«Ουδέποτε πεπλανημένας έσχον τας περί Θεού υπολήψεις»
(Μ. Βασίλειος – Επιστολή (223) προς Ευστάθιον Σεβαστηνόν)
Νίκος Σακαλάκης, Μαθηματικός
Στις Αποστολικές Διαταγές υπάρχει η περιεκτική έκφραση: «Θεού φυτεία η καθολική εκκλησία και αμπελών αυτού εκλεκτός, οι πεπιστευκότες εις την απλανή θεοσέβειαν αυτού, οι την αιώνιονκαρπούμενοι δια πίστεως βασιλείαν αυτού, δύναμιν αυτού ειληφότες και μετουσίαν αγίου πνεύματος, ωπλισμένοι δια Ιησού και ενστερνισμένοι τον φόβον αυτού…» (Διαταγαί αγίων Αποστόλων).
Για τον ανεκτίμητο θησαυρό της Εκκλησίας, για την απλανή θεοσέβεια, ομιλεί ο Μ. Βασίλειος στην επιστολή του (223) αυτή: «Ει γαρ και τάλλα ημών στεναγμών άξια, αλλ’ εν γε τούτο τολμώ καυχάσθαι εν Κυρίω, ότι ουδέποτε πεπλανημέναςέσχον τας περί Θεού υπολήψεις, ή ετέρωςφρονώνμετέμαθον ύστερον» δηλ.: «διότι ημπορεί όλαι αι άλλα ενέργειαί μας να είναι αξιοθρήνητοι, αλλ’ ως προς το συγκεκριμένον τούτο σημείον τολμώ να καυχώμαι εν Κυρίωότι δεν είχα ποτέ πεπλανημένας τας περί Θεού αντιλήψεις, ούτε είχα παλαιότερα διάφορα φρονήματα και τα μετέβαλα αργότερα».
Πνευματικό κεφάλαιο τα λόγια του, κείμενο θαυμάσιο εκκλησιαστικής και φιλοκαλικής αυτογνωσίας.
Στην επιστολή αυτή εξομολογείται το ορθόδοξο φρόνημά του, χωρίς αιρετικά νεφελώματα ή κακόδοξη λάξευση της πίστεως.
Το καύχημα του Μ. Βασιλείου ήταν η ορθή πίστη, η απλανής Θεοσέβεια.
Η ορθόδοξη πίστη, ως φυσική συνέχεια της Αποστολικής παραδόσεως, είναι το βύθισμα στο Μυστήριο της Εκκλησίας, η επανάπαυση στις αιώνιες αλήθειες, το ξεπέρασμα της ανθρώπινης λογικής, η μοναδική πνευματική εμπειρία, η συνειδητή υπέρβαση της εγκόσμιας καθημερινότητας, ο διάλογος της ψυχής με τον «Οντα».
Αναγνωρίζει ο Ι. Πατήρ τις πτώσεις του, τον ανθρώπινο βηματισμό του στα μονοπάτια της ανθρώπινης προσωρινότητας, τις πληγές της αμαρτίας, την ανθρώπινη αδυναμία ή καλύτερα την ανύπαρκτη ανθρώπινη αυτοδυναμία.
Μέσα όμως από την ενσυνείδητη υπαρξιακή αυτομέτρηση και αυτοεκτίμηση στις σχέσεις του με το Θεό, ομολογεί ότι είναι κοινωνός του Αγίου Πνεύματος, ότι αγιάζεται από τη χάρη και δύναμη της ορθής πίστης.
Δεν αποτελεί καύχημα, σήμερα, για πολλούς επισκόπους και Πατριάρχες η Ορθοδοξία, οι οποίοι με οικουμενιστικές ξερολιθιές προσπαθούν το χτίσιμο «νέας εκκλησίας», δίκην πλανητικού κοινωνικού σχηματισμού.
Ο Αγ. Μάξιμος ο Ομολογητής ερμηνεύει την Αγιοπνευματική θέση του Μ. Βασιλείου. Γράφει σχετικά: «Καθένας μας ανάλογα με την πίστη που έχει μέσα του (Ρωμ. 12,6) έχει και τις ενέργειες του Αγίου Πνεύματος να φανερώνονται μέσα του. Ώστε ο καθένας είναι ταμίας της Θείας Χάριτος για τον εαυτό του» (Φιλοκαλία, τόμος Β΄).
Με απλά λόγια, ανάλογα με το πώς πιστεύουμε, έχουμε και το μέτρο προθυμίας να πράττουμε. Η απραξία φανερώνει και το μέτρο της απιστίας.
Γι’ αυτό η σιωπή, όταν κινδυνεύει η πίστις, είναι αμαρτία, προδοσία, διότι φανερώνει απιστία (αθεΐα). Αγιοπατερικά και Ευαγγελικά κρίνοντες, η χωρίς ορθή πίστη πνευματική ζωή και άσκηση, μεταπίπτουν σε ψυχολογικό καθησυχασμό. Δεν νοείται αγιασμός χωρίς την εσχατολογική του πηγή, που είναι η υγιαίνουσα διδασκαλία.
Το καύχημα του Μ. Βασιλείου δεν είναι και καύχημα – δυστυχώς – της «συνόδου» της Κρήτης. Ούτε το μήνυμα του Αγίου Όρους για τη «σύνοδο» αποτελεί καύχηση εν Κυρίω για την μοναδικότητα – πολυτιμότητα της Ορθοδοξίας. Μέσα στο μήνυμα της Ιεράς Κοινότητας δεν υπάρχει ο τονισμός του Μ. Βασιλείου, ούτε η καταδίκη της αιρέσεως του οικουμενισμού ως «πεπλανημένη περί Θεού αντίληψις».
Μια από τις αιτίες της θεολογικής πτωχείας, που παρουσίασε η διπλή αγιορείτικη σύναξη, είναι και η δέσμευσή της στα πλαίσια των τύπων – ορισμών του Οικουμενικού Πατριαρχείου για τη «σύνοδο» της Κρήτης».
Σεβαστοί αγιορείτες ηγούμενοι, με τη συνοδική κατοχύρωση του οικουμενισμού, που δεν βασίζεται στην ιστορική πίστη της Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας, δεν διαγνώσατε θεολογικά, ότι στο σώμα της Εκκλησίας εισήλθε αντίφαση που το διαιρεί εσωτερικά και οδηγεί αφεύκτως σε αποδιοργάνωση των πιστών, σε διακοπή μνημοσύνων και αποτειχίσεις;
Δεν προσέξατε, ότι στον αντίποδα της «συνόδου» βρίσκεται ο Απ. Παύλος, που παραγγέλλει – γράφει στον Τιμόθεο:
«Δίωκε Πίστιν» (Α΄.6,11);
Οι παλαιότεροι Πατέρες των πρώτων αιώνων με τις ροές των δακρύων εγεώργησαν της ερήμου το άγονον και μυστικά εκαρποφόρησαν στην εν Χριστώ ζωή. Χωρίς φανατισμό ή συσκότιση ψυχής, θεωρούσαν το μαρτύριο για την πίστη ως πλήρωμα της αγάπης του Χριστού. Τότε, υπό το φως του Ευαγγελίου έβλεπαν κάθε μορφή φιλοσοφικής ή αιρετικής στάσης, ενώ σήμερα ο οικουμενισμός συνήθισε, εν πολλοίς, τους Ορθοδόξους να βλέπουν το Ευαγγέλιο υπό το «φως» του συμβιβασμού με την αίρεση ή υπό το κράτος του φόβου.
Στην ερμηνεία του ΛΓ΄Ψαλμού, ο Μ. Βασίλειος παρατηρεί: «Εχθρός είναι ο φόβος του θανάτου, ο οποίος προξενεί εις ημάς δειλίαν· εκείνος που μας καταπείθει να είμεθα συνεσταλμένοι εμπρός εις τας εξουσίας των προσώπων. Πως λοιπόν αυτός που φοβάται αυτά θα δυνηθεί εις τον καιρόν του μαρτυρίου να αντισταθή προς την αμαρτίαν μέχρι θανάτου και να αποδώσει εις τον Κύριον το χρέος, ο οποίος απέθανε και ανέστη δι’ ημάς;»
Ένας σύγχρονος επίσκοπος, θεολογική συνέχεια του Μ. Βασιλείου, του Ι. Χρυσοστόμου και των άλλων μεγάλων Πατέρων, υπήρξε ο π. Αυγουστίνος Καντιώτης. Ως επίσκοπος διέτρεξε όλο το μήκος της πίστεως· βυθίσθηκε στο μεγάλο βάθος της Ορθοδοξίας, στα βαθύτερα στρώματα της αλήθειας του Ευαγγελίου, όσο δηλ. παίρνει μια αληθινή και ολοκληρωμένη εν Χριστώ ζωή. Ο Θεός τον χαρίτωσε με το ξεπέρασμα του φόβου, στα όρια που περιγράφει ο όσιος Θαλάσσιος στη Φιλοκαλία: «Ο Νους που αρχίζει να φιλοσοφεί τα θεία, αρχίζει από την πίστη και περνώντας από τα ενδιάμεσα καταλήγει πάλι στην ανώτατη πίστη». Το πλήρωμα της Εκκλησίας τις προηγούμενες δεκαετίες γαλουχήθηκε «κοσμοπολιτικά – οικουμενιστικά», γι’ αυτό και δυσκολεύεται σε αποφάσεις αγωνιστικές υπέρ της Ορθοδοξίας.
Ο π. Αυγουστίνος ήταν στο επίπεδο της ανώτατης πίστης. Μια Πατερική, μη εξαγορασμένη από τον οικουμενισμό μορφή, η οποία γνώριζε χαρισματικά όλη την εμβέλεια του Πατερικού λόγου, θεωρητικά και πρακτικά. Λειτούργησε θεραπευτικά στην ασθένεια της βουλήσεως της Ελληνικής Ορθοδοξίας.
Τον απαξίωσαν κυρίως διανοητικά, για να σβήσουν το φως της Ορθοδοξίας. Ήταν πάντα στο κέντρο του Ορθόδοξου αξιακού κανόνα, για μια «Ελευθέρα και Ζώσα Εκκλησία».
Ήταν ο μόνος, που συγκράτησε τους Έλληνες να μην απεμπολήσουν την Ορθοδοξία, την ιδιαιτερότητά τους ως λαός του Θεού, ως χώρα αγίων.
Έχουμε συνειδητοποιήσει, άραγε, ότι ο π. Αυγουστίνος ήταν ένα θαύμα; Στο μέγιστο βαθμό αποτέλεσε – υπήρξε η πνευματική ασπίδα της Ορθόδοξης αυτοσυνειδησίας στην Ελλάδα και παγκοσμίως.
Γνωρίζουμε, ότι η τοποθέτηση του π. Αυγουστίνου στο αγιολόγιο της Εκκλησίας είναι μια οφειλόμενη εκκλησιαστική πράξη ευσέβειας. Η αληθινή Ορθόδοξη οπτική τον έχει ήδη συμπεριλάβει στη χορεία των Αγίων Πατέρων της Εκκλησίας.
Η ζωή του π. Αυγουστίνου ως επισκόπου ήταν η πλήρη απάντηση – ανταπόκριση στο παράγγελμα του Μ. Βασιλείου προς τον Πατρόφιλον, επίσκοπον Αιγών:
«Ώστε, ει δοκεί, των ευπροσώπων εκείνων αφέμενος λόγων εν πάση παρρησία έλεγχε τους μη ορθοποδούντας προς την αλήθειαν του Ευαγγελίου». Σε μετάφραση:
«Ώστε, εάν το θεωρείς ορθόν, εγκατέλειψε τα εξεζητημένα επιχειρήματα και έλεγχε με όλην την παρρησίαν εκείνους που δεν βαδίζουν ευθέως προς την αλήθειαν του Ευαγγελίου».
ΝΙΚΟΣ Ε. ΣΑΚΑΛΑΚΗΣ
ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΟΣ