Πρωτοπρεσβύτερος
Θεόδωρος Ζήσης
Ὁμότιμος Καθηγητὴς Ἀριστοτελείου
Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης
ΔΕΝ ΚΑΤΕΔΙΚΑΣΑΝ ΟΙ
ΟΡΘΟΔΟΞΟΙ ΠΡΟΚΑΘΗΜΕΝΟΙ ΣΤΗΝ ΜΟΣΧΑ
1. Παραπληροφόρηση καὶ
παραπλάνηση ἀπὸ ἀνακριβὲς δημοσίευμα
Σημαντικὸ γεγονὸς γιὰ τὶς διορθόδοξες σχέσεις ἀλλὰ καὶ γιὰ
τὶς σχέσεις τῶν Ὀρθοδόξων πρὸς τοὺς ἑτεροδόξους – αἱρετικοὺς ἦταν ἡ σύγκληση τῆς
Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρωσίας ἀπὸ 29 Νοεμβρίου – 2
Δεκεμβρίου στὴ Μόσχα. Ἡ Ἱεραρχία συνεκλήθη καὶ ἐργάσθηκε στὰ πλαίσια τῶν ἑορτασμῶν
γιὰ τὴ συμπλήρωση ἑκατονταετίας ἀπὸ τὴν ἐπανίδρυση τοῦ πατριαρχείου τῆς Ρωσίας
τὸ 1917, ἡ ὁποία ἔγινε ἀπὸ κληρικο-λαϊκὴ τοπικὴ σύνοδο, μετὰ τὴν ἔναρξη τῆς Ὀκτωβριανῆς
Ἐπανάστασης. Ἡ ἴδια κληρικολαϊκὴ σύνοδος ἐξέλεξε στὸν πατριαρχικὸ θρόνο τῆς
Μόσχας τὸν Ἅγιο Τύχωνα, ἐνῶ συγχρόνως ἄρχιζαν οἱ ἀπηνεῖς διωγμοὶ τῶν ἀθέων
Κομμουνιστῶν ἐναντίον τῆς Ἐκκλησίας, οἱ ὁποῖοι συμπεριέλαβαν καὶ τὸν ἐκλεγέντα ὡς
πρῶτο πατριάρχη Ἅγιο Τύχωνα, διαμαρτυρόμενο γιὰ τὸ καταστροφικὸ ἔργο τῶν
Μπολσεβίκων.
Ἦταν ἐκκλησιολογικὰ ὀρθὴ πράξη ἡ ἐπανίδρυση τοῦ
Πατριαρχείου Μόσχας καὶ ἐξέφραζε τὴν πανορθόδοξη συνείδηση, ἡ ὁποία ἄλλωστε εἶχε
ὁδηγήσει στὴν ὕψωση τῆς πρώην μητροπόλεως Μόσχας στὴν τάξη τῶν πατριαρχείων τὸ
1589. Αὐθαίρετη καὶ ἀντικανονικὴ ἦταν ἡ κατάργηση τοῦ πατριαρχείου ἀπὸ τὸν
φιλόδοξο καὶ δυτικόπληκτο Μ. Πέτρο (1721), ὁ ὁποῖος ἤθελε νὰ ἐξουδετερώσει τὴν ἰσχύ
τοῦ πατριάρχου μὲ μία πολυμελῆ σύνοδο καὶ νὰ ὑποτάξει τὴν Ἐκκλησία στὴν
Πολιτεία καισαροπαπικά, ὅπως ἔπραξαν καὶ οἱ Βαυαροὶ τοῦ Ὄθωνα μὲ τὴν Ἐκκλησία τῆς
Ἑλλάδος, ἡ ὁποία ἀκόμη δὲν ἔχει πρῶτο ἱεράρχη, ἀλλὰ διοικεῖται ἀπὸ τὴν Διαρκῆ Ἱερὰ
Σύνοδο.
Δικαιολογημένα λοιπὸν ἡ σύγχρονη Ἐκκλησία τῆς Ρωσίας ἑόρτασε
τὴν ἑκα-τονταετία (1917-2017) ἀπὸ τὴν ἐπανίδρυση τοῦ Πατριαρχείου, μολονότι αὐτὴ
συν-δέθηκε μὲ τὴν ἔναρξη τῆς μεγάλης περιόδου διωγμῶν ἐναντίον τῆς Ἐκκλησίας, ἡ
ὁποία πάλι μὲ τὴν δύναμη τοῦ Θεοῦ ἀποδείχθηκε περίοδος δόξας καὶ μεγαλείου,
γιατὶ ἀνέδειξε πλῆθος νεομαρτύρων καὶ ὁμολογητῶν, πρῶτος μεταξὺ τῶν ὁποίων εἶναι
ὁ Ἅγιος Τύχων. Δικαιολογημένα ἐπίσης προσεκλήθησαν οἱ Προκαθήμενοι ὅλων τῶν
τοπικῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, ὥστε νὰ συμμετάσχουν στὴν χαρὰ τῆς ἀδελφῆς Ἐκκλησίας
τῆς Ρωσίας γιὰ τὴν ἐπανίδρυση τοῦ Πατριαρχείου καὶ γιὰ τὴν νέα λαμπρὴ περίοδο τῆς
ἀναγέννησης καὶ ἐνδυνάμωσης τῆς Ὀρθοδοξίας μετὰ ἀπὸ τοὺς σκληροὺς διωγμοὺς τοῦ
20οῦ αἰώνα. Κορυφώθηκαν μάλιστα οἱ ἐκδηλώ-σεις στὶς 4 Δεκεμβρίου 2017 στὴ Μόσχα
μὲ Θεία Λειτουργία στὴν ὁποία ἔλαβαν μέρος ὅλοι οἱ Προκαθήμενοι τῶν τοπικῶν Ὀρθοδόξων
Ἐκκλησιῶν (μὲ ἀντιπρο-σώπους οἱ πατριάρχες Βουλγαρίας καὶ Γεωργίας), ὅλοι ἐκτὸς
ἀπὸ τὸν πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Βαρθολομαῖο καὶ τὸν ἀρχιεπίσκοπο Ἀθηνῶν καὶ
πάσης Ἑλλάδος Ἱερώνυμο, οἱ ὁποῖοι δὲν ἔστειλαν οὔτε ἐκπρόσωπό τους[1].
Ἐμεῖς δὲν θὰ ἀσχοληθοῦμε γιὰ τοὺς λόγους τῆς ἀπουσίας τῶν δύο καὶ ἂν ἔπραξαν
σωστὰ ἤ ὄχι, καὶ γιὰ τὸ ποιός βγῆκε τελικὰ κερδισμένος ἀπὸ αὐτὴν τὴν σύναξη, ἡ
Κωνσταντι-νούπολη ἤ ἡ Μόσχα. Σχετικὲς ἐκτιμήσεις μπορεῖ κανεὶς νὰ διαβάσει στὸ ἐνδιαφέ-ρον
ἄρθρο τοῦ ἔγκριτου δημοσιογράφου κ. Γιώργου Παπαθανασόπουλου μὲ τίτλο «Πάντες πλὴν Φαναρίου καὶ Ἀθηνῶν», ποὺ
δημοσιεύθηκε σὲ πολλοὺς ἱστοχώρους (11 Δεκεμβρίου 2017). Στὸ παρὸν ἄρθρο θὰ ἐπιχειρήσουμε
νὰ διαλύσουμε μία σοβαρὴ παρεξήγηση -
παραπληροφόρηση ποὺ πέρασε σὲ μέρος τοῦ Ὀρθοδόξου πληρώματος, πὼς δῆθεν
στὴ Μόσχα «Ἡ Ἐκκλησία τῆς Ρωσίας παρόντων
τῶν Προκαθημένων τριῶν πρεσβυγενῶν Πατριαρχείων καὶ σχεδὸν ὅλων τῶν Αὐτοκεφάλων
Ἐκκλησιῶν ἀπέρριψε τὰς ἀποφάσεις (τοῦ Κολυμβαρίου) καὶ ἐχαρακτήρισε τοὺς μὴ Ὀρθοδόξους
“χριστιανικὰς
ὁμολογίας”»[2]. Γράφεται ἐπίσης ὅτι «Ἐτέθη
ταφόπλαξ!»[3]
εἰς τὸ Κολυμβάρι, ἐννοώντας ὅτι μὲ τὴν παρουσία καὶ συμφωνία τῶν προκαθημένων ἐτάφη
τὸ Κολυμβάρι. Αὐτὸ τὸ λέγει στὴ συνέχεια, σαφέστερα, καὶ βέβαια ἀναληθῶς καὶ ἀνακριβῶς,
τὸ δημοσίευμα τοῦ ἀνωνύμου συγγραφέως, μειώνοντας τὴν μέχρι πρό τινος γνωστὴ ἀξιοπιστία
τοῦ «Ὀρθοδόξου Τύπου». Γράφει: «Τελικῶς ἠθελημένως ἤ ἀσυνειδήτως ἡ Ρωσία
διέσωσε τὸ κῦρος τῆς Ὀρθοδοξίας θέτουσα τὴν τελεσίδικον σφραγῖδα εἰς τὸ
Κολυμβάριον, τὸ ὁποῖον ἐπισήμως ἀπερρίφθη ὄχι μόνον ἀπὸ τὸ πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας,
ὄχι μόνον ἀπὸ τὰς Ἐκκλησίας Ρωσίας, Σερβίας, Βουλγαρίας, Γεωργίας, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ
τοὺς παρισταμένους Προκαθημένους ὅλων τῶν Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν. Μεγάλην νίκην
κατήγαγον ὅλοι ὅσοι ἠγωνίσθησαν ἀπὸ κάθε μετερίζι, διὰ νὰ καταδικασθῆ ἡ ὑποτιθέμενη “Σύνοδος” ποὺ
διήρεσε τοὺς Ὀρθοδόξους. Ὁ νέος ὁρίζων ποὺ διανοίγεται ἐνώπιόν μας, εἶναι ἡ ἐνημέρωσις
τῶν πιστῶν διὰ τὴν οἰκουμενιστικὴν θεολογίαν, ἡ ὁποία ἔχει ἀλλοιώσει τὸ φρόνημα
τῶν Ὀρθοδόξων. Εἰς αὐτὸ ὀφείλομεν ἀπὸ
κοινοῦ νὰ συγκροτήσωμεν ἑνιαῖον ἀδιάσπαστον μέτωπον»[4].
Μακάρι νὰ ἦσαν ἔτσι τὰ πράγματα. Θὰ ἐπανηγύριζαν ὁ οὐρανὸς
καὶ ἡ γῆ γι᾽ αὐτὴν τὴν πανορθόδοξη καταδίκη τῆς ψευδοσυνόδου, ποὺ ἐνομιμοποίησε
τὸν Οἰκουμενισμό, καὶ θὰ εἴχαμε μία ἄλλη ἑορτὴ τῆς Ὀρθοδοξίας. Δυστυχῶς δὲν εἶναι
ἔτσι, καὶ ἀποροῦμε γιὰ ποιό λόγο ἐπιχειρήθηκε ἀπὸ τὸ σοβαρὸ καὶ ἀγωνιστικὸ αὐτὸ
ἔντυπο, ποὺ τὸ ἐμπιστευόμασταν ὅλοι καὶ ἐξακολουθοῦν νὰ τὸ ἐμπιστεύονται πολλοί,
αὐτὴ ἡ παραπληροφόρηση καὶ παραπλάνηση. Ἐνθουσια-σμένοι μᾶς τηλεφωνοῦσαν πολλοί
Ὀρθόδοξοι ἀδελφοί, γιὰ νὰ μᾶς ἀνακοινώσουν τὸ εὐχάριστο νέο τῆς πανορθόδοξης
καταδίκης τοῦ Κολυμπαρίου καὶ νὰ συγχαροῦν γιατὶ δικαιώθηκαν οἱ ἀγῶνες
μας, οἱ ὁποῖοι βέβαια τώρα δὲν ἔχει νόημα νὰ συνεχίζονται. Καὶ ὅταν τοὺς ρωτοῦσα
πότε καὶ πῶς ἔγινε αὐτό, ὅλοι μὲ παρέπεμπαν στὸ ἀναληθὲς καὶ ἀνακριβὲς
δημοσίευμα τοῦ «Ὀρθοδόξου Τύπου».
Ἡ ἀποκατάσταση τῆς ἀλήθειας λοιπὸν καὶ ἡ συνέχιση τοῦ ἀγῶνος
γιὰ τὴν πανορθόδοξη ἀπόρριψη τῆς ψευδοσυνόδου τῆς Κρήτης, ἔναντι τοῦ ἐφησυχασμοῦ
καὶ τοῦ στρουθοκαμηλισμοῦ ποὺ εἰσηγεῖται τὸ ἐν λόγῳ δημοσίευμα, εἶναι ὁ βασι-κὸς
λόγος συγγραφῆς τοῦ παρόντος ἄρθρου, παρὰ τὴν στενοχώρια ποὺ αἰσθάνο-μαι, γιατὶ
δὲν θὰ ἤθελα ποτέ, νὰ ἀντιπαρατεθῶ πρὸς τὸ καταξιωμένο αὐτὸ ἔντυ-πο, τὸ ὁποῖο ἐχαρακτήρισα
παλαιότερα ὡς «ναυαρχίδα τῆς Ὀρθοδοξίας»,
καὶ πρὸς τὸ ὁποῖο ἐξακολουθῶ νὰ τρέφω ἀγάπη καὶ σεβασμό. Ἀλλὰ «φίλος μὲν Πλά-των, φιλτάτη δὲ ἡ ἀλήθεια», κατὰ
τοὺς ἀρχαίους σοφούς, κατὰ δὲ τὴν θεόπνευστη ἁγιογραφικὴ διδασκαλία πρέπει νὰ
γνωρίζουμε τὴν ἀλήθεια, γιατὶ ἡ ἀλήθεια ἐ-λευθερώνει, καὶ πρέπει ἡ ἀγάπη νὰ εἶναι
συνδεδεμένη μὲ τὴν ἀλήθεια, νὰ «ἀγα-πῶμεν
ἐν ἀληθείᾳ», «ἀληθεύοντες ἐν ἀγάπῃ», διότι χωρὶς τὴν ἀλήθεια ἡ ἀγάπη εἶ-ναι
ψευτοαγάπη καὶ ἀπάτη[5].
Αὐτὸς εἶναι ἄλλωστε καὶ ὁ βασικὸς σωτηριολογικὸς λόγος γιὰ τὸν ὁποῖο πρὸς τοὺς
αἱρετικοὺς πρέπει νὰ ὑποδεικνύουμε τὴν αἵρεση καὶ τὴν πλάνη, ἂν τοὺς ἀγαπᾶμε ἀληθινά,
γιατὶ ἀλλιῶς δὲν τοὺς βοηθοῦμε νὰ ἐγ-καταλείψουν τὴν αἵρεση καὶ νὰ σωθοῦν, ὅπως
τοὺς κορόϊδεψε καὶ τοὺς παραπλά-νησε ἡ ψευδοσύνοδος τοῦ Κολυμβαρίου, ὀνομάζοντας
τὶς αἱρέσεις «ἐκκλησίες» καὶ ἀποφεύγοντας συστηματικὰ νὰ χρησιμοποιήσει τὴν
λέξη αἵρεση στὰ κείμενά της, ἔστω καὶ μία φορά. Αὐτὴ λοιπὸν ἡ «Σύνοδος» οὔτε ἀπέθανε,
οὔτε ἐτάφη, οὔ-τε καταδικάσθηκε ἀπὸ τοὺς παρόντες Προκαθημένους στὴ Μόσχα, ἀλλὰ
ἀκόμη ζεῖ καὶ βασιλεύει, ἐπαινούμενη καὶ προβαλλόμενη σὲ κάθε εὐκαιρία. Ἤδη στὰ
νέα βιβλία Θρησκευτικῶν τῆς πατρίδας μας, τοὺς δύσφημους «Φακέλλους», χρη-σιμοποιοῦνται
τὰ κείμενά της περισσότερο ἀπὸ τὰ κείμενα τῶν Ἁγίων Πατέρων καὶ τῶν Ἁγίων
Συνόδων, καὶ ἀποτελοῦν τὸ ἔρεισμα καὶ τὴν ἀπολογία γιὰ τὴν με-ταβολὴ τοῦ Ὀρθοδόξου
μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν σὲ συγκρητιστικὸ πανθρη-σκειακὸ συνονθύλευμα,
συνεργησάσης, δυστυχῶς, καὶ τῆς ἐπισήμου Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, πλὴν ἐλαχίστων ἀρχιερέων
ποὺ διεφώνησαν καὶ διαφωνοῦν.
Ποιὰ ἄλλη ἰσχυρότερη ἀπόδειξη τῆς ἀποδοχῆς τῆς «Συνόδου»
καὶ τῆς ἐπιβιώ-σεώς της χρειαζόμαστε ἀπὸ τὸ ὅτι στὸ πλέον ἐπίσημο λειτουργικὸ
καὶ διοικητικὸ ἔντυπο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, τὰ γνωστά «Δίπτυχα», στὸν πίνακα τῶν μεγάλων ἱστορικῶν γεγονότων καταγράφεται
στὶς ἐκδόσεις τῶν ἐτῶν 2017 καὶ 2018 καὶ
ἡ ψευδοσύνοδος τῆς Κρήτης[6];
Η ἴδια ἡ Σύνοδος τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρωσίας, ἡ ὁποία δῆθεν ἔθεσε
ταφόπλακα καὶ ἔθαψε τὴν «Σύνοδο» τῆς Κρήτης, μετὰ τὴν ἀρνητική της ἀναφορὰ εἰς
αὐτὴν γράφει: «Ταυτόχρονα πρέπει νὰ δεχθοῦμε
ὅτι ἡ Σύνοδος στὴν Κρήτη ἀποτελεῖ σημαντικὸ σταθμὸ στὴν ἱστορία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας»[7].
Δὲν ὑποτιμοῦμε τὴν ἀξία τῶν ἀποφάσεων τῆς Ρωσικῆς Ἱεραρχίας,
τὶς ὁποῖες χαιρετίζουμε μὲ χαρὰ καὶ μερικὴ ἱκανοποίηση, ὄχι πλήρη, διότι θὰ ἔπρεπε
νὰ εἶναι πιὸ σαφεῖς καὶ καταδικαστικὲς τῆς
παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, τῆς συμμετοχῆς μας στὸ Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν,
δηλαδὴ αἱρέσεων, καὶ τῆς ψευδοσυνόδου τῆς Κρήτης καὶ ὄχι ἀμφίσημες καὶ ἐπαμφοτερίζουσες,
δηλαδὴ διπλωματικές. Θὰ ἐπιχειρήσουμε γι᾽ αὐτὸ στὴν συνέχεια νὰ ἐξηγήσουμε ποῦ ἔγκειται
ἡ παραπληροφόρηση καὶ ἡ παραπλάνηση ὡς πρὸς τὴν πανορθόδοξη διάσταση τῶν ἀποφάσεων
τῆς Ρωσικῆς Ἱεραρχίας καὶ νὰ προβοῦμε κατόπιν μὲ ἄλλο ἄρθρο σὲ σύντομη ἀποτίμηση
αὐτῶν τῶν ἀποφάσεων, οἱ ὁποῖες δείχνουν ὅτι ἡ ἡγεσία τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας
προσπαθεῖ ἀπὸ τὴ μία πλευρὰ νὰ ἀναπαύσει τὶς συνειδήσεις παραδοσιακῶν ἱεραρχῶν,
κληρικῶν, μοναχῶν καὶ λαϊκῶν καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη, εἴτε λόγῳ οἰκουμενιστικῶν
φρονημάτων καὶ πεποιθήσεων εἴτε ἀνταγωνιζόμενη τὸ οἰκουμενιστικὸ Φανάρι,
συμμετέχει στὴν προώθηση τοῦ συγκρητισμοῦ καὶ τῆς πανθρησκείας.
2. Δὲν ἦσαν παρόντες οἱ Προκαθήμενοι στὴν λήψη τῶν ἀποφάσεων
τῆς Ρωσικῆς Ἱεραρχίας καὶ δὲν ἀπέρριψαν τὸ Κολυμπάρι.
Οἱ ἑορτασμοὶ στὴν Μόσχα γιὰ τὴν συμπλήρωση ἑκατονταετίας ἀπὸ
τὴν ἐπανίδρυση τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας (1917-2017) εἶχαν δύο διαφορετικά,
ξεχωριστά, ἄσχετα μέρη. Ἐν πρώτοις τὴν συνεδρία τῆς Συνόδου τῆς Ἱεραρχίας τῆς
Ρωσικῆς Ἐκκλησίας ἀπὸ 29 Νοεμβρίου – 2 Δεκεμβρίου 2017, κατὰ τὴν ὁποία,
παρισταμένων μόνον τῶν Ρώσων ἱεραρχῶν, συζητήθηκαν διάφορα θέματα, μεταξὺ τῶν ὁποίων
καὶ ἡ ἀποτίμηση τῆς «Συνόδου» τῆς Κρήτης. Στὸ μέρος αὐτὸ δὲν ἔλαβαν μέρος οἱ
Προκαθήμενοι τῶν Αὐτοκεφάλων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, καὶ θὰ ἦταν ἀδιανόητο νὰ
λάβουν μέρος, ἀναμειγνυόμενοι ὑπερτοπικὰ στὴν δικαιοδοσία μιᾶς αὐτοκέφαλης ἀδελφῆς
Ἐκκλησίας. Θὰ ἦταν πρόκληση καὶ συνοδικὸ πραξικόπημα, ἐφ᾽ ὅσον ἐπρόκειτο ὄχι γιὰ
πανορθόδοξη σύνοδο, ἀλλὰ γιὰ τοπικὴ σύνοδο μιᾶς αὐτοκέφαλης ἐκκλησίας. Καὶ ἀφοῦ
δὲν ἔλαβαν μέρος, ἑπομένως δὲν ἄκουσαν καὶ ὅσα ἀρνητικὰ ἀποφασίσθηκαν γιὰ τὴν
«σύνοδο» τοῦ Κολυμπαρίου ἀπὸ τοὺς 377 Ρώσους ἀρχιερεῖς, καὶ πολὺ περισσότερο οὔτε
τὰ ἐπεκρότησαν, ὅπως ἀφήνεται ἀπὸ κάποιους νὰ ἐννοηθεῖ. Ἦταν δυνατὸν τόσο εὔκολα
νὰ ἀρνηθοῦν τοὺς ἑαυτούς των οἱ Προκαθήμενοι ποὺ ὑπέγραψαν τὶς ἀποφάσεις τοῦ
Κολυμπαρίου πρὶν ἀπὸ λίγο καιρὸ (Ἰούνιος 2016) καὶ μάλιστα μερικοὶ ποὺ ἦσαν
στυλοβάτες τῆς ψευδοσυνόδου καὶ ἐγκωμιαστὲς τοῦ ἀρχιτέκτο-να καὶ πρωτεργάτη, τοῦ
πατριάρχη κ. Βαρθολομαίου, ὅπως οἱ παρόντες στὴ Μόσχα πατριάρχης Ἀλεξανδρείας
κ. Θεόδωρος καὶ οἱ ἀρχιεπίσκοποι Κύπρου κ. Χρυσόστομος καὶ Ἀλβανίας κ. Ἀναστάσιος;
Τὸ πρῶτο μέρος λοιπὸν τοῦ ἑορτασμοῦ ἔληξε μὲ τὴν ἀνακοίνωση τῶν «Ἀποφάσεων τῆς Ἱερᾶς
Ἐπισκοπικῆς Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Ρωσίας» σύμφωνα μὲ τὴν ἐπίσημη ἀγγλικὴ
ἔκδοση τοῦ κειμένου, τὸ μεσημέρι τῆς 2ας Δεκεμβρίου, ὅπως αὐτὸ ἀναρ-τήθηκε στὴν
ἱστοσελίδα τοῦ πατριαρχείου Μόσχας, ὥρα 14.00[8]. Τὸ ἀπόγευμα τῆς ἴδιας ἡμέρας καὶ ὥρα 16.50 ἀνακοινώθηκε
ὅτι «ἡ ἐπισκοπικὴ σύνοδος τῆς Ρωσικῆς Ὀρθοδόξου
Ἐκκλησίας υἱοθέτησε τὰ ἀποφασισθέντα τελικά της κείμενα», χωρὶς βέβαια τὴν
παρουσία τῶν προκαθημένων τῶν τοπικῶν αὐτοκεφά-λων Ἐκκλησιῶν. Στὸ Ἀνακοινωθὲν[9], ὅπου γίνεται λόγος γιὰ τὴν ἀποδοχὴ - υἱοθέτηση
τῶν τελικῶν κειμένων τῆς ἐπισκοπικῆς συνόδου τῶν 377 Ρώσων ἱεραρ-χῶν, ἐξαγγέλλεται
ὅτι ἀργότερα θὰ γίνει ἡ συνάντηση τῶν Ρώσων ἱεραρχῶν μὲ τοὺς Προκαθημένους ὡς
δεύτερο ἰδιαίτερο μέρος τοῦ ἑορτασμοῦ τῆς ἑκατον-ταετίας, τὸ ὁποῖο δὲν εἶχε
καμμία σχέση μὲ τὶς προηγούμενες ἀποφάσεις τῆς συνόδου τῶν 377 καὶ τὶς ὁποῖες ἀποφάσεις
ἀγνοοῦσαν ἀσφαλῶς οἱ προσκληθέν-τες Προκαθήμενοι. Γράφει τὸ Ἀνακοινωθέν: «Τὴν ἴδια μέρα μία μεγάλη συνάντηση τῆς Συνόδου θὰ λάβει χώρα. Μεταξὺ τῶν
μετεχόντων σὲ αὐτὴ θὰ εἶναι οἱ Προκαθήμενοι καὶ οἱ ἀντιπροσωπεῖες τῶν Τοπικῶν Ὀρθοδόξων
Ἐκκλησιῶν»[10].
Ἔγινε ὄντως ἀργὰ τὸ βράδυ αὐτὴ ἡ συνάντηση τῆς Ρωσικῆς
Συνόδου καὶ τῶν παρισταμένων Προκαθημένων, καὶ σ᾽ αὐτὴν τὴν καθαρὰ ἑορταστικὴ
συνεδρία προήδρευσαν οἱ Προκαθήμενοι καὶ ὄχι στὴν προηγούμενη, στὴν ὁποία ἦσαν
πα-ρόντες μόνον οἱ 377 Ρῶσοι ἀρχιερεῖς καὶ προήδρευε φυσικὰ ὁ πατριάρχης Κύριλ-λος.
Γιὰ τὴν ἰδιαίτερη αὐτὴ ἑορταστικὴ συνεδρία ἐξεδόθη ἐπίσης ξεχωριστὸ Ἀνα-κοινωθὲν ποὺ ἀναρτήθηκε στὴν ἱστοσελίδα
τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας στὶς 23.58, λίγο πρὶν ἀλλάξει ἡ ἡμέρα, καὶ τοῦ ὁποίου ὁ τίτλος ἔχει
ὡς ἑξῆς: «Τελικὴ συνεδρία τῆς Ἐπισκοπικῆς
Συνόδου τῆς Ρωσικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μὲ τὴν συμμετοχὴ τῶν Προκαθημένων καὶ ἐκπροσώπων
τῶν Τοπικῶν Ὀρθοδόξων Ἐκ-κλησιῶν»[11].
Ἐπίλογος
Εἶναι λοιπὸν σαφὲς ἀπὸ τὴν ἀλληλουχία τῶν γεγονότων ὅτι οἱ
Προκαθήμενοι δὲν ἦσαν παρόντες κατὰ τὴν τελικὴ συνεδρία τῆς Ρωσικῆς Συνόδου, ἡ ὁποία
ἀσχολήθηκε ἀνάμεσα στὰ ἄλλα καὶ μὲ τὴν ψευδοσύνοδο τῆς Κρήτης, κατὰ τὸ μεσημέρι
τῆς 2ας Δεκεμβρίου τοῦ 2017. Ἦσαν παρόντες καὶ προήδρευσαν μόνον στὴν ἑορταστικὴ
τελικὴ συνεδρία ἀργὰ τὸ βράδυ τῆς 2ας Δεκεμβρίου, κατὰ τὴν ὁποία δὲν ἔγινε
λόγος γιὰ ἄλλα θέματα, οὔτε γιὰ τήν «Σύνοδο» τῆς Κρήτης. Εἶναι μάλιστα
χαρακτηριστικὸ ὅτι ὁ πατριάρχης Ἱεροσολύμων κ. Θεόφιλος, ἀγνοώντας προφανῶς τὰ ὅσα
ἐναντίον τοῦ Κολυμβαρίου ἀποφάσισε προηγουμένως ἡ Ρωσι-κὴ Σύνοδος, ἀναφέρθηκε ἐπαινετικὰ
εἰς αὐτὴν λέγοντας, ἐκτὸς τόπου καὶ χρόνου βέβαια, τὰ ἑξῆς στὸν ἑόρτιο
χαιρετισμό του: «Σήμερον ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία
καλεῖται καὶ πάλιν νὰ μαρτυρήσῃ τὴν ἀλήθειαν εἰς ἕνα κόσμον ἐκκοσμικευμένον, τὸν
ὁποῖον προωθεῖ ἡ λεγομένη Παγκοσμιοποίησις. Ὅπως ἔχει ἐπισημανθῆ ὀρθῶς εἰς τὴν
πρόσφατον Ἁγίαν καὶ Μεγάλην Σύνοδον τῆς Κρήτης κ.τ.λ.». Δὲν ἔχει ἀντιληφθῆ ὁ
Ἱεροσολυμίτης Προκαθήμενος ὅτι ἡ «Σύνοδος» τῆς Κρήτης προωθεῖ τὴν
Παγκοσμιοποίηση καὶ τὸν Οἰκουμενισμό ἤ διαστρέφει ἐν γνώσει του τὰ πράγματα;
Φαίνεται πάντως ὅτι ἀγνοοῦσε τὰ προηγηθέντα καὶ ὅτι ἀσφαλῶς δὲν υἱοθέτησε τὶς ἐναντίον
τῆς Κρήτης ἀποφάσεις τῶν 377 Ἱεραρχῶν τῆς Ρωσικῆς Συνόδου, ὅπως καὶ οἱ λοιποὶ
Προκαθήμενοι. Ὅσοι πιστεύουν τὸ ἀντίθετο, ὅτι δηλαδὴ ἡ Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς
Ρωσίας τῶν 377 ἐπισκόπων ἀπέρριψε τὶς ἀποφάσεις τῆς «Συνόδου» τῆς Κρήτης παρόντων
τῶν Προκαθημένων τῶν Τοπι-κῶν Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν ἤ ἔχουν ἐλλιπῆ
πληροφόρηση ἤ ἐσκεμμένως δια-στρέφουν καὶ ὡραιοποιοῦν τὰ πράγματα, γιατὶ δὲν
θέλουν ἤ δὲν μποροῦν γιὰ ποικίλους λόγους νὰ ἀγωνισθοῦν ἐναντίον τῆς «Συνόδου»,
ἀφοῦ κατ᾽ αὐτοὺς ἀπέθανε καὶ ἐτάφη, καὶ οἱ Προκαθήμενοι στὴν Μόσχα ἐπικύρωσαν μὲ
τὴν παρου-σία τους τὶς ἀποφάσεις κατὰ τῆς ψευδοσυνόδου καὶ ἀκύρωσαν ἔτσι τὴν
Κολυμ-πάρια «Σύνοδο».
Ἔτσι δυστυχῶς καὶ ἀνακριβῶς γράφει τὸ μνημονευθὲν
δημοσίευμα τοῦ «Ὀρθοδόξου Τύπου» ποὺ παρέσυρε καὶ ἄλλους τινάς: «Τελικῶς ἠθελημένως ἤ ἀσυνειδήτως ἡ Ρωσία
διέσωσε τὸ κῦρος τῆς Ὀρθοδοξίας θέτουσα τὴν τελεσίδικον σφραγῖδα εἰς τὸ
Κολυμβάριον, τὸ ὁποῖον ἐπισήμως ἀπερρίφθη ὄχι μόνον ἀπὸ τὸ πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας,
ὄχι μόνον ἀπὸ τὰς Ἐκκλησίας Ρωσίας, Σερβίας, Βουλγαρίας, Γεωργίας, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ
τοὺς παρισταμένους Προκαθημένους ὅλων τῶν Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν». Τόση
διαστρέβλωση εἶναι ἀδικαιολόγητη (!!!)
Γιὰ τὴν σημασία τῶν ἐναντίον τῆς «Συνόδου» τῆς Κρήτης ἀποφάσεων
τῶν 377 Ρώσων Ἱεραρχῶν θὰ γράψουμε σύντομα ἄλλο ἄρθρο, ἀπὸ τὸ ὁποῖο θὰ φανεῖ ἂν
«ἡ Ρωσία διέσωσε τὸ κῦρος τῆς Ὀρθοδοξίας» ἤ, ἂν δὲν τὸ ἔσωσε, πῶς μπορεῖ νὰ τὸ
σώσει.
[1]. Ὁ πατριάρχης Ἀντιοχείας
δὲν ἔλαβε μέρος στὸ συλλείτουργο τῶν Προκαθημένων καὶ τῶν ἀντιπροσώπων, μᾶλλον
λόγῳ τῆς γνωστῆς διενέξεως μὲ τὸ Πατριαρχεῖο Ἱεροσολύμων.
[5]. Ἰω. 8, 32: «Γνώσεσθε τὴν ἀλήθειαν, καὶ ἡ
ἀλήθεια ἐλευθερώσει ὑμᾶς». Α´ Κορ. 13,
7: Ἡ ἀγάπη «συγχαίρει τῇ ἀληθείᾳ». Γαλ. 4,
15: «Ἀληθεύοντες δὲ ἐν ἀγάπῃ αὐξήσωμεν εἰς αὐτὸν τὰ πάντα». Β´ Ἰω. 1 καὶ Γ´ Ἰω. 1: «Οὓς ἐγὼ ἀγαπῶ ἐν ἀληθείᾳ».
[6]. Δίπτυχα 2017, σελ. 21 καὶ Δίπτυχα 2018 σελ. 23: «2016 (Ἰούνιος
19-26) Σύγκλησις τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἐν Κρήτῃ».
[8]. «Resolutions
of the Holy Bishops’ Council of the Russian Orthodox Church (29th November –
2nd December 2017». (https://mospat.ru/en/2017/12/02/news153871).
[9]. Ὁ
τίτλος τοῦ Ἀνακοινωθέντος στὴν ἐπίσημη
ἀγγλικὴ μετάφραση ποὺ ἀναρτήθηκε στὴν ἱ-στοσελίδα τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας ἔχει ὡς
ἑξῆς: «Bischops’
Council of the Russian Orthodox Church adopts its final documents»
(02.12.2017 16.50) (https://mospat.ru/en/2017/12/02/news 153832)
[10]. Αὐτόθι: «That
same day, a grand meeting of the Council will be held. Among those taking part
in it will be the Primates and delegations of the Local Orthodox Churches».
[11]. «Final
session of the Bishops’ Council of the Russian Orthodox Church held with the
participation of Primates and representatives of the Local Orthodox Churches». (https://mospat.
ru/en/ 2017/ 12/02/ news153880)