Γράφει ο Ἀδαμάντιος Τσακίρογλου
Ἐπειδὴ αὐτὲς οἱ Ἅγιες μέρες θὰ βροῦν ἄλλους νὰ συμπροσεύχονται καὶ νὰ συμπορεύονται μὲ αἱρετικοὺς μὲ πρόσχημα τὴν ἑνότητα, ἄλλους νὰ συμβιβάζονται μὲ αὐτὴν τὴν κατάσταση πάλι μὲ πρόσχημα τὴν ἑνότητα, ἄλλους νὰ τὴν καταδεικνύουν χωρὶς ὅμως νὰ ἀγωνίζονται ἁγιοπατερικὰ ἐναντίον της, προβάλλοντας μία ὑποτιθέμενη ἑνότητα, ἄλλους νὰ ἀγωνίζονται —ὑποτίθεται γιὰ τὴν ἑνότητα— ἀλλὰ παράλληλα νὰ ἀναλίσκονται σὲ μία προσπάθεια αὐτοδικαίωσης, κατηγορώντας παράλληλα, ὅποιον δὲν τοὺς ἀκολουθεῖ, ἄλλους νὰ ζοῦν ἀπομονωμένοι ἀγωνιζόμενοι ὅμως κι αὐτοὶ γιὰ τὴν ἑνότητα, φαίνεται χρήσιμο νὰ ξανασυζητηθεῖ καὶ νὰ ξανατονισθεῖ ἡ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας —μὲ βάση κυρίως τὸν μέγα αὐτὸν ἀπόστολο Παῦλο— περὶ ἑνότητας.
Ὅπως
γράφει ὁ Ἅγ. Κυπριανὸς «ἡ Εκκλησία τοῦ Χριστοῦ εἶναι μία καὶ μοναδική» (De
Catholicae Ecclesiae unitate) καὶ ἐκτὸς Αὐτῆς σωτηρία δὲν ὑπάρχει. Βάση τῆς
ἑνότητας τῆς Ἐκκλησίας, τοῦ θεανθρωπίνου σώματος τοῦ Χριστοῦ, μέλη τοῦ ὁποίου —ἀνεξαρτήτου
θέσεως ἢ γνώσεων— εἶναι οἱ πιστοί, ἀποτελεῖ ἡ Μία καὶ πραγματικὴ Κεφαλή Της,
δηλ. ὁ ἴδιος ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός (Ἐφ. 5,23). Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Ἅγ. Κυπριανὸς
τόνιζε τὴν ἑνότητα ὅλων μὲ βάση τὴν ἰδιότητά τους ὡς μέλη τοῦ σώματος τοῦ
Κυρίου, «οἱ πολλοὶ ἕν σῶμά ἐσμεν ἐν Χριστῷ, ὁ δὲ καθ’ εἷς ἀλλήλων μέλη» (Ρωμ.
ιβ’ 5) καὶ όχι μὲ βάση τὸ χωρισμὸ σὲ λαϊκοὺς καὶ κληρικούς! Οὔτε πάλι εἰσηγήθηκε
κάποιο ἐπισκοπικὸ πρωτεῖο «neque enim quisquam nostrum episcopum se episcoporum
constituit», «κανεὶς ἀπὸ τοὺς ἐπισκόπους μας δὲν ἔχρισε μόνος του τον ἑαυτό του
ἐπίσκοπο», ἢ κάποιο ἄλλο πρωτεῖο ἢ στρατηγεῖο, ὅπως δυστυχῶς ὑποστηρίζουν καὶ ἐπιζητοῦν
σήμερα πολλοί. Ἡ ἑνότητα αὐτὴ τῆς Ἐκκλησίας δὲν εἶναι χρονικὰ περιορισμένη,
ἀλλὰ εἶναι διαχρονική. Ὁ σημερινὸς ἀληθινὸς πιστὸς εἶναι μυστηριακὰ ἑνωμένος μὲ
ὅλη τὴν Ἐκκλησία ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τῆς ἱδρύσεώς Της μέχρι τῆς συντέλειας τοῦ κόσμου.
Τὴν
ἑνότητα αὐτὴ ἐνεργεῖ καὶ διασφαλίζει ὁ Παράκλητος, τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, τὸ Ὁποῖο καὶ
ζωοποιεῖ τὸ ἕνα σῶμα τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἑνώνει ὅλα τὰ μέλη της μὲ τὸν Χριστό. Γι’αυτὸ
καὶ ἡ Ὀρθόδοξη Εκκλησία διδάσκει, —σὲ ἀντίθεση μὲ τοὺς παναιρετικοὺς
Οἰκουμενιστές— πὼς ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας δὲν χάνεται, οὔτε ὅταν ἀποκόπτονται
διὰ τῆς αἱρέσεως οἱ ἑκάστοτε ποιμένες μιᾶς —ἢ καὶ περισσοτέρων— τοπικῆς
Ἐκκλησίας καὶ παραμένουν ἐντὸς αὐτῆς οἱ πιστοί, οὔτε ὅταν καταδικάζονται ἢ
ἀποχωροῦν ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία οἱ ἀνὰ τοὺς αἰῶνες αἱρετικοί, μιᾶς κι Ἐκείνη ὡς σῶμα
Χριστοῦ, εἶναι ἀδιανόητο ποτὲ νὰ διαιρεθεῖ: «Μεμέρισται ὁ Χριστός;». Ἀκολούθως
ἡ παρουσία τῆς φυσικῆς, ὡς ἐπακόλουθο τῆς ἁμαρτίας, ἀνθρώπινης ἀτέλειας ἀνάμεσα
στὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας δὲν δύναται νὰ διασπάσει τὴν ἑνότητα Της, ἀφοῦ αὐτὴ
ὀφείλεται στὸν Κύριο ποὺ ἁγιάζει τὰ μέλη (ἀνεξαρτήτου θέσης) τοῦ σώματός Του
καὶ μέλη τῆς Ἐκκλησίας Του· «πύλαι Ἅδου οὐ κατισχύσουσιν αὐτῆς». Εἶναι λοιπὸν
ἀδιανόητο καὶ ἀποτελεῖ αὐτοαναίρεση, νὰ χωρίζονται οἱ πραγματικοὶ Χριστιανοὶ
μεταξύ τους καὶ νὰ ἰσχυρίζονται, ὅπως καὶ οἱ τότε Χριστιανοὶ τῆς πρώτης κοινότητας
τῆς Κορίνθου: «ἐγὼ μέν εἰμι Παύλου, ἐγὼ δὲ Ἀπολλώ, ἐγὼ δὲ Κηφᾶ, ἐγὼ δὲ Χριστοῦ»
(Α’ Κορ. α’ 13).
Οἱ
Χριστιανοὶ λοιπὸν ὀφείλουν νὰ ἀγωνιστοῦν μέσα στὴν Ἐκκλησία ὄχι γιὰ νὰ
διασφαλίσουν τὴν ἑνότητα, ἀλλὰ γιὰ νὰ παραμείνουν οἱ ἴδιοι στὴν ἑνότητα καὶ γιὰ
νὰ μὴν πέσουν στὴν αἵρεση καὶ στὴν πλάνη: «Εἰ ζῶμεν πνεύματι, πνεύματι καὶ
στοιχῶμεν» (Γαλ. 5,25). Ἐὰν πράγματι ζοῦμε τὴν ζωὴ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τὴν
πνευματικὴ ζωή, πρέπει νὰ πορευόμαστε καὶ νὰ συμπεριφερόμαστε σύμφωνα μὲ τὶς
ἐντολὲς τοῦ ἁγίου Πνεύματος.
Ὁ
ἀπόστολος Παῦλος μᾶς τὶς διδάσκει ἐν τῇ πράξει, ὅταν γράφει:
«Μὴ
γινώμεθα κενόδοξοι, ἀλλήλους προκαλούμενοι, ἀλλήλοις φθονοῦντες» (Γαλ. 5,26).
«Τίς ἀσθενεῖ καὶ οὐκ ἀσθενῶ; Τίς
σκανδαλίζεται καὶ οὐκ ἐγὼ πυροῦμαι;» (Β’ Κορ. 11,29).
«Τὸ
αὐτὸ λέγητε πάντες καὶ μὴ ᾖ ἐν ὑμῖν σχίσματα, ἦτε δὲ κατηρτισμένοι τῷ αὐτῷ νοῒ
καὶ τῇ αὐτῇ γνώμῃ» (Α’ Κορ. 1,10).
«Διὰ
τοῦτο καὶ ἡμεῖς, ἀφ᾿ ἧς ἡμέρας ἠκούσαμεν, οὐ παυόμεθα ὑπὲρ ὑμῶν προσευχόμενοι
καὶ αἰτούμενοι ἵνα πληρωθῆτε τὴν ἐπίγνωσιν τοῦ θελήματος αὐτοῦ ἐν πάσῃ σοφίᾳ
καὶ συνέσει πνευματικῇ, περιπατῆσαι ὑμᾶς ἀξίως τοῦ Κυρίου εἰς πᾶσαν ἀρέσκειαν,
ἐν παντὶ ἔργῳ ἀγαθῷ καρποφοροῦντες καὶ αὐξανόμενοι εἰς τὴν ἐπίγνωσιν τοῦ Θεοῦ»
(Κολ. 1,9-10).
«Εἰς
οἰκονομίαν τοῦ πληρώματος τῶν καιρῶν, ἀνακεφαλαιώσασθαι τὰ πάντα ἐν τῷ Χριστῷ,
τὰ ἐπὶ τοῖς οὐρανοῖς καὶ τὰ ἐπὶ τῆς γῆς, ἐν αὐτῷ, ἐν ᾧ καὶ ἐκληρώθημεν
προορισθέντες κατὰ πρόθεσιν τοῦ τὰ πάντα ἐνεργοῦντος κατὰ τὴν βουλὴν τοῦ θελήματος
αὐτοῦ» (Ἐφ. 1,10-11).
«Οὐκ ἔνι Ἰουδαῖος οὐδὲ
Ἕλλην,
οὐκ ἔνι
δοῦλος οὐδὲ ἐλεύθερος, οὐκ ἔνι
ἄρσεν καὶ θῆλυ·
πάντες γὰρ ὑμεῖς
εἷς ἐστε ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ» ((Γαλ. 3,28).
«Ἐν
γὰρ Χριστῷ Ἰησοῦ οὔτε περιτομή τι ἰσχύει οὔτε ἀκροβυστία, ἀλλὰ καινὴ κτίσις» (Γαλ.
6,15).
«Καὶ
ὅσοι τῷ κανόνι τούτῳ στοιχήσουσιν, εἰρήνη ἐπ᾿ αὐτοὺς καὶ ἔλεος, καὶ ἐπὶ τὸν
Ἰσραὴλ τοῦ Θεοῦ» (Γαλ. 6,16).
Δὲν
πρέπει λοιπὸν κατὰ τὸν Παῦλο ὡς ἑνωμένα μέλη τῆς Ἐκκλησίας νὰ προκαλοῦμε καὶ νὰ
φθονοῦμε, νὰ μένουμε ἀδιάφοροι στὸν πόνο καὶ στὰ προβλήματα τοῦ ἀδελφοῦ μας, νὰ
ἔχει ὁ καθένας —ὅπως οἱ Προτεστάντες— ἄλλη γνώμη καὶ ἄλλο φρόνημα πίστεως, νὰ
ἀκολουθοῦμε προσωπικὲς τακτικές, ποὺ διαφέρουν ἀπὸ αὐτὲς τῶν Ἁγίων, νὰ κάνουμε
διακρίσεις ἀνάλογα μὲ τὴν ἐπαγγελματικὴ ἢ κοινωνικὴ θέση, τὶς γνώσεις, τὴν
ἐθνικότητα καὶ τὸ φῦλο τοῦ ἄλλου. Ὅσοι διαφυλάττουν αὐτὰ θὰ ζοῦν κατὰ τὸν Παῦλο
μέσα στὴν εἰρήνη καὶ στὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ.
Αὐτὰ
λέει ὁ Παῦλος, τὰ ὁποῖα εἶναι σημαντικότατα καὶ πρέπει νὰ διαφυλάσσονται πάντα.
Ὅμως, ἂν ἀπομονωθοῦν ἀπὸ τὴν ὑπόλοιπη διδασκαλία, διαστρεβλώνουν τὴν πραγματικὴ
ἔννοια τῆς ἑνότητας καὶ φέρνουν τὸν Χριστιανὸ σὲ κρίσιμες καταστάσεις, ὅπως σὲ
κατάσταση ἐπικράτησης πλάνης καὶ αἵρεσης, σὲ λάθος ἐπιλογὲς καὶ σ’ ἕνα καθεστὼς
ἐνοχῆς καὶ φόβου, μὴ τυχὸν καὶ δὲν γίνει κάτι ἀπὸ αὐτά, μεταλλάσοντας ἔτσι τὴν
ἑνότητα ἀπὸ χαρακτηριστικὸ ἐλευθερίας καὶ κοινῆς Πίστεως καὶ ὁμολογίας σὲ
καθεστὼς ὑποδούλωσης, πίεσης καὶ ἀνησυχίας. Διότι ἐνῶ ὁ Παῦλος διδάσκει τὰ
παραπάνω, μᾶς διδάσκει καὶ τὰ ἀκόλουθα:
«Στήκετε
καὶ κρατεῖτε τὰς παραδόσεις ἅς ἐδιδάχθητε εἴτε διὰ λόγου εἴτε δι’ ἐπιστολῆς
ἡμῶν» καὶ «στέλλεσθαι ὑμᾶς ἀπὸ
παντὸς ἀδελφοῦ ἀτάκτως περιπατοῦντος καὶ μὴ κατὰ τὴν παράδοσιν» (Β’ Θεσ. 3,6).
«σπούδασον
σεαυτὸν δόκιμον παραστῆσαι τῷ Θεῷ, ἐργάτην ἀνεπαίσχυντον, ὀρθοτομοῦντα τὸν
λόγον τῆς ἀληθείας. τὰς δὲ βεβήλους κενοφωνίας περιΐστασο· ἐπὶ πλεῖον γὰρ
προκόψουσιν ἀσεβείας» (Β’ Τιμ. 2,16).
«Διὰ
δὲ τοὺς παρεισάκτους ψευδαδέλφους,
οἵτινες παρεισῆλθον κατασκοπῆσαι τὴν
ἐλευθερίαν ἡμῶν ἣν ἔχομεν ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ, ἵνα ἡμᾶς καταδουλώσωνται· οἷς
οὐδὲ πρὸς ὥραν εἴξαμεν τῇ ὑποταγῇ,
ἵνα ἡ ἀλήθεια τοῦ εὐαγγελίου διαμείνῃ πρὸς ὑμᾶς» (Γαλ. 2,4-5).
«Τοῦτο
δὲ γίνωσκε, ὅτι ἐν ἐσχάταις ἡμέραις ἐνστήσονται καιροὶ χαλεποί· ἔσονται γὰρ οἱ
ἄνθρωποι φίλαυτοι, φιλάργυροι, ἀλαζόνες, ὑπερήφανοι, βλάσφημοι, γονεῦσιν ἀπειθεῖς,
ἀχάριστοι, ἀνόσιοι, ἄστοργοι, ἄσπονδοι, διάβολοι, ἀκρατεῖς, ἀνήμεροι,
ἀφιλάγαθοι, ροδόται, προπετεῖς, τετυφωμένοι, φιλήδονοι μᾶλλον ἢ φιλόθεοι, ἔχοντες μόρφωσιν εὐσεβείας, τὴν δὲ δύναμιν
αὐτῆς ἠρνημένοι. καὶ τούτους
ἀποτρέπου» (Β’ Τιμ. 3,1-5).
«Ἀπὸ δὲ τῶν δοκούντων εἶναί τι, ὁποῖοί
ποτε ἦσαν οὐδέν μοι διαφέρει·
πρόσωπον Θεὸς ἀνθρώπου οὐ λαμβάνει·
ἐμοὶ γὰρ οἱ δοκοῦντες οὐδὲν προσανέθεντο» (Γαλ. 2,6).
«Ὥστε ἐχθρὸς ὑμῶν γέγονα ἀληθεύων ὑμῖν;»
(Γαλ. 4,16).
«Ζηλοῦσιν
ὑμᾶς οὐ καλῶς, ἀλλὰ ἐκκλεῖσαι ὑμᾶς θέλουσιν,
ἵνα αὐτοὺς ζηλοῦτε» (Γαλ. 4,17).
Ὅλες
οἱ παραπάνω βαριὲς ἀλλὰ ἐξ ἴσου σημαντικὲς μὲ τὶς προηγούμενες διδαχές, δὲν
ἀφοροῦν μόνον τὴν ὁποιαδήποτε αἱρετικὴ ἐκτροπὴ καὶ πλάνη ἀπὸ τὴν δογματικὴ
διδασκαλία, δὲν ἀφοροῦν μόνο αὐτοὺς ποὺ δυστυχῶς «ναυάγησαν στὸ θέμα τῆς
Πίστεως» (Α’ Τιμ. 1,19) καὶ «παραπλανήθηκαν καὶ ἐξέκοψαν ἀπὸ τὴν πίστη» (Α’
Τιμ. 6,10) ἤ ἐγωιστικὰ «ἀντιστέκονται στὴν ἀλήθεια» (Β’ Τιμ. 3,8), ἀλλὰ
ἐπεκτείνονται καὶ στὴν ἐκτροπὴ ἀπὸ τὴν πνευματικὴ διδασκαλία καὶ τὸν χριστιανικὸ
τρόπο ζωῆς. Ὅσοι δὲν προσπαθοῦν νὰ διαφυλάσσουν
σωστὰ στὴν ζωή τους, παρὰ τὶς ὁποιασδήποτε ἁμαρτίες τους, τὴν ὑγιὴ διδασκαλία καὶ
καταντοῦν νὰ εἶναι «ἄνθρωποι ποὺ ἔχουν χαλασμένον καὶ διεστραμμένον τὸν νοῦν,
ἀπρόκοπτοι και ἀποτυχημένοι στὴν πίστη.» (Β’ Τιμ. 3,8) αὐτοὶ ὀνομάζονται ἀπὸ
τοὺς Πατέρες καὶ διεστραμμένοι καὶ « ψευτοδιδάσκαλοι, λύκοι βαρεῖς... ποὺ δὲν
λογαριάζουν τὸ ποίμνιο... ποὺ διδάσκουν διεστραμμένες καὶ ψευδεῖς διδασκαλίες,
γιὰ νὰ ἀποσποῦν τοὺς μαθητὲς ἀπὸ τὸν ὀρθὸν δρόμον καὶ νὰ τοὺς παρασύρουν μὲ τὸ
μέρος τους ὡς δικούς τους ὀπαδούς.» (Πράξ. 20, 29-30). Καὶ ὁ
βαθύτερος λόγος διαστροφῆς τους εἶναι ἡ ἀπέραντη ἔπαρση τους, ὁ ἑωσφορικὸς
ἐγωϊσμός τους, ποὺ μεταστρέφει τὴν Πατερικὴ διδασκαλία, καταστρέφει τὴν ἑνότητα
καὶ καλεῖ σὲ μιὰ νόθα ἑνότητα μεταβάλλοντας παράλληλα τοὺς ἀνθρώπους ἀπὸ ἐλεύθερα
μέλη τῆς Ἐκκλησίας σὲ πειθήνια ὄργανα τους, ξεχνώντας ὅτι «ἐκ προαιρέσεως γὰρ ἡ
ἕνωσις αὐτὴ γίνεται, οὐ χωρὶς τῆς ἡμῶν γνώμης. Πάντες γὰρ ἓν σῶμα ἐσμεν, ὅτι ἐκ
τοῦ ἑνὸς ἄρτου μεταλαμβάνομεν, καθώς φησιν ὁ θεῖος Ἀπόστολος» (Ἁγ. Ἰω.
Δαμασκηνοῦ, ἀπὸ τὸ βιβλίον τοῦ ἁγίου Ἰουστίνου Πόποβιτς «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΚΑΙ
ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΣ»).
Ἡ
ματαιοδοξία τους, ἡ ὑπερηφάνεια, ἡ φιλοδοξία, ἡ ἐριστικότητα τους δὲν τοὺς
ἐπιτρέπει νὰ δοῦν τὶς ἀνάγκες καὶ τὴν ἀγωνία τοῦ ποιμνίου, τοὺς κινδύνους ποὺ
τὸ ἀπειλοῦν, ἀλλὰ τοὺς σπρώχνει νὰ ἀσχολοῦνται μὲ τὴν προσωπική τους καταξίωση
καὶ ἀνάδειξη, ἰσοπεδώνοντας ὡς ὁδοστρωτήρες κάθε φωνὴ ἀγωνίας καὶ ἐλέγχου τῶν
πράξεών τους. Τοὺς σπρώχνει στὴν ἐπιλογὴ μεθόδων ποὺ δὲν συμφωνοῦν μὲ τὴν
ἁγιοπατερικὴ διδασκαλία, γιατὶ ἔτσι ἀποκρύπτουν τὴν γύμνια τους καὶ τὴν ἔλλειψη
μαρτυρικοῦ φρονήματος. Γι’ αὐτὸ ἂς μὴν ἀσχολούμαστε μόνο
μὲ τοὺς αἱρετικοὺς Οἰκουμενιστές, ἀλλὰ καὶ μὲ ἐμᾶς τοὺς ἴδιους.
Πῶς
εἶναι δυνατόν, π.χ. νὰ ἀρνοῦνται ἀγωνιστὲς τῆς πίστεως ἐπιμόνως νὰ
χρησιμοποιήσουν, ὅσες ἀποκαλύψεις ἀνὰ τὴν οἰκουμένη γίνονται σήμερα —γιὰ τὴν
καταστροφικὴ πορεία τοῦ Οἰκουμενισμοῦ— ἐπειδὴ αὐτὲς γίνονται ἀπὸ πρόσωπα ποὺ
αὐτοὶ ἔχουν ἀπορρίψει, καὶ νὰ ἀρκοῦνται δὲ μόνο σὲ ὅσα καταγγέλονται ἀπὸ δικά
τους «παιδιά»;
Πῶς
εἶναι δυνατόν, π.χ. νὰ μὴν ἔχουν πιστοί, ποὺ ἀγωνίζονται ὑποτίθεται ἀπὸ κοινοῦ
ἐνάντια στὴν αἵρεση, τὴν διάθεση καὶ τὴν ἐπιθυμία νὰ συλλειτουργήσουν καὶ νὰ
συλλειτουργηθοῦν μὲ κάποιους, ὅταν ἄλλοι ἀδελφοί τους δὲν ἔχουν κἂν τὴν
δυνατότητα, λόγῳ τῆς ἐπικράτησης τῆς αἵρεσης, νὰ βιώσουν τὴν χαρὰ τῆς Θείας
Λειτουργίας;
Πῶς
εἶναι δυνατόν, π.χ. νὰ ἀπορρίπτεται σήμερα ἡ γνώμη πιστῶν, ἐπειδὴ τάχα δὲν
ἔχουν πτυχία θεολογικῆς σχολῆς ἢ ἐπειδὴ δὲν εἶναι ρασοφόροι ἢ ἐπειδὴ εἶναι
οἰκοδόμοι ἢ μὴ σπουδαγμένοι, ὡσὰν τὸ Ἅγιο Πνεῦμα νὰ περιορίζεται καὶ νὰ ὁμιλεῖ
μόνο διὰ μέσου ρασοφόρων ἢ πτυχιούχων;
Πῶς
εἶναι δυνατόν, π.χ. νὰ συντηροῦν σχέσεις μὲ ἀνθρώπους ποὺ κοινωνοῦν μὲ τὴν
αἵρεση καὶ νὰ ἀπορρίπτουν αὐτοὺς ποὺ πολεμοῦν τὴν αἵρεση, ἐπειδὴ ἐκφέρουν
ἀλήθειες ποὺ δὲν ἀποδέχονται;
Πῶς
εἶναι δυνατόν, π.χ. νὰ ἐλέγχουν δικαίως τοὺς αἱρετικούς, κατακεραυνώνοντας,
ὅμως, ἀδελφούς τους ὀρθόδοξους, ποὺ καλοπροαίρετα καὶ ἁγιοπατερικὰ τοὺς
ἐλέγχουν, ὅταν βλέπουν νὰ ἀθετεῖται ἡ Ὀρθόδοξη Παράδοση; Δὲν κάνουν ἔτσι, αὐτὸ
ποὺ κάνουν οἱ αἱρετικοὶ Οἰκουμενιστές, οἱ ὁποῖοι ζητοῦν ἀδιάκριτη «κακὴ» ὑπακοὴ
στοὺς προεστῶτες τους;
Πῶς
εἶναι δυνατόν, π.χ. νὰ μὴν διαδίδουν χριστιανικὰ ἔντυπα ποὺ βοηθοῦν στὴν
καταπολέμηση τῆς αἵρεσης, μόνο καὶ μόνο ἐπειδὴ δὲν ἐκδίδονται ἀπὸ τὴν «ὁμάδα
τους»;
Πῶς
εἶναι δυνατόν, π.χ. νὰ βρίσκεται τὸ ποίμνιο σὲ τέτοια τραγικὴ κατάσταση κι
αὐτοὶ νὰ ἀσχολοῦνται ἀποκλειστικὰ μὲ τοὺς «δικούς τους» ἀνθρώπους;
Μὲ
τοὺς ἀνθρώπους αὐτούς, ποὺ νοθεύουν τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ (Β’ Κορ. 4,2), ποὺ ἀπὸ ἰδιοτελεῖς
σκοποὺς προσαρμόζουν τὸ Εὐαγγέλιο ἀνάλογα τὶς ἐπιθυμίες τους καὶ παραβλέποντας
τὶς ἐντολές του, δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ὑπάρξει ἡ ἐπιθυμητὴ ἑνότητα, διότι ἄλλα
διδάσκουν καὶ ἄλλα ἐφαρμόζουν. Ἡ διαχρονικὴ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας μᾶς διδάσκει
ὅτι ἅπαντες πρέπει νὰ ὁμολογοῦν τὴν ἴδια πίστη καὶ νὰ ἔχουν καὶ νὰ διαφυλάσσουν
τὸ ἴδιο φρόνημα, καθὼς καὶ τὸν ἴδιο μὲ τοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας τρόπο
ἀντιμετώπισης τῶν αἱρέσεων. Διότι κατὰ τὸν ἱερὸ Χρυσόστομο: «ὁ τῆς ὑγιοῦς
πίστεως καὶ τὸ βραχύτατον ἀνατρέψας, τῷ παντὶ λυμαίνεται» (Ὑπόμνημα εἰς τὴν
πρὸς Γαλάτας Ἐπιστολήν, 6).
Θὰ
φόβιζε ποτὲ ὁ Ἅγ. Μάξιμος ὁ Ὁμολογητὴς τοὺς αἱρετικοὺς Μονοθελητὲς καὶ θὰ
ἐνίσχυε τοὺς λίγους ὁμολογητές, ἂν ἔκανε συμβιβασμοὺς μὲ τὶς ἀπαιτήσεις τους
(βλ. τόμο); Θὰ εἶχε ἐπιτυχία ὁ ἀγώνας ἐνάντια στὶς αἱρέσεις τοῦ παρελθόντος ἂν
ὁ κάθε Ἅγιος ἔλεγε αὐτὸ ποὺ νόμιζε αὐτὸς σωστὸ καὶ ὄχι αὐτὸ ποὺ διδάσκει ἡ
Ἐκκλησία; Ὑπῆρχε περίπτωση τὸ ποίμνιο νὰ ἀκολουθοῦσε τοὺς Πατέρες ἐνάντια στὶς
αἱρέσεις, ἂν αὐτοὶ τὸ ἐπαινοῦσαν ἢ τὸ καταδίκαζαν κατὰ τὸ δοκοῦν καὶ ἀνάλογα μὲ
τὶς ἀνάγκες τους;
Ἀλλὰ
καὶ ὁ Μ. Βασίλειος γράφει: «Ἀκόμα δὲ κι ἡ δῆθεν ὑπεράσπιση τῆς ὀρθοδοξίας ἔχει
ἐπινοηθεῖ ἀπὸ μερικοὺς σὰν ὅπλο στὴ μεταξύ τους διαμάχη καὶ κρύβοντας τὶς δικές
τους ἔχθρες, καμώνονται πὼς ἐχθρεύονται γιὰ χάρη τῆς ὀρθοδοξίας. Κι ἄλλοι, ξεφεύγοντας τὸν ἔλεγχο γιὰ τὶς
μεγάλες ντροπές τους, ἀνάβουν στὰ πλήθη μανία στὴ μεταξύ τους φιλονεικία, ὥστε
νὰ σκεπάσουν μὲ τὰ γενικὰ κακὰ τὸ δικό τους... Κι ἔτσι, μᾶς περιγελοῦν οἱ
ἄπιστοι. Κλονίζονται οἱ λιγόπιστοι. Ἀμφίβολη γίνεται ἡ πίστη. Ἡ ἄγνοια
ξεχύνεται στὶς ψυχές, μὲ τὸ νὰ μιμοῦνται τὴν ἀλήθεια οἱ κακοποιοὶ ποὺ δολιεύουν
τὴ διδασκαλία. Σιγοῦν τὰ στόματα τῶν ὀρθοδόξων καὶ λύνεται κάθε βλάσφημη
γλώσσα. Βεβηλώθηκαν τὰ ἅγια. Ἀποφεύγουν τοὺς ναοὺς τὰ ὀρθόδοξα πλήθη σὰν
σχολεῖα τῆς αἵρεσης καὶ στὶς ἐρημιὲς ὑψώνουν τὰ χέρια πρὸς τὸν οὐράνιο Δεσπότη
μὲ στεναγμοὺς καὶ δάκρυα.» (Ἐπιστολή 92, πρὸς Ἰταλοὺς καὶ Γάλλους, 2). Πόσο
δίκιο ἔχει ὁ Ἅγιος θὰ τὸ καταλάβει κάποιος ἂν κάνει τὸν κόπο νὰ ἀφήσει τὴν
ἐνορία του καὶ ταξιδέψει στὶς ἐνορίες τοῦ ἐξωτερικοῦ, στὶς ὁποῖες δὲν ὑπάρχει οὔτε ἕνας ὀρθόδοξος ποιμένας ποὺ
νὰ ὀρθοτομεῖ καὶ νὰ ὀρθοπραττεῖ καὶ τὸ ποίμνιο εἶναι ἀποίμαντο, ἀκατήχητο κι
ἐγκαταλελειμένο παρόλες τὶς ἀποκαλύψεις καὶ κραυγές του.
Ἂς μὴν σκανδαλισθεῖ ὁ ἀναγνώστης ἀπὸ αὐτὸν τὸν
προβληματισμό, γιὰ τὴν ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ καὶ ὄχι ἀπὸ ἐριστικότητα. Γίνεται
δημόσια, γιατὶ ἡ ἐπικοινωνία γιὰ τέτοια θέματα, ἰδίως ἀπὸ τὸ ἐξωτερικό, εἶναι
δύσκολη μὲ τοὺς παραπάνω Πατέρες καὶ ἀδελφούς, ἀφοῦ οἱ πιὸ πολλοὶ τὴν
ἀποφεύγουν λόγῳ τοῦ κινδύνου τῆς ρετσινιᾶς ποὺ ἀφήνει. Γιατὶ ὅλοι μας
καλούμαστε νὰ σκεφτοῦμε καὶ νὰ ἐξηγήσουμε, ἰδίως σὲ περίοδο νηστείας καὶ πρὶν
τὴν Θεία Κοινωνία, πῶς ἦταν δυνατὸν σὲ καιροὺς δύσκολους μὲ πενιχρὰ μέσα
ἐπικοινωνίας, οἱ Ἅγιοι νὰ εἶναι σὲ θέση νὰ γράφουν μέσα ἀπὸ τὴν φυλακή, μέσα
ἀπὸ σπηλιές, ἀπὸ τὴν ἐξορία, ἑκατοντάδες ἐπιστολὲς μέχρι τὰ πέρατα τῆς γῆς στηρίζοντας
τὸν κάθε πιστὸ ἀνάλογα ὅμως μὲ τὶς ἀνάγκες του καὶ σήμερα, τὴν ἐποχὴ τῆς
ἀστραπιαίας ἐπικοινωνίας, νὰ μὴν λαμβάνουν οἱ πιστοὶ οὔτε ἕνα μήνυμα στήριξης,
οὒτε μία παρηγοριά ἀλλὰ ἀντιθέτως νὰ σκανδαλίζονται, ἄλλα περιμένοντας κι ἄλλα
ἀκούγοντας; Καλούμαστε νὰ σκεφτοῦμε καὶ νὰ ἐξηγήσουμε, γιατὶ οἱ Ἅγιοι
ἐπισκεπτόντουσαν ἀκόμα καὶ τὸν τσαγκάρη τῆς Ἀλεξάνδρειας γιὰ νὰ διδαχθοῦν καὶ
ἐμεῖς σήμερα ἀναζητοῦμε μόνο αὐθεντίες, ἀρνούμενοι τὸ παράδειγμα «κατωτέρων»;
Καλούμαστε νὰ σκεφτοῦμε καὶ νὰ ἐξηγήσουμε, γιατὶ ὁ Μ. Βασίλειος ἀπείλησε τὸν
φίλο του (αὐτὸ τὸ ὑπόδειγμα φίλου καὶ φιλίας) Γρηγόριο τὸν Θεολόγο, ὅτι θὰ
διακόψει κάθε ἐπαφὴ μαζί του ἂν δὲν ἀλλάξει τὴν διστακτικὴ κι ἀμφίβολη στάση
του ἀπέναντι στὴν αἵρεση; Καλούμαστε ὅλοι μας νὰ σκεφτοῦμε καὶ νὰ ἐξηγήσουμε,
γιατὶ ὁ Παῦλος τῆς ἑνότητας ἔγραψε στοὺς Γαλάτες: «Τοῦ λοιποῦ κόπους μοι
μηδεὶς παρεχέτω·» (ἀπὸ ‘δῶ καὶ πέρα μὴν μὲ ξαναενοχλήσετε) (Γαλ. 6,17).
Ἡ
διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ξεκάθαρη:
«Διότι
τότε εἶναι ἀληθινὴ ἡ ἑνότητα τῆς πίστεως, τότε γνωρίζουμε ἐκ βαθέως τὸν Υἱὸν
τοῦ Θεοῦ, ὅταν καὶ στὰ δόγματα ὀρθοδοξοῦμε καὶ τῆς ἀγάπης τὸν σύνδεσμον συντηροῦμε.
Διότι ὁ Χριστός εἶναι ἀγάπη». (Ἱ. Θεοφυλάκτου Ἀχρίδος, Πρὸς Ἐφεσίους Ἐπιστολῆς
Ἐξήγησις).
Καλά
Χριστούγεννα μὲ ὁμόνοια καὶ ἀγάπη σὲ ὅλους.
Ἀδαμάντιος
Τσακίρογλου