ΣΧΟΛΙΟ ΔΙΚΟ ΜΑΣ: Έτσι όπως εξελίσσονται τα πράγματα για τη δόλια τη Πατρίδα μας μόνο οι λόγοι του Εθνικού Ποιητού του Κωστή Παλαμά περιγράφουν "προφητικά" τη κατάντια.... Τώρα αρχίζει το μεγάλο "πανηγύρι".... Και ο νοών νοείτω...
π. Φώτιος Βεζύνιας.
"Μ' όλα σου θα ζη τα χαμηλά, με καμιά σου δε θα ζη μεγαλοσύνη,
κι οι προφήτες που θα προσκυνά, νάνοι και αρλεκίνοι.
Και σοφοί του και κριτάδες του άδειου λόγου οι τροπαιούχοι,
και διαφεντευτάδες κυβερνήτες του οι ευνούχοι."
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ.
Μέσ' στις παινεμένες χώρες, Χώρα παινεμένη, θάρθη κι η ώρα,
και θα πέσης, κι από σέν' απάνου η Φήμη το στερνό το σάλπισμα της θα σαλπίση σε βοριά κι ανατολή, νοτιά και δύση.
Πάει το ψήλος σου, το χτίσμα σου συντρίμμι.
Θάρθη κι η ώρα· εσένα είταν ο δρόμος σε βοριά κι ανατολή, νοτιά και δύση, σαν το δρόμο του ήλιου- γέρνεις· όμως το πρωί για σε δε θα γυρίση.
Και θα σβύσης καθώς σβύνουνε λιβάδια από μάϊσσες φυτρωμένα με γητειές·
πιο αλαφρά του περασμού σου τα σημάδια κι από τις δροσοσταλαματιές·
θα σε κλαίν' τα κλαψοπούλια σταχνά βράδια και στα μνήματα οι κλωνόγυρτες ιτιές.
Και την έκοβε του οχτρού σου την ορμή της χυτής σου της φωτιάς το θαμα·
και στο κάστρο σου σπρωγμέν' η Ανατολή λυσσομάναε με τη Δύση αντάμα.
Και κρατούσες των αρμάτων την πλημμύρα, κι ορθός κι άσειστος της δύναμης σου ο κάβος·
λυγισμένοι ομπρός σου να κι ο Τούρκος, να κι ο Φράγκος, να κι ο Σλάβος.
Στη χυτή σου τη φωτιά, ώ! Τι μοίρα!
Καιρούς κι αιώνες έκαιες τον οχτρό σου·στη χυτή σου τη φωτιά, ώ! Τι μοίρα!
Μόνη σου θα πέσης να καής, τρισαπελπισμένη της ζωής.
Και χορό τριγύρω σου θα στήσουν με βιολιά και με ζουρνάδες
γύφτοι, οβραίοι, αράπηδες, πασάδες, και τα γόνατα οι τρανοί σου θα λυγίσουν, και θα γίνουν των ραγιάδων οι ραγιάδες
και ταγόρια σου τ' αγνά θα τα μολέψουν με ταγκάλιασμά τους οι σουλτάνοι,
και τα λείψανα σου θα στα κλέψουν οι ζητιάνοι.
Χώρα τρισκαταρατη, απ’ τ’ ύψη σε ποια βύθη, χώρα αμαρτωλή!
Και κανένας να σου δώση δε θα σκύψη του θανάτου το στερνό φιλί.
Και στο πέρασμα σου θα βροντήξη κι ένα μυρολόϊ σου θα ουρλιάση,
και το μοιρολόι σου θα το πνίξη από πάνω σου αλαλάζοντας μια πλάση.
Μια καινούργια πλάση, μια γεννήτρα θα φούντωση απ' τα χαλάσματα σου,
κάθε δύναμης και χάρης σου απαρνήτρα, διαλαλήτρα μοναχά της ασκημιάς σου.
Πλάση αταίριαστη μ' εσέ και ξένη, κι άς την έχεις με το γάλα σου ποτίσει,
την πατάει τη στέρφα γη σου και διαβαίνει,κι όπου πάτησε αναβρύζει μια μία βρύση.
Κι η Ψυχή σου, ω Πολιτεία κολασμένη από την αμαρτία,
νεκρή αφίνοντας εσένα θα πλανιέται κυνηγώντας άλλη γέννα.
...............................................................................
Και θαρθή μια μέρα, μαύρη μέρα
Και η ψυχή σου, ω Πολιτεία, θα κατασταλάξη πέρα, πέρα
στην καμαρωμένη Γη, στου ήλιου τη χαρά, σταπρίλη τον αέρα.
Και στο φως θα βγη, και ξαφνίζοντας τον ήλιο,
σά θρεμμένο απ' το δικό σου αίμα, ένα γέλιο, ένα παράλλαμμα, ένα ψέμα, ένα κλάμα, ένα ΒΑΣΙΛΕΙΟ.
Ο δικέφαλος αϊτός σου να!
μακριά μακριά πέταξε με τάξια και με τ' άγια και θα ισκιώσουν τα τετράπλατα φτερά λαούς άλλους, κορφές άλλες, άλλα πλάγια.
Προς τη Δύση και προς το Βοριά την κορώνα φέρνει και κρατά
-και τα νύχια του είν' αρπάγια-
και τη δόξα και τη δύναμη κρατά και το γέλιο, και το ψέμα το Βασίλειο που γεννήθηκε από σένα μέσ' στον ήλιο, κοίτα, Θεέ!
Θα σέρνεται μπροστά σε μπαλσαμωμένη κουκουβάγια.
Μ' όλα σου θα ζη τα χαμηλά, με καμιά σου δε θα ζη μεγαλοσύνη,
κι οι προφήτες που θα προσκυνά, νάνοι και αρλεκίνοι.
Και σοφοί του και κριτάδες του άδειου λόγου οι τροπαιούχοι,
και διαφεντευτάδες κυβερνήτες του οι ευνούχοι.
Και θα φύγης κι απ' το σάπιο το κορμί, ω Ψυχή παραδαρμένη από το κρίμα,
και δε θαβρη το κορμί μια σπιθαμή μέσ' στη γη για να την κάμη μνήμα,
κι άθαφτο θα μείνη το ψοφήμι, να το φάνε τα σκυλλιά και τα ερπετά,
κι ο Καιρός μέσα στους γύρους του τη μνήμη κάποιου σκέλεθρου πανάθλιου θα βαστά.
Όσο να σε λυπηθή της αγάπης ο Θεός,
και να ξημερώση μιάν αυγή, και να σε καλέση ο λυτρωμός,
ω Ψυχή παραδαρμένη από το κρίμα!