενισμό, τη δαιμονική παναίρεση η οποία έχει απλωθεί και καταλάβει από επισκοπικά και πατριαρχικά γραφεία μέχρι ακόμη και τοπικές, μείζονες ή υπερτελείς συνόδους εδώ και 116 έτη, και για την κολυμπάρια ψευδοσύνοδο, δεν θα γίνει αναφορά, θεωρούμενο το θέμα ως γνωστό. Αυτό ίσως που παραμένει άγνωστο είναι το μέγεθος της σταδιακά διογκούμενης διάστασης μεταξύ ορθοδόξων ομολογητών μετά από τη λεγόμενη αγία και μεγάλη σύνοδο, τόσο στον ελλαδικό όσο και στον εκτός αυτού χώρο, που τείνει να πάρει σε ορισμένες των περιπτώσεων μορφή σχίσματος. Και αυτό, θα ήταν ό,τι χειρότερο αφού η διαίρεση εξυπηρετεί αποκλειστικά και μόνο τα συμφέροντα της άλλης πλευράς.
Είναι επίσης γνωστό ότι η αποτείχιση ή διακοπή μνημόνευσης (και όχι μνημοσύνου) αιρετίζοντος ή καθαρά αιρετικού επισκόπου προ συνοδικής καταδίκης από κατεγνωσμένη αίρεση η οποία κηρύττεται απροκάλυπτα και δημόσια (γυμνή τη κεφαλή) λόγω και έργω, δεν είναι έξοδος από την Εκκλησία αλλά αμυντικός και προστατευτικός μηχανισμός του ιερωμένου για τη δική του αποφυγή κοινωνίας με την αίρεση, ομολογώντας με παρρησία ότι δεν συνδέεται με τα αιρετικά φρονήματα του επισκόπου, προβληματισμός με σκοπό την επαναφορά εις το ορθόν του επισκόπου του, αλλά και ενημέρωσης του ανύποπτου και ανενημέρωτου λαού του Θεού. Ως εδώ, δεν υπάρχει από κανέναν σχεδόν διαφωνία πλην των αγνοούντων την αλήθεια και των διαπλεκομένων, που ισχυρίζονται εντελώς αντορθόδοξα, τα αντίθετα. Κάποιες ζηλωτικές φωνές που διακηρύττουν ότι τα Μυστήρια που τελούνται από Οικουμενιστές προ συνοδικής καταδίκης είναι άκυρα, κινούνται ολοταχώς εις τον χώρον του σχίσματος και ευτυχώς έχουν απομονωθεί από τους περισσοτέρους. Η ζημία όμως που επιτελούν είναι μεγάλη. Γνωρίζουμε περίπτωση πιστού που έχει συναισθήματα μεγάλου άγχους διότι η οδηγία που παίρνει από πνευματικό και μάλιστα αγιορείτη, είναι να μην κοινωνεί εκκλησιαστικά με κανέναν πέρα από αποτειχισμένο διότι μολύνεται τη πίστη και αν αδυνατεί, να τελεί μόνος του τις ακολουθίες οίκοθεν. Και δεν είναι η μόνη. Απαράδεκτο όσο και επικίνδυνο.
Από την άλλη, υπάρχει η άποψη της πλήρους διακοπής κοινωνίας με όσους μνημονεύουν, ακόμη και αν έχουν ορθόδοξο φρόνημα διότι αλυσιδωτά κοινωνούν με την κορυφή της παναιρέσεως που είναι το Φανάρι αλλά τα Μυστήρια που τελούνται για την ώρα από όλους, θεωρούν ότι είναι έγκυρα. Η άποψη εκ πρώτης όψεως φαίνεται ορθή. Σχηματικά όμως διακρίνεται μια Μαθηματική δομή και η Ορθοδοξία δεν είναι Μαθηματικά. Ο κοινωνών, ο κοινωνούμενος, το ακοινώνητον, το απευθείας κακό που μεταδίδεται από τον πρώτο (τον αρχιαιρεσιάρχη) και μολύνει. Σαν να ενώνει ένα αόρατο καλώδιο με τον Πρώτο ο οποίος όμως δεν είναι ο Χριστός. Αν το αντιστρέψουμε ως νοητικό σχήμα, θα έχουμε την πλήρη ενότητα με το απόλυτα καλό, τον αλάθητο Πρώτο. Ο νοών νοείτω. Είπαμε ότι καταλαβαινόμαστε. Αν δεν σημάνει εδώ ένας μικρός; ορθόδοξος συναγερμός, η πλάνη καραδοκεί.
Διερωτώμεθα όμως, αφού είναι έγκυρα για ποιόν τελούνται μέσα στον Ναό; Γνωρίζουμε πολύ καλά πως Θεία Λειτουργία άνευ εκκλησιάσματος δεν μπορεί να γίνει. Τότε; Να μην πατήσει κανείς! Έχει προ καιρού και σε εκτεταμένη αρθρογραφία υποστηριχθεί από τον γράφοντα η άποψη ότι ναι μεν αλλά είναι η μέγιστη γελοιότητα να εκκλησιάζομαι σε Οικουμενιστή ιερέα εάν μου είναι εύκολο να πάω σε αποτειχισμένο ή έστω σε έχοντα ορθόδοξο φρόνημα που για τους δικούς του λόγους ακόμη μνημονεύει. Είναι αναγκαίο επίσης να γνωρίζουμε ότι η απόφαση και στιγμή της αποτείχισης αφορά αποκλειστικά ιερωμένο, είναι προσωπική του λειτουργία δι’ Αγίου Πνεύματος, λόγο δίνει μόνο στον Θεό και στη συνείδησή του και είναι αδύνατο στην πολυμορφία και ελευθερία του ανθρώπινου γένους, το αυτεξούσιο που μας χαρίστηκε και είμαστε άνθρωποι και όχι ζώα να γίνονται τέτοιες σοβαρές για την ψυχή ενέργειες κατευθυνόμενες, ομαδικά και ταυτόχρονα. Η πίστη δεν εκτελείται με εγκυκλίους και νομοκανονικές διατάξεις κοσμικού χαρακτήρα. Οι Ιεροί Κανόνες και το Ιερό Πηδάλιο έχουν άλλον μη εκκοσμικευμένο πνευματικό χαρακτήρα, όσο και αν ομοιάζουν με νομικά παρασκευάσματα, με κυρίαρχη μορφή τη σωτηριολογική υποβοηθητική κωδικοποιητική στήριξη ημών των αδυνάτων.
Σε λίγες ημέρες συμπληρώνεται ένα έτος από τις θαρραλέες, σχεδόν ταυτόχρονες αποτειχίσεις στον Νομό Θεσσαλονίκης, του πατρός Νικολάου Μανώλη, πατρός Θεοδώρου Ζήση και πατρός Φώτιου Βεζύνια. Ο πρώτος διώχθηκε από τον επίσκοπό του και τον αναπληρωτή του στο Επισκοπικό Δικαστήριο - ο οποίος ανταμείφθηκε όπως όλα δείχνουν με επισκοπικό θώκο - με ένα αστείο κατηγορητήριο και παραπέμπεται προς το Συνοδικό Δικαστήριο για να του επιμετρήσει την ποινή που πιθανότατα θα είναι η καθαίρεση. Όμοια αστεία θα είναι και η καθαίρεση αν την τολμήσουν ελπίζοντας να μη φερθούν ως εκκλησιαστικοί γελωτοποιοί. Ο δεύτερος ομοίως, αναμένει ακόμη την απόφαση. Ο τρίτος εκδιώχθηκε αυθημερόν από την ενορία του. Των τριών, προηγήθηκαν λίγους μήνες πριν και άλλοι σε άλλη Μητρόπολη της Μακεδονίας, οι οποίοι αναμένοντας την πρωτόδικη απόφαση, εκδιώκονται άδικα και αντικανονικά από τις Μονές τους και επιπρόσθετα προ καταδίκης τους, τους έγινε παράνομη διακοπή μισθοδοσίας. Απαράδεκτες καταστάσεις αλλά επί της ουσίας στέφανοι δόξης. Ο πιστός λαός προστατεύει για την ώρα τα εν λόγω Μοναστήρια.
Των τριών η θέση είναι αν τους ερμηνεύω σωστά, ότι ο ορθός δρόμος είναι μεν η ακρίβεια και η πλήρης διακοπή κοινωνίας με την παναίρεση, μη κοινωνώντας με όποιον μνημονεύει Οικουμενιστή. Ποιός δεν θα το ήθελε άμεσα; Η πλήρης διακοπή με την αίρεση βέβαια θεωρείται εκ των ων ουκ άνευ. Προ συνοδικής όμως καταδίκης και εν όψει του πλήθους των πιστών και του ελάχιστου αριθμού των αποτειχισμένων έως τώρα, είναι εντελώς αδύνατη η εξυπηρέτηση των πνευματικών αναγκών όλων. Εάν λοιπόν δεν υπάρχει η μείζονα δυνατότητα, θα μπορούσε κατ’ οικονομία και υπό στενές προϋποθέσεις να εξυπηρετούνται οι πιστοί σε χώρους λατρείας ορθοδόξων το φρόνημα ιερέων που ακόμη έστω μνημονεύουν.
Η διαφορά που κάνει τη διαφορά δεν είναι στο ακόμη αλλά στο έστω. Αν και αυτό δεν μπορεί να γίνει λόγω μεγάλων αποστάσεων ή άλλων ανυπέρβλητων εμποδίων, κατά πολύ μεγάλη οικονομία και εφόσον τα Μυστήρια είναι από όλους ακόμη έγκυρα, κάτι που δεν το αρνείται η πιο αυστηρή πλευρά, και μέχρι να ξεκαθαρίσει το τοπίο, δεν υπάρχει άλλη λύση από τη συμμετοχή στις λατρευτικές εκδηλώσεις αυτών, αποκλειομένης βέβαια κάθε συμμετοχής σε συμπροσευχές με κάθε είδους αιρετικών, και επισκόπων που αποδέχονται την ψευδοσύνοδο. Και αυτά, για περιορισμένο χρονικό διάστημα που μπορεί να είναι και μεγάλο. Η ποιμαντική ξεπερνά και πρέπει να ξεπερνά εμπόδια και να παρέχει ορθόδοξες διεξόδους. Η υπό όρους οικονομία συναντάται μέσα στην εκκλησιαστική ιστορία και σε βίους μεγάλων αγίων και άλλωστε ας μην ξεχνούμε ότι η συντριπτική πλειοψηφία κατ’ οικονομία κοινωνεί των Αχράντων Μυστηρίων. Ποιός είναι ακριβώς άξιος;
Η αποτείχιση ακολουθεί συγκεκριμένους Ιερούς Κανόνες. Κυρίως τον 31ο Αποστολικό και 15ο της Πρωτοδευτέρας Συνόδου του 861 επί Μεγάλου Φωτίου. Και πάλι, δεν θα επεκταθούμε στα της αποτειχίσεως και αν έχει το δικαίωμα ο διωκόμενος να τελεί Μυστήρια που του έχουν απαγορευτεί από τον επίσκοπό του. Φυσικά και μπορεί διότι επιγραμματικά αναφέρουμε, πως ο Κανών μιλά για διακοπή μνημόνευσης μέσα στη Θεία Λειτουργία, συνεπώς εκ των πραγμάτων επιτρέπει την ιερουργία, και ένας Μέγας Φώτιος δεν θα επέτρεπε να περάσει ασάφεια σε συνοδικό κείμενο.
Ο περίφημος 15ος Κανών λόγω του οποίου υπάρχουν διαφορετικές ερμηνείες με αποτέλεσμα είτε τη σύγχυση είτε τη διένεξη μεταξύ ορθοδόξων λέγει κατά λέξη και στο πρωτότυπο κείμενο τα εξής:
«Τὰ ὁρισθέντα ἐπὶ πρεσβυτέρων καὶ ἐπισκόπων καὶ μητροπολιτῶν, πολλῷ μᾶλλον καὶ ἐπὶ πατριαρχῶν ἁρμόζει. Ὥστε, εἴ τις πρεσβύτερος ἤ ἐπίσκοπος ἢ μητροπολίτης τολμήσειεν ἀποστῆναι τῆς πρὸς τὸν οἰκεῖον πατριάρχην κοινωνίας καὶ μὴ ἀναφέρει τὸ ὄνομα αὐτοῦ, κατὰ τὸ ὡρισμένον καὶ τεταγμένον, ἐν τῇ θείᾳ μυσταγωγίᾳ, ἀλλὰ πρὸ ἐμφανείας συνοδικῆς καὶ τελείας αὐτοῦ κατακρίσεως σχίσμα ποιήσει, τοῦτον ὥρισεν ἡ ἁγία σύνοδος, πάσης ἱερατείας παντελῶς ἀλλότριον εἶναι, εἰ μόνον ἐλεγχθείη τοῦτο παρανομήσας. Καὶ ταῦτα μὲν ὥρισται καὶ ἐσφράγισται περὶ τῶν προφάσει τινῶν ἐγκλημάτων τῶν οἰκείων ἀφισταμένων προέδρων καὶ σχίσμα ποιούντων καὶ τὴν ἕνωσιν τῆς Ἐκκλησίας διασπώντων. Οἱ γὰρ δι᾿ αἱρεσίν τινα, παρὰ τῶν ἁγίων Συνόδων ἢ Πατέρων κατεγνωσμένην, τῆς πρὸς τὸν πρόεδρον κοινωνίας ἑαυτοὺς διαστέλλοντες, ἐκείνου τὴν αἵρεσιν δηλονότι δημοσίᾳ κηρύττοντος καὶ γυμνῇ τῇ κεφαλῇ ἐπ᾿ ἐκκλησίας διδάσκοντος, οἱ τοιοῦτοι οὐ μόνον τῇ κανονικῇ ἐπιτιμήσει οὐχ ὑποκείσονται, πρὸ συνοδικῆς διαγνώσεως ἑαυτοὺς τῆς πρὸς τὸν καλούμενον ἐπίσκοπον κοινωνίας ἀποτειχίζοντες, ἀλλὰ καὶ τῆς πρεπούσης τιμῆς τοῖς ὀρθοδόξοις ἀξιωθήσονται. Ου γὰρ ἐπισκόπων, ἀλλὰ ψευδεπισκόπων καὶ ψευδοδιδασκάλων κατέγνωσαν, καὶ οὐ σχίσματι τὴν ἕνωσιν τῆς ἐκκλησίας κατέτεμον, ἀλλὰ σχισμάτων καὶ μερισμῶν τὴν ἐκκλησίαν ἐσπούδασαν ῥύσασθαι.».
Όπως ξεκάθαρα φαίνεται έχει δύο σχεδόν ίσα μέρη. Το πρώτο αναφέρεται σε καταδίκη πρεσβυτέρου επί σχίσματος, σε περίπτωση διακοπής κοινωνίας με τον επίσκοπόν του για κάποιον σοβαρό ή μη λόγο. Το δεύτερο όμως αναφέρεται σε έπαινο πρεσβυτέρου και όχι καταδίκη, που διαστέλλει, διακόπτει δηλαδή την κοινωνία μόνο του επισκόπου του, και αποτειχίζεται, ο οποίος επίσκοπος κηρύττει γυμνή τη κεφαλή, δημοσίως δηλαδή και απροκάλυπτα αίρεση, κατεγνωσμένη είτε από Σύνοδο είτε από εκκλησιαστικό Πατέρα και μάλιστα προ συνοδικής διαγνώσεως (καταδίκης), χωρίς να δημιουργούν με την ενέργειά τους αυτή σχίσματα, αιτιολογώντας το πολύ εύστοχα, ότι κατέγνωσαν, ξεμπρόστιασαν, όχι επισκόπους αλλά ψευδεπισκόπους και ψευδοδιδασκάλους, απαλλάσσοντας την Εκκλησία από σχίσματα. Ευεργέτες λοιπόν οι αποτειχισμένοι λόγω αιρέσεως. Αν αυτό γίνονταν σε μεγάλον αριθμό λίγα χρόνια πριν, δεν θα φτάναμε σήμερα σε αυτό το σημείο.
Και πώς να μην είναι αφού η αίρεση οδηγεί κατευθείαν στον πνευματικό θάνατο φορώντας στον άνθρωπο πνευματικώς παραμορφωτικά γυαλιά ώστε να μη βλέπει ή να έχει δογματικές παραισθήσεις; Στην αμαρτία αν μετανοήσω πραγματικά και βάλω μετάνοια ενώπιον του πνευματικού μου, σώζομαι. Με την αίρεση είμαι χαμένος «από χέρι»! Αν κάναμε μια υλική προσομοίωση, θα λέγαμε ότι οδηγώντας σε μια επικίνδυνη στροφή την οποία πάω να πάρω σαν ευθεία, έστω και την τελευταία στιγμή αν το αντιληφθώ και καταφέρω να διορθώσω με το τιμόνι μου του οποίου την πλήρη ευθύνη έχω εγώ και το κρατώ σφιχτά, τη δολοφονική μου πορεία, μετανοήσω δηλαδή από την αρχική μου επιλογή, σώζομαι. Αν υποθέσουμε όμως πως κάποιος κακόβουλος εκεί που είναι η στροφή καταφέρει μέσα στα χωράφια να ζωγραφίσει αριστοτεχνικά έναν δρόμο, να φτιάξει έναν αντικατοπτρισμό που να συνδέεται με τη στροφή και να τη δείχνει όμορφη και σαν ευθεία αλλάζοντας μάλιστα ή αφαιρώντας τις πινακίδες που άφησαν οι προηγούμενοι, πηγαίνω χαρούμενος! και με ταχύτητα προς στον όλεθρο. Γι’ αυτό η αίρεση και η πλάνη είναι φοβερές καταστάσεις και γι’ αυτό ο μεγαλύτερος αγώνας των Πατέρων, και οι Οικουμενικές Σύνοδοι αιρέσεις καταδίκαζαν. Είναι τρομερό να ακολουθείς Χριστό ανύπαρκτο, δηλαδή είδωλο.
Ο Κανόνας δεν αφήνει περιθώρια παρερμηνειών ούτε κενά. Αρκεί να τον βλέπουμε και όχι να τον κοιτάμε. Τα χαρακτηριστικά στοιχεία του στον λόγο είναι η αίρεση, το εκκλησιαστικά κατεγνωσμένο, το γυμνή τη κεφαλή, εκείνου, η προ συνοδική διάγνωση, ο έπαινος και οι ψευδεπίσκοποι. Είναι όμως υποχρεωτικός ή δυνητικός; Ο πανεπιστημιακός δογματολόγος π. Θ. Ζήσης, ομιλεί για διάκριση που αναφέρεται σε επαινούμενους ιερωμένους και μη επαινούμενους. Άλλωστε πουθενά δεν αναφέρεται κάποια ποινή που θα καταφέρεται σε όσους δεν αποτειχίζονται από αιρετικό ψευδεπίσκοπο. Συνεπώς θα μπορούσα και να μνημονεύω αιρετικό εσαεί; Επιχείρημα που χρησιμοποιείται. Κατ’ αρχάς, αν πεισθώ ότι πρόκειται για αίρεση και έχω ορθόδοξο φρόνημα, ακόμη και να μην υπήρχε Κανόνας απίθανο να μείνω συνδεδεμένος με αιρετικό. Η πρώτη δυσκολία που πρέπει να ξεπεραστεί είναι αυτή της κατάγνωσης. Εκτός αν αυτή έχει γίνει τουλάχιστον από έναν (1) αναγνωρισμένο άγιο της Εκκλησίας. Εάν δεν πειθαρχίσω, πέραν της αλαζονικής συμπεριφοράς που με διακατέχει, προσβάλλω τη μνήμη και το έργο του αγίου. Αποτειχιζόμενος όμως από αιρετικό και δη επίσκοπο, δεν αποτειχίζομαι από τον άνθρωπο που είναι εικόνα του Χριστού μου, αλλά από το πνευματικό νόσημα, την αίρεση που κουβαλά. Τούτο, είναι ξεκάθαρο στην Ορθοδοξία. Το οξύμωρον όμως τώρα που δημιουργείται είναι, το πώς είναι δυνατόν να μην κοινωνώ με αίρεση, μνημονεύοντας, αφού ο ψευδεπίσκοπος είναι ο φορέας της. Η απάντηση φυσικά και είναι ότι αυτό είναι αδύνατο και αν δεν είμαι ήδη πλανεμένος γίνομαι έμμεσα κατά κοινωνία, ψευδόμενος ενώπιον της Αγίας Τράπεζας, ότι ο επίσκοπός μου ορθοτομεί.
Τελικά ο Κανόνας, επιτρέπει και να κοινωνείς με την αίρεση προτού αυτή καταδικαστεί συνοδικά, μη θέτοντας σαφή απαγόρευση; Μα δεν λέγει κάτι τέτοιο. Επαινεί όσους κατέγνωσαν ψευδεπισκόπους διακόπτοντας κοινωνία και γλύτωσαν την Εκκλησία. Με τους άλλους που «κοιμούνται όρθιοι» ή φοβούνται ή κάτι άλλο, δεν ασχολείται καν. Ο Κανόνας ουσιαστικά λέγει: «Φεύγετε από αίρετικο ψευδεπίσκοπο όταν τον αντιληφθείτε, όσο γίνεται γρηγορότερα. Κίνδυνος – θάνατος». Αυτό καθόλου δεν σημαίνει ότι θα φύγουν όλοι ταυτόχρονα αντίστοιχα και αναφέρεται μόνο στον οικείο επίσκοπο, προς αποφυγήν σχίσματος. Σε μια κατ’ αναλογία, φυσική ή άλλη καταστροφή π.χ. πυρκαγιά, όλοι φεύγουν, αν δεν «κοιμούνται όρθιοι» ή δεν είναι ηλίθιοι. Θα ήσαν ανόητοι αν παρέμεναν. Ο καθένας όμως στον χρόνο του που θα επιλέξει, από τον δρόμο τον διαθέσιμο, με τη δύναμή του, με τις υπάρχουσες συνθήκες και δυνατότητες και μερικοί στις παρυφές ή ακόμη και στο κέντρο, τελευταίοι. Οι άφρονες, είναι φυσικό να καούν.
Ο Κανόνας λοιπόν κατ’ εμέ είναι από τη φύση του ως ορθόδοξος, υποχρεωτικός για τη σωτηρία αλλά δεν υποχρεώνει σε συγκεκριμένο χρόνο. Στην Ορθοδοξία δεν πατάς κουμπιά και σώζεσαι. Τηρείς τυπικό λατρευτικό κατά γράμμα για να διασώζεται το Δόγμα που είναι η Αλήθεια άρα δεν κουμπώνει όπου θέλουμε εμείς ενώ είναι Ελευθερία, ακολουθείς Κανόνες αλλά με την αυστηρότητα που θα σε σώσουν όπως σε μια συνετή οδήγηση, και έχεις και το τράτος ενός εύρους να αλλάξεις λουρίδα κυκλοφορίας εντός των πλαισίων του ίδιου αυτοκινητόδρομου που οδηγεί στην αστείρευτη πραγματική ζωή. Δυστυχώς, δεν έχουμε εμπειρικές αναφορές στον αόρατο κόσμο και είμαστε αναγκασμένοι να χρησιμοποιούμε παραδείγματα πολλές φορές ανεπιτυχή από την καθημερινή εμπειρία.
Ο 15ος δίνει χρόνο αλλά τον ελάχιστο για τον καθένα. Και είναι πολύ φυσικό διότι μεριμνά όχι μοιράζοντας δικανικά ποινές στους παραβάτες αλλά επενδύοντας «στα καλά και συμφέροντα» του καθενός ξέχωρα. Και το ελάχιστο το δικό μου μπορεί να είναι το μέγιστο του άλλου και αντίστροφα. Δεν θα μπορούσε όμως να είναι δυνητικός δηλαδή κατ’ άλλους εφησυχαστικός; Η δυνητικότητά του συνοψίζεται και συμπυκνώνεται στην κατεξοχήν λέξη κλειδί, «προ συνοδικής διαγνώσεως» μαζί με το «κατέγνωσαν». Είναι ο δυναμικός χρόνος που απαιτείται μέχρι να απομακρυνθούν οι περισσότεροι με ασφάλεια ώστε να δημιουργήσουν τη δυναμική Ορθόδοξης Συνόδου σύντομα. Το «όσο γίνεται γρηγορότερα». Το απαιτούμενο προσωπικό διαφορετικό χρονικό διάστημα για τον καθένα, ακριβώς, θεωρούμε ότι λέγεται θεία οικονομία, μη αποκλειομένης και της ακριβείας για όσους δύνανται. Σε αντίθετη περίπτωση θα είχαμε τον άτοπο μωρό λόγο, οι τηρούντες την ακρίβεια αποτειχισμένοι να θεωρούν ότι μόλις την προηγούμενη ημέρα που μνημόνευαν, τα Μυστήριά που δεν εκτελούσαν αυτοί αλλά ο Δεσπότης Χριστός, ήσαν άκυρα. Και όσο γρηγορότερα συνοδικά διαγνωστεί η παναίρεση, τόσο περισσότερο και καλύτερα το εκκλησίασμα θα ησυχάσει, θα ηρεμήσει και θα έχει την ορθή πίστη μαζί με την προσδοκία της αναστάσιμης σωτηρίας.