μήνυμα

μήνυμα

Δευτέρα 4 Σεπτεμβρίου 2017

Σχόλιο σε ομολογιακή επιστολή κορυφαίου δικαστικού λειτουργού

image017.jpg
Αρχιμ. Παύλου Δημητρακόπουλου
Δ/ντού του Γραφείου επί των Αιρέσεων και των Παραθρησκειών της
Ιεράς Μητροπόλεως Πειραιώς

 
Εν Πειραιεί τη 4η Σεπτεμβρίου 2017

 
   Η περίφημη εγκύκλιος των Πατριαρχών του 1848, ένα κείμενο απόλυτα Ορθόδοξο, ορίζει πως ο πραγματικός φύλακας της σώζουσας πίστεως της Εκκλησίας μας είναι ο πιστός λαός του Θεού: «Έπειτα παρ ημίν ούτε Πατριάρχαι ούτε Σύνοδοι εδυνήθησαν ποτέ εισαγαγείν νέα, διότι ο υπερασπιστής της θρησκείας έστιν αυτό το σώμα της Εκκλησίας, ήτοι αυτός ο λαόςόστις εθέλει το θρήσκευμα αυτού αιωνίως αμετάβλητον και ομοειδές τω των Πατέρων αυτού, ως έργω επειράθησαν και πολλοί των από του σχίσματος Παπών τε και Πατριαρχών Λατινοφρόνων μηδέν ανύσαντες...».
Αντίθετα μ’ αυτά, οι σύγχρονοι θιασώτες του οικουμενιστικού συγκρητισμού αρνούνται κατηγορηματικά, παπικώ τω τρόπω, στο Ορθόδοξο πλήρωμα το ρόλο του ύπατου φύλακος της Ορθοδόξου Πίστεως και την αναθέτουν μόνο στους Επισκόπους και στις Συνόδους. Αυτό άλλωστε ειπώθηκε και θεσμοθετήθηκε στην ψευδοσύνοδο του Κολυμπαρίου, θέτοντας στο περιθώριο το λαό, (κληρικούς και λαϊκούς), τον οποίο αναγκάζουν να δέχεται τις αντορθόδοξες αποφάσεις τους αδιαμαρτύρητα και συχνά με επιβολή επιτιμίων και διώξεων!
   Ωστόσο εν μέσω της καλοκαιρινής ραστώνης και της φυσικής χαλάρωσης ήρθε μια φωνή ανέλπιστη από τον δικαστικό χώρο. Ένας ομολογιακός λόγος, στηλιτευτικός κατά του σύγχρονου οικουμενιστικού κατήφορου, ο οποίος επιβεβαιώνει την δισχιλιόχρονη πρακτική της Εκκλησίας μας, ότι όλοι οι πιστοί έχουμε λόγο, και μάλιστα ελεγκτικό, στα εκκλησιαστικά δρώμενα, όταν απειλείται η σώζουσα πίστη μας, όπως στην παρούσα χρονική συγκυρία. Πρόκειται για μια θαρραλέα επιστολή του επιτίμου Προέδρου του Αρείου Πάγου κ. Βασιλείου Νικόπουλου προς τον ομολογητή σεβάσμιο κληρικό και ομότιμο καθηγητή της Θεολογικής Σχολής του Α.Π.Θ. πρωτ. π. Θεόδωρο Ζήση, για να τον συγχαρεί και να τον στηρίξει στον σθεναρό αγώνα του κατά του Οικουμενισμού, ο οποίος βρίσκεται στην πρώτη γραμμή της μάχης και έγινε στόχος των θιασωτών της δαιμονικής αυτής παναίρεσης. Στην επιστολή του ο κορυφαίος αυτός δικαστικός λειτουργός κάνει λόγο για την «Σύνοδο» του Κολυμπαρίου, την οποία αποκαλεί ξεκάθαρα και απροκάλυπτα ως «ψευτοσύνοδο», η οποία, όπως αναφέρει, «κάθε άλλο παρά ‘Ορθόδοξη’ απεδείχθη, αφού απομακρύνθηκε της Ορθόδοξης συνοδικής και πατερικής παραδόσεως, υιοθετήσασα πλήρως την παναίρεση του Οικουμενισμού, αναγνωρίζοντας για πρώτη φορά τον παπισμό και προτεσταντισμό ως ‘εκκλησίες’, ενώ οι πάντες γνωρίζομε ότι πρόκειται για αιρέσεις, που καταδικάσθηκαν συνοδικώς και επομένως είναι εκτός του Σώματος της ‘Μιας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας’».
  Εκφράζει την πικρία και την απογοήτευσή του για την αδιαφορία της μεγάλης πλειοψηφίας των Επισκόπων, οι οποίοι «τυρβάζουν περί πολλά» και αφήνουν τις αιρέσεις να «αλωνίζουν» στην Εκκλησία. Γράφει: «Εμείς οι απλοί χριστιανοί αισθανόμαστε προδομένοι από την ‘Διοικούσα’ Εκκλησία, εννοώ τα διοικητικά της όργανα, όπως την Ιερά Σύνοδο, τον Αρχιεπίσκοπο και τους επισκόπους, οι οποίοι στην συντριπτική τους πλειοψηφία είναι επιλήσμονες της ιερωσύνης τους, ‘μεριμνώντες και τυρβάζοντες περί πολλά’ άλλα, τα οποία όμως δυστυχώς δεν είναι  μόνο απλώς περιττά, αλλά είναι και άκρως επικίνδυνα και πνευματικώς θανατηφόρα, αφού είναι αιρετικά και αντορθόδοξα. Αντί οι επίσκοποι της Εκκλησίας μας με επικεφαλής τον Πατριάρχη και τον Αρχιεπίσκοπο να ‘ορθοτομούν τον λόγον της αληθείας’ του Θεού, αντί να πολεμούν με κάθε μέσον και εν παντί και πάντοτε τις ποικιλώνυμες αιρέσεις, και κυρίως την παναίρεση του οικουμενισμού, αυτοί αφήνουν εγκαταλελειμμένα τα ποίμνιά τους ‘εις βοράν’ των αιρετικών λύκων, ασχολούμενοι με τα ‘φαγοπότια’ και ‘τσιμπούσια’, τους βδελυρούς εναγκαλισμούς και πομπώδεις φαρισαϊκούς ασπασμούς μετά των αιρετικών εκπροσώπων του πάπα και των προτεσταντών, αναλισκόμενοι σε επιδεικτικούς ατέρμονες διαλόγους υπέρ δήθεν ‘της των πάντων ενώσεως’, καταπατώντας έτσι απροκάλυπτα όχι μόνο τους απαγορευτικούς όλων αυτών των βδελυρών εκδηλώσεων θείους και ιερούς κανόνες της Ορθόδοξης Εκκλησίας μας, αλλά και αυτό ακόμη το Άγιον και ιερόν Ευαγγέλιον…».   
     Δυστυχώς πρέπει να ομολογήσουμε ότι αυτή είναι η τραγική πραγματικότητα, όπως την περιγράφει ο κ. Νικόπουλος, στη μεγάλη πλειοψηφία των επισκόπων μας, διότι και εμείς την ζούμε και την βιώνουμε καθημερινά παρακολουθώντας την εκκλησιαστική επικαιρότητα. Ομίλησε ως θεολόγος, έστω και αν δεν έχει δίπλωμα Θεολογίας. Ωστόσο αληθής θεολόγος δεν είναι ο διπλωματούχος της Θεολογίας, αλλά κατά πρώτον λόγον ο έχων την εμπειρία της θεοπτίας και κατά δεύτερον ο «επόμενος τοις αγίοις πατράσι», αυτός που ακολουθεί τους αγίους Πατέρας ως απλανείς πνευματικούς οδηγούς, επειδή και αυτοί με την σειρά τους ακολουθούν την Αποστολική και Κανονική παράδοση της Εκκλησίας μας. Ομίλησε ως πιστό και ζωντανό μέλος της Εκκλησίας του Χριστού, που αισθάνεται την ευθύνη, που του αναλογεί για την διαφύλαξη της πίστεως, όταν αυτή νοθεύεται και διακυβεύεται. Και τούτο διότι έχει συνειδητοποιήσει, ότι εάν χαθεί η πίστη, όλα τα άλλα είναι μάταια και ανώφελα. Πράγματι σε τι ωφελεί η νηστεία, ή η αγρυπνία ή η ελεημοσύνη, ή η προσευχή και γενικά η άσκηση, σε τι ωφελεί η καθημερινή εξομολόγηση και η καθημερινή θεία μετάληψη, σε τι ωφελούν οι πάσης φύσεως εκκλησιαστικές δραστηριότητες, εάν χαθεί η πίστη, εάν δηλαδή  όλα αυτά γίνονται μέσα στο χώρο της αιρέσεως, μέσα στο χώρο όπου κυριαρχεί η παναίρεση του Οικουμενισμού; Σε τίποτε. Αν ρίξουμε μια ματιά στη Εκκλησιαστική μας Ιστορία, θα διαπιστώσουμε, ότι υπήρξαν πλείστες όσες περιπτώσεις μοναχών και ασκητών, που διακρίνονταν για την αυστηρότατη ασκητική διαγωγή τους και παρ’ όλα αυτά παρασύρθηκαν σε αιρέσεις και τελικά η Εκκλησία τους απέκοψε και αναθεμάτισε συνοδικά σε Τοπικές και Οικουμενικές Συνόδους. Αναφέρουμε εδώ ενδεικτικά δύο μόνο από τις πάμπολλες περιπτώσεις: Την περίπτωση του αιρεσιάρχου και εισηγητού της αιρέσεως του Μονοφυσιτισμού, αρχιμανδρίτου Ευτυχούς, ο οποίος εθεωρείτο κάτοχος μεγάλης ασκητικής πνευματικότητος και μετά τον θάνατο του οσίου Δαλματίου, ήταν ο έξαρχος όλων των «Ορθοδόξων» μοναχών της Κωνσταντινουπόλεως.[1] Αναφέρουμε ακόμη την περίπτωση εξήντα  λογίων μοναχών, οι οποίοι το 514 μ. Χ. αναχώρησαν από την μεγάλη Λαύρα του οσίου Σάββα του Ηγιασμένου και ίδρυσαν την λεγόμενη «Νέα Λαύρα», η οποία κατέστη κέντρο του Ωριγενισμού.[2]
   Εδώ λοιπόν στην προκειμένη περίπτωση, ο κ. Β. Νικόπουλος, έχοντας ανεπτυγμένη μέσα του την ορθόδοξη δογματική ευαισθησία και διαθέτοντας τα ορθόδοξα πνευματικά αντισώματα, (τα οποία όλοι μας πρέπει να διαθέτουμε), έδωσε το παρόν και ύψωσε φωνή διαμαρτυρίας, ομολογώντας την Ορθόδοξη πίστη και στηλιτεύοντας την παναίρεση του Οικουμενισμού και την ψευδοσύνοδο της Κρήτης. Γι’ αυτό έχει αξία η βαρυσήμαντη επιστολή του!
 Στη συνέχεια γίνεται ακόμη πιο ελεγκτικός σε όσους εναγκαλίζονται και συμπροσεύχονται αθεόφοβα με τους αμετανόητους αιρετικούς και σκανδαλίζουν τον πιστό λαό του Θεού. Γράφει: «Αυτοί όμως οι πατριάρχες, οι αρχιεπίσκοποι και επίσκοποι, όσοι ακολουθούν την παναίρεση του οικουμενισμού, όχι μόνο ανταλλάσσουν χαιρετισμόν με τον αρχιαιρεσιάρχη Πάπα, αλλά και εις τους ορθοδόξους ναούς τον υποδέχονται και συμπροσεύχονται μαζί του και εναγκαλίζονται ως αδελφοί περιπόθητοι και επιπόθητοι! Και το χειρότερο, μετέχουν, αν και ορθόδοξοι, στο σιωνιστικό Παγκόσμιο Συμβούλιο των Εκκλησιών και παρακάθηνται σε κοινά τραπέζια τρώγοντες και πίνοντες με παπικούς, προτεστάντες, μουσουλμάνους, βουδιστές, ινδουϊστές και ό, τι άλλο βάλλει ο νους του ανθρώπου ως δήθεν ‘εκκλησία’, προδίδοντες έτσι την ορθόδοξη πίστη μας, και ‘ορθοτομούντες (αντί της αληθείας) τον λόγον της πανθρησκείας’, ως γνήσια τέκνα του οικουμενισμού!». Δεν έχουμε να προσθέσουμε τίποτε στο παραπάνω σχόλιό του, διότι ακριβολογεί απόλυτα. Όπως κατ’ επανάληψη έχουμε τονίσει σε παλαιότερες δημοσιεύσεις μας, η Κολυμπάρια ψευδοσύνοδος καμία αίρεση δεν επεσήμανε, ούτε καταδίκασε,  (η λέξη αίρεση είναι άγνωστη στα κείμενά της), αντίθετα μάλιστα κατοχύρωσε και νομιμοποίησε συνοδικά την παναίρεση του Οικουμενισμού. Οι σύγχρονοι αιρετικοί «βαπτίστηκαν» επίσημα και συνοδικά από την ψευδοσύνοδο «ετερόδοξοι», δηλαδή «ορθόδοξοι» με διαφορετική προσέγγιση της Ορθοδοξίας και τις παρασυναγωγές τους ονόμασαν ως «ετερόδοξες εκκλησίες»! Θέλουν όμως να λησμονούν ότι ο απόστολος Παύλος αναθεματίζει όποιον διδάξει «έτερον ευαγγέλιον» (Γαλ.1,8), και ότι κάθε «έτερον ευαγγέλιον» ισοδυναμεί με αίρεση. Τις δεκάδες αιρετικές πλάνες του παπισμού τις αποκαλούν «περαιτέρω θεολογική ανάπτυξη», λες και η αιώνιες αλήθειες της Εκκλησίας μας είναι «λάστιχο» να τις φέρνει ο οποιοσδήποτε στα μέτρα του!
 Στη συνέχεια αναγνωρίζει το χρέος του να ομολογεί την πίστη του καταγγέλλοντας κάθε αιρετική διδασκαλία, πράγμα το οποίο δικαιολογεί και την συγγραφή της επιστολής και να εκδηλώσει τη θέλησή του, να τεθεί στον αντιαιρετικό αγώνα της Εκκλησίας μας: «Γι αυτό παρακαλώ πολύ να συγχωρέσετε τα όποια τυχόν σχετικά λάθη εντοπίσετε στην επιστολή μου αυτή. Φρονώ όμως ταπεινώς ότι το γεγονός ότι είμαι βαπτισμένος ‘εις το Όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος’ και ως εκ τούτου έχω ενδυθή Τον Χριστόν κατά την διαβεβαίωση του Απ. Παύλου, μου δίνει το δικαίωμα, αλλά και μου επιβάλλει την υποχρέωση ως χριστιανού, να αγωνίζομαι για την πίστη μου, ομολογώντας κυρίως αυτήν εν παντί και πάντοτε. Σε θέματα πίστεως όλοι οι χριστιανοί πρέπει να αγωνιζόμαστε, χωρίς να σκοντάφτομε σε τίτλους και περγαμηνές. Είμαι χριστιανός ορθόδοξος και ομολογώ την πίστη μου, αναλαμβάνοντας οποιαδήποτε θυσία προς υπεράσπισή της … Περιττόν να Σας βεβαιώσω ότι τάσσομαι ως απλός χριστιανός στο πλευρό Σας, όχι γιατί Εσείς με χρειάζεστε, αλλά διότι εγώ το αισθάνομαι ως ανάγκη. Γι’  αυτό και Σας παρακαλώ να δεχθείτε αυτήν την διαβεβαίωσή μου»!        
   Κλείνοντας την αναφορά μας στην ομολογιακή, αλλά και αποπνέουσα το άρωμα της ταπεινώσεως, αυτή επιστολή του διακεκριμένου δικαστικού λειτουργού κ. Β. Νικόπουλου, θέλουμε να τον συγχαρούμε από βάθους καρδιάς και να τον ευχηθούμε ο Θεός να τον χαριτώνει και να τον στηρίζει στην προσωπική και οικογενειακή του ζωή. Να τον αξιώσει να μιμηθεί τον ομότροπο στο δικαστικό του λειτούργημα, άγιο Διονύσιο τον Αρεοπαγίτη και να τον ανταμείψει για τη θαρραλέα αυτή παρέμβασή του, η οποία, ειρήσθω, «τάραξε τα λιμνάζοντα ύδατα» στο χώρο της «κοιμισμένης» πνευματικής ελίτ της χώρας μας, η οποία είναι επιδεικτικά απούσα από το όσα τραγικά συμβαίνουν στη χώρα και στο λαό μας. Τον παρακαλούμε ταπεινά να συνεχίσει να παρεμβαίνει και να στηλιτεύει με τον θαρραλέο και δυναμικό τρόπο του, όλους εκείνους που δέχονται τις αποφάσεις «της ψευδοσυνόδου του Κολυμπαρίου, κολυμπώντας στα λασπόνερα της αιρέσεως και της πλάνης». Ευχόμαστε τέλος να βρει μιμητές του στο χώρο της διανόησης και γενικά της πνευματικής ηγεσίας της πατρίδος μας, μήπως και σημάνει επιτέλους «συναγερμός» στον καταπροδομένο λαό μας και αναφανούν ελπίδες σωτηρίας.  





[1] Β. Στεφανίδου, Εκκλησιαστική Ιστορία, παρ.14, σελ. 220.


[2] Κυρίλλου Σκυθοπολίτου, Βίος του οσίου πατρός ημών Σάββα, κεφ.90.