«Ει τις μη αναθεματίζει Άρειον, Ευνόμιον, Μακεδόνιον, Απολινάριον, Νεστόριον, Ευτυχέα, και Ωριγένην , μετά των ασεβών αυτών συγγραμμάτων, και τους άλλους πάντας αιρετικούς, τους κατακριθέντας και αναθεματισθέντας υπό της αγίας καθολικής και αποστολικής Εκκλησίας και των προειρημένων αγίων τεσσάρων συνόδων, και τους τα όμοια των προειρημένων αιρετικών φρονήσαντας ή φρονούντας και μέχρι τέλους τη οικεία ασεβεία εμμείναντας, ο τοιούτος ανάθεμα έστω…» (Ε΄ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗ ΣΥΝΟΔΟΣ 553 μ.Χ – ΒΛΑΣΙΟΥ ΦΕΙΔΑ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΜΟΣ Α΄- Σελ. 721 ΑΘΗΝΑΙ 1992).
Ὁμιλεῖ (η Σύνοδος) ξεκάθαρα ὅμως καί γιά τούς τά ὅμοια τῶν πρειρημένων αἱρετικῶν φρονήσαντας ἤ φρονοῦντας καί ὄχι μόνον γιά τούς κατακριθέντες καί ἀναθεματισθέντες, εἴ τις μή ἀναθεματίζει … ἀνάθεμα ἔστω!
Σημειωτέον ὅτι τό κείμενο εἶναι ἀπό τόν ὅρον τῆς Ε΄ Οἰκουμενικῆς. Αὐτόν ἐκύρωσε καί ἡ Ζ΄ Οἰκουμενική καί γι αὐτό σημειώσαμε ὅτι καί ἡ Ζ΄ τά ἴδια λεγει (Πρακτικά δ΄συνεδρίας), ἀφοῦ ἐκεῖ τονίζεται: «Ἡμεῖς δέ κατά πάντα τῶν αὐτῶν θεοφόρων Πατέρων ἡμῶν τά δόγματα καί πράγματα κρατοῦντες, μηδέν ἀφαιροῦντες τῶν ἐξ αὐτῶν παραδοθέντων ἡμῖν, ἀλλά τούτοις βεβαιούμεθα, τούτοις στηριζόμεθα, οὕτως ὁμολογοῦμεν, οὕτως διδάσκομεν,καθώς αἱ ἅγιαι οἰκουμενικαί ἕξ σύνοδοι ὥρισαν καί ἐβεβαίωσαν» καί πάλιν: «ἑπόμενοι ταῖς ἁγίαις ἕξ Οἰκουμενικαῖς Συνόδοις, πρῶτα μέν ἐν τῆ λαμπρᾶ Νικαέων μητροπόλει συναθροισθείση» «Εἴ τις πᾶσαν παράδοσιν ἐκκλησιαστικήν ἔγγραφον ἤ ἄγραφον ἀθετεῖ, ἀνάθεμα ἔστω» (MCC XIII, 397- 400, 413/4 καί MCC XIII, 129- 133, γιά νά παραπέμπουμε μέ τόν διεθνῆ ἀποδεκτό τρόπο παραπομπῶν, πού χρησιμοποιεῖ καί ὁ Ρωμανίδης).
Ἡ Οἰκουμενική Σύνοδος κάνει διάγνωση τῆς ἤδη ἐπελθούσης σήψεως καί τῆς αὐτο-ἀποκοπῆς ἀπό τήν Ἐκκλησίαν, τούς ὁποίους καί ἀναθεματίζει. (Συνοδικό τῆς Ὀρθοδοξίας): τοῖς οὖν ἀνεπιστρόφως τῆ πλάνῃ ταύτῃ κατεχομένοις, καί πρός πάντα λόγον θεῖον καί πνευματικήν διδασκαλίαν τά ὦτα βεβυσμένοις, ὡς ἤδη λοιπόν σεσηπόσι καί τοῦ κοινοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας ἀποτεμοῦσιν ἑαυτούς, ἀνάθεμα». (Βλ. Ρωμανίδη, Δογματική, τόμος Β΄, σελ. 129 στό ἀπόσπασμα πού παραθέτει ἀπό τό Συνοδικό καί στό Τριώδιο, Σαλιβέρου, Ἀθῆναι 1926, σελ. 145 ἑξ. Ἀποστολικῆς Διακονίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Ἀθῆναι 1960, σελ. 144 ἑξ.).
Ἐνῶ τό ἀνάθεμα πού ἐκφωνοῦμε τήν ἑπόμενη Κυριακή τῆς φιλτάτης Ὀρθοδοξίας εἶναι ἀποφασιστικῆς καί καταλυτικῆς σημασίας: Ἅπαντα τά παρά τήν ἐκκλησιαστικήν παράδοσιν καί τήν διδασκαλίαν καί ὑποτύπωσιν τῶν ἁγίων καί ἀοιδήμων Πατέρων καινοτομηθέντα» καί τώρα, πρόσεξε φίλε τοῦ Χριστοῦ καί τῆς ἀληθείας ἑπόμενε: «ἤ μετά τοῦτο πραχθησόμενα» ἀνάθεμα γ΄).
Θά λέγαμε, λοιπόν, ἑπόμενοι τῶν ἐπί Βέκκου μαρτυρησάντων θεοφόρων Πατέρων μας καί Μαρτύρων:
Σκηνικῶς παίξομεν;
Ὅταν κλῆρος καί λαός ἀναθεματίζει, οὕς ἀναθεμάτισαν οἱ Πατέρες μας καί δή ἐν ἐπιτραχηλίῳ ἤ ἐν ὠμοφορίῳ, ὅταν παρίσταται ἀρχιερεύς ἤ ἡ Σύνοδος πᾶσα ἀπό τοῦ ἄμβωνος, συναινοῦντος καί συναναθεματίζοντος τοῦ λαοῦ ὅλους τούς αἱρετικούς, διότι μᾶς προστάσσει ἡ Ἁγία Ζ΄: πᾶσιν τοῖς Αἱρετικοῖς ἀνάθεμα γ΄;
Υπάρχουν μερικοί οι οποίοι υπό το πρόσχημα της αγάπης(=αγαπολογίας), προσπαθούν να πείσουν τους χριστιανούς να μην ασχολούνται με δόγματα και κανόνες, διότι δήθεν αυτά δεν είναι (όπως λέγουν οι ίδιοι) για εμάς τους αμαρτωλούς!
Χρησιμοποιούν εδάφια του Ευαγγελίου επιλεκτικά, τονίζοντας τα συγκεκριμένα χωρία (περί αγάπης), αποσιωπώντας όμως όλα τα υπόλοιπα που ομιλούν δια τους ψευδοπροφήτας αιρετικούς και τα οποία μας διδάσκουν την απομάκρυνση από αυτούς!
Λέγουν ότι εμείς πρέπει να ασχολούμαστε με τα πάθη μας και με τα περί «αγάπης»=αγαπολογίας , και μάλιστα να κάνουμε ένα ακόμα μεγάλο βήμα!! ποιό είναι αυτό; να μην κάνουμε τα λάθη των προηγουμένων, αλλά να τα διορθώσουμε!!! Ποιοί είναι αυτοί οι »προηγούμενοι» και ποιά λάθη έκαναν, πιστεύουμε ότι όλοι καταλάβατε!!
Είναι όμως όπως τα λέγουν;
Οι πατέρες ερωτούν; Τί έκ των δύο είναι αναγκαίον διά τήν έν Χριστώ σωτηρίαν; Το δόγμα ή η ηθική εντολή; Αμφότερα απαντά ή Εκκλησία διά τού αγίου Γρηγορίου Νύσσης, κυριώτερον όμως τούτων είναι η δογματική αλήθεια του Ευαγγελίου.
Ότε ο Κύριος μετά την Αναστασίν του Του απέστελλε τούς Αποστόλους είς τά έθνη, παρήγγειλε «Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τα έθνη, βαπτίζοντες αυτούς είς τό όνομα τού Πατρός καί τού Υιού καί τού Αγίου Πνεύματος, διδάσκοντες αυτούς τηρείν πάντα όσα ενετειλάμην υμίν» (Ματθ. αη΄ 19 – 20). Διά τών λόγων τούτων ο Σωτήρ διαιρεί «είς δύο τήν τών Χριστιανών πολιτείαν, είς τε τό ηθικόν μέρος, καί είς τήν τών δογμάτων ακρίβειαν» (Γρηγορίου Νύσσης, PG 46, 1089). Καί ενώ «τόν… βίον ημών διά τής τηρήσεως τών εντολών Αυτού κατορθούσθαι κελεύειν» (αυτόθι), «το… σωτήριον δόγμα έν τή τού βαπτίσματος παραδόσει κατησφαλίσατο» (αυτόθι). Έχρηζε γάρ μείζονος προστασίας, ώς φέρον τήν μεγαλυτέραν ψυχικήν ωφέλειαν.
Το δόγμα επέχει έναντι της ηθικής εντολής θέσιν «κυριωτέρου καί μείζονος» καί «τής μεγάλης καί πρώτης ελπίδος», ήτις όμως δέν συμπαρίσταται «έν περί το δόγμα πλάνη τοίς απατηθείσιν» (αυτόθι). Η παράβασις τής ηθικής εντολής, έν συγκρίσει πρός τήν περί τό δόγμα πλάνην, φέρει «μικροτέραν τή ψυχή τήν ζημίαν» (αυτόθι), ή δέ δευτέραν τήν μεγαλυτέραν. Μή υπάρχοντος τού ορθού δόγματος, «μηδέ είτι διά τών εντολών κατορθωθή κέρδος» (αυτόθι) δύναται νά παραμείνει είς τήν ψυχήν. Όπως «ή πίστις χωρίς τών έργων νεκρά εστίν» (Ιακ. β΄ 20), ούτω καί τα έργα, καί πολλώ μάλλον, άνευ τής ορθής πίστεως είναι ανώφελα.
Διό ο εχθρός τής έν Χριστώ σωτηρίας Διάβολος άφησε «τό… κατά τάς εντολάς μέρος… απαρεγχείρητον (απρόσβλητον)», «ώς μικροτέραν φέρον τή ψυχή την ζημίαν», γράφει ο άγιος Γρηγόριος ο Νύσσης (αυτόθι). Πάσα δέ σχεδόν η σπουδή αυτού εστράφη εναντίον τού «κυριωτέρου καί μείζονος», ηγούν τού δόγματος, καθ΄ ότι, διά της παρατροπής από τής ορθοδόξου πίστεως, καί τό μικρόν έκ τής τηρήσεως των εντολών κέρδος καταλύεται.
Σήμερον η πονηρά αύτη μεθοδεία τού Διαβόλου λαμβάνει καί τήν τακτικήν τής σιωπής επί της δογματικής αληθείας καί της αποφυγής τών δογματικών συζητήσεων, άτινα κηρύσσονται υπό τής αιρέσεως τού Οικουμενισμού.
Πρώτη είναι η ορθόδοξος πίστις, έν ταύτη ενυπάρχει η μεγάλη ελπίς, καί έκ ταύτης τής πίστεως προέρχεται ή ώς επιστέγασμα μείζων πάντων έν Χριστώ αγάπη (1 Κορ. ιγ΄ 13). Η αληθής αγάπη είναι αδύνατος άνευ τής αποκεκαλυμμένης δογματικής αλήθειας.
Ακόμα μας λέγουν, όπως προαναφέραμε» να διορθώσουμε τα λάθη »εκείνων», διότι μας έφεραν σε »διάσταση» με τους υπολοίπους »χριστιανούς», αιρετικούς θα λέγαμε εμείς! Κινούνται όμως από ειλικρινή αγάπη αυτοί που τα λέγουν αυτά; Μάλλον όχι! Εάν είχαν αληθινή αγάπη δεν θα προσπαθούσαν να πλησιάζουν τους Ορθοδόξους με τους λόγους που ήδη προαναφέραμε, αλλά θα πλησίαζαν τους »αγαπώντες» από αυτούς αιρετικούς δια να τους διδάξουν την ορθή πίστη, και να τους δείξουν την πλάνη τους διότι από »αγάπη» πονούν δι΄ αυτούς! Όμως βλέπουμε το άκρως αντίθετον!
Πιστεύομε ότι είπαμε ήδη πολλά και θα κλείσουμε το άρθρο μας με ένα επίκαιρο εδάφιο από άρθρο που δημοσιεύσαμε, διότι η Κυριακή που έρχεται είναι η της Ορθοδοξίας.
Εμείς ευχόμαστε αυτήν την Κυριακή της Ορθοδοξίας, όσοι λαλούν τους προαναφερόμενους αντιπατερικούς λόγους να λαλήσουν αυτήν την φοράν μαζί με το σώμα της Καθόλου Ορθοδοξίας το:
«Ει τις μη αναθεματίζει Άρειον, Ευνόμιον, Μακεδόνιον, Απολινάριον, Νεστόριον, Ευτυχέα, και Ωριγένην , μετά των ασεβών αυτών συγγραμμάτων, και τους άλλους πάντας αιρετικούς, τους κατακριθέντας και αναθεματισθέντας υπό της αγίας καθολικής και αποστολικής Εκκλησίας και των προειρημένων αγίων τεσσάρων συνόδων, και τους τα όμοια των προειρημένων αιρετικών φρονήσαντας ή φρονούντας και μέχρι τέλους τη οικεία ασεβεία εμμείναντας, ο τοιούτος ανάθεμα έστω…»
διότι:
«O μή λέγων τοις αιρετικοίς ανάθεμα, ανάθεμα έστω»! κατά το αθάνατον Συνοδικόν της Ορθοδοξίας μας!
Όσο δια τα περί «αγάπης»=αγαπολογίας, ας μελετήσουν προσευχόμενοι τα συγγράμματα και τις ερμηνείες των αγίων της Εκκλησίας μας, δια να μπορέσουν να αποκτήσουν την διάκριση των πραγμάτων δια το θέμα που ομιλούμε.
Το «Συνοδικόν της Ορθοδοξίας» είναι εν επισημότατον κείμενον της Εκκλησίας. Είναι «Συνοδικόν». Αλλ’ από τότε που εξεδόθη μέχρι σήμερον, έχουν παρέλθει ένδεκα συναπτοί αιώνες. Και αυτό προβάλλεται υπό των νεωτεριζόντων, ως το τρωτόν του, σημείον. Διότι οι ελευθερίως ερμηνεύοντες την διδασκαλίαν της Εκκλησίας επικαλούνται τι; Τον χρόνον. Λέγουν ότι εκείνα ήσαν καλά δια την εποχήν των. Σήμερον όμως τα πάντα ήλλαξαν. «Γέγονε τα πάντα καινά». Αλλά ποία είναι «εκείνα»; Η δογματική διδασκαλία, η Ηθική, η λειτουργική πράξις, η θεόθεν μαρτυρηθείσα «εν πολλοίς τεκμηρίοις» πνευματική πείρα της Ορθοδοξίας. Αλλάσσουν αυτά; Πως δυνάμεθα να παραθεωρήσωμεν ανενόχως δόγματα, Ορους, Ι. Κανόνας;
Το «Συνοδικόν της Ορθοδοξίας» έχει πολύ ευρυτέραν σημασίαν από μίαν απλήν επισφράγισιν της νίκης κατά των εικονομάχων. Ναι μεν, η αναστήλωσις των Ι. Εικόνων αποτελεί σπουδαιότατον θεολογικόν γεγονός, του οποίου την σημασίαν αναλύουν τα πρακτικά της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου. Αλλ’ η αναδρομή του «Συνοδικού» εις τας αρχάς του 4ου αιώνος και η κατ’ όνομα μνεία, τόσον των προασπιστών των Ορθοδόξων δογμάτων, όσον και των αιρεσιαρχών, εκ του άλλου δε, η προέκτασίς του μέχρι του 14ου αιώνος, εις τας Ησυχαστικάς Έριδας, προσδίδουν εις τούτο τον χαρακτήρα αιωνίου κύρους κώδικος της Εκκλησίας.
Το «ανάθεμα τρις» κατά των αιρετικών και το «αιωνία η μνήμη» δια τους αγωνισθέντας υπέρ της Ορθοδοξίας, μέσα εις τας διαστάσεις δέκα ολοκλήρων αιώνων, αποτελούν την ανακεφαλαίωσιν της διδασκαλίας της Εκκλησίας, ανανεώνουν την στερράν στάσιν της και εξαίρουν το νόημα της Παραδόσεως.
Αυτή η Πράξις της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου και των Τοπικών της Κωνσταντινουπόλεως του 14ουαιώνος, υπογραμμίζει το αιώνιον και αναλλοίωτον των θείων αληθειών. Και ότι ο χρόνος δια την Εκκλησίαν αποτελεί απλώς την διάρκειαν εντός της οποίας στρατεύεται, ως ζώσα πάντοτε εν τη αισθήσει της αιωνιότητος και υπερβαίνουσα τας εκ του χρόνου μεταβολάς των εγκοσμίων πραγμάτων. Εάν σήμερον συνήρχετο μία Οικουμενική Σύνοδος, δύναταί τις να φαντασθή ότι θα απεφαίνετο διαφόρως απ’ ό,τι η Εβδόμη; Εάν ναι, διατί από την Πρώτην Οικουμενικήν μέχρι την Εβδόμην και μέχρι τας Τοπικάς, αι οποίαι φθάνουν έως τον 19ον αιώνα, δεν εσημειώθησαν παρεκκλίσεις;
Και ετέρα απορία, εις απάντησιν των νεωτερικών. Εάν οι καιροί πρέπει να προσδιορίζουν το πνεύμα της Εκκλησίας, διατί οι τελευταίοι προς ημάς Πατέρες ενέμειναν εις την διδασκαλίαν των Πατέρων των πρώτων αιώνων; Και όχι μόνον ενέμειναν, αλλά και ήντλησαν. Όχι κατά τρόπον δουλικόν, μιμητικόν, αλλά κατά εσωτερικήν κοινωνίαν, εκ ταυτότητος βίου, από «νουν Χριστού».
Και αυτοί δεν είναι ολίγοι και άσημοι. Πλήθη Οσίων και Ομολογητών, που ανέπνεαν Χριστόν, πλήθη αγίων διδασκάλων, από τον άγιον Γρηγόριον τον Παλαμά μέχρις Ιωσήφ Του Βρυεννίου και του Αγίου Μάρκου Εφέσου, του Πατριάρχου Γενναδίου, Ευγενίου Βουλγάρεως, αγίου Μακαρίου Κορίνθου, Αθανασίου του Παρίου, αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου και μέχρις εσχάτων, έως του αγίου Νεκταρίου Πενταπόλεως. Τι σημαίνει λοιπόν η εμμονή εις την διδασκαλίαν της Εκκλησίας, η ενότης μεταξύ των αγίων Πατέρων, η ακαταμάχητος αυτή Consensus patrum; Τι άλλο από το ότι αυτό το Άγιον Πνεύμα κατευθύνει την Ορθόδοξον Εκκλησίαν μέχρι των ημερών μας;
Βεβαίως, η Εκκλησία δύναται να αλλάσση τρόπους δράσεως, μεθόδους, να χρησιμοποιή κάποιαν συγκατάβασιν. Να προσαρμόζεται, χωρίς να ανατρέπη. Να οικονομή, χωρίς να καταργή. Η λέξις Οικονομία αποτελεί Εκκλησιαστικόν όρον, σημαίνοντα την, λόγω ανυπερβλήτου ανάγκης, προς καιρόν αναστολήν της Ακριβείας. Αλλ’ αυτή η Οικονομία είναι γνωστή από τους Αποστολικούς χρόνους, ότε ο Απόστολος Παύλος «εγένετο τα πάντα τοις πάσιν» εις θέματα εντελώς τυπικά. Απόδειξις τούτου, ότι ο ίδιος εκστομίζει βαρύτατον ανάθεμα εις πάντα, όστις θα «ευηγγελίζετο παρ’ ο ευηγγελίσθη» αυτός, έστω και αν συνέβαινε το αδύνατον, ώστε ο ευαγγελιζόμενος να είναι «άγγελος εξ ουρανού».
Το μάλλον επικρατούν σήμερον ρεύμα μεταξύ των Χριστιανών όλου του κόσμου είναι ο οικουμενισμός. Τι σημαίνει ο νεολογισμός αυτός; Εκάστη «εκκλησία» τον αντιλαμβάνεται κατά τον ιδικόν της τρόπον.
Ο Παπισμός αίφνης τον βλέπει ως ευκαιρίαν απορροφήσεως των πάντων υπό του πάπα. Ο Προτεσταντισμός ως πολυώνυμος και λάλος, ως αντικείμενο ατερμόνων συζητήσεων, προς «εύρεσιν» ορθολογικώς της αληθείας. Η Ορθοδοξία, αυτάρκης εν τη αληθεία της, πέραν της υποχρεώσεώς της να «δίδη λόγον παντί τω αιτούντι», ουδέν ζητεί και κινεί μετά θλίψεως και οίκτου την κεφαλήν δια πάντας τους «ματαιωθέντας εν τοις διαλογισμοίς αυτών», θρηνούσα τα παρασυρόμενα από το ρεύμα τέκνα της.
Άλλο η Ορθοδοξία και άλλο οι ορθόδοξοι. Εκείνη ουδέποτε πλανάται. Αυτοί υπόκεινται εις πλάνας μέχρι και αρνήσεως. Και δυστυχώς, οι πολλοί Νεοέλληνες και μάλιστα θεολόγοι και ηγέται της Ορθοδοξίας, θέλουν τον Οικουμενισμόν, εν αρχή μεν ως «διάλογον» και ανάπτυξιν αδελφικών σχέσεων και αργότερον, διδομένων ωρισμένων εξηγήσεων επί των διαφορών, ως ενότητα και ένωσιν.
Δια τας Σλαυϊκάς Εκκλησίας δεν δυνάμεθα να εκφέρωμεν γνώμην, διότι δεν γνωρίζομεν πότε ενεργούν εκ σεβασμού προς την ορθόδοξον Παράδοσιν και πότε εκ πολιτικών, ως ταις επιβάλλεται, ελατηρίων.
Λοιπόν οι Νεοέλληνες, ιδίως θεολόγοι, ζητούν τον Οικουμενισμόν, διότι δεν πιστεύουν εις την Ορθοδοξίαν, επειδή δεν βιούν την Ορθοδοξίαν. Και παραδέχονται, εκ της φυσιωσάσης αυτούς γνώσεως, ότι αι διαφοραί μεταξύ Ορθοδοξίας και Λατίνων οφείλονται μάλλον εις τον τρόπον του σκέπτεσθαι παρά εις ουσιαστικούς λόγους. Αυτής της θεωρίας ο επισημότερος θεωρητικός είναι ο Πατριάρχης κ. Αθηναγόρας.
Εάν επίστευεν εις την Εκκλησίαν μας, ως Μίαν, Αγίαν, Καθολικήν και Αποστολικήν, πέραν ενός οφειλομένου διαφωτιστικού διαλόγου, καμμίαν άλλην διάθεσιν επαφής δεν θα είχε με τους πάσης φύσεως αιρετικούς.
Η Ορθοδοξία διαλέγεται ανά τους αιώνας, αλλά τίποτε δεν θυσιάζει χάριν σκοπιμότητος. Ημπορεί να απειλούμεθα με αφανισμόν, αλλ’ αυτό ενδιαφέρει τον Θεόν, όχι ημάς. Εις ημάς επιβάλλεται να τηρώμεν την πίστιν μας και να μετανοώμεν, εφ’ οις ημάρτομεν. Και να μεριμνώμεν ανθρωπίνως υπέρ εαυτών και των άλλων, μέχρι του σημείου, όπου η πίστις η ορθόδοξος δεν θίγεται.
Όταν όμως ο οικουμενισμός, μας ισοπεδώνη με τους αιρετικούς, τότε επέρχεται σύγχυσις και εις ημάς και εις αυτούς. Ημείς λησμονούμεν ότι είμεθα ορθόδοξοι και αυτοί αυταπατώνται ότι δεν είναι αιρετικοί.
Ο διάλογος έχει γελοίαν την βάσιν. Διότι ποίαν μεταβολήν επί το ορθόδοξον έσχον οι Προτεστάνται από τετρακοσίων ετών, που μελετούν την Ορθοδοξίαν; Ή οι Λατίνοι ποίαν διάθεσιν έχουν δια συζήτησιν, αφού δια της τελευταίας συνόδου των εστερέωσαν επί πλείον τας πεπλανημένας δοξασίας των; Και όχι μόνον αυτό, αλλά και μας … προσκαλούν να εισέλθωμεν εις την ποίμνην των! Εάν ζητούν διάλογον μεθ’ ημών, είναι διότι ανεκάλυψαν ρήγματα εις το τείχος μας. Δεν θέλουν συζητήσεις περί Ορθοδοξίας. Τα ξεύρουν όλα. Ούτε ζητούν να ακούσωμεν τας ιδικάς των απόψεις. Γνωρίζουν ότι τας ξεύρομεν. Θέλουν να αναγνωρίσωμεν τον Πάπαν και ημείς, ως ουνίται, ας φρονώμεν όπως νομίζομεν. Έτσι σκέπτεται και ο Πατριάρχης μας. Αλλά, λέγουν ότι το κάμνει αυτό πιεζόμενος από την Τουρκικήν βαρβαρότητα. Όχι, διότι τα ίδια έλεγε και όταν αι ημέραι εν Φαναρίω ήσαν ρόδιναι. Ο Πατριάρχης είναι βαρύτατα άρρωστος. Πάσχει από αγάπην νοσηράν, αφιλόθεον, δια να μη είπωμεν αντίθεον, αφού περιφρονεί τας αληθείας Του ή δεν τας πιστεύει, όπως και όσοι τον ακολουθούν εις τον κατήφορον.
Η Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδος απεφάνθη: «Ανάθεμα πάσι τοις αιρετικοίς και τοις κοινωνούσιν αυτοίς». Εις το «Συνοδικόν της Ορθοδοξίας» έχουν περιληφθή και αναθέματα «κατά Βαρλαάμ και Ακινδύνου και τοις οπαδοίς και διαδόχοις αυτών». Οπαδοί και διάδοχοι αυτών είναι οι Λατίνοι, οι οποίοι ακριβέστερον υπήρξαν οι διδάσκαλοι αυτών. Αλλά τα αναθέματα ταύτα δεν έχουν σημασίαν δια τους φιλοδιαλόγους, δια να επιβεβαιούται ότι δεν πιστεύουν ορθώς.
Η Κυριακή της Ορθοδοξίας είναι μία Κυριακή παρατεινομένη μέσα εις την ψυχήν των Ορθοδόξων και εν βέλος εις την καρδίαν πάντων των αιρετικών όλων των αιώνων. Όσοι οι πιστοί, «στώμεν καλώς». Η πανάμωμος Ορθοδοξία μας κυκλούται πανταχόθεν. Ας αγρυπνούμεν προσευχόμενοι. Η εικονομαχία επεκράτησεν επί εκατόν έτη, αλλ’ έσβησε. Νέοι εικονοκλάσται, δεινότεροι εκείνων έχουν εμφανισθή. Αλλ’ η Ορθοδοξία θα δοκιμασθή και πάλιν θα νικήση εν Χριστώ Ιησού τω Κυρίω ημών.