Γράφει ο Ἀδαμάντιος Τσακίρογλου
Ἡ ἐποχὴ τοῦ Οἰκουμενισμοῦ εἶναι ἡ ἐποχὴ τῆς σύγχυσης καὶ τῆς διαστρέβλωσης
τῆς ἀλήθειας, ἡ ἐποχὴ τῆς πλάνης καὶ τῆς φανέρωσης ὅλων τῶν ἐχθρῶν τοῦ Χριστοῦ
καὶ τῆς Ἐκκλησίας Του. Ὁ Οἰκουμενισμὸς ἔχει πολλοὺς συμμάχους, συμμάχους φανεροὺς
καὶ συμμάχους κρυφούς. Ὅλοι εἶναι ἐξ ἴσου ἐπικίνδυνοι, ἀλλὰ οἱ δεύτεροι ἀποκτοῦν
μεγαλύτερο βαθμὸ ἐπικινδυνότητας, ἀκριβῶς ἐπειδὴ εἶναι κρυφοί. Ἕνας ἀπὸ αὐτοὺς
εἶναι ὁ ἐθνικισμός. Ὁ ἐθνικισμὸς φαινομενικὰ φαίνεται νὰ πολεμάει τὸν οἰκουμενισμό,
ἀλλὰ κρυφὰ τὸν στηρίζει, διότι καὶ οἱ δύο πολεμοῦν τὸν Χριστό, τὴν ἀγάπη Του καὶ
τὴν Ἐκκλησία Του.
Καταρχὴν πρέπει νὰ διαχωρίσουμε τὸν ἐθνικισμὸ ἀπὸ τὸν ἐθνισμό/πατριωτισμό.
Ἐθνισμός/πατριωτισμὸς εἶναι ἡ ἰδεολογικὴ στάση ποὺ προωθεῖ τὴν καλλιέργεια
τῆς ἐθνικῆς συνείδησης, τῶν πολιτισμικῶν δηλ. ἰδιαιτεροτήτων καὶ ἰδεωδῶν ποὺ
χαρακτηρίζουν ἕνα ἔθνος καὶ τὸ διαφοροποιοῦν ἀπὸ τὰ ὑπόλοιπα. Ὁ ἐθνισμός/πατριωτισμὸς
προστατεύει τὴν ἐθνική του παράδοση σεβόμενος ὅμως παράλληλα τὴν ἀντίστοιχη τῶν
ἄλλων ἐθνῶν χωρὶς νὰ τὴν περιφρονεῖ καὶ χωρὶς νὰ τὴν ὑποβιβάζει.
Ἀντιθέτως ὁ ἐθνικισμός/ἐθνοφυλετισμός δὲν προωθεῖ ὑγιῶς τὴν καλλιέργεια τῶν
παραπάνω, ἀλλὰ προσηλώνεται ἀπόλυτα σ’ αὐτά, ἀναγάγοντάς τα σὲ λόγο ὕπαρξης καὶ
προβάλλοντάς τα ὡς ἀπόδειξη ἀνωτερότητας καὶ αἰτία καταδίκης τῶν ἄλλων ἐθνῶν ὡς
κατώτερα ἢ ὑποδεέστερα μὲ στόχο τὴν χειραγώγηση ἢ ἐξαφάνισή τους.
Ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, ἡ Ὀρθοδοξία, δέχεται τὸν ἐθνισμό/πατριωτισμὸ καὶ
καταδικάζει τὸν ἐθνικισμό/ἐθνοφυλετισμό (βλ. καὶ Σύνοδο τοῦ 1872). Ἡ Ἐκκλησία
δέχεται τὴν ἰδιαιτερότητα τοῦ κάθε ἀνθρώπου καὶ τοῦ κάθε ἔθνους, διδάσκει τὸν
λόγο Της σὲ κάθε ἔθνος, ἀναδεικνύει Ἁγίους ἀπὸ ὅλα τὰ ἔθνη. Ὁ Βαρνάβας, ὁ Ἀπόστολος
καὶ συνεργάτης τοῦ Παύλου, χαρακτηρίζεται «Κύπριος τῷ γένει» (Πράξ. 4, 36), ὁ ἴδιος
δὲ ὁ Παῦλος δὲν ντράπηκε ποτὲ γιὰ τὴν ἑβραϊκὴ καταγωγή του (Γαλ. 1, 13). Ἡ Ὀρθοδοξία
δὲν εἶναι παποκεντρική, δὲν εἶναι ἀτομοκεντρική (Προτεσταντισμός). Δὲν γνωρίζει
ἱερὲς γλῶσσες (ἀπόδειξη, ὅτι μετάφραζε πάντα τὰ πατερικὰ καὶ λειτουργικὰ
κείμενα στὴν γλώσσα τοῦ λαοῦ ποὺ κατηχήθηκε), οὔτε ἐθνικὲς πρωτοκαθεδρίες. Δὲν ἐπιδιώκει
τὴν δημιουργία ὀρθοδόξων τόξων καὶ δὲν θυσιάζεται γιὰ τὴν δημιουργία ἀνίερων συμμαχιῶν
(π.χ. Λατινοφιλία). Ἡ Ὁρθοδοξία δὲν δέχεται δικαιολογίες γιὰ ἐπεκτάσεις καὶ δὲν
ὑποδέχεται μὲ χαρὰ οὔτε ὀνομάζει ἱερὸ τὸν κάθε πόλεμο (παρόλο ποὺ κατ’ οἰκονομία
δὲν καταδικάζει τὸν πόλεμο γιὰ τὴν πίστη καὶ τὸ δίκαιο). Ὅταν οἱ αὐτοκράτορες
Νικηφόρος Φωκᾶς καὶ Ἰωάννης Τσιμισκῆς ζήτησαν ἀπὸ τὸν Πατριάρχη Πολύευκτο νὰ
συμφωνήσει μὲ τὸ διάταγμα, μὲ τὸ ὁποῖο θὰ ἀνακηρύσσονταν ἅγιοι μάρτυρες οἱ
πεσόντες στρατιῶτες στὸν πόλεμο κατὰ τῶν Μουσουλμάνων, αὐτὸς ἀρνήθηκε
καταδικάζοντας κάθε εἴδους πολέμου (Steven Runciman, Η Βυζαντινή Θεοκρατία,
2005 σελ. 105).
Ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, ἡ Ὀρθοδοξία, εἶναι γι’ αὐτὸν ἀκριβῶς τὸν λόγο ἡ
μόνη πραγματικὰ οἰκουμενική. Εἶναι ἡ μόνη ποὺ στέκεται πάνω ἀπὸ σύνορα καὶ ἀγκαλιάζει
ὅλα τὰ ἔθνη, καταγωγές, πολιτισμούς, γλῶσσες καὶ ταυτότητες. Ἀγκαλιάζει ὅλους
τοὺς ἀνθρώπους καὶ θέλει «πάντας ἀνθρώπους σωθῆναι» (Α΄Τιμ. 2,4). Ἡ Παράδοσή της
δὲν εἶναι ἐθνική, ἀλλὰ οἰκουμενική. Ὁ Χριστιανὸς εἶναι πρῶτα Χριστιανὸς καὶ μετὰ
Ἕλλην, Ρῶσος, Σέρβος κλπ. Ὁ Χριστιανὸς σέβεται καὶ ἀγαπᾶ τὴν πατρίδα του, τὸ ἔθνος
του, ἀλλὰ πάνω ἀπ’ ὅλα θεωρεῖ τὸν ἑαυτό του πολίτη τῆς ἄνω Ἰερουσαλήμ, τῆς Οὐράνιας
Πολιτείας. Ὁ Χριστιανὸς νοιάζεται πρώτα «γιὰ τὴν Πίστη τοῦ Χριστοῦ τὴν ἁγία» καὶ
μετὰ «γιὰ τῆς πατρίδος τὴν ἐλευθερία». Γιὰ τὸν Χριστιανό, ὅλα στὴν γῆ εἶναι
πρόσκαιρα καὶ ὡς ἐκ τούτου ἀδύναμα νὰ κερδίσουν τὴν πρώτη θέση στὴν ψυχή του, τὴν
ὁποία κατέχει πάντα ὁ Χριστός, πάνω ἀπὸ πατρίδα, γονεῖς, γλώσσα καὶ ἐδάφη. Οἱ
Χριστιανοὶ «πατρίδας οἰκοῦσιν ἰδίας, ἀλλ' ὡς πάροικοι· μετέχουσι πάντων ὡς πολῖται,
καὶ πάνθ' ὑπομένουσιν ὡς ξένοι-· πᾶσα ξένη πατρίς ἐστιν αὐτῶν καὶ πᾶσα πατρὶς
ξένη» (Πρὸς Διόγνητον ἐπιστολή).
Ὁ Χριστὸς πρῶτος ἔδειξε τὴν ἀγάπη του στὴν πατρίδα του: «Ἱερουσαλὴμ Ἱερουσαλήμ,
ἡ ἀποκτέννουσα τοὺς προφήτας καὶ λιθοβολοῦσα τοὺς ἀπεσταλμένους πρὸς αὐτήν! ποσάκις
ἠθέλησα ἐπισυναγαγεῖν τὰ τέκνα σου ὃν τρόπον ἐπισυνάγει ὄρνις τὰ νοσσία ἑαυτῆς ὑπὸ
τὰς πτέρυγας, καὶ οὐκ ἠθελήσατε» (Ματθ. 23, 37). Ἀλλὰ δὲν δίστασε ὅταν εἶδε, ὅτι
οἱ συμπατριῶτες του δὲν Τὸν πίστεψαν, νὰ ὑμνήσει τοὺς ἀλλοεθνεῖς: «ἀμὴν λέγω ὑμῖν,
οὐδὲ ἐν τῷ Ἰσραὴλ τοσαύτην πίστιν εὗρον» (Ματθ. 8, 10) καὶ νὰ στραφεῖ σ’ αὐτούς,
ὅταν οἱ Ἕλληνες Τὸν πλησίασαν: «Ἐλήλυθεν ἡ ὥρα, ἵνα δοξασθῇ ὁ υἱὸς τοῦ Ἀνθρώπου»
(Ἰω. 12, 23).
Γιὰ τὴν Ἐκκλησία λοιπὸν ἡ Πίστη εἶναι ὑπεράνω ἔθνους καὶ καταγωγῆς καὶ αὐτὴ
ὁρίζει ἂν κάποιος ἀποτελεῖ μέλος της ἢ ὄχι. Ἀνάλογα μὲ τὴν πίστη τους ὁ Θεὸς ἀναδεικνύει
ἢ καταδικάζει ἔθνη, διότι ὁ Θεὸς δὲν ἔχει ἀνάγκη τοὺς λαούς, ἀλλὰ οἱ λαοὶ τὸν
Θεό: «καὶ μὴ δόξητε λέγειν ἐν ἑαυτοῖς, πατέρα ἔχομεν τὸν Ἀβραάμ· λέγω γὰρ ὑμῖν ὅτι
δύναται ὁ Θεὸς ἐκ τῶν λίθων τούτων ἐγεῖραι τέκνα τῷ Ἀβραάμ» (Ματθ. 3, 9).
Στὴν Ἑλλάδα τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καὶ τῆς κρίσης βιώνουμε, ἐδῶ καὶ κάποια
χρόνια, μία ἀναβίωση τοῦ ἐθνικισμοῦ. Ὁ ἐθνικισμὸς αὐτὸς γιὰ νὰ μπορέσει νὰ ἐπικρατήσει,
οἰκειοποιεῖται θρησκευτικὰ σύμβολα καὶ διαστρεβλώνει —ὅπως ὁ Οἰκουμενισμός— τὴν
διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας. Ἐμφανίζεται ὡς ὑπερασπιστὴς τῆς Ὀρθοδοξίας,
παρουσιάζεται σὲ διαμαρτυρίες ὡς ἀγωνιστής της, ζητᾶ ἀπὸ τὸν πιστὸ ἕναν ἀγῶνα
βίας, ἐπιζητᾶ τὸν πόλεμο κι ἐπιτίθεται σὲ κάθε ὑποτιθέμενο ἐχθρό. Παράλληλα ἀναδεικνύει
τὸ παγανιστικὸ παρελθὸν τοῦ Ἑλληνισμοῦ, προωθεῖ τὴν ἀρχαιολατρεία, μιλάει συνεχῶς
γιὰ ἀρχαίους συγγραφεῖς ἀλλὰ σχεδὸν ποτὲ γιὰ τοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ
λόγος τῶν ἐθνικιστῶν αὐτῶν εἶναι ἕνας ξύλινος λόγος μίσους, ἔχθρας καὶ βίας. Ἀντὶ
γιὰ τὴν πνευματικὴ ἄσκηση προτείνει τὴν σωματική, ἀντὶ γιὰ τὴν σεμνότητα
προτείνει τὴν ἐπίδειξη, ἀντὶ γιὰ τὸ μαρτύριο προτείνει τὴν βία. Οἱ ἐθνικιστὲς αὐτοὶ
δὲν διστάζουν νὰ ἀπαγορεύουν στοὺς πιστοὺς νὰ διαβάζουν τὴν Π. Διαθήκη, διότι
τάχα εἶναι ἑβραϊκή, δὲν μιλοῦν γιὰ τὸν Ἅγ. Ἰωάννη τὸν Δαμασκηνό (γιατὶ τάχα ἦταν
Σύρος), μιλοῦν γιὰ τὴν αὐτοκρατορία τῆς Ρωμανίας ὑμνώντας τὴν Ἑλλάδα καὶ
ξεχνώντας τὸν πολυεθνικό της χαρακτῆρα ποὺ αὐτὴ εἶχε, μὲ συνδετικὸ
χαρακτηριστικὸ πρῶτα τὴν ὀρθόδοξη πίστη καὶ μετὰ τὴν κοινὴ ἑλληνόφωνη
πολιτιστικὴ περηφάνεια. Μιλοῦν γιὰ τὴν ἀνωτερότητα τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας
βιάζοντας την μὲ κάθε εἴδους κακοφωνίες καὶ ἐκφραστικὰ ἀτοπήματα καὶ μιλοῦν γιὰ
τὸν ἑλληνικὸ περιούσιο λαὸ Θεοῦ ἀγνοώντας τὶς ἐντολές Του καὶ μὴν ὑπερασπίζοντας
τὴν διδασκαλία Του.
Ὁ ἐθνικισμὸς μὲ τὴν ἐπιθετική του τακτικὴ προβάλλει ἑαυτὸν ὡς τεῖχος προστασίας
γιὰ τὸν φοβισμένο καὶ ἀδύναμο πολίτη. Ἕνα τεῖχος ὅμως ποὺ εἶναι χτισμένο πάνω
στὴν ἄμμο τῶν ψευδαισθήσεων καὶ τῆς πλάνης. Ὁ ἐθνικισμὸς σπρώχνει τὸν Ἕλληνα νὰ
προσδοκεῖ καὶ νὰ ὀνειρεύεται ἐπεκτάσεις, ἐπανακτίσεις πόλεων καὶ πρωτοκαθεδρίες,
ἀντὶ νὰ μάχεται γιὰ τὴν νίκη τῆς Ἐκκλησίας ἐναντίων τῶν αἱρέσεων καὶ νὰ
προσδοκεῖ τὴν δική του σωτηρία. Ὁ ἐθνικισμὸς μὲ τὴν τὴν ἀσθενῆ
φαντασιοπληξία του κάνει τὸν Ἕλληνα νὰ πλαστογραφεῖ τὴν ἱστορία, βλέποντας Ἕλληνες
ἀκόμα καὶ στὴν Παταγωνία. Ὁ ἐθνικισμὸς μὲ τὴν ἐθνοψύχωσή του ξεχνάει, ὅτι τὸ κῦρος
τοῦ μεγαλείου τοῦ Ἕλληνα δὲν χρειάζεται ὑπεράσπιση, διότι δὲν ἔχει ἀμφισβητηθεῖ
ἀπὸ τοὺς ἄλλους, ἀλλὰ ἀπὸ ἐμᾶς τοὺς ἴδιους, ἐπειδὴ ξεχνοῦμε τὸν ἀληθινὸ χαρακτῆρα
του καὶ ἀποφεύγουμε τὴν ἔμπρακτη ἀνάδειξή του. Ὁ ἐθνικισμὸς μὲ τὴν ἀρχαιολατρεία
του σπρώχνει τὸν ἄνθρωπο στὸν παγανισμό καὶ στὴν πτώση. Ὁ ἐθνικισμὸς μὲ τὸν
ψευδοχριστιανισμό του καὶ τὴν διπλωματία του ἐπιτρέπει στοὺς οἰκουμενιστὲς
ψευδοποιμένες νὰ ἐμφανίζονται ἥρωες ἢ ὑπερασπιστὲς τῶν παρακαταθηκῶν, ἐνῶ στὴν
πραγματικότητα τὶς προδίδουν καὶ τὶς καταπατοῦν. Σπρώχνει τὸν πιστὸ νὰ ἀσχολεῖται
μὲ δευτερεύοντα ἀντὶ μὲ τὰ πρωτεύοντα, τοὐτέστιν τὴν Πίστη του. Ὁ ἐθνικισμὸς μὲ
τὸ μῖσος του ἐμποδίζει τὸν μὴ ὀρθόδοξο συνάνθρωπο νὰ βιώσει τὴν ἀγάπη καὶ τὸ
μεγαλεῖο τῆς Ὀρθοδοξίας, ἡ ὁποία στὸ παρελθὸν προέτρεπε ὁλόκληρους λαούς νὰ τὴν
ἀσπαστοῦν, νὰ ἐπισκεφθοῦν ἢ νὰ ἐγκατασταθοῦν στὰ ἐδάφη της π.χ. στὸ «Βυζάντιο»,
γινόμενοι ὀρθόδοξοι καὶ φορεῖς τοῦ πολιτισμοῦ του.
Γι’ αὐτὸν τὸν λόγο ὁ ἐθνικισμὸς ἀντὶ νὰ πολεμάει τὸν Οἰκουμενισμό, τὸν ὑποστηρίζει
συμβάλλοντας κι αὐτὸς στὴν σύγχυση καὶ στὴν πλάνη. Καθῆκον τοῦ Χριστιανοῦ εἶναι
νὰ τὸν θεωρεῖ ἐχθρό του κι ὄχι σύμμαχό του. Εἴμαστε πρώτα Χριστιανοὶ καὶ μετὰ Ἕλληνες
καὶ ὅπως κήρυττε ὁ Ἅγ. Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, ὁ ἱδρυτὴς τῶν σχολείων καὶ ὑπηρέτης τοῦ
ἔθνους: «Ἡμεῖς, Χριστιανοί μου, δὲν ἔχομεν ἐδῶ πατρίδα».
Ἀδαμάντιος Τσακίρογλου