μήνυμα

μήνυμα

Παρασκευή 20 Σεπτεμβρίου 2019

«Παρακαλώ τον Θεό να σε πολυχρονίζει, γιατί αυτός που θα έρθει ύστερα από σένα, θα είναι ακόμα χειρότερος»!


Αποτέλεσμα εικόνας για Φώτης Κόντογλου
«Παρακαλώ τον Θεό να σε πολυχρονίζει, γιατί αυτός που θα έρθει ύστερα από σένα, θα  είναι ακόμα χειρότερος»!
(Από μιαν ανατολίτικη ιστορία)
    Σάββας Ηλιάδης, Δάσκαλος
Ο Φώτης Κόντογλου, στο βιβλίο «Ευλογημένο καταφύγιο» και στο  κείμενο με τίτλο: «ΤΥΠΟΠΟΙΗΜΕΝΗ ΖΩΗ», πάντοτε επίκαιρος, γράφει, «άκων προφητεύων», πριν από πολλές δεκαετίες, για την πνευματική σκλαβιά, που είχε αρχίσει να απλώνεται με δόλιο τρόπο  στην πατρίδα μας και που σήμερα έγινε η όντως πραγματικότητα και κατατρώει τα σωθικά της ύπαρξης του Γένους μας. Το πήραμε πολύ νωρίς το «νεκροδάνειο»  από την Δύση και το «συγκεφαλαιώσαμε» στο «Κεφάλαιο» Ρωμιοσύνη, αλλοιώνοντας με τον χρόνο το περιεχόμενό της και την εικόνα της. Αποτέλεσμα: Εκδυτικισμός και εκκοσμίκευση.
     Γράφει ο Κόντογλου: «… Τι μεγαλειώδης λεωφόρος προόδου που διανοίγεται εις την ανθρωπότητα! Χαίρε, άνθρωπε, χαίρε κι εσύ πιο πολύ, Έλληνα, τυποκήρυκα και τυποποιημένε!... όλα μας σιγά σιγά γίνονται τυποποιημένα, κουρντισμένα, το περπάτημά μας, η κουβέντα μας, οι ιδέες μας, οι συναναστροφές μας, η χαρά μας, η λύπη μας. Χάνεται πια κάθε πρωτοτυπία που έχει ο δροσερός κι απροσπάθητος ρυθμός της ζωής. Όλα είναι ορισμένα από πριν. Από πριν ξέρεις τι θα ακούσεις από κάθε στόμα, τι θα δεις στα μάτια του κάθε ανθρώπου και στα κινήματά του».
     Ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά αυτής της υποτέλειας στην αρχόμενη τότε και επιβληθείσα ήδη εν πολλοίς παγκοσμιοποίηση ήταν, για τον Κόντογλου, η τυποποίηση της ζωής. Ο έλεγχος των κινήσεων, ο περιορισμός της ελευθερίας, η απαξίωση και ισοπέδωση της ιδιομορφίας των λαών, η ταπείνωση του ανθρώπου. Η προσπάθεια κονσερβοποίησης σε όλους τους τρόπους έκφρασης της ελευθερίας και κυρίως σ` αυτούς της τέχνης, που είναι, για τον Έλληνα, οι κατ` εξοχήν αντιπροσωπευτικοί πυλώνες στήριξης της ρωμαίικης παράδοσης, ώστε αυτή να μεταβιβάζεται ανόθευτη από γενιά σε γενιά. Μην ξεχνάμε πως ο ίδιος ο Κόντογλου, ως  πολυτάλαντος καλλιτέχνης, γράφει εξ ιδίας πείρας, καθώς, όπως ομολογεί ο ίδιος, δεχόταν άμεσα, προκλητικά και με ποικίλους τρόπους τις προσβολές του πειρασμού, για συμπόρευση με την κοσμική ζωή.
     Γράφει χαρακτηριστικά: «Όλα τα Ελληνόπουλα θα γίνουνε φωνόγραφα, κουρντισμένα με κάποιο ελατήριο, που έρχεται από το εξωτερικό: «Τα-τα-τα, τα-τα-τα»! Ένας κατακτητής της Ευρώπης, πριν από 150 χρόνια, ήθελε, σαν θα έλεγε αυτός Α, όλος ο κόσμος να λέει Α. Αν ζούσε τώρα, θα έβλεπε πως κοντεύουμε να φτάξουμε σ` αυτόν τον ωραίο ρομποτισμό και θα χαιρότανε».
      Μήπως αυτήν την χαρά δεν την απολαμβάνει σήμερα ο κατακτητής, που λέγεται άθεη Δύση, με την συνδρομή των εντός των τειχών «κουρντισμένων φωνογράφων της»;
     Και συνεχίζει: «Το τι θ` ακούσω γι` αυτά που γράφω από ένα σωρό υμνητάς της τυποποιημένης ελληνικής ζωής, το ξέρω. Θα με πούνε σκουριασμένη άγκουρα, φουνταρισμένη και γαντζωμένη απάνω στην ξέρα της Παράδοσης, αλλά «ου φροντίς, Ιπποκλείδη» (Παροιμιώδης φράση από την αρχαιότητα, που σημαίνει: δεν τον νοιάζει τον Ιπποκλείδη).
     Η τυποποίηση στην Ελλάδα, μ` όλα που είπα, είναι ακόμα στην αρχή. Υπάρχει κάμποση ατυποποίητη ζωή και μ` αυτήν παρηγοριόμαστε λίγο εμείς οι «καθυστερημένοι» κι οι «ασυγχρόνιστοι». Μα σαν συλλογισθώ τι θα γίνει ύστερα από τριάντα- σαράντα χρόνια, λέγω: «Πάλι καλά, μπροστά σε άλλες χώρες. Βαστά ακόμα η βλογημένη φύτρα».
     Πέρασαν τα χρόνια και σαράντα και εξήντα και εκατό. Τίποτε δεν σταματάει τον κατήφορο που πήραμε. Ο προφητικός Φώτιος επαληθεύεται. Η λίγη παρηγοριά που έπαιρνε στα χρόνια του χάθηκε σήμερα ολότελα.
     Παρεμπιπτόντως, οφείλουμε να δεχθούμε πως τα διαλαμβανόμενα έργα πάσης μορφής και επιπέδου σήμερα, είναι αυτονόητο επακόλουθο εντός αυτής της πραγματικότητας και μάλιστα δίχως να είναι προβλεπόμενο το μέγεθος της καταστροφής τους και ο χρόνος λήξης τους. Το βλέπουμε να γίνεται ορατό με τις αλλεπάλληλες αποφάσεις των κυβερνήσεων, ανεξάρτητα από τις πολιτικές και ιδεολογικές τους αποκλίσεις, αφού ευθυγραμμίζονται απόλυτα πάνω σ` αυτό το θέμα, ως να τους κατευθύνει κάποια κοινή αόρατη δύναμη. Αλλά, ανεπιφύλακτα μπορούμε να πούμε πως το ίδιο ισχύει και για την διοικούσα Εκκλησία, η οποία, αδυνατώντας να ορθώσει φωνή αληθείας, εμπλέκεται σε αλυσιδωτές οικουμενιστικές συμπαιγνίες, εξυπηρετώντας τα καπρίτσια των αιρέσεων και των αθέων κέντρων της Δύσης.
     Πάντοτε απλός και γλαφυρός στις περιγραφές του ο Κόντογλου, αποτυπώνει στην καρδιά του αναγνώστη με περίτεχνο και ευγενικό τρόπο το περίσσευμα της δικής του καρδιάς. Κλείνει την ενότητα αυτή με μια ωραία ανατολίτικη ιστορία, η οποία επιβεβαιώνει  μέσα από το διάβα του χρόνου τους φόβους και τις προβλέψεις του:
     «Μια φορά ήτανε ένας σουλτάνος αιμοβόρος και τον καταριότανε όλος ο κόσμος. Την νύχτα γινότανε «τεπτίλι», δηλαδή, έβαζε ξένα ρούχα και γύριζε μέσα στα σοκάκια και στα μαγαζιά, για να δει τι έλεγε ο κόσμος γι` αυτόν. Από παντού άκουγε κατάρες και βλαστήμιες. Μα δεν απελπιζότανε. Δυο τρία χρόνια έβγαινε στη βόλτα, μα δεν άκουσε μήτε έναν άνθρωπο να πει καλόν λόγο για τον σουλτάνο. Απάνω στα τρία χρόνια, εκεί που περπατούσε ένα βράδυ σ` έναν δρόμο, μια γριά, πολύ γριά, τον γνώρισε και είπε: «Πολυχρονεμένε μου σουλτάνε, μέρες να κόβει ο Αλλάχ από μένα, χρόνια να σου τις δίνει». Ο σουλτάνος παραξενεύτηκε, πώς βρέθηκε ένας άνθρωπος να τον ευχηθεί και ρώτησε την γριά τι καλό είχε δει από αυτόν και τον ευχιότανε. Κι η γριά του είπε: «Εγώ θα σου πω την αλήθεια και δεν με μέλει αν με σκοτώσεις, γιατί είμαι γριά. Εγώ έφταξα τρεις σουλτάνους, τον παππού σου, τον πατέρα σου κι εσένα». «Λοιπόν, της λέγει ο σουλτάνος, τι άνθρωπος ήτανε ο παππούς μου»;  «Ο παππούς σου, λέγει η γριά, ήτανε κακός άνθρωπος. Κρέμαζε, παλούκωνε, έσφαζε». «Κι ο πατέρας μου; τη ρωτά ο σουλτάνος». «Ο πατέρας σου ήτανε χειρότερος από τον παππού σου, λέγει η γριά». «Κι εγώ, τη ρωτά ο σουλτάνος, τι άνθρωπος είμαι;». «Εσύ είσαι πιο παλιάνθρωπος από τον πατέρα σου». «Και τότε γιατί με πολυχρονίζεις; τη ρωτά πάλι ο σουλτάνος». «Σε πολυχρονίζω, επειδή ο πατέρας σου ήτανε χειρότερος από τον παππού σου κι εσύ χειρότερος από τον πατέρα σου, παρακαλώ τον Θεό να σε πολυχρονίζει, γιατί αυτός που θα έρθει ύστερα από σένα, θα ` ναι ακόμα χειρότερος»!
     Κλείνουμε με την εισαγωγική φράση του κειμένου όπου, ποτισμένος μέχρι τα βάθη της ύπαρξής του από τα βιώματα της εν Χριστώ ελευθερίας, ως γνήσιος Ρωμιός, διαχωρίζει με απόλυτο τρόπο την θέση του απ` αυτήν την κολαστική ματαιότητα και ζητά να παραμείνει ελεύθερος, έξω και μακριά από μια τέτοια ζωή: «Αυτά τα γράφει ένας άνθρωπος, που δεν μπορεί και δεν θέλει να γίνει τυποποιημένος, δηλαδή, ένας άνθρωπος ξένος από τη σημερινή ζωή και τους πόθους της»!
Κιλκίς, 19-9-2019